Απόφαση 230 / 2018 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 230/2018
Περίληψη
Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο
δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς``, που
ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που
κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε
μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία
``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ``, η
οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση
του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής
οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί
υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το
νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις
του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν.
Περαιτέρω
από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της
προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η
σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές,
διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική
μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το
άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ Α'
27), κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των
ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των
συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και
ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών
(νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης)
διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ
316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των
μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα
της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα
κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται
ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή
η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από
διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των
πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την
συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν.
1876/1990).
Κατά τη συσχέτιση
περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως
άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 1876/1990
(που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί
κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί
εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και
σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των
παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με
αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για
την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που
καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ.
3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής)
εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό
τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις
ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου
διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την
ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957.
Αντίθετα,
υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή
προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής
νομοθεσίας.
Περαιτέρω, σε σχέση με τις
αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους
καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του
ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945
"περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών",
όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει
διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε
του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με
την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος,
αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από
τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή
ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την
προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών.
Με
το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια
της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα
εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο
χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική
σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ`
αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι
αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται
πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του
προηγουμένου έτους μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών
του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη
χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των
αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές
τακτικές παροχές.
Εξάλλου, ο νομοθέτης, με
πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που
επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3
παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο
ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή
χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού
δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται
κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό
του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας
αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον
περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς
ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε
εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί
ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς.
Το
ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας
αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με
τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν.
3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του
ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1
παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της
υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών
Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται
με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως
"συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το
ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας,
ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για
τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι
ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί
κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των
αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο
νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη
εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη
διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή
δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι,
εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές
αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη
υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή
προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και
25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για
εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες
εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα.
Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή
για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά
τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η
υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό
μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού
ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία
κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και
μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή
συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα
εορτών (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011).
Αν οι
εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά
διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του
προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της
προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "Ο.Λ.Π. Α.Ε.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Ζησοπούλου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Δ. του Μ., κατοίκου ... και 2)Α. Π. του Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σαξώνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/6/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1934/2007 του ίδιου Δικαστηρίου, 601/2010 μη οριστική και 117/2014 οριστική του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17/2/2016 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με την από 17-2-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 117/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της 1934/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών των αποδοχών αδείας, έγινε δεκτό κατ' ουσίαν εν μέρει το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών του επιδόματος αδείας και υποχρεώθηκε η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει εντόκως στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 10.025,65 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 10.040,55 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς``, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ``, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν.
Περαιτέρω από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ Α' 27), κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990).
Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957.
Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας.
Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών.
Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές.
Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς.
Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011).
Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας.
Εξάλλου, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1).
Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1εδ. β` οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, ``Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας...`` (παρ. 3) και ``Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%``(παρ. 4). Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά τη διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. 2) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ.1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την ``επί αποδόσει`` εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα" (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και 3) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την ``επί ημερομισθίω εργασίαν``, ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την ``επί αποδόσει εργασίαν``, όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ . Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο", που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της αναιρεσείουσας από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/26- 2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών , που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και υπήχθησαν αυτά στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, οι ενάγοντες, με το αγωγικό δικόγραφο εξέθεταν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούνται ως λιμενεργάτες στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.", ζήτησαν να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στον πρώτο αυτών, το ποσό των 42.505,02 ευρώ και στο δεύτερο αυτών, το ποσό των 42.483,41 ευρώ, που αντιστοιχούν στις διαφορές των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας μεταξύ αυτών που έπρεπε να καταβληθούν και αυτών που τους καταβλήθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2005, με το νόμιμο τόκο, οι οποίες (διαφορές) προέκυψαν, επειδή η εναγομένη δεν τήρησε την υποχρέωση, που απορρέει από τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και της γενικής εργατικής νομοθεσίας, να υπολογίζει τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας αυτών, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, επί του πραγματικού ημερομισθίου που προκύπτει από την απόδοσή τους και από την επικρατέστερη απασχόλησή τους κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη χορήγηση της άδειας (ως προς τις αποδοχές άδειας) και κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την καταβολή του επιδόματος (ως προς το επίδομα αυτό) και όχι επί του ημερομισθίου βάσης, που προβλεπόταν από τις οικείες ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 117/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: Taxheaven