Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ) και άλλες διατάξεις

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ) και άλλες διατάξεις

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ με τίτλο «ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849) και άλλες διατάξεις»


Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Η νομοθεσία που αφορά στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια αντικείμενο αλλεπάλληλων τροποποιήσεων και βελτιώσεων, με πιο σημαντικές εκείνες α) του ν. 3691/2008 (Α' 166) - με τον οποίο αντικαταστάθηκε ο προγενέστερος ν. 2331/1995 και ενσωματώθηκαν μεταξύ άλλων στη νομοθεσία μας οι Οδηγίες 2005/60/ΕΚ και 2006/70/ΕΚ και μια σειρά Συστάσεων της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (FATF) -, β) της τροποποίησής του με το ν. 3875/2010 (Α' 158) - με τον οποίο μεταξύ άλλων κυρώθηκε η Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος (Σύμβαση του Παλέρμο) και αντιμετωπίσθηκαν ορισμένες αδυναμίες του προηγούμενου νόμου -, γ) του ν. 3932/2011 (Α' 49) - με τον οποίο μεταξύ άλλων συνεστήθη η υφιστάμενη «Αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης» ως Ανεξάρτητη Αρχή, αντί Επιτροπής, όπως προβλεπόταν στον νόμο του 2008 - και δ) του ν. 4478/2017 (Α' 91) - με τον οποίο μεταξύ άλλων κυρώθηκε η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης «για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας», που υπεγράφη στη Βαρσοβία στις 16 Μαΐου 2005. Μεσολάβησαν, επίσης, αρκετές, μικρότερης έκτασης τροποποιήσεις ή βελτιώσεις, όπως εκείνες του άρθρου 116 του ν. 4099/2012 (Α' 250) ή του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 (Α' 170), καθώς και του άρθρου 182 του ν. 4389/2016 (Α'9)

Με τον παρόντα νόμο ενσωματώνεται στη νομοθεσία μας η Οδηγία 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Κανονισμού (EE) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής». Η ως άνω Οδηγία περιλαμβάνει, εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις σε σύγκριση με την προηγούμενη (τρίτη) Οδηγία 2005/60/ΕΚ, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις αναθεωρημένες συστάσεις της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (FATF) και τα πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο άλλων διεθνών φορέων που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση των σχετικών συμπεριφορών (ΟΗΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης, Egmont Group κ.α.), σταθμίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη για δημιουργία ενός ρυθμιστικού περιβάλλοντος που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους χωρίς να υφίστανται δυσανάλογο κόστος συμμόρφωσης. Η Οδηγία 2015/849/ΕΕ εκδόθηκε ταυτόχρονα με τον Κανονισμό 2015/847/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1781/2006, αποτελώντας από κοινού ένα ενδυναμωμένο θεσμικό πλαίσιο για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Ο εν λόγω Κανονισμός, με ημερομηνία έναρξης εφαρμογής την 26η Ιουνίου 2017, επεκτείνει την παροχή πληροφόρησης στις μεταφορές χρηματικών ποσών και στον δικαιούχο (πέραν του πληρωτή) και επιβάλλει την υποχρέωση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, καθώς και στον ενδιάμεσο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, να θεσπίζουν αποτελεσματικές, βάσει αξιολόγησης κινδύνου, διαδικασίες, για να προσδιορίζουν εάν πρέπει να διενεργούν, να απορρίπτουν ή να αναστέλλουν τη μεταφορά κεφαλαίων όταν λείπει η απαραίτητη πληροφόρηση για τον πληρωτή και τον δικαιούχο. Όπως προελέχθη, η εθνική νομοθεσία που αφορά στο Ξ.Τ. και την Χ.Τ. και ειδικότερα ο βασικός ν. 3691/2008 έχει υποστεί ήδη αλλεπάλληλες (μικρότερες ή μεγαλύτερες) παρεμβάσεις, με συνέπεια να έχει απολέσει σε κάποιο βαθμό τη συστηματική και ορολογική συνοχή του. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ απαιτεί σωρεία επιπλέον τροποποιήσεων, την αντικατάσταση εκτεταμένων χωρίων του υφιστάμενου νόμου αλλά και την αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης ορισμένων ζητημάτων, με ορατό τον κίνδυνο δημιουργίας ενός δύσχρηστου και δυσλειτουργικού κειμένου. Για τον λόγο αυτό επελέγη η λύση της αντικατάστασης ολόκληρων των σχετικών με το ΞΧ διατάξεων του ν. 3691/2008 με ένα νέο, συνεκτικό νομοθέτημα, το οποίο θα συνδυάζει τις υφιστάμενες διατάξεις με εκείνες της υπό ενσωμάτωσης Οδηγίας. Στο πλαίσιο αυτό διατηρούνται και αναβαθμίζονται μηχανισμοί που δεν προβλέπονται ρητά από την Οδηγία, αλλά εξυπηρετούν την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, όπως η Επιτροπή Στρατηγικής και ο Φορέας Διαβούλευσης Ιδιωτικού Τομέα , ενώ ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την ενίσχυση της Αρχής , με την αντιμετώπιση θεσμικών και οργανωτικών ζητημάτων που αναδείχθηκαν κατά τα προηγούμενα χρόνια λειτουργίας της.

Ο παρών νόμος χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος (άρθρα 1-46) περιλαμβάνεται η ενσωμάτωση των διατάξεων της οδηγίας (οι βασικοί ορισμοί που αφορούν στον σκοπό και το αντικείμενο του νόμου, τα βασικά αδικήματα, τα υπόχρεα πρόσωπα, τα θεσμικά ζητήματα που αφορούν στον προσδιορισμό, τον ρόλο και την λειτουργία των αρμόδιων για τα ζητήματα Ξ.Τ. και Χ.Τ. αρχών, εξειδικεύεται η δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, οι υποχρεώσεις αναφοράς ύποπτων συναλλαγών και η απαγόρευση γνωστοποίησής της, η συλλογή-φύλαξη και χορήγηση πληροφοριών, η προστασία προσωπικών δεδομένων και τα στατιστικά αρχεία, οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις καθώς και οι κατασχέσεις και η δήμευση περιουσιακών στοιχείων). Στο δεύτερο μέρος (άρθρα 47-55) περιλαμβάνονται οι οργανωτικές διατάξεις για την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, καθώς και οι μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις.

Ο νόμος περιλαμβάνει, επίσης, ως αναπόσπαστο μέρος του δύο Παραρτήματα με ενδεικτικούς καταλόγους των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά χαμηλότερου και υψηλότερου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αντίστοιχα, ενσωματώνοντας τα Παραρτήματα II και III της Οδηγίας.

Β. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ

Άρθρο 1

Το άρθρο αυτό ορίζει τον σκοπό του νόμου.

Άρθρο 2

Με το άρθρο 2 ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του νόμου και δίνονται οι ορισμοί των αδικημάτων του Ξ. Χ. και της Χ.Τ.. Η νέα διάταξη δεν προβαίνει παρά σε περιορισμένες λεκτικές βελτιώσεις σε σύγκριση με εκείνη του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, ενόψει και της επικείμενης υιοθέτησης της Πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου, η οποία θα αποτελέσει ενδεχομένως την αφορμή για μια επανεξέταση του παρόντος νομοθετικού πλαισίου.

Ο ορισμός του αδικήματος του Ξ.Χ. περιλαμβάνει, όπως και στον ισχύοντα νόμο, πέντε ομάδες «συμπεριφορών» που εντάσσονται στην έννοια της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων και οι βασικές υποστάσεις της επιδίωξης, της συγκάλυψης και της απομόνωσης, όπως αυτές έχουν επικρατήσει στα διεθνή συμβατικά κείμενα. Επαναλαμβάνεται, επίσης,, ότι το αδίκημα του Ξ.Χ. τελείται (και άρα εμπίπτει στη δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων) και όταν οι εγκληματικές δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία, έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον όμως πληρούται το κριτήριο του «διπλού αξιόποινου», δηλαδή οι δραστηριότητες αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν ελάμβαναν χώρα στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες (αν και όχι απαραίτητα βασικό αδίκημα για Ξ.Χ. ή Χ.Τ.) σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου κράτους. Ως Χ.Τ. νοείται το αδίκημα που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ, με το οποίο καλύπτεται η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρηματοδότηση τόσο τρομοκρατικών οργανώσεων, όσο και μεμονωμένων τρομοκρατών ή επιμέρους τρομοκρατικών πράξεων.

Η παρ. 6 του άρθρου 1 της Οδηγίας αναφορικά με τη γνώση, την πρόθεση ή τον σκοπό που απαιτούνται ως στοιχεία του πραγματικού των αδικημάτων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου καλύπτεται ήδη πλήρως στο δίκαιο μας ενόψει και της αρχής της ηθικής απόδειξης που κατοχυρώνεται στην παρ. 1 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και για το λόγο αυτόν δεν κρίνεται σκόπιμη πρόσθετη αναφορά στις παρούσες διατάξεις, όπως δεν είχε κριθεί σκόπιμο και στους ν. 2331/1995 και 3424/2005 (βλ. σχετικά μόνο Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, 2009, σελ. 101-103).

Άρθρο 3

Το άρθρο 3 περιέχει βασικούς ορισμούς εννοιών που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του νόμου, σε αντιστοιχία με τους συναφείς ορισμούς του άρθρου 3 στοιχεία 1-3, 6, 8-17 της Οδηγίας, αλλά με διαγραφή ορισμένων εννοιών που δεν χρησιμοποιούνται πλέον στον νόμο και με σημαντικές διορθώσεις και τροποποιήσεις σε σύγκριση με το άρθρο 4 του ν. 3691/2008.

Η έννοια της «περιουσίας» του στοιχείου 1 είναι σύμφωνη με εκείνη του στοιχείου 3 του άρθρου 3 της Οδηγίας. Ο ορισμός δεν κάνει ειδική αναφορά στη συμπερίληψη των εσόδων στην έννοια της περιουσίας, αφού η σχέση των δύο εννοιών προκύπτει από την παρ. 2του άρθρου 2 του νόμου.

Στο στοιχείο 2 δίνεται ο ορισμός του «πιστωτικού ιδρύματος», σε ενσωμάτωση του στοιχείου 1 του άρθρου 3 της Οδηγίας. Ο ορισμός του πιστωτικού ιδρύματος προβλέπεται στον Κανονισμό 575/2013 και αναφέρεται ήδη στο ν. 4261/2014.

Επισημαίνεται ότι τα γραφεία αντιπροσωπείας απαλείφονται από τον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων 211/1/5.12.2005, οι εργασίες τους είναι υποστηρικτικής και διαφημιστικής φύσεως, ενώ απαγορεύεται ρητά η ανάληψη συμβατικής δέσμευσης για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου πιστωτικού ιδρύματος ή η διενέργεια εισπράξεων- πληρωμών με πελάτες του αντιπροσωπευόμενου πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα, για τη διεκπεραίωση οποιασδήποτε από τις εργασίες που υπόκεινται σε καθεστώς εποπτείας. Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των διατάξεων πρόληψης του ξεπλύματος χρήματος, ενώ εάν ένα γραφείο αντιπροσωπείας διεξάγει παρανόμως εργασίες που δεν προβλέπονται, προβαίνει σε καταστρατήγηση διατάξεων προληπτικής εποπτείας και εφαρμόζονται οι κυρώσεις του ν. 4261/2014. Επιπρόσθετα, η υπό ενσωμάτωση Οδηγία 2015/849/ΕΕ δεν προβλέπει την υπαγωγή των γραφείων αντιπροσωπείας στα υπόχρεα πρόσωπα. Τέλος στον εν λόγω ορισμό δεν εμπίπτει η Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς λόγω της φύσης των εργασιών της αντιμετωπίζει περιορισμένους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για τους οποίους λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής τους

Με το στοιχείο 3 δίνεται ο ορισμός του «Χρηματοπιστωτικού Οργανισμού», ο οποίος επαναπροσδιορίζεται, ώστε να ανταποκρίνεται στις επελθούσες αλλαγές στο σχετικό νομοθετικό πλαίσιο αλλά και να καλύπτει νέα είδη χρηματοπιστωτικών οργανισμών, σύμφωνα και με το στοιχείο 2 του άρθρου 3 της Οδηγίας. Σε σύγκριση με την αντίστοιχη παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 προστίθενται περαιτέρω οι περιπτώσεις ε', ζ', ιε' και ιζ', ενώ γίνεται και μια αναρίθμηση για σκοπούς συστηματικότερης ταξινόμησης.

Ειδικότερα, η περίπτ α' αφορά πλέον στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής. Στην αντίστοιχη περίπτ. ιγ' της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008, διευκρινιζόταν ότι υπάγονταν στις υποχρεώσεις του νόμου όχι μόνο οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφαλίσεις ζωής αλλά και άλλες ασφαλίσεις με επενδυτικό χαρακτήρα. Η ίδια ως άνω περίπτωση, όπως επαναδιατυπώνεται στην περίπτ. α' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, αφορά στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 10 και 11 σε συνδυασμό με το άρθρο 269 του ν. 4364/2016 (Α' 13) ή εφόσον πρόκειται για ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Επισημαίνεται ότι κάθε ασφάλιση που σχετίζεται με επενδύσεις είναι ασφάλιση ζωής κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 4364/2016· συνεπώς είναι περιττή η αναφορά σε παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με επενδύσεις.

Αναφορικά με την περίπτ. β' του στοιχείου 3 για τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές (πρώην περιπτ.ιδ' του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3691/2008), σημειώνεται ότι ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στις διατάξεις του π.δ. 190/2006 (Α' 196). Επίσης, σε σχέση με την περίπτ. θ" (πρώην περίπτ. στ') για τις ταχυδρομικές εταιρείες επισημαίνεται ότι αυτές περιλαμβάνονται στον ως άνω ορισμό στο μέτρο που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010 (Α' 113).

Με την περίπτ. ε' περιλαμβάνονται για πρώτη φορά στις διατάξεις του νόμου οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις, οι οποίες έχουν λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος βάσει του ν. 4354/2015 (Α' 176), εφόσον εμπίπτουν στις προϋποθέσεις της παραγράφου 25 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Στις προϋποθέσεις αυτές εμπίπτουν οι εν λόγω εταιρείες εφόσον: α) χορηγούν νέα δάνεια ή/και πιστώσεις σε δανειολήπτες, των οποίων δάνεια ή πιστώσεις διαχειρίζονται, με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση των δανείων τους ή την αναδιάρθρωση της δανειολήπτριας επιχείρησης δυνάμει ενός συγκεκριμένου σχεδίου αναδιάρθρωσης που συμφωνείται μεταξύ των μερών, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης συναίνεσης του δικαιούχου της απαίτησης ή β) εισπράττουν χρήματα δανειοληπτών για λογαριασμό των εντολέων τους ή γ) διαχειρίζονται δάνεια για λογαριασμό μη εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος που δεν υπόκειται πρωτογενώς στις σχετικές υποχρεώσεις.

Επίσης, στον ορισμό του χρηματοπιστωτικού οργανισμού προστίθενται με την περίπτ. ζ' τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, όπως αυτά ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α' 218), τα οποία είχαν εκ παραδρομής παραλειφθεί στον προηγούμενο νόμο, παρ' ότι αναφέρονταν στο άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3691/2008 ως υπόχρεα πρόσωπα υποκείμενα στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την περίπτ. ιε' προστίθενται οι εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, όπως ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2367/1995 (Α' 261). Με την περίπτ. ιζ" προστίθενται, τέλος, οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, η έννοια των οποίων περιλαμβάνεται στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 (Α' 253). Στην έννοια των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων περιλαμβάνονται και οι εταιρίες διαχείρισης οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων.

Αναφορικά με την περίπτ. ιβ' του στοιχείου 3 επισημαίνεται ότι περιλαμβάνει και τις εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία, καθώς και τις ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών. Καλύπτει επομένως τις περίπτ. η', θ' και ι' του ν. 3691/2008. Για κάποιους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της παραγράφου 3 του νόμου επιλέχθηκε ό όρος «εταιρείες», ως ευρύτερος, αντί του όρου «ανώνυμες εταιρείες» του ν. 3691/2008, ώστε να περιλαμβάνονται όλα τα είδη των εταιρειών. Στην περίπτ. ιη' (πρώην ιε') έχουν διαγραφεί τα γραφεία αντιπροσωπείας κατ' αντιστοιχία με την διαγραφή τους από τον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος. Τέλος, στην περίπτ. ιθ' (πρώην ιστ') έχουν διαγραφεί οι εταιρείες συμμετοχών, οι οποίες δεν αναφέρονται στην Οδηγία (EE) 2015/849. Οι εν λόγω εταιρείες δεν υπάρχει λόγος να αποτελούν οι ίδιες υπόχρεα πρόσωπα, δεδομένου ότι κατέχουν μετοχές άλλων εταιρειών, οι οποίες ούτως ή άλλως αποτελούν υπόχρεα πρόσωπα εφόσον ασκούν δραστηριότητες που τις εντάσσουν στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Ο ορισμός του Χρηματοπιστωτικού Ομίλου της παρ. 4 του όρθρου 4 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται με το ορισμό του «Ομίλου» του στοιχείου 4 του άρθρου 3 του νόμου, κατ' αντιστοιχία προς τον ορισμό του άρθρου 3 στοιχείο 15 της Οδηγίας, ενώ περιλαμβάνονται στην έννοια αυτή και επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251).

Στο στοιχείο 5 διατηρείται ο ορισμός της «Αρχής», με αναφορά πλέον στην νέα ονομασία της, ενώ στο στοιχείο 6 διατηρείται για πρακτικούς λόγους και για την αποφυγή επαναλήψεων ο ορισμός του «προσώπου», στον οποίο περιλαμβάνονται εκτός από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και οι κάθε μορφής νομικές οντότητες. Οι έννοιες του «νομικού προσώπου» και της «νομικής οντότητας» τίθενται όπως αυτές έχουν ήδη ορισθεί στο άρθρο 2 περ. γ' και δ' του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013). Στην πρώτη περιλαμβάνεται «κάθε επιχείρηση ή εταιρεία με νομική προσωπικότητα ή ένωση επιχειρήσεων ή εταιρειών με νομική προσωπικότητα, ενώ στην δεύτερη «κάθε μόρφωμα εταιρικής ή μη οργάνωσης και κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα που δεν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως ιδίως συνεταιρισμός, οργανισμός, υπεράκτια ή εξωχώρια εταιρεία, κάθε μορφής εταιρεία ιδιωτικών επενδύσεων, κάθε μορφής καταπίστευμα ή εμπίστευμα ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, κάθε μορφής ίδρυμα ή σωματείο ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, κάθε μορφή προσωπικής επιχείρησης ή οποιαδήποτε οντότητα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε μορφής κοινή επιχείρηση, κάθε μορφής εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίου ή περιουσίας ή διαθήκης ή κληρονομιάς ή κληροδοσίας ή δωρεάς, κάθε φύσης κοινοπραξία, κάθε μορφής εταιρεία αστικού δικαίου, συμμετοχικές ή αφανείς εταιρείες, (και) κοινωνίες αστικού δικαίου».

Στο στοιχείο 7 μεταφέρεται (από την παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008) ο ορισμός του «χρηματοπιστωτικού τομέα» - από τον οποίο διαγράφεται η καταργηθείσα Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης - και στην παρ. 8 (από την παρ. 10 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008) ο ορισμός της «εικονικής τράπεζας», ο οποίος αντιστοιχεί στον ορισμό του άρθρου 3 στοιχείο 17 της Οδηγίας.

Με τα στοιχεία 9, 10 και 11 επαναδιατυπώνεται ο ορισμός των «πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων», των «μελών της οικογένειας» και των «στενών συνεργατών» τους με βάση το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 3 στοιχεία 9-11 της Οδηγίας) και τις αναθεωρημένες Συστάσεις της FATF, με την σύμπτυξη στο σημείο αυτό της παρ. 11 του άρθρου 4 και του άρθρου 22 του ν. 3691/2008. Οι εν λόγω διατάξεις είναι προληπτικής φύσης και δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι στιγματίζουν πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα ως εμπλεκόμενα σε εγκληματικές δραστηριότητες. Η άρνηση επιχειρηματικής σχέσης με πρόσωπο απλώς λόγω του προσδιορισμού του ως πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου είναι αντίθετη με το πνεύμα και το γράμμα του παρόντος νόμου.

Στο στοιχείο 12 διατηρείται ο ορισμός του «λογαριασμού πλάγιας πρόσβασης (payable - through account)», ενώ με το νέο στοιχείο 13 ορίζεται η έννοια της «σχέσης ανταπόκρισης» σε αντιστοιχία προς τον ορισμό του άρθρου 3 στοιχείο 8 της Οδηγίας. Στα στοιχεία 14-15 μεταφέρονται οι ορισμοί της «ύποπτης» και της «ασυνήθους» συναλλαγής ή δραστηριότητας (από τις παρ. 13-14 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008), ενώ στο στοιχείο 16 επαναδιατυπώνεται ο ορισμός της «επιχειρηματικής σχέσης», κατ' αντιστοιχία με το στοιχείο 13 του άρθρου 3 της Οδηγίας (EE) 2015/849. Σημειώνεται ότι η έννοια της «επιχειρηματικής σχέσης», πρέπει να νοείται υπό ευρεία έννοια, ως περιλαμβάνουσα και τις επαγγελματικές δραστηριότητες των ιδίων των υπόχρεων προσώπων και όχι μόνο των πελατών τους (ιδίως πώληση περιουσιακών τους στοιχείων, όπως ακίνητα ή χαρτοφυλάκια δανείων), καθώς και συμβάσεις ή συμφωνίες για παροχή υπηρεσιών από ελεύθερους επαγγελματίες, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει πρόθεση διάρκειας αυτής της σύμβασης ή συμφωνίας.

Το στοιχείο 17 περιλαμβάνει επαναδιατυπωμένο τον ορισμό του πραγματικού δικαιούχου (που βρισκόταν στην παρ. 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008), κατ' αντιστοιχία με το στοιχείο 6 του άρθρου 3 της Οδηγίας, με στόχο τον προσδιορισμό της ταυτότητας κάθε φυσικού προσώπου, το οποίο κατέχει νομική οντότητα ή ασκεί έλεγχο επ' αυτής. Προκειμένου να διασφαλισθεί ουσιαστική διαφάνεια, θα πρέπει να καλύπτεται το ευρύτερο δυνατό φάσμα νομικών οντοτήτων που έχουν συσταθεί ή δημιουργηθεί στην χώρα. Σημειώνεται ότι ως ιδιοκτησιακό δικαίωμα νοούνται και οι περιπτώσεις επικαρπίας, ενεχύρου, καθώς και τα μοντέρνα ιδιοκτησιακά καθεστώτα. Μολονότι ο εντοπισμός ενός συγκεκριμένου ποσοστού συμμετοχής στο κεφάλαιο ή κατοχής δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν οδηγεί αυτομάτως στην εξεύρεση του πραγματικού δικαιούχου, θα πρέπει να αποτελεί ωστόσο έναν αποδεικτικό παράγοντα μεταξύ άλλων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Η εξακρίβωση και ο έλεγχος της ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων θα πρέπει, κατά περίπτωση, να επεκτείνεται σε νομικές οντότητες που κατέχουν άλλες νομικές οντότητες και τα υπόχρεα πρόσωπα θα πρέπει να αναζητούν το ή τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία τελικά ασκούν έλεγχο μέσω ιδιοκτησίας ή με άλλα μέσα της νομικής οντότητας-πελάτη. Ο έλεγχος με άλλα μέσα μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια ελέγχου που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, όπως μέσω συμφωνίας μετόχων, της άσκησης δεσπόζουσας επιρροής ή της εξουσίας διορισμού ανωτέρων διοικητικών στελεχών. Ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα να μπορεί να εξακριβωθεί και το οποίο τελικά κατέχει ή ελέγχει μία νομική οντότητα. Σε τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις, τα υπόχρεα πρόσωπα, έχοντας εξαντλήσει όλα τα άλλα μέσα εξακρίβωσης, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες, μπορούν να θεωρήσουν τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ως τους πραγματικούς δικαιούχους.

Στο στοιχείο 18 προστίθεται ο ορισμός του «ανώτερου διοικητικού στελέχους», ως στέλεχος που γνωρίζει τον βαθμό έκθεσης σε κίνδυνο ξεπλύματος, με εμπειρία στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν την έκθεση της οντότητας σε κίνδυνο ξεπλύματος, περιγράφοντας στελέχη με επαρκώς υψηλή ιεραρχική θέση, όπως αποδίδεται ο όρος «seniority» του στοιχείου 12 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ. Με τα στοιχεία 19 και 20 προστίθενται επίσης νέοι ορισμοί, των «υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών» και του «ηλεκτρονικού χρήματος», σε αντιστοιχία με το άρθρο 3 στοιχεία 14 και 16 της Οδηγίας. Ειδικά για τον ορισμό των υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών (στοιχείο 19), διευκρινίζεται ότι η διοργάνωση και η διεξαγωγή παιγνίου ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ιη' και ιθ' του άρθρου 25 του ν. 4002/2011 (Α' 180) αντίστοιχα, οι οποίες προστέθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 173 του ν. 4261/2014 (Α' 107). Ως προς τον ορισμό του ηλεκτρονικού χρήματος (στοιχείο 20), αυτός αναφέρεται, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α' 218), σε πράξεις πληρωμών όπως ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010 (Α' 113). Στο στοιχείο 21 προσδιορίζονται οι «Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ)», στις οποίες γίνονται σποραδικά παραπομπές στο πλαίσιο του νομοσχεδίου.

Στο στοιχείο 22 ως «Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ)» ορίζεται για την Ελλάδα η Αρχή Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και για τα άλλα κράτη μέλη, η αρμόδια Μονάδα για την πρόληψη, ανίχνευση και αποτελεσματική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Στο στοιχείο 23 η «εγκληματική δραστηριότητα» ορίζεται ως η διάπραξη των βασικών αδικημάτων του Ξ.Χ, τα οποία απαριθμούνται στο επόμενο άρθρο.

Άρθρο 4

Στο άρθρο αυτό, ορίζονται τα βασικά αδικήματα του Ξ.Χ., με τρόπο ώστε να καλύπτονται και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 παρ. 4 της Οδηγίας εγκλήματα. Ο ορισμός μερικών εκ των βασικών αδικημάτων επαναδιατυπώθηκε με αναφορά στις ισχύουσες σήμερα διατάξεις. Ειδικότερα, αναπροσαρμόσθηκαν το στοιχείο θ", ώστε η σχετική παραπομπή να αφορά στις διατάξεις του ν. 4139/2013 (Α' 74) που αντικατέστησε τον ν. 3459/2006, το στοιχείο ιγ" ώστε να αναφέρονται οι διατάξεις του ν. 4251/2014 (Α' 80) που αντικατέστησαν εκείνες του ν. 3386/2005, και το στοιχείο ιε' (πρώην ιζ'), ώστε η σχετική παραπομπή να γίνεται στα άρθρα 28 μέχρι 31 του ν. 4443/2016 (Α' 232) που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2014/57/ΕΕ και την εκτελεστική Οδηγία 2015/2392 και αντικατέστησε τον ν. 3340/2005 (Α" 112). Παράλληλα, με την περίπτωση ιστ' (πρώην ιη') δίνονται οι νέοι ορισμοί των εγκλημάτων φοροδιαφυγής, όπως ισχύουν μετά την κατάργηση των όρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 και την αντικατάσταση τους με το όρθρο 66 του ν. 4174/2013 (Α' 170), καθώς και του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α' 43) με τις διατάξεις του άρθρου 71 του ν. 4174/2013.

Επιπλέον στο νέο στοιχείο δ' προστέθηκαν τα αδικήματα της εμπορίας επιρροής- μεσάζοντες και της δωροληψίας και δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα (άρθρα 237Α και 237Β ΠΚ), ώστε αφενός να καλύπτεται πλήρως η μη ποινικά τυποποιημένη έννοια της διαφθοράς- «corruption» (όπως αναφέρεται στο αγγλικό και γαλλικό κείμενο της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ) και αφετέρου λόγω της προτροπής προς την Ελλάδα, στο πλαίσιο της έκθεσης αξιολόγησής της για την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς (UNCAC), να ενταχθούν ρητώς στα βασικά αδικήματα για το Ξ.Χ. όλα τα αδικήματα της προαναφερόμενης Σύμβασης.

Σημειώνεται, ότι στην ίδια έκθεση αξιολόγησης η ενσωμάτωση των εν λόγω αδικημάτων στο ελληνικό ΠΚ κρίθηκε ως επιτυχής πρακτική.

Το τελευταίο στοιχείο ιη" (πρώην κ') παραμένει ως «γενική ρήτρα», καθώς ορίζει ως βασικό αδίκημα κάθε άλλο αδίκημα, εκτός των προαναφερόμενων στα στοιχεία α" έως ιζ', για το οποίο η ελάχιστη προβλεπόμενη ποινή είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.

Άρθρο 5

Στο άρθρο αυτό, όπως και στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008, ορίζονται τα υπόχρεα πρόσωπα, δηλαδή τα πρόσωπα που υπόκεινται στις υποχρεώσεις του νόμου, σε ενσωμάτωση του άρθρου 2 της Οδηγίας (EE) 2015/849. Οι περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο ακολουθούν νέα αρίθμηση και έχουν προσαρμοσθεί στις επελθούσες εντωμεταξύ αλλαγές του συναφούς νομοθετικού πλαισίου.

Όπως ισχύει μέχρι σήμερα, παραμένουν ως υπόχρεα πρόσωπα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Στα υπόχρεα πρόσωπα περιλαμβάνονται οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών που έχουν εγγραφεί στο δημόσιο μητρώο της ΕΛΤΕ, αλλά και οι ιδιώτες ελεγκτές, στους οποίους ανήκουν οι ελεγκτές που ασκούν διαχειριστικό, εσωτερικό ή οποιασδήποτε άλλης μορφής έλεγχο επί των οικονομικών αποτελεσμάτων μιας επιχείρησης, χωρίς να έχουν ιδιότητα υπαλλήλου ή σχέση εξαρτημένης εργασίας. Διευκρινίζεται ότι με τον όρο εξωτερικός λογιστής-φοροτεχνικός εννοείται ο μη συνδεόμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή άλλη παρόμοια μόνιμη σχέση λογιστής-φοροτεχνικός, του οποίου η επαγγελματική δραστηριότητα ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2515/1997 (Α' 154) και του π.δ. 340/1998 (Α' 228).

Στην περίπτ. ε' της παραγράφου 1 περιλαμβάνονται, ακολουθώντας τη διατύπωση και τους περιορισμούς της περιπτ. ιγ' του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 και της αιτιολογικής σκέψης 9 της Οδηγίας, οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι. Αναφορικά με τα υπόχρεα πρόσωπα της περίπτ. ζ', διευκρινίζεται ότι είναι κυρίως νομικά πρόσωπα ή οντότητες (trust or company service providers) που παρέχουν ορισμένες υπηρεσίες σε εταιρείες και καταπιστεύματα (trusts) και δεν περιλαμβάνονται σε αυτά δικηγόροι, συμβολαιογράφοι ή λογιστές. Τα πρόσωπα αυτά λειτουργούν σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες) και γι' αυτό περιλαμβάνονται στην σχετική περιπτ. γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 2 της Οδηγίας.

Στις διατάξεις του νόμου εμπίπτουν οι μεσίτες ακινήτων του ν.4093/2012 (Α'222), οι μεσίτες πιστώσεων, καθώς και οι πιστωτικοί φορείς του ν.4438/2016 (Α' 220), που δεν περιλαμβάνονται ήδη στα υπόχρεα πρόσωπα βάσει ειδικότερης διάταξης του παρόντος νόμου. Επίσης, οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις που διοργανώνουν ή/και διεξάγουν τυχερά παιχνίδια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που λειτουργούν ή εκμεταλλεύονται τις υποδομές και τους χώρους διεξαγωγής των παιγνίων.

Οι έμποροι και οι εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας αποτελούν, υπόχρεα πρόσωπα στο βαθμό που πραγματοποιούν συναλλαγές σε μετρητά ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και άνω (αντί του ισχύοντος ορίου των 15.000 ευρώ και άνω), με στόχο να αυξηθεί η επαγρύπνηση και να μετριασθούν οι κίνδυνοι τους οποίους εγκυμονούν οι συναλλαγές σε μετρητά. Στα υπόχρεα πρόσωπα περιλαμβάνονται και οι εκπλειστηριαστές, οι οποίοι είναι οι εμπλεκόμενοι σε εμπορικές δικαιοπραξίες του ιδιωτικού τομέα που αφορούν σε κινητά πράγματα, καθώς και οι οίκοι δημοπρασιών.

Αξιοποιείται η δυνατότητα επέκτασης του πεδίου εφαρμογής σε επαγγελματικούς κλάδους/κατηγορίες επιχειρήσεων και προστίθενται ως υπόχρεα πρόσωπα αυτά που αναφέρονται στην Κ.Υ.Α. 1077797/20542/ΔΕ-Ε/8.6.2010 «Ορισμός κριτηρίων προσδιορισμού των εμπόρων αγαθών μεγάλης αξίας ως υπόχρεων προσώπων του ν. 3691/2008» και συγκεκριμένα:
α) Οι επιχειρήσεις εξόρυξης παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, οι επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων μετάλλων και παραγώγων προϊόντων, οι επιχειρήσεις εμπορίας μαργαριταριών και κοραλλιών και οι επιχειρήσεις κατασκευής και εμπορίας κοσμημάτων και ρολογιών.
β) Οι επιχειρήσεις εμπορίας παλαιών αντικειμένων αξίας (αντίκες), αρχαιοτήτων, μεταλλίων, παλαιών γραμματοσήμων και νομισμάτων και λοιπών συλλεκτικών ειδών αξίας, οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες παραγωγής ή κατασκευής και εμπορίας έργων και αντικειμένων τέχνης γενικά, καθώς και μουσικών οργάνων.
γ) Οι επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ταπήτων και χαλιών, ειδών γουνοποιίας, δερμάτινων ειδών και ενδυμάτων γενικά, αξίας, ανά μονάδα είδους, μεγαλύτερης των 8.000 (οκτώ χιλιάδων) ευρώ.
δ) Οι επιχειρήσεις εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ελικοπτέρων, αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής γενικά.

Η περίπτ. ισ' αναφέρεται στους ενεχυροδανειστές οι οποίοι, κατόπιν εκτίμησης του κινδύνου που ενέχει η δραστηριότητα που ασκούν, επελέγη να συνεχίσουν να αποτελούν υπόχρεα πρόσωπα και στους αργυραμοιβούς, αξιοποιώντας στο σημείο αυτό τη δυνατότητα που παρέχει η παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας (EE) 2015/849 για επέκταση του πεδίου εφαρμογής της και σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους, πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 2 της εν λόγω Οδηγίας. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας θα πρέπει να ενημερωθεί σχετικά με την επέκταση αυτή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Διατηρείται, ωστόσο, η δυνατότητα έκδοσης κοινής υπουργικής απόφασης, με την οποία θα ορίζονται περαιτέρω κριτήρια για τον προσδιορισμό των εμπόρων και εκπλειστηριαστών αγαθών μεγάλης αξίας. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η άμεση συμμόρφωση με τυχόν νέες συστάσεις της FAFT ή άλλες πράξεις που θα εκδοθούν κατ' εξουσιοδότηση της προς ενσωμάτωση οδηγίας.

Άρθρο 6

Ορίζονται οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τα υπόχρεα πρόσωπα ως προς τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, καθώς και τις κατηγορίες των υπόχρεων προσώπων που εποπτεύονται από κάθε αρχή. Με την περίπτ. γ' ορίζεται ως νέα αρμόδια αρχή για τους ενεχυροδανειστές το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Η μεταφορά της εποπτείας από την Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας κρίθηκε αναγκαία, καθώς οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας ορίζονται με την υπ' αριθ. 5/2011 Αστυνομική Διάταξη. Στην αρμοδιότητα των Αστυνομικών Αρχών ανήκει ο έλεγχος των ανωτέρω, η χορήγηση έγκρισης άσκησης της δραστηριότητας του ενεχυροδανειστή μέσω καταχώρησής του στην ηλεκτρονική βάση P.O.L και η έκδοση απόφασης απαγόρευσης άσκησης της εν λόγω δραστηριότητας, στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Επίσης με την ως άνω Διάταξη προβλέπεται η υποχρέωση των ενεχυροδανειστών να καταχωρούν τα στοιχεία πελατών και συναλλαγών σε ειδικό βιβλίο που θεωρείται από την αρμόδια αστυνομική αρχή και να ενημερώνουν τις εν λόγω αρχές σε περίπτωση υπόνοιας για μη νόμιμη κατοχή των προσκομιζομένων σε αυτούς αντικειμένων ή μη νόμιμων αποδεικτικών ταυτότητας των πελατών τους. Οι υποχρεώσεις αυτές προσομοιάζουν με την υποχρέωση τήρησης μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και αποστολής αναφοράς ύποπτης συναλλαγής από τους ενεχυροδανειστές, που λειτουργούν έτσι ως υπόχρεα πρόσωπα του οικείου νόμου. Συνεπώς, οι αστυνομικές αρχές θεωρούνται καταλληλότερες ως προς τον έλεγχο συμμόρφωσης των ενεχυροδανειστών ως υπόχρεων προσώπων, λόγω της ιδιαιτερότητας των ανωτέρω επαγγελμάτων και του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία τους. Επιπρόσθετα, το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας ορίζεται ως αρμόδια αρχή για τους αργυραμοιβούς καθώς οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας ορίζονται με την υπ' αριθ. 5/2011 Αστυνομική Διάταξη.

Με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου ενσωματώνονται οι παρ. 6 και 7 του άρθρου 48 της Οδηγίας (EE) 2015/849, οι οποίες αναφέρονται στη συχνότητα, την ένταση και την κατανομή των πόρων της εποπτείας που ασκούν οι αρμόδιες αρχές στα υπόχρεα πρόσωπα της αρμοδιότητάς τους, βάσει της κατανόησης των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας της χώρας και της αξιολόγησης του προφίλ κινδύνου των υπόχρεων προσώπων. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να εποπτεύουν την προσέγγιση βάσει κινδύνου των υπόχρεων προσώπων, αλλά και να εφαρμόζουν οι ίδιες προσέγγιση βάσει κινδύνου, σύμφωνα και με τη Σύσταση 26 της FATF και την παρ. 1 της σχετικής ερμηνευτικής της σημείωσης. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές προκειμένου να διαμορφώσουν το προφίλ κινδύνου των υπόχρεων προσώπων λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, το πλήθος των υπόχρεων προσώπων, τον βαθμό κινδύνου που συνδέεται με τη φύση και το μέγεθος των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων και κυρίως με τους πελάτες και τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παρέχουν, το νομικό πλαίσιο που διέπει τις δραστηριότητές τους, καθώς και την επάρκεια και εφαρμογή των εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών που τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες και των μικρών υπόχρεων προσώπων, ώστε να διασφαλίζεται μεταχείριση προσαρμοσμένη στις ειδικές ανάγκες τους και στη φύση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.

Η παρ. 3 εξειδικεύει τις εποπτικές αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών, ώστε να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των υπόχρεων προσώπων με τις υποχρεώσεις που θέτει ο παρών νόμος, και εξουσιοδοτούνται οι αρμόδιες αρχές να καθορίζουν με κανονιστικές αποφάσεις τους τις λεπτομέρειες εφαρμογής των επί μέρους υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο, καθώς και να επιβάλλουν μειωμένες υποχρεώσεις (όπως προβλέπεται ήδη στο άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 3691/2008), λαμβάνοντας υπόψη τους αναφερόμενους στη διάταξη παράγοντες. Για παράδειγμα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες (συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, λογιστές, μεσίτες ακινήτων, έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας κτλ.) δεν μπορούν αντικειμενικά να εφαρμόζουν σε πλήρη έκταση τα μέτρα δέουσας επιμέλειας, την τήρηση αρχείων ή τον εσωτερικό έλεγχο. Ομοίως, με αντίστοιχες κανονιστικές αποφάσεις δύνανται να καθορίζονται (ενόψει και του άρθρου 5 της Οδηγίας) πρόσθετες ή αυστηρότερες υποχρεώσεις ή/και ποσοτικά όρια πέραν των προβλεπόμενων στον παρόντα νόμο, για ορισμένους τομείς (όπως ενδεικτικά ορισμένες εκ των υπηρεσιών τυχερών παιγνίων), που παρουσιάζουν αποδεδειγμένα αυξημένο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.. Οι διατάξεις αυτές αρκούν για να καλύψουν την εξειδίκευση των μέτρων που αφορούν σε ειδικές κατηγορίες υπόχρεων προσώπων, όπως λ.χ. των προβλεπόμενων μέχρι τώρα στο άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3691/2008 αναφορικά με τις υποχρεώσεις των καζίνο.

Περαιτέρω ρυθμίζεται η περίπτωση κατά την οποία υπόχρεο πρόσωπο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργεί εγκαταστάσεις στην Ελληνική Επικράτεια και ορίζεται η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίζουν πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για συναφή αδικήματα να κατέχουν διευθυντική θέση ή να είναι πραγματικοί δικαιούχοι υπόχρεου προσώπου. Τυχόν ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις, στο πλαίσιο αξιολόγησης της καταλληλότητας των προσώπων αυτών, θα πρέπει να διενεργούνται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 4360/2016 που ενσωματώνει την απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου και την απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

Προβλέπεται ρητά η επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε βάρος των υπόχρεων προσώπων που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46. Επίσης προβλέπει την υποχρέωση ενημέρωσης των ΕΕΑ σχετικά με τις κυρώσεις και τα μέτρα που έχουν επιβληθεί, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 62 της Οδηγίας.

Με την παρ. 5 ασκείται η διακριτική ευχέρεια που επιτρέπει στο κάθε κράτος μέλος να εξαιρεί, μερικώς ή ολικώς, υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, πλην αυτών που παρέχονται από τις επιχειρήσεις καζίνο, από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν. Οι υπηρεσίες αυτές δύναται να εξαιρούνται κατόπιν κατάλληλης εκτίμησης κινδύνου στην οποία προβαίνει η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, η οποία στην αιτιολόγησή της περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο λήφθηκαν υπόψη τυχόν πορίσματα των εκθέσεων που εκπονεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς και το πόσο ευάλωτες είναι οι υπηρεσίες αυτές σε συναλλαγές εν όψει των χρησιμοποιούμενων μεθόδων πληρωμής. Τυχόν απόφαση εξαίρεσης κοινοποιείται υποχρεωτικά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επισημαίνεται ότι η ΕΕΕΠ ασκεί την εποπτική της αρμοδιότητα

Τέλος, προβλέπεται ότι οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σε αυτήν πρέπει να διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς και τεχνικούς πόρους για τον έλεγχο συμμόρφωσης των εποπτευόμενων από αυτές υπόχρεων προσώπων.

Επιπλέον, εφόσον δεν διαθέτουν αντίστοιχες δομές οφείλουν να συγκροτήσουν ειδικές υπηρεσιακές μονάδες, οι οποίες στελεχώνονται επαρκώς με εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο θα ασκεί τα σχετικά εποπτικά καθήκοντα.

Άρθρο 7

Στο άρθρο 7 αναφέρονται αναλυτικά οι αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών που λειτουργεί ως Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου κατ' εφαρμογή του άρθρων 7 και 49 της Οδηγίας. Η διάταξη δε διαφοροποιείται ιδιαίτερα από την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3691/2008, με εξαίρεση την διαγραφή ορισμένων αρμοδιοτήτων (περίπτ. α' και γ" της παρ. 1 του ως άνω άρθρου 8) που κρίθηκε ότι δεν προσιδιάζουν στον χαρακτήρα του φορέα ή ότι δεν υπάρχουν οι πρακτικές δυνατότητες για την άσκησή τους.

Άρθρο 8

Το άρθρο 8 αναφέρεται στην Επιτροπή Στρατηγικής, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3691/2008. Η βασική διαφοροποίηση σε σχέση με το ισχύον καθεστώς έγκειται στον τρόπο συγκρότησης της Επιτροπής, από κατόχους συγκεκριμένων θέσεων στους φορείς προέλευσης των μελών, προκειμένου να μην απαιτείται έκδοση υπουργικής απόφασης για το διορισμό τους. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η συμμετοχή υψηλόβαθμων στελεχών της δημόσιας διοίκησης, όπως αρμόζει στον χαρακτήρα και στα καθήκοντα της Επιτροπής, και αποφεύγεται η ανάγκη έκδοσης νέας υπουργικής απόφασης κάθε φορά που μετατίθεται ή αποχωρεί κάποιο μέλος, πράγμα που δημιουργούσε προσκόμματα στην τακτική σύγκλιση και λειτουργία της Επιτροπής.

Αναφέρονται αναλυτικά οι αρμοδιότητες της Επιτροπής, έχοντας ως κεντρικό άξονα τον εντοπισμό, την ανάλυση, την εκτίμηση και την αντιμετώπιση των εκάστοτε υφιστάμενων κινδύνων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 της Οδηγίας, τη χάραξη στρατηγικής και γενικών πολιτικών που απαιτούν συντονισμένη δράση, καθώς και την ανάληψη χρήσιμων πρωτοβουλιών στο σχετικό πεδίο. Η Επιτροπή εξακολουθεί να έχει υποχρέωση υποβολής έκθεσης πεπραγμένων στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ενώ επαναλαμβάνεται η πρόβλεψη της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του ν. 3691/2008 περί του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής.

Άρθρο 9

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, οι οποίες επαναλαμβάνουν εν πολλοίς τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3691/2008, επιδιώκεται ο περιορισμός της τρωτότητας που χαρακτηρίζει ορισμένες εμπορικές, επιχειρηματικές ή μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες, οι οποίες θεωρούνται από την εθνική και διεθνή εμπειρία ως «ευάλωτες» αναφορικά με τον κίνδυνο χρησιμοποίησής τους με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ο βαθμός επικινδυνότητας κάθε κατηγορίας δραστηριότητας διαφέρει ως προς τα δύο είδη αδικημάτων.

Στην παρ. 1 προβλέπεται η λήψη των αναγκαίων οργανωτικών μέτρων από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. για τον εντοπισμό πιθανών περιπτώσεων διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μέσω των αγοραπωλησιών ακινήτων. Παρόμοια μέτρα λαμβάνουν οι φορολογικές και τελωνειακές αρχές, καθώς το Σ.Δ.Ο.Ε. και η Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος για την αντιμετώπιση των κινδύνων για Ξ.Χ. και Χ.Τ. μέσω του διασυνοριακού και εξωτερικού εμπορίου (παρ. 2).

Η παρ. 3 αναφέρεται στα μέτρα που οφείλουν να λαμβάνουν οι αρμόδιες φορολογικές υπηρεσίες, η Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος καθώς και το Σ.Δ.Ο.Ε., σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και άλλων Υπουργείων ή δημόσιων φορέων που τηρούν μητρώα εταιρειών κάθε νομικής μορφής, τα οποία αφορούν μεταξύ άλλων στη σύσταση ή αλλαγή καταστατικού ή εγκρίνουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, για την πρόληψη και καταστολή χρησιμοποίησης εταιρειών ή εταιρικών σχημάτων για σκοπούς διάπραξης αδικημάτων Ξ.Χ. και Χ.Τ.

Η παρ.4 αναφέρεται στους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στη χώρα, ενώ η παρ. 5 επικεντρώνεται σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς χρηματοδοτούμενους από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλα Υπουργεία, που είναι αρμόδια για την εποπτεία και επιχορήγησή τους και δραστηριοποιούνται κυρίως στο εξωτερικό. Ειδικά ως προς το Υπουργείο Εξωτερικών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4110/2013. Η λήψη σχετικών μέτρων κρίνεται επιβεβλημένη λόγω του κινδύνου χρησιμοποίησης των μη κερδοσκοπικών οργανισμών για τη διοχέτευση κεφαλαίων προς τρομοκρατικές οργανώσεις, καθώς και λόγω πιθανής κατάχρησης των κεφαλαίων που διαχειρίζονται οι οργανισμοί αυτοί, δεδομένου ότι ορισμένες κατηγορίες αυτών λειτουργούν με χαμηλή εποπτεία και χωρίς την εφαρμογή των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν για άλλες νομικές οντότητες.

Τα Υπουργεία, οι αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες και οι άλλοι δημόσιοι φορείς που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αναφέρουν στην Αρχή κάθε ύποπτη συναλλαγή ή δραστηριότητα που εντοπίζουν.

Άρθρο 10

Το άρθρο αυτό αναφέρεται στο Φορέα διαβούλευσης του ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως συστάθηκε με το άρθρο 11 του ν. 3691/2008. Η διάταξη περιέχει ορισμένες βελτιώσεις, όπως τη δυνατότητα ορισμού μελών από κατηγορίες υπόχρεων προσώπων που δεν έχουν φορέα εκπροσώπησης (παρ. 1), τη δυνατότητα κλήσης σε έκτακτες συνεδριάσεις υπόχρεων προσώπων για τα οποία δεν υπάρχουν φορείς εκπροσώπησης ούτε έχει ορισθεί μέλος στον Φορέα (παρ. 4), τη λήψη σύμφωνης γνώμης των αρμόδιων αρχών πριν από την έκδοση διευκρινιστικών οδηγιών από τον Φορέα προς τα υπόχρεα πρόσωπα.

Άρθρο 11

Με το άρθρο αυτό , ενσωματώνεται η παρ. 1 του άρθρου 10 της Οδηγίας (EE) 2015/849, σύμφωνα με την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί απαγορεύεται να τηρούν ανώνυμους λογαριασμούς ή ανώνυμα βιβλιάρια καταθέσεων. Αντίστοιχη διάταξη υπήρχε και στο άρθρο 15 του καταργούμενου ν. 3691/2008, ενώ και πριν από την θέση σε ισχύ του ν. 3691/2008 τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα δεν τηρούσαν κατά πάγια πρακτική ανώνυμους λογαριασμούς. Για την ταυτοποίηση αναγκαίο στοιχείο αποτελούν η ταυτότητα ή αντίστοιχο έγγραφο της χώρας προέλευσης καθώς και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου στην Ελλάδα ή στη χώρα φορολογικής κατοικίας με την οποία υφίσταται σύμβαση ανταλλαγής πληροφοριών. Στην περίπτωση που ο αιτών έχει τη φορολογική του κατοικία σε χώρα με την οποία δεν έχει συναφθεί σύμβαση ανταλλαγής πληροφοριών, τότε απαιτείται η απόκτηση αριθμού φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα.

Με την παρ. 2 του άρθρου ενσωματώνεται η παρ. 2 του άρθρου 10 της Οδηγίας, σχετικά με τη λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη για την πρόληψη των κινδύνων κατάχρησης λόγω αδιαφάνειας από τη χρήση ανώνυμων μετοχών. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η οποία έχει ως βάση γνωστή διάταξη στο δίκαιο μας, ήτοι εκείνη της παρ. 2 του άρθρου 79 του ν. 2238/1994, οι κομιστές ανώνυμων μετοχών εταιρειών που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο έχουν υποχρέωση, κατά την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων, να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 ότι είναι κύριοι ή επικαρπωτές των μετοχών ή πληρεξούσιοι αυτών, δηλώνοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία των κυρίων ή επικαρπωτών και να προσκομίζουν και κάθε σχετικό νομιμοποιητικό έγγραφο. Εφόσον δεν προσκομιστούν τα αναγκαία έγγραφα (δηλαδή η υπεύθυνη δήλωση και το πληρεξούσιο ή το έγγραφο που αποδεικνύει το σχετικό δικαίωμα κυριότητας ή επικαρπίας) όποιος ενεργεί την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων έχει υποχρέωση να αρνηθεί την πληρωμή.

Άρθρο 12

Το άρθρο αυτό ενσωματώνει τα άρθρα 11 και 12 της Οδηγίας (EE) 2015/849, ορίζοντας τις περιπτώσεις στις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Το πεδίο εφαρμογής του νόμου έχει επεκταθεί σε σύγκριση με την ρύθμιση του άρθρου 12 του ν. 3691/2008, καθώς στις περιπτώσεις που προβλέπονταν στον τελευταίο, έχουν προστεθεί:

1) η μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των €1.000, όπως η έννοια αυτή ορίζεται στο σημείο 9 του άρθρου 3 του Κανονισμού (EE) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (η περίπτωση αυτή προβλεπόταν κατ' ουσία ήδη βάσει των διατάξεων του Κανονισμού (EE) 1781/2006 ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό (EE) 2015/847, ωστόσο πλέον προβλέπεται ρητά). Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, ως «μεταφορά χρηματικών ποσών» νοείται οποιαδήποτε συναλλαγή εκτελείται τουλάχιστον εν μέρει ηλεκτρονικά για λογαριασμό ενός πληρωτή μέσω ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ασχέτως εάν πληρωτής και δικαιούχος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο και ασχέτως εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και αυτός του δικαιούχου είναι ο ίδιος, συμπεριλαμβανομένων: α) της μεταφοράς πιστώσεων κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1 του Κανονισμού (EE) 260/2012, β) της άμεσης χρέωσης κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2 του Κανονισμού (EE) 260/2012, γ) των εμβασμάτων κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 13 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ, εθνικών ή διασυνοριακών, δ) της μεταφοράς που πραγματοποιείται μέσω κάρτας πληρωμής, εργαλείου ηλεκτρονικού χρήματος, κινητού τηλεφώνου ή κάθε άλλης ψηφιακής ή πληροφορικής τεχνολογίας συσκευής εκ ων προτέρων ή εκ των υστέρων πληρωμής με παρόμοια χαρακτηριστικά.

2) οι συναλλαγές των εμπόρων αγαθών που υπερβαίνουν τα €10.000 σε μετρητά, και

3) οι συναλλαγές των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που υπερβαίνουν τα €2.000 και διενεργούνται είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε κατά την είσπραξη των κερδών.

4) οι συναλλαγές με ηλεκτρονικό χρήμα ή ειδικά προπληρωμένα μέσα που διαθέτουν δυνατότητα επαναφόρτισης με μηνιαίο όριο πράξεων πληρωμής άνω των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ,σε αμφότερες περιπτώσεις.

Στις παρ. 2 και 3 ενσωματώνονται οι διατάξεις του όρθρου 12 της Οδηγίας (EE) 2015/849 ορίζοντας τις περιπτώσεις παρέκκλισης στην εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε ό,τι αφορά το ηλεκτρονικό χρήμα, αν πληρούνται οι οριζόμενες προϋποθέσεις ελαχιστοποίησης του κινδύνου:

Στην παρ. 4 ενσωματώνεται η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 30 της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία τα υπόχρεα πρόσωπα δεν θα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους αναφορικά με τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που θα πρέπει να λάβουν αλλά προσεγγίζουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους βάσει της εκτίμησης κινδύνου.

Άρθρο 13

Με το άρθρο 13 καθορίζονται τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Προβλέπεται η υποχρέωση πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας του προσώπου που έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη, καθώς και των στοιχείων νομιμοποίησής του, ήτοι του πληρεξουσίου εγγράφου. Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν λεπτομερώς με αποφάσεις τους τα επιμέρους στοιχεία που ζητούν τα υπόχρεα πρόσωπα από τους πελάτες τους, τα έγγραφα που είναι αποδεκτά για την επαλήθευση των εν λόγω στοιχείων και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες ως προς την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υπόχρεο πρόσωπο δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στις περίπτ α', β' και γ' οφείλει να αρνηθεί να εκτελέσει συναλλαγές του, δεν συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή διακόπτει οριστικά αυτήν και εξετάζει αν συντρέχει υποχρέωση αναφοράς στην Αρχή. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, σύμφωνα με την ρητή εξαίρεση του άρθρου 14 παρ. 4 εδ. β' της Οδηγίας, ως προς τους συμβολαιογράφους δικηγόρους, ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και λογιστές- φοροτεχνικούς συμβούλους, όταν ενεργούν στο πλαίσιο της αξιολόγησης της νομικής κατάστασης των πελατών τους ή εκτελούν δραστηριότητες ως υπερασπιστές ή ως εκπρόσωποι των πελατών τους σε δικαστικές διαδικασίες ή σχετικά με αυτές τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών για την έναρξη δικαστικής διαδικασίας ή την αποφυγή της.

Η παρ. 3 ορίζει την επιπρόσθετη υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να λαμβάνουν γνώση στοιχείων και πληροφοριών σχετιζόμενων με τους εξεταζόμενους πελάτες και από άλλες εταιρείες του ομίλου στον οποίο τυχόν ανήκουν. Με τον τρόπο αυτόν θα έχουν πιο σφαιρική γνώση της εικόνας του πελάτη. Επιπρόσθετα, ορίζεται η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να επαληθεύουν τα ετήσια εισοδήματα του πελάτη βάσει πρόσφατης πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος (εκκαθαριστικού σημειώματος). Η εν λόγω υποχρέωση που δεν προκύπτει από την Οδηγία, υιοθετήθηκε εκ των υστέρων στον νόμο 3691/2008 - με το άρθρο 13 παρ. 1 ν. 4051/2012 (Α' 40), το οποίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 68 παρ. 7 ν. 4174/2013 (Α' 170) - στο πλαίσιο του μέτρου επιμέλειας της συλλογής πληροφοριών για τον σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης ή σημαντικών συναλλαγών ή δραστηριοτήτων του πελάτη. Η υποχρέωση αυτή ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφού έμοιαζε να αφορά εξ ορισμού και σε μετέπειτα συναλλαγές του πελάτη, παρότι το εκκαθαριστικό είχε ήδη ληφθεί υπόψη για την αρχική διαμόρφωση του οικονομικού του προφίλ. Πλέον η προσκόμιση πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος απαιτείται μόνο κατά τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης (όπως το άνοιγμα λογαριασμού), αλλά μπορεί να ζητείται εκ νέου και στο πλαίσιο της επικαιροποίησης των στοιχείων του οικονομικού προφίλ του πελάτη, την κατάλληλη χρονική στιγμή και αναλόγως του βαθμού κινδύνου, βάσει της παρ. 7.

Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας πρέπει να λαμβάνονται από τα υπόχρεα πρόσωπα και για τους υπάρχοντες πελάτες, αλλά σύμφωνα με την προσέγγιση αξιολόγησης κινδύνου. Αυτό σημαίνει ότι τα υπόχρεα πρόσωπα προβαίνουν σε επικαιροποίηση των στοιχείων και πληροφοριών του πελάτη, εφόσον τα στοιχεία που έχουν ήδη στη διάθεσή τους δεν επαρκούν για να προβούν στην εξέταση της συμβατότητας των συναλλαγών του με το διαμορφωμένο οικονομικό του προφίλ, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού κινδύνου του.

Ειδικά για την περίπτωση ασφαλίσεων ζωής, ορίζοντα τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που οφείλουν να λαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ως προς τον δικαιούχο ενός ασφαλίσματος.

Υπό αυτή την έννοια, μια ασφαλιστική εταιρεία, επιπρόσθετα των μέτρων δέουσας επιμέλειας που οφείλει να λαμβάνει ως προς τον πελάτη της (αυτόν δηλαδή που συνάπτει την ασφάλεια), οφείλει να λαμβάνει το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου του ασφαλίσματος, εφόσον αυτός έχει κατονομαστεί εξ αρχής, ή να λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του δικαιούχου του ασφαλίσματος όταν θα επέλθει ο χρόνος της πληρωμής του.

Η παρ. 6 ορίζει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια ρυθμιστική και εποπτική αρχή των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, δύναται να εξειδικεύει τις διατάξεις του Κανονισμού (EE) αρ. 2015/847 (EE L 141/5.6.2015), όσον αφορά στα στοιχεία που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΕΑ).

Η παρ.8 ενσωματώνει την παρ. 6 του άρθρου 13 της Οδηγίας (EE) 2015/849, ορίζοντας αντίστοιχες υποχρεώσεις με αυτές της παρ. 9 για τους δικαιούχους καταπιπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων.

Τα υπόχρεα πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν την έκταση των μέτρων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν ως προς τους πελάτες τους ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου των τελευταίων. Για την εκτίμηση του κινδύνου εκάστου πελάτη τους, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τις μεταβλητές που αναφέρονται στην παρ. 9, σε αντιστοιχία με το Παράρτημα I της Οδηγίας, οι οποίες αφορούν στην επαγγελματική δραστηριότητα και το οικονομικό μέγεθος του πελάτη, τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης, τον τύπο, την συχνότητα και την αξία των διενεργούμενων συναλλαγών του πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της αρχικής κατάθεσης του πελάτη κατά το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, καθώς και την αναμενόμενη προέλευση και τον προορισμό των κεφαλαίων του πελάτη. Επιπρόσθετα, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή τους σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 του νόμου και να είναι σε θέση να αποδείξουν σε αυτήν ότι τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν ως προς τους πελάτες τους είναι ανάλογα με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ενέχουν οι δραστηριότητές τους, καθώς και ότι τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.

Άρθρο 14

Στην παρ. 1 του όρθρου 14, που αντιστοιχεί στο άρθρο 14 παρ. 1 της Οδηγίας, διατυπώνεται η γενική αρχή ότι η πιστοποίηση και επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας του πελάτη, άλλου προσώπου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο πελάτης και του πραγματικού δικαιούχου πραγματοποιείται πριν τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων ή τη διενέργεια συναλλαγών.

Στις παρ. 2 και 3 ορίζονται συγκεκριμένες παρεκκλίσεις από την ως άνω γενική αρχή, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και κατ' αντιστοιχία προς το άρθρο 14 παρ. 2-3 της Οδηγίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 2, επιτρέπεται να ολοκληρώνεται η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου κατά τη διάρκεια της σύναψης επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτό απαιτείται για να μη διακοπεί η ομαλή διεξαγωγή των συναλλαγών και εφόσον ο κίνδυνος διάπραξης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι μικρός. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω διαδικασίες επαλήθευσης περατώνονται το συντομότερο δυνατόν μετά την αρχική επαφή. Τα υπόχρεα πρόσωπα δεν πρέπει να κάνουν κατάχρηση της εν λόγω παρέκκλισης αποδεχόμενα αιτιάσεις του πελάτη περί δυσκολίας προσκόμισης εγγράφων επαλήθευσης ταυτότητας ή νομιμοποιητικών εγγράφων νομικού προσώπου πριν από την έναρξη της επιχειρηματικής σχέσης και περί του επείγοντος διενέργειας συναλλαγών που είναι συνήθεις, αλλά αντιθέτως πρέπει να επιτρέπουν την εν λόγω παρέκκλιση μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου. Σύμφωνα με την παρ. 3, ειδικά τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορούν να επιτρέπουν το άνοιγμα λογαριασμού σε πελάτη, εφόσον έχουν εξασφαλίσει ότι δεν θα πραγματοποιηθεί καμία συναλλαγή δική του ή για λογαριασμό του, προτού ολοκληρωθεί η πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας αυτού και του πραγματικού δικαιούχου.

Η παρ. 4 ενσωματώνει το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 13 της Οδηγίας, αναφορικά με τους δικαιούχους ασφαλίσματος που ταυτοποιούνται ή προσδιορίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 13, και των οποίων η επαλήθευση της ταυτότητας πρέπει να μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο πληρωμής και επιπρόσθετα, σε περίπτωση εκχώρησης, κατά τον χρόνο αυτής.

Η παρ. 5 ορίζει την υποχρέωση των επίγειων καζίνο ή καζίνο πλοίων στην Ελλάδα ή υπό ελληνική σημαία να εξακριβώνουν την ταυτότητα των πελατών τους κατά την είσοδο τους στις εγκαταστάσεις τους, όπως προβλεπόταν ήδη στην παρ. 1 του άρθρου 16 του καταργούμενου ν. 3691/2008.

Άρθρο 15

Η παρ. 1 του παρόντος άρθρου ενσωματώνει το άρθρο 15 της Οδηγίας (EE) 2015/849, παρέχοντας τη διακριτική ευχέρεια στα υπόχρεα πρόσωπα να εφαρμόζουν μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αφού προηγουμένως συγκεντρώσουν επαρκείς πληροφορίες και βεβαιωθούν ότι μια επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στις περιπτώσεις αυτές, τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας των παρ. 1 και 4 του άρθρου 13, προσαρμόζοντας κατάλληλα το ποσοτικό όριο, τον χρόνο ή τον τρόπο εφαρμογής τους. Σημειώνεται ότι τα μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας αφορούν σε χαλάρωση συγκεκριμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας, λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων και της φύσης του χαμηλότερου κινδύνου, αλλά όχι στην πλήρη απαλοιφή κάποιου εξ αυτών. Παραδείγματα εφαρμογής απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας λόγω χαμηλότερου κινδύνου είναι: η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου μετά τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης και αφού οι συναλλαγές του πελάτη υπερβούν κάποιο εύλογο ποσοτικό όριο- η μείωση της συχνότητας της επικαιροποίησης στοιχείων του οικονομικού προφίλ του πελάτη- η μείωση του βαθμού παρακολούθησης της συναλλακτικής δραστηριότητας του πελάτη βάσει εύλογου ποσοτικού ορίου- και η μη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης όταν αυτή τεκμαίρεται από τον τύπο των διεξαγόμενων συναλλαγών. Σημειώνεται ότι καταργείται η εξ ορισμού εφαρμογή μέτρων απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας στις περιπτώσεις που προβλέπονταν στο άρθρο 17 του ν. 3691/2008 και ότι οι εν λόγω περιπτώσεις αποτελούν πλέον παράγοντες δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου που εμπεριέχονται στο Παράρτημα II του νόμου και τους οποίους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα υπόχρεα πρόσωπα κατά την εκτίμηση του κινδύνου που διενεργούν.

Η παρ. 2 ενσωματώνει το άρθρο 16 της Οδηγίας, παραπέμποντας στο Παράρτημα I του νόμου, το οποίο αντιστοιχεί στο Παράρτημα II της Οδηγίας και στο οποίο παρατίθενται οι παράγοντες και οι τύποι αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου τους οποίους θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατ' ελάχιστον τα υπόχρεα πρόσωπα και οι οποίοι σχετίζονται με πελάτες, χώρες και γεωγραφικές περιοχές, καθώς και με συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών.

Η παρ. 3 εξουσιοδοτεί τις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα να εκδώσουν αποφάσεις στις οποίες θα πρέπει να εξειδικεύσουν τους παράγοντες δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου και τα μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται σε επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές χαμηλότερου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ΕΕΑ, ενώ παρέχεται η δυνατότητα στις λοιπές αρμόδιες αρχές να εκδίδουν αντίστοιχου περιεχομένου αποφάσεις.

Άρθρο 16

Η παρ.1 του άρθρου 16 ενσωματώνει το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 18 της Οδηγίας (EE) 2015/849, ορίζοντας την υποχρεωτική λήψη μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας: α) κατά τη σύναψη διασυνοριακών σχέσεων τραπεζικής ανταπόκρισης (άρθρο 17), β) στις συναλλαγές ή επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα (άρθρο 18), γ) στις συναλλαγές με πρόσωπα με εγκατάσταση σε τρίτες χώρες, που χαρακτηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως υψηλού κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Πρόκειται για τις χώρες για τις οποίες η Επιτροπή εκδίδει πράξεις κατ' άρθρο 9 παρ. 2 της Οδηγίας. Με τη διάταξη αυτή ενσωματώνεται κατ' ουσία και το άρθρο 18 του προηγούμενου ν. 3691/2008, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια για νομικά πρόσωπα από τέτοιες χώρες. Επιπρόσθετα, επιβάλλεται η υποχρέωση εφαρμογής μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας στις περιπτώσεις επιχειρηματικών σχέσεων ή συναλλαγών που παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4. Σημειώνεται ότι καταργείται η υποχρεωτική εφαρμογή μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας στις συναλλαγές που διενεργούνται χωρίς φυσική παρουσία του πελάτη οι οποίες προβλέπονταν στο άρθρο 20 του καταργούμενου ν. 3691/2008 και ότι οι επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές εξ αποστάσεως (χωρίς φυσική παρουσία των μερών), χωρίς διασφαλίσεις, όπως ηλεκτρονικές υπογραφές και τα προϊόντα ή συναλλαγές που ευνοούν την ανωνυμία, αποτελούν πλέον παράγοντες δυνητικά υψηλότερου κινδύνου που εμπεριέχονται στο Παράρτημα II του νόμου και τους οποίους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα υπόχρεα πρόσωπα κατά την εκτίμηση του κινδύνου που διενεργούν.

Η παρ. 2 ενσωματώνει το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 18 της Οδηγίας, ορίζοντας ότι τα υπόχρεα πρόσωπα δεν υποχρεούνται εξ ορισμού να εφαρμόζουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, όταν ο ευρισκόμενος σε τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου πελάτης τους είναι υποκατάστημα ή θυγατρική κατά πλειοψηφική συμμετοχή υπόχρεης οντότητας εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον συμμορφώνεται πλήρως με τις πολιτικές και διαδικασίες που εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 36, αλλά ότι προσεγγίζουν τις περιπτώσεις αυτές με βάση τον εκτιμώμενο κίνδυνο.

Η παρ. 3 ενσωματώνει την παρ. 2 του άρθρου 18 της Οδηγίας, ορίζοντας την εξέταση με ιδιαίτερη προσοχή και την επίδειξη αυξημένης δέουσας επιμέλειας στις περιπτώσεις των πολύπλοκων ή ασυνήθιστα μεγάλων συναλλαγών, καθώς και των ασυνήθιστων ειδών συναλλαγών, που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό σκοπό ή νόμιμη αιτία.
Σημειώνεται ότι αντίστοιχη πρόβλεψη υπήρχε στο στοιχείο δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 3691/2008 ως μέτρο συνήθους δέουσας επιμέλειας.

Η παρ. 4 ενσωματώνει την παρ. 3 του άρθρου 18 της Οδηγίας, παραπέμποντας στο Παράρτημα II του νόμου, το οποίο αντιστοιχεί στο Παράρτημα III της Οδηγίας και στο οποίο παρατίθενται οι παράγοντες και οι τύποι αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά υψηλότερου κινδύνου τους οποίους θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατ' ελάχιστον τα υπόχρεα πρόσωπα και οι οποίοι σχετίζονται με πελάτες, χώρες και γεωγραφικές περιοχές, καθώς και με συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών.

Η παρ. 5 εξουσιοδοτεί την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή κεφαλαιαγοράς να μπορούν να εξειδικεύσουν, με αποφάσεις τους, τους παράγοντες δυνητικά υψηλότερου κινδύνου και τα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται σε επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές υψηλότερου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ΕΕΑ, ενώ παρέχεται η δυνατότητα στις λοιπές αρμόδιες αρχές να εκδίδουν αντίστοιχου περιεχομένου αποφάσεις.

Άρθρο 17

Με το άρθρο αυτό ενσωματώνονται τα άρθρα 19 και 24 της Οδηγίας (EE) 2015/849 και θεσπίζονται επιπλέον υποχρεώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, πέραν των μέτρων δέουσας επιμέλειας του άρθρου 13, όταν υφίστανται διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης με ίδρυμα πελάτη από τρίτη χώρα. Αντίστοιχη διάταξη είναι εκείνη του άρθρου 21 του ν. 3691/2008.

Άρθρο 18

Με το όρθρο αυτό ενσωματώνονται τα άρθρα 20 έως και 23 της Οδηγίας (EE) 2015/849. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές θεσπίζονται μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας για τα υπόχρεα πρόσωπα, όταν διενεργούν συναλλαγές ή συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα, μέλη της οικογένειάς τους και στενούς συνεργάτες τους.

Η αυξημένη δέουσα επιμέλεια για τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα θεσπίστηκε με την τρίτη Ενωσιακή Οδηγία και αντίστοιχη διάταξη υπήρχε στον ν. 3691/2008 (άρθρο 22). Όπως όμως τονίζεται στην σκέψη 33 της αιτιολογικής έκθεσης της Οδηγίας, οι διατάξεις σχετικά με τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα είναι προληπτικής και όχι ποινικής/κυρωτικής φύσης και δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι στιγματίζουν πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα ως εμπλεκόμενα σε εγκληματική δραστηριότητα. Η άρνηση σύναψης μιας επιχειρηματικής σχέσης απλώς και μόνο λόγω του προσδιορισμού ενός προσώπου ως «πολιτικώς εκτεθειμένου» δεν συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα του παρόντος νόμου.

Άρθρο 19

Η παρ. 1 του άρθρου 19 ενσωματώνει το άρθρο 25 της Οδηγίας (EE) 2015/849, ορίζοντας τα μέτρα δέουσας επιμέλειας για τα οποία τα υπόχρεα πρόσωπα μπορούν να στηρίζονται σε τρίτα μέρη. Σημειώνεται ότι αναδιατυπώνεται με ορθότερο τρόπο το αντίστοιχο άρθρο 23 παρ. 1 του καταργούμενου ν. 3691/2008, το οποίο δεν συ μ περιελάμβανε στα εν λόγω μέτρα δέουσας επιμέλειας και τη συλλογή πληροφοριών για το αντικείμενο και τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης, καθιστώντας τη στήριξη σε τρίτα μέρη αλυσιτελή. Επίσης τα τρίτα μέρη μπορούν να συλλέξουν και τα φορολογικά έγγραφα των πελατών που προβλέπονται στην παρ.4 του άρθρου 17 του παρόντος νόμου (υποχρέωση που δεν υπάρχει στην Οδηγία).

Η παρ. 2 ορίζει τα τρίτα μέρη, ακολουθώντας πιο συντηρητική προσέγγιση από αυτή της παρ. 1 του άρθρου 26 της Οδηγίας, καθώς περιορίζει τις κατηγορίες υπόχρεων προσώπων που συνιστούν τρίτα μέρη και τις τρίτες χώρες προέλευσής τους (μόνο χώρες μέλη της FATF). Ωστόσο, τα τρίτα μέρη είναι περισσότερα από αυτά που προβλέπονταν στην παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 3691/2008, καθώς προστίθενται οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων, οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, οι εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

Οι παρ. 3-5 ενσωματώνουν τα άρθρα 27-29 της Οδηγίας. Ειδικά η παρ. 5 αντιστοιχεί στο άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 3691/2008, ενώ διατηρείται και η δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να εξειδικεύουν με αποφάσεις τους τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα θα μπορούν να βασίζονται σε τρίτα μέρη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 20

Με το άρθρο αυτό ενσωματώνεται το άρθρο 30 της Οδηγίας (EE) 2015/849. Η ανάγκη για ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τον εντοπισμό των εγκληματιών, οι οποίοι αλλιώς θα μπορούσαν να αποκρύπτουν την ταυτότητά τους πίσω από μια εταιρική δομή. Με τις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 επιβάλλεται καταρχάς στα νομικά πρόσωπα και άλλες νομικές οντότητες που έχουν καταστατική έδρα στην Ελλάδα, να συλλέγουν και να φυλάσσουν επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο τους και να χορηγούν τις πληροφορίες αυτές στα υπόχρεα πρόσωπα, όταν αυτά λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας, καθώς επίσης στην Αρχή, τις αρμόδιες αρχές, και τις εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατόπιν αιτήματος τους. Η τήρηση του ειδικού μητρώου γίνεται με επιμέλεια του υπεύθυνου εταιρικής συμμόρφωσης προκειμένου για εισηγμένες εταιρείες σε οργανωμένη αγορά ή σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης ή του αρμόδιου ανώτατου στελέχους διοίκησης ανάλογου τμήματος σε κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή οντότητα, εφαρμοζομένων των διατάξεων του ν. 2472/1997 (Α' 50) για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Στις παρ. 4 έως 12 θεσμοθετείται Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων σύμφωνα με τις επιταγές της Οδηγίας. Ορίζεται το Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων ως ηλεκτρονικά συνδεδεμένο σύστημα με το ΑΦΜ κάθε νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας υπό την ευθύνη της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, μέσω της οποίας γίνεται η πρόσβαση, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ΓΓΠ Σ του Υπουργείου Οικονομικών έχει ενσωματώσει έναν τεράστιο όγκο επικαιροποιημένων οικονομικών στοιχείων ως προς τους πραγματικούς δικαιούχους, το στοιχείο της διαλειτουργικότητας και της προσβασιμότητας, την άμεση επίπτωση των διοικητικών κυρώσεων, γεγονός το οποίο μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά και να εξασφαλίσει την τήρηση της υποχρέωσης των υπόχρεων οντοτήτων για παροχή επικαιροποιημένων στοιχείων.

Το Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων δύναται να συνδέεται με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, στο οποίο είναι καταχωρισμένο το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα για τη σύνδεση του Μητρώου με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ. Επίσης, μπορεί να συνδέεται με τα Αποθετήρια Τίτλων.

Στις παρ. 6 και 7 ορίζονται οι αρχές και τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων καθώς και η δυνατότητα περιορισμού της πρόσβασης και των παρεχόμενων πληροφοριών με έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Αρχής.

Στις παρ. 8 και 9 ορίζονται οι διοικητικές κυρώσεις στην περίπτωση μη συμμόρφωσης των υπόχρεων νομικών προσώπων και οντοτήτων και παράβασης της υποχρέωσης της παρ. 1.

Στην παρ. 10, προβλέπεται η δυνατότητα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να συστήνουν κοινά πληροφοριακά συστήματα, τα οποία επιτρέπουν την καταχώριση πληροφοριών για τους νόμιμους και τους πραγματικούς δικαιούχους των νομικών προσώπων που είναι πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Για τον σκοπό αυτό, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δύναται να ιδρύουν ειδικά νομικά πρόσωπα ή να αξιοποιούν υπάρχοντα νομικά πρόσωπα εξειδικευμένα στη συγκέντρωση, επεξεργασία και διάθεση εμπορικών και διατραπεζικών πληροφοριών, όπως π.χ. η εταιρεία Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών-Τειρεσίας. Με τα κοινά αυτά πληροφοριακά συστήματα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του νόμου. Επιπροσθέτως, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θωρακίζονται περαιτέρω με αυτά τα συστήματα έναντι της κακόβουλης χρήσης νομικών προσώπων για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καθώς καταχωρούν τις ως άνω πληροφορίες και για νομικά πρόσωπα που εδρεύουν στην αλλοδαπή, συμπεριλαμβανομένων εξωχώριων εταιρειών και εταιρειών ειδικού σκοπού που αποτελούν πηγή υψηλότερου κινδύνου.

Άρθρο 21

Ορίζεται το Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων Καταπιστευμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα των διατάξεων του άρθρου 31 της οδηγίας.

Άρθρο 22

Στην παρ.1 του παρόντος άρθρου ορίζονται, σύμφωνα με την διευρυμένη διατύπωση του άρθρου 33 παρ. 1 της Οδηγίας, οι υποχρεώσεις των υπόχρεων προσώπων και των υπαλλήλων τους, στους οποίους περιλαμβάνονται τα διευθυντικά στελέχη, να υποβάλλουν άμεσα αναφορές ύποπτων συναλλαγών στην Αρχή, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες, ότι κεφάλαια, ανεξαρτήτως του ύψους τους, συνιστούν έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες ή σχετίζονται με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (στ. α') και να παρέχουν στις Μονάδες της Αρχής, στην αρμόδια αρχή και σε άλλες δημόσιες αρχές κάθε απαιτούμενη πληροφορία (στ. β').

Στην παρ. 2 ορίζεται, σύμφωνα με ρητή εξαίρεση που θέτει η Οδηγία (άρθρο 34 παρ. 2 και αιτιολογική σκέψη 10) και περιελάμβανε και το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3691/2008, ότι από την υποχρέωση αναφοράς εξαιρούνται οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι, οι ορκωτοί ελεγκτές- λογιστές και λογιστές-φοροτεχνικοί σύμβουλοι, στις περιπτώσεις μόνο που τα εν λόγω πρόσωπα εξακριβώνουν τη νομική θέση των πελατών τους ή εκτελούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της υπεράσπισης ή εκπροσώπησής τους σε δικαστικές διαδικασίες ή σχετικά με αυτές, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών αναφορικά με την κίνηση ή αποφυγή τέτοιων διαδικασιών. Όσον αφορά στους δικηγόρους, οι αναφορές ύποπτων συναλλαγών υποβάλλονται στην Αρχή μέσω της ειδικής επιτροπής του άρθρου 29.

Στην παρ. 3 ορίζεται ότι, σε περίπτωση που το υπόχρεο πρόσωπο έχει διορίσει υπεύθυνο για τον έλεγχο συμμόρφωσης σε επίπεδο διοίκησης, η αναφορά ύποπτων συναλλαγών προς την Αρχή υποβάλλεται από αυτόν (άρθρο 33 παρ. 2 της Οδηγίας), ενώ στην παρ. 4 διευκρινίζεται ότι η αναφορά ύποπτων συναλλαγών από τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους υποβάλλεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 38.

Άρθρο 23

Με το άρθρο αυτό, με το οποίο ενσωματώνεται το άρθρο 35 της Οδηγίας, τα υπόχρεα πρόσωπα καλούνται να μη διενεργήσουν συναλλαγές εάν γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι τα κεφάλαια συνιστούν έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες ή σχετίζονται με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Στην περίπτωση αυτή, οφείλουν να ενημερώσουν άμεσα την Αρχή και εφόσον, αυτή στείλει οδηγίες να συμμορφωθούν, πριν εκτελέσουν οποιαδήποτε συναλλαγή.

Ωστόσο, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να συνυπολογίσουν τον κίνδυνο ο πελάτης να υποψιασθεί κάτι από τη μη διενέργεια της συναλλαγής και να προσπαθήσει να αποκρύψει τα περιουσιακά του στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή η συναλλαγή εκτελείται κανονικά και τα υπόχρεα πρόσωπα ενημερώνουν την Αρχή αμέσως μετά.

Άρθρο 24

Στο άρθρο αυτό, που ενσωματώνει το άρθρο 36 της Οδηγίας και αντιστοιχεί στο άρθρο 28 του ν. 3691/2008, εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις αναφοράς προς την Αρχή ύποπτων συναλλαγών ή γεγονότων από τις αρμόδιες αρχές (παρ. 1), καθώς και από τους διαχειριστές των αγορών μετοχών, ομολόγων, άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, παραγώγων και συναλλάγματος (παρ. 2). Στις αγορές αυτές περιλαμβάνονται η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων (Η.Δ.Α.Τ.), τα Πολυμερή Συστήματα Διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων του ν. 4514/2018 και οι εσωτερικοποιημένες αγορές τέτοιων μέσων που λειτουργούν εντός πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.

Στην παρ. 3 προστέθηκε η υποχρέωση αναφοράς προς την Αρχή των στερούμενων ιδίας νομικής προσωπικότητας γραφείων αντιπροσωπείας στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, καθώς και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 25 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015.

Οι ως άνω εταιρείες δεν αποτελούν υπόχρεα πρόσωπα, καθώς τα μεν γραφεία αντιπροσωπείας δεν διεξάγουν χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, οι δε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 25 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, διαχειρίζονται κατ' ουσία χαρτοφυλάκιο δανείων εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο αποτελεί υπόχρεο πρόσωπο. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να επιβληθεί η υποχρέωση αναφοράς ως δικλείδα ασφαλείας για παν ενδεχόμενο, συμπεριλαμβανομένης της απόπειρας διενέργειας ύποπτης συναλλαγής.

Οι αρμόδιες αρχές των αναφερόμενων στην παρ. 2 αγορών και των αναφερόμενων στην παρ. 3 γραφείων, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσής τους προς την υποχρέωση του παρόντος άρθρου (παρ. 4).

Άρθρο 25

Το άρθρο αυτό θέτει, κατ' αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29 του ν. 3691/2008, ειδική διαδικασία για την αναφορά ύποπτων γεγονότων που σχετίζονται με φορολογικές ή τελωνειακές υποθέσεις. Οι διατάξεις του άρθρου προσαρμόζονται στα αναθεωρημένα όρια των βασικών αδικημάτων της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, όπως αυτά ορίζονται στην περίπτωση ιστ' του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και στη μεταβολή των αρμοδιοτήτων του Σ.Δ.Ο.Ε., που επήλθε με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Δ7 της παραγράφου Δ' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α' 94). Παράλληλα επανακαθορίζονται τα κριτήρια αποστολής των σχετικών αναφορών.

Άρθρο 26

Στο άρθρο αυτό εισάγεται κατ' απαίτηση της Οδηγίας (άρθρο 37) προστατευτική διάταξη (που υφίσταται ήδη στο άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 3691/2008), όσον αφορά στην καλή τη πίστει γνωστοποίηση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 25 από το υπόχρεο πρόσωπο και τους υπαλλήλους του, ακόμη και εάν αποδειχθεί ότι δεν υπήρξε παράνομη δραστηριότητα (παρ. 1). Το ζήτημα αυτό είναι καίριο για την αποτελεσματικότητα του συστήματος της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καθώς σύμφωνα και με την αιτιολογική σκέψη 41 της Οδηγίας υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι που ανέφεραν τις υποψίες τους απειλήθηκαν ή εκτέθηκαν σε εχθρικές ενέργειες. Στο πλαίσιο αυτό, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 9 του ν.2928/2001 (Α' 141) για την προστασία των φυσικών προσώπων, που αναφέρουν τις υπόνοιές τους για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 27

Το άρθρο αυτό αφορά ομοίως σε ένα σημαντικό θέμα για την αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, που είναι η απαγόρευση της γνωστοποίησης πληροφοριών σχετικών με αναφορές ύποπτων συναλλαγών, κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 της Οδηγίας. Η απαγόρευση - η οποία αποτυπώνεται ήδη στο άρθρο 31 του ν. 3691/2008, αφορά στα υπόχρεα πρόσωπα, τα διευθυντικά στελέχη και τους υπαλλήλους τους, καθώς επίσης και τα μέλη της διοίκησης, τα διευθυντικά στελέχη και τους υπαλλήλους των αρμόδιων αρχών και άλλους δημόσιους υπαλλήλους, που τελούν σε γνώση τέτοιων πληροφοριών (παρ. 1). Ο λόγος αυτής της απαγόρευσης πηγάζει από το γεγονός ότι, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, σημαντικό μέλημα είναι η εδραίωση της εμπιστοσύνης των εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα και των άλλων υπόχρεων φυσικών και νομικών προσώπων ότι, οι πληροφορίες που διαβιβάζουν θα παραμείνουν κατά κανόνα απόρρητες, δεδομένου ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό των αναφορών οδηγεί σε ποινική δίωξη. Εξίσου σημαντική είναι και η εμπιστοσύνη των πελατών προς τις τράπεζες και τα άλλα υπόχρεα πρόσωπα. Δεν υπάρχει συνεπώς κανένας λόγος να πληροφορηθεί ο πελάτης, είτε από τον αναφέροντα είτε από μέλος ή υπάλληλο της Αρχής ότι διαβιβάσθηκε αναφορά ύποπτης συναλλαγής στο πρόσωπο του. Στην περίπτωση δε που η αναφορά ύποπτης συναλλαγής οδηγήσει σε περαιτέρω έρευνες της Αρχής και της δικαιοσύνης, η γνωστοποίηση αυτής ενδέχεται να οδηγήσει σε απόσυρση ή απόκρυψη κεφαλαίων από το ερευνώμενο πρόσωπο και περαιτέρω στην εξαφάνιση αποδείξεων, γεγονός που θα δυσχεράνει το ανακριτικό έργο. Από την άλλη πλευρά είναι αυτονόητο ότι, όπως επισημαίνεται και στην παρ. 2 του άρθρου 39 της Οδηγίας, η απαγόρευση δεν αφορά στις γνωστοποιήσεις που γίνονται προς τις αρμόδιες για την εφαρμογή του νόμου αρχές ή σε εκτέλεση άλλων υποχρεώσεων του παρόντος νόμου.

Στην παρ. 2 διευκρινίζεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 παρ. 6 της Οδηγίας, ότι η απόπειρα των υπόχρεων προσώπων των περίπτ. γ', δ' και ε' της παρ. 1 του άρθρου 5 να αποτρέψουν πελάτη να εμπλακεί σε παράνομη δραστηριότητα δεν συνιστά γνωστοποίηση υπό την έννοια του παρόντος άρθρου. Η διάταξη αυτή είναι συμβατή με την ορθή άσκηση των συγκεκριμένων επαγγελμάτων.

Άρθρο 28

Στο άρθρο αυτό εισάγονται ορισμένες εξαιρέσεις από την απαγόρευση γνωστοποίησης του προηγούμενου άρθρου, αντίστοιχες προς εκείνες των παρ. 3-5 του άρθρου 39 της Οδηγίας και κατά παρόμοιο τρόπο με τα προβλεπόμενα στις παρ. 2-4 του άρθρου 32 του ν. 3691/2008. Ειδικότερα, στην παρ. 1 διευκρινίζεται ότι δεν εμποδίζεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανήκουν στον ίδιο χρηματοπιστωτικό όμιλο, καθώς και μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που εδρεύουν στην Ελλάδα και υποκαταστημάτων ή θυγατρικών τους που εδρεύουν σε τρίτη χώρα, εφόσον αυτά συμμορφώνονται πλήρως προς τις πολιτικές και τις διαδικασίες που ισχύουν σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων στο άρθρο 36 διαδικασιών.

Το ίδιο ισχύει και για τους υπόχρεους προσώπων των περίπτ. γ', δ' και ε' της παρ. 1 του άρθρου 5 που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα ασκούν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, είτε με σχέση εξαρτημένης εργασίας είτε όχι, στο πλαίσιο του ίδιου νομικού προσώπου ή ευρύτερης δομής στην οποία υπάγεται το νομικό πρόσωπο, καθώς και για τα ως άνω πρόσωπα με αντίστοιχα πρόσωπα τρίτων χωρών, εφόσον οι χώρες αυτές επιβάλλουν υποχρεώσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος νόμου (παρ. 2).

Στην παρ.3 διατηρείται η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οριζόμενων νομικών ή φυσικών προσώπων που εδρεύουν ή ασκούν τις δραστηριότητες τους στην Ελλάδα με υπόχρεα πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία ή επαγγελματικό κλάδο με αυτά, ως επίσης και με υπόχρεα πρόσωπα που εδρεύουν ή ασκούν τις δραστηριότητες τους σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα που επιβάλλει υποχρεώσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος νόμου, καθώς και υποχρεώσεις σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον οι πληροφορίες αφορούν στον ίδιο πελάτη και σε συναλλαγή ή δραστηριότητα στην οποία συμμετέχουν από κοινού.

Επειδή η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού είναι πιθανόν να δημιουργήσει προβλήματα (πιθανή σύγκρουση με κώδικες δεοντολογίας ορισμένων κατηγοριών προσώπων, όπως π.χ. δικηγόρων, συμβολαιογράφων, λογιστών κλπ.) η παρ. 4 παρέχει ειδική εξουσιοδότηση στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να εξειδικεύουν τις σχετικές υποχρεώσεις των εν λόγω υπόχρεων προσώπων.

Άρθρο 29

Στο άρθρο 29 επαναλαμβάνεται η πρόβλεψη του άρθρου 34 του ν. 3691/2008 περί σύστασης και λειτουργίας της Επιτροπής Δικηγόρων που είναι αρμόδια για την παραλαβή, τον έλεγχο και τη διαβίβαση των αναφορών υπόπτων συναλλαγών των δικηγόρων (σχετική η ΥΑ 67473/23-30.4.2009, Β' 807).

Άρθρο 30

Το άρθρο 30 αντιστοιχεί στο άρθρο 35 του ν. 3691/2008 και τίθεται με σημαντικές τροποποιήσεις κατ' εφαρμογή και των άρθρων 40 και 42 της Οδηγίας (EE) 2015/849. Το άρθρο 36 του ν. 3691/2008 δεν διατηρείται στον παρόντα νόμο, αφού στην ισχύουσα Οδηγία δεν υπάρχει πια διάταξη αντίστοιχη του άρθρου 31 της 3ης Οδηγίας, ενώ το περιεχόμενο του καλύπτεται από τις διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου του άρθρου 36.

Στην παρ.1 αναφέρονται τα έγγραφα και οι πληροφορίες που οφείλουν να φυλάσσουν τα υπόχρεα πρόσωπα για σκοπούς πρόληψης, εντοπισμού και διερεύνησης από την Αρχή, τις αρμόδιες αρχές ή κάθε άλλη αρμόδια δημόσια αρχή, ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ειδικότερα, τα έγγραφα και τα στοιχεία που περιγράφονται στις περιπτ. γ' και δ' είναι σύμφωνα με τη Σύσταση 11 της FATF.

Η παρ. 2 αφορά σε ειδικές, πρόσθετες υποχρεώσεις των υπόχρεων προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, ενώ η παρ. 3 αναφέρεται με σαφήνεια στον ανώτατο χρόνο διατήρησης των εγγράφων ή πληροφοριών. Υπάρχει δυνατότητα η εθνική νομοθεσία να προβλέψει ενδεχομένως μεγαλύτερο διάστημα διατήρησης αφού «θα προσδιορίσει» τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα θα δύνανται ή θα οφείλουν να διατηρούν περαιτέρω τα δεδομένα. Το διάστημα διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει συνολικά τα δέκα έτη. Η αιτιολόγηση της δυνατότητας διατήρησης στον νόμο ή την κανονιστική απόφαση για πέντε επιπλέον έτη θα πρέπει να στηρίζεται σε διεξοδική αξιολόγηση του αναγκαίου και αναλογικού χαρακτήρα της περαιτέρω αυτής διατήρησης και αφού κριθεί αναγκαία για την πρόληψη, τον εντοπισμό ή τη διερεύνηση των σχετικών αδικημάτων (άρθρο 40 παρ. 1 στο τέλος Οδηγίας).

Με την παρ. 4, η οποία υπερκαλύπτει τη συναφή διάταξη του όρθρου 37 παρ. 1 του ν. 3691/2008, ενσωματώνεται το άρθρο 42 της Οδηγίας που αναφέρεται στη δυνατότητα των υπόχρεων προσώπων να ανταποκρίνονται σε αιτήματα της Αρχής, της αρμόδιας αρχής ή άλλης δημόσιας αρχής ως προς το αν διατηρούν ή είχαν συνάψει κατά την διάρκεια των τελευταίων πέντε (5) ετών επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς και ως προς το είδος της επιχειρηματικής σχέσης και κάθε σχετική συναλλαγή.

Άρθρο 31

Με το άρθρο 31 ενσωματώνονται τα άρθρα 41 και 43 της Οδηγίας αναφορικά με τα ζητήματα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στην παρ. 1 διευκρινίζεται ότι η επεξεργασία από τα υπόχρεα πρόσωπα επιτρέπεται μόνο για τους σκοπούς του παρόντος νόμου. Απαγορεύεται έτσι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για άλλους, λ.χ. εμπορικούς σκοπούς. Η παρ. 2 αφορά στην ενημέρωση που παρέχεται προς τους νέους πελάτες, κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 παρ. 3 της Οδηγίας, ενώ η παρ. 3 διευκρινίζει ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος νόμου θεωρείται ζήτημα δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με τον ν. 2472/1997, κατ' αντιστοιχία με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43 της Οδηγίας. Με την παρ. 4 γίνεται χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει στα κράτη μέρη το άρθρο 41 παρ. 4 της Οδηγίας για τον έλλογο, κατ' εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμό του δικαιώματος του πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Ορίζεται, έτσι, ότι κατ' εφαρμογή της απαγόρευσης γνωστοποίησης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 27, ο περιορισμός εν όλω ή εν μέρει, του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου τα υπόχρεα πρόσωπα, οι αρμόδιες αρχές, η Αρχή και οι υπεύθυνοι επεξεργασίας των αρχείων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 4 του άρθρου 20 και στην παρ. 1 του άρθρου 21 εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους για τους σκοπούς του παρόντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην παρεμποδίζεται η διενέργεια επίσημων ή νομικών ερευνών, αναλύσεων ή διαδικασιών και για να εξασφαλιστεί ότι δεν διακυβεύονται η πρόληψη, η διερεύνηση και ο εντοπισμός της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 32

Στο άρθρο αυτό προβλέπεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 44 της Οδηγίας, η διαδικασία συλλογής και επεξεργασίας ολοκληρωμένων στατιστικών στοιχείων από δημόσιους φορείς, η οποία αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την προετοιμασία των εκτιμήσεων κινδύνων και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου συστήματος για την αντιμετώπιση του Ξ.Χ. και της Χ.Τ. Στην παρ. 1 προβλέπεται ότι όλες οι εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των αρμοδίων αρχών καθώς και των δικαστικών, εισαγγελικών, φορολογικών, αστυνομικών αρχών, τηρούν πλήρη και ενημερωμένα στατιστικό σχετικά με θέματα της αρμοδιότητάς τους και τα διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα. Ο τελευταίος παραμένει επιφορτισμένος με τη συγκέντρωσή τους και τη διαβίβασή τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οφείλει δε να αναβαθμισθεί και να στελεχωθεί κατάλληλα, ώστε να είναι σε θέση να συγκεντρώνει και να καθιστά διαθέσιμα τα προβλεπόμενα στοιχεία στις ομάδες που προετοιμάζουν την Έκθεση Εθνικής Εκτίμησης Κινδύνου ή συμπληρώνουν ερωτηματολόγια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Egmont Group ή οπουδήποτε αλλού απαιτούνται, ιδιαίτερα ενόψει της αξιολόγησης της χώρας από την FATF - κάτι που δεν έχει καταστεί εφικτό την τελευταία εξαετία. Η ανάγκη αναβάθμισης αυτή της λειτουργίας του Κεντρικού Συντονιστικού Φορέα ισχύει πολύ περισσότερο ενόψει του πληρέστερου και απαιτητικότερου καταλόγου στατιστικών στοιχείων των οποίων επιβάλλεται κατ' ελάχιστον η συγκέντρωση σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου, σε σύγκριση με το αντίστοιχο άρθρο 38 του ν. 3691/2008.

Άρθρο 33

Με το άρθρο 33 επαναλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 του ν. 3691/2008 αναφορικά με την έκδοση απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη συλλογή ειδικά δικαστικών δεδομένων και στοιχείων (σχετική η ΥΑ 49937, Β' 1198/9.6.2011).

Άρθρο 34

Στο άρθρο 34, ορίζονται τα σχετικά με τη συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Αρχής και άλλων αρμόδιων αρχών, καθώς και των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ένωσης.

Στην παρ. 1 προβλέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης αλλά και η διαβίβαση των αποτελεσμάτων των αναλύσεων της Αρχής στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 32 της Οδηγίας. Η Αρχή μπορεί να ζητεί ενημέρωση για τη χρήση των πληροφοριών που διαβίβασε, καθώς και των αποτελεσμάτων των ερευνών που διενεργήθηκαν με βάση τις εν λόγω πληροφορίες, όπως επιβάλλεται και από την παρ. 6 του ίδιου άρθρου της Οδηγίας. Προστίθεται, όμως, και δυνατότητα της Αρχής να μην ανταποκριθεί σε αίτημα για παροχή πληροφοριών στην περίπτωση που η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα μπορούσε να έχει αρνητική επίπτωση σε διεξαγόμενες έρευνες η αναλύσεις καθώς και σε εξαιρετικές περιστάσεις που η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα ήταν σαφώς δυσανάλογη προς τα έννομα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή άσχετη με τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκε.. Σε περιπτώσεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, η Αρχή ενημερώνει τις φορολογικές αρχές (ΑΑΔΕ), καθώς και την Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε. στην οποία λειτουργεί το γραφείο ανάκτησης κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην περίπτ. δ' της παρ. 3 του άρθρου 9 του π.δ. 85/2005. Επιπρόσθετα η Αρχή ενημερώνει την Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε για περιπτώσεις αποκάλυψης εστιών οικονομικού εγκλήματος απάτης διαφθοράς και ύποπτης κίνησης κεφαλαίων που έχουν περιέλθει σε γνώση της κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 22 και 24.

Στην παρ. 2, λαμβάνοντας υπόψη τον διακρατικό χαρακτήρα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 53 της Οδηγίας, προβλέπεται ότι η Αρχή ανταλλάσσει αυθόρμητα ή κατόπιν αιτήματος ΜΧΠ κράτους μέλους της Ε.Ε. εμπιστευτικές πληροφορίες. Εισάγεται πλέον για πρώτη φορά η υποχρέωση διαβίβασης των αναφορών ύποπτων συναλλαγών που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 25 του νόμου στην ΜΠΧ κράτους μέλους της Ε.Ε, το οποίο αφορά. Για την απόκριση σε αίτημα παροχής πληροφοριών από αλλοδαπή ΜΠΧ, η Αρχή ενεργεί το συντομότερο δυνατό και χρησιμοποιεί κάθε διαθέσιμη εξουσία που έχει στη διάθεσή της σύμφωνα με το άρθρο 49 του νόμου, όπως επιβάλλει και το άρθρο 53 παρ. 2 της Οδηγίας.

Στην παρ. 3 ορίζεται το πλαίσιο για την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και οι εξαιρετικές περιπτώσεις άρνησης παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 53 της Οδηγίας, ενώ στην παρ. 4 ορίζονται οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί ως προς τη χρήση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55 της Οδηγίας.

Σύμφωνα με την παρ. 5 αντίστοιχη ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να γίνεται και μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Στην παρ. 6 δίνεται η δυνατότητα διεξαγωγής κοινών ελέγχων της Αρχής με τις αρμόδιες αρχές και στην παρ. 7 δίνεται ο ορισμός των πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης. Οι διατάξεις αυτές αντιστοιχούν εν πολλοίς σε εκείνες των παρ. 2-4 του άρθρου 4Θ του ν. 3691/2008.

Άρθρο 35

Η παρ. 1 του παρόντος άρθρου ενσωματώνει την παρ. 1 του άρθρου 8 της Οδηγίας (EE) 2015/849, ορίζοντας την υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων να λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να εντοπίζουν και να εκτιμούν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας λαμβάνοντας υπόψη τους μνημονευόμενους στη διάταξη παράγοντες κινδύνου. Στην παρ. 2 ορίζεται, κατ' αντιστοιχία προς την παρ. 2 εδ. α' του άρθρου 8 της Οδηγίας, ότι τα υπόχρεα πρόσωπα τεκμηριώνουν, επικαιροποιούν και θέτουν υπόψη της αρμόδιας αρχής τους, την εν λόγω εκτίμηση κινδύνων.

Η παρ. 3 ενσωματώνει τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 8 της Οδηγίας, ορίζοντας την εφαρμογή από τα υπόχρεα πρόσωπα εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών ανάλογων προς τον χαρακτήρα και το μέγεθος τους, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι ως άνω κίνδυνοι σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του νόμου. Επιπρόσθετα στην παρ. 3 ενσωματώνεται η παρ. 3 του άρθρου 61 της Οδηγίας, που προβλέπει τη θέσπιση εσωτερικής διαδικασίας για τις καταγγελίες από τους εργαζόμενους των παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος νόμου από τα υπόχρεα πρόσωπα, μέσω ανώνυμου και ανεξάρτητου διαύλου, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του καταγγέλλοντος.

Η παρ. 4 ενσωματώνει την παρ. 5 του άρθρου 8 της Οδηγίας ενώ η παρ. 5 παρέχει στις αρμόδιες αρχές: α) την εξουσιοδότηση να εξειδικεύουν με αποφάσεις τους τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου, ανάλογα με το μέγεθος και τη φύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των υπόχρεων προσώπων, β) την ευχέρεια, κατ' αντιστοιχία προς το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 της Οδηγίας, να απαλλάσσουν από την υποχρέωση εκτιμήσεων κινδύνων, τις κατηγορίες υπόχρεων προσώπων των οποίων οι εγγενείς κίνδυνοι είναι σαφείς και κατανοητοί.

Άρθρο 36

Η παρ. 1 ενσωματώνει την παρ. 1 του άρθρο 45 της Οδηγίας (EE) 2015/849, ορίζοντας την υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων να εφαρμόζουν επαρκείς και κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τους σκοπούς του παρόντος νόμου σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών και των υποκαταστημάτων τους σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτες χώρες.

Η παρ. 2 ενσωματώνει την παρ. 2 του άρθρου 45 της Οδηγίας, προβλέποντας ότι τα υπόχρεα πρόσωπα εξασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές τους, τα υποκαταστήματά τους ή οι εγκαταστάσεις τους (αντιπρόσωποι) σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρούν τις εθνικές διατάξεις του τελευταίου (αρχή της εδαφικότητας).

Στην παρ. 3, που ενσωματώνει τις παρ. 3 και 5 του άρθρο 45 της Οδηγίας, προβλέπεται ως ασφαλιστική δικλείδα ότι τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές εταιρείες των υπόχρεων προσώπων σε τρίτες χώρες όπου οι ελάχιστες απαιτήσεις καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι λιγότερο αυστηρές από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζουν τις τελευταίες, στον βαθμό που το επιτρέπει η νομοθεσία της τρίτης χώρας, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, προβλέπεται για τα υπόχρεα πρόσωπα η υποχρέωση λήψης πρόσθετων μέτρων και η ενημέρωση της αρμόδιας αρχής τους. Επιπρόσθετα, προβλέπονται συγκεκριμένες εποπτικές δράσεις της αρμόδιας αρχής σε περίπτωση που τα επιπρόσθετα μέτρα δεν επαρκούν, οι οποίες κλιμακώνονται και φτάνουν μέχρι και την απαίτηση παύσης των δραστηριοτήτων στην τρίτη χώρα.

Στην παρ. 4, που ενσωματώνει την παρ. 4 του άρθρο 45 της Οδηγίας, προβλέπεται η υποχρέωση του υπόχρεου προσώπου να ενημερώνει την Αρχή, την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή του και τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα, καθώς και η υποχρέωση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να ενημερώνουν ακολούθως τις αντίστοιχες ΕΕΑ, για τις περιπτώσεις όπου η νομοθεσία μιας τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των πολιτικών και των διαδικασιών που έχει θεσπίσει το υπόχρεο πρόσωπο για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου σε επίπεδο ομίλου.

Η παρ. 5 ενσωματώνει την παρ. 8 του άρθρου 45 της Οδηγίας, ορίζοντας ότι επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε αναφορές ασύνηθων ή ύποπτων συναλλαγών των υπόχρεων προσώπων, εντός του ομίλου, εκτός αν δοθούν διαφορετικές οδηγίες από την Αρχή.

Τέλος, στην παρ. 6 που ενσωματώνει την παρ. 9 του άρθρου 45 της Οδηγίας προβλέπεται ο ορισμός ενός κεντρικού σημείου επαφής στην Ελλάδα των αντιπροσώπων των εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα εξασφαλίζει για λογαριασμό τους τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και θα διευκολύνει την εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εγγράφων και πληροφοριών σε αυτήν κατόπιν σχετικού αιτήματος.

Άρθρο 37

Το άρθρο αυτό (που αντιστοιχεί στο άρθρο 42 του ν. 3691/2008) αναφέρεται στην κατάρτιση και εκπαίδευση των υπαλλήλων των υπόχρεων προσώπων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' και β' της Οδηγίας.

Σύμφωνα με την προβλεπόμενη διάταξη, τα υπόχρεα πρόσωπα έχουν υποχρέωση να αναλάβουν την κατάρτιση και την εκπαίδευση των υπαλλήλων τους όσον αφορά στις διατάξεις της συναφούς νομοθεσίας, αλλά και ως προς τον τρόπο εντοπισμού ύποπτων δραστηριοτήτων και ορθής αντίδρασης σε τέτοιες περιπτώσεις.

Άρθρο 38

Στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, το οποίο υπήρχε και στον καταργούμενο νόμο 3691/2008 (άρθρο 44) και με το οποίο ενσωματώνεται επαρκώς και το άρθρο 46 παρ. 4 της Οδηγίας, προβλέπεται ο ορισμός ενός διευθυντικού στελέχους στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, στο οποίο οι υπάλληλοι θα αναφέρουν κάθε ύποπτη συναλλαγή και ορίζονται οι εσωτερικές διαδικασίες που εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη υποβολή αναφοράς ύποπτης συναλλαγής εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις υποβολής της. Επιπρόσθετα ορίζεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις μπορεί να εφαρμοσθούν και σε άλλα υπόχρεα πρόσωπα με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών τους.

Η παρ. 2 προβλέπει τον ορισμό από κάθε όμιλο ενός διευθυντικού στελέχους από τη μεγαλύτερη εταιρεία του ομίλου ως συντονιστή για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων του παρόντος νόμου από τις επί μέρους εταιρείες του ομίλου, και η παρ. 3 προβλέπει τον καθορισμό των διαδικασιών και υποχρεώσεων των ομίλων και των επί μέρους εταιρειών τους με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 39

Το άρθρο 39 αποτελεί μεταφορά στον παρόντα νόμο του άρθρου 45 του ν. 3691/2008. Δεν περιέχει ουσιαστικές αλλαγές, παρά μόνο ελάχιστες προσαρμογές προς την αλλαγή αρίθμησης των βασικών αδικημάτων του άρθρου 4. Μια ενδεχόμενη πρωτοβουλία βελτίωσης του υφιστάμενου ποινικού νομοθετικού πλαισίου θα μπορούσε να αναληφθεί μετά την οριστικοποίηση του περιεχομένου και την υιοθέτηση της (ευρισκόμενης ακόμα υπό διαβούλευση) Πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου.

Άρθρο 40

Το άρθρο 40 αποτελεί ομοίως μεταφορά στον παρόντα νόμο του άρθρου 46 του ν. 3691/2008, όπως αυτό τροποποιήθηκε πρόσφατα με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 4478/2017 (που κύρωσε την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2005 για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και ενσωμάτωσε μεταξύ άλλων την Οδηγία 2014/42/ΕΕ σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Προστίθεται μόνο εδάφιο γ" στην παρ. 2 για την προστασία του καλόπιστου τρίτου, ως αναγκαία ενσωμάτωση του άρθρου 8 παρ. 1 και 9 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ και της υπ' αριθ. 33 αιτιολογικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία είναι αναγκαίο να προβλέπονται ειδικές διασφαλίσεις και ένδικα μέσα που να εγγυώνται τη διατήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θιγόμενων τρίτων, περιλαμβανομένων εκείνων που έχουν άλλα περιουσιακά δικαιώματα («εμπράγματα δικαιώματα», «ius in rem»), όπως το δικαίωμα επικαρπίας. Όπως ορίζεται στο άρθρο 3 περίπτωση γ' της ενλόγω Οδηγίας, το πεδίο εφαρμογής της εκτείνεται ρητά και στα αδικήματα που καλύπτονται από την Απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2001 για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος. Αντίστοιχη διάταξη έθεσε ήδη ο νομοθέτης με το άρθρο 7 παρ. 4 του ν. 4478/2017 σχετικά με την δέσμευση στο άρθρο 48 παρ. 2 ν. 2691/2008.

Άρθρο 41

Το άρθρο 41 επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του άρθρου 47 ν. 3691/2008, όπως αυτό αντικαταστάθηκε πρόσφατα με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 4478/2017.

Άρθρο 42

Το άρθρο 42 περί δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων αποτελεί μεταφορά, με ορισμένες βελτιώσεις, των διατάξεων του άρθρου 48 του ν. 3691/2008, όπως αυτές τροποποιήθηκαν πρόσφατα με το άρθρο 7 παρ. 4-5 του ν. 4478/2017. Οι βελτιώσεις αφορούν:
α) Στην πρόβλεψη (στις παρ. 1 και 3) όχι πλέον επίδοσης της περί δέσμευσης διάταξης του ανακριτή ή του σχετικού βουλεύματος του συμβουλίου στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, αλλά γνωστοποίησής τους «με κάθε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς του». Ακολουθείται έτσι η διατύπωση που επελέγη και στον ν. 4478/2017 για τη διαβίβαση αποφάσεων δέσμευσης (βλ. λ.χ. άρθρα 13 παρ. 1 και 21 παρ. 1), ώστε να εξασφαλίζεται η αναγκαία ταχύτητα στην γνωστοποίηση της σχετικής απόφασης χωρίς να απόλλυται η ελάχιστη προϋπόθεση της δυνατότητας έγγραφης απόδειξης και διαπίστωσης της γνησιότητας. Ενόψει της πρόβλεψης αυτής ορίζεται πλέον ότι η απαγόρευση εκποίησης του περιουσιακού στοιχείου ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος.
β) Στη διαγραφή της αναφοράς σε κοινές θυρίδες (οι οποίες δεν υπάρχουν στην πράξη) και στην αντικατάστασή της από την υποχρέωση επίδοσης της πράξης δέσμευσης και στον τυχόν πληρεξούσιο του μισθωτή.
γ) Στην προσθήκη (στην παρ. 3) της δυνατότητας του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου να διατάσσουν την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου και άλλων περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου, κατ' αντιστοιχία προς ό,τι ισχύει ήδη στην παρ. 5 για τον Πρόεδρο της Αρχής.
δ) Στη συνακόλουθη προσθήκη (ομοίως στην παρ. 3) πρόβλεψης για γνωστοποίηση της διάταξης ή του βουλεύματος στον προϊστάμενο νηολογίου ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας προς καταχώριση της σχετικής εγγραφής, για την κάλυψη των περιπτώσεων που οι πράξεις αυτές δεν αφορούν σε ακίνητα.

Άρθρο 43

Το παρόν άρθρο επαναλαμβάνει, με ορισμένες επουσιώδεις λεκτικές βελτιώσεις, τις προβλέψεις του άρθρου 49 του ν. 3691/2008 αναφορικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται από διεθνείς οργανισμούς.

Άρθρο 44

Με το άρθρο 44 μεταφέρεται στον νέο νόμο η διάταξη του άρθρου 50 του ν. 3691/2008 περί πρόσβασης των δικαστικών αρχών σε αρχεία και στοιχεία.

Άρθρο 45

Στο άρθρο 45 μεταφέρεται η διάταξη του άρθρου 51 του ν. 3691/2008, όπως αυτό αντικαταστάθηκε πρόσφατα, αναφορικά με την ευθύνη νομικών προσώπων για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που τελούνται προς όφελος νομικών προσώπων. Για λόγους ευχερέστερης εποπτείας των λόγων που οδήγησαν στην αντικατάσταση της προηγούμενης ρύθμισης του άρθρου 51, επαναλαμβάνονται εδώ οι βασικές σκέψεις της συναφούς αιτιολογικής έκθεσης:

Με τη θέση σε ισχύ της υποπαραγράφου ΙΕ. 17 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α' 85) τροποποιήθηκε το άρθρο 51 του ν. 3691/2008, με βασική αλλαγή την προσθήκη των αδικημάτων δωροδοκίας και δωροληψίας που προβλέπονται στα άρθρα 159, 159Α, 235, 236 και 237 ΠΚ στην κυρωτική εμβέλεια της διάταξης. Οι τροποποιήσεις αυτές έχρηζαν επαναξιολόγησης, εν όψει και του ότι η εφαρμογή της διάταξης δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στην πράξη. Περαιτέρω, υπήρχε ανάγκη προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στα διεθνή πρότυπα, όπως αυτά οριοθετούνται από τα διεθνή συμβατικά κείμενα, αλλά και από τη συνεχώς εξελισσόμενη πρακτική των διεθνών μηχανισμών αξιολόγησης της εφαρμογής τους όπως είναι η GRECO, ο Μηχανισμός παρακολούθησης εφαρμογής της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς και η Ομάδα Εργασίας του ΟΟΣΑ επί της δωροδοκίας στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές. Για τους λόγους αυτούς με το νέο άρθρο επήλθαν οι εξής μεταβολές:

1. Ως προς το πεδίο εφαρμογής των 2 πρώτων παραγράφων
Οι περισσότερες αλλαγές αφορούν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης σε σύγκριση με το άρθρο 51 του ν. 3691/2008, τόσο από αντικειμενικής όσο και από υποκειμενικής άποψης:
α) Προκειμένου να καλυφθεί το κενό της μη επιβολής κυρώσεων σε νομικά μορφώματα τα οποία δεν έχουν (ή δεν έχουν αποκτήσει) νομική προσωπικότητα, με τις νέες διατάξεις προβλέφθηκε η επιβολή κυρώσεων και σε νομικές οντότητες, πέραν των νομικών προσώπων.
β) Η σημαντικότερη, ίσως, μεταβολή έγκειται στην επέκταση των αδικημάτων για τα οποία μπορεί να γεννηθεί ευθύνη νομικών προσώπων. Ακολουθώντας την αρχική διατύπωση του άρθρου 51 του ν. 3691/2008, πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο ένατο του ν. 3875/2010 (Α" 158), προβλέφθηκε η δυνατότητας εφαρμογής του και σε όλες τις περιπτώσεις τέλεσης βασικών αδικημάτων. Με αυτήν την μεταβολή ικανοποιήθηκε η σύσταση που περιλαμβάνεται στην παρ. 128 της Έκθεσης Επισκόπησης της εφαρμογής από την Ελλάδα των κεφαλαίων III και IV της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (σελ. 56), σύμφωνα με την οποία η χώρα μας πρέπει να εισαγάγει διοικητική ευθύνη των νομικών προσώπων για όλα τα αδικήματα που προβλέπονται στην Σύμβαση. Καλύφθηκε επίσης και η υποχρέωση καθιέρωσης ευθύνης νομικών προσώπων σε περιπτώσεις τέλεσης απάτης εις βάρος των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του δεύτερου πρωτόκολλου της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο έχει κυρωθεί με το ν. 2803/2000 (Α' 48). Προς εφαρμογή της διεθνούς υποχρέωσης της χώρας που πηγάζει από τις παραπάνω διατάξεις είχε θεσπισθεί το άρθρο όγδοο του ν. 2803/2000, το οποίο, όμως, καταργήθηκε δυνάμει της υποπαραγράφου ΙΕ.20 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (βλ. τη σχετική επισήμανση εις: Καϊάφα-Γκμπάνπ [Επιμ.], Οικονομικό έγκλημα και διαφθορά στο δημόσιο τομέα, τ. 3, 2015, σελ. 90). Η συγκεκριμένη υποχρέωση θα εξακολουθήσει να υπάρχει και μετά τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας (EE) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2017 σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (βλ. σχετικά Καϊάφα-Γκμπάντι, ΠοινΧρ ΞΖ', 561 επ.).
Στην παρ. 8 του άρθρου προσετέθη εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο ειδικές διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται ευθύνη νομικών προσώπων για άλλα βασικά αδικήματα, διατηρούνται σε ισχύ. Τέτοιες διατάξεις είναι, πέραν του αναφερόμενου ρητά άρθρου 41 του ν. 3251/2004, αυτές των άρθρων 26 του ν. 4139/2013 (Α' 74), 3 του ν. 4198/2013 (Α' 215), 4 του ν. 927/1979, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4285/2014 (Α' 191 - ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου) και τετάρτου του ν. 4411/2016 (Α' 142).
γ) Μία επιπλέον μεταβολή αφορά στον τρόπο σύνδεσης των πράξεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 με το νομικό πρόσωπο προκειμένου για την κατάφαση ευθύνης σε αυτό. Με την προηγούμενη διάταξη, απαιτείτο η πράξη να έχει τελεσθεί προς τον σκοπό επίτευξης οφέλους του νομικού προσώπου. Με την νέα διατύπωση μπορεί να καταφαθεί ευθύνη νομικού προσώπου και σε περιπτώσεις όπου η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή κάποιο από τα βασικά αδικήματα τελέσθηκε για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή της οντότητας. Καλύφθηκαν έτσι περιπτώσεις εμμέσου οφέλους ή περιπτώσεις όπου ο δράστης αποσκοπεί στο δικό του όφελος και επέρχεται παρεμπιπτόντως όφελος στο νομικό πρόσωπο, όπως απαιτείτο στην έκθεση 3bis της Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ κατά της δωροδοκίας (2015), αρ. περ. 52 (σελ. 19, και 34 στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης). Σημειώνεται ότι η προσθήκη αυτή είναι συμβατή με την πρόσφατη διάταξη του άρθρου τετάρτου του ν. 4411/2016 σχετικά με την ευθύνη νομικών προσώπων για την τέλεση εγκλημάτων που προβλέπονται στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα σττον Κυβερνοχώρο, αλλά και στην Οδηγία 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών.
δ) Σε περιπτώσεις όπου ο δράστης του θεμελιωτικού της ευθύνης του νομικού προσώπου αδικήματος δεν ενεργεί ατομικά, αλλά ως μέλος νομικού προσώπου, δεν απαιτείται πλέον συμπλεκτικά η κατοχή διευθυντικής θέσης εντός των νομικών προσώπων ή των νομικών οντοτήτων με βάση εξουσία εκπροσώπησής τους, αλλά διαζευκτικά ο δράστης του αδικήματος είτε να κατέχει διευθυντική θέση στο νομικό πρόσωπο, είτε να έχει εξουσία εκπροσώπησης σε αυτό. Για την τροποποίηση αυτή ελήφθησαν υπόψη το άρθρο 18 της Σύμβασης ποινικού δικαίου για τη διαφθορά του Συμβουλίου της Ευρώπης το άρθρο 10 της Σύμβασης της Βαρσοβίας του 2005 για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και η διατύπωση, αναφορικά με την ευθύνη νομικών προσώπων, του Παραρτήματος I της Σύστασης της ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για τη δωροδοκία στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές.
ε) Μια ακόμη προσθήκη που έγινε στην παρ. 1, προς άρση τυχόν παρερμηνειών, είναι ότι κατά το τελευταίο εδάφιο της διάταξης οι κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν και όταν φυσικό πρόσωπο, που έχει κάποια από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 ιδιότητες, είναι ηθικός αυτουργός ή συνεργός στις ίδιες πράξεις.
στ) Ως προς την παρ. 2, η βασική διαφοροποίηση έγκειται στην προσθήκη περαιτέρω κατηγοριών αυτουργών του θεμελιωτικού για την ευθύνη του νομικού προσώπου αδικήματος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σύγχρονες μορφές επιχειρηματικής δράσης δεν περιορίζονται μόνο σε εταιρικούς τύπους που έχουν σαφείς ιεραρχικές δομές, κρίθηκε σκόπιμη η επέκταση της πιθανής ευθύνης του νομικού προσώπου όχι μόνον όταν από έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρ. 1 κατέστη δυνατή η τέλεση αδικήματος που αναφέρεται στην ίδια παράγραφο από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος, αλλά και όταν η ίδια πράξη τελείται από εντολοδόχο του νομικού προσώπου ή της οντότητας. Με τη νεότερη διατύπωση καταλαμβάνεται κάθε περίπτωση όπου το βασικό αδίκημα τελείται από ενδιάμεσο πρόσωπο, προς το οποίο είχε δοθεί εντολή προς χειρισμό υποθέσεων του νομικού προσώπου ή της οντότητας και το πρόσωπο αυτό μπόρεσε να τελέσει το αδίκημα για όφελος ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου, χάρη στην έλλειψη εποπτείας και ελέγχου. Εάν, βέβαια, το ενδιάμεσο (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο τέλεσε το θεμελιωτικό της ευθύνης αδίκημα κατ' εντολή προσώπου που αναφέρεται στην παρ. 1, τότε εφαρμόζεται η τελευταία.
Η διάταξη αυτή ακολουθεί την σύσταση C του Παραρτήματος I της Σύστασης της ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για τη δωροδοκία στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές. Η προηγούμενη διατύπωση της παραγράφου 2 ήταν επαρκής αναφορικά με την σύσταση Β του ίδιου παραρτήματος, αλλά δεν κάλυπτε τη σύσταση C, σύμφωνα με την οποία ένα νομικό πρόσωπο που τελεί το αδίκημα διεθνούς δωροδοκίας δεν επιτρέπεται να αποφεύγει την ευθύνη με την επίκληση της δράσης ενδιάμεσων προσώπων.

2. Ως προς τις προβλεπόμενες κυρώσεις
α) Σημαντικές είναι οι μεταβολές που επήλθαν ως προς τις προβλεπόμενες κυρώσεις. Κατ' ουσίαν πρόκειται για διπλασιασμό των επαπειλούμενων προστίμων προκειμένου να ενισχυθεί ο αποτρεπτικός τους χαρακτήρας, πράγμα που αποτελούσε ζητούμενο σύμφωνα και με σύσταση που περιλαμβάνεται στην έκθεση 3bis της Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ κατά της δωροδοκίας (2015), σελ. 23 (43 στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης).
β) Εξίσου σημαντική τομή επήλθε με την κατάργηση του διαχωρισμού ως προς την αυστηρότητα των επαπειλούμενων κυρώσεων κατά των νομικών προσώπων ανάλογα με το αν τα νομικά πρόσωπα περιλαμβάνονται στα υπόχρεα ή στα μη υπόχρεα πρόσωπα. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είχε δικαιολογητική βάση και είχε οδηγήσει σε σχετική σύσταση προς τη χώρα μας από την ως άνω Ομάδα Εργασίας του ΟΟΣΑ (σελ. 23 της σχετικής έκθεσης, 43 στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης).
γ) Παρά τη μείωση της σημασίας διάκρισης μεταξύ υπόχρεων και μη υπόχρεων προσώπων που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω, η διάκριση αυτή δεν χάνει εντελώς την πρακτική της σημασία. Έτσι, οι αρμόδιες αρχές παραμένουν αρμόδιες για την επιβολή κυρώσεων σε βάρος των υπόχρεων νομικών προσώπων. Αντίθετα, ακολουθώντας στο σημείο αυτό σχετική σύσταση που περιλαμβάνεται στην παρ. 127 της Έκθεσης Επισκόπησης της Εφαρμογής από την Ελλάδα των κεφαλαίων III και IV της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (σελ. 55), με τη νέα παρ. 3 καταργήθηκε η αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης και του εκάστοτε συναρμόδιου Υπουργού. Η αλλαγή αυτή έγινε για να μην υπάρχουν υπόνοιες πολιτικών παρεμβάσεων στην επιβολή κυρώσεων, αλλά και λόγω των δυσχερειών που προκαλούσε ο καθορισμός του συναρμόδιου Υπουργού, και μάλιστα με ιδιαιτέρως περίπλοκα κριτήρια. Η αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων για τα μη υπόχρεα πρόσωπα ανήκει πλέον στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, που είχε και παλαιότερα σχετική αρμοδιότητα (ως προς αδικήματα δωροδοκίας που τελούνταν προς όφελος νομικών προσώπων, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ν. 3560/2007, βλ. και την σχετική ΥΑ 1130/2730, Β' 1818/19.11.2010).
δ) Με την παρ. 4 μεταβλήθηκαν οι προβλέψεις αναφορικά με τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρχές επιβολής του νόμου για την αιτιολογημένη επιβολή των κυρώσεων.

3. Ως προς τη ρύθμιση διαδικαστικών ζητημάτων εφαρμογής του νόμου
α) Ρητά ορίσθηκε ότι η επιβολή των κυρώσεων θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
β) Προβλέφθηκε επίσης ρητά, ότι για τη διαπίστωση τέλεσης των παραβάσεων και για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες που έχουν σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους (παρ. 5 περιπτ.. γ').
γ) Καθιερώθηκε υποχρέωση των αρμόδιων αρχών, όταν επιβάλλουν κυρώσεις, να ενημερώνουν το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης κοινοποιώντας τη σχετική απόφαση στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου (παρ. 5, περιπτ. δ'). Η πρόβλεψη αυτή έγινε προκειμένου για την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου για τις δημόσιες συμβάσεις.
δ) Η σημαντικότερη αλλαγή ως προς τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων αφορά στην απαλοιφή της υποχρέωσης έκδοσης κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την εξειδίκευση της εφαρμογής του άρθρου. Η εξειδίκευση θεμάτων στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι απαραίτητη, διότι η διαδικασία επιβολής των κυρώσεων, όπως και τα λοιπά σχετικά θέματα, εξειδικεύονται αρκούντως στον νόμο, ενώ οι αρμόδιες υπηρεσίες είσπραξης καθορίζονται στο όρθρο 50. Άλλωστε, και οι υπόλοιπες διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω και καθιερώνουν την ευθύνη νομικών προσώπων δεν περιλαμβάνουν εξουσιοδοτικές διατάξεις για την έκδοση συναφών υπουργικών αποφάσεων.
ε) Τέλος στην παρ. 7 αναφέρεται ότι πλην της ενημέρωσης για την ποινική δίωξη οι εισαγγελικές αρχές αποστέλλουν και αντίγραφο της σχετικής δικογραφίας στις αρμόδιες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων αρχές, ενώ προβλέπεται και διαδικασία αποστολής αντιγράφου των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων. Επισημαίνεται, προς αποφυγή παρερμηνειών, ότι η ποινική διαδικασία κατά εμπλεκόμενου φυσικού προσώπου δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης περί επιβολής κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα. Η σχετική διαδικασία μπορεί να εκκινήσει και με πρωτοβουλία των αρμοδίων για την επιβολή των αντίστοιχων κυρώσεων αρχών.

Άρθρο 46

Με το άρθρο αυτό θεσπίζεται, κατ' εφαρμογή και των όρθρων 58 έως 60 της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ, ένα σύνολο διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που οι αρμόδιες αρχές μπορεί να επιβάλλουν στα υπόχρεα πρόσωπα και στα μέλη διοικητικού συμβουλίου, διευθυντικά στελέχη και υπαλλήλους των υπόχρεων νομικών προσώπων για παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο, τον Κανονισμό (EE) 847/2015, και τις σχετικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότησής τους, που αφορούν στην πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ο προσδιορισμός των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων έγινε με βάση τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της αποτρεπτικότητας, όπως επιτάσσει το άρθρο 58 παρ. 1 και το προοίμιο της Οδηγίας (αιτιολογική σκέψη 59) και λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το όρθρο 59 της Οδηγίας. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις επιβάλλονται ανεξάρτητα από εκείνες του άρθρου 50 του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη της πρόβλεψης βαρύτερων κυρώσεων από άλλες διατάξεις (παρ. 6). Ρητά ορίζεται ότι η λήψη διορθωτικών μέτρων και οι διοικητικές κυρώσεις μπορεί να επιβληθούν είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ενώ μπορεί να επιβληθούν περισσότερες της μίας κυρώσεις.

Ειδικότερα, στην παρ. 1 καθορίζονται οι διοικητικές κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν κατά υπόχρεων νομικών προσώπων ή οντοτήτων καθώς και (ενόψει της παραγράφου 3 του άρθρου 58 της Οδηγίας) κατά των μελών ΔΣ, του διευθύνοντος συμβούλου, των διευθυντικών στελεχών ή άλλων υπαλλήλων αυτών, εφόσον τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα είναι υπεύθυνα για την παράβαση ή ασκούν ανεπαρκή έλεγχο ή εποπτεία επί των υπηρεσιών, υπαλλήλων και δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, λαμβανομένης υπόψη της θέσης ευθύνης και των εν γένει καθηκόντων τους. Προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής προστίμου, χωρίς να ορίζεται πλέον ελάχιστο ποσό αυτού, ενώ το ανώτατο όριο του προστίμου εμφανίζεται αυξημένο σε σχέση με τις προβλέψεις του ν. 3691/2008, ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της κύρωσης. Ειδικά για τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς προβλέπεται υψηλότερο όριο προστίμου σε σχέση με τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης σημασίας τους και του όγκου των συναλλαγών που διενεργούν. Περαιτέρω, εις βάρος του υπόχρεου νομικού προσώπου ή οντότητας δύναται να επιβληθεί η κύρωση της απαγόρευσης της άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων, της ίδρυσης νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα ή της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, της οριστικής ή προσωρινής ανάκλησης ή αναστολής για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της άδειας λειτουργίας ή της απαγόρευσης της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε περίπτωση σοβαρών ή επανειλημμένων παραβάσεων ενώ προβλέπεται, κατά το πρώτον στον παρόντα νόμο, και η δυνατότητα έκδοσης δημόσιας ανακοίνωσης που αναφέρει το νομικό πρόσωπο ή την οντότητα και τη φύση της παράβασης με σκοπό να ενισχυθεί έτι περαιτέρω το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της κύρωσης. Όσον αφορά στα φυσικά πρόσωπα, διευθυντικά στελέχη ή υπαλλήλους του υπόχρεου νομικού προσώπου, πέραν του προστίμου προβλέπεται ότι μπορεί να επιβληθεί, σωρευτικά ή διαζευκτικά προς αυτό, απομάκρυνσή τους από τη θέση τους, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, και απαγόρευση ανάληψης άλλης αντίστοιχης θέσης. Για τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα καθορίζονται ως πιθανές κυρώσεις διαζευκτικά ή σωρευτικά, η επιβολή προστίμου, η οριστική ή προσωρινή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας και η έκδοση δημόσιας ανακοίνωσης ενώ ειδική μνεία γίνεται και στην ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση που το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο υπόκειται και σε πειθαρχικό έλεγχο από αρμόδιο πειθαρχικό όργανο (παρ. 5). Τέλος, σύμφωνα με τις αρχές της δίκαιης δίκης, επιβάλλεται ρητά η τήρηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης των νομίμων εκπροσώπων των νομικών προσώπων ή οντοτήτων ή των υπαίτιων φυσικών προσώπων πριν από την επιβολή διοικητικής κύρωσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 49 παρ. 4 του νόμου.

Στην παρ. 2 εισάγεται ρητώς, κατ' εφαρμογή του άρθρου 60 παρ. 5 της Οδηγίας, ειδικός λόγος ευθύνης των υπόχρεων νομικών προσώπων ή οντοτήτων για παραβάσεις που τελούνται προς όφελος τους από φυσικά πρόσωπα, διευθυντικά στελέχη ή υπαλλήλους αυτών, ή λόγω έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου των ανωτέρω φυσικών προσώπων.

Με την παρ. 3 καθιερώνεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 60 παρ. 1-3 της Οδηγίας, υποχρέωση δημοσιοποίησης από τις αρμόδιες αρχές των κυρώσεων που επιβάλλουν δυνάμει του παρόντος άρθρου με ανάρτηση στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο, όταν οι σχετικές αποφάσεις καταστούν αμετάκλητες και για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών. Η δημοσιοποίηση των αποφάσεων αναμένεται να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα και αποτρεπτικότητα της κύρωσης. Ωστόσο, στο πλαίσιο τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, προβλέπεται ότι εξαιρούνται οι περιπτώσεις στις οποίες η δημοσίευση είναι πιθανό να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή να θέσει σε κίνδυνο την έκβαση διεξαγόμενης έρευνας ή τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, οπότε και μπορεί να γίνει μόνο μετά την έκλειψη των σχετικών λόγων ή ενδεχομένως χωρίς αναφορά της ταυτότητας των υπαίτιων προσώπων.

Προς το σκοπό ενίσχυσης της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης, με την παρ. 4 εξουσιοδοτούνται οι αρμόδιες αρχές για την υιοθέτηση αποφάσεων με τις οποίες ταξινομούνται οι επιμέρους υποχρεώσεις των εποπτευόμενων από αυτές υπόχρεων προσώπων καθώς και των στελεχών και υπαλλήλων τους, ορίζεται ο βαθμός σπουδαιότητας κάθε υποχρέωσης ή κατηγορίας υποχρεώσεων με ενδεικτική αναφορά πιθανών κυρώσεων καθώς και γενικά ή ειδικά κριτήρια προσδιορισμού και επιμέτρησης των κυρώσεων, ενώ ορίζονται και τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την έκδοση των σχετικών κανονιστικών πράξεων, με αναφορά στα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 60 παρ. 4 της Οδηγίας.

Τέλος, προβλέπεται ότι τα επιβαλλόμενα κατά το παρόν άρθρο πρόστιμα αποτελούν δημόσια έσοδα και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (παρ. 7).

Άρθρο 47

Στην παρ. 1 ορίζεται ο σκοπός της Αρχής, η οποία μετονομάζεται σε «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες». Η μετονομασία κρίθηκε αναγκαία, διότι ο προγενέστερος τίτλος ήταν μακροσκελής και δύσχρηστος, ενώ ο νέος είναι βραχύτερος και συγχρόνως περιγράψει επαρκώς την βασική αρμοδιότητα της Αρχής που συνδέεται με την αντιμετώπιση της βαριάς εγκληματικότητας μέσω της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από τις περιοριστικά στον νόμο οριζόμενες αξιόποινες πράξεις. Ο νέος τίτλος καλύπτει εν πολλοίς τις αρμοδιότητες και των τριών μονάδων, ενώ ειδικά ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις του στοιχείου αα' της παρ. 1 του άρ. 3 του ν. 3213/2003, αποτελεί χρήσιμη προεργασία για τον εντοπισμό περιουσίας που αποκτήθηκε από τα υπόχρεα σε δήλωση πρόσωπα με αξιόποινες πράξεις. Εξάλλου ο νέος τίτλος δίνει την δυνατότητα στο νομοθέτη να διευρύνει, εάν το επιθυμεί, τις αρμοδιότητες της Αρχής χωρίς να απαιτείται κάθε φορά και νέα αλλαγή του τίτλου της. Στην περίπτ. β' της παρ. 1, στον σκοπό της Αρχής, προστίθεται ο «εντοπισμός» της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατ' αντιστοιχία με το άρθρο 32 παρ. 1 της Οδηγίας (όπου ο σχετικός όρος αποδίδεται ως «ανίχνευση»). Η νέα ονομασία και η διεύθυνση της Αρχής θα πρέπει να κοινοποιηθούν εγγράφως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 της Οδηγίας.

Στην παρ. 2 προβλέπεται, όπως και στην αντίστοιχη διάταξη του ν. 3691/2008, η διοικητική και λειτουργική ανεξαρτησία της Αρχής (σύμφωνα και με το άρθρο 32 παρ. 3 εδ. α' της Οδηγίας), η έδρα της και ο προϋπολογισμός της, ενώ προστίθεται δυνατότητα αυτόνομης συμμετοχής της Αρχής σε συγχρηματοδοτούμενα ή χρηματοδοτούμενα προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή διεθνείς οργανισμούς, διότι έτσι της δίνονται μεγαλύτερες δυνατότητες χρηματοδότησης.

Στην παρ. 3 ρυθμίζονται τα θέματα εγκατάστασης γραφείων σε άλλες πόλεις και αρμοδιότητας για τις διαφορές που ανακύπτουν από την λειτουργία της Αρχής, ενώ προβλέπεται για πρώτη φορά ότι η δικαστική εκπροσώπηση και η καθοδήγηση δια γνωμοδοτήσεων της Αρχής διεξάγονται από το γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στο Υπουργείο Οικονομικών . Με την προσθήκη καλύπτεται κενό του νόμου που αφορούσε στην εκπροσώπηση της Αρχής σε δικαστήρια και την κάλυψη σε γνωμοδοτικά και ερμηνευτικά θέματα, βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 περίπτωση γ' του ν. 3086/2002. Εξάλλου, σε συνέπεια με το πδ 142/2017 (οργανόγραμμα του Υπουργείου Οικονομικών), νομική υποστήριξη στην Αρχή μπορεί να παρέχει και το αρμόδιο γραφείο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.

Η παρ. 4 προβλέπει τη συγκρότηση της Αρχής από τον Πρόεδρο και 17 μέλη καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, των οποίων η θητεία είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τα έξι (6) έτη. Η αύξηση των μελών της Αρχής από 14 σε 17 κατέστη αναγκαία λόγω της ανάγκης εκπροσώπησης αρμοδίων φορέων που υποβοηθούν το έργο της. Στην παρ. 5 προβλέπεται, όπως και στην ισχύουσα διάταξη του ν. 3691/2008, ότι ως Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος είναι πλήρους απασχόλησης και επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

Στην παρ. 6 ορίζεται ο τρόπος διορισμού των μελών της Αρχής και διατυπώνεται η απαίτηση τα Μέλη να διαθέτουν υψηλό επίπεδο επαγγελματικών προσόντων.

Άρθρο 48

Στο άρθρο 48 προβλέπεται, όπως ισχύει και υπό το παρόν νομοθετικό πλαίσιο, ότι η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο, και ρυθμίζεται η απαραίτητη απαρτία και η διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Στην παρ. 2 ορίζεται ότι η Α' Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών συγκροτείται από τον Πρόεδρο και 11 μέλη (αντί 8 που ήταν προηγουμένως), προερχόμενα από διάφορους φορείς, με κριτήριο τη συνδρομή που μπορούν να παράσχουν στο έργο της. Πλαισιώνεται και υποστηρίζεται από συνολικά πενήντα (50) υπαλλήλους, οι οποίοι αποσπώνται από τις υπηρεσίες των υπουργείων και τους φορείς απ' όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας. Επίσης καθορίζονται οι αρμοδιότητες της τελευταίας, καθώς και η υποχρέωση σύνταξης και υποβολής έκθεσης πεπραγμένων.

Καθόσον αφορά στα ζητήματα όπου υπάρχουν αλλαγές σε σύγκριση με τον ν. 3691/2008, στο στοιχείο ηη' της περίπτωσης α' προσετέθη το μέλος από την Ε.Ε.Ε.Π, το οποίο, όπως προελέχθη, με βάση την πρακτική εμπειρία από την λειτουργία της Αρχής αναμένεται να βοηθήσει σημαντικά στο έργο της. Η αφαίρεση της αναφοράς σε «επιστημονικό» προσωπικό από τη διατύπωση της περίπτωσης β' κρίθηκε απαραίτητη, διότι η φράση «με ειδικές γνώσεις» είναι επαρκής και καλύπτει τον αφαιρούμενο όρο, ενώ παράλληλα επιτρέπει την απόσπαση στην Αρχή έμπειρων και ικανών υπαλλήλων, οι οποίοι δεν διαθέτουν πανεπιστημιακή παιδεία.

Στην περίπτωση β' διατηρήθηκε, εξάλλου, η δυνατότητα κάλυψης δύο θέσεων επιστημονικού προσωπικού με πρόσωπα εκτός του δημοσίου τομέα, με την διαφορά ότι πλέον δίνεται η δυνατότητα στο Πρόεδρο της Αρχής να επιλέγει επιστημονικούς συνεργάτες της επιλογής του, η σύμβαση των οποίων λύεται αυτοδικαίως με την αποχώρησή του. Οι προσλήψεις αυτές εξαιρούνται των κοινών διατάξεων του νόμου και υλοποιούνται με μόνη την απόφαση του Προέδρου, προκειμένου να επιτευχθεί ταχύτερη και αμεσότερη εξυπηρέτηση των έκτακτων αναγκών επιστημονικής υποστήριξης της Αρχής, σε περιπτώσεις ιδιαίτερα πολύπλοκων τεχνικών ζητημάτων. Οι προσλήψεις αυτές μπορούν να υλοποιούνται και για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Στο στοιχείο αα' της περίπτωσης γ' προστίθεται η αρμοδιότητα της «ανάλυσης», κατ' αντιστοιχία με τα προβλεπόμενα στα εδ. α' και β' της παραγράφου 3 του άρθρου 32 της Οδηγίας. Το στοιχείο ββ' καλύπτει και το άρθρο 52 της Οδηγίας. Στο τέλος του στοιχείου γγ' της περίπτωσης γ', προστίθεται η αρμοδιότητα για την ενημέρωση των υπόχρεων προσώπων σχετικά με την εξέλιξη των αναφορών τους, όπου αυτό είναι εφικτό, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 46 παρ. 3 της Οδηγίας. Με το στοιχείο δδ' της περίπτωσης γ' προστίθεται η αρμοδιότητα διενέργειας επιχειρησιακών αναλύσεων, κατ' αντιστοιχία προς το άρθρο 32 παρ. 8 περ. α' της Οδηγίας.

Ομοίως με το στοιχείο εε' της περίπτωσης γ' προστίθεται η αρμοδιότητα εκπόνησης στρατηγικών αναλύσεων αναφορικά με τις τάσεις και τις συνήθεις πρακτικές της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας κατ' αντιστοιχία προς το άρθρο 32 παρ. 8 περ. β' της Οδηγίας.

Στην περίπτ. δ' προστίθεται, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 32 της Οδηγίας, η δυνατότητα, σε επείγουσες περιπτώσεις και όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο Πρόεδρος να διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, προκειμένου να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας. Με την προσθήκη αυτή επιτυγχάνεται ταχύτητα και ευελιξία όχι μόνο στην έκδοση αλλά και στην ανάκληση της διάταξης, οσάκις εκλείψει η υπόνοια.

Η τροποποίηση της περίπτ. στ', σχετικά με την υποχρέωση σύνταξης στο τέλος κάθε έτους και υποβολής της έκθεσης πεπραγμένων της Αρχής μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του επομένου έτους, κατέστη αναγκαία προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθότητα και πληρότητα των εκθέσεων, οι οποίες πρέπει να ολοκληρώνονται και υποβάλλονται μετά την λήξη του έτους στο οποίο αναφέρονται.

Στην παρ. 2 ορίζεται, όπως και στην ισχύουσα διάταξη του ν. 3691/2008, ότι η Β' Μονάδα Χρηματοοικονομικών Κυρώσεων συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο μέλη, προερχόμενα από την Ελληνική Αστυνομία και το Υπουργείο Εξωτερικών. Πλαισιώνεται και υποστηρίζεται από συνολικά πέντε (5) υπαλλήλους, οι οποίοι αποσπώνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των υπουργείων απ' όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας. Όπως και στον ισχύοντα νόμο, καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Β' Μονάδας, καθώς και η υποχρέωση σύνταξης και υποβολής έκθεσης πεπραγμένων. Η αφαίρεση της αναφοράς σε «επιστημονικό» προσωπικό από τη διατύπωση της περίπτωσης β' επελέγη για τους ίδιους λόγους όπως και για την Α' Μονάδα. Το ίδιο ισχύει και καθόσον αφορά στην τροποποίηση της περίπτωσης ε" σχετικά με την σύνταξη και υποβολή της έκθεσης πεπραγμένων.

Στην παρ. 3 ορίζεται ότι η Γ' Μονάδα Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη, προερχόμενα από διάφορους φορείς με κριτήριο τη συνδρομή που μπορούν να παράσχουν στο έργο της. Πλαισιώνεται και υποστηρίζεται από συνολικά τριάντα (30) υπαλλήλους, οι οποίοι αποσπώνται από τις υπηρεσίες των υπουργείων και τους φορείς απ' όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας.

Όπως και στον ν. 3691/2008, στον υπό συζήτηση τίτλο καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Γ' Μονάδας, καθώς και η υποχρέωση σύνταξης και υποβολής έκθεσης πεπραγμένων.

Στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β' προστίθεται η δυνατότητα της Γ' Μονάδας, να αντλεί προσωπικό και από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε), διότι μετά την έναρξη εφαρμογής του ν. 4389/2016 το προσωπικό που περιγράφεται στην εν λόγω διάταξη και χαρακτηρίζεται από «ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών» δεν δύναται να αντλείται πλέον από το Υπουργείο Οικονομικών.

Η διαγραφή της φράσης «πλην εκείνων του άρθρου 14 του ιδίου νόμου» στο α' εδάφιο της περίπτωσης γ', γίνεται διότι περιττεύει από νομοτεχνική άποψη, εφόσον καλύπτεται από το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 3 παρ. 1 περ. αα' του ν. 3213/2003. Κατά τα λοιπά, το περιεχόμενο της δεύτερης παρ. της περίπτ. γ' τροποποιείται, διότι δεδομένων των υφιστάμενων πόρων και της ανάγκης για ουσιαστικό, ολοκληρωμένο και σε βάθος έλεγχο, κρίνεται απαραίτητη η κατά προτεραιότητα εξέταση των υποχρεωτικά ελεγχομένων από τη Γ' Μονάδα δηλώσεων. Με βάση τις εκτιμήσεις κινδύνου, τίθενται σε προτεραιότητα οι κατηγορίες που περιγράφονται στις υποπεριπτώσεις από αα' έως ζζ'. Η Γ' Μονάδα αποφασίζει για την διαδικασία και την έκταση του ελέγχου των υπόχρεων προσώπων της αρμοδιότητάς της, λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας και τις βασικές αρχές ελέγχου, όπως αυτές προβλέπονται στην διεθνή πρακτική, με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων για την εξαγωγή κατάλληλου αντιπροσωπευτικού δείγματος. Με τις ανωτέρω προσθήκες, δίδεται η δυνατότητα στη Γ" Μονάδα να προχωρά σε δειγματοληπτικό έλεγχο εκείνων των υπόχρεων προσώπων που παρουσιάζουν αυξημένη επικινδυνότητα διαφθοράς.
Με την προσθήκη της τρίτης παραγράφου στην περίπτωση γ' υιοθετείται η πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003, όπως ισχύει για την επιτροπή της Βουλής, και παρέχεται στην Αρχή η δυνατότητα να χρησιμοποιεί ως συμβούλους εξειδικευμένους επιστήμονες σε εξαιρετικές περιπτώσεις ελέγχων. Η ανάθεση του έργου αυτού πραγματοποιείται κατά παρέκκλιση κάθε ειδικής ή γενικής διάταξης προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ανάγκη ταχείας εξειδικευμένης και αποτελεσματικής έρευνας. Εξάλλου, με την παρ. 4 ανατίθεται στην Γ' Μονάδα το καθήκον να δίνει κατευθυντήριες οδηγίες στα εμπλεκόμενα πρόσωπα και στους αρμόδιους φορείς, με στόχο την βελτίωση του έργου της, ενώ προβλέπεται επίσης και η δυνατότητα να καλεί τους ελεγχόμενους να βελτιώσουν την ποιότητα των δηλώσεών τους.

Τέλος, με την προσθήκη της περίπτ. ε' δίνεται η δυνατότητα στην Γ' Μονάδα να συμμετέχει και εκπροσωπεί την Αρχή στους διεθνείς οργανισμούς για θέματα αρμοδιότητά της.

Άρθρο 49

Ορίζονται οι εξουσίες των Μονάδων της Αρχής και η δυνατότητα πρόσβασης σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού και επαναλαμβάνεται χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις η αρμοδιότητα των Μονάδων της Αρχής να ζητούν τη συνεργασία και παροχή στοιχείων κάθε είδους, από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές δημόσιες υπηρεσίες νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς ή οντότητες οποιασδήποτε μορφής. Επαναλαμβάνεται, επίσης, ρητά ότι κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών των Μονάδων της Αρχής δεν ισχύει οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 ΚΠΔ, και διατηρούνται οι προβλέψεις σχετικά με την υποχρέωση των μελών και των υπαλλήλων της Αρχής, να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας της αμεροληψίας και της εχεμύθειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η προσθήκη του εδαφίου β' στην παρ. 1 ήταν απαραίτητη, προκειμένου η Αρχή να αποκτήσει αυτοδύναμη πρόσβαση στα ηλεκτρονικά συστήματα όλων των δημοσίων και ιδιωτικών οντοτήτων και φορέων και να βελτιωθεί η ταχύτητα των ερευνών της. Η παρ. 6, αναφορικά με τους διαύλους επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλους φορείς της ημεδαπής ή αλλοδαπής, προστίθεται σε συμμόρφωση προς το άρθρο 56 της Οδηγίας.

Άρθρο 50
Ορίζονται οι αρμοδιότητες της Αρχής ως προς την επιβολή κυρώσεων κατά υπόπτων για τρομοκρατικές πράξεις μέσω της αρμόδιας Μονάδας της παρ. 3 του άρθρου 48.

Άρθρο 51

Στις παρ. 1 και 2 καθορίζεται η διαδικασία απόσπασης των υπαλλήλων στην Αρχή. Η διάρκεια των αποσπάσεων είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται, κατόπιν πρότασης του Πρόεδρου της Αρχής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η λήξη της απόσπασης δύναται να παραταθεί, αιτιολογημένα, για άλλους εξι (6)μήνες για λόγους που ανάγονται στην εύρυθμη λειτουργία της Αρχής, επιτρέποντας ιδίως με τον τρόπο αυτό την επιτυχή ολοκλήρωση εκκρεμών υποθέσεων. Η διαδικασία στελέχωσης προσωπικού με αποσπασμένο προσωπικό, είναι συνεπής στο πνεύμα του νομοθέτη να στελεχώσει την Αρχή με προσωπικό που έχει πραγματική επαγγελματική εμπειρία στους τομείς αρμοδιότητας του, κρίνοντας ότι με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η συνεχής εξειδίκευση του συνόλου του ανθρώπινου δυναμικού το οποίο απασχολείται με την καταπολέμηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ξέπλυμα) όχι μόνο σε επίπεδο Αρχής αλλά και σε επίπεδο φορέων προέλευσης, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζονται τα σχετικά καθήκοντα ως υψηλού κινδύνου. Με το ίδιο πνεύμα, επιβάλλεται η υψηλή εξειδίκευση και η συνεχής επιμόρφωση του προσωπικού, καθώς και η δυνατότητα του Προέδρου της Αρχής για την παύση της απόσπασης μετά από πρότασή του, για λόγους αποκλειστικά αναγόμενους στην άσκηση των καθηκόντων του προσωπικού με τρόπο που επηρεάζει την εύρυθμη λειτουργία της Αρχής. Οι προτάσεις του Προέδρου για τη στελέχωση της Αρχής λαμβάνουν υπόψη τόσο τις τεχνικές δεξιότητες, όσο και τα ηθικά προσόντα των υπαλλήλων, με στόχο την διασφάλιση των αρχών της εχεμύθειας, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, ικανοποιούνται δε άμεσα.

Στην παρ. 3 ορίζεται, όπως και στον ν. 3691/2008, ότι με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, η αποζημίωση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, καθώς και οι πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν με απόσπαση. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 προστίθεται βάσει του άρθρου 54 του ν. 4407/2016.

Στις παρ. 4 και 5 επαναλαμβάνεται ότι ο Πρόεδρος της Αρχής αποφασίζει για την κατανομή των υποθέσεων, καθώς και σε ποιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η εμπλοκή δύο ή και όλων των Μονάδων στην έρευνα της ίδιας υπόθεσης. Για τη διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη του έργου της Αρχής, συνιστάται αυτοτελές γραφείο διοικητικής υποστήριξης έως δέκα (10) θέσεων που υπάγεται στον Πρόεδρο και στελεχώνεται σύμφωνα με τη διαδικασία των παρ. 1 έως και 3. Επιπρόσθετα, προβλέπεται ότι ο Πρόεδρος και τα Μέλη της κάθε Μονάδας μεριμνούν για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και τη συνεχή κατάρτιση του προσωπικού της καθώς και ότι στο τέλος κάθε έτους ο Πρόεδρος συντάσσει έκθεση αναφορικά με την απόδοση και τη συμπεριφορά κάθε αποσπασμένου υπαλλήλου της Αρχής, την οποία αποστέλλει στον φορέα από τον οποίο προέρχεται ο υπάλληλος.

Η παρ. 6 ορίζει τα της πειθαρχικής ευθύνης του Προέδρου, των μελών και των υπαλλήλων της Αρχής. Η προσθήκη των λέξεων «βαρειάς αμέλειας» στο εδ. α' κρίθηκε αναγκαία για την ευθυγράμμιση της πειθαρχικής ευθύνης των υπαλλήλων της Αρχής με εκείνη που προβλέπεται στον κώδικα περί δημοσίων υπαλλήλων. Η προγενέστερη διατύπωση εμφάνιζε τους υπαλλήλους της Αρχής να υπέχουν μειωμένη πειθαρχική ευθύνη κατά το χρόνο υπηρεσίας τους, παρότι οι απαιτήσεις ασφαλείας των δεδομένων, εχεμύθειας και επιμέλειας των υπαλλήλων της Αρχής είναι ιδιαίτερα αυξημένες.

Στην παρ. 7 προβλέπεται η έκδοση προεδρικού διατάγματος με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση του Προέδρου και των μελών της Αρχής, για τη ρύθμιση των ειδικότερων θεμάτων που αφορούν στη λειτουργία της Αρχής και των επί μέρους Μονάδων της, το οργανόγραμμά της, τον κανονισμό λειτουργίας, κοκ.

Άρθρο 52

Το παρόν άρθρο αναφέρεται στην άσκηση από τις ελεγκτικές υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε των αρμοδιοτήτων που αφορούν στον έλεγχο των υπόχρεων προσώπων αρμοδιότητάς της, την επιβολή κυρώσεων, τη βεβαίωση των σχετικών προστίμων καθώς και τις λοιπές ενέργειες που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

Άρθρο 53

Το άρθρο 53 περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν στη διατήρηση σε ισχύ των κανονιστικών πράξεων που αφορούν στην εφαρμογή των ν. 2331/1995 και 3691/2008 και στην εξασφάλιση της συνέχειας της Αρχής του άρθρου 48 του παρόντος νόμου. Δίνεται δε διάστημα δυο (2) μηνών προκειμένου να διοριστούν τα επιπλέον μέλη στη Μονάδα Α' της Αρχής στις νέες θέσεις που συστάθηκαν με το παρόντανόμο.

Άρθρο 54

Στην παρ. 1 ορίζονται οι τροποποιούμενες διατάξεις. Για την πληρέστερη ενσωμάτωση της Οδηγίας, κρίνεται αναγκαία η αντικατάσταση της παρ. 5 του άρθρου 8β' του κ.ν.2190/1920, ώστε η μεταβίβαση ανωνύμων μετοχών εταιρειών που δεν είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ή σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης να γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή έγγραφο βεβαίας χρονολογίας. Το έγγραφο αυτό πρέπει να διαβιβάζεται στην εταιρεία και να διατηρείται στο αρχείο της για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από τη μεταβίβαση των μετοχών

Στην παρ. 2 ορίζονται οι καταργούμενες διατάξεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι αντίστοιχες διατάξεις του ν. 3691/2008, οι διατάξεις του άρθρου 62Α ν. 4170/2013, με το οποίο είχε γίνει μερική ενσωμάτωση του άρθρου 15 της Οδηγίας, η 1077797/20542/ΔΕ-Ε/8.6.2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (Β'918) καθώς και κάθε άλλη διάταξη νόμου, διατάγματος ή κανονιστικής απόφασης που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Τέλος, ως αναπόσπαστο μέρος του νόμου είναι το Παράρτημα I, με το οποίο ενσωματώνεται το Παράρτημα II της Οδηγίας και το Παράρτημα II, με το οποίο ενσωματώνεται το Παράρτημα III της Οδηγίας.

Άρθρο 55

Το ακροτελεύτιο άρθρο 55 ορίζει την έναρξη ισχύος του νόμου.



ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ με τίτλο «ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2015/849/ΕΕ) ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΣΚΟΠΟΣ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΟΡΙΣΜΟΙ, ΒΑΣΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ, ΥΠΟΧΡΕΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Άρθρο 1
Σκοπός

Σκοπός του παρόντος είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας (EE) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Κανονισμού (EE) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής» (EE L 141/5.6.2015) και η κωδικοποίηση των σχετικών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας.

Άρθρο 2
Αντικείμενο ( άρθρο 1 της Οδηγίας 2015/849)

1. Αντικείμενο του παρόντος είναι η πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως αυτά τα αδικήματα ορίζονται κατωτέρω, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν.

2. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) συνιστούν οι εξής πράξεις:
α) η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή για να αποψύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του,
β) η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αψορά τη ψύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή βρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η
περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
γ) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισής της του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
δ) η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα,
ε) η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α) έως και δ) και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα,
στ) η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η διευκόλυνση ή η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτ. α' έως και δ'.

3. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έχουν λάβει χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού.

Άρθρο 3
Ορισμοί (άρθρο 3 της Οδηγίας 2015/849)

Για τους σκοπούς του παρόντος ισχύουν οι εξής ορισμοί:

1. «Περιουσία»: περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και έγγραφα ή στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, έντυπης ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.

2. «Πιστωτικό Ίδρυμα»:
α) το πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (EE) αριθ.575/2013, το οποίο λειτουργεί στην Ελλάδα, καθώς και τα υποκαταστήματα, σύμφωνα με την έννοια του σημείου 17 της ίδιας παραγράφου και άρθρου του ανωτέρω Κανονισμού, πιστωτικών ιδρυμάτων η έδρα των οποίων βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε τρίτη χώρα,
β) το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

3. «Χρηματοπιστωτικός Οργανισμός»:
α) οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής,
β) οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές όταν δραστηριοποιούνται στον τομέα της ασφάλισης ζωής ή
της παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται με επενδύσεις με την εξαίρεση των συνδεδεμένων
ασφαλιστικών διαμεσολαβητών,
γ) οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης
δ) οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων,
ε) οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις με τις προϋποθέσεις της παρ. 25 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015 (Α' 176),
στ) οι εταιρείες παροχής πιστώσεων,
ζ) τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος,
η) τα ιδρύματα πληρωμών,
θ) οι ταχυδρομικές εταιρείες, στο μέτρο που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών,
ι) τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος
ια) οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου,
ιβ) οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων,
ιγ) οι εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι τους,
ιδ) οι εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης,
ιε) οι εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών,
ιστ) οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία,
ιζ) οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων,
ιη) τα στερούμενα ιδίας νομικής προσωπικότητας υποκαταστήματα στην Ελλάδα χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, ιθ) άλλες επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα και των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις περίπτ. β' έως ιβ', ιδ' και ιε' της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 4261/2014 (Α' 107). Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να ορίζονται ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις που ασκούν άλλες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες εκτός από τις ανωτέρω.

4. «Όμιλος»: ο όμιλος επιχειρήσεων που αποτελείται από μια μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή, καθώς και επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251).

5. «Αρχή»: η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 47.

6. «Πρόσωπο»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κάθε είδους νομική οντότητα.

7. «Χρηματοπιστωτικός τομέας»: ο τομέας της οικονομίας που αποτελείται από τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

8. «Εικονική τράπεζα»: το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός ή το ίδρυμα που ασκεί δραστηριότητες αντίστοιχες με εκείνες των πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών το οποίο:
α) έχει συσταθεί σε χώρα ή δικαιοδοσία, όπου δεν έχει φυσική παρουσία και επομένως πραγματική έδρα και διοίκηση, και β) δεν συνδέεται με χρηματοπιστωτικό όμιλο που πληροί τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας σχετικά με τη ρύθμιση και εποπτεία αυτού ή τουλάχιστον ισοδύναμες απαιτήσεις.

9. «Πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα»: τα φυσικά πρόσωπα στα οποία έχουν ή είχαν ανατεθεί σημαντικά δημόσια λειτουργήματα όπως τα εξής:
α) οι αρχηγοί κρατών, αρχηγοί κυβερνήσεων, υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί,
β) τα μέλη κοινοβουλίων ή αντίστοιχων νομοθετικών σωμάτων,
γ) τα μέλη των διοικητικών οργάνων πολιτικών κομμάτων,
δ) τα μέλη ανώτατων δικαστηρίων, συνταγματικών δικαστηρίων ή άλλων υψηλού επιπέδου δικαστικών οργάνων των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε περαιτέρω ένδικα μέσα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων,
ε) τα μέλη ελεγκτικών δικαστηρίων,
στ) τα μέλη διοικητικών συμβουλίων κεντρικών τραπεζών,
ζ) οι πρέσβεις και επιτετραμμένοι διπλωμάτες
η) οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί ένοπλων δυνάμεων,
θ) τα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων κρατικών επιχειρήσεων,
ι) οι διευθυντές αναπληρωτές διευθυντές και μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή πρόσωπα που
κατέχουν ισοδύναμη θέση σε διεθνείς οργανισμούς.
Κανένα από τα ανωτέρω δημόσια λειτουργήματα δεν αφορά πρόσωπα που κατέχουν ενδιάμεσες ή χαμηλές θέσεις της υπαλληλικής ιεραρχίας.

10. « Στενοί συγγενείς: στους στενούς συγγενείς των πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων περιλαμβάνονται:
α) οι σύζυγοι ή πρόσωπα εξομοιούμενα με συζύγους σύμφωνα με την εκάστοτε εθνική νομοθεσία, όπως εκείνα με τα οποία έχει συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο,
β) τα τέκνα και οι σύζυγοι τους ή πρόσωπα εξομοιούμενα με τους τελευταίους σύμφωνα με την εκάστοτε εθνική νομοθεσία,
γ) οι γονείς.

11. «Στενοί συνεργάτες»: πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες των προσώπων που εμπίπτουν στην παρ. 9, στα οποία περιλαμβάνονται:
α) φυσικά πρόσωπα για τα οποία είναι γνωστό ότι είναι από κοινού πραγματικοί δικαιούχοι νομικής οντότητας ή νομικού μορφώματος ή συνδέονται με οποιαδήποτε άλλη στενή επιχειρηματική σχέση με πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο,
β) φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι οι μόνοι πραγματικοί δικαιούχοι νομικής οντότητας ή νομικού μορφώματος που είναι γνωστό ότι έχει συσταθεί εν τοις πράγμασι προς όφελος πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου.

12. «Λογαριασμός πλάγιας πρόσβασης (payable - through account)»: τραπεζικός λογαριασμός που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα (ίδρυμα ανταποκριτής) και ανοίγεται στο πλαίσιο σχέσης τραπεζικής ανταπόκρισης με σκοπό την εξυπηρέτηση των πελατών πιστωτικού ιδρύματος (ιδρύματος πελάτη) για την εκ μέρους τους διενέργεια χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.

13. «Σχέση ανταπόκρισης»: α) η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από μια τράπεζα («ανταποκριτής») σε άλλη τράπεζα («πελάτης»), συμπεριλαμβανομένων της παροχής τρεχούμενου ή άλλου λογαριασμού υποχρεώσεως και συναφών υπηρεσιών, όπως της διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων, των διεθνών μεταφορών χρηματικών ποσών, του συμψηφισμού επιταγών, των λογαριασμών πλάγιας πρόσβασης και των υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος β) οι σχέσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες παρέχονται παρόμοιες υπηρεσίες από ίδρυμα ανταποκριτή σε ίδρυμα πελάτη, καθώς και των σχέσεων που αφορούν συναλλαγές τίτλων ή μεταφορές χρηματικών ποσών.

14. «Ύποπτη συναλλαγή ή δραστηριότητα»: η συναλλαγή ή δραστηριότητα από την οποία εκτιμάται ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ή υπόνοιες για πιθανή απόπειρα ή διάπραξη των αδικημάτων του άρθρου 2 ή για εμπλοκή του συναλλασσόμενου ή του πραγματικού δικαιούχου σε εγκληματικές δραστηριότητες, με βάση την αξιολόγηση των στοιχείων της συναλλαγής, όπως η φύση της συναλλαγής, η κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου, η συχνότητα, η πολυπλοκότητα και το ύψος της συναλλαγής, καθώς και η χρήση ή μη μετρητών, και του προσώπου, όπως το επάγγελμα, η οικονομική επιφάνεια, η συναλλακτική ή επιχειρηματική συμπεριφορά, η φήμη, το παρελθόν, το επίπεδο διαφάνειας του νομικού προσώπου-πελάτη και άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά.

15. «Ασυνήθης συναλλαγή ή δραστηριότητα»: η συναλλαγή ή δραστηριότητα που δεν συνάδει με τη συναλλακτική, επιχειρηματική ή επαγγελματική συμπεριφορά του συναλλασσόμενου ή του πραγματικού δικαιούχου ή με την οικονομική τους επιφάνεια ή που δεν έχει προφανή σκοπό ή κίνητρο οικονομικής, επαγγελματικής ή προσωπικής φύσεως.

16. «Επιχειρηματική σχέση»: η επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική σχέση η οποία συνδέεται με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των υπόχρεων προσώπων και η οποία αναμένεται, κατά το χρόνο σύναψής της, ότι θα έχει κάποια διάρκεια.

17. «Πραγματικός δικαιούχος»: το ή τα φυσικά πρόσωπα, στα οποία τελικά ανήκει ο πελάτης νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή τα οποία ελέγχουν αυτόν, καθώς και το ή τα φυσικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων διεξάγεται συναλλαγή ή δραστηριότητα. Ως «πραγματικός δικαιούχος» νοείται ιδίως:
α) όσον αφορά τις εταιρείες:
αα) το ή τα φυσικά πρόσωπα στα οποία τελικά ανήκει η εταιρεία ή τα οποία ελέγχουν αυτή δια της κατοχής ή του ελέγχου αμέσως ή εμμέσως ικανού ποσοστού των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή άλλων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων αυτής μεταξύ άλλων και μέσω μετοχών στον κομιστή, ή μέσω ελέγχου με άλλα μέσα. Η κατοχή ποσοστού μετοχών άνω του 25% ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος άνω του 25% μιας εταιρείας από φυσικό πρόσωπο αποτελεί ένδειξη άμεσου ελέγχου αυτής. Η κατοχή ποσοστού μετοχών άνω του 25% ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος άνω του 25% μιας εταιρείας από άλλη εταιρεία ο έλεγχος της οποίας ασκείται από φυσικό ή φυσικά πρόσωπα ή από περισσότερες εταιρείες που ελέγχονται από το ίδιο ή τα ίδια φυσικά πρόσωπα αποτελεί ένδειξη έμμεσου ελέγχου. Ο έλεγχος με άλλα μέσα μπορεί να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων, με βάση τις προϋποθέσεις των παρ. 2 έως και 5 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014.
Τα ανωτέρω δεν αφορούν την περίπτωση εισηγμένης σε οργανωμένη αγορά εταιρείας υποκείμενης σε απαιτήσεις γνωστοποίησης σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία ή ισοδύναμα διεθνή πρότυπα που εξασφαλίζουν επαρκή διαφάνεια σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο,
ββ) αν, και μόνο εφόσον εξαντληθούν όλα τα δυνατά μέσα και ελλείψει βάσιμων υποψιών, δεν προσδιοριστεί κανένα πρόσωπο ως πραγματικός δικαιούχος σύμφωνα με την περίπτ. αα) ή αν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το ότι το πρόσωπο που προσδιορίστηκε είναι ο πραγματικός δικαιούχος, το ή τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν θέση ανώτατου διοικητικού στελέχους διευθύνοντος την εταιρεία. Τα υπόχρεα πρόσωπα τηρούν αρχεία των δράσεων που έχουν αναλάβει για να προσδιοριστεί ο πραγματικός δικαιούχος σύμφωνα με τα ανωτέρω,
β) όσον αφορά τα καταπιστεύματα (trusts): αα) ο ιδρυτής
ββ) ο καταπιστευματοδόχος, γγ) ο προστάτης, αν υπάρχει,
δδ) οι δικαιούχοι ή, εφόσον οι δικαιούχοι της νομικής οντότητας ή του νομικού μορφώματος δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμη, η κατηγορία προσώπων προς το συμφέρον των οποίων κυρίως έχει συσταθεί ή λειτουργεί η νομική οντότητα ή το νομικό μόρφωμα, εε) οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο στο οποίο τελικά ανήκει ή το οποίο ασκεί άμεσα ή έμμεσα με οποιοδήποτε μέσο τον έλεγχο του καταπιστεύματος.
γ) όσον αφορά λοιπές νομικές οντότητες ή νομικά μορφώματα παρεμφερή με τα καταπιστεύματα συμπεριλαμβάνονται τα πρόσωπα που κατέχουν αντίστοιχη ή ανάλογη θέση με τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περίπτ. β'.

18. «Ανώτερο διοικητικό στέλεχος»: το διευθυντικό στέλεχος ή ο υπάλληλος με υψηλή ιεραρχική θέση ικανή για τη λήψη αποφάσεων ιδρύματος ή οργανισμού που επηρεάζουν την έκθεση σε κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ο οποίος γνωρίζει επαρκώς το βαθμό έκθεσης του ιδρύματος ή του οργανισμού στον ανωτέρω κίνδυνο χωρίς να είναι απαραίτητα μέλος του διοικητικού συμβουλίου.

19. «Υπηρεσίες τυχερών παιγνίων»: οι υπηρεσίες διοργάνωσης ή διεξαγωγής χρηματικού στοιχήματος σε τυχερά παίγνια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με κάποιο στοιχείο δεξιότητας όπως λαχεία, παίγνια καζίνο, παίγνια πόκερ και πράξεις στοιχηματισμού, που προσφέρονται σε συγκεκριμένο χώρο ή με οποιοδήποτε μέσο εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα ή με κάθε άλλη τεχνολογία διευκόλυνσης της επικοινωνίας και ύστερα από ατομικό αίτημα του αποδέκτη των υπηρεσιών.

20. «Ηλεκτρονικό χρήμα»: το ηλεκτρονικό χρήμα όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α'218).

21. «Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ)»: η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, που έχει ιδρυθεί με τον Κανονισμό (EE) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που έχει ιδρυθεί με τον Κανονισμό (EE) 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, που έχει ιδρυθεί με τον Κανονισμό (EE) 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

22. «Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ)»: για την Ελλάδα η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 47 και για τα άλλα κράτη μέλη η αρμόδια Μονάδα για την πρόληψη, την ανίχνευση και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

23. «Εγκληματική δραστηριότητα» η διάπραξη των βασικών αδικημάτων του άρθρου 4.

Άρθρο 4
Βασικά αδικήματα (άρθρο 3 στοιχείο 4 της Οδηγίας 2015/849)


Για τους σκοπούς του παρόντος ως «βασικά αδικήματα» νοούνται τα ακόλουθα:
α) Η εγκληματική οργάνωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 187 Π Κ,
β) τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας όπως ορίζονται στο άρθρο 187Α Π Κ,
γ) δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, όπως ορίζονται στα άρθρα 235 και 236 ΠΚ,
δ) εμπορία επιρροής-μεσάζοντες και δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, όπως ορίζονται στα άρθρα 237Α και 237Β ΠΚ,
ε) δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών, όπως ορίζονται στα άρθρα 159, 159Α και 237 ΠΚ,
στ) εμπορία ανθρώπων, όπως ορίζεται στο άρθρο 323Α ΠΚ,
ζ) απάτη με υπολογιστή, όπως ορίζεται στο άρθρο 386Α ΠΚ,
η) σωματεμπορία, πως ορίζεται στο άρθρο 351 ΠΚ,
θ) τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 20 έως και 23 του ν. 4139/2013 (Α' 74),
ι) τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 15 και 17 του ν. 2168/1993 (Α' 147),
ια) τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 53, 54, 55, 61 και 63 του ν. 3028/2002 (Α' 153),
ιβ) τα αδικήματα που προβλέπονται στις παρ. 1 και 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 181/1974 (Α' 347),
ιγ) τα αδικήματα που προβλέπονται στις παρ. 5 έως και 8 του άρθρου 29 και στο άρθρο 30 του ν. 4251/2014 (Α' 80),
ιδ) τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα τέταρτο και έκτο του ν. 2803/2000 (Α' 48),
ιε) τα χρηματιστηριακά αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 28 έως και 31 του ν. 4443/2016 (Α' 232), ιστ) τα αδικήματα:
αα) φοροδιαφυγής που προβλέπονται στο άρθρο 66 του ν. 4174/2013 (Α' 170) με την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου της παρ. 5,
ββ) λαθρεμπορίας που προβλέπονται στα άρθρα 155 έως και 157 του ν. 2960/2001 (Α' 265),
γγ) μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που προβλέπονται στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 (Α' 43), με την εξαίρεση της περίπτ. α' της παρ. 1, καθώς και της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τα δικαστήρια ή από διοικητικές και άλλες αρχές,
ιζ) τα αδικήματα που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 1650/1986 (Α' 160), ιη) κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος

Άρθρο 5
Υπόχρεα πρόσωπα (άρθρο 2 παρ. 1, άρθρο 4 παρ. 1 και άρθρο 46 παρ. 1 εδαφ. γ' της Οδηγίας 2015/849)


1. Για τους σκοπούς του παρόντος ως υπόχρεα νοούνται τα εξής πρόσωπα:
α) τα πιστωτικά ιδρύματα και κάθε πιστωτικός φορέας του ν. 4438/2016 (Α' 220),
β) οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί,
γ) οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών που έχουν εγγραφεί στο δημόσιο μητρώο της Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, καθώς και οι ιδιώτες ελεγκτές,
δ) οι εξωτερικοί λογιστές-φοροτεχνικοί και τα νομικά πρόσωπα παροχής λογιστικών- φοροτεχνικών υπηρεσιών,
ε) οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι όταν συμμετέχουν, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους, σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ή συναλλαγές επί ακινήτων και όταν βοηθούν στο σχεδιασμό ή τη διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:
αα) την αγορά ή πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων,
ββ) τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους,
γγ) το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων, καθώς και τη σύσταση χρηματικών παρακαταθηκών και προεχόντως αυτών που αφορούν εγγυοδοσίες που διατάσσονται από τη δικαστική αρχή στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών,
δδ) τις αναγκαίες εισφορές για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών,
εε) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, καταπιστευμάτων (trusts), εταιρειών καταπιστευματικής διαχείρισης, επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή ανάλογων σχημάτων ή αντίστοιχων νομικών μορφωμάτων,
στ) φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευματικής διαχείρισης ή επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής των περιπτ. γ', δ' και ε',
ζ) τα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες σε εταιρείες ή καταπιστεύματα (trusts), εξαιρουμένων των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτ. γ', δ' και ε' τα οποία παρέχουν κατά επιχειρηματική δραστηριότητα οποιαδήποτε από τις εξής υπηρεσίες σε τρίτα μέρη:
αα) συστήνουν εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα,
ββ) ασκούν τα ίδια ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει καθήκοντα διευθυντή, διαχειριστή ή εταίρου εταιρείας ή κατόχου αντίστοιχης θέσης σε άλλα νομικά πρόσωπα ή μορφώματα,
γγ) παρέχουν καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή μόρφωμα,
δδ) ασκούν τα ίδια ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει καθήκοντα καταπιστευματοδόχου ρητού καταπιστεύματος (express trust) ή αντίστοιχου νομικού μορφώματος,
εε) ενεργούν τα ίδια ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ενεργήσει ως πληρεξούσιος μετόχου εταιρείας, εφόσον η εταιρεία αυτή δεν είναι εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά που υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία ή ισοδύναμα διεθνή πρότυπα,
η) οι μεσίτες ακινήτων του ν.4093/2012 (Α' 222) και, οι μεσίτες πιστώσεων,
θ) οι επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο που λειτουργούν επί πλοίων στην Ελλάδα ή υπό Ελληνική σημαία, καθώς και οι επιχειρήσεις, οργανισμοί και άλλοι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων και πρακτορεία που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές,
ι) οι έμποροι και οι εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας όταν η σχετική συναλλαγή γίνεται σε μετρητά και η αξία της ανέρχεται σε δέκα χιλιάδες (10.000) τουλάχιστον ευρώ, ανεξάρτητα από το αν αυτή διενεργείται με μία μόνο πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση. Ως έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας νοούνται ιδίως:
αα) οι επιχειρήσεις εξόρυξης, παραγωγής επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, οι επιχειρήσεις παραγωγής επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων μετάλλων και παράγωγων προϊόντων, οι επιχειρήσεις εμπορίας μαργαριταριών και κοραλλιών και οι επιχειρήσεις κατασκευής και εμπορίας κοσμημάτων και ρολογιών
ββ) οι επιχειρήσεις εμπορίας παλαιών αντικειμένων αξίας (αντίκες), αρχαιοτήτων, μεταλλίων, παλαιών γραμματοσήμων και νομισμάτων και λοιπών συλλεκτικών ειδών αξίας, καθώς και οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες παραγωγής ή κατασκευής και εμπορίας έργων και αντικειμένων τέχνης γενικά, καθώς και μουσικών οργάνων,
γγ) οι επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ταπήτων και χαλιών, ειδών γουνοποιίας, δερμάτινων ειδών και ενδυμάτων γενικά, αξίας ανά μονάδα είδους, μεγαλύτερης των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ,
δδ) οι επιχειρήσεις εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ελικοπτέρων, αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής γενικά,
ια) οι ενεχυροδανειστές και αργυραμοιβοί.

2. Όταν υπόχρεο φυσικό πρόσωπο αναλαμβάνει επαγγελματική δραστηριότητα ως υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι το φυσικό. Αν αναλαμβάνει επαγγελματική δραστηριότητα ως υπάλληλος ή συνεργαζόμενος με οποιαδήποτε σύμβαση ή συμφωνία με μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο, το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο τηρεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα σύμφωνα με τις αποφάσεις της αρμόδιας αρχής που εποπτεύει την κατηγορία των υπόχρεων προσώπων στην οποία ανήκει το ανωτέρω φυσικό πρόσωπο.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Ανάπτυξης, ύστερα από εισήγηση της Αρχής, μπορεί να ορίζονται ειδικότερα κριτήρια για τον προσδιορισμό των υπόχρεων προσώπων των περιπτ. Γ και ια', καθώς και οι ειδικότερες υποχρεώσεις στις οποίες αυτά υπόκεινται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 17 επ, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τη φύση και το ύψος των συναλλαγών, καθώς και να προστίθενται νέες κατηγορίες επιχειρήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΦΟΡΕΙΣ

Άρθρο 6
Αρμόδιες αρχές (άρθρο 2 παρ. 2, άρθρο 5 , άρθρο 46 παρ. 2, άρθρο 47 παρ. 3, άρθρο 48 παρ. 4 έως και 8, άρθρο 50, όρθρο 61 παρ. 1 και 2, άρθρο 62 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/849)


1. Αρμόδιες αρχές για την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος από τα υπόχρεα πρόσωπα ορίζονται οι εξής αρχές και φορείς: α) η Τράπεζα της Ελλάδος για: αα) τα πιστωτικά ιδρύματα,
ββ)τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές,
γγ) τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης,
δδ) τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων,
εε) τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις,
στστ) τις εταιρείες παροχής πιστώσεων,
ζζ) τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος,
ηη)τα ιδρύματα πληρωμών,
θθ) τις ταχυδρομικές εταιρείες, ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες πληρωμών,
ιι) τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος,
ιαια) τις επιχειρήσεις της περίπτ. ιθ' του στοιχείου 3 του άρθρου 3,
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για:
αα) τις εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου,
ββ) τις εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων,
γγ) τις εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους τους,
δδ) τις εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης,
εε) τις εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών,
στστ) τις εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία,
ζζ) τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων,
γ) το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας για τους ενεχυροδανειστές και τους αργυραμοιβούς,
δ) η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων για τους ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και τις εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών,
ε) η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) για:
αα) τους εξωτερικούς λογιστές-φοροτεχνικούς και τα νομικά πρόσωπα παροχής λογιοτικών- φοροτεχνικών υπηρεσιών, καθώς και τους ιδιώτες ελεγκτές,
ββ) τους μεσίτες ακινήτων,
γγ) τους εμπόρους και εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας,
στ) η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων για:
αα)τις επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο που λειτουργούν επί πλοίων στην Ελλάδα ή υπό Ελληνική σημαία,
ββ)τις επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τους άλλους φορείς που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, καθώς και τα πρακτορεία που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές,
ζ) το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους συμβολαιογράφους και τους δικηγόρους,
η) το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης για τα πρόσωπα της περίπτ. Γ της παρ. 1 του άρθρου 5,
θ) για τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, αρμόδια αρχή είναι η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή των ελληνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι ασκούν αντίστοιχες δραστηριότητες με τους ανωτέρω χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της αλλοδαπής.

2. Οι αρχές της προηγούμενης παραγράφου εποπτεύουν τα υπόχρεα πρόσωπα για τα οποία είναι αρμόδιες, ως προς τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο παρών νόμος. Η συχνότητα, η ένταση και η κατανομή των πόρων προς διενέργεια της εποπτείας εξαρτώνται από το βαθμό επικινδυνότητας των υπόχρεων προσώπων και τους υφιστάμενους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με βάση ιδίως την Έκθεση Εθνικής Εκτίμησης Κινδύνου, την αντίστοιχη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη γνώμη των ΕΕΑ σχετικά με τον κίνδυνο που χαρακτηρίζει την χρηματοπιστωτική αγορά και τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, τις οποίες εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 9 της Οδηγίας (EE) 2015/849. Η αξιολόγηση του βαθμού επικινδυνότητας των υπόχρεων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων μη συμμόρφωσης, επανεξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς και όταν συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα ή εξελίξεις στη διαχείριση ή τη λειτουργία τους.

3. Οι ανωτέρω αρχές ασκούν τις εξής εποπτικές αρμοδιότητες, με αποφάσεις που εκδίδονται, κατά περίπτωση, από τα αρμόδια όργανα διοίκησης τους:
α) καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής των επί μέρους υποχρεώσεων που προβλέπονται στον παρόντα για τα εποπτευόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων και στοιχείων που απαιτούνται για τη διενέργεια της πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας των πελατών τους, κατά την εφαρμογή μέτρων συνήθους, απλουστευμένης ή αυξημένης δέουσας επιμέλειας. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορεί να διαφοροποιούνται, αφού ληφθεί ιδίως υπόψη η φύση, το μέγεθος και το νομικό πλαίσιο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των ανωτέρω προσώπων, ο βαθμός κινδύνου που ενέχουν αυτές οι δραστηριότητες και οι διενεργούμενες συναλλαγές, καθώς και η αντικειμενική αδυναμία εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων από ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων προσώπων. Ομοίως μπορεί να καθορίζονται πρόσθετες ή αυστηρότερες υποχρεώσεις εκτός όσων προβλέπονται στον παρόντα ή χαμηλότερα ποσοτικά όρια για να αντιμετωπίζονται αυξημένοι κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
β) καθοδηγούν με κατάλληλες οδηγίες και εγκυκλίους ή άλλες πρόσφορες μεθόδους τα υπόχρεα πρόσωπα ως προς την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων, τον καθορισμό πρακτικών συμπεριφοράς έναντι των πελατών, την επιλογή των κατάλληλων πληροφοριακών συστημάτων και την υιοθέτηση εσωτερικών διαδικασιών και διαδικασιών σε επίπεδο ομίλου για τον εντοπισμό ύποπτων ή ασύνηθων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,
γ) καταρτίζουν ή διανέμουν στα υπόχρεα πρόσωπα ανακοινώσεις και πληροφορίες για υποθέσεις στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν νέες μέθοδοι και πρακτικές για τη διάπραξη των αδικημάτων του άρθρου 2 στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό (τυπολογίες), καθώς και εκθέσεις για κινδύνους που συνδέονται με συγκεκριμένους κλάδους ή δραστηριότητες. Προς το σκοπό αυτό συνεργάζονται μεταξύ τους, με τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα, με την Αρχή και ενδεχομένως με αλλοδαπές αντίστοιχες αρχές καθώς και παρακολουθούν τις σχετικές εργασίες διεθνών φορέων.
δ) ενημερώνουν τα υπόχρεα πρόσωπα για πληροφορίες και ανακοινώσεις που αφορούν τη συμμόρφωση ή μη χωρών προς την ενωσιακή νομοθεσία και τις Συστάσεις της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force, εφεξής: FATF), ε) διενεργούν τακτικούς και έκτακτους ελέγχους για την επάρκεια και καταλληλότητα των εσωτερικών πολιτικών, των μέτρων και διαδικασιών που έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν τα υπόχρεα πρόσωπα, περιλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων στα κεντρικά γραφεία και τις εγκαταστάσεις τους, αλλά και σε υποκαταστήματα και θυγατρικές που εδρεύουν ή λειτουργούν στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, σε συνεργασία ενδεχομένως με τις αρμόδιες αρχές της ξένης χώρας. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζουν δεόντως τις εκτιμήσεις κινδύνου στις οποίες προβαίνουν τα υπόχρεα πρόσωπα κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 13, καθώς και την επάρκεια των εφαρμοζόμενων μέτρων δέουσας επιμέλειας και εσωτερικών διαδικασιών,
στ) διασφαλίζουν με εποπτικές δράσεις ότι οι εγκαταστάσεις που λειτουργούν τα υπόχρεα πρόσωπα άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελληνική Επικράτεια τηρούν τις διατάξεις του παρόντος. Για το σκοπό αυτό συνεργάζονται με την εκάστοτε αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του το υπόχρεο πρόσωπο. Στην περίπτωση των εγκαταστάσεων που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 36, η εποπτεία μπορεί να περιλαμβάνει τη λήψη κατάλληλων και αναλογικών μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών ελλείψεων που απαιτούν άμεσες λύσεις. Τα εν λόγω μέτρα είναι προσωρινά και λήγουν όταν αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις που έχουν επισημανθεί, με τη συνδρομή ή συνεργασία της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του υπόχρεου προσώπου,
ζ) απαιτούν από τα υπόχρεα πρόσωπα κάθε στοιχείο ή δεδομένο που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των εποπτικών και ελεγκτικών τους καθηκόντων,
η) διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που κατέχουν θέση ανώτερου διοικητικού στελέχους ή είναι πραγματικοί δικαιούχοι υπόχρεων προσώπων πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και διαθέτουν εχέγγυα εντιμότητας και ήθους, όπως αυτές ορίζονται κατά περίπτωση στην κείμενη νομοθεσία,
θ) θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση των καταγγελιών που αφορούν παραβάσεις από τα υπόχρεα πρόσωπα των διατάξεων του παρόντος. Οι μηχανισμοί αυτοί περιλαμβάνουν ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή των σχετικών καταγγελιών και την παρακολούθηση της έκβασης τους κατάλληλα μέτρα προστασίας των εργαζομένων που καταγγέλλουν παραβάσεις που έχουν διαπραχθεί εντός του υπόχρεου προσώπου και των καταγγελλόμενων προσώπων, μέτρα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτών, καθώς και σαφείς κανόνες ώστε να εξασφαλίζεται στο μέτρο του δυνατού η εμπιστευτικότητα των καταγγελιών,
ι) επιβάλλουν μέτρα και διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα κατά των υπόχρεων προσώπων και των υπαλλήλων τους σύμφωνα με το άρθρο 46. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνουν τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές σχετικά με τα μέτρα και τις διοικητικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει, συμπεριλαμβανομένης κάθε προσφυγής που έχει ασκηθεί και της έκβασής της.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εκτιμώντας τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που μπορεί να ενέχουν ορισμένες εργασίες της καθορίζει με απόφασή της κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή τους.

5. Η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, ύστερα από κατάλληλη εκτίμηση κινδύνου στην οποία επισημαίνεται ο τρόπος με τον οποίο λήφθηκαν υπόψη τα πορίσματα σχετικών εκθέσεων που εκπονεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί με απόφασή της, να εξαιρεί ορισμένες υπηρεσίες τυχερών παιγνίων από το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων του παρόντος, εφόσον ο κίνδυνος που ενέχει η φύση και ενδεχομένως η έκταση των σχετικών υπηρεσιών εκτιμάται ως χαμηλός. Ανάμεσα στους παράγοντες που συνεκτιμώνται είναι και το πόσο ευάλωτες εμφανίζονται οι σχετικές συναλλαγές ενόψει των χρησιμοποιούμενων μεθόδων πληρωμής. Η απόφαση εξαίρεσης μαζί με τη σχετική για την αιτιολόγηση της εκτίμηση κινδύνου, κοινοποιείται μέσω του Κεντρικού Συντονιστικού Φορέα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η παραπάνω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται για υπηρεσίες τυχερών παιγνίων που παρέχονται από επιχειρήσεις καζίνο. Κατά τα λοιπά, η εν γένει εποπτική και ελεγκτική αρμοδιότητα της Ε.Ε.Ε.Π. ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4002/2011 (Α'180) και του άρθρου 17 του ν. 3229/2004 (Α' 38).).

6. Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και διασφαλίζουν, μέσω της συνεχούς ενημέρωσης και εκπαίδευσης του προσωπικού τους ότι το τελευταίο διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο μεταξύ άλλων σε ζητήματα εμπιστευτικότητας και προστασίας προσωπικών δεδομένων, διακρίνεται για την ακεραιότητά του και διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα. Με αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, του Διοικητή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, του Προέδρου της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, του Προέδρου της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων και του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης κατά περίπτωση, συγκροτούνται ειδικές υπηρεσιακές μονάδες στις οποίες ανατίθενται τα ανωτέρω εποπτικά καθήκοντα. Στο προσωπικό των μονάδων αυτών παρέχεται συνεχής ενημέρωση και εκπαίδευση για το χειρισμό ζητημάτων εμπιστευτικών και θεμάτων που άπτονται της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

7. Οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν τον πρώτο μήνα κάθε έτους αναλυτική έκθεση στον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα σχετικά με την οργανωτική τους διάρθρωση, τις δραστηριότητες, τις κανονιστικές αποφάσεις και τις εγκυκλίους τους τα αποτελέσματα των ελέγχων που έχουν διενεργηθεί και της αξιολόγησης των υπόχρεων προσώπων, καθώς και τα μέτρα ή τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από αυτές.

8. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και παρέχουν σε αυτές όλες τις πληροφορίες που τους είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 7
Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας (άρθρα 7 και 49 της Οδηγίας 2015/849)

1. Το Υπουργείο Οικονομικών, ως Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας, έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) εξετάζει, αναλύει και συγκρίνει τις ετήσιες εκθέσεις που υποβάλλουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 6 και προτείνει τη λήψη κατάλληλων μέτρων για την ενίσχυση του εποπτικού τους ρόλου,
β) επιδιώκει τη συνεχή αναβάθμιση του επιπέδου συνεργασίας των αρμόδιων αρχών μεταξύ τους και με την Αρχή, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, τη διενέργεια κοινών ελέγχων, την υιοθέτηση κοινών εποπτικών πρακτικών και την παροχή εναρμονισμένων οδηγιών προς τα υπόχρεα πρόσωπα, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στη συγκρότηση, το οικονομικό μέγεθος, τις λειτουργικές δυνατότητες και τις επιχειρηματικές συναλλακτικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες των κατηγοριών των υπόχρεων προσώπων,
γ) διοργανώνει συναντήσεις συσκέψεις και σεμινάρια με εκπροσώπους της Αρχής, των αρμόδιων αρχών και των υπόχρεων προσώπων για ανταλλαγή απόψεων, αντιμετώπιση συγκεκριμένων θεμάτων και ενημέρωση για τις εξελίξεις σε διεθνείς οργανισμούς και φορείς σχετικά με την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
δ) συντονίζει τη σύνταξη μελετών, τη συγκρότηση ομάδων εργασίας για την εξέταση επί μέρους θεμάτων και την υποβολή προτάσεων για την αναθεώρηση του ισχύοντος νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου, σε συνεννόηση με την Επιτροπή Στρατηγικής του άρθρου 8, την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές,
ε) αναλαμβάνει τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας στα θέματα της αρμοδιότητάς του, προετοιμάζει και συντονίζει τη συμμετοχή σε διασκέψεις, συνόδους και ομάδες εργασίας των διεθνών οργανισμών και φορέων που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της FATF και προσκαλεί, όποτε παρίσταται αναγκαίο, εμπειρογνώμονες ή εξειδικευμένο προσωπικό από άλλες υπηρεσίες και φορείς. Στο πλαίσιο της διεθνούς εκπροσώπησης, μεριμνά για τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων που αποστέλλουν οι διεθνείς οργανισμοί, για την υποβολή σχολίων ή προτάσεων προς αυτούς, για τη σύνταξη και υποβολή σχεδίων δράσης και για το συντονισμό των απαντήσεων στις διενεργούμενες από αυτούς αξιολογήσεις της χώρας, συνεργαζόμενο με την Αρχή, τις αρμόδιες αρχές και τους φορείς εκπροσώπησης υπόχρεων προσώπων, ενημερώνεται για τις εξελίξεις σε άλλους διεθνείς οργανισμούς ή φορείς στους οποίους συμμετέχουν η Αρχή, οι αρμόδιες αρχές ή φορείς εκπροσώπησης ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προσώπων και φροντίζει για τη διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών σε όλους τους ενδιαφερόμενους,
στ) παρέχει στον Πρόεδρο της Επιτροπής Στρατηγικής του άρθρου 8 πλήρη ενημέρωση για την αποτελεσματική εκπλήρωση του έργου της Επιτροπής,
ζ) επικοινωνεί με το Φορέα Διαβούλευσης του άρθρου 10, του παρέχει κάθε δυνατή ενημέρωση και υποστήριξη και αξιολογεί τις προτάσεις και εισηγήσεις του.

2. Οι ανωτέρω αρμοδιότητες ασκούνται από την αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής που συνεργάζεται, όταν απαιτείται, με τις υπόλοιπες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών.

Άρθρο 8
Επιτροπή Στρατηγικής για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (άρθρα 7 και 49 της Οδηγίας 2015/849)

1. Η Επιτροπή Στρατηγικής για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (εφεξής: Επιτροπή Στρατηγικής) που έχει συσταθεί στο Υπουργείο Οικονομικών με το άρθρο 9 του ν. 3691/2008 (Α ' 166) είναι ο μηχανισμός που καθορίζει σε εθνικό επίπεδο τη στρατηγική για τις ανωτέρω ενέργειες.
2. Πρόεδρος της Επιτροπής Στρατηγικής είναι ο Γενικός Γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών και μέλη της, οι εξής, με τους αναπληρωτές τους:
α) ο Πρόεδρος της Αρχής και ο αναπληρωτής του,
β) ο Γενικός Διευθυντής Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών,
γ) ο Γ ενικός Διευθυντής Φορολογικής Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε.,
δ) ο Γενικός Διευθυντής Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης της Α. Α.Δ. Ε.,
ε) ο Ειδικός Γραμματέας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος,
στ) ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Εσωτερικών ,
ζ) ο Διευθυντής της ΔΙ Διευθύνσεως ΟΗΕ και Διεθνών Ειδικευμένων Οργανισμών και Διασκέψεων του Υπουργείου Εξωτερικών,
η) ο Γενικός Γραμματέας Καταπολέμησης της Διαφθοράς του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
θ) ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης
ι) ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής,
ια) ο Γενικός Γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής,
ιβ) ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών της Τράπεζας της Ελλάδος
ιγ) ο Γενικός Διευθυντής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
ιδ) ο Πρόεδρος της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων,
ιε) ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων.

3. Ο αναπληρωτής κάθε μέλους της Επιτροπής Στρατηγικής υποδεικνύεται από το τακτικό μέλος και πρέπει να είναι υψηλόβαθμο στέλεχος της ίδιας υπηρεσίας. Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής τα μέλη μπορεί να συνεπικουρούνται από στελέχη εξειδικευμένα στα θέματα της εκάστοτε ημερήσιας διάταξης.

4. Η Επιτροπή Στρατηγικής συνεδριάζει ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου, τουλάχιστον ανά εξάμηνο και εκτάκτως, με πρωτοβουλία του ιδίου. Ο Πρόεδρος μπορεί να συγκαλεί έκτακτες συνεδριάσεις με ορισμένα μέλη που συνδέονται με συγκεκριμένο αντικείμενο και να αναθέτει σε ομάδες εργασίας την εξέταση εξειδικευμένων θεμάτων. Η Επιτροπή Στρατηγικής μπορεί να καλεί, κατά περίπτωση, να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της εκπρόσωποι άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων, όπως ιδίως του φορέα διαβούλευσης του άρθρου 10, με σκοπό την εξέταση θεμάτων της αρμοδιότητάς τους.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Στρατηγικής συντάσσεται ο Κανονισμός Λειτουργίας της, ο οποίος εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με τον Κανονισμό Λειτουργίας ορίζεται ο τρόπος κατάρτισης της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων, ο τρόπος λήψης αποφάσεων και οργάνωσης της γραμματειακής και επιστημονικής υποστήριξης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

6. Γραμματειακή υποστήριξη στην Επιτροπή Στρατηγικής παρέχει η Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.

7. Έργο της Επιτροπής Στρατηγικής είναι:
α) ο εντοπισμός, η ανάλυση, η εκτίμηση και η αντιμετώπιση των εκάστοτε υφιστάμενων κινδύνων σε εθνικό επίπεδο στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με παράλληλη μέριμνα για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή συντάσσει Έκθεση Εθνικής Εκτίμησης Κινδύνου, η οποία επικαιροποιείται όταν κρίνεται αναγκαίο με αξιοποίηση, μεταξύ άλλων, της σχετικής έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή Στρατηγικής:
αα) εντοπίζει τομείς ή πεδία που διατρέχουν χαμηλότερο ή υψηλότερο κίνδυνο και σχεδιάζει τη λήψη ενισχυμένων μέτρων από τα υπόχρεα πρόσωπα στις περιπτώσεις υψηλού κινδύνου,
ββ) χρησιμοποιεί τις ανωτέρω εκτιμήσεις για τη χάραξη συγκεκριμένων πολιτικών και την προώθηση των κατάλληλων μέτρων νομοθετικής κανονιστικής και οργανωτικής φύσης για αντιμετώπιση των εντοπισμένων κινδύνων, καθώς και για την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων ως προς την κατανομή των διαθέσιμων πόρων,
γγ) θέτει στη διάθεση των υπόχρεων προσώπων τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου αυτά να προβούν στις δικές τους εκτιμήσεις κινδύνου,
δδ) ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τις ΕΕΑ και τις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα αποτελέσματα των ανωτέρω εκτιμήσεων κινδύνου,
β) η διασφάλιση της συμμόρφωσης της χώρας μας με τα διεθνή πρότυπα για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών και φορέων σχετικά με την αντιμετώπιση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διασποράς όπλων μαζικής καταστροφής
γ) η εξέταση τρόπων ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας της Αρχής όσον αφορά ιδίως την στελέχωσή της με εξειδικευμένο προσωπικό, την αναβάθμιση της συνεργασίας της με τις εποπτικές αρχές και την ενεργοποίηση και άλλων δημόσιων φορέων για την υποβολή αναφορών ή διαβίβαση πληροφοριών προς την Αρχή,
δ) η υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση της ασκούμενης εποπτείας εκ μέρους των αρμόδιων αρχών και την ανάπτυξη της συνεργασίας των φορέων της παρ. 2, ιδίως μέσω διμερών ή πολυμερών μνημονίων,
ε) η ανάπτυξη πρωτοβουλιών συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα με σκοπό την ανταλλαγή εμπειριών και τη μελέτη των αναγκαίων προσαρμογών που απαιτούνται για τη βελτίωση της συνεισφοράς των φορέων του ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπιση των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

8. Η Επιτροπή Στρατηγικής αξιοποιεί για τους παραπάνω σκοπούς το έργο του Κεντρικού Συντονιστικού Φορέα, της Αρχής , των αρμόδιων αρχών και άλλων φορέων και παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις σε διεθνείς οργανισμούς και φορείς ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την FATF. Προς τούτο ενημερώνεται σχετικά από τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα και την Αρχή.

9. Η Επιτροπή Στρατηγικής καταρτίζει ετήσια έκθεση που υποβάλλει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στην οποία περιγράφονται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνου που έχει διενεργήσει και οι δράστηριότητές της και προτείνονται πολιτικές και συγκεκριμένα μέτρα για την αναβάθμιση των εθνικών μηχανισμών που στοχεύουν στην πρόληψη και καταπολέμηση των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η έκθεση υποβάλλεται μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε έτους.

10. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής Στρατηγικής και των ομάδων εργασίας της θεωρούνται εμπιστευτικές.

Αρθρο 9
Άλλες δημόσιες αρχές

1. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., οι οποίες συγκεντρώνουν και καταχωρίζουν στοιχεία και έγγραφα για αγοραπωλησίες ακινήτων πάσης φύσεως ή εισπράττουν τους σχετικούς φόρους και τέλη λαμβάνουν τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα για τον εντοπισμό πιθανών περιπτώσεων διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μέσω αυτών των συναλλαγών. Τα μέτρα αυτά είναι συμπληρωματικά με αυτά που ελέγχουν το πόθεν έσχες των αγοραστών ακινήτων και προβλέπουν διαδικασίες εκτίμησης του βαθμού κινδύνου με κατηγοριοποίηση των συναλλαγών και των συναλλασσομένων προσώπων που παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο και απαιτούν ενδελεχή έλεγχο. Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ορίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες οι αρμοδιότητες εκάστης, ο τρόπος συνεργασίας με αντίστοιχες υπηρεσίες ή φορείς του εσωτερικού ή του εξωτερικού, καθώς και οι διαδικασίες και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων.

2. Οι αρμόδιες τελωνειακές και φορολογικές υπηρεσίες, το Σ.Δ.Ο.Ε., καθώς και η Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος λαμβάνουν τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα για την πρόληψη και καταστολή της διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μέσω του διασυνοριακού και εσωτερικού εμπορίου. Τα μέτρα αυτά προβλέπουν διαδικασίες εκτίμησης του βαθμού κινδύνου αναλόγως του είδους και της ποσότητας των μεταφερόμενων εμπορευμάτων και αγαθών, της χώρας προέλευσης ή προορισμού, της συμβατότητας των ανωτέρω στοιχείων με την οικονομική επιφάνεια και τις επιχειρηματικές, εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες των συναλλασσομένων, της αξιοπιστίας των μεταφορικών εταιρειών και κάθε άλλου σχετικού παράγοντα. Οι ανωτέρω αρχές συνεργάζονται και διασταυρώνουν στοιχεία με άλλες δημόσιες υπηρεσίες και φορείς της ημεδαπής ή αλλοδαπής, καθώς και με τα πιστωτικά ιδρύματα που διενεργούν, άμεσα ή έμμεσα, συναλλαγές συνδεόμενες με τις ως άνω εμπορικές πράξεις ή έχουν επιχειρηματική σχέση με τους συναλλασσομένους. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ορίζονται οι επί μέρους αρμόδιες υπηρεσίες, οι αρμοδιότητες εκάστης, οι διαδικασίες και οι τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων.

3. Οι αρμόδιες φορολογικές υπηρεσίες, η Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, καθώς και το Σ.Δ.Ο.Ε., σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και άλλων, κατά περίπτωση, αρμόδιων Υπουργείων, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και καταστολή χρησιμοποίησης εταιρειών ή εταιρικών σχημάτων για σκοπούς διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται ιδίως:
α) ο έλεγχος της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας των εταίρων και μετόχων, μελών διοικητικών συμβουλίων ή διευθυντικών στελεχών,
β) ο καθορισμός διαδικασιών πιστοποίησης της νόμιμης προέλευσης των αρχικών και νέων κεφαλαίων, ιδίως κατά την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών, εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ή μη,
γ) η αυξημένη εποπτεία για την ορθή και νόμιμη χρήση των εθνικών και ενωσιακών επιδοτήσεων, χορηγήσεων και άλλων ενισχύσεων προς εταιρείες και άλλες επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Ανάπτυξης ή των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών και με αποφάσεις των αρμόδιων δημόσιων αρχών και φορέων ορίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες, οι επί μέρους αρμοδιότητες τους οι διαδικασίες και τεχνικές λεπτομέρειες συγκεκριμένων δράσεων και ενεργειών, με βάση την εκτίμηση του βαθμού κινδύνου και τη σχέση κόστους-οφέλους ως προς την επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων των εταιρειών ή πρόσθετων ελέγχων των αρχών και υπηρεσιών, με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων.

4. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών για την αδειοδότηση, καταχώριση, επιχορήγηση, έλεγχο και εποπτεία των εταιρειών, οργανισμών, οργανώσεων, σωματείων και άλλων μορφών ενώσεων προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθορίζονται τρόποι, μέτρα και διαδικασίες για την αποτροπή χρησιμοποίησης των ανωτέρω για σκοπούς διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται ιδίως η τήρηση μητρώου των ανωτέρω από αρμόδια αρχή, ανά κατηγορία, η υποχρεωτική διεκπεραίωση των κυριότερων συναλλαγών τους μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων και η διενέργεια δειγματοληπτικών ελέγχων επί αυτών από αρμόδιες δημόσιες αρχές, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου.

5. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών ή άλλων Υπουργείων, που είναι αρμόδιες για την εποπτεία και επιχορήγηση μη κερδοσκοπικών οργανώσεων ή μη κυβερνητικών οργανώσεων, καθορίζουν με αποφάσεις τους τα κατάλληλα μέτρα για την ορθή διαχείριση των επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων ή χορηγήσεων πάσης φύσεως και ιδίως όταν τα κεφάλαια αυτά διατίθενται για προγράμματα κάθε είδους σε χώρες με υψηλό δείκτη διαφθοράς ή εγκληματικότητας ή ευάλωτες στην τρομοκρατία.

6. Τα Υπουργεία, οι αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες και οι άλλοι δημόσιοι φορείς που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 5 αναφέρουν χωρίς καθυστέρηση στην Αρχή κάθε περίπτωση για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ή υπόνοιες απόπειρας ή διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ανεξάρτητα από τις άλλες ενέργειες στις οποίες μπορούν αρμοδίως να προβούν.

Άρθρο 10
Φορέας διαβούλευσης ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται τα μέλη του ειδικού Φορέα διαβούλευσης ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (εφεξής: Φορέας Διαβούλευσης) που έχει συσταθεί με το άρθρο 11 του ν.3691/2008, τα οποία προέρχονται από τους φορείς εκπροσώπησης των επί μέρους κατηγοριών υπόχρεων προσώπων Σε περίπτωση μη ύπαρξης φορέα εκπροσώπησης κάποιας κατηγορίας υπόχρεων προσώπων, ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να ορίζει ως μέλος τον εκπρόσωπο της μεγαλύτερης σε όρους ενεργητικού ή κύκλου εργασιών επιχείρηση στη συγκεκριμένη κατηγορία.

2. Ως Πρόεδρος του Φορέα Διαβούλευσης ορίζεται ο Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. Τα μέλη προτείνονται από τους επί μέρους φορείς εκπροσώπησης των υπόχρεων προσώπων της απόφασης. Η θητεία των ανωτέρω είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται.

3. Έδρα του Φορέα Διαβούλευσης ορίζονται τα γραφεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. Ο Φορέας συνεδριάζει σε ολομέλεια τακτικώς μια (1) τουλάχιστον φορά το εξάμηνο, εκτάκτως δε με πρωτοβουλία του Προέδρου. Στην πρώτη συνεδρίαση ο Πρόεδρος και τα μέλη γνωστοποιούν τους αναπληρωτές που τους αντικαθιστούν σε περίπτωση κωλύματος.

4. Ο Πρόεδρος μπορεί να καλεί ορισμένα μόνο μέλη σε ειδικές έκτακτες συνεδριάσεις για εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων που αφορούν αυτά τα μέλη. Μπορεί, επίσης, να καλεί σε ειδικές έκτακτες συνεδριάσεις υπόχρεα πρόσωπα για τα οποία δεν υπάρχουν φορείς εκπροσώπησης και δεν έχει οριστεί μέλος σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 με σκοπό την εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων που τα αφορούν.

5. Με απόφαση της ολομέλειας του Φορέα Διαβούλευσης καταρτίζεται ο Κανονισμός Λειτουργίας στον οποίο προσδιορίζονται οι διαδικασίες σύγκλησης των συνεδριάσεων, η τήρηση πρακτικών, ο τρόπος κατάρτισης της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων, η γραμματειακή υποστήριξη και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Ο Κανονισμός περιλαμβάνει τις δραστηριότητες και δράσεις του Φορέα Διαβούλευσης και δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

6. Στις δράσεις του Φορέα περιλαμβάνονται ιδίως:
α) η συνεργασία των συμμετεχόντων για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που προβλέπονται στον παρόντα,
β) η ανταλλαγή της εμπειρίας και της γνώσης τους για τις εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις, η μελέτη συγκεκριμένων προβλημάτων και ο εντοπισμός ευάλωτων τομέων ή κλάδων ή καταστάσεων για τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
γ) η παροχή διευκρινιστικών οδηγιών, ύστερα από σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων αρχών, προς τα υπόχρεα πρόσωπα, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν, για την αντιμετώπιση τεχνικών θεμάτων,
δ) η διάχυση των πληροφοριών που περιέχονται σε τυπολογίες και τεχνικά κείμενα ελληνικών φορέων και διεθνών οργανισμών, η μελέτη και ανάλυση αυτών και η υποβολή προτάσεων προς τους αρμόδιους φορείς για την αντιμετώπιση θεμάτων που ανακύπτουν,
ε) η συγκρότηση ομάδων εργασίας για την εξέταση θεμάτων που αφορούν όλους ή μερικούς από τους συμμετέχοντες, ιδίως ως προς την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων διαδικασιών, μέτρων και πρακτικών για τον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων και τη βελτίωση αυτών,
στ) η διοργάνωση σεμιναρίων, ημερίδων ή συναντήσεων και η έκδοση ενημερωτικών φυλλαδίων και εκπαιδευτικού υλικού με σκοπό την ευαισθητοποίηση των υπόχρεων προσώπων για τους κινδύνους που ενέχουν τα αδικήματα του άρθρου 2 για την κοινωνία, την αξιοπιστία και τη φήμη τους, καθώς και την ενημέρωσή τους για ενδεχόμενη πειθαρχική, διοικητική ή ποινική ευθύνη τους λόγω μη τήρησης των υποχρεώσεών τους.

7. Κατά τη διενέργεια αξιολογήσεων της χώρας από διεθνείς οργανισμούς ή φορείς σχετικά με την εφαρμογή των διεθνών προτύπων όσον αφορά την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ο Φορέας Διαβούλευσης και οι επιμέρους φορείς εκπροσώπησης των υπόχρεων προσώπων συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές και τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα.

8. Ο Φορέας Διαβούλευσης καταρτίζει μέσα στο πρώτο εξάμηνο κάθε έτους ενημερωτική έκθεση για τις δράστηριότητές του κατά το προηγούμενο έτος, την οποία υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές, την Αρχή, τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα και την Επιτροπή Στρατηγικής. Η έκθεση πρέπει να είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

9. Οι πληροφορίες που έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιούνται. Με απόφαση της ολομέλειας του Φορέα, κατόπιν εισήγησης του Προέδρου, μπορεί να καθορίζονται τα κριτήρια και οι κατηγορίες εμπιστευτικών πληροφοριών που δεν πρέπει να δημοσιοποιηθούν, λαμβάνοντας υπόψη τη νομοθεσία προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ανάγκη διασφάλισης του εμπορικού και βιομηχανικού απορρήτου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ

Άρθρο 11
Ανώνυμοι λογαριασμοί και μετοχές (άρθρο 10 της Οδηγίας 2015/849)

1. Απαγορεύεται τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να τηρούν μυστικούς, ανώνυμους ή μόνον αριθμημένους λογαριασμούς ανώνυμα βιβλιάρια καταθέσεων, λογαριασμούς με εικονικά ονόματα ή λογαριασμούς που δεν έχουν το πλήρες όνομα του δικαιούχου τους σύμφωνα με τα έγγραφα πιστοποίησης της ταυτότητας και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) στην Ελλάδα ή στη χώρα φορολογικής κατοικίας εφόσον με τη χώρα αυτή υφίσταται σύμβαση ανταλλαγής πληροφοριών. Στην περίπτωση που ο δικαιούχος έχει τη φορολογική του κατοικία σε χώρα με την οποία δεν έχει συναφθεί σύμβαση ανταλλαγής πληροφοριών, τότε απαιτείται η απόκτηση Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα.

2. Κομιστές ανώνυμων μετοχών εταιρειών που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο οφείλουν, κατά την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων, να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α' 75) ότι είναι οι κύριοι ή επικαρπωτές των μετοχών ή πληρεξούσιοι τους δηλώνοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία των κυρίων ή επικαρπωτών και προσκομίζοντας τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα. Αυτός που ενεργεί την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων έχει υποχρέωση να την αρνηθεί, εφόσον δεν υποβάλλονται τα ανωτέρω έγγραφα.

Άρθρο 12
Περιπτώσεις εφαρμογής δέουσας επιμέλειας (άρθρα 11 και 12 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στις εξής περιπτώσεις:
α) όταν συνάπτουν επιχειρηματική σχέση,
β) όταν διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή που:
αα) ανέρχεται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ είτε η συναλλαγή αυτή πραγματοποιείται με μία και μόνη πράξη είτε με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους
ββ) αποτελεί μεταφορά χρηματικών ποσών σύμφωνα με τον ορισμό του στοιχείου 9 του άρθρου 3 του Κανονισμού (EE) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 141) άνω των χιλίων (1.000) ευρώ, γ) όταν πρόκειται για πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά και διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή σε μετρητά που αφορά ποσό δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ τουλάχιστον, ανεξάρτητα από το αν διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους
δ) όταν πρόκειται για παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που διενεργούν συναλλαγή που αφορά ποσό δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ τουλάχιστον κατά την κατάθεση του στοιχήματος, την είσπραξη των κερδών ή και στις δύο περιπτώσεις, ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους
ε) όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ανεξάρτητα από κάθε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο ποσού,
στ) όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια, την πληρότητα ή την επάρκεια των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως για την πιστοποίηση και την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου,, συναλλαγές ή δραστηριότητες συνάδουν με τις γνώσεις που έχουν τα υπόχρεα πρόσωπα σχετικά με τον πελάτη, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και το προφίλ κινδύνου του, καθώς και, εφόσον απαιτείται, την προέλευση των κεφαλαίων σύμφωνα με κριτήρια που μπορεί να ορίζουν σι αρμόδιες αρχές. Τα υπόχρεα πρόσωπα διασφαλίζουν επιπλέον την τήρηση ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.

2. Αν το υπόχρεο πρόσωπο δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στις περιπτ. α', β' και γ' της παρ. 1, οφείλει να αρνηθεί να εκτελέσει συναλλαγή του, δεν συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή διακόπτει οριστικά αυτήν και εξετάζει αν συντρέχει υποχρέωση αναφοράς στην Αρχή. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται ως προς τους συμβολαιογράφους, τους δικηγόρους, τους ορκωτούς ελεγκτές- λογιστές και τους λογιστές-φοροτεχνικούς συμβούλους μόνον αν τα εν λόγω πρόσωπα εξακριβώνουν τη νομική θέση των πελατών τους ή εκτελούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της υπεράσπισης ή εκπροσώπησής τους σε δικαστικές διαδικασίες ή σχετικά με αυτές, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών αναφορικά με την κίνηση ή αποφυγή τέτοιων διαδικασιών.

3. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί υποχρεούνται ειδικότερα: α)να συνεκτιμούν σύμφωνα και με την παρ. 1 του άρθρου 28 το συνολικό χαρτοφυλάκιο το οποίο διατηρεί ο συναλλασσόμενος σε αυτά και ενδεχομένως σε άλλες εταιρείες του ομίλου στον οποίο ανήκει το υπόχρεο πρόσωπο για να εξακριβώσουν τη συμβατότητα της υπό εξέταση συναλλαγής με την οικονομική-συναλλακτική του εικόνα και β) να επαληθεύουν, κατά τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης, τα ετήσια εισοδήματα του πελάτη με βάση προσκομιζόμενη πρόσφατη πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, εκτός αν ο πελάτης δεν υποχρεούται να υποβάλει δήλωση φόρου εισοδήματος. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών καταθέσεων, τίτλων ή άλλης φύσεως χρηματοοικονομικών προϊόντων, οι δικαιούχοι των λογαριασμών αυτών θεωρούνται ως πελάτες και εφαρμόζονται γι' αυτούς οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

4. Στην περίπτωση ασφαλίσεων ζωής, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν επιπλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας που απαιτούνται για τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, τα εξής μέτρα δέουσας επιμέλειας για τους δικαιούχους ασφαλίσματος ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής μόλις ταυτοποιηθούν ή προσδιορισθούν οι δικαιούχοι:
α) στην περίπτωση δικαιούχων ασφαλίσματος που ταυτοποιούνται ως συγκεκριμένα κατονομαζόμενα πρόσωπα ή νομικά μορφώματα, λαμβάνουν το όνομα ή την επωνυμία τους,
β) στην περίπτωση δικαιούχων ασφαλίσματος που προσδιορίζονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους ή ανά κατηγορία ή με άλλα μέσα, λαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους εν λόγω δικαιούχους ώστε να βεβαιωθούν ότι θα είναι σε θέση να προσδιορίσουν την ταυτότητα του δικαιούχου κατά το χρόνο της πληρωμής του ασφαλίσματος.

5. Αν σε μία συναλλαγή ή σε σειρά συνδεόμενων συναλλαγών συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο δύο ή περισσότερα υπόχρεα πρόσωπα, καθένα από αυτά οφείλει να εφαρμόσει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 19. Τα ανωτέρω ισχύουν ιδίως για ασφαλιστικά συμβόλαια, αγοραπωλησίες μετοχών, συμβολαίων παραγώγων, ομολόγων ή άλλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων και για συναλλαγές με κάρτες οποιασδήποτε φύσεως.

6. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται διατάξεις του Κανονισμού (EE) αρ. 2015/847(ΕΕ L 141/5.6.2015) όσον αφορά τα στοιχεία που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ΕΕΑ.
ζ) όταν πρόκειται για ηλεκτρονικό χρήμα ή για ειδικό προπληρωμένα μέσα που διαθέτουν δυνατότητα επαναφόρτισης με μηνιαίο όριο πράξεων πληρωμής άνω των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε αμφότερες τις περιπτώσεις,
Τα ανωτέρω ποσά υπολογίζονται χωρίς Φ.Π.Α. ή άλλες νόμιμες κρατήσεις που επιβαρύνουν τον πελάτη.

2. Κατά παρέκκλιση της περίπτ. ζ' της παρ. 1, οι υπόχρεες οντότητες μπορεί να εφαρμόσουν μόνο τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη των περίπτ. α' και β' της παρ. 1 του άρθρου 13 σε ό,τι αφορά το ηλεκτρονικό χρήμα αν πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις ελαχιστοποίησης του κινδύνου:
α) το μέσο πληρωμής δεν διαθέτει δυνατότητα επαναφόρτισης ή έχει ανώτατο μηνιαίο όριο πράξεων πληρωμής διακόσια πενήντα (250) ευρώ και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο στην Ελλάδα,
β) το ανώτατο ποσό που αποθηκεύεται ηλεκτρονικά δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) ευρώ και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο στην Ελλάδα,
γ) το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών,
δ) το μέσο πληρωμής δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί με ανώνυμο ηλεκτρονικό χρήμα, ε) ο εκδότης παρακολουθεί επαρκώς τις συναλλαγές ή την επιχειρηματική σχέση ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός ασυνήθιστων ή ύποπτων συναλλαγών.

3. Η παρ. 2 δεν ισχύει σε περίπτωση εξόφλησης σε μετρητά ή ανάληψης σε μετρητά της νομισματικής αξίας του ηλεκτρονικού χρήματος, όταν το εξοφλούμενο ποσό υπερβαίνει τα εκατό (100) ευρώ.

4. Κατά την εκπλήρωση των ανωτέρω υποχρεώσεών τους τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με την εκτίμηση κινδύνου και δεν βασίζονται αποκλειστικά στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων των άρθρων 20 και 21.

Άρθρο 13
Μέτρα συνήθους δέουσας επιμέλειας (άρθρο 13 παρ. 1-6, άρθρο 14 παρ. 4-5 και Παράρτημα I της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα μέτρα της συνήθους δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν τα υπόχρεα πρόσωπα ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν:
α) την εξακρίβωση και την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή. Όταν ο πελάτης ενεργεί μέσω εξουσιοδοτημένου προσώπου, το υπόχρεο πρόσωπο εξακριβώνει και επαληθεύει και την ταυτότητα του προσώπου αυτού, όπως και τα στοιχεία νομιμοποίησής του,
β) την εξακρίβωση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου, την επικαιροποίηση των στοιχείων και τη λήψη εύλογων μέτρων, όπως αυτά εξειδικεύονται με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, τα καταπιστεύματα ή άλλα νομικά μορφώματα λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να γίνει γνωστή η διάρθρωση του καθεστώτος ιδιοκτησίας και ελέγχου του πελάτη,
γ) την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, τη συλλογή πληροφοριών για το αντικείμενο και το σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης,
δ) την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής, για να εξασφαλίζεται ότι οι

7. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν, την κατάλληλη χρονική στιγμή και ανάλογα με το βαθμό κινδύνου, τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας όχι μόνο στους νέους αλλά και στους υφιστάμενους πελάτες.

8. Στην περίπτωση δικαιούχων καταπιστευμάτων ή αντίστοιχων νομικών μορφωμάτων οι οποίοι προσδιορίζονται ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά τους ή ανά κατηγορία, το υπόχρεο πρόσωπο λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το δικαιούχο, ώστε να βεβαιωθεί ότι είναι σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητά του κατά το χρόνο της πληρωμής ή της άσκησης των δικαιωμάτων του δικαιούχου.

9. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με την παρ. 1, αλλά μπορούν να καθορίζουν την έκταση των μέτρων αυτών ανάλογα με το βαθμό κινδύνου ο οποίος εξαρτάται μεταξύ άλλων από την επαγγελματική δραστηριότητα και το οικονομικό μέγεθος του πελάτη, τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης, τον τύπο, τη συχνότητα και την αξία των διενεργούμενων συναλλαγών, καθώς και την αναμενόμενη προέλευση και τον προορισμό των κεφαλαίων, συμμορφούμενα με τις σχετικές αποφάσεις των αρμόδιων αρχών που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6. Τα υπόχρεα πρόσωπα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι η έκταση των μέτρων είναι ανάλογη με τους κινδύνους διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ότι εφαρμόζουν αυτά τα μέτρα με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.

Άρθρο 14
Χρόνος εφαρμογής δέουσας επιμέλειας (άρθρο 13 παρ.5 και άρθρο 14 παρ. 1-3 της Οδηγίας 2015/849)

1. Με την επιφύλαξη των όσων προβλέπονται στις παρ. 2, 3 και 4, η πιστοποίηση και η επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου πραγματοποιείται πριν από τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης ή τη διενέργεια της συναλλαγής.

2. Η επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 επιτρέπεται να ολοκληρώνεται κατά τη διάρκεια της σύναψης της επιχειρηματικής σχέσης, εφόσον αυτό απαιτείται για να μη διακοπεί η ομαλή διεξαγωγή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και εφόσον ο κίνδυνος διάπραξης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι μικρός. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω διαδικασίες επαλήθευσης περατώνονται το συντομότερο δυνατό μετά την αρχική επαφή.

3. Το άνοιγμα λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων λογαριασμών που επιτρέπουν τις συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών μέσων, επιτρέπεται ακόμα και προτού εξασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στις περιπτ. α' και β' της παρ. 1 του άρθρου13, με τον όρο ότι υπάρχουν οι κατάλληλες εγγυήσεις που διασφαλίζουν ότι μέχρι τότε δεν θα πραγματοποιηθούν συναλλαγές από τον πελάτη ή για λογαριασμό του.

4. Στις περιπτώσεις ασφαλίσεων ζωής, η επαλήθευση της ταυτότητας των δικαιούχων ασφαλίσματος που ταυτοποιούνται ή προσδιορίζονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 9 του άρθρου 13, πραγματοποιείται κατά το χρόνο πληρωμής. Σε περίπτωση εκχώρησης σε τρίτον, εν όλω ή εν μέρει, των απαιτήσεων που απορρέουν από την ασφάλιση ζωής, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που έχουν γνώση της εκχώρησης ταυτοποιοϋν τον πραγματικό δικαιούχο κατά το χρόνο της εκχώρησης στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα που λαμβάνει για ίδιο όφελος την αξία του εκχωρούμενου ασφαλιστήριου συμβολαίου.

5. Οι επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο που λειτουργούν επί πλοίων στην Ελλάδα ή υπό Ελληνική σημαία οφείλουν να εξακριβώνουν την ταυτότητα των πελατών τους κατά την είσοδο τους στις εγκαταστάσεις των παιγνίων.

Άρθρο 15
Απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη (άρθρα 15 και 16 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αφού προηγουμένως συγκεντρώσουν επαρκείς πληροφορίες και βεβαιωθούν ότι μια επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στις περιπτώσεις αυτές, τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας των παρ. 1 και 4 του άρθρου 13, προσαρμόζοντας κατάλληλα το ποσοτικό όριο, το χρόνο ή τον τρόπο εφαρμογής τους.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα, για να εκτιμήσουν αν μια επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους παράγοντες δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου του Παραρτήματος I, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος οι οποίοι σχετίζονται με πελάτες χώρες και γεωγραφικές περιοχές, καθώς και με συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών.

3. Οι αρμόδιες αρχές των χρηματοπιστωτικών οργανισμών εξειδικεύουν περαιτέρω, με απόφασή τους τους παράγοντες δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου και τα μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται σε επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές χαμηλότερου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Οι λοιπές αρμόδιες αρχές μπορεί να εκδίδουν αντίστοιχου περιεχομένου απόφαση.

Άρθρο 16
Αυξημένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη (άρθρο 18 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που ορίζονται στα άρθρα 17 και 18 στις περιπτώσεις που αναφέρονται cf αυτά. Ομοίως τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όταν συναλλάσσονται με πρόσωπα με εγκατάσταση σε τρίτες χώρες που χαρακτηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως υψηλού κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς επίσης και σε άλλες περιπτώσεις επιχειρηματικών σχέσεων ή συναλλαγών υψηλού κινδύνου σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 4.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα δεν προβαίνουν σε αυτόματη εφαρμογή ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε περίπτωση υποκαταστημάτων ή θυγατρικών πλειοψηφικής συμμετοχής που ευρίσκονται σε τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου και των οποίων την κυριότητα έχουν υπόχρεες οντότητες εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν τα εν λόγω υποκαταστήματα ή οι θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής τηρούν πλήρως τις πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 36. Στις εν λόγω περιπτώσεις υιοθετούν προσέγγιση βάσει του κινδύνου.

3. Τα υπόχρεα πρόσωπα εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή το ιστορικό και τον σκοπό των πολύπλοκων ή ασυνήθιστα μεγάλων συναλλαγών, καθώς και τα ασυνήθιστα είδη συναλλαγών που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό σκοπό ή νόμιμο σκοπό. Τα υπόχρεα πρόσωπα αυξάνουν το βαθμό και προσαρμόζουν τον τρόπο παρακολούθησης της επιχειρηματικής σχέσης, για να προσδιορίσουν αν οι εν λόγω συναλλαγές ή δραστηριότητες είναι ασυνήθεις ή ύποπτες.

4. Τα υπόχρεα πρόσωπα, για να εκτιμήσουν αν μια επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή παρουσιάζει υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους παράγοντες δυνητικά υψηλότερου κινδύνου του Παραρτήματος II που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος, οι οποίοι σχετίζονται με πελάτες, χώρες και γεωγραφικές περιοχές καθώς και με συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών.

5. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύουν περαιτέρω, με αποφάσεις τους τους παράγοντες δυνητικά υψηλότερου κινδύνου και τα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται σε επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές υψηλότερου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών για τα υπόχρεα πρόσωπα που εποπτεύουν, αντίστοιχα. Οι λοιπές αρμόδιες αρχές μπορεί να εκδίδουν αντίστοιχου περιεχομένου αποφάσεις.

Άρθρο 17
Διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης (άρθρα 19 και 24 της Οδηγίας 2015/849)

1. Στις διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης με ίδρυμα πελάτη από τρίτη χώρα, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν, πλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας του άρθρου 13, να:
α) συγκεντρώνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το ίδρυμα πελάτη για να κατανοήσουν πλήρως τη φύση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του και να εκτιμήσουν, από τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, τη φήμη του ιδρύματος και την ποιότητα της εποπτείας που ασκείται επ'αυτού,
β) αξιολογούν τους ελέγχους που διενεργεί το ίδρυμα πελάτης κατά της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
γ) λαμβάνουν την έγκριση ανώτερου διοικητικού στελέχους πριν από τη σύναψη νέων σχέσεων ανταπόκρισης,
δ) προσδιορίζουν ρητά τις αρμοδιότητες του κάθε μέρους στο πλαίσιο της σύμβασης ανταπόκρισης,
ε) διασφαλίζουν, επί λογαριασμών πλάγιας πρόσβασης (payable through accounts), ότι το ίδρυμα πελάτης επαληθεύει την ταυτότητα των πελατών και ασκεί συνεχή δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες που έχουν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς του ιδρύματος ανταποκριτή, καθώς και ότι μπορεί να παράσχει στοιχεία και δεδομένα σχετικά με την δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες, ύστερα από σχετικό αίτημα του ιδρύματος ανταποκριτή.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα και σι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν επιτρέπεται να συνάπτουν ή να συνεχίζουν σχέση ανταπόκρισης με εικονική τράπεζα ή με πιστωτικό ίδρυμα ή με χρηματοπιστωτικό οργανισμό που είναι γνωστό ότι επιτρέπει να χρησιμοποιούνται οι λογαριασμοί του από εικονικές τράπεζες.

Άρθρο 18
Πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα (άρθρα 20, 21, 22 και 23 της Οδηγίας 2015/849)

1. Όσον αφορά τις συναλλαγές ή επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα, στενούς συγγενείς και στενούς συνεργάτες τους τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν, πλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας του άρθρου13, να:
α) διαθέτουν κατάλληλα συστήματα διαχείρισης κινδύνου και να εφαρμόζουν διαδικασίες ανάλογες με το βαθμό κινδύνου, για να διαπιστώνουν αν ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος ανήκουν στις ανωτέρω κατηγορίες προσώπων,
β) λαμβάνουν την έγκριση ανώτερου διοικητικού στελέχους για τη σύναψη ή διατήρηση επιχειρηματικών σχέσεων με τους πελάτες αυτούς
γ) λαμβάνουν επαρκή μέτρα για να διαπιστώνουν την πηγή του πλούτου και την προέλευση των κεφαλαίων τα οποία αφορά η επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή,
δ) διενεργούν στενότερη και συνεχή παρακολούθηση των εν λόγω επιχειρηματικών σχέσεων.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα λαμβάνουν εύλογα μέτρα, για να διαπιστώνουν κατά πόσον οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής ή, ενδεχομένως ο πραγματικός δικαιούχος αυτού είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο, μέλος της οικογένειάς του ή στενός συνεργάτης του. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται το αργότερο κατά το χρόνο πληρωμής του ασφαλίσματος ή εκχώρησης εν όλω ή εν μέρει, του ασφαλιστήριου συμβολαίου. Όταν εντοπίζεται υψηλότερος κίνδυνος, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν, πλέον της εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας του άρθρου 13, να:
α) ενημερώνουν ανώτερο διοικητικό στέλεχος πριν από την πληρωμή του προϊόντος του ασφαλιστήριου συμβολαίου,
β) διενεργούν αυστηρότερο έλεγχο του συνόλου της επιχειρηματικής σχέσης με τον αντισυμβαλλόμενο.

3. Όταν ένα πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο έχει παύσει να ασκεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα σε ένα κράτος μέλος της Ένωσης ή τρίτη χώρα ή να κατέχει σημαντική δημόσια θέση σε διεθνή οργανισμό, τα υπόχρεα πρόσωπα απαιτείται να λαμβάνουν υπόψη για χρονικό διάστημα ενός (1) τουλάχιστον έτους τον κίνδυνο που συνεχίζει να θέτει το εν λόγω πρόσωπο και να εφαρμόζουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου, έως ότου κρίνουν ότι το πρόσωπο αυτό δεν ενέχει πλέον κίνδυνο που χαρακτηρίζει ειδικά τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα.

Άρθρο 19
Εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας από τρίτα μέρη (άρθρα 25, 26, 27, 28 και 29 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα μπορούν να βασίζονται σε τρίτα μέρη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στις περίπτ. α", β' και γ' της παρ. 1 και στην παρ. 4 του άρθρου 13. Η τελική ευθύνη για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων εξακολουθεί να βαρύνει το υπόχρεο πρόσωπο.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος, ως τρίτα μέρη νοούνται:
α) τα πιστωτικά ιδρύματα,
β) οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης,
γ) οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων,
δ) οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου,
ε) οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων,
στ) οι εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,
ζ) οι εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης,
η) οι ασφαλιστικές εταιρείες,
θ) τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που εδρεύουν σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα που είναι μέλος της FATF.

3. Τα υπόχρεα πρόσωπα που στηρίζονται σε τρίτο μέρος:
α) λαμβάνουν από το τρίτο μέρος κάθε πληροφορία που αυτό αποκτά, εφαρμόζοντας τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο που προβλέπονται στις περίπτ. α', β' και γ' της παρ. 1 και στην παρ. 4του άρθρου13,
β) διασφαλίζουν ότι τους διαβιβάζονται αμελλητί, ύστερα από αίτημά τους, αντίγραφα, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, των εγγράφων που έχει αποκτήσει το τρίτο μέρος κατά την εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων δέουσας επιμέλειας.

4. Τα υπόχρεα πρόσωπα που βασίζονται σε άλλη εταιρεία του ομίλου ως τρίτο μέρος θεωρείται ότι πληρούν τις διατάξεις του παρόντος εφόσον:
α) ο όμιλος εφαρμόζει πολιτική και διαδικασίες καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς το πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον παρόντα ή σε ισοδύναμες με την Οδηγία (EE) 2015/849 διατάξεις, β) η αποτελεσματική εφαρμογή των προβλέψεων της περίπτ. α' υπόκειται σε εποπτεία σε επίπεδο ομίλου από εποπτική αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας μέλους της FATF.

5. Το παρόν δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης ή αντιπροσώπευσης, αν, δυνάμει της σύμβασης ο φορέας παροχής της εξωτερικής υπηρεσίας ή ο αντιπρόσωπος είναι μέρος του υπόχρεου προσώπου.

6. Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις με τις οποίες τα εποπτευόμενα από αυτές υπόχρεα πρόσωπα βασίζονται σε τρίτα μέρη σύμφωνα με το παρόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟ

Αρθρο 20
Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων νομικών προσώπων (άρθρο 30 της Οδηγίας 2015/849)

1. Οι εταιρικές και άλλες οντότητες που έχουν έδρα στην Ελλάδα υποχρεούνται να συλλέγουν και να φυλάσσουν επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους τους, καταχωρίζοντας αυτές σε ειδικό μητρώο που τηρούν στην έδρα τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον το ονοματεπώνυμο, την ημερομηνία γέννησης, την υπηκοότητα και τη χώρα διαμονής τους καθώς επίσης και το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχουν.

2. Η τήρηση του ειδικού μητρώου της παρ. 1 γίνεται με επιμέλεια του υπευθύνου εταιρικής συμμόρφωσης για εισηγμένες εταιρείες σε οργανωμένη αγορά ή σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης ή του αρμόδιου ανώτατου στελέχους διοίκησης ανάλογου τμήματος σε κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή οντότητα, εφαρμοζομένων των διατάξεων του ν. 2472/1997 (Α'50) για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 31.

3. Τα νομικά αυτά πρόσωπα και οντότητες χορηγούν τις πληροφορίες τόσο για το νόμιμο όσο και για τον πραγματικό δικαιούχο τους στα υπόχρεα πρόσωπα, όταν αυτά λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας καθώς επίσης και στην Αρχή τις αρμόδιες αρχές και τις εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ύστερα από αίτημά τους.

4. Στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ) δημιουργείται Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, το οποίο συνδέεται ηλεκτρονικά με το ΑΦΜ κάθε νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας και μπορεί να συνδέεται με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης στο οποίο είναι καταχωρισμένο το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα, καθώς και με τα Αποθετήρια Τίτλων . Η ΓΓΠΣ μεριμνά για την εύρυθμη και ασφαλή λειτουργία του ηλεκτρονικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων ως φορέας παραγωγικής λειτουργίας του συστήματος αυτού.

5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σχετικά με τη σύνδεση του Μητρώου με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ.

6. Πρόσβαση στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων έχουν η Αρχή και οι αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας χωρίς κανένα περιορισμό, καθώς και οι αρμόδιες αρχές και τα υπόχρεα πρόσωπα αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας. Η Αρχή, και οι άλλες αρχές των άρθρων 6 και 9 διαβιβάζουν τα στοιχεία στις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ύστερα από αιτιολογημένο αίτημά τους.

7. Πρόσβαση στα ελάχιστα στοιχεία του Μητρώου της παρ. 4 μπορεί να έχει κάθε πρόσωπο ή οργανισμός που αποδεικνύει ειδικό έννομο συμφέρον. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Αρχής, μπορεί να θεσπίζονται περιορισμοί στην πρόσβαση των προσώπων αυτών ως προς το σύνολο ή μέρος των πληροφοριών που αφορούν τον πραγματικό δικαιούχο, όταν η πρόσβαση αυτή αιτιολογημένα μπορεί να εκθέσει τον πραγματικό δικαιούχο σε κίνδυνο εξαπάτησης απαγωγής, εκβιασμού, βίας ή εκφοβισμού ή αν ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή με άλλον τρόπο ανίκανος για δικαιοπραξία.

8. Η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση των παρ. 1 και 2 συνεπάγεται την αναστολή έκδοσης φορολογικής ενημερότητας των υπόχρεων νομικών προσώπων και οντοτήτων. Η αρμόδια φορολογική διοίκηση ενημερώνει πάραυτα την Αρχή μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 9 για τη συμμόρφωση των ανωτέρω υπόχρεων με την τήρηση και ενημέρωση του Μητρώου της παρ. 4.

9. Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης της παρ. 1, με απόφαση της Αρχής επιβάλλεται σε βάρος των υπόχρεων νομικών προσώπων και οντοτήτων πρόστιμο δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και τίθεται προθεσμία για τη συμμόρφωσή τους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή υποτροπής, το πρόστιμο διπλασιάζεται. Το πρόστιμο αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού και εισπράττεται σύμφωνα με το ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Κ.Ε.Δ.Ε., Α'90).

10. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορεί να συνιστούν κοινά πληροφοριακά συστήματα τα οποία επιτρέπουν την καταχώριση, την ανταλλαγή και την αποθήκευση επαρκών, ακριβών και επίκαιρων πληροφοριών για τους νόμιμους και τους πραγματικούς δικαιούχους των νομικών προσώπων που είναι πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Για τον σκοπό αυτό, τα πιστωτικά ιδρύματα και σι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορεί να ιδρύουν ειδικά νομικά πρόσωπα ή να αξιοποιούν υπάρχοντα νομικά πρόσωπα εξειδικευμένα στη συγκέντρωση, την επεξεργασία και τη διάθεση εμπορικών και διατραπεζικών πληροφοριών. Στα πληροφοριακά αυτά συστήματα πρέπει να παρέχεται πρόσβαση της Αρχής, της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των αρμόδιων εισαγγελικών ή άλλων αρχών με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σχετικό με την τήρηση και τη λειτουργία του Μητρώου της παρ. 4, τον τρόπο καταχώρισης σε αυτό των στοιχείων των ειδικών μητρώων της παρ. 1, τη διασύνδεσή τους με τα Αποθετήρια Τίτλων και τα πληροφοριακά συστήματα της παρ. 10 και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

12. Η λειτουργία του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων τίθεται σε πλήρη ισχύ μέσα σε έξι (6) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

Άρθρο 21
Μητρώο πραγματικών δικαιούχων καταπιστευμάτων (άρθρο 31 της Οδηγίας 2015/849)

1. Οι καταπιστευματοδόχοι σε σχήμα ρητής καταπιστευματικής διαχείρισης (express trust) που διέπεται από την ελληνική νομοθεσία οφείλουν να αποκτούν και να διατηρούν επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους του καταπιστεύματος.
Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν την ταυτότητα:
α) του ιδρυτή,
β) του ή των καταπιστευματοδόχων,
γ) του προστάτη (ενδεχομένως),
δ) των δικαιούχων ή της κατηγορίας δικαιούχων,
ε) οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος. Η τήρηση του ειδικού μητρώου γίνεται με επιμέλεια του διαχειριστή εφαρμοζομένων των διατάξεων του ν. 2472/1997 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 31.

2. Οι καταπιστευματοδόχοι γνωστοποιούν την ιδιότητά τους αυτή και παρέχουν εγκαίρως στις υπόχρεες οντότητες τις πληροφορίες της παρ.1, όταν, ως καταπιστευματοδόχοι, συνάπτουν επιχειρηματική σχέση ή πραγματοποιούν περιστασιακή συναλλαγή που υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στις περίπτ. β, γ' και δ' του άρθρου 12.

3. Στις πληροφορίες της παρ. 1 έχουν άμεση πρόσβαση η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 6.

4. Αν το σχήμα καταπιστευματικής διαχείρισης παράγει φορολογικές υποχρεώσεις, οι πληροφορίες της παρ. 1 καταχωρίζονται, επίσης, σε ειδική μερίδα του Μητρώου της παρ. 4 του άρθρου 20, στην οποία εξασφαλίζεται άμεση και απεριόριστη πρόσβαση της Αρχής των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών και των αρμόδιων αρχών, χωρίς να ειδοποιείται το ερευνώμενο σχήμα. Οι υπόχρεες οντότητες έχουν, επίσης άμεση πρόσβαση στο Μητρώο στο πλαίσιο δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη.

5. Οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ παρέχουν εγκαίρως τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παρ. 1 και 4 στις αρμόδιες αρχές και τις ΜΧΠ άλλων κρατών μελών.

6. Τα μέτρα που προβλέπονται στο παρόν εφαρμόζονται σε άλλα είδη νομικών μορφωμάτων με δομή ή λειτουργία παρεμφερή με τα καταπιστεύματα.

7. Ο Κεντρικός Φορέας Συντονισμού κοινοποιεί στην Επιτροπή τα χαρακτηριστικά των μηχανισμών του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

Άρθρο 22
Αναφορές ύποπτων συναλλαγών προς την Αρχή (άρθρο 33 και άρθρο 34 παρ. 2 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα και οι υπάλληλοι τους στους οποίους περιλαμβάνονται τα διευθυντικά στελέχη, οφείλουν να:
α) ενημερώνουν αμελλητί, με δική τους πρωτοβουλία, την Αρχή, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι χρηματικά ποσά, ανεξαρτήτως του ύψους τους συνιστούν έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες ή σχετίζονται με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η υποχρέωση αυτή αφορά και κάθε περίπτωση απόπειρας ύποπτης συναλλαγής
β) παρέχουν αμελλητί στην Αρχή, στην αρμόδια αρχή και σε άλλες δημόσιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με καθήκοντα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ύστερα από αίτημά τους, όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες και στοιχεία σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις.

2. Οι υποχρεώσεις της παρ. 1 δεν εφαρμόζονται από τους συμβολαιογράφους, τους δικηγόρους τους ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και τους λογιστές-φοροτεχνικούς συμβούλους αποκλειστικά και μόνον για τις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους κατά την αξιολόγηση της νομικής κατάστασης του εν λόγω πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν σε δίκη ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή δίκης ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη δίκη.

3. Αν το υπόχρεο πρόσωπο έχει διορίσει υπεύθυνο για τον έλεγχο συμμόρφωσης σε επίπεδο διοίκησης, η αναφορά ύποπτων συναλλαγών προς την Αρχή υποβάλλεται από αυτόν.

4. Η αναφορά ύποπτων συναλλαγών προς την Αρχή από τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους υποβάλλεται σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 38.

Άρθρο 23
Αποχή από συναλλαγές (άρθρο 35 της Οδηγίας 2015/849)

Τα υπόχρεα πρόσωπα απέχουν υποχρεωτικώς από τη διενέργεια συναλλαγών, για τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι σχετίζονται με προϊόντα εγκληματικών δραστηριοτήτων ή συνδέονται με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας προτού ολοκληρώσουν τις απαραίτητες ενέργειες της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 22 και συμμορφωθούν με τις οδηγίες της Αρχής. Εφόσον η αποφυγή της διενέργειας των ανωτέρω συναλλαγών είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τις προσπάθειες δίωξης των δικαιούχων αυτών, τα υπόχρεα πρόσωπα ενημερώνουν την Αρχή αμέσως μετά τη συναλλαγή.

Άρθρο 24
Υποχρεώσεις αναφοράς των αρμοδίων αρχών, των διαχειριστών αγορών και των γραφείων αντιπροσωπείας (άρθρο 36 της Οδηγίας 2015/849)

1. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν αμελλητί την Αρχή αν, κατά τη διάρκεια των ελέγχων που πραγματοποιούν σε υπόχρεα πρόσωπα, πληροφορηθούν ή διαπιστώσουν με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που μπορεί να συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2. Οι διαχειριστές των αγορών μετοχών, ομολόγων, άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, παραγώγων και συναλλάγματος υποχρεούνται να αναφέρουν στην Αρχή περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στις ανωτέρω αγορές περιλαμβάνονται η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων (Η.Δ.Α.Τ.), τα Πολυμερή Συστήματα Διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων του ν. 4514/2018 (Α' 18) και οι εσωτερικοποιημένες αγορές τέτοιων μέσων που λειτουργούν εντός πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.

3. Την ίδια υποχρέωση αναφοράς έχουν και τα στερούμενα ιδίας νομικής προσωπικότητας γραφεία αντιπροσωπείας στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, καθώς και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 25 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, όταν έχουν σοβαρές ενδείξεις ότι επιχειρείται να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των προσώπων των παρ. 2 και 3 με τις υποχρεώσεις του παρόντος και ιδίως, επικαιροποιούν τους μηχανισμούς ελέγχου, τον τρόπο παρακολούθησης και αξιολόγησης της αποτελεσματικής εφαρμογής της πολιτικής που έχουν θεσπίσει για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

Αρθρο 25
Υποβολή αναφορών για αδικήματα ειδικής αρμοδιότητας

1. Για τα αδικήματα της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, καθώς και για τα λοιπά αδικήματα αρμοδιότητας ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. που υπάγονται στα βασικά αδικήματα του άρθρου 4, ορίζονται τα εξής:
α) το Σ.Δ.Ο.Ε., όταν συντάσσει έκθεση ελέγχου ή πορισματική αναφορά για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, η διερεύνηση της οποίας εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, υποβάλλει αυτήν και στην Αρχή. Επιπροσθέτως, μπορεί να αναφέρει στην Αρχή υποθέσεις για τις οποίες έχει συντάξει έκθεση ελέγχου ή πορισματική αναφορά μόνο για το βασικό αδίκημα και να συνεργαστεί με αυτή, διενεργώντας έρευνες από κοινού σε υποθέσεις συντρέχουσας αρμοδιότητας,
β) οι Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα ελεγκτικά κέντρα, όταν διαπιστώνουν παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας ή λοιπές παραβάσεις αρμοδιότητάς τους που υπάγονται στα βασικά αδικήματα, υποβάλλουν αναφορές στην Αρχή, ενημερώνοντας συγχρόνως και τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε.,
γ) οι Τελωνειακές Υπηρεσίες όταν διαπιστώνουν παραβάσεις της τελωνειακής νομοθεσίας ή λοιπές παραβάσεις αρμοδιότητάς τους που υπάγονται στα βασικά αδικήματα, υποβάλλουν αναφορές στην Αρχή, ενημερώνοντας συγχρόνως τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης της Α.Α.Δ.Ε..

2. Οι αναφορές των περιπτ. β' και γ' της παρ. 1 υποβάλλονται στην Αρχή για αδικήματα που διαπράχθηκαν από τις 26.6.2017 και εξής εφόσον τα οικεία ποσά υπερβαίνουν τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Για τα αδικήματα της περίπτ. γ' λαμβάνονται υπόψη αθροιστικώς τα επιμέρους ποσά που προκύπτουν από επιμέρους πράξεις του ίδιου αδικήματος ή και από διαφορετικά αδικήματα λαθρεμπορίας που διαπιστώνονται κατά τον εκάστοτε έλεγχο.

Αρθρο 26
Μέτρα προστασίας των αναφερόντων προσώπων (άρθρα 37 και 38 της Οδηγίας 2015/849)

1. Η καλόπιστη γνωστοποίηση πληροφοριών προς την Αρχή ή εντός του υπόχρεου προσώπου σύμφωνα με το άρθρο 22 δεν αποτελεί παράβαση τυχόν νομοθετικής κανονιστικής, διοικητικής ή συμβατικής απαγόρευσης γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για το υπόχρεο πρόσωπο και τους υπαλλήλους του, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι δεν υπήρξε εγκληματική δραστηριότητα, ούτε μπορεί να αποτελέσει λόγο καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης ή μεταβολή των όρων της επί το δυσμενέστερον.

2. Τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρουν τις υπόνοιές τους για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας προστατεύονται από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 (Α' 141).

Αρθρο 27
Απαγόρευση γνωστοποίησης (άρθρο 39 παρ. 1 και 6 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα, τα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι τους απαγορεύεται να γνωστοποιούν στον εμπλεκόμενο πελάτη ή σε τρίτους ότι διαβιβάστηκαν ή θα διαβιβαστούν αρμοδίως πληροφορίες ή ότι διεξάγεται ή ενδέχεται να διεξαχθεί έρευνα ή ανάλυση για
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τα μέλη της διοίκησης, τα διευθυντικό στελέχη και τους υπαλλήλους των εποπτικών αρχών, καθώς και για δημόσιους υπαλλήλους που γνωρίζουν τις πληροφορίες του προηγούμενου εδαφίου. Η παράβαση του ανωτέρω καθήκοντος εχεμύθειας επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.

2. Η απόπειρα των υπόχρεων προσώπων των περιπτ. γ', δ' και ε' της παρ. 1 του άρθρου 5 να αποτρέψουν πελάτη να εμπλακεί σε εγκληματική δραστηριότητα δεν συνιστά γνωστοποίηση κατά την έννοια του παρόντος.

Άρθρο 28
Εξαιρέσεις της απαγόρευσης γνωστοποίησης (άρθρο 39 παρ. 3, 4 και 5 της Οδηγίας 2015/849)

1. Η απαγόρευση του άρθρου 27 δεν κωλύει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανήκουν στον ίδιο χρηματοπιστωτικό όμιλο. Το ίδιο ισχύει και για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που εδρεύουν στην Ελλάδα και υποκαταστημάτων ή θυγατρικών τους που εδρεύουν σε τρίτη χώρα, εφόσον αυτά συμμορφώνονται πλήρως προς τις πολιτικές και τις διαδικασίες που ισχύουν σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 36.

2. Η απαγόρευση του άρθρου 27 δεν κωλύει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των υπόχρεων προσώπων των περιπτ. γ', δ' και ε' της παρ. 1 του άρθρου 5 που λειτουργούν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα ασκούν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, είτε με σχέση εξαρτημένης εργασίας είτε όχι, στο πλαίσιο του ίδιου νομικού προσώπου ή ευρύτερης δομής, στην οποία υπάγεται το νομικό πρόσωπο και η οποία διαθέτει κοινή κυριότητα, διοίκηση ή έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των νομικών προσώπων. Το ίδιο ισχύει για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανωτέρω υπόχρεων προσώπων και αντίστοιχων προσώπων από τρίτες χώρες που επιβάλλουν υποχρεώσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος.

3. Τα υπόχρεα πρόσωπα των περιπτ. α', β', γ', δ' και ε' της παρ. 1 του άρθρου 5 που εδρεύουν ή ασκούν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα μπορεί να ανταλλάσσουν με υπόχρεα πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία ή επαγγελματικό κλάδο με αυτά πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο πελάτη και συναλλαγή ή δραστηριότητα στην οποία συμμετέχουν από κοινού. Τα ανωτέρω ισχύουν και για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανωτέρω ημεδαπών υπόχρεων προσώπων και ίδιας κατηγορίας ή επαγγελματικού κλάδου υπόχρεων προσώπων που εδρεύουν ή ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα που επιβάλλει υποχρεώσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος, καθώς και υποχρεώσεις σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4. Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ρυθμίζονται η διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών, τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την τήρηση της διαδικασίας αυτής και κάθε άλλο σχετικό θέμα με την εφαρμογή του παρόντος.

Άρθρο 29
Επιτροπή Δικηγόρων (άρθρο 34 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/849)

Συνιστάται Επιτροπή Δικηγόρων η οποία απαρτίζεται από πέντε μέλη που ορίζονται με τριετή θητεία από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και εδρεύει στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Η Επιτροπή αυτή λαμβάνει τις αναφορές των δικηγόρων για ύποπτες ή ασυνήθεις δραστηριότητες ή συναλλαγές, ελέγχει αν υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και τις διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση στην Αρχή. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από γνώμη της ανωτέρω Ολομέλειας, μπορεί να ορίζεται ο τρόπος λειτουργίας της Επιτροπής αυτής, ο τρόπος διαβίβασης των αναφορών των δικηγόρων όλης της Επικράτειας στην Αρχή, καθώς και η διαδικασία συνεργασίας και επικοινωνίας της με την Αρχή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'
ΦΥΛΑΞΗ ΑΡΧΕΙΩΝ, ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Άρθρο 30
Φύλαξη αρχείων και στοιχείων από υπόχρεα πρόσωπα (άρθρα 40 και 42 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να φυλάσσουν τα εξής έγγραφα και πληροφορίες για σκοπούς πρόληψης, εντοπισμού και διερεύνησης από την Αρχή, τις αρμόδιες ή άλλες δημόσιες αρχές ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:
α) τα έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο άρθρο 13,
β) τα πρωτότυπα ή αντίγραφα παραστατικά που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των συναλλαγών,
γ) τα εσωτερικά έγγραφα που αφορούν εγκρίσεις ή διαπιστώσεις ή εισηγήσεις για υποθέσεις που σχετίζονται με τη διερεύνηση των ανωτέρω αδικημάτων ή αναφερθείσες ή μη υποθέσεις στην Αρχή,
δ) τα στοιχεία της επιχειρηματικής εμπορικής και επαγγελματικής αλληλογραφίας με τους πελάτες όπως αυτά μπορεί να προσδιορίζονται από τις εποπτικές αρχές.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων υποχρεούνται, πέραν όσων προβλέπονται στην παρ. 1, να τηρούν μητρώο για τις πληρωμές απόδοσης κερδών ανά παίκτη, με τις προϋποθέσεις και τα ποσοτικά όρια που ορίζονται με απόφαση της εποπτικής αρχής. Ειδικά οι επιχειρήσεις καζίνο, εκτός του ανωτέρω μητρώου, τηρούν και μητρώο για την εξόφληση των μαρκών επ' ονόματι πελατών.

3. Τα στοιχεία των παρ. 1 και 2 φυλάσσονται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής σχέσης με τον πελάτη ή την ημερομηνία της περιστασιακής συναλλαγής. Κατά τη λήξη της προθεσμίας αυτής τα υπόχρεα πρόσωπα διαγράφουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός αν επιτρέπεται ή επιβάλλεται αιτιολογημένα από άλλη διάταξη νόμου ή κανονιστική απόφαση η φύλαξή τους για μακρότερο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τη δεκαετία. Για στοιχεία που αφορούν υποθέσεις για τις οποίες στις 25 Ιουνίου 2015 εκκρεμούσε έλεγχος ή έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και είχαν ζητηθεί πληροφορίες ή έγγραφα από υπόχρεο πρόσωπο, το τελευταίο οφείλει να διατηρήσει όλες τις σχετικές πληροφορίες ή έγγραφα μέχρι τις 25 Ιουνίου 2020 και, αν εκκρεμούσε ήδη ποινική διαδικασία, μέχρι την 25.6.2025.

4. Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να τηρούνται κατά τέτοιον τρόπο ώστε το υπόχρεο πρόσωπο να μπορεί να ανταποκρίνεται πλήρως και χωρίς καθυστέρηση, μέσω διαύλων που εξασφαλίζουν το απόρρητο των ερευνών, σε αίτημα της Αρχής, της αρμόδιας ή άλλης δημόσιας αρχής ως προς το αν διατηρεί ή είχε συνάψει κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε (5) ετών επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα ως προς το είδος της επιχειρηματικής σχέσης, καθώς και για κάθε σχετική συναλλαγή.

Άρθρο 31
Επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρα 41 και 43 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τα υπόχρεα πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο μόνο με σκοπό την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν ή να τύχουν επεξεργασίας για άλλους σκοπούς.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα παρέχουν στους νέους πελάτες τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997 πριν από τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης ή τη διενέργεια περιστασιακής συναλλαγής. Στις εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνεται συγκεκριμένα γενική ενημέρωση αναφορικά με τις νομικές υποχρεώσεις των υπόχρεων προσώπων σύμφωνα με τον παρόντα νόμο για επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

3. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο με σκοπό την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας θεωρείται ζήτημα δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με το ν. 2472/1997.

4. Κατ' εφαρμογή της απαγόρευσης γνωστοποίησης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 27, ο περιορισμός εν όλω ή εν μέρει, του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου τα υπόχρεα πρόσωπα, οι αρμόδιες αρχές η Αρχή και οι υπεύθυνοι επεξεργασίας των αρχείων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 4 του άρθρου 20 και στην παρ. 1 του άρθρου 21 εκπληρώνουν τα καθήκοντα τους για τους σκοπούς του παρόντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην παρεμποδίζεται η διενέργεια επίσημων ή νομικών ερευνών, αναλύσεων ή διαδικασιών και για να εξασφαλιστεί ότι δεν διακυβεύονται η πρόληψη, η διερεύνηση και ο εντοπισμός της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 32
Συλλογή, τήρηση και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων από δημόσιες αρχές (άρθρο 44 της Οδηγίας 2015/849)

1. Οι εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των αρμόδιων αρχών καθώς και των δικαστικών, εισαγγελικών, αστυνομικών, φορολογικών αρχών και υπηρεσιών τηρούν πλήρη και ενημερωμένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τομείς ή θέματα της αρμοδιότητάς τους. Τα στοιχεία αυτά συγκεντρώνονται ετησίως από τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα και διαβιβάζονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

2. Οι στατιστικές αυτές καλύπτουν τουλάχιστον:
α) μετρήσιμα δεδομένα σχετικά με το μέγεθος και τη σημασία των διάφορων τομέων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των υπόχρεων προσώπων και δεδομένων σχετικά με την οικονομική σημασία κάθε τομέα,
β) μετρήσιμα δεδομένα από τα επιμέρους στάδια αναφοράς διερεύνησης και εκδίκασης των υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται σε ετήσια βάση:
αα) ο αριθμός των αναφορών ύποπτων ή ασύνηθων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που υποβλήθηκαν στην Αρχή,
ββ) η κατηγοριοποίηση αυτών των αναφορών ανάλογα με τους αποστέλλοντες
γγ) ο αριθμός των υποθέσεων που έχουν διερευνηθεί,
δδ) ο αριθμός των υποθέσεων που έχουν τεθεί στο αρχείο,
εε) ο αριθμός των πορισμάτων που έχουν υποβληθεί στον Εισαγγελέα,
στστ) τα είδη των βασικών αδικημάτων που έχουν εντοπιστεί,
ζζ) ο αριθμός των προσώπων που έχουν διωχθεί για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
ηη) ο αριθμός των προσώπων που έχουν καταδικαστεί για τα ανωτέρω αδικήματα,
θθ) η αξία των περιουσιακών στοιχείων που έχουν δεσμευθεί, κατασχεθεί ή δημευθεί,
γ) δεδομένα όσον αφορά τον αριθμό των διασυνοριακών αιτήσεων παροχής πληροφοριών που έχουν υποβληθεί, απορριφθεί και απαντηθεί πλήρως ή εν μέρει από την Αρχή,
δ) τη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία των στοιχείων του άρθρου 33,
ε) τα στατιστικά στοιχεία τα οποία αναφέρονται στην παρ. 7 του άρθρου 6 και περιλαμβάνονται στις εκθέσεις των αρμοδίων αρχών.

3. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για την επαρκή ενημέρωση του κοινού.

Άρθρο 33
Συλλογή δικαστικών δεδομένων και στοιχείων

Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται η διαδικασία και οι τεχνικές λεπτομέρειες για τη συλλογή, την ταξινόμηση και την επεξεργασία στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις εκδικαζόμενες υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, τον αριθμό των περιπτώσεων που έχουν ερευνηθεί και των προσώπων που έχουν διωχθεί, τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις ή βουλεύματα και τα κατασχεθέντα ή δημευθέντα περιουσιακά στοιχεία. Με την ίδια απόφαση ορίζεται, επίσης η διαδικασία παρακολούθησης της δικαστικής εξέλιξης των αναφορών που υποβάλλει η Αρχή στον αρμόδιο Εισαγγελέα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'
ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Αρθρο 34
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών (άρθρο 32 παρ. 4, 5, 6 και άρθρα 53 54, 55 και 57 της Οδηγίας 2015/849)

1. Η Αρχή διαβιβάζει και ανταλλάσσει πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των αναλύσεών της με τις αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες των βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και με τις εποπτικές αρχές, εφόσον οι πληροφορίες αυτές κρίνονται αναγκαίες για το έργο τους και για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους. Επίσης, μπορεί να ζητεί ενημέρωση για τα αποτελέσματα των ερευνών που έχουν διεξαχθεί από τις εν λόγω αρχές, καθώς και κάθε πληροφορία που προβλέπεται από το άρθρο 49.
Η Αρχή μπορεί να αρνηθεί την παροχή των πληροφοριών αν αυτή μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στις διεξαγόμενες έρευνες ή αναλύσεις ή αν η γνωστοποίηση των πληροφοριών είναι σαφώς δυσανάλογη προς τα έννομα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή δεν εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίον ζητείται.
Η Αρχή ενημερώνει μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες την Α.Α.Δ.Ε. για τις περιπτώσεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από φορολογικά αδικήματα, τελωνειακά αδικήματα ή αδικήματα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Μέσα στην ίδια προθεσμία, ενημερώνει το Σ.Δ.Ο.Ε, για τις δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων που αφορούν εν γένει αδικήματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του, καθώς και για περιπτώσεις αποκάλυψης εστιών οικονομικού εγκλήματος απάτης διαφθοράς και ύποπτης κίνησης κεφαλαίων που έχουν περιέλθει σε γνώση της σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 24.

2. Η Αρχή ανταλλάσσει, με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα, με ΜΧΠ άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης που μπορεί να είναι χρήσιμες για τις επιχειρησιακές τους αναλύσεις. Αν λαμβάνει αναφορές υπόπτων ή ασύνηθων συναλλαγών που αφορούν άλλο κρότος μέλος, τις διαβιβάζει αμελλητί στην αντίστοιχη ΜΧΠ.

3. Τα εκατέρωθεν αιτήματα ανταλλαγής πληροφοριών πρέπει να περιλαμβάνουν τα πραγματικά περιστατικά και το πλαίσιο διενέργειας της έρευνας, τους λόγους υποβολής του αιτήματος και τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν οι ζητούμενες πληροφορίες. Η Αρχή εκτελεί μόνο αιτήματα που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Επιπλέον η Αρχή μπορεί να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών για λόγους εθνικής ασφάλειας και στις περιπτώσεις που η παροχή των πληροφοριών παραβιάζει τον Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4. Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών με ΜΧΠ άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να επιβάλλονται περιορισμοί και προϋποθέσεις ως προς τη χρήση τους. Οι πληροφορίες που προέρχονται από Μονάδες άλλων κρατών μελών μπορούν να χρησιμοποιούνται από την Αρχή μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν και με σεβασμό των επιβληθέντων περιορισμών ή προϋποθέσεων. Οποιαδήποτε διαβίβαση των πληροφοριών αυτών σε άλλη αρχή ή φορέα ή χρήση του για σκοπούς πέραν των αρχικώς εγκριθέντων υπόκειται σε προηγούμενη συγκατάθεση της Μονάδας που παρέχει τις πληροφορίες. Αν ζητείται η συγκατάθεση της Αρχής για τη διαβίβαση των πληροφοριών που έχει παράσχει σε άλλες αρχές ή φορείς του αιτούντος κράτους μέλους, η Αρχή δεν αρνείται τη σχετική συγκατάθεση παρά μόνον αν η διαβίβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και αν η διαβίβαση θα μπορούσε να παρακωλύσει τη διενέργεια εγχώριας ποινικής έρευνας ή να προξενήσει σαφώς δυσανάλογη βλάβη στα έννομα συμφέροντα ενός προσώπου ή στο δημόσιο συμφέρον ή να αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου. Η άρνηση συγκατάθεσης αιτιολογείται δεόντως.

5. Οι αρμόδιες αρχές μπορεί ομοίως να ανταλλάσσουν εμπιστευτικής φύσης πληροφορίες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τον παρόντα και να αλληλοενημερώνονται για τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών. Με διμερή ή πολυμερή μνημόνια συνεργασίας μπορεί να εξειδικεύονται οι διαδικασίες και οι τεχνικές λεπτομέρειες της ανωτέρω ανταλλαγής πληροφοριών.

6. Οι αρχές της παρ. 1 μπορεί να διενεργούν κοινούς ελέγχους σε υποθέσεις κοινής αρμοδιότητας και ενδιαφέροντος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τον παρόντα.

7. Για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος ως πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης νοούνται εκείνες που αφορούν την επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική συμπεριφορά προσώπων, τα στοιχεία των συναλλαγών και δραστηριοτήτων τους, τα φορολογικά στοιχεία τους, καθώς και πληροφορίες που σχετίζονται με ποινικό αδικήματα και φορολογικές τελωνειακές ή άλλες διοικητικές παραβάσεις Οι διαφορές μεταξύ των ορισμών των φορολογικών εγκλημάτων σύμφωνα με το εκάστοτε εθνικό δίκαιο δεν εμποδίζουν την ικανότητα των ΜΧΠ να ανταλλάσσουν πληροφορίες ή να παρέχουν συνδρομή σε άλλη ΜΧΠ, στο μέγιστο δυνατό βαθμό σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 35
Εσωτερικές διαδικασίες (άρθρο 8 και άρθρο 61 παρ. 3 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να εντοπίζουν και να εκτιμούν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες κινδύνου, όπως αυτούς που σχετίζονται με τους πελάτες τους τις χώρες ή τις γεωγραφικές περιοχές, τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, τις συναλλαγές ή τους διαύλους παροχής υπηρεσιών.

2. Οι εκτιμήσεις κινδύνων των υπόχρεων προσώπων τεκμηριώνονται, επικαιροποιούνται και τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής.

3. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν εσωτερικές πολιτικές ελέγχους και διαδικασίες, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του παρόντος.
Οι ανωτέρω πολιτικές έλεγχοι και διαδικασίες είναι ανάλογες προς το χαρακτήρα και το μέγεθος των υπόχρεων προσώπων και αφορούν:
(α) την αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων, τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, την υποβολή αναφορών ύποπτων συναλλαγών, την τήρηση αρχείου, τον ορισμό υπευθύνου σε επίπεδο διοίκησης για τον έλεγχο της συμμόρφωσης και τον έλεγχο καταλληλότητας των εργαζομένων,
(β) τη συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης υπηρεσίας ελέγχου για την εξακρίβωση της εφαρμογής των εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών.
Επιπρόσθετα, τα υπόχρεα πρόσωπα θεσπίζουν διαδικασίες που επιτρέπουν στους εργαζομένους τους να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και ανώνυμου διαύλου, ανάλογου προς το χαρακτήρα και το μέγεθος του εκάστοτε υπόχρεου προσώπου.

4. Οι εφαρμοζόμενες εσωτερικές πολιτικές έλεγχοι και διαδικασίες εγκρίνονται από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη τα οποία παρακολουθούν και, όπου ενδείκνυται, ενισχύουν τα μέτρα που έχουν ληφθεί.

5. Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν με απόφασή τους συγκεκριμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στο παρόν, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το μέγεθος και τη φύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των υπόχρεων προσώπων. Οι αρμόδιες αρχές μπορεί να αποφασίσουν ότι δεν χρειάζονται επιμέρους τεκμηριωμένες εκτιμήσεις κινδύνων, όταν οι εγγενείς για την κατηγορία υπόχρεων προσώπων κίνδυνοι είναι σαφείς και κατανοητοί.

Άρθρο 36
Εσωτερικές διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου (άρθρο 45 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα που ανήκουν σε όμιλο εφαρμόζουν επαρκείς και κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τους σκοπούς του παρόντος σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η εν λόγω υποχρέωση ισχύει και για τις θυγατρικές και τα υποκαταστήματα που ανήκουν κατά πλειοψηφία στα υπόχρεα πρόσωπα και βρίσκονται σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτες χώρες.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα που λειτουργούν εγκαταστάσεις σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις τηρούν τις σχετικές εθνικές διατάξεις του κράτους υποδοχής.

3. Τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές εταιρείες που ανήκουν κατά πλειοψηφία στα υπόχρεα πρόσωπα και βρίσκονται σε τρίτες χώρες όπου οι ελάχιστες απαιτήσεις καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι λιγότερο αυστηρές από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζουν τις τελευταίες συμπεριλαμβανομένων αυτών για την προστασία των δεδομένων, στο βαθμό που το επιτρέπει η νομοθεσία της τρίτης χώρας. Αν η νομοθεσία της τρίτης χώρας δεν το επιτρέπει, τα υπόχρεα πρόσωπα διασφαλίζουν ότι τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές τους εφαρμόζουν επιπρόσθετα μέτρα, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή, αν θεωρεί ότι τα επιπρόσθετα μέτρα δεν επαρκούν, εφαρμόζει συμπληρωματικές εποπτικές δράσεις, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να απαιτήσει από το υπόχρεο πρόσωπο να μη συνάψει ή να τερματίσει επιχειρηματικές σχέσεις και να μην εκτελέσει συναλλαγές και, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να παύσει τις δραστηριότητές του στην τρίτη χώρα.

4. Αν η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών σύμφωνα με την παρ. 1 σε υποκαταστήματα και θυγατρικές των υπόχρεων προσώπων στη χώρα αυτή, τα υπόχρεα πρόσωπα ενημερώνουν την Αρχή, την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή και τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνουν ακολούθως τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές.

5. Πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονται σε αναφορές ασύνηθων ή ύποπτων συναλλαγών που υποβάλλονται στην Αρχή από τα υπόχρεα πρόσωπα και αφορούν κεφάλαια που αποτελούν προϊόντα εγκληματικής δραστηριότητας ή σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας επιτρέπεται να ανταλλάσσονται εντός του ομίλου, εκτός αν δοθούν διαφορετικές οδηγίες από την Αρχή.

6. Οι εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα με μορφή διαφορετική από υποκατάστημα και των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επαφής στην Ελλάδα, για να εξασφαλίζει για λογαριασμό τους τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος και να διευκολύνει την εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εγγράφων και πληροφοριών σ' αυτήν ύστερα από σχετικό αίτημα.

Άρθρο 37
Κατάρτιση και εκπαίδευση (άρθρο 46 παρ. 1 εδαφ. α' και β' της Οδηγίας 2015/849)

Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα ανάλογα με τους εκτιμώμενους κινδύνους, τη φύση και το μέγεθος τους ώστε οι υπάλληλοι τους να λάβουν γνώση των διατάξεων του παρόντος και των σχετικών κανονιστικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών υποχρεώσεων για την προστασία των δεδομένων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή των υπαλλήλων σε ειδικά προγράμματα κατάρτισης για τον εντοπισμό των δραστηριοτήτων που συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και την εκμάθηση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να ενεργούν στις περιπτώσεις αυτές.

Άρθρο 38
Αρμόδια στελέχη (άρθρο 46 παρ. 4 της Οδηγίας 2015/849)

1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει να ορίσει ένα διευθυντικό στέλεχος, στο οποίο τα άλλα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι αναφέρουν κάθε συναλλαγή που θεωρούν ασυνήθη ή ύποπτη για διάπραξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και κάθε γεγονός που λαμβάνουν γνώση λόγω της υπηρεσίας τους και το οποίο μπορεί να αποτελέσει ένδειξη τέτοιων πράξεων. Στα υποκαταστήματα ή σε ειδικές διευθύνσεις ή μονάδες η αναφορά αυτή γίνεται κατευθείαν στο διευθυντή του υποκαταστήματος ή της διεύθυνσης ή της μονάδας ο οποίος αναφέρεται αμέσως στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος, εφόσον συμμερίζεται τις υπόνοιες. Αν ο διευθυντής ή ο αναπληρωτής του κωλύεται ή αρνείται ή αμελεί ή δεν συμμερίζεται τις υπόνοιες του αναφέροντος υπαλλήλου, τότε ο υπάλληλος μπορεί να αναφερθεί στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος. Το τελευταίο ενημερώνει σχετικά, τηλεφωνικώς ή με εμπιστευτικό έγγραφο ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο, την Αρχή, παρέχοντάς της συγχρόνως κάθε χρήσιμη πληροφορία ή στοιχείο, αν μετά την εξέταση που πραγματοποιεί κρίνει ότι οι πληροφορίες και τα υπάρχοντα στοιχεία δικαιολογούν την αναφορά.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν με απόφασή τους να επιβάλλουν αντιστοίχως την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας και σε άλλα υπόχρεα νομικά πρόσωπα.

2. Αν περισσότερα υπόχρεα πρόσωπα ανήκουν σε όμιλο, αυτός ορίζει διευθυντικό στέλεχος από τη μεγαλύτερη εταιρεία του ομίλου ως συντονιστή για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων του παρόντος από τις επί μέρους εταιρείες του ομίλου. Προς τούτο το στέλεχος αυτό συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τα διευθυντικά στελέχη των επί μέρους εταιρειών του ομίλου που ορίζονται σύμφωνα με την παρ. 1, λαμβάνει γνώση των αναφορών τους προς την Αρχή και μπορεί να υποβάλει αναφορές σ' αυτήν και ο ίδιος, παρέχοντας στοιχεία από όλες τις εταιρείες του ομίλου.

3. Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να προσδιορίζονται διαδικασίες και υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούν οι όμιλοι και οι εταιρείες κάθε ομίλου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙ Σ, ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Αρθρο 39
Ποινικές κυρώσεις (άρθρο 58 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/849)

1.α) Με κάθειρξη μέχρι δέκα (1θ) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
β) Ο υπαίτιος των πράξεων της περίπτ. α' τιμωρείται με κάθειρξη και με χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ, αν έδρασε ως υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το βασικό αδίκημα περιλαμβάνεται στα αδικήματα των περίπτ. γ' και ε' του άρθρου 4, ακόμη και αν για αυτά προβλέπεται ποινή φυλάκισης.
γ) Ο υπαίτιος των πράξεων της περίπτ. α' τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, αν ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό, προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας.
δ) Με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών τιμωρείται ο υπάλληλος του υπόχρεου νομικού προσώπου ή όποιο άλλο υπόχρεο προς αναφορά ύποπτων συναλλαγών πρόσωπο παραλείπει από πρόθεση να αναφέρει αρμοδίως ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή δραστηριότητες ή παρουσιάζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών, διοικητικών ή κανονιστικών διατάξεων και κανόνων, εφόσον για την πράξη του δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλες διατάξεις.
ε) Η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων, αυτουργού και συμμέτοχων, για τις πράξεις των περίπτ. α', β' και γ' , εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος,
στ) Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, που δεν είναι συμμέτοχος στη διάπραξη του βασικού αδικήματος, εφόσον είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και του β' βαθμού ή σύζυγος, θετός γονέας ή θετό τέκνο του υπαιτίου του βασικού αδικήματος.
ζ) Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό αδίκημα, η ποινή κατ' αυτού ή τρίτου από τους αναφερόμενους στο δεύτερο εδάφιο της περίπτ. στ' για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που έχουν προκύψει από το ίδιο βασικό αδίκημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του βασικού αδικήματος.
η) Οι περίπτ. στ' και ζ' δεν ισχύουν στις περιστάσεις της περίπτ. γ' και στα βασικά αδικήματα που αναφέρονται στην περίπτ. β'.
θ) Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση και τα έσοδα που έχουν προκύψει δεν υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι φυλάκιση έως δύο (2) ετών. Αν στην περίπτωση αυτή συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαιτίου του βασικού αδικήματος ή τρίτου οι περιστάσεις της περίπτ. γ', η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
ι) Στα εγκλήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για την εφαρμογή των άρθρων 88 έως 93 ΠΚ, λαμβάνονται υπόψη και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν δικαστήρια άλλων κρατών μερών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του έτους 2005 για τη νομιμοποίηση, την ανίχνευση, την κατάσχεση και τη δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ν. 4478/2017, Α' 91).

2. Η άσκηση ποινικής δίωξης και η καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν προϋποθέτει ποινική δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό αδίκημα.

3. Στις περιπτώσεις εξάλειψης του αξιόποινου, αθώωσης λόγω του ότι η πράξη κατέστη ανέγκλητη ή απαλλαγής του υπαιτίου από την ποινή λόγω ικανοποίησης του ζημιωθέντος για το βασικό αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ότι η ικανοποίηση του ζημιωθέντος επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, αίρεται το αξιόποινο ή κηρύσσεται αθώος ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος από την ποινή και για τις συναφείς πράξεις νομιμοποίησης εσόδων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το αξιόποινο εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής.

4. Όπου στο παρόν άρθρο προβλέπεται αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και χρηματική ποινή, δεν εφαρμόζεται η περίπτ. ε' του άρθρου 83 ΠΚ.

5. Τα κακουργήματα που προβλέπονται στο άρθρο 2 δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Άρθρο 40
Δήμευση περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)

1. Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος του όρθρου 4 ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που έχουν αποκτηθεί αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που έχουν χρησιμοποιηθεί ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απόδοσής τους στον ιδιοκτήτη σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Σε περίπτωση ανάμειξης του προϊόντος του αδικήματος με περιουσία που προέρχεται από νόμιμες πηγές, η κατάσχεση και η δήμευση επιβάλλονται μέχρι του ποσού της αξίας του προϊόντος αυτού. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσης τους. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων.

2. Αν η περιουσία ή το προϊόν σύμφωνα με την παρ.1 δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται με τους όρους της παρ. 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και χρηματική ποινή μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος.
Η δήμευση που επιβάλλεται με τους όρους της παρ. 1 και της παρούσας παραγράφου δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί των περιουσιακών στοιχείων. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

3. Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν έχει ασκηθεί δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που είχε ασκηθεί έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές, η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν έχει ασκηθεί δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Το άρθρο 492 και η παρ. 3 του άρθρου 504 ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση.

4. Η παρ. 2 του άρθρου 310 και το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 373 ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως και αν έχει διαταχθεί δήμευση κατά της περιουσίας τρίτου, ο οποίος δεν συμμετείχε στη δίκη ούτε κλητεύθηκε σε αυτήν.

Άρθρο 41
Αποζημίωση υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)


1. Το Δημόσιο μπορεί, ύστερα από πρακτικό ή γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους να αξιώσει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων από τον αμετακλήτως καταδικασμένο σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών (3) ετών για ποινικό αδίκημα της παρ. 2 κάθε άλλη περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από άλλο αδίκημα της παρ.
2, έστω και αν δεν έχει ασκηθεί για το αδίκημα αυτό δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που είχε ασκηθεί έπαυσε οριστικά ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.

2. Η παρ.1 εφαρμόζεται στα παρακάτω ποινικά αδικήματα, εφόσον αυτά αμέσως ή εμμέσως μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικό όφελος:
α) σε εκείνα των περιπτ. α' έως και θ' του άρθρου 4,
β) σε εκείνα των άρθρων 207 έως 208Α Π Κ,
γ) σε εκείνα των άρθρων 216, 372, 374 έως 375 και 394 Π Κ, εφόσον αφορούν μέσα πληρωμής πλην των μετρητών,
δ) σε εκείνα των άρθρων 348Α έως 348Γ, 349 παρ. 1-2 Π Κ,
ε) σε εκείνα των όρθρων 292Β παρ. 2-3 και 381Α παρ. 2-3 ΠΚ.

3. Αν η περιουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 έχει μεταβιβαστεί σε τρίτο, ο καταδικασμένος υποχρεούται σε αποζημίωση ίση με την αξία της κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Η παραπάνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί και κατά τρίτου που απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον κατά το χρόνο της κτήσης ήταν σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος κατ' ευθεία γραμμή με τον καταδικασμένο ή αδελφός του ή θετό τέκνο του, καθώς και εναντίον κάθε τρίτου που απέκτησε την περιουσία μετά την άσκηση κατά του καταδικασμένου ποινικής δίωξης για το πιο πάνω έγκλημα, αν τα ανωτέρω πρόσωπα κατά το χρόνο που την απέκτησαν, γνώριζαν την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταδικασμένου. Ο τρίτος και ο καταδικασμένος ευθύνονται εις ολόκληρον.

Άρθρο 42
Δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)

1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση σύμφωνα με το άρθρο 40. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, των τίτλων, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα, γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, στο πιστωτικό ίδρυμα ή το χρηματοπιστωτικό οργανισμό και επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων επιδίδεται και στο συνδικαιούχο, σε περίπτωση δε θυρίδων και στον πληρεξούσιο του μισθωτή.

2. Η απαγόρευση που προβλέπεται στην παρ. 1 ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παρούσας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Η απαγόρευση δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί του λογαριασμού, των τίτλων ή των χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ.1, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, κατά περίπτωση στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο κτηματολογικού γραφείου ή νηολογίου ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας προς καταχώρηση της σχετικής εγγραφής, οι οποίοι υποχρεούνται να προβούν την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσουν το έγγραφο που τους έχει κοινοποιηθεί. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στα βιβλία των ανωτέρω αρμόδιων υπηρεσιών μετά την εγγραφή της ανωτέρω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 4 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι (20) μέρες από την επίδοση σ' αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της αίτησης και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.

5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρ. 4.

6. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με αίτησή τους που απευθύνεται στην αρχή που αποφάσισε τη δέσμευση ή με την προσφυγή που προβλέπεται στις παρ. 4 και 5, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχείων.

7. Το παρόν εφαρμόζεται αναλόγως εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών και στα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5.

Αρθρο 43
Εφαρμογή κυρώσεων επιβαλλόμενων από διεθνείς οργανισμούς (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)

1. Όταν για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας επιβάλλεται, με Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή με Αποφάσεις και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων συγκεκριμένων προσώπων και η απαγόρευση της παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σ' αυτά, ακολουθείται η εξής διαδικασία, ύστερα από την ένταξη των εν λόγω Αποφάσεων ή Κανονισμών στην ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και όπου αυτή απαιτείται:
α) οι ανωτέρω Αποφάσεις και Κανονισμοί, καθώς και οι τροποποιητικές ή αναθεωρητικές αυτών Αποφάσεις διαβιβάζονται άμεσα μετά την έκδοση τους από το Υπουργείο Εξωτερικών στην Μονάδα της παρ. 3 του άρθρου 48 της Αρχής, η οποία τηρεί αναλυτικούς καταλόγους των κατονομαζόμενων προσώπων,
β) η Μονάδα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 για τις ανωτέρω Αποφάσεις και Κανονισμούς και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των κατονομαζόμενων προσώπων. Στα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται και αυτά που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν ή ελέγχονται από τα ανωτέρω πρόσωπα. Η Μονάδα ζητεί, επίσης, αναλυτικά στοιχεία για τις κάθε είδους συναλλαγές ή δραστηριότητες των ανωτέρω προσώπων κατά την τελευταία πενταετία, για το αν αυτά είχαν ή έχουν οποιαδήποτε επιχειρηματική σχέση με το αναφέρον υπόχρεο πρόσωπο, καθώς και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο ή πληροφορία. Επίσης παρέχει οδηγίες για τη διαδικασία εντοπισμού και διαχωρισμού των προς δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, για τη διαδικασία αποδέσμευσης μέρους ή του συνόλου αυτών σύμφωνα με την περίπτ. στ' και για τον τρόπο άρσης των μέτρων δέσμευσης κατά διαγραφέντων από τους καταλόγους προσώπων σύμφωνα με την περίπτ. ζ',
γ) η Μονάδα μπορεί να διαβιβάσει τους σχετικούς καταλόγους και σε δημόσιες αρχές που τηρούν αρχεία και διαθέτουν ενδεχομένως πληροφορίες για τον εντοπισμό των ανωτέρω προσώπων ή περιουσιακών τους στοιχείων,
δ) η Μονάδα εκτελεί άμεσα τα μέτρα που προβλέπονται στις Αποφάσεις και στους Κανονισμούς σχετικά με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των κατονομαζόμενων προσώπων, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και του ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων από μέρους τους την απαγόρευση παροχής χρηματοπιστωτικών ή επενδυτικών υπηρεσιών σ' αυτά, καθώς και κάθε άλλο προβλεπόμενο μέτρο. Η εκτελεστική διάταξη της Μονάδας επιδίδεται στα παραπάνω πρόσωπα,
ε) το πρόσωπο του οποίου έχουν δεσμευθεί περιουσιακά στοιχεία, καθώς και οποιοσδήποτε τρίτος έχει έννομο συμφέρον δικαιούνται να προσβάλουν την ανωτέρω διάταξη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοσή της. Οι προσφεύγοντες μπορούν να αμφισβητήσουν μόνο τη συνδρομή των προϋποθέσεων της δέσμευσης ή της απαγόρευσης
στ) η Μονάδα μπορεί να χορηγήσει, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερόμενων προσώπων, ειδική άδεια για την επαύξηση, αποδέσμευση ή χρησιμοποίηση του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων που έχουν δεσμευθεί, για τους λόγους και με τη διαδικασία που αναφέρονται στις σχετικές Αποφάσεις και Κανονισμούς του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ζ) σε περίπτωση διαγραφής προσώπου από τους σχετικούς καταλόγους, ύστερα από Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναθεωρεί ή τροποποιεί προηγούμενη Απόφαση ή Κανονισμό, η Μονάδα διατάσσει άμεσα την άρση της δέσμευσης και κάθε άλλου μέτρου που έχει ληφθεί, ενημερώνοντας σχετικά τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα ονόματα των προσώπων που έχουν διαγραφεί από τον κατάλογο και των οποίων τα οικονομικά στοιχεία έχουν αποδεσμευθεί μπορεί να αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Αρχής, με τη συναίνεση των προσώπων αυτών,
η) όποιο υπόχρεο φυσικό πρόσωπο ή στέλεχος ή υπάλληλος υπόχρεου προσώπου αποκρύπτει την ταυτότητα ή τα στοιχεία ταυτότητας ή την ύπαρξη επιχειρηματικής σχέσης ή όλα ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων τα οποία ταυτίζονται με πρόσωπα από αυτά που διαλαμβάνονται ατις παραπάνω Αποφάσεις και Κανονισμούς ή αρνείται να προβεί στη δέσμευση περιουσιακών τους στοιχείων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Αν από αμέλεια δεν εντοπίσει περιουσιακά τους στοιχεία ή δεν διαπιστώσει επιχειρηματική σχέση με αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ,
θ) σε βάρος των υπόχρεων νομικών προσώπων ή οντοτήτων που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν άρθρο επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή οι διοικητικές κυρώσεις των υποπερίπτ. αα', εε' και στστ' της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 46, εφαρμοζομένων αντιστοίχως των όρων, προϋποθέσεων και εκεί διαλαμβανόμενων διακρίσεων.

2. Η παρ. 1 ισχύει και για την εφαρμογή του μέτρου της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων προσώπων που επιβάλλεται από Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή Αποφάσεις και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για άλλους, πλην της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λόγους, όπως καθορίζονται στις ανωτέρω Αποφάσεις ή Κανονισμούς.

Αρθρο 44
Πρόσβαση δικαστικών αρχών σε αρχεία και στοιχεία

Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης, ανάκρισης ή δίκης για αδικήματα των άρθρων 2 και 4, επιτρέπεται στον εισαγγελέα, τον ανακριτή και το δικαστήριο να λαμβάνουν γνώση των βιβλίων και στοιχείων τα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις τηρούν τα υπόχρεα πρόσωπα και να επισυνάπτουν στη δικογραφία μόνο απόσπασμα των βιβλίων ή των στοιχείων με τις σχετικές εγγραφές που αφορούν το πρόσωπο για το οποίο διεξάγεται η έρευνα. Την ακρίβεια του αποσπάσματος βεβαιώνει ο εκπρόσωπος του υπόχρεου νομικού προσώπου ή οντότητας ή το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο. Ο εισαγγελέας ο ανακριτής και το δικαστήριο δικαιούνται να ελέγξουν τα βιβλία και τα στοιχεία αυτά για να διαπιστώσουν την ακρίβεια των περιεχομένων στο απόσπασμα εγγραφών ή την ύπαρξη άλλων εγγραφών που αφορούν το ανωτέρω πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να ελέγξει μόνο την ύπαρξη των εγγραφών που ισχυρίζεται ότι το αφορούν.

Αρθρο 45
Ευθύνη νομικών προσώπων και οντοτήτων (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)

1. Αν αξιόποινη πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή κάποιο από τα βασικά αδικήματα τελείται προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή οντότητας από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της οντότητας και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτών ή έχει εξουσία εκπροσώπησής τους ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό τους ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτών, επιβάλλονται αιτιολογημένα στο νομικό πρόσωπο ή την οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι εξής κυρώσεις:
α) διοικητικό πρόστιμο από πενήντα χιλιάδες (50.000)ευρώ έως δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ,
β) οριστική ή προσωρινή για χρονικό διάστημα από ένα (1) μήνα έως δύο (2) έτη ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας γ) απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για το ίδιο χρονικό διάστημα, δ) οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ενισχύσεις επιδοτήσεις αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα. Το διοικητικό πρόστιμο της περίπτ. α' επιβάλλεται πάντοτε ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων. Οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και όταν φυσικό πρόσωπο που έχει κάποια από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο ιδιότητες είναι ηθικός αυτουργός ή συνεργός στις ίδιες πράξεις.

2. Όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρ. 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος ή από εντολοδόχο του νομικού προσώπου ή της οντότητας της πράξης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή του βασικού αδικήματος προς όφελος ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή της οντότητας, επιβάλλονται αιτιολογημένα στο νομικό πρόσωπο ή την οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικό, οι εξής κυρώσεις:
α) διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,
β) οι προβλεπόμενες στις περιπτ. β', γ' και δ' της παρ. 1 κυρώσεις, για χρονικό διάστημα έως ένα (1) έτος.

3. Αν πρόκειται για υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή οντότητα οι ανωτέρω κυρώσεις επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής. Αν πρόκειται για μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή οντότητα, επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας περιφερειακής διεύθυνσης του Σ.Δ.Ο.Ε.

4. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις παρ. 1, 2 και 3 και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις και ιδίως:
α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης
β) ο βαθμός ευθύνης του νομικού προσώπου ή της οντότητας
γ) η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου ή της οντότητας
δ) το ύψος των παράνομων εσόδων ή του προκύψαντος οφέλους
ε) οι ζημίες τρίτων που προέκυψαν από το αδίκημα,
στ) οι ενέργειες του νομικού προσώπου ή της οντότητας μετά την τέλεση της παράβασης
ε) η υποτροπή του νομικού προσώπου ή της οντότητας.

5. Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νόμιμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου ή της οντότητας για παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον δέκα (10) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας(ν. 2690/1999, Α'45). Για τη διαπίστωση τέλεσης των παραβάσεων και για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες που έχουν σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Σε περίπτωση επιβολής κύρωσης, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή κοινοποιεί τη σχετική απόφαση στις αρμόδιες για την τήρηση μητρώου προμηθευτών ή παρόχων υπηρεσιών δημόσιων συμβάσεων υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

6. Η εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 έως 5 είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων που αναφέρονται σ' αυτές.

7. Οι εισαγγελικές αρχές ενημερώνουν αμέσως, κατά περίπτωση, την αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων αρχή για την άσκηση ποινικής δίωξης επί υποθέσεων στις οποίες υπάρχει εμπλοκή νομικού προσώπου ή οντότητας σύμφωνα με την έννοια των παρ. 1 και 2 και τους αποστέλλουν αντίγραφο της σχετικής δικογραφίας. Σε περίπτωση καταδίκης φυσικού προσώπου για τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2, το δικαστήριο μπορεί αντίστοιχα να διατάξει την αποστολή αντιγράφου της καταδικαστικής απόφασης και της σχετικής δικογραφίας στην αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων αρχή.

8. Η ευθύνη των νομικών προσώπων ή οντοτήτων για τα κακουργήματα της παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ καθορίζεται στο άρθρο 41 του ν. 3251/2004 (Α'93). Ειδικές διατάξεις με τις οποίες καθιερώνεται ευθύνη νομικών προσώπων για άλλα βασικά αδικήματα, διατηρούνται σε ισχύ.

Άρθρο 46
Διοικητικές κυρώσεις (άρθρα 58 έως 60 της Οδηγίας 2015/849)

1. Στα υπόχρεα πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους από τις διατάξεις του παρόντος του Κανονισμού (EE) αριθ. 847/2015 και των σχετικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση τους επιβάλλεται με απόφαση των αρμόδιων εποπτικών αρχών, σωρευτικά ή διαζευκτικά, είτε η λήψη συγκεκριμένων διορθωτικών μέτρων μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα είτε μία ή περισσότερες από τις εξής κυρώσεις:
α) στα υπόχρεα νομικά πρόσωπα ή οντότητες:
αα) πρόστιμο σε βάρος του νομικού προσώπου ή της οντότητας έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ και, αν το υπόχρεο πρόσωπο είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός, έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,
ββ) πρόστιμο σε βάρος των μελών του διοικητικού συμβουλίου, του διευθύνοντος συμβούλου, των διευθυντικών στελεχών ή άλλων υπαλλήλων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, υπευθύνων για την τέλεση των παραβάσεων ή ασκούντων ανεπαρκή έλεγχο ή εποπτεία επί των υπηρεσιών, υπαλλήλων και δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, λαμβανομένης υπόψη της θέσης ευθύνης και των εν γένει καθηκόντων τους, έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ και, αν το υπόχρεο πρόσωπο είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,
γγ) απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων από τη θέση τους για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, και απαγόρευση ανάληψης άλλης αντίστοιχης θέσης
δδ) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το νομικό πρόσωπο ή την οντότητα και τη φύση της παράβασης
εε) οριστική απαγόρευση της άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου ή της οντότητας της ίδρυσης νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα ή της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία,
στστ) σε περίπτωση σοβαρών ή επανειλημμένων παραβάσεων, οριστική ή προσωρινή ανάκληση ή αναστολή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της άδειας λειτουργίας του νομικού προσώπου ή της οντότητας ή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στο νομικό πρόσωπο ή την οντότητα μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Η προσωρινή ανάκληση ή αναστολή λειτουργίας των ανωτέρω, όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις παράβασης της παραγρ. 1 που καθιστούν τη λειτουργία τους επικίνδυνη για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η προσωρινή ανάκληση ή αναστολή μπορεί να αποφασίζεται και για ορισμένες μόνον από τις υπηρεσίες ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί άδεια λειτουργίας Η διάρκεια της ανάκλησης ή αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στους παραβάτες μέσα στην οποία οφείλουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Η περί προσωρινής αναστολής απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή, γνωστοποιείται στα υπόχρεα πρόσωπα με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδικτυακό τόπο και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις η αρμόδια εποπτική αρχή αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής και ενδεχομένως την επιβολή κυρώσεων είτε την ανάκληση της άδειας της λειτουργίας
β) στα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα:
αα) επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ ή ίσο με το διπλάσιο του τυχόν οφέλους που απεκόμισε ο παραβάτης από την παράβαση ββ) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το φυσικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης
γγ) οριστική ή προσωρινή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Η διάρκεια της προσωρινής απαγόρευσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση προσωρινής απαγόρευσης μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στο υπόχρεο φυσικό πρόσωπο μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους.
Οι κυρώσεις της παρούσας είναι ανεξάρτητες από εκείνες του άρθρου 50 του παρόντος και του άρθρου 41 του ν. 3251/2004. Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση για παροχή εξηγήσεων των νόμιμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου ή της οντότητας ή των υπαίτιων φυσικών προσώπων σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παρ. 5 του όρθρου 45. 2. Τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα ή οντότητες μπορεί να θεωρηθούν υπαίτια για παραβάσεις που τελούνται προς όφελος τους από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικώς είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της οντότητας και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτού με βάση εξουσία εκπροσώπησής του ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό του ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτού. Μπορεί, επίσης να θεωρηθούν υπαίτια όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο κατέστησε δυνατή την τέλεση της παράβασης από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος προς όφελος του νομικού προσώπου ή της οντότητας.

3. Οι αποφάσεις επιβολής των κυρώσεων δημοσιεύονται, όταν γίνουν αμετάκλητες, με ανάρτησή τους για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της αρμόδιας εποπτικής αρχής. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις στις οποίες η δημοσίευση είναι πιθανό να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή να θέσει σε κίνδυνο την έκβαση διεξαγόμενης έρευνας ή την σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Στις περιπτώσεις αυτές η δημοσίευση μπορεί να γίνει μόνο μετά την έκλειψη των σχετικών λόγων ή, ενδεχομένως, χωρίς αναφορά της ταυτότητας των υπαίτιων προσώπων.

4. Οι αρμόδιες αρχές, με απόφασή τους που δημοσιεύεται: α) ταξινομούν, κατά λόγο αρμοδιότητας, τις επί μέρους υποχρεώσεις των εποπτευόμενων από αυτές προσώπων, καθώς και των στελεχών και υπαλλήλων τους, είτε ξεχωριστά είτε ανά κατηγορίες, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας, την αναφορά υπόπτων συναλλαγών, την τήρηση αρχείων και τις εσωτερικές διαδικασίες, β) ορίζουν το βαθμό σπουδαιότητας κάθε υποχρέωσης ή κατηγορίας υποχρεώσεων, με ενδεικτική αναφορά πιθανών κυρώσεων για μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις αυτές, καθώς και γενικά ή ειδικά κριτήρια προσδιορισμού και επιμέτρησης των κυρώσεων, τα οποία λαμβάνει υπόψη της η εκάστοτε αρμόδια αρχή. Στα κριτήρια αυτά περιλαμβάνονται οπωσδήποτε η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου προσώπου, η οικονομική ισχύς του, το κέρδος που αποκόμισε από την παράβαση, οι ζημίες που προκλήθηκαν σε τρίτους, ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την αρμόδια αρχή και προηγούμενες παραβάσεις του.

5. Αν υπόχρεο φυσικό πρόσωπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και των σχετικών κανονιστικών αποφάσεων, εφόσον ο πειθαρχικός έλεγχος αυτού ασκείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από ειδικό πειθαρχικό όργανο, η αρμόδια αρχή παραπέμπει το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο στο παραπάνω όργανο, στο οποίο διαβιβάζει και όλα τα στοιχεία της παράβασης.

6. Οι κυρώσεις των παρ. 1 έως 5 επιβάλλονται, εκτός αν με άλλες διατάξεις προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις, κατά των αναφερόμενων υπόχρεων προσώπων και των υπαλλήλων τους.

7. Τα πρόστιμα που προβλέπονται στο παρόν και στο άρθρο 45 και επιβάλλονται από τα αναφερόμενα σε αυτά δημόσια όργανα βεβαιώνονται από τις καθ' ύλην αρμόδιες υπηρεσίες και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε..

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Οργανωτικές διατάξεις για την Αρχή Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες

Αρθρο 47
Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (άρθρο 32 παρ. 1 και 3 της Οδηγίας 2015/849)

1. Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης», η οποία έχει συσταθεί με το άρθρο 7 του ν. 3691/2008 μετονομάζεται σε «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες». Σκοπός της Αρχής είναι: α) η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας β) ο προσδιορισμός των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων και η επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων σε βάρος τους και σε βάρος προσώπων που καθορίζονται με Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και των οργάνων του ή με Αποφάσεις και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης γ) ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτ. αα' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 (Α' 309).

2. Η Αρχή απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η έδρα της είναι στο Νομό Αττικής σε τόπο που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της. Ο προϋπολογισμός της Αρχής αποτελεί τμήμα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών. Η Αρχή μπορεί να συμμετέχει σε συγχρηματοδοτούμενα ή χρηματοδοτούμενα προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή διεθνείς οργανισμούς, με σκοπό τη λειτουργική υποστήριξή της σε ελεγκτικό και τεχνολογικό επίπεδο.

3. Η Αρχή μπορεί με απόφασή της να εγκαθιστά και να λειτουργεί γραφεία της και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Για οποιαδήποτε διαφορά διοικητικής ή αστικής φύσης ανακύπτει από τη λειτουργία της αποκλειστικά αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Πρόεδρο της, η δε εν γένει νομική και δικαστική υποστήριξη των υποθέσεών της και το γνωμοδοτικό έργο διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού του (ν. 3086/2002, Α'324) και ειδικότερα από το Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Οικονομικών. Νομική υποστήριξη παρέχει παράλληλα στην Αρχή και το Αυτοτελές Γραφείο Νομικής Υποστήριξης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.

4. Η Αρχή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δεκαεπτά (17) μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις ίδιες ιδιότητες και προσόντα με τα μέλη που αναπληρώνουν. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους. Η θητεία τους ορίζεται υποχρεωτικό τριετής και μπορεί να ανανεώνεται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τα έξι (6) έτη. Σε περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας του Προέδρου ή μέλους διορίζεται νέος Πρόεδρος ή μέλος για το υπόλοιπο της θητείας του αποχωρήσαντος μέλους. Μέχρι το διορισμό του νέου Προέδρου ή τακτικού μέλους τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωτής του.

5. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης. Ο διορισμός του Προέδρου και του αναπληρωτή του γίνεται με την απόφαση της παρ. 6 μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

6. Τα μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση των Εσωτερικών, Εξωτερικών, Υπουργών Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, όπως ορίζεται ειδικότερα στο επόμενο άρθρο. Τα πρόσωπα που προτείνονται πρέπει να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους, καθώς και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επί μέρους Μονάδων της Αρχής. Ο διορισμός των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών γίνεται αφού προηγηθεί γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για την καταλληλότητα των προτεινόμενων προσώπων.

Άρθρο 48
Μονάδες και αρμοδιότητες της Αρχής (άρθρα 32 παρ. 7 και 8, 46 παρ. 3 και άρθρο 52 της Οδηγίας 2015/849)

1. Η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, με κοινό Πρόεδρο. Οι Μονάδες συνεδριάζουν νόμιμα εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τα μισά τουλάχιστον από τα μέλη τους ή τους αναπληρωτές τους και αποφασίζουν με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Οι Μονάδες και οι αρμοδιότητές τους περιγράφονται στις παρ. 2 έως 4.

2. Α' Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών
α) Η Α' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και έντεκα (11) μέλη της Αρχής με τους αναπληρωτές τους, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, και ειδικότερα:
αα) ένα στέλεχος από τη Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, ένα από την Ειδική Γραμματεία Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) και ένα από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνονται από τον αρμόδιο Υπουργό,
ββ) ένα στέλεχος από την Α.Α.Δ.Ε. που προτείνεται από το Διοικητή της,
γγ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό,
δδ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από το Διοικητή της,
εε) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο,
στστ) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που προτείνεται από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο για θέματα Προστασίας του Πολίτη
ζζ) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής που προτείνεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής,
ηη) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων που προτείνεται από τον Πρόεδρο της,
θθ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων που προτείνεται από τον Πρόεδρο της.
β) Η Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή αντίστοιχης σοβαρής οικονομικής εγκληματικότητας, κατά προτίμηση δε και με γνώση της αγγλικής γλώσσας. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή πενήντα (50) θέσεις, από τις οποίες οι είκοσι πέντε (25) τουλάχιστον είναι θέσεις προσωπικού με ειδικές γνώσεις και εμπειρία. Δύο (2) κατ' ανώτατο όριο θέσεις επιστημονικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με πρόσωπα εκτός του δημόσιου τομέα, με εξαιρετικό επιστημονικό ή επαγγελματικό προσόντα και τουλάχιστον πενταετή εμπειρία στο αντικείμενο της Μονάδας. Το εν λόγω προσωπικό προσλαμβάνεται κατ' επιλογή του Προέδρου, κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που λύεται αυτοδικαίως με την αποχώρηση του Προέδρου. Η παροχή υπηρεσίας στις θέσεις αυτές δεν γεννά οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης ή άλλη αξίωση. Η ιδιότητα του επιστημονικού συνεργάτη της Αρχής δεν είναι ασυμβίβαστη με την επαγγελματική του δραστηριότητα. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, τα θέματα που αφορούν τις αποδοχές του εν λόγω προσωπικού σύμφωνα με την περίπτ. ιστ' της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4354/2015.
γ) Το προσωπικό της Μονάδας είναι αρμόδιο για:
αα) τη λήψη, τη διερεύνηση, την ανάλυση, την αξιολόγηση και τη συσχέτιση των αναφορών ύποπτων ή ασύνηθων συναλλαγών που υποβάλλονται στην Αρχή από τα υπόχρεα πρόσωπα, καθώς και των πληροφοριών που διαβιβάζονται σε αυτήν από φορείς της αλλοδαπής και άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς ή περιέρχονται σε αυτήν από τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή οποιαδήποτε άλλη πηγή και αφορούν επιχειρηματικές, επαγγελματικές ή συναλλακτικές δραστηριότητες που ενδεχομένως σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,
ββ) τη συνεργασία με τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών άλλων κρατών,
γγ) την παροχή κατευθύνσεων και οδηγιών στα υπόχρεα πρόσωπα και τους ανωτέρω φορείς αναφορικά με τη διαχείριση μιας υπόθεσης που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της και ενημέρωση αυτών σχετικά με την εξέλιξη των αναφορών τους, όπου αυτό είναι εφικτό,
δδ) τη διενέργεια επιχειρησιακών αναλύσεων, όταν υφίστανται ενδείξεις ή υπόνοιες διάπραξης σοβαρής ή οργανωμένης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με στόχο τη διασύνδεση υποθέσεων, τον εντοπισμό εγκληματικών δικτύων ή ομάδων ή μεμονωμένων υπόπτων και την εξακρίβωση του τρόπου δράσης αυτών.
εε) την εκπόνηση στρατηγικών αναλύσεων αναφορικά με τις τάσεις και τις συνήθεις πρακτικές της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
δ) Σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο Πρόεδρος διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, για να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας το συντομότερο δυνατόν και πάντως μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών. Εφόσον η έρευνα ολοκληρωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς επιβεβαίωση της υπόνοιας, ο Πρόεδρος αίρει την προσωρινή δέσμευση ή την αναστολή. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή αίρεται αυτοδικαίως. Η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή διατάσσεται με τους ίδιους όρους και όταν ζητείται από αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν από την έρευνα της Αρχής προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες για τέλεση των ανωτέρω αδικημάτων, ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων προσώπων σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 42 . Μετά το πέρας της εκάστοτε έρευνας η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που έχει αρχειοθετηθεί μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχιστεί η έρευνα ή να συσχετιστεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.
ε) Η Μονάδα συμμετέχει σε ομάδες εργασίας διεθνών οργανισμών και φορέων που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ιδίως στην FATF, στην ομάδα Έγκμοντ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (Egmont Group of Fills) και στην Ομάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FIU Platform),
στ) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα συντάσσει έκθεση των πεπραγμένων της, η οποία υποβάλλεται μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στους Υπουργούς Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, καθώς και στον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο για θέματα Προστασίας του Πολίτη.

3. Β' Μονάδα Χρηματοοικονομικών Κυρώσεων
α) Η Β' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο (2) μέλη της Αρχής με γνώση της αγγλικής γλώσσας, και ειδικότερα:
αα) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που προτείνεται από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο για θέματα Προστασίας του Πολίτη,
ββ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Εξωτερικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό.
β) Η Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων τρομοκρατίας. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή πέντε (5) θέσεις από τις οποίες οι δύο (2) είναι θέσεις προσωπικού με ειδικές γνώσεις και εμπειρία. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τα Υπουργεία από όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας,
γ) Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ή περιέρχονται σε αυτήν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο και αφορούν την τέλεση πράξης από αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 187Α του ΠΚ. Ομοίως διερευνά και αξιολογεί κάθε τέτοια πληροφορία που διαβιβάζεται στην Αρχή από φορείς της αλλοδαπής με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής.
δ) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Μονάδας είναι αρμόδιοι για τις ενέργειες που προβλέπονται στο άρθρο 43 σχετικά με την εφαρμογή του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλεται με Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και των οργάνων του και με Αποφάσεις και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Μονάδα είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων σύμφωνα με ορίζονται στο άρθρο 47.
ε) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα συντάσσει έκθεση των πεπραγμένων της, η οποία υποβάλλεται μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους στους Υπουργούς Εξωτερικών και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και στον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο για θέματα Προστασίας του Πολίτη.

4. Γ' Μονάδα Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
α) Η Γ' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη της Αρχής και ειδικότερα:
αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό,
ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από τον Διοικητή της, της Συμβούλιο,
γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο,
δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής νομικού τμήματος που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό,
β) Η Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή τριάντα (30) θέσεις, από τις οποίες οι δέκα (10) τουλάχιστον είναι θέσεις προσωπικού με ειδικές γνώσεις και εμπειρία. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τα υπουργεία και τους φορείς από όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας, καθώς και από την Α.Α.Δ.Ε.
γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτ. αα' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 και προβαίνει κατά την κρίση της σε δειγματοληπτικό ή στοχευμένο έλεγχο των δηλώσεων αυτών εφαρμόζοντας κριτήρια και τεχνικές ανάλυσης κινδύνου. Στο πλαίσιο αυτό διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών. Ο έλεγχος, εκτός από τη διαπίστωση της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει τη διακρίβωση κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης τους. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 εφαρμόζεται αναλόγως. Η Μονάδα προβαίνει κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε έλεγχο των δηλώσεων:
αα) των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης,
ββ) των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Συντονιστών Αποκεντρωμένων Διοικήσεων,
γγ) των Προέδρων, των Αντιπροέδρων, των Διοικητών και των διευθυνόντων συμβούλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημόσιων επιχειρήσεων και δημόσιων οργανισμών,
δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας
εε) του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
στστ) των ιδιοκτητών, των βασικών μετόχων, των προέδρων, των διευθυνόντων συμβούλων, των διαχειριστών, καθώς και των γενικών διευθυντών και των διευθυντών ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών που κατέχουν άδεια λειτουργίας ή εν γένει έχουν την εκμετάλλευση: i) τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, ii) επιχειρήσεων ή εταιρειών που εκμεταλλεύονται ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας κυκλοφορίας,
ζζ) των Αρχηγών και των Υπαρχηγών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος. Σε εξαιρετικά σύνθετες περιπτώσεις ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, η Μονάδα μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές εγγεγραμμένους στο μητρώο που τηρείται στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, καθώς και σε ειδικούς επιστήμονες κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία των δηλώσεων και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και συντάσσουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στη Μονάδα για την υποβοήθηση του έργου της. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται η διαδικασία, ο προϋπολογισμός και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας. Η Μονάδα παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες στα υπόχρεα προς δήλωση περιουσιακής κατάστασης πρόσωπα και στους αρμόδιους φορείς για τη σύνταξη καταλόγων υπόχρεων προσώπων, καθώς και για οποιαδήποτε λεπτομέρεια εμπίπτει στην αρμοδιότητά της. Μπορεί δε να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία ή να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια που σχετίζεται με τον έλεγχο, μέσα στην προθεσμία που αναφέρεται στην παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003.
δ) Μετά το πέρας ενός ελέγχου, η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003, Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 3213/2003, το πόρισμα αποστέλλεται και στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, το πόρισμα αποστέλλεται και στην αρχή αυτή. Υπόθεση που έχει αρχειοθετηθεί μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.
ε) Η Μονάδα συμμετέχει σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, καθώς και σε φορείς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αντίστοιχων με αυτήν αρχών, παρακολουθεί τις εργασίες τους και συμμετέχει σε ομάδες εργασίας των εν λόγω φορέων για θέματα αρμοδιότητάς της.
στ) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα συντάσσει έκθεση των πεπραγμένων της, η οποία υποβάλλεται μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους στην Επιτροπή θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, καθώς και στους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών.

Άρθρο 49
Εξουσίες των Μονάδων της Αρχής (όρθρο 56 της Οδηγίας 2015/849)

1. Οι Μονάδες της Αρχής έχουν πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα «Τειρεσίας». Όπου λειτουργούν ηλεκτρονικά συστήματα δημόσιας αρχής ή οργανισμού, η πρόσβαση γίνεται μέσω της απευθείας σύνδεσης με αυτά.

2. Οι Μονάδες μπορεί να ζητούν στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών τους τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής. Ενημερώνουν εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τους διαβιβάζοντες τις πληροφορίες ότι τις έλαβαν και τους παρέχουν άλλα σχετικά στοιχεία, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται το απόρρητο των ερευνών τους και δεν δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Τα αιτήματα της Αρχής εκτελούνται κατά προτεραιότητα. Οι Μονάδες μπορεί, επιπλέον, σε σοβαρές, κατά την κρίση τους, υποθέσεις, να διενεργούν ειδικούς επιτόπιους ελέγχους σε οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα, καθώς και σε οποιοδήποτε ελεγχόμενο ή διερευνώμενο από αυτές φυσικό ή νομικό πρόσωπο για να διερευνηθεί η τέλεση των εγκλημάτων του παρόντος συνεργαζόμενες, αν κριθεί αναγκαίο, με τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.

3. Οι Μονάδες ζητούν από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων προσώπων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και στις εγκαταστάσεις των υπόχρεων προσώπων, με την προϋπόθεση τήρησης των άρθρων 9 παρ. 1, 9Α και 19 παρ. 1 του Συντάγματος, και ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης των εν λόγω προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

4. Έναντι των Μονάδων δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

5. Οι Μονάδες μπορεί να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 34 και τηρούν στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 32.

6. Για την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλους φορείς της ημεδαπής ή αλλοδαπής οι Μονάδες χρησιμοποιούν διαύλους επικοινωνίας που διασφαλίζουν πλήρως την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και, όπου είναι εφικτό, τεχνολογίες αιχμής που επιτρέπουν την ανώνυμη σύγκριση δεδομένων. Ειδικά η Α' Μονάδα χρησιμοποιεί για την επικοινωνία της με φορείς της αλλοδαπής ασφαλείς διαύλους όπως ιδίως το δίκτυο FIU.Net ή το διάδοχο του και το δίκτυο ασφαλούς ανταλλαγής πληροφοριών της ομάδας Egmont των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (Egmont Secure Web). Για την εκπλήρωση του σκοπού τους οι Μονάδες μπορεί να συνάπτουν Μνημόνια Συνεργασίας με αρχές και φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ημεδαπής ή αλλοδαπής.

7. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ο Πρόεδρος τα μέλη και το προσωπικό της Αρχής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Επίσης, έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά την εκούσια ή ακούσια αποχώρησή τους από την Αρχή. Όσοι παραβαίνουν το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών.

Άρθρο 50
Αρμοδιότητες της Αρχής για την επιβολή κυρώσεων κατά υπόπτων τρομοκρατίας

1. Η Αρχή δια της αρμόδιας Μονάδας της παρ. 3 του άρθρου 48 προσδιορίζει τα πρόσωπα που σχετίζονται με την τρομοκρατία, βασιζόμενη σε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ στην ημεδαπή και τα οποία έχουν διαπράξει ή διαπράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 187Α ΠΚ. Ειδικότερα, στην Αρχή υποβάλλονται τα εξής:
α) τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι πληροφορίες οποιουδήποτε είδους που έχουν προκύψει από τη διενέργεια ελέγχων σε βάρος νομικών προσώπων ή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις ή σε βάρος προσώπων που είτε βοηθούν ή παρέχουν οικονομική, υλική, τεχνολογική ή οποιαδήποτε άλλη υποστήριξη με σκοπό την υποβοήθηση τρομοκρατικών ενεργειών, είτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις,
β) οι ασκηθείσες ποινικές διώξεις για τρομοκρατικές πράξεις ή χρηματοδότηση τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων,
γ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων,
δ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για τη χρηματοδότηση μεμονωμένων τρομοκρατών ή
τρομοκρατικών οργανώσεων.
Η Αρχή συντάσσει και τηρεί κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα των προσδιοριζόμενων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων, καταχωρίζοντας σε αυτόν επαρκή συμπληρωματικά στοιχεία που επιτρέπουν την αποτελεσματική διαπίστωση της ταυτότητας τους, διευκολύνοντας έτσι την αποφυγή λήψης μέτρων κατά εκείνων που φέρουν το αυτό ή παρόμοιο όνομα, επωνυμία ή διακριτικό τίτλο.

2. Η Αρχή ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των αναφερόμενων προσώπων. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να παράσχουν αμελλητί τα αιτούμενα στοιχεία. Σε διαφορετική περίπτωση, υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 46.

3. Με την επιφύλαξη τυχόν ενεργειών των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών, η Αρχή με απόφασή της διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, καθώς και των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχουν μέσω παρένθετων προσώπων ή κατέχουν μαζί με άλλους, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων, την απαγόρευση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στα ανωτέρω πρόσωπα σύμφωνα με την έννοια του στοιχείου 3 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου (EE L 344/28.12.2001), καθώς και τη λήψη κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου αν συντρέχουν προς τούτο σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι. Η δέσμευση εκτείνεται και στις προσόδους των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Ως δέσμευση σύμφωνα με την έννοια του παρόντος νοείται η απαγόρευση οποιασδήποτε κίνησης μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίησή τους, περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων.

4. Η Αρχή διαβιβάζει σε αρμόδιες αλλοδαπές αρχές πληροφορίες και στοιχεία σύμφωνα με την έννοια της παρ. 1 σε βάρος των προσδιοριζόμενων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ στην εδαφική τους επικράτεια και υποβάλλει αιτήματα, για να περιληφθούν τα ονόματα αυτών των προσώπων στους αντίστοιχους καταλόγους που τηρούνται στις χώρες αυτές και να δεσμευθούν τα υπάρχοντα περιουσιακά τους στοιχεία. Ομοίως, η Αρχή εξετάζει αιτήματα που υποβάλλονται από αρμόδιες αλλοδαπές αρχές, ελέγχοντας αν συντρέχουν σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι για να διατάξει με απόφασή της τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που αναφέρονται σε αυτά. Αν κρίνεται αναγκαίο μπορεί να ζητηθούν από τις αρμόδιες αλλοδαπές αρχές επιπρόσθετα στοιχεία.

5. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Αρχή ή ανταλλάσσονται με αυτήν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς επιβολής των οικονομικών κυρώσεων. Η Αρχή εκδίδει οδηγίες για τον εντοπισμό και τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο.

6. Η Αρχή προβαίνει στην εξέταση των στοιχείων και πληροφοριών που της υποβάλλονται σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παρ. 1 ή των αιτημάτων της παρ. 4 και αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση για την ένταξη των προσώπων στον κατάλογο ή τη δέσμευση της περιουσίας τους.

7. Η επίδοση της απόφασης της Αρχής στα θιγόμενα πρόσωπα γίνεται σύμφωνα με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 155 του ΚΠΔ αμέσως μετά την ένταξη των ονομάτων τους στον κατάλογο ή τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων.

8. Η Αρχή μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της για την ένταξη του ονόματος στο σχετικό κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε προσώπου, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αίτηση του προσδιοριζόμενου στην απόφαση πραγματικού δικαιούχου ή οποιουδήποτε τρίτου έχει έννομο συμφέρον, επί της οποίας αποφαίνεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες, αν πειστεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της σχετικής απόφασης.

9. Τα πρόσωπα των οποίων η ανωτέρω αίτηση δεν έγινε δεκτή μπορούν μέσα σε διάστημα τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της Αρχής να προσφύγουν ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο.

10. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου αποφαίνεται για την προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παρ. 9 μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κατάθεσή της ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα που υποβάλλεται στο συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάθεση της προσφυγής. Ο αιτών έχει δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του συμβουλίου μαζί με τους συνηγόρους του για να ακουστεί και να δώσει κάθε διευκρίνιση, καλείται δε για το σκοπό αυτό πριν από τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) ώρες.

11. Η Αρχή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου, να αποφασίσει μέσα σε δέκα (10) ημέρες την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας του, των εξόδων για τη νομική του υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών του στοιχείων. Κατά της απορριπτικής απόφασης επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Η προσφυγή εκδικάζεται κατ' απόλυτη προτεραιότητα. Η εκδιδόμενη επί της προσφυγής απόφαση υπόκειται στα ένδικα μέσα που προβλέπονται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η εκδίκαση των οποίων προσδιορίζεται επίσης κατ' απόλυτη προτεραιότητα.

12. Τα ονόματα των προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο είναι δυνατόν να επανεξετάζονται και αυτεπαγγέλτως για να διασφαλίζεται ότι η διατήρησή τους στον κατάλογο είναι δικαιολογημένη.

13. Η Αρχή ενημερώνει τις αρμόδιες Επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών και τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεργάζεται, με τον όρο της τήρησης της αρχής της αμοιβαιότητας, με τις αλλοδαπές αρχές που αιτούνται τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων για τις έρευνες και διαδικασίες τις οποίες διεξάγουν.

14. Οι συνεδριάσεις της Αρχής είναι μυστικές και πραγματοποιούνται σε ειδικό χώρο ασφαλείας.

15. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, οι δικαστικές αρχές συνεργάζονται στενά με την Αρχή για να διασφαλιστεί η προστασία του διαβαθμισμένου υλικού.

16. Σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος, εφαρμόζονται αντίστοιχα οι κυρώσεις του άρθρου 43.

Αρθρο 51
Προσωπικό και λειτουργία της Αρχής

1. Οι θέσεις του προσωπικού των Μονάδων της Αρχής πληρούνται με αποσπάσεις από τα Υπουργεία και τους φορείς από όπου προέρχονται τα μέλη της κάθε Μονάδας. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας και γίνονται ύστερα από πρόταση του Πρόεδρου της Αρχής κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων:
α) με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από Υπουργείο ή Γραμματεία Δικαστηρίου ή Εισαγγελίας,
β) με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος του Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, του Προέδρου της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από τους φορείς αυτούς,
γ) με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., αν ο αποσπώμενος προέρχεται από την Α.Α.Δ.Ε..

2. Ο Πρόεδρος της Αρχής προτείνει προς απόσπαση υπάλληλους που έχουν την απαιτούμενη επιστημονική κατάρτιση, την ακεραιότητα, την υπηρεσιακή εμπειρία και την ικανότητα για την ανάληψη θέσης σε Μονάδα της Αρχής καθώς και άριστο υπηρεσιακό μητρώο, κατά προτίμηση δε και γνώση της αγγλικής γλώσσας. Για τον σκοπό αυτό μπορεί να απευθύνει προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος, προσδιορίζοντας τα απαιτούμενα κάθε φορά προσόντα. Οι αρμόδιοι φορείς οφείλουν να μεριμνούν για την επαρκή στελέχωση της Αρχής και την ικανοποίηση των προτάσεων του Προέδρου.
Η διαδικασία της απόσπασης ολοκληρώνεται υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την πρόταση του Προέδρου της Αρχής. Ο χρόνος απόσπασης λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση που ο αποσπώμενος υπάλληλος κατέχει οργανικά. Ο Πρόεδρος με απόφασή του τοποθετεί ή μετακινεί τους υπαλλήλους στις επιμέρους Μονάδες της Αρχής. Η απόσπαση μπορεί να ανανεώνεται, κατόπιν σχετικής πρότασης του Προέδρου που υποβάλλεται στον φορέα προέλευσης δύο μήνες πριν τη λήξη της και παύεται οποτεδήποτε για λόγους αποκλειστικά αναγόμενους στην άσκηση των καθηκόντων του αποσπώμενου προσωπικού και την επίδραση στην εύρυθμη λειτουργία της Αρχής, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση της κάθε Μονάδας για λόγους που αφορούν αποκλειστικά την εύρυθμη λειτουργία της Αρχής επιτρέπεται η παράταση της λήξης της απόσπασης για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, η αποζημίωση του Προέδρου και των μελών της Αρχής, καθώς και οι πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν με απόσπαση. Όσοι υπηρετούν με απόσπαση λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών και επιδομάτων της οργανικής τους θέσης , καθώς και τις προαναφερόμενες πρόσθετες αμοιβές και τις πραγματοποιούμενες υπερωρίες. Οι πρόσθετες αμοιβές δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ τρίτων. Οι αποδοχές του αποσπασθέντος προσωπικού συνεχίζουν να καταβάλλονται από την υπηρεσία προέλευσής του, καΤ εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 4354/2015.

4. O Πρόεδρος της Αρχής αποφασίζει για την κατανομή των υποθέσεων, καθώς και σε ποιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η εμπλοκή δύο ή και όλων των Μονάδων στην έρευνα της ίδιας υπόθεσης. Για τη διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη του έργου της Αρχής, συνιστάται αυτοτελές γραφείο διοικητικής υποστήριξης έως δέκα (10) θέσεων που υπάγεται απευθείας στον Πρόεδρο και στελεχώνεται σύμφωνα με τη διαδικασία των παρ. 1 έως και 3.

5. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της κάθε Μονάδας μεριμνούν για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και τη συνεχή κατάρτιση του προσωπικού της, συντονίζουν, επιβλέπουν και αξιολογούν το έργο του και λαμβάνουν μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Μονάδας. Στο τέλος κάθε έτους ο Πρόεδρος συντάσσει έκθεση αναφορικά με την απόδοση και τη συμπεριφορά κάθε αποσπασμένου υπαλλήλου της Αρχής, την οποία αποστέλλει στο φορέα από τον οποίο προέρχεται ο υπάλληλος . Η αξιολόγηση του προσωπικού και των προϊσταμένων διενεργείται κατ' ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του υπαλληλικού κώδικα.

6. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής που παραβαίνουν εκ δόλου ή βαρειάς αμέλειας τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του παρόντος υπέχουν πειθαρχική ευθύνη ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής. Η πειθαρχική δίωξη κατά του Προέδρου ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προβλέπονται στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών. Η πειθαρχική δίωξη κατά των μελών ασκείται ύστερα από αναφορά του Πρόεδρου της Αρχής ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων των φορέων προέλευσης των μελών από τον εποπτεύοντα Υπουργό ή κατά περίπτωση Διοικητή ή Πρόεδρο του φορέα. Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποφασίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η πειθαρχική δίωξη κατά των υπαλλήλων ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των φορέων από τους οποίους προέρχονται, ύστερα από σχετική αναφορά του Προέδρου της Αρχής.

7. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Προέδρου και των μελών της Αρχής, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της Αρχής και των επί μέρους Μονάδων της, το οργανόγραμμα, τον κανονισμό λειτουργίας τη διαδικασία αξιολόγησης του προσωπικού και επιλογής προϊσταμένων, την πειθαρχική ευθύνη και δίωξη, τις ειδικότερες αρμοδιότητες του Προέδρου, των μελών και του προσωπικού τους τον τρόπο διαχείρισης των υποθέσεων και τη συνεργασία της Αρχής και των επιμέρους Μονάδων με τις εθνικές και τις αλλοδαπές αρχές και κάθε θέμα αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργία της Αρχής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 52
Άσκηση αρμοδιοτήτων από την ΑΑΔΕ ως αρχή του άρθρου 6

Οι εποπτικές αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. που αφορούν τον έλεγχο των υπόχρεων προσώπων και την επιβολή των σχετικών κυρώσεων σύμφωνα με όσα ορίζονται στις περίπτ. ε', ζ', και θ' της παρ. 3 του άρθρου 6 ασκούνται από τις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. που είναι αρμόδιες για το φορολογικό έλεγχο των κατά περίπτωση υπόχρεων προσώπων. Ειδικά για την επιβολή των κυρώσεων της περίπτ. θ' της παρ. 3 του άρθρου 6 από τις ανωτέρω ελεγκτικές υπηρεσίες, εκτός από την επιβολή προστίμων και διορθωτικών μέτρων, απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του Γενικού Διευθυντή Φορολογικής Διοίκησης. Για την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων εφαρμόζεται αναλόγως ο ν. 4174/2013 (Α' 170).

Αρθρο 53
Μεταβατικές διατάξεις

1. Μέσα σε δύο (2) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, διορίζονται τα επιπλέον μέλη των Μονάδων της Αρχής στις θέσεις που έχουν συσταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 48, τροποποιείται αναλόγως η 61260/29.8.2017 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών (ΥΟΔΔ 426), η οποία κατά τα λοιπά εξακολουθεί να ισχύει, και εφαρμόζεται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του όρθρου 47 για τα ήδη διορισθέντα αναπληρωματικά μέλη της Αρχής.

2. Οι κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση των ν.2331/1995 (Α'173) και 3691/2008 παραμένουν σε ισχύ μέχρι την τροποποίηση ή κατάργησή τους, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.

3. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 νοείται η Αρχή.

4. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στα άρθρα 1 έως 54 του ν. 3691/2008, νοούνται οι κατά περιεχόμενο αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος.

Άρθρο 54
Τροποποιούμενες - καταργούμενες διατάξεις (άρθρο 66 της Οδηγίας 2015/849)

1. Η παρ. 5 του άρθρου 8β' του κ.ν. 2190/1920 (Α' 37) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Οι ανώνυμες μετοχές εταιρειών μη εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ή Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης , καθώς και τα δικαιώματα αγοράς αυτών μεταβιβάζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας ταυτόχρονα με την παράδοση των τίτλων, όπου απαιτείται. Το έγγραφο αυτό διαβιβάζεται μέσα σε ένα (1) μήνα στην εταιρεία και διατηρείται στο αρχείο της για πέντε (5) τουλάχιστον έτη από τη μεταβίβαση των μετοχών ή των δικαιωμάτων αγοράς αυτών.»

2. Με την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:
α) τα άρθρα 1 έως και 54 του ν. 3691/2008,
β) το άρθρο 62α ν. 4170/2013 (Α' 163),
γ) η 1077797/20542/ΔΕ-Ε/8.6.2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (Β' 918),
δ) κάθε άλλη διάταξη νόμου, διατάγματος ή κανονιστικής απόφασης που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I (Παράρτημα II της Οδηγίας 2015/849)
Ενδεικτικός κατάλογος των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικό χαμηλότερου κινδύνου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 15

1. Παράγοντες κινδύνου ως προς τον πελάτη:
α) εταιρεία, της οποίας οι μετοχές είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο που λειτουργεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή σε άλλο κράτος με νομοθεσία συμβατή προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ (L 173/12.06.2014), που διασφαλίζει επαρκή διαφάνεια ως προς τον πραγματικό δικαιούχο,
β) δημόσια αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή επιχείρηση που ανήκει κατά πλειοψηφία σε κρατικό φορέα, ή όργανο ή οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δημόσιος διεθνής οργανισμός,
γ) πελάτες που είναι κάτοικοι ή εδρεύουν σε γεωγραφικές περιοχές χαμηλότερου κινδύνου, όπως καθορίζονται στο σημείο 3.

2. Παράγοντες κινδύνου ως προς προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής προϊόντων ή υπηρεσιών:
α) ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής όταν το ποσό των ασφαλίστρων που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους είναι χαμηλό,
β) συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφάλισης με τον όρο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξαγοράς, ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως εγγύηση,
γ) προγράμματα συνταξιοδοτικής ασφάλισης σύμφωνα με τα οποία οι εισφορές των εργαζομένων καταβάλλονται από τις αποδοχές τους και των οποίων οι όροι δεν επιτρέπουν την εκχώρηση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων,
δ) χρηματοοικονομικά προϊόντα ή υπηρεσίες που έχουν σχεδιαστεί για να διευκολύνουν την πρόσβαση ορισμένων κατηγοριών πελατών σε περιορισμένες κατάλληλα καθορισμένες υπηρεσίες του χρηματοπιστωτικού τομέα,
ε) προϊόντα όπου οι κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας περιορίζονται από άλλους παράγοντες, όπως τα χαμηλά όρια των διακινούμενων χρηματικών ποσών ή η διαφάνεια ως προς την ταυτότητα του πελάτη.

3. Γεωγραφικοί παράγοντες κινδύνου:
α) κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
β) τρίτες χώρες που έχουν αναγνωρισθεί με βάση λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης δημόσιων διεθνών οργανισμών ως χαμηλού επιπέδου διαφθοράς, οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων,
γ) τρίτες χώρες οι οποίες σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές όπως, λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης δημόσιων διεθνών οργανισμών, έχουν θεσπίσει και εφαρμόζουν αποτελεσματικό ρυθμίσεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνάδουν προς τις αναθεωρημένες συστάσεις της FATF.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II (Παράρτημα III της Οδηγίας 2015/849)
Ενδεικτικός κατάλογος των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά υψηλότερου κινδύνου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 16

1. Παράγοντες κινδύνου ως προς τον πελάτη:
α) επιχειρηματική σχέση που αναπτύσσεται σε ασυνήθιστες περιστάσεις,
β) πελάτες που είναι κάτοικοι γεωγραφικών περιοχών υψηλότερου κινδύνου, όπως καθορίζονται στο στοιχείο 3,
γ) νομικά πρόσωπα ή οντότητες που είναι φορείς κατοχής προσωπικών περιουσιακών στοιχείων,
δ) εταιρείες που έχουν μετόχους ασκούντες καθήκοντα εξ ονόματος άλλου προσώπου ή μετοχές στον κομιστή (ανώνυμες),
ε) επιχειρήσεις έντασης μετρητών,
στ) ιδιοκτησιακή δομή εταιρείας που φαίνεται ασυνήθιστη ή υπερβολικά πολύπλοκη, δεδομένης της φύσης των δραστηριοτήτων της εταιρείας.

2. Παράγοντες κινδύνου ως προς προϊόντα, υπηρεσίες συναλλαγές ή διαύλους παροχής προϊόντων ή υπηρεσιών:
α) ιδιωτική τραπεζική,
β) προϊόντα ή συναλλαγές που ευνοούν την ανωνυμία,
γ) επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές εξ αποστάσεως (χωρίς φυσική παρουσία των μερών), χωρίς διασφαλίσεις όπως ηλεκτρονικές υπογραφές,
δ) πληρωμές που λαμβάνονται από τρίτους με τους οποίους δεν προκύπτει η ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης,
ε) νέα προϊόντα και νέες επιχειρηματικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων νέων διαύλων παροχής προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και της χρήσης νέων ή αναπτυσσόμενων τεχνολογιών.

3. Γεωγραφικοί παράγοντες κινδύνου:
α) χώρες στις οποίες έχει διαπιστωθεί σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, πέραν των σχετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης δημόσιων διεθνών οργανισμών, η έλλειψη αποτελεσματικών συστημάτων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
β) χώρες στις οποίες έχουν διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές όπως λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης δημόσιων διεθνών οργανισμών, υψηλά επίπεδα διαφθοράς, οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων,
γ) χώρες που υπόκεινται σε κυρώσεις, εμπορικό αποκλεισμό ή παρεμφερή περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών,
δ) χώρες που παρέχουν χρηματοδότηση ή υποστήριξη σε τρομοκρατικές δραστηριότητες ή που στο έδαφος τους δρουν οργανώσεις χαρακτηρισμένες ως τρομοκρατικές.

Άρθρο 55
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός αν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις.

Πηγή: Taxheaven