ΠΟΛ. 1157/2018
Καθορισμός ειδικότερων κανόνων, διοικητικών διαδικασιών και των αναγκαίων
συνακόλουθων μέτρων αυτών για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και σύμφωνης
εφαρμογής των κανόνων δέουσας επιμέλειας που περιλαμβάνονται στο Κοινό Πρότυπο
Αναφοράς από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δυνάμει των εξουσιοδοτήσεων
του άρθρου 9 παρ. 7 περίπτ. α' του ν. 4170/2013 (Α' 163), του άρθρου πέμπτου παρ.
3 του ν. 4428/2016 (Α' 190) και του άρθρου τέταρτου παρ. 1 των ν. 4515/2018 (Α'
18) και ν. 4516/2018 (Α' 19).
ΠΟΛ.1157/18.7.2018
(ΦΕΚ Β'3299/9.8.2018)
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 9, παρ. 7, περίπτ α' του ν. 4170/2013 (Α' 163) «Ενσωμάτωση της
Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, ρύθμιση θεμάτων της ΕΛ.Τ.Ε., αναμόρφωση Οργανισμού του Ν.Σ.Κ.
και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει, για την
έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, σχετικά με τον καθορισμό κανόνων,
διοικητικών διαδικασιών και των αναγκαίων συνακόλουθων μέτρων αυτών για τη
διασφάλιση της αποτελεσματικής και σύμφωνης εφαρμογής των κανόνων δέουσας
επιμέλειας που περιλαμβάνονται στο Κοινό Πρότυπο Αναφοράς από τα Δηλούντα
Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Η',
Παραρτήματα Ι και II του ίδιου νόμου.
β) Του άρθρου πέμπτου, παρ. 3 του ν. 4428/2016 (Α' 190) «Κύρωση της Πολυμερούς
Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών για την Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών
Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών και διατάξεις εφαρμογής», για την έκδοση απόφασης
του Υπουργού Οικονομικών, σχετικά με τον καθορισμό κανόνων, διοικητικών
διαδικασιών και των αναγκαίων συνακόλουθων μέτρων αυτών για τη διασφάλιση της
αποτελεσματικής και σύμφωνης εφαρμογής των κανόνων δέουσας επιμέλειας που
περιλαμβάνονται στο Κοινό Πρότυπο Αναφοράς από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά
Ιδρύματα σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου τρίτου παρ. 1 και 2 του ίδιου
νόμου, με τις οποίες προσαρτώνται τα Παραρτήματα Ι και II.
γ) Του άρθρου τέταρτου παρ. 1 του ν. 4515/2018 (Α' 18) «Κύρωση του
Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και
της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη
φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις και των κοινών
δηλώσεων των συμβαλλόμενων μερών και διατάξεις εφαρμογής», και ιδίως για την
έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σχετικά με τον καθορισμό ή την εξειδίκευση
κανόνων, τον καθορισμό διοικητικών διαδικασιών και τη λήψη των αναγκαίων
συνακόλουθων μέτρων αυτών για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και σύμφωνης
εφαρμογής των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που
περιλαμβάνονται στη Συμφωνία και τα Παραρτήματα Ι και II αυτής, καθώς και τις
συμπληρωματικές εγγυήσεις για την προστασία των δεδομένων που περιλαμβάνονται
στο Παράρτημα III, όπως η Συμφωνία τροποποιείται με το κυρούμενο Τροποποιητικό
Πρωτόκολλο, από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα.
δ) Του άρθρου τέταρτου παρ. 1 του ν. 4516/2018 (Α' 19) «Κύρωση του
Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και
του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα
στην Οδηγία 2003/48/ ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων
εισοδημάτων από αποταμιεύσεις και των κοινών δηλώσεων των συμβαλλόμενων μερών
και διατάξεις εφαρμογής», και ιδίως για την έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού
Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σχετικά με
τον καθορισμό ή την εξειδίκευση κανόνων, τον καθορισμό διοικητικών διαδικασιών
και τη λήψη των αναγκαίων συνακόλουθων μέτρων αυτών για τη διασφάλιση της
αποτελεσματικής και σύμφωνης εφαρμογής των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων και
δέουσας επιμέλειας που περιλαμβάνονται στη Συμφωνία και τα Παραρτήματα Ι και II
αυτής, όπως η Συμφωνία τροποποιείται με το κυρούμενο Τροποποιητικό Πρωτόκολλο,
από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα.
ε) Του Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου (ΕΕ L 333 της 19.12.2015) της Συμφωνίας μεταξύ
της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας που προβλέπει μέτρα
ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη
φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 385 της
29.12.2004), που κυρώθηκε με τις διατάξεις του ν. 3363/2005 (Α' 159).
στ) Του Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου (ΕΕ L 268 της 01.10.2016) της Συμφωνίας
μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας που προβλέπει
μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη
φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 359 της
04.12.2004), που κυρώθηκε με τις διατάξεις του ν. 3361/2005 (Α' 157).
ζ) Του Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου (ΕΕ L 225 της 19.08.2016) της Συμφωνίας μεταξύ
της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου του Μονακό που προβλέπει μέτρα
ισοδύναμα με εκείνα που θεσπίζονται στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη
φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 19 της
21.01.2005), που κυρώθηκε με τις διατάξεις του ν. 3364/2005 (Α' 160).
η) Της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Γαλλικής Δημοκρατίας για
την εφαρμογή, όσον αφορά την κοινότητα του Αγίου Βαρθολομαίου, της νομοθεσίας
της Ένωσης σχετικά με τη φορολόγηση των αποταμιεύσεων και τη διοικητική
συνεργασία στον τομέα της φορολογίας (ΕΕ L 330 της 15.11.2014).
θ) Του άρθρου 38 και του άρθρου 36 του ν. 4174/2013 (Α' 170) «Κώδικας
Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».
ι) Του άρθρου 66 του ν. 4172/2013 (Α' 167) «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος».
ια) Των άρθρων 6 έως και 9 του ν. 4151/2013 (Α' 103) «Ρυθμίσεις για την
τροποποίηση και τη βελτίωση συνταξιοδοτικών, δημοσιονομικών, διοικητικών και
λοιπών διατάξεων του Υπουργείου Οικονομικών», σχετικά με τους αδρανείς
καταθετικούς λογαριασμούς.
ιβ) Του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους
Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α' 94) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της
συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες
διατάξεις» και ειδικότερα των άρθρων 1, 2, 13, 14,17 και 41, όπως ισχύουν.
2. Το Πρότυπο για την Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών Χρηματοοικονομικών
Λογαριασμών του ΟΟΣΑ, όπως εγκρίθηκε από το Συμβούλιο του ΟΟΣΑ στις 15 Ιουλίου
2014, τροποποιήθηκε τον Μάρτιο 2017 και ισχύει, συμπεριλαμβανομένων των Σχολίων
του ΟΟΣΑ επί του Κοινού Προτύπου Αναφοράς (ΚΠΑ).
3. Την αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960/10.3.2017 (Β' 968) απόφαση του Διοικητή της
Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων
Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
4. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β' 130 και Β'372) απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων
στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου
Οικονομικών» και την αριθμ. Δ6Α 1145867 ΕΞ 2013/25.9.2013 (Β' 2417) απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής
Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκαν,
συμπληρώθηκαν και ισχύουν, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α'
της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
5. Την αριθ. 1 της 20.1.2016 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) «Επιλογή
και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του
Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της
παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 και την αριθμ. 39/3/30.11.2017 (Υ.Ο.Δ.Δ.
689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της ΑΑΔΕ «Ανανέωση της θητείας του
Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».
6. Το π.δ. 73/2015 (Α' 116) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών,
Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
7. Το π.δ. 125/2016 (Α' 210) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και
Υφυπουργών».
8. Την απόφαση με αριθμό ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016, (Β' 3696) «Ανάθεση αρμοδιοτήτων
στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».
9. Την εισήγηση της Διεύθυνσης ΔΟΣ της ΑΑΔΕ, ως αρμόδιας αρχής, κατά το άρθρο 5
παρ. 1 του ν. 4170/2013, κατά το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 4428/2016, και κατά
το άρθρο δεύτερο, παρ. 1 περίπτ. α' των ν. 4515/2018 και ν. 4516/2018.
10. Την εισήγηση του Διοικητή ΑΑΔΕ στον Υπουργό Οικονομικών κατά το άρθρο 14,
παρ. 2 περίπτ. γ' του ν. 4389/2016, που αφορά την έκδοση κανονιστικής πράξης για
την οποία ο Υπουργός έχει αρμοδιότητα ή συναρμοδιότητα, σχετικά με την ανάγκη
ενσωμάτωσης στο κανονιστικό πλαίσιο των ειδικών κανόνων που περιλαμβάνονται στα
Σχόλια του ΟΟΣΑ (βλ. ανωτέρω περίπτ. 2), προκειμένου να εφαρμοστεί ομαλά και
απρόσκοπτα το πλαίσιο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών χρηματοοικονομικών
λογαριασμών.
11. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται
δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού και του προϋπολογισμού της ΑΑΔΕ,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής και εφαρμογή γενικού αντικαταχρηστικού κανόνα
1. Όπου στις διατάξεις της παρούσας απόφασης γίνεται αναφορά στο Κοινό Πρότυπο
Αναφοράς (ΚΠΑ) νοείται το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς (ΚΠΑ) των Παραρτημάτων Ι και II
του Κεφαλαίου Η' του ν. 4170/2013 (Α' 163), των Παραρτημάτων Ι και II των παρ. 1
και 2 του άρθρου τρίτου του ν. 4428/2016 (Α' 190), των Παραρτημάτων Ι και II της
παρ. 3 του άρθρου 1 των Τροποποιητικών Πρωτοκόλλων που έχουν κυρωθεί με το άρθρο
πρώτο του ν. 4515/2018 (Α' 18) και του ν. 4516/2018 (Α' 19), των Παραρτημάτων Ι
και II της παρ. 3 του άρθρου 1 των Τροποποιητικών Πρωτοκόλλων που έχουν συναφθεί
και ισχύουν μεταξύ αφενός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου της Ελβετικής
Συνομοσπονδίας, του Πριγκιπάτου της Ανδόρας και του Πριγκιπάτου του Μονακό,
αντίστοιχα.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 4174/2013 (Α' 170) εφαρμόζονται σχετικά με
το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς (ΚΠΑ) σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του παρόντος
άρθρου.
Άρθρο 2
Ορισμός «Αλλοδαπής Δικαιοδοσίας» για την εφαρμογή του Παραρτήματος 5 του
Προτύπου για την Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών
του ΟΟΣΑ
Όπου στις διατάξεις των Παραρτημάτων Ι και II του ΚΠΑ γίνεται αναφορά στον όρο «Αλλοδαπή
Δικαιοδοσία» νοείται οποιαδήποτε Δικαιοδοσία διαφορετική από τη Δικαιοδοσία του
Δηλούντος Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, δηλαδή οποιαδήποτε Δικαιοδοσία
πλην της Ελλάδας, σύμφωνα με την παρ. 2 της Εισαγωγής του Παραρτήματος 5 «Ευρύτερη
Προσέγγιση στο Κοινό Πρότυπο Αναφοράς» του Προτύπου για την Αυτόματη Ανταλλαγή
Πληροφοριών Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών του ΟΟΣΑ, όπως εγκρίθηκε από το
Συμβούλιο του ΟΟΣΑ στις 15 Ιουλίου 2014, τροποποιήθηκε και ισχύει.
Άρθρο 3
Ειδικότεροι κανόνες και διαδικασίες αναφορικά με την εφαρμογή της Ενότητας Β'
του Τμήματος III του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ
Οι κανόνες και οι διαδικασίες που προβλέπονται στην Ενότητα Β' του Τμήματος III
του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ, σχετικά με τους Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας
συμπληρώνονται ειδικότερα ως ακολούθως:
1. Ως «τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας» θεωρείται αυτή που είναι η πιο πρόσφατη
διεύθυνση κατοικίας που καταγράφηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα όσον
αφορά Δικαιούχο Ατομικού Λογαριασμού. Εντούτοις, μια διεύθυνση κατοικίας δεν
θεωρείται «τρέχουσα», αν έχει χρησιμοποιηθεί για σκοπούς αλληλογραφίας και η
αλληλογραφία έχει επιστραφεί, όπως απεστάλη, ως ανεπίδοτη, για άλλο λόγο και όχι
εξαιτίας σφάλματος. Κατά παρέκκλιση του προηγούμενου εδαφίου, μια διεύθυνση
κατοικίας που συνδέεται με έναν λογαριασμό που είναι ένας ανενεργός λογαριασμός
θεωρείται ως «τρέχουσα» κατά τη διάρκεια της περιόδου αδράνειας. Ένας
λογαριασμός, εκτός από ένα Συμβόλαιο Προσόδων, θεωρείται ένας οιονεί «αδρανής
λογαριασμός», μη εφαρμοζομένων σε αυτόν τον λογαριασμό των διατάξεων του ν.
4151/2013 (Α' 103), εφόσον:
(i) ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν έχει αρχίσει καμία συναλλαγή όσον αφορά αυτόν
τον λογαριασμό ή οποιονδήποτε άλλον λογαριασμό που τηρεί ο ίδιος στο Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά τα προηγούμενα τρία (3) έτη,
(ii) ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν έχει επικοινωνήσει με το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που τηρεί τον εν λόγω λογαριασμό σχετικά με αυτόν τον
λογαριασμό ή οποιονδήποτε άλλον λογαριασμό που τηρεί ο Δικαιούχος Λογαριασμού
στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά τα προηγούμενα έξι (6) έτη, και
(iii) στην περίπτωση ενός Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς, το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν έχει επικοινωνήσει με τον Δικαιούχο Λογαριασμού που
τηρεί τον εν λόγω λογαριασμό σχετικά με αυτόν τον λογαριασμό ή οποιονδήποτε
άλλον λογαριασμό που τηρεί ο Δικαιούχος Λογαριασμού στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό
Ίδρυμα κατά τα προηγούμενα έξι (6) έτη. Εναλλακτικά, για έναν λογαριασμό, πλην
του Συμβολαίου Προσόδων, μπορεί να εφαρμοστούν οι διατάξεις για τους αδρανείς
λογαριασμούς του ν. 4151/2013 ή του κανονιστικού πλαισίου δυνάμει αυτού ή των
συνήθων διαδικασιών λειτουργίας του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που
εφαρμόζονται με συνέπεια για όλους τους λογαριασμούς που τηρούνται από το εν
λόγω ίδρυμα στην ημεδαπή, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω διατάξεις νόμων ή
κανονιστικού πλαισίου ή οι εν λόγω διαδικασίες περιέχουν ουσιωδώς παρεμφερείς
απαιτήσεις με αυτές που περιλαμβάνονται στο προηγούμενο εδάφιο.
Ένας λογαριασμός παύει να είναι ένας οιονεί αδρανής λογαριασμός σύμφωνα με τα
προηγούμενα εδάφια, εφόσον:
(i) ο Δικαιούχος Λογαριασμού αρχίζει μια συναλλαγή όσον αφορά αυτόν τον
λογαριασμό ή οποιονδήποτε άλλον λογαριασμό που τηρεί ο Δικαιούχος Λογαριασμού σε
αυτό το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,
(ii) ο Δικαιούχος Λογαριασμού επικοινωνεί με το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα
που τηρεί τον εν λόγω λογαριασμό σχετικά με αυτόν τον λογαριασμό ή οποιονδήποτε
άλλον λογαριασμό που τηρεί ο Δικαιούχος Λογαριασμού σε αυτό το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, ή
(iii) ο λογαριασμός παύει να είναι αδρανής λογαριασμός βάσει των εφαρμοστέων
διατάξεων για τους αδρανείς λογαριασμούς του ν. 4151/2013 ή του κανονιστικού
πλαισίου δυνάμει αυτού ή των συνήθων διαδικασιών λειτουργίας του Δηλούντος
Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος.
2. Η τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού
Ιδρύματος πρέπει να βασίζεται στα Αποδεικτικά Έγγραφα. Αυτή η απαίτηση πληρούται
εάν οι πολιτικές και οι διαδικασίες του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος
διασφαλίζουν ότι η τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας στα αρχεία του είναι η ίδια
διεύθυνση ή στην ίδια δικαιοδοσία, όπως αυτή που αναγράφεται στα Αποδεικτικά
Έγγραφα (όπως π.χ. δελτίο ταυτότητας, άδεια οδήγησης, κάρτα ψηφοφορίας, ή
πιστοποιητικό κατοικίας).
Η υποχρέωση αυτή τηρείται επίσης, εφόσον οι πολιτικές
και οι διαδικασίες του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος διασφαλίζουν ότι
έχει Αποδεικτικό Έγγραφο που έχει εκδοθεί από κρατικό φορέα μολονότι το εν λόγω
Αποδεικτικό Έγγραφο δεν περιέχει μια πρόσφατη διεύθυνση κατοικίας ή δεν περιέχει
καθόλου διεύθυνση (π.χ. ορισμένα διαβατήρια), αν η τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας
στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος είναι η ίδια διεύθυνση, ή
στην ίδια δικαιοδοσία, όπως αυτή που περιέχεται σε πρόσφατο έγγραφο που έχει
εκδοθεί από έναν εξουσιοδοτημένο κρατικό φορέα ή μια εταιρεία κοινής ωφέλειας, ή
στην υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 του Δικαιούχου Ατομικού
Λογαριασμού, που επισύρει τις κυρώσεις της ψευδούς δήλωσης δυνάμει των διατάξεων
της παρ. 6 του άρθρου 22 του ίδιου νόμου.
Στην αποδεκτή τεκμηρίωση με έγγραφα
που εκδίδονται από έναν εξουσιοδοτημένο κρατικό φορέα περιλαμβάνονται,
παραδείγματος χάριν, επίσημες επιδόσεις ή βεβαιώσεις μιας Φορολογικής Διοίκησης.
Αποδεκτή τεκμηρίωση με έγγραφα που εκδίδονται από τις εταιρείες κοινής ωφέλειας
αναφέρεται σε προμήθειες που συνδέονται με συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο και
περιλαμβάνει έναν λογαριασμό για νερό, ηλεκτρική ενέργεια, τηλέφωνο (σταθερό
δίκτυο μόνο), αέριο, ή πετρέλαιο. Μία υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν.
1599/1986 του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού στην οποία ρητώς αναφέρονται οι
κυρώσεις των διατάξεων του άρθρου 22 του ίδιου νόμου είναι αποδεκτή μόνον εφόσον:
(i) το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ήταν υποχρεωμένο να συλλέγει αυτήν την
υπεύθυνη δήλωση βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας για έναν αριθμό ετών,
(ii) περιέχει τη διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Λογαριασμού, και
(iii) χρονολογείται και υπογράφεται από τον Δικαιούχο Ατομικού Λογαριασμού, που
δηλώνει ρητώς ότι γνωρίζει τις κυρώσεις σε περίπτωση ψευδούς δήλωσης. Σε τέτοιες
περιστάσεις, τα πρότυπα που εφαρμόζονται στα Αποδεικτικά Έγγραφα εφαρμόζονται
και στην τεκμηρίωση στην οποία στηρίχθηκε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.
Εναλλακτικά, ένα Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να ικανοποιήσει την
υποχρέωση της παρούσας παραγράφου, εάν οι πολιτικές και οι διαδικασίες
διασφαλίζουν σε αυτό ότι η δικαιοδοσία στη διεύθυνση κατοικίας αντιστοιχεί στη
δικαιοδοσία του κρατικού φορέα από τον οποίο εκδίδεται ένα Αποδεικτικό Έγγραφο.
3. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν λογαριασμοί που ανοίχθηκαν σε χρονική περίοδο
που δεν υπήρχαν οι απαιτήσεις του πλαισίου για την καταπολέμηση της
νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (AML/KYC) και επομένως το
Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν εξέτασε κανένα Αποδεικτικό Έγγραφο στην
αρχική διαδικασία ανοίγματος του λογαριασμού, ορίζονται τα εξής:
Οι Συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task
Force, FATF), οι οποίες καθορίζουν τα διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της
νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και περιλαμβάνουν την απαίτηση
να εξακριβωθεί από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και να επαληθευθεί η
ταυτότητα των πελατών τους βάσει αξιόπιστων και ανεξάρτητων πηγών εκδόθηκαν για
πρώτη φορά το 1990 και εν συνεχεία αναθεωρήθηκαν διαδοχικά κατά τα έτη 1996,
2003 και 2012. Ακόμη και για λογαριασμούς που ανοίχθηκαν πριν από την εισαγωγή
των εν λόγω απαιτήσεων και οι πελάτες είχαν κεκτημένα δικαιώματα βάσει των
κανόνων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν τους
κανόνες δέουσας επιμέλειας στους υφιστάμενους πελάτες τους επί τη βάσει της
σπουδαιότητας και της προσέγγισης που βασίζεται σε εκτίμηση του κινδύνου.
Επιπλέον των οριζομένων στα προηγούμενα εδάφια, όσον αφορά τους Δηλωτέους
Λογαριασμούς που είναι Προϋπάρχοντες Λογαριασμοί, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά
Ιδρύματα υποχρεούνται να καταβάλλουν εύλογες προσπάθειες και να επικοινωνούν με
τους πελάτες τους για να αποκτήσουν τον ΑΦΜ τους και την ημερομηνία γέννησης
σύμφωνα με τα οριζόμενα στις Ενότητες Γ' και Δ' του Τμήματος Ι του Παραρτήματος
Ι του ΚΠΑ. Ανάλογες τέτοιες προσπάθειες επικοινωνίας με τους πελάτες τους
οφείλουν να καταβάλλουν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα για την αναζήτηση
των Αποδεικτικών Εγγράφων.
Κατά συνέπεια, τέτοιες περιπτώσεις λογαριασμών χωρίς Αποδεικτικά Έγγραφα πρέπει
να είναι οι εξαιρέσεις, που συνδέονται με χαμηλού κινδύνου λογαριασμούς, και
επηρεάζουν λογαριασμούς που ανοίχθηκαν πριν από το έτος 2004. Σε αυτές τις
περιπτώσεις η υποχρέωση εξέτασης των Αποδεικτικών Εγγράφων που περιλαμβάνεται
στην Ενότητα Β' παρ. 1 του Τμήματος III του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ μπορεί να
θεωρηθεί ότι πληρούται, εφόσον οι πολιτικές και οι διαδικασίες του Δηλούντος
Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος διασφαλίζουν ότι η τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας στα
αρχεία του είναι στην ίδια δικαιοδοσία:
(i) όπως με τη διεύθυνση της δικαιοδοσίας που περιλαμβάνεται στην πιο πρόσφατη
τεκμηρίωση με Αποδεικτικό Έγγραφο που έχει συλλεχθεί από αυτό το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα (π.χ. ένας λογαριασμός κοινής ωφέλειας, μίσθωση ακίνητης
ιδιοκτησίας, ή υπεύθυνη δήλωση από τον Δικαιούχο Ατομικού Λογαριασμού με ρητή
αναφορά των κυρώσεων της ψευδούς δηλώσεως), και
(ii) όπως με τη διεύθυνση της δικαιοδοσίας που έχει υποβληθεί από το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σχετικά με τον Δικαιούχο Ατομικού Λογαριασμού βάσει
οποιωνδήποτε άλλων εφαρμοστέων απαιτήσεων υποβολής στοιχείων για φορολογικούς
σκοπούς, εάν υπάρχουν.
Εναλλακτικά, για να ικανοποιηθεί η υποχρέωση εξέτασης των Αποδεικτικών Εγγράφων
στις προαναφερθείσες περιστάσεις, στην περίπτωση του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με
Αξία Εξαγοράς, ένα Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να στηριχθεί στην
τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας που έχει στα αρχεία του μέχρι:
(i) να υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις, η οποία έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει ή να θεωρεί ευλόγως ότι η εν λόγω διεύθυνση
κατοικίας είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, ή
(ii) τον χρόνο της πλήρους ή μερικής καταβολής ή λήξης του Ασφαλιστηρίου
Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς. Η καταβολή/πληρωμή ή η λήξη αυτού του συμβολαίου
συνιστά αλλαγή στις περιστάσεις και ενεργοποιεί τις σχετικές διαδικασίες.
Άρθρο 4
Ειδικότεροι κανόνες δέουσας επιμέλειας αναφορικά με την εφαρμογή του Τμήματος IV
του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ
Οι κανόνες και οι διαδικασίες που προβλέπονται στο Τμήμα IV του Παραρτήματος Ι
του ΚΠΑ και λαμβάνοντας υπόψη τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του Παραρτήματος II
του ΚΠΑ, σε συνδυασμό με τα Τμήματα III και VII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ,
σύμφωνα με το οριζόμενο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 1 της παρούσας,
συμπληρώνονται ειδικότερα, ως ακολούθως:
1. Ως αυτοπιστοποίηση νοείται η πιστοποίηση που παρέχεται από τον ίδιο τον
Δικαιούχο Λογαριασμού σχετικά με την κατάστασή του και οποιεσδήποτε άλλες
πληροφορίες μπορεί να έχουν ζητηθεί ευλόγως από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό
Ίδρυμα, προκειμένου να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του για την υποβολή των
στοιχείων και τη συμμόρφωση με τους κανόνες δέουσας επιμέλειας. Στην έννοια «κατάσταση»
του Δικαιούχου Λογαριασμού, όπως προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο
περιλαμβάνεται το εάν ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι φορολογικός κάτοικος σε
Δηλωτέα Δικαιοδοσία.
2. Σε σχέση με Νέους Ατομικούς Λογαριασμούς, η αυτοπιστοποίηση ισχύει μόνο εάν
υπογράφεται ή το περιεχόμενό της επιβεβαιώνεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο από
τον Δικαιούχο Λογαριασμού, χρονολογείται το αργότερο κατά την ημερομηνία
παραλαβής από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και περιέχει τις ακόλουθες
πληροφορίες του Δικαιούχου Λογαριασμού:
(i) το όνομα,
(ii) τη διεύθυνση (κατοικίας),
(iii) τη δικαιοδοσία (-ες) φορολογικής κατοικίας,
(iv) τον/τους ΑΦΜ σε σχέση με κάθε Δηλωτέα Δικαιοδοσία,
(ν) την ημερομηνία γέννησης.
Τα έγγραφα αυτοπιστοποίησης και τα αποδεικτικά στοιχεία της επιβεβαίωσης της
αυτοπιστοποίησης καταγράφονται και τηρούνται από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό
Ίδρυμα. Επιπλέον, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται να διατηρεί
αρχείο σχετικά με τη διαδικασία αυτοπιστοποίησης.
3. Μια αυτοπιστοποίηση παραμένει έγκυρη, έως ότου υπάρξει αλλαγή στις
περιστάσεις, η οποία έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να
γνωρίζει ή να θεωρεί ευλόγως ότι, η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή
αναξιόπιστη. Όταν συντρέχει αυτή η περίπτωση, σύμφωνα με την Ενότητα Γ' του
Τμήματος IV του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν
μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει είτε:
(i) ισχύουσα αυτοπιστοποίηση που βεβαιώνει την ή τις φορολογικές κατοικίες του
Δικαιούχου Λογαριασμού, είτε
(ii) εύλογη εξήγηση και τεκμηρίωση, ανάλογα με την περίπτωση, που υποστηρίζει
την εγκυρότητα της αρχικής αυτοπιστοποίησης και διατηρεί ένα αντίγραφο ή μια
σημείωση αυτής της εξήγησης και τεκμηρίωσης.
Για την απόδειξη των παραπάνω κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται να
καθιερώσει διαδικασίες για να διασφαλίσει ότι οποιαδήποτε αλλαγή, η οποία
συνιστά «αλλαγή στις περιστάσεις», αναγνωρίζεται ως τέτοια από το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Για το λόγο αυτό κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα
οφείλει να γνωστοποιεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο του παρέχει
αυτοπιστοποίηση, την υποχρέωση του εν λόγω προσώπου να δηλώνει στο Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οποιαδήποτε αλλαγή στις περιστάσεις.
4. Αλλαγή στις περιστάσεις που επηρεάζει την αυτοπιστοποίηση που παρέχεται στο
Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σημαίνει τη λήξη της εγκυρότητας της
αυτοπιστοποίησης σε σχέση με εκείνες τις πληροφορίες που δεν είναι πλέον
αξιόπιστες, και μέχρις ότου ενημερωθούν οι πληροφορίες αυτές.
5. Η αυτοπιστοποίηση καθίσταται άκυρη κατά την ημερομηνία που το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, το οποίο κατέχει την αυτοπιστοποίηση, λαμβάνει γνώση, ή
θεωρεί ευλόγως, ότι οι περιστάσεις που επηρεάζουν την ορθότητα της
αυτοπιστοποίησης έχουν μεταβληθεί.
Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο
προηγούμενο εδάφιο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να
μεταχειριστεί ένα πρόσωπο σαν να υπόκειται στο ίδιο καθεστώς το οποίο είχε πριν
από την αλλαγή των περιστάσεων μέχρι τη νωρίτερη, στο διάστημα των ενενήντα (90)
ημερολογιακών ημερών που αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία η
αυτοπιστοποίηση κατέστη άκυρη λόγω της αλλαγής των περιστάσεων, ημερομηνία κατά
την οποία επιβεβαιώνεται η εγκυρότητα της αυτοπιστοποίησης ή η ημερομηνία κατά
την οποία αποκτάται νέα αυτοπιστοποίηση. Κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα
μπορεί να βασίζεται στην αυτοπιστοποίηση χωρίς να απαιτείται να εξετάσει πιθανές
αλλαγές των περιστάσεων που μπορεί να επηρεάσουν την εγκυρότητα της δήλωσης,
εκτός αν γνωρίζει ή θεωρεί ευλόγως ότι οι περιστάσεις έχουν μεταβληθεί.
Άρθρο 5
Ειδικότεροι κανόνες και διαδικασίες αναφορικά με την εφαρμογή του Τμήματος V του
Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ
Οι κανόνες και οι διαδικασίες που προβλέπονται στο Τμήμα V του Παραρτήματος Ι
του ΚΠΑ συμπληρώνονται ειδικότερα ως ακολούθως:
1. Όταν σύμφωνα με τις διατάξεις του Τμήματος V του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ,
απαιτείται να συλλεχθεί αυτοπιστοποίηση σχετικά με ένα Ελέγχον Πρόσωπο μίας
παθητικής ΜΧΟ και αυτή δεν λαμβάνεται, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα
υποχρεούται να βασίζεται στις ενδείξεις που περιγράφονται στην Ενότητα Β' παρ. 2
του Τμήματος III του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ που έχει στα αρχεία του για το εν
λόγω Ελέγχον Πρόσωπο, προκειμένου να προσδιορίσει εάν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Αν
το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν έχει καμία από τις ενδείξεις του
προηγούμενου εδαφίου στα αρχεία του, καμία περαιτέρω ενέργεια δεν απαιτείται
μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις που να έχει ως αποτέλεσμα μία ή
περισσότερες ενδείξεις σχετικά με το Ελέγχον Πρόσωπο που συνδέεται με τον
λογαριασμό.
2. Η Ενότητα Δ' παρ. 3 του Τμήματος V του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ περιέχει μία
πρόσθετη διαδικασία που εφαρμόζεται σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων
σύμφωνα με την οποία αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σχετικά με έναν
Προϋπάρχοντα Λογαριασμό Οντοτήτων που έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αυτοπιστοποίηση ή
άλλη τεκμηρίωση που συνδέεται με έναν λογαριασμό είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη,
το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει εκ νέου το καθεστώς του
λογαριασμού σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην Ενότητα Γ'. Τα
πρότυπα (γνώσης) που εφαρμόζονται στα Αποδεικτικά Έγγραφα εφαρμόζονται επίσης
για οποιαδήποτε άλλη τεκμηρίωση στην οποία στηρίζεται το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό
Ίδρυμα σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην Ενότητα Γ' με βάση τα
ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 3, παρ. 2 και 3 της παρούσας απόφασης. Σε αυτήν
την περίπτωση, κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει τις ακόλουθες
διαδικασίες έως το αργότερο την τελευταία ημέρα του σχετικού ημερολογιακού έτους
ή ενενήντα (90) ημερολογιακές ημέρες μετά τη γνωστοποίηση ή την ανακάλυψη της
αλλαγής στις περιστάσεις:
- όσον αφορά τον προσδιορισμό του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι
Δηλωτέο Πρόσωπο: ένα Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει είτε (i) μια
αυτοπιστοποίηση, είτε (ii) μία εύλογη εξήγηση και τεκμηρίωση, ανάλογα με την
περίπτωση, που υποστηρίζει την ευλογοφάνεια της αρχικής αυτοπιστοποίησης ή
τεκμηρίωσης και διατηρεί ένα αντίγραφο ή μια σημείωση αυτής της εξήγησης και
τεκμηρίωσης. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν επιτυγχάνει είτε να
εξασφαλίσει την αυτοπιστοποίηση είτε να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της
αρχικής αυτοπιστοποίησης ή τεκμηρίωσης, θεωρεί τον Δικαιούχο Λογαριασμού ως
Δηλωτέο Πρόσωπο σχετικά και με τις δύο δικαιοδοσίες.
- όσον αφορά τον προσδιορισμό του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι ένα
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, μία ενεργή ΜΧΟ ή μία παθητική ΜΧΟ: ένα Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει πρόσθετη τεκμηρίωση ή αυτοπιστοποίηση,
ανάλογα με την περίπτωση, για να καθιερώσει το καθεστώς του Δικαιούχου
Λογαριασμού ως ενεργής ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος. Αν το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν το επιτύχει, υποχρεούται να θεωρήσει τον Δικαιούχο
Λογαριασμού ως παθητική ΜΧΟ.
- όσον αφορά τον προσδιορισμό του κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο μίας Παθητικής
ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο: ένα Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει είτε (i)
αυτοπιστοποίηση, είτε (ii) μία εύλογη εξήγηση και τεκμηρίωση, ανάλογα με την
περίπτωση, που υποστηρίζει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης ή της
τεκμηρίωσης που έχει προηγουμένως συλλεχθεί και διατηρεί ένα αντίγραφο ή μια
σημείωση αυτής της εξήγησης και τεκμηρίωσης. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό
Ίδρυμα δεν επιτυγχάνει είτε να εξασφαλίσει την αυτοπιστοποίηση είτε να
επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης ή της τεκμηρίωσης που έχει
προηγουμένως συλλεχθεί, βασίζεται στις ενδείξεις που περιγράφονται στην Ενότητα
Β' παρ. 2 του Τμήματος III του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ, που έχει στα αρχεία του
για το εν λόγω Ελέγχον Πρόσωπο προκειμένου να προσδιορίσει εάν είναι Δηλωτέο
Πρόσωπο.
Άρθρο 6
Ειδικότεροι κανόνες και διαδικασίες αναφορικά με την εφαρμογή του Τμήματος VI
του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ
Όταν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του
Παραρτήματος II του ΚΠΑ αναφορικά με ένα Νέο Λογαριασμό Οντότητας, η οποία έχει
ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει ή να θεωρεί ευλόγως,
ότι η αυτοπιστοποίηση ή άλλη τεκμηρίωση που σχετίζεται με έναν λογαριασμό είναι
λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να
προσδιορίσει εκ νέου το καθεστώς του λογαριασμού σύμφωνα με τις διαδικασίες που
προβλέπονται στο άρθρο 5 της παρούσας.
Άρθρο 7
Ειδικότεροι κανόνες και διαδικασίες αναφορικά με την εφαρμογή του Τμήματος VIII
του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ Οι κανόνες και οι διαδικασίες που προβλέπονται στο
Τμήμα VIII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ συμπληρώνονται ειδικότερα, ως ακολούθως:
1. Ενότητα Α', παρ. 6, στοιχ. β) του Τμήματος VIII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ: Η
Ενότητα Α', παρ. 6, στοιχ. β) του Τμήματος VIII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ
ορίζει ως δεύτερο τύπο της «Επενδυτικής Οντότητας» κάθε Οντότητα, το ακαθάριστο
εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή
αγοραπωλησίες Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων, αν την Οντότητα
διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής,
Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην
Ενότητα Α' παρ. 6 στοιχ. α) του ίδιου ως άνω Τμήματος και Παραρτήματος του ΚΠΑ.
Την Οντότητα «διαχειρίζεται» μια άλλη Οντότητα εάν η διαχειρίστρια Οντότητα
διεξάγει, είτε άμεσα είτε μέσω ενός άλλου παρόχου υπηρεσίας, οποιαδήποτε από τις
δραστηριότητες/εργασίες ή πράξεις που περιγράφονται στην Ενότητα Α' παρ. 6 στοιχ.
α) του Τμήματος VIII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ εξ ονόματος της διαχειριζόμενης
Οντότητας. Εντούτοις, μια Οντότητα δεν διαχειρίζεται μια άλλη Οντότητα εάν δεν
έχει διακριτική εξουσία να διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της Οντότητας,
εν όλω ή εν μέρει. Στην περίπτωση που ένα μείγμα Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων,
ΜΧΟ ή φυσικών προσώπων διαχειρίζεται μια Οντότητα, τότε την Οντότητα αυτή
θεωρείται ότι διαχειρίζεται μια άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων,
Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία, ή Επενδυτική Οντότητα
περιγραφόμενη στην Ενότητα Α' παρ. 6 στοιχ. α) του Τμήματος VIII του
Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ, εάν οποιαδήποτε από τις διαχειρίστριες Οντότητες είναι
μια τέτοια άλλη Οντότητα.
2. Ενότητα Δ', παρ. 6 του Τμήματος VIII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ: Η Ενότητα Δ
παρ. 6 του Τμήματος VIII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ θέτει τον ορισμό του όρου «Ελέγχοντα
Πρόσωπα». Αυτός ο όρος αντιστοιχεί στον όρο «πραγματικός δικαιούχος», όπως
περιγράφεται στη Σύσταση 10 και στο Επεξηγηματικό Σημείωμα επί της Σύστασης 10
των Συστάσεων της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης, όπως υιοθετήθηκαν
τον Φεβρουάριο 2012, και ως εκ τούτου πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό
με αυτές τις Συστάσεις, που αποσκοπούν στην προστασία του παγκόσμιου οικονομικού
συστήματος από καταστρατηγήσεις που περιλαμβάνουν αυτές που αφορούν οικονομικά
εγκλήματα.
Ι. Ειδικότερα για μια Οντότητα που είναι νομικό πρόσωπο, ο όρος «Ελέγχοντα
Πρόσωπα» σημαίνει το ή τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της Οντότητας. «Έλεγχος»
επί της Οντότητας γενικά ασκείται από τα φυσικά πρόσωπα που έχουν επί της ουσίας
δικαίωμα ελέγχου της ιδιοκτησίας στην Οντότητα. Ένα «δικαίωμα ελέγχου της
ιδιοκτησίας» εξαρτάται από τη διάρθρωση κυριότητας και του ελέγχου του νομικού
προσώπου και συνήθως προσδιορίζεται με βάση ένα όριο για το οποίο εφαρμόζεται
μια προσέγγιση που βασίζεται σε κινδύνους, όπως στην περίπτωση οποιουδήποτε
προσώπου ή προσώπων που κατέχει μεγαλύτερο ποσοστό από ένα συγκεκριμένο ποσοστό
του νομικού προσώπου, π.χ. 25%. Όπου κανένα φυσικό πρόσωπο δεν ασκεί έλεγχο μέσω
δικαιωμάτων κυριότητας, το ή τα Ελέγχοντα Πρόσωπα της Οντότητας είναι το ή τα
φυσικά πρόσωπα που ασκεί/ούν έλεγχο της Οντότητας μέσω άλλων μέσων. Όπου κανένα
φυσικό πρόσωπο δεν προσδιορίζεται ότι ασκεί έλεγχο της Οντότητας, το ή τα
Ελέγχοντα Πρόσωπα της Οντότητας είναι το ή τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη
θέση του ανώτερου επίσημου διαχειριστή/ υπεύθυνου διαχείρισής της.
II. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ο όρος «Ελέγχοντα Πρόσωπα» σημαίνει τον
ή τους καταπιστευματοπάροχους, τον ή τους καταπιστευματοδόχους, τον ή τους
προστάτες (protectors), εφόσον υπάρχουν, τον ή τους δικαιούχους ή τις τάξεις των
δικαιούχων, και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ασκεί τον τελικό πραγματικό
έλεγχο επί του καταπιστεύματος. Ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο ή οι
καταπιστευματοδόχοι, ο ή οι προστάτες (protectors), εφόσον υπάρχουν, και ο ή οι
δικαιούχοι ή οι τάξεις των δικαιούχων πρέπει πάντοτε να αντιμετωπίζονται ως «Ελέγχοντα
Πρόσωπα» ενός καταπιστεύματος, ανεξάρτητα από το εάν, ή το εάν όχι, κάποιο από
αυτά ασκεί έλεγχο επί του καταπιστεύματος. Για το λόγο αυτό το δεύτερο εδάφιο
της παρ. 6 της Ενότητας Δ' του Τμήματος VIII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ
συμπληρώνει το πρώτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου. Επιπλέον, κάθε άλλο φυσικό
πρόσωπο που ασκεί τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος,
συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου μέσω αλυσίδας ελέγχου ή ιδιοκτησίας, πρέπει
επίσης να αντιμετωπίζεται ως Ελέγχον Πρόσωπο του καταπιστεύματος. Προκειμένου να
προσδιοριστεί η πηγή των κεφαλαίων στον ή στους λογαριασμούς που τηρούνται από
το καταπίστευμα, όπου ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι ενός καταπιστεύματος είναι
μια Οντότητα, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται, επιπλέον, να
προσδιορίζουν το ή τα Ελέγχοντα Πρόσωπά του ή των καταπιστευμάτων και να τα
αναφέρουν ως Ελέγχον ή Ελέγχοντα Πρόσωπά του καταπιστεύματος. Για τον ή τους
δικαιούχους των καταπιστευμάτων που καθορίζονται βάσει χαρακτηριστικών ή τάξεων,
τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να λαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες
σχετικά με τον ή τους δικαιούχους, προκειμένου να ικανοποιήσουν ότι το Δηλούν
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι σε θέση να διαπιστώσει την ταυτότητά του ή των
δικαιούχων, κατά τη στιγμή της καταβολής, ή όταν ο ή οι δικαιούχοι προτίθενται
να ασκήσουν κεκτημένα δικαιώματα. Ως εκ τούτου, η εν λόγω καταβολή ή πρόθεση
άσκησης κεκτημένων δικαιωμάτων συνιστά αλλαγή στις περιστάσεις και ενεργοποιεί
τις σχετικές διαδικασίες. Κατά την εφαρμογή του ΚΠΑ, τα Δηλούντα
Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν τον ή τους δικαιούχους ενός
καταπιστεύματος, που αντιμετωπίζεται ως Ελέγχον ή Ελέγχοντα Πρόσωπα ενός
καταπιστεύματος, ως δικαιούχο ή δικαιούχους ενός καταπιστεύματος που
αντιμετωπίζεται ως Δηλωτέο Πρόσωπο ενός καταπιστεύματος, το οποίο είναι
Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα με βάση τα προβλεπόμενα στην παρ. 4 της Ενότητας Γ' του
Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ.
III. Όταν ένα Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα βασίζεται σε πληροφορίες που
συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της
Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML/KYC),
προκειμένου να προσδιορίσει τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού ενός
Νέου Λογαριασμού Οντότητας σύμφωνα με την Ενότητα Α', παρ. 2, στοιχ. β' του
Τμήματος
VI του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ, τότε αυτές οι Διαδικασίες AML/ KYC
πρέπει να είναι σύμφωνες με τις Συστάσεις 10 και 25 των Συστάσεων της Ειδικής
Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF), όπως υιοθετήθηκαν τον Φεβρουάριο 2012,
συμπεριλαμβανομένης της πάγιας αντιμετώπισης του ή των καταπιστευματοπαρόχων
ενός καταπιστεύματος ως Ελέγχοντος Προσώπου του καταπιστεύματος και του ή των
ιδρυτών ενός ιδρύματος ως Ελέγχοντος Προσώπου του ιδρύματος. Προκειμένου να
προσδιορίσει τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού ενός Προϋπάρχοντος
Λογαριασμού Οντότητας σύμφωνα με την Ενότητα Δ', παρ. 2, στοιχ. β) του Τμήματος
V του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ, ένα Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να
βασίζεται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις
Διαδικασίες AML/KYC.
Άρθρο 8
Έννοια του παθητικού εισοδήματος για την εφαρμογή της Ενότητας Δ', παρ. 9, στοιχ.
α) του Τμήματος VIII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ Για την εφαρμογή της Ενότητας
Δ', παρ. 9, στοιχ. α) του Τμήματος VIII του Παραρτήματος Ι του ΚΠΑ, στην έννοια
του παθητικού εισοδήματος εμπίπτουν τα παρακάτω:
α) τόκοι ή οποιοδήποτε άλλο εισόδημα παράγεται από Χρηματοοικονομικά Περιουσιακά
Στοιχεία,
β) εισόδημα από δικαιώματα ή οποιοδήποτε άλλο εισόδημα παράγεται από πνευματική
ιδιοκτησία, εκτός από τα δικαιώματα που προέρχονται από την ενεργή διεξαγωγή
επιχείρησης που διεξάγεται, τουλάχιστον εν μέρει, από τους υπαλλήλους της ΜΧΟ,
γ) μερίσματα και εισόδημα από τη μεταβίβαση μετοχών,
δ) εισόδημα από ακίνητη περιουσία, εκτός από εκείνο που προέρχεται από την
ενεργή διεξαγωγή επιχείρησης που διεξάγεται, τουλάχιστον εν μέρει, από τους
υπαλλήλους της ΜΧΟ,
ε) το πλεόνασμα των κερδών έναντι ζημιών από την πώληση ή την ανταλλαγή
Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων από τα οποία προκύπτει εισόδημα που
περιλαμβάνεται στις προηγούμενες περιπτώσεις, στ) το πλεόνασμα των κερδών έναντι
των ζημιών από συναλλαγές (συμπεριλαμβανομένων των συμβολαίων μελλοντικής
εκπλήρωσης, προσφορές, δικαιώματα προαίρεσης και παρόμοιες συναλλαγές) σε
οποιαδήποτε Χρηματοοικονομικά Περιουσιακά Στοιχεία,
ζ) το πλεόνασμα των κερδών από συνάλλαγμα έναντι των ζημιών σε συνάλλαγμα,
η) καθαρά έσοδα από συμβάσεις ανταλλαγής,
θ) εισόδημα ή ετήσιες πρόσοδοι από ασφαλιστήρια συμβόλαια ασφαλίσεων ζωής ή
συνταξιοδοτικά, ι) εισόδημα από κινητά περιουσιακά στοιχεία. Ανεξάρτητα από τα
παραπάνω, το παθητικό εισόδημα δεν περιλαμβάνει, στην περίπτωση μιας ΜΧΟ που
ενεργεί τακτικά ως έμπορος σε Χρηματοοικονομικά Περιουσιακά Στοιχεία,
οποιοδήποτε εισόδημα από οποιαδήποτε συναλλαγή πραγματοποιείται κατά τη συνήθη
πορεία των εργασιών του εν λόγω εμπόρου ως τέτοιου εμπόρου.
Άρθρο 9
Τήρηση αρχείων και στοιχείων από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και
έναρξη εφαρμογής
1. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να τηρούν αρχεία, τα
οποία καθιστούν διαθέσιμα στις αρμόδιες φορολογικές αρχές για φορολογικούς
σκοπούς, αναφορικά με:
(α) τη λογική και χρονική ακολουθία των μέτρων που έχουν λάβει για τη συμμόρφωση
με τους κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που περιλαμβάνονται
στο ΚΠΑ,
(β) τα πρωτότυπα έγγραφα ή τα αντίγραφα των εγγράφων και των πληροφοριών που
απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τους κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας
επιμέλειας του ΚΠΑ, και
(γ) τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των
κανόνων υποβολής στοιχείων και ανά περίπτωση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας
που έχουν ακολουθηθεί ή ακολουθούνται.
2. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να τηρούν τα αρχεία και
στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών
μετά τη λήξη του έτους κατά το οποίο τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα
πρέπει να υποβάλλουν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο ΚΠΑ και είναι
διαθέσιμα για φορολογικούς σκοπούς με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κώδικα
Φορολογικής Διαδικασίας σχετικά με την παραγραφή.
3. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να καθιστούν διαθέσιμα
στις αρμόδιες φορολογικές αρχές για φορολογικούς σκοπούς τις πληροφορίες που
αφορούν την εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των
πολιτικών για την προστασία των δεδομένων, καθώς και των διαδικασιών για τη
συμμόρφωση με τους κανόνες υποβολής των στοιχείων
και δέουσας επιμέλειας του ΚΠΑ.
4. Οι διατάξεις των παρ. 1 έως και 3 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 1, 2 και
8 της παρούσας απόφασης ισχύουν από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως και εφαρμόζονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα σχετικά
με την υποβολή στοιχείων και την τήρηση των κανόνων δέουσας επιμέλειας του ΚΠΑ
για τα φορολογικά έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016 και εξής.
5. Οι ειδικότεροι κανόνες και διαδικασίες για την υποβολή στοιχείων και την
τήρηση των κανόνων δέουσας επιμέλειας του ΚΠΑ, όπως ορίζονται στα άρθρα 3 έως
και 7 της παρούσας απόφασης ισχύουν από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως και εφαρμόζονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα από την
1η Ιανουαρίου 2018 και εξής.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 18 Ιουλίου 2018
Ο Υπουργός Οικονομικών Υφυπουργός Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ
Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Πηγή: Taxheaven