ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Ιουλίου 2018 «Προδικαστική παραπομπή – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Συνέπειες πειθαρχικής απολύσεως η οποία χαρακτηρίζεται ως “καταχρηστική” – Έννοια του όρου “συνθήκες εργασίας” – Μη μόνιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου – Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του μόνιμου εργαζομένου, αφενός, και του εργαζομένου ορισμένου χρόνου ή του μη μόνιμου εργαζομένου αορίστου χρόνου, αφετέρου – Επαναπρόσληψη του εργαζομένου ή χορήγηση αποζημιώσεως»
Στην υπόθεση C-96/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Social n° 2 de Terrassa (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 2 της Terrassa, Ισπανία), με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Φεβρουαρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης
Gardenia Vernaza Ayovi
κατά
Consorci Sanitari de Terrassa,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. G. Fernlund, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή) και S. Rodin, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2017,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η G. Vernaza Ayovi, εκπροσωπούμενη από τον M. Sepúlveda Gutiérrez, abogado,
– o Consorci Sanitari de Terrassa, εκπροσωπούμενος από τους A. Bayón Cama και D. Cubero Díaz, abogados,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Ruiz García και M. van Beek
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιανουαρίου 2018,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43), καθώς και του άρθρου 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Gardenia Vernaza Ayovi και του Consorci Sanitari de Terrassa (οργανισμού παροχής υγειονομικών υπηρεσιών της Terrassa, Ισπανία) σχετικά με την πειθαρχική απόλυση της πρώτης.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:
«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»
4 Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας,
1. ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος.
2. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση ή, όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»
5 Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:
«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»
6 Η ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:
α) θεωρούνται “διαδοχικές”·
β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»
Το ισπανικό δίκαιο
7 Το άρθρο 56, παράγραφος 1, του Real Decreto Legislativo 2/2015 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 2/2015 περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου για τον εργατικό κώδικα), της 23ης Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 255, της 24ης Οκτωβρίου 2015), προβλέπει τα εξής:
«Όταν η απόλυση κηρύσσεται καταχρηστική, ο εργοδότης δύναται να επιλέξει, εντός πέντε ημερών από την επίδοση της δικαστικής αποφάσεως, είτε να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο είτε να του καταβάλει αποζημίωση ίση προς τριάντα τρία ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των μικρότερων του έτους χρονικών διαστημάτων κατ’ αναλογίαν προς τους συμπληρωθέντες μήνες, με ανώτατο όριο τους είκοσι τέσσερις μηνιαίους μισθούς. Εφόσον επιλεγεί η καταβολή αποζημιώσεως, προκαλείται λύση της συμβάσεως εργασίας, η οποία λογίζεται ότι επήλθε κατά την ημερομηνία της πραγματικής παύσεως της εργασίας.»
8 Το Real Decreto Legislativo 5/2015 por el que se aprueba el Texto Refundido de la Ley del Estatuto Básico del Empleado Público (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 5/2015 περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου για τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα), της 30ής Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 261, της 31ης Οκτωβρίου 2015, στο εξής: δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας), ορίζει στο άρθρο 2, που φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», τα εξής:
«1. Ο παρών κώδικας ισχύει για τους δημοσίους υπαλλήλους και, κατά περίπτωση, για τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου των ακόλουθων δημόσιων αρχών:
[...]
5. Ο παρών κώδικας έχει επικουρική εφαρμογή σε όλο το προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του.
[...]»
9 Το άρθρο 7 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Νομοθεσία που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου», προβλέπει τα εξής:
«Οι υπάλληλοι της Δημόσιας Διοίκησης με σχέση ιδιωτικού δικαίου διέπονται, πέραν της εργατικής νομοθεσίας και των λοιπών κανόνων που ισχύουν βάσει συμβάσεων, από τις διατάξεις του παρόντος κώδικα που περιέχουν σχετική πρόβλεψη.»
10 Το άρθρο 8 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Έννοια και κατηγορίες εργαζομένων του Δημοσίου», ορίζει τα εξής:
«1. Εργαζόμενοι του Δημοσίου είναι όσοι εργάζονται έναντι αμοιβής στη δημόσια διοίκηση προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.
2. Οι εργαζόμενοι του Δημοσίου διακρίνονται σε:
a) Τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους.
b) Αναπληρωτές δημοσίους υπαλλήλους.
c) Υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου, μόνιμους, αορίστου χρόνου ή ορισμένου χρόνου.
d) Μετακλητούς υπαλλήλους.»
11 Το άρθρο 93 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Πειθαρχική ευθύνη», ορίζει τα εξής:
«1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση ιδιωτικού δικαίου υπόκεινται στο πειθαρχικό καθεστώς που προβλέπεται από τον παρόντα τίτλο και από τους κανόνες τους οποίους θεσπίζουν οι νόμοι περί των εργαζομένων του Δημοσίου προς εφαρμογή του παρόντος κώδικα.
[...]
4. Το πειθαρχικό καθεστώς των υπαλλήλων με σχέση ιδιωτικού δικαίου διέπεται από την εργατική νομοθεσία πλην των όσων προβλέπονται στον παρόντα τίτλο.»
12 Το άρθρο 96 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», προβλέπει, στην παράγραφο 2, τα εξής:
«Όταν η κίνηση, εις βάρος μόνιμου υπαλλήλου με σχέση ιδιωτικού δικαίου, πειθαρχικής διαδικασίας για πολύ σοβαρό πταίσμα καταλήγει σε απόλυση που εν συνεχεία κηρύσσεται καταχρηστική, αυτός πρέπει να επαναπροσλαμβάνεται.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13 Η G. Vernaza Ayovi προσελήφθη στις 30 Μαΐου 2006 ως νοσηλεύτρια από το Fundació Sant Llàtzer (Ιδιωτικό ίδρυμα Αγίου Λαζάρου, Ισπανία) με σύμβαση interinidad, δηλαδή με σύμβαση ορισμένου χρόνου η οποία συνάπτεται για σκοπούς αναπληρώσεως ή για το διάστημα μέχρι την πλήρωση της θέσεως. Η σύμβαση αυτή έληξε στις 14 Αυγούστου 2006. Στις 15 Αυγούστου 2006, τα μέρη συνήψαν νέα σύμβαση interinidad, η οποία στις 28 Δεκεμβρίου 2006 κατέστη σύμβαση αορίστου χρόνου άνευ μονιμότητας. Τα απορρέοντα από τη σχέση εργασίας δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταβιβάστηκαν στον οργανισμό παροχής υγειονομικών υπηρεσιών της Terrassa.
14 H G. Vernaza Ayovi έλαβε άδεια άνευ αποδοχών για το διάστημα από 19 Ιουλίου 2011 έως 19 Ιουλίου 2012, η οποία ανανεώθηκε δύο φορές για χρονικό διάστημα ενός έτους. Στις 19 Ιουνίου 2014, η G. Vernaza Ayovi ζήτησε να επανέλθει στα καθήκοντά της. Ο οργανισμός παροχής υγειονομικών υπηρεσιών της Terrassa τής αντέταξε την έλλειψη διαθέσιμης θέσεως που να αντιστοιχεί στα προσόντα της. Στις 29 Απριλίου 2016, η G. Vernaza Ayovi επανέλαβε την αίτησή της για επάνοδο στα καθήκοντά της.
15 Στις 6 Μαΐου 2016, ο οργανισμός παροχής υγειονομικών υπηρεσιών της Terrassa απέστειλε στην G. Vernaza Ayovi πρόγραμμα εργασιακού ωραρίου με βάση θέση εργασίας μερικής απασχόλησης. Μη αποδεχόμενη θέση μη πλήρους απασχόλησης, η G. Vernaza Ayovi δεν παρουσιάστηκε στον τόπο εργασίας της και απολύθηκε για τον λόγο αυτό στις 15 Ιουλίου 2016.
16 Στις 26 Αυγούστου 2016, η ενάγουσα της κύριας δίκης άσκησε αγωγή ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 2 de Terrassa (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 2 της Terrassa, Ισπανία) με αίτημα να κηρυχθεί η απόλυση καταχρηστική και να υποχρεωθεί ο εργοδότης της είτε να την επαναπροσλάβει υπό συνθήκες εργασίας πανομοιότυπες προς εκείνες που ίσχυαν πριν από την απόλυσή της και να της καταβάλει το σύνολο των μισθών υπερημερίας από την ημερομηνία της απολύσεως είτε να της καταβάλει τη μέγιστη νόμιμη αποζημίωση καταχρηστικής απολύσεως.
17 Το ως άνω δικαστήριο εκτιμά ότι η G. Vernaza Ayovi εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου στο μέτρο που, αφενός, η σύμβαση εργασίας της κατέστη αορίστου χρόνου μόνο μετά τη σύναψη δύο συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, οπότε δεν αποκλείεται καταχρηστική χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, και, αφετέρου, δεν έχει την ιδιότητα του μόνιμου υπαλλήλου με σχέση ιδιωτικού δικαίου.
18 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Social n° 2 de Terrassa (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 2 της Terrassa) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«Στο πλαίσιο αγωγής βάλλουσας κατά της απολύσεως για πειθαρχικούς λόγους μιας εργαζόμενης η οποία θεωρείται ως μη μόνιμη εργαζόμενη αορίστου χρόνου που απασχολείται στη δημόσια διοίκηση,
1) Περιλαμβάνει η έννοια των “συνθηκών απασχολήσεως”, κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της [συμφωνίας‑πλαισίου], τις έννομες συνέπειες που προβλέπει η έννομη τάξη στην περίπτωση απολύσεως για πειθαρχικούς λόγους που κρίνεται παράνομη, και ειδικότερα τις έννομες συνέπειες που προβλέπει το άρθρο 96, παράγραφος 2, του [δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα];
2) Μήπως συνιστά δυσμενή διάκριση, βάσει της ρήτρας 4, σημείο 1, της [συμφωνίας‑πλαισίου], περίπτωση όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 96, παράγραφος 2, του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, κατά την οποία η απόλυση για πειθαρχικούς λόγους μόνιμου εργαζομένου που απασχολείται στη δημόσια διοίκηση συνεπάγεται πάντα την επαναπρόσληψή του, εφόσον κριθεί καταχρηστική –παράνομη–, ενώ αν πρόκειται για εργαζόμενο αορίστου –ή ορισμένου– χρόνου που ασκεί τα ίδια καθήκοντα με τον μόνιμο εργαζόμενο παρέχεται η δυνατότητα, αντί της επαναπροσλήψεώς του, να του καταβληθεί αποζημίωση;
3) Υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο δεύτερο ερώτημα, δικαιολογείται άνιση μεταχείριση όχι υπό το φως της οδηγίας, αλλά υπό το φως του άρθρου 20 του Χάρτη [...];»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
19 Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, όταν η πειθαρχική απόλυση ενός μόνιμου εργαζομένου σε δημόσια αρχή κηρύσσεται καταχρηστική, ο εργαζόμενος περί του οποίου πρόκειται επαναπροσλαμβάνεται υποχρεωτικώς, ενώ, στην ίδια περίπτωση, εργαζόμενος ορισμένου χρόνου ή μη μόνιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου ο οποίος επιτελεί τα ίδια καθήκοντα με τον ως άνω μόνιμο εργαζόμενο μπορεί να μην επαναπροσληφθεί και να λάβει σε αντάλλαγμα αποζημίωση.
20 Επισημαίνεται καταρχάς ότι, στο μέτρο που η κατοχυρούμενη στο άρθρο 20 του Χάρτη ισότητα έναντι του νόμου εφαρμόσθηκε, όσον αφορά τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου, από την οδηγία 1999/70 και ιδίως από τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας αυτής, η περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης πρέπει να εξεταστεί βάσει της ως άνω οδηγίας και της συμφωνίας-πλαισίου.
21 Κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, ένας από τους σκοπούς της είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ομοίως, στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου διευκρινίζεται ότι η συμφωνία-πλαίσιο «αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις». Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 επισημαίνει συναφώς ότι ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου έγκειται ιδίως στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου διά του καθορισμού ελάχιστων απαιτήσεων ικανών να διασφαλίζουν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
22 Η συμφωνία-πλαίσιο, ιδίως δε η ρήτρα 4, αποσκοπεί στην εφαρμογή της εν λόγω αρχής στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου ώστε να εμποδίσει τη χρήση μια τέτοιας σχέσεως εργασίας από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να στερήσει από τους ως άνω εργαζομένους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
23 Δεδομένων των σκοπών της συμφωνίας-πλαισίου, η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου πρέπει να νοηθεί ως έκφραση μιας αρχής του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης η οποία δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)
24 Υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
25 Εν προκειμένω, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, βάσει των κριτηρίων του εθνικού δικαίου, σύμβαση εργασίας όπως αυτή της G. Vernaza Ayovi πρέπει να θεωρείται σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου.
26 Κατά συνέπεια, εργαζόμενη όπως η G. Vernaza Ayovi πρέπει να θεωρείται ότι έχει την ιδιότητα του «εργαζομένου ορισμένου χρόνου», κατά την έννοια της ρήτρας 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, και επομένως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου.
27 Όσον αφορά, δεύτερον, τις κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου «συνθήκες απασχόλησης», αποφασιστικό κριτήριο για να καθοριστεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στην έννοια αυτή είναι ακριβώς το κριτήριο της απασχολήσεως, δηλαδή της σχέσεως εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη του (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
28 Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην έννοια αυτή εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, οι κανόνες σχετικά με τον καθορισμό της προθεσμίας προειδοποιήσεως που ισχύει σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου καθώς και οι κανόνες σχετικά με την αποζημίωση η οποία χορηγείται στον εργαζόμενο λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας που τον συνδέει με τον εργοδότη του, εφόσον μια τέτοια αποζημίωση καταβάλλεται λόγω της συναφθείσας μεταξύ τους σχέσεως εργασίας (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψεις 42, 44 και 45).
29 Ειδικότερα, ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αποκλείουσα από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω έννοιας τις προϋποθέσεις καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου θα περιόριζε, κατά παράβαση του σκοπού για τον οποίο έχει θεσπισθεί η εν λόγω διάταξη, την έκταση της προστασίας κατά των διακρίσεων που παρέχεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
30 Τα προεκτεθέντα ισχύουν πλήρως και όσον αφορά το επίμαχο στην κύρια δίκη καθεστώς επαναπροσλήψεως του οποίου απολαύει ο μόνιμος εργαζόμενος στην περίπτωση κατά την οποία πειθαρχική απόλυση χαρακτηρίζεται ως καταχρηστική, καθόσον λόγος ύπαρξης του καθεστώτος αυτού είναι η συναφθείσα μεταξύ ενός τέτοιου εργαζομένου και του εργοδότη του σχέση εργασίας.
31 Συνεπώς, εθνικό μέτρο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη εμπίπτει στις «συνθήκες απασχόλησης» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.
32 Υπενθυμίζεται, τρίτον, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ειδική έκφραση της οποίας συνιστά η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε η ίδια μεταχείριση σε ανόμοιες καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
33 Συναφώς, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εφαρμόσθηκε και εξειδικεύθηκε με τη συμφωνία-πλαίσιο αποκλειστικώς όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση (αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C-596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 37, και της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 47).
34 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι εκτελούν την ίδια ή παρόμοια εργασία κατά την έννοια της συμφωνίας‑πλαισίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας 3, σημείο 2, και της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, να εξετασθεί εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, τα πρόσωπα αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τελούντα σε συγκρίσιμη κατάσταση (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
35 Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν η G. Vernaza Ayovi τελούσε σε συγκρίσιμη κατάσταση με τους μόνιμους εργαζομένους που απασχολούνταν από τον ίδιο εργοδότη κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
36 Δεν αμφισβητείται εξάλλου ότι μεταξύ των μονίμων και των μη μονίμων, όπως η G. Vernaza Ayovi, εργαζομένων υφίσταται διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τις συνέπειες μιας πιθανής καταχρηστικής απολύσεως.
37 Επομένως, υπό την επιφύλαξη της οριστικής εκτιμήσεως από το αιτούν δικαστήριο της συγκρισιμότητας της καταστάσεως ενός μη μόνιμου εργαζομένου, όπως είναι η G. Vernaza Ayovi, με την κατάσταση ενός μόνιμου εργαζομένου λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων στοιχείων, πρέπει να εξακριβωθεί αν υφίσταται αντικειμενικός λόγος ο οποίος δικαιολογεί τη διαφορετική αυτή μεταχείριση.
38 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι «αντικειμενικοί λόγοι» της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να νοούνται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν να δικαιολογηθεί διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου με την αιτιολογία ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο κανόνα, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
39 Η εν λόγω έννοια απαιτεί, επίσης κατά πάγια νομολογία, να δικαιολογείται η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων, που να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχολήσεως στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
40 Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία και από τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει συναφώς ότι ο γενικός κανόνας ο οποίος ισχύει σε περίπτωση απολύσεως που χαρακτηρίζεται ως «καταχρηστική» ή «παράνομη» προβλέπει ότι ο εργοδότης δύναται να επιλέξει μεταξύ επαναπροσλήψεως ή αποζημιώσεως του εργαζομένου περί του οποίου πρόκειται.
41 Εξάλλου, μόνο κατ’ εξαίρεση από τον εν λόγω γενικό κανόνα πρέπει υποχρεωτικώς να επαναπροσλαμβάνονται οι μόνιμοι εργαζόμενοι στη δημόσια διοίκηση των οποίων η πειθαρχική απόλυση κηρύσσεται καταχρηστική.
42 Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται λόγω του τρόπου προσλήψεως της ως άνω κατηγορίας εργαζομένων και του ιδιαίτερου πλαισίου εντός του οποίου πραγματοποιείται η πρόσληψη των εργαζομένων αυτών. Η επίμαχη εγγύηση επαναπροσλήψεως συνδέεται συνεπώς άρρηκτα με το σύστημα προσβάσεως στις θέσεις μονίμων υπαλλήλων. Ειδικότερα, ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας προβλέπει ότι το σύστημα προσλήψεως των μονίμων υπαλλήλων με σχέση ιδιωτικού δικαίου έχει τη μορφή επιλογής η οποία, προκειμένου να τηρούνται οι αρχές τις ισότητας και της εκτιμήσεως των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων όσον αφορά την πρόσβαση σε θέσεις του Δημοσίου, πρέπει να περιλαμβάνει μία ή περισσότερες δοκιμασίες ώστε να εκτιμηθεί η ικανότητα των υποψηφίων και να γίνει κατάταξή τους ή να είναι το αποτέλεσμα διαδικασίας αξιολογήσεως των τυπικών προσόντων των υποψηφίων. Μέσω της αυτοδίκαιης επαναπροσλήψεως στην περίπτωση απολύσεως που κρίνεται καταχρηστική, ο Ισπανός νομοθέτης επιδιώκει να προστατεύσει τους μόνιμους εργαζομένους στη δημόσια διοίκηση σύμφωνα με τις αρχές της ισότητας, της εκτιμήσεως των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων και της δημοσιότητας.
43 Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξε συναφώς ότι η παραμονή στα οικεία καθήκοντα συνιστά επιταγή απορρέουσα από την επιτυχία σε διαγωνισμό για την πρόσβαση σε θέσεις της δημόσιας διοίκησης και ότι η επιτυχία σε έναν τέτοιο διαγωνισμό δικαιολογεί την παροχή περισσότερων εγγυήσεων στους μόνιμους εργαζομένους, όπως το δικαίωμα παραμονής στη θέση εργασίας, από ό,τι στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου ή στους μη μόνιμους εργαζομένους αορίστου χρόνου.
44 Κατά την ως άνω κυβέρνηση, για τους μόνιμους υπαλλήλους, η υποχρεωτική επαναπρόσληψη εγγυάται κατά συνέπεια τη σταθερότητα της απασχολήσεως, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που κατοχυρώνονται από το Ισπανικό Σύνταγμα, ενώ, για τους μη μόνιμους υπαλλήλους, η παραμονή στα καθήκοντά τους δεν συνιστά ουσιώδες στοιχείο της σχέσεως εργασίας, οπότε στην περίπτωση αυτή ο Ισπανός νομοθέτης δεν έκρινε σκόπιμο να στερήσει την εργοδότρια δημόσια αρχή από την ευχέρεια επιλογής μεταξύ της επαναπροσλήψεως του εργαζομένου του οποίου η πειθαρχική απόλυση κηρύσσεται καταχρηστική και της χορηγήσεως αποζημιώσεως στον εργαζόμενο αυτόν.
45 Η διαφορά αυτή που χαρακτηρίζει εγγενώς τον τρόπο προσλήψεως έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως, ο μόνιμος υπάλληλος με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος δεν είναι μεν δημόσιος υπάλληλος αλλά έχει πάντως επιτύχει σε διαδικασία επιλογής σύμφωνη προς τις αρχές της ισότητας και της εκτιμήσεως των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, να απολαύει της ως άνω εγγυήσεως παραμονής η οποία συνιστά εξαίρεση από το σύνηθες καθεστώς του εργατικού δικαίου.
46 Πρέπει να κριθεί ότι, μολονότι η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το δημόσιο συμφέρον που αυτό καθεαυτό συνδέεται με τον τρόπο προσλήψεως των μονίμων εργαζομένων, εντούτοις μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται από λόγους οι οποίοι ανάγονται στα χαρακτηριστικά του δικαίου από το οποίο διέπονται οι εργαζόμενοι του Ισπανικού Δημοσίου, όπως αυτά που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 42 έως 44 της παρούσας αποφάσεως. Συναφώς, λόγοι αναγόμενοι στην αμεροληψία, στην αποτελεσματικότητα και στην ανεξαρτησία της διοικήσεως προϋποθέτουν κάποια εργασιακή μονιμότητα και σταθερότητα. Οι λόγοι αυτοί, που δεν έχουν το αντίστοιχό τους στο κοινό εργατικό δίκαιο, επεξηγούν και δικαιολογούν τα όρια που τίθενται στην εξουσία των δημόσιου χαρακτήρα εργοδοτών να προκαλούν μονομερώς τη λύση των σχέσεων εργασίας και, ως εκ τούτου, την επιλογή του εθνικού νομοθέτη να μην παράσχει στους εργοδότες αυτούς την ευχέρεια επιλογής μεταξύ επαναπροσλήψεως και καταβολής αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε εξαιτίας καταχρηστικής απολύσεως.
47 Συνεπώς, πρέπει να κριθεί ότι η αυτοδίκαιη επαναπρόσληψη των μονίμων εργαζομένων εντάσσεται σε πλαίσιο σαφώς διαφορετικό, από πραγματικής και νομικής απόψεως, από εκείνο στο οποίο τελούν οι μη μόνιμοι εργαζόμενοι (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 56).
48 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση δικαιολογείται από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχολήσεως στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας.
49 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, όταν η πειθαρχική απόλυση ενός μόνιμου εργαζομένου σε δημόσια αρχή κηρύσσεται καταχρηστική, ο εργαζόμενος περί του οποίου πρόκειται επαναπροσλαμβάνεται υποχρεωτικώς, ενώ, στην ίδια περίπτωση, εργαζόμενος ορισμένου χρόνου ή μη μόνιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου ο οποίος επιτελεί τα ίδια καθήκοντα με τον ως άνω μόνιμο εργαζόμενο μπορεί να μην επαναπροσληφθεί και να λάβει σε αντάλλαγμα αποζημίωση.
Επί των δικαστικών εξόδων
50 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, όταν η πειθαρχική απόλυση ενός μόνιμου εργαζομένου σε δημόσια αρχή κηρύσσεται καταχρηστική, ο εργαζόμενος περί του οποίου πρόκειται επαναπροσλαμβάνεται υποχρεωτικώς, ενώ, στην ίδια περίπτωση, εργαζόμενος ορισμένου χρόνου ή μη μόνιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου ο οποίος επιτελεί τα ίδια καθήκοντα με τον ως άνω μόνιμο εργαζόμενο μπορεί να μην επαναπροσληφθεί και να λάβει σε αντάλλαγμα αποζημίωση.
Πηγή: Taxheaven