Απόφαση 172 / 2018 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που
πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι
απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη
ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η
οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην
οποία πρέπει ν` ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί
στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας
και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των
εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην
δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει
άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του
δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα.
Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής
στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία
καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το
δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης
εργασίας ως άκυρης και κατ` ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές
αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η
καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να
ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή
απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη.
Η προαναφερθείσα διάταξη έχει
εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε
ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν
προέρχεται η ακυρότητα, εφαρμόζεται δηλ. όχι μόνο στους μισθωτούς που
υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της
καταγγελίας λόγω παράβασης των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις
ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παράβασης άλλων διατάξεων (ΑΠ 2234/2013,
ΑΠ 404/2008).
Η καθιερουμένη ως άνω
αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζομένη σε μήνες, και όπως προκύπτει από
τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και
όμοιες διατάξεις των άρθρων 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την
επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το
αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον
μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου
μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν
δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμον εορτάσιμη (μη
εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα.
Η ως άνω
τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, για την
έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης
μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο
(άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από
την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου
χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη.
Κατά τα προαναφερθέντα,
αφετηρία της ως άνω αποσβεστικής προθεσμίας αποτελεί ο χρόνος της λύσης
της σύμβασης με την καταγγελία της από τον εργοδότη, την ανακοίνωση δηλ.
εκ μέρους αυτού της βούλησής του για την λύση της, και όπως η βούληση
αυτή εκφράζεται και εξειδικεύεται με την (έγγραφη) καταγγελία, η οποία,
όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, είναι
μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία (θεωρούμενη έγκυρη,
όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη γι` αυτήν νόμιμη
αποζημίωση) και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τότε
που ο παραλήπτης εργαζόμενος λαμβάνει γνώση αυτής (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ
1619/2006), γνώση δηλ. της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης,
όπως, κατά τα προεκτεθέντα, η βούληση αυτή εκφράζεται και
συγκεκριμενοποιείται στην (περιέχουσα αυτήν) καταγγελία.
Εξάλλου, στην περίπτωση
συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών, που επέρχεται είτε με τη σύσταση νέας
εταιρίας, είτε με απορρόφηση, είτε με εξαγορά της μιας από την άλλη,
ορίζει το άρθρο 75 του ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11
π.δ. 498/1987, ότι "1. Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών
της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο
74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη
διατύπωση....τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) η απορροφούσα εταιρία
υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των
απορροφούμενων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική
διαδοχή....γ) οι απορροφούμενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν....2. Οι
εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή
κατ` αυτής, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη
συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της
δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της."
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ά. Ρ. του Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Σαρακενίδη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ταρπινίδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/3/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 141/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 503/2011 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22/1/2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Τζανάκης ανέγνωσε την από 17/3/2017 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 22.01.2014 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 503/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης ,που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της ενάγουσας κατά της 141/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη. Με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε η ασκηθείσα έφεση και επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 §1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 Κ.Πολ.Δ).
Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν` ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (Ολ ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 2234/2013,ΑΠ 705/2013).
Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ` ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006).
Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, εφαρμόζεται δηλ. όχι μόνο στους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παράβασης των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παράβασης άλλων διατάξεων (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 404/2008).
Η καθιερουμένη ως άνω αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζομένη σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθρων 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμον εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 404/2008, ΑΠ 1938/2007).
Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 65/2012).
Κατά τα προαναφερθέντα, αφετηρία της ως άνω αποσβεστικής προθεσμίας αποτελεί ο χρόνος της λύσης της σύμβασης με την καταγγελία της από τον εργοδότη, την ανακοίνωση δηλ. εκ μέρους αυτού της βούλησής του για την λύση της, και όπως η βούληση αυτή εκφράζεται και εξειδικεύεται με την (έγγραφη) καταγγελία, η οποία, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία (θεωρούμενη έγκυρη, όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη γι` αυτήν νόμιμη αποζημίωση) και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τότε που ο παραλήπτης εργαζόμενος λαμβάνει γνώση αυτής (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 1619/2006), γνώση δηλ. της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, η βούληση αυτή εκφράζεται και συγκεκριμενοποιείται στην (περιέχουσα αυτήν) καταγγελία (ΑΠ 2234/2013, AΠ 1387/2015).
Εξάλλου, στην περίπτωση συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών, που επέρχεται είτε με τη σύσταση νέας εταιρίας, είτε με απορρόφηση, είτε με εξαγορά της μιας από την άλλη, ορίζει το άρθρο 75 του ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 π.δ. 498/1987, ότι "1. Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη διατύπωση....τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφούμενων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή....γ) οι απορροφούμενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν....2. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατ` αυτής, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της."
Η έννοια της, κατά τα άνω συγχώνευσης είναι, ότι με αυτή, η συγχωνευόμενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να μεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόμενη ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και ότι η νέα εταιρία, ως διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες (πρβλ. Ολ. ΑΠ 12/1999). Τα ίδια, όπως ως άνω το άρθρο 75 του ν. 2190/1920, ορίζει και το άρθρο 55 παρ. 2 και 4 του ν. 3190/1955, ως προς τη συγχώνευση εταιριών περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.). Οι διατάξεις αυτές είναι δεκτικές ανάλογης εφαρμογής και στην περίπτωση συγχώνευσης άλλων μορφών εταιριών (βλ. ΑΠ 433/2005 AΠ 1737/2013 ).
Κατά το άρθρο 261 Α.Κ., την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, η δε παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Επίσης, κατά το άρθρο 263 Α.Κ., κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται με σαφήνεια ότι η διακοπή της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής επέρχεται υπέρ του πραγματικού δικαιούχου και κατά του πραγματικού υποχρέου της διαγνωστέας οφειλής τόσο όταν την αγωγή ασκεί ο πραγματικός δικαιούχος της αξιώσεως, όσο και όταν ασκεί αυτή μη δικαιούχος διάδικος, ο οποίος νομιμοποιείται στην άσκηση αυτής. Στην περίπτωση που η διακοπή της παραγραφής επέρχεται με την άσκηση της αγωγής, η νέα παραγραφή, ακόμη και στις αξιώσεις του άρθρου 250 Α.Κ., αρχίζει από την άσκηση αυτής, διακοπτόμενη δε μετά από κάθε νέα διαδικαστική πράξη, αρχίζει εκ νέου απ` αυτή. Η αναγνωριστική αγωγή, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της έννομης σχέσεως, διακόπτει την παραγραφή της αξιώσεως μόνο όταν η διαγνωστέα έννομη σχέση ταυτίζεται με την πραγματική βάση της αξιώσεως, που αποτελεί το αντικείμενο της μη ασκηθείσης καταψηφιστικής αγωγής. Εξάλλου, ο νόμος ρυθμίζει ειδικά την παραίτηση από την αγωγή ή την απόρριψη αυτής για λόγους μη ουσιαστικούς, επαναλαμβάνοντας διάταξη του προϊσχύοντος δικαίου, ότι με την παραίτηση ή απόρριψη αυτή ματαιούται μεν η διακοπή και λογίζεται πως δεν έγινε, πλην όμως, αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή. Κατά την έννοια του νόμου, απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαιτήσεως. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα, οι λόγοι εκείνοι, που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της υπάρξεως και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής. Ως επανέγερση δε της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία (βλ. ΑΠ 190/2008 ΤΝΠ Νόμος).
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 179 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22.01.2014 αίτηση περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 503/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης , διαδικασίας εργατικών διαφορών, Και
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven