Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2018 για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστ

Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2018 για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστ

ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2018/843 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 30ής Μαΐου 2018 για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) αποτελεί το βασικό νομικό μέσο για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η εν λόγω οδηγία, η οποία είχε προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο έως τις 26 Ιουνίου 2017, καθορίζει ένα αποτελεσματικό και ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της συγκέντρωσης χρημάτων ή περιουσιακών στοιχείων για τρομοκρατικούς σκοπούς, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να εντοπίζουν, να αντιλαμβάνονται και να μετριάζουν τους κινδύνους σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

(2)

Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις αποκάλυψαν τις αναδυόμενες νέες τάσεις, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι τρομοκρατικές ομάδες χρηματοδοτούν και διεξάγουν τις δραστηριότητές τους. Ορισμένες σύγχρονες υπηρεσίες τεχνολογίας καθίστανται όλο και πιο δημοφιλείς ως εναλλακτικά χρηματοπιστωτικά συστήματα ενώ παραμένουν εκτός του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης ή επωφελούνται από εξαιρέσεις από νομικές απαιτήσεις που ίσως δεν δικαιολογούνται πλέον. Προκειμένου να συμβαδίσουμε με τις εξελισσόμενες τάσεις, θα πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα για την αύξηση της διαφάνειας των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων καθώς και των εμπιστευμάτων και νομικών μορφωμάτων που έχουν δομή ή λειτουργίες παρεμφερείς με τα εμπιστεύματα («παρεμφερή νομικά μορφώματα»), με στόχο τη βελτίωση του υφιστάμενου προληπτικού πλαισίου και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Σημειωτέον ότι τα μέτρα που θα ληφθούν θα πρέπει να είναι ανάλογα με τους κινδύνους.

(3)

Οι εκθέσεις των Ηνωμένων Εθνών, της Interpol και της Ευρωπόλ κάνουν λόγο για την ολοένα και αυξανόμενη σύγκλιση οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας. H σχέση μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας και οι δεσμοί μεταξύ των εγκληματικών και των τρομοκρατικών ομάδων συνιστούν όλο και μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια της Ένωσης. Η πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα κάθε στρατηγικής για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής.

(4)

Αν και έχουν επέλθει σημαντικές βελτιώσεις στην υιοθέτηση και την εφαρμογή των προτύπων της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF) και στην υποστήριξη του έργου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης σχετικά με τη διαφάνεια από τα κράτη μέλη κατά τα τελευταία έτη, είναι σαφής η ανάγκη να αυξηθεί η συνολική διαφάνεια του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος της Ένωσης. Η πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν το περιβάλλον είναι εχθρικό για τους εγκληματίες που αναζητούν καταφύγιο για τα οικονομικά τους μέσω αδιαφανών δομών. Η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης εξαρτάται από τη διαφάνεια εταιρικών σχημάτων και άλλων νομικών οντοτήτων, εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων. Η παρούσα οδηγία έχει στόχο όχι μόνο να εντοπίζει και να διερευνά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αλλά και να την αποτρέψει στο μέλλον. Η ενίσχυση της διαφάνειας θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα.

(5)

Ενώ θα πρέπει να επιδιώκονται οι στόχοι της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και τυχόν τροποποιήσεις της θα πρέπει να συνάδουν με τις εν εξελίξει δράσεις της Ένωσης στον τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι τροποποιήσεις αυτές θα πρέπει να γίνονται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και την τήρηση και την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Το ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την ασφάλεια» υπέδειξε την ανάγκη λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με πιο αποτελεσματικό και ολοκληρωμένο τρόπο, τονίζοντας ότι η διείσδυση στις χρηματοπιστωτικές αγορές επιτρέπει τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης-18ης Δεκεμβρίου 2015 τόνισαν επίσης την ανάγκη να αναληφθεί γρήγορα περαιτέρω δράση κατά της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε όλους τους τομείς.

(6)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Σχέδιο δράσης για την ενίσχυση του αγώνα κατά της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας» υπογραμμίζει την ανάγκη προσαρμογής στις νέες απειλές και τροποποίησης της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 αναλόγως.

(7)

Τα μέτρα της Ένωσης θα πρέπει επίσης να αντανακλούν με ακρίβεια τις εξελίξεις και τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί σε διεθνές επίπεδο. Συνεπώς, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΣΑΗΕ) 2195 (2014) σχετικά με απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, καθώς και οι αποφάσεις 2199 (2015) και 2253 (2015) του ΣΑΗΕ σχετικά με απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας που προκαλούνται από τρομοκρατικές πράξεις. Οι εν λόγω αποφάσεις του ΣΑΗΕ αφορούν αντιστοίχως τους δεσμούς μεταξύ τρομοκρατίας και διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, την παρεμπόδιση των τρομοκρατικών ομάδων να αποκτήσουν πρόσβαση σε διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και την επέκταση του πλαισίου κυρώσεων ώστε να συμπεριληφθεί το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε.

(8)

Οι πάροχοι υπηρεσιών ανταλλαγής μεταξύ εικονικών νομισμάτων και παραστατικών νομισμάτων (δηλαδή κερμάτων και χαρτονομισμάτων τα οποία αναγνωρίζονται ως νόμιμο χρήμα, και ηλεκτρονικού χρήματος μιας χώρας που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές στη χώρα έκδοσής του), καθώς και οι πάροχοι υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών δεν έχουν υποχρέωση κατά την ενωσιακή νομοθεσία να εντοπίζουν την ύποπτη δραστηριότητα. Συνεπώς, οι τρομοκρατικές ομάδες είναι πιθανώς σε θέση να μεταφέρουν χρήματα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης ή εντός δικτύων εικονικών νομισμάτων, συγκαλύπτοντας μεταφορές ή επωφελούμενες από έναν ορισμένο βαθμό ανωνυμίας στις εν λόγω πλατφόρμες. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 ούτως ώστε να περιλαμβάνει παρόχους υπηρεσιών ανταλλαγής μεταξύ εικονικών και παραστατικών νομισμάτων, καθώς και παρόχους υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών. Για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΚΞΧ/ΧΤ), οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν, μέσω υπόχρεων οντοτήτων, να παρακολουθούν τη χρήση των εικονικών νομισμάτων. Μια τέτοια παρακολούθηση θα παρείχε ισορροπημένη και αναλογική προσέγγιση, διασφαλίζοντας την τεχνολογική πρόοδο και τον υψηλό βαθμό διαφάνειας που έχει επιτευχθεί στον τομέα της εναλλακτικής χρηματοδότησης και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

(9)

Η ανωνυμία των εικονικών νομισμάτων καθιστά δυνατή τη δυνητική αθέμιτη χρήση τους για εγκληματικούς σκοπούς. Η συμπερίληψη παρόχων που ασχολούνται με υπηρεσίες ανταλλαγής μεταξύ εικονικών νομισμάτων και παραστατικών νομισμάτων και παρόχων υπηρεσιών θεματοφυλακής πορτοφολιών δεν θα αντιμετωπίσει εξολοκλήρου το ζήτημα της ανωνυμίας που συνδέεται με συναλλαγές σε εικονικά νομίσματα, από τη στιγμή που μεγάλο μέρος του περιβάλλοντος εικονικών νομισμάτων θα παραμείνει ανώνυμο διότι οι χρήστες μπορούν επίσης να συναλλάσσονται χωρίς τους εν λόγω παρόχους. Για την καταπολέμηση των κινδύνων που σχετίζονται με την ανωνυμία, οι εθνικές Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) θα πρέπει να μπορούν να αποκτούν πληροφορίες που θα τους δίνουν τη δυνατότητα να συσχετίζουν τις διευθύνσεις του εικονικού νομίσματος με την ταυτότητα του ιδιοκτήτη του. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να αξιολογηθεί περαιτέρω η δυνατότητα να επιτρέπεται στους χρήστες να δηλώνουν οι ίδιοι τα στοιχεία τους στις αρμόδιες αρχές σε εθελοντική βάση.

(10)

Τα εικονικά νομίσματα δεν θα πρέπει να συγχέονται με το ηλεκτρονικό χρήμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), με την ευρύτερη έννοια των «χρηματικών ποσών» κατά το άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), ούτε με νομισματική αξία αποθηκευμένη σε μέσα που εξαιρούνται όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 3 στοιχεία ια) και ιβ) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, ούτε με νομίσματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά μέσα στο περιβάλλον των συγκεκριμένων παιχνιδιών. Παρόλο που τα εικονικά νομίσματα μπορούν να χρησιμοποιούνται συχνά ως μέσο πληρωμής, και θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν και για άλλους διαφορετικούς σκοπούς και να βρουν ευρύτερες εφαρμογές όπως ως μέσα ανταλλαγής, επενδυτικοί σκοποί, προϊόντα αποθήκευσης αξίας ή χρήσεις σε διαδικτυακά καζίνα. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να καλύψει όλες τις δυνητικές χρήσεις των εικονικών νομισμάτων.

(11)

Τα τοπικά νομίσματα, γνωστά επίσης ως συμπληρωματικά νομίσματα, που χρησιμοποιούνται σε πολύ περιορισμένα δίκτυα, όπως πόλεις ή περιφέρειες, και μεταξύ μικρού αριθμού χρηστών δεν θα πρέπει να θεωρούνται εικονικά νομίσματα.

(12)

Οι επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές σε τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου θα πρέπει να περιορίζονται όταν εντοπίζονται σημαντικές αδυναμίες στο καθεστώς ΚΞΧ/ΧΤ των οικείων τρίτων χωρών, εκτός εάν εφαρμόζονται κατάλληλα πρόσθετα μέτρα ελαχιστοποίησης του κινδύνου ή αντίμετρα. Όταν πρόκειται για τέτοιες περιπτώσεις υψηλού κινδύνου, και για τέτοιες επιχειρηματικές σχέσεις ή δοσοληψίες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για τη διαχείριση και τον μετριασμό αυτών των κινδύνων. Ως εκ τούτου, κάθε κράτος μέλος καθορίζει σε εθνικό επίπεδο το είδος των ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά τις τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου. Αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών δημιουργούν αδύνατα σημεία σχετικά με τη διαχείριση των επιχειρηματικών σχέσεων με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου που προσδιορίζονται από την Επιτροπή. Είναι σημαντικό να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του καταλόγου των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που καταρτίστηκε από την Επιτροπή, μέσω παροχής εναρμονισμένης αντιμετώπισης αυτών των χωρών σε επίπεδο Ένωσης. Αυτή η εναρμονισμένη προσέγγιση θα πρέπει να επικεντρωθεί κυρίως σε ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όπου τέτοια μέτρα δεν επιβάλλονται ήδη από την εθνική νομοθεσία. Σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να ζητούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν όπου χρειάζεται πρόσθετα μέτρα μετριασμού συμπληρωματικά προς τα ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, σύμφωνα με μια προσέγγιση που θα βασίζεται στην επικινδυνότητα και λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις των επιχειρηματικών σχέσεων ή συναλλαγών. Διεθνείς οργανισμοί και φορείς καθορισμού προτύπων με αρμοδιότητα στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μπορεί να κάνουν έκκληση για την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων αντιμετώπισης για την προστασία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους συνεχείς και ουσιαστικούς κινδύνους που ενέχει η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προέρχονται από ορισμένες χώρες. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ζητούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν πρόσθετα μέτρα μετριασμού σχετικά με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου που εντοπίζονται από την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη εκκλήσεις για αντίμετρα και συστάσεις, όπως εκείνες που εκφράζονται από τη FATF, και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες.

(13)

Δεδομένης της εξελισσόμενης φύσης των απειλών και των ευπαθειών που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η Ένωση θα πρέπει να υιοθετήσει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση σχετικά με τη συμμόρφωση των εθνικών καθεστώτων ΚΞΧ/ΧΤ με τις απαιτήσεις σε επίπεδο Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω εθνικών καθεστώτων. Για τον σκοπό της παρακολούθησης της ορθής μεταφοράς των απαιτήσεων της Ένωσης στα εθνικά καθεστώτα ΚΞΧ/ΧΤ, της αποτελεσματικής εφαρμογής των απαιτήσεων αυτών και της ικανότητας των εν λόγω καθεστώτων να επιτύχουν ένα αποτελεσματικό προληπτικό πλαίσιο, η Επιτροπή θα πρέπει να βασίσει την αξιολόγησή της στα εθνικά καθεστώτα ΚΞΧ/ΧΤ, με την επιφύλαξη των αξιολογήσεων που διεξάγονται από διεθνείς οργανισμούς και φορείς καθορισμού προτύπων με αρμοδιότητα στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως η FATF ή η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση μέτρων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(14)

Οι προπληρωμένες κάρτες γενικής χρήσης έχουν νόμιμες χρήσεις και αποτελούν μέσο που συμβάλλει στην κοινωνική και χρηματοοικονομική ένταξη. Ωστόσο, οι ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες είναι εύκολο να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών επιθέσεων και της εφοδιαστικής των τρομοκρατών. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να στερηθούν οι τρομοκράτες αυτό το μέσο χρηματοδότησης των επιχειρήσεών τους, μέσω περαιτέρω μείωσης των ορίων και των μέγιστων ποσών κάτω από τα οποία οι υπόχρεες οντότητες επιτρέπεται να μην εφαρμόζουν ορισμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας προς τον πελάτη τα οποία προβλέπονται από την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις ανάγκες των καταναλωτών στη χρήση προπληρωμένων μέσων γενικής χρήσης και χωρίς να εμποδίζεται η χρήση των εν λόγω μέσων για την προώθηση της κοινωνικής και χρηματοοικονομικής ένταξης, είναι σημαντικό να μειωθούν τα υφιστάμενα όρια για τις ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες γενικής χρήσης και να εντοπίζεται ο πελάτης στις περιπτώσεις πράξεων πληρωμής εξ αποστάσεως, όταν το ποσό συναλλαγής υπερβαίνει τα 50 EUR.

(15)

Ενώ η χρήση των ανώνυμων προπληρωμένων καρτών που εκδίδονται στην Ένωση περιορίζεται ουσιαστικά μόνον στην επικράτεια της Ένωσης, αυτό δεν συμβαίνει πάντα με παρόμοιες κάρτες που εκδίδονται σε τρίτες χώρες. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες που εκδίδονται εκτός της Ένωσης μπορούν να χρησιμοποιούνται στην Ένωση μόνον εφόσον μπορεί να θεωρηθεί ότι συμμορφώνονται με απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης. Ο εν λόγω κανόνας θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ σε πλήρη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της Ένωσης όσον αφορά το διεθνές εμπόριο, ιδίως τις διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας για τις Συναλλαγές στον Τομέα των Υπηρεσιών.

(16)

Οι ΜΧΠ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό των χρηματοπιστωτικών πράξεων των τρομοκρατικών δικτύων, ιδίως των διασυνοριακών, και στον εντοπισμό των χρηματοδοτών τους. Οι οικονομικές πληροφορίες μπορούν να αποδειχθούν καίριας σημασίας στην προσπάθεια να έρθουν στο φως οι μέθοδοι διευκόλυνσης των τρομοκρατικών πράξεων και τα δίκτυα και τα σχέδια των τρομοκρατικών οργανώσεων. Λόγω της έλλειψης περιοριστικών διεθνών προτύπων, οι ΜΧΠ διατηρούν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τις λειτουργίες, τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες τους. Τα κράτη μέλη οφείλουν να καταβάλουν προσπάθειες προκειμένου να εξασφαλίσουν μια πιο αποτελεσματική και συντονισμένη προσέγγιση για τη διεξαγωγή οικονομικών ερευνών σχετικά με την τρομοκρατία, συμπεριλαμβανομένων των ερευνών που σχετίζονται με αθέμιτη χρήση εικονικών νομισμάτων. Ωστόσο, οι τρέχουσες διαφορές δεν θα πρέπει να επηρεάζουν τη δραστηριότητα μιας ΜΧΠ, ιδίως την ικανότητά της να αναπτύσσει προληπτικές αναλύσεις για την υποστήριξη όλων των αρχών που είναι επιφορτισμένες με δραστηριότητες παροχής πληροφοριών, ερευνητικές και δικαστικές δραστηριότητες, καθώς και με τη διεθνή συνεργασία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι ΜΧΠ θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και να μπορούν να τις ανταλλάσσουν χωρίς εμπόδια, μεταξύ άλλων μέσω της κατάλληλης συνεργασίας με τις αρχές επιβολής του νόμου. Σε όλες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει υποψία εγκληματικότητας και, ειδικότερα, σε υποθέσεις που αφορούν τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, οι πληροφορίες θα πρέπει να ρέουν άμεσα και γρήγορα, χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί περαιτέρω η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των ΜΧΠ, μέσω αποσαφήνισης των εξουσιών και της συνεργασίας μεταξύ των ΜΧΠ.

(17)

Οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν από οποιαδήποτε υπόχρεη οντότητα όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις λειτουργίες της. Η απρόσκοπτη πρόσβασή τους στις πληροφορίες είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί ότι οι ροές χρήματος μπορούν να εντοπιστούν σωστά και τα παράνομα δίκτυα και οι ροές να ανιχνεύονται σε πρώιμο στάδιο. Η ανάγκη των ΜΧΠ να λάβουν πρόσθετες πληροφορίες από υπόχρεες οντότητες βάσει υποψίας για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας μπορεί να προκληθεί από προηγούμενη έκθεση για ύποπτες συναλλαγές που αναφέρεται στη ΜΧΠ, αλλά μπορεί επίσης να προκληθεί και από άλλα μέσα, όπως ανάλυση της ίδιας της ΜΧΠ, πληροφορίες που παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές ή πληροφορίες που διατηρούνται από άλλη ΜΧΠ. Ως εκ τούτου, οι ΜΧΠ θα πρέπει να μπορούν στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους να λαμβάνουν πληροφορίες από οποιαδήποτε υπόχρεη οντότητα, ακόμη και χωρίς να συνταχθεί προηγούμενη έκθεση από την επιμέρους υπόχρεη οντότητα. Τούτο δεν περιλαμβάνει την υποβολή αδιακρίτως αιτήσεων παροχής πληροφοριών προς τις υπόχρεες οντότητες στο πλαίσιο της ανάλυσης της ΜΧΠ, αλλά μόνο αιτήσεις πληροφοριών που βασίζονται σε επαρκώς καθορισμένες προϋποθέσεις. Μια ΜΧΠ θα πρέπει επίσης να μπορεί να αποκτήσει τις εν λόγω πληροφορίες βάσει αιτήματος που υποβάλλεται από άλλη ΜΧΠ της Ένωσης και να ανταλλάσσει τις πληροφορίες με την αιτούσα ΜΧΠ.

(18)

Αποστολή των ΜΧΠ είναι να συγκεντρώνουν και να αναλύουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν, προκειμένου να διαπιστώνουν σχέσεις μεταξύ ύποπτων συναλλαγών και συναφών εγκληματικών δραστηριοτήτων, ώστε να προλαμβάνεται και να καταπολεμείται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και επίσης να διαδίδουν τα αποτελέσματα των αναλύσεών τους και κάθε άλλη συμπληρωματική σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές όταν υπάρχουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, συναφή βασικά αδικήματα ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Μια ΜΧΠ δεν θα πρέπει να αποφεύγει ή να αρνείται την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλη ΜΧΠ, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος, για λόγους όπως η έλλειψη εντοπισμού συναφών βασικών αδικημάτων, τα χαρακτηριστικά των εθνικών ποινικών νόμων και οι διαφορές μεταξύ των ορισμών των συναφών βασικών αδικημάτων ή η έλλειψη αναφοράς σε συγκεκριμένα συναφή βασικά αδικήματα. Παρομοίως, μια ΜΧΠ θα πρέπει να χορηγεί την προηγούμενη συγκατάθεσή της σε άλλη ΜΧΠ για να διαβιβάσει τις πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές, ανεξάρτητα από τον τύπο των ενδεχόμενων συναφών βασικών αδικημάτων, προκειμένου να καταστεί δυνατό να διενεργηθεί αποτελεσματικά η λειτουργία της διάδοσης. Οι ΜΧΠ έχουν αναφέρει δυσκολίες στην ανταλλαγή πληροφοριών λόγω διαφορών στον κατά το εθνικό δίκαιο ορισμό μερικών βασικών αδικημάτων, όπως τα φορολογικά, που δεν έχουν εναρμονισθεί από την ενωσιακή νομοθεσία. Οι διαφορές αυτές δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν την αμοιβαία ανταλλαγή, τη διάδοση στις αρμόδιες αρχές, καθώς και τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας. Οι ΜΧΠ θα πρέπει να εξασφαλίζουν ταχέως, εποικοδομητικά και αποτελεσματικά την ευρύτερη δυνατή διεθνή συνεργασία με ΜΧΠ τρίτων χωρών σε σχέση με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συναφή βασικά αδικήματα και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με τις συστάσεις της FATF και τις αρχές της ομάδας Egmont για ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών.

(19)

Οι πληροφορίες προληπτικού χαρακτήρα που αφορούν τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως οι σχετιζόμενες με την καταλληλότητα και την αξιοπιστία των διευθυντών και των μετόχων, τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, τη διοίκηση ή τη συμμόρφωση και τη διαχείριση κινδύνου, είναι συχνά απαραίτητες για την επαρκή εποπτεία ΚΞΧ/ΧΤ αυτών των ιδρυμάτων. Παρομοίως, οι πληροφορίες ΚΞΧ/ΧΤ είναι επίσης σημαντικές για την προληπτική εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων. Συνεπώς, η ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών και η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών ΚΞΧ/ΧΤ για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των φορέων προληπτικής εποπτείας δεν θα πρέπει να εμποδίζεται από την ανασφάλεια δικαίου που μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα της έλλειψης σαφών διατάξεων σε αυτόν τον τομέα. Η αποσαφήνιση του νομικού πλαισίου είναι ακόμη πιο σημαντική καθώς η προληπτική εποπτεία έχει, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανατεθεί σε επόπτες που δεν ανήκουν στον τομέα ΚΞΧ/ΧΤ, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

(20)

Η καθυστερημένη πρόσβαση στις πληροφορίες από ΜΧΠ και άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με την ταυτότητα των κατόχων τραπεζικών λογαριασμών και λογαριασμών πληρωμών και θυρίδων ασφαλείας, ειδικά ανώνυμων, δυσχεραίνει την ανίχνευση των μεταφορών χρηματικών ποσών που αφορούν την τρομοκρατία. Τα εθνικά δεδομένα που επιτρέπουν την εξακρίβωση των τραπεζικών λογαριασμών και των λογαριασμών πληρωμών και των θυρίδων ασφαλείας που ανήκουν σε ένα άτομο είναι κατακερματισμένα και, ως εκ τούτου, δεν είναι προσβάσιμα εγκαίρως στις ΜΧΠ και τις άλλες αρμόδιες αρχές. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να ιδρυθούν κεντρικοί αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί, όπως μητρώο ή σύστημα ανάκτησης δεδομένων, σε όλα τα κράτη μέλη ως αποτελεσματικό μέσο για την απόκτηση έγκαιρης πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των κατόχων τραπεζικών λογαριασμών και λογαριασμών πληρωμών και των κατόχων θυρίδων ασφαλείας, των πληρεξουσίων και των πραγματικών δικαιούχων τους. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων για την πρόσβαση, είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται προϋπάρχοντες μηχανισμοί υπό τον όρο ότι οι εθνικές ΜΧΠ μπορούν να έχουν πρόσβαση άμεσα και χωρίς παρεμβολές στα δεδομένα που ζητούν. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν την τροφοδότηση στον εν λόγω μηχανισμό άλλων πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες και αναλογικές για τον αποτελεσματικότερο μετριασμό των κινδύνων σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται η απόλυτη εμπιστευτικότητα σχετικά με τις έρευνες αυτές και τις αιτήσεις για συναφείς πληροφορίες από τις ΜΧΠ και τις αρμόδιες αρχές πλην των αρχών που είναι αρμόδιες για την άσκηση ποινικής δίωξης.

(21)

Για να γίνει σεβαστή η ιδιωτική ζωή και να προστατευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα ελάχιστα δεδομένα που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια ερευνών για ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να αποθηκεύονται σε κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς για λογαριασμούς τραπεζών και πληρωμών, όπως μητρώα ή συστήματα ανάκτησης δεδομένων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν ποια δεδομένα είναι χρήσιμο και αναλογικό να συγκεντρώνουν, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα συστήματα και τις νομικές παραδόσεις ώστε να καθίσταται δυνατή η ουσιαστική ταυτοποίηση των πραγματικών δικαιούχων. Κατά τη μεταφορά των διατάξεων σχετικά με αυτούς τους μηχανισμούς στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν περιόδους διατήρησης ισοδύναμες προς την περίοδο για τη διατήρηση των εγγράφων και των πληροφοριών που αποκτούν στο πλαίσιο εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρατείνουν την περίοδο διατήρησης σε γενική βάση μέσω της νομοθεσίας, χωρίς να απαιτούνται αποφάσεις ανά περίπτωση. Το διάστημα επιπρόσθετης διατήρησης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε επιπρόσθετα χρόνια. Αυτό το διάστημα δεν θα πρέπει να εμποδίζει το εθνικό δίκαιο να θεσπίζει άλλες απαιτήσεις διατήρησης δεδομένων επιτρέποντας κατά περίπτωση αποφάσεις προκειμένου να διευκολύνονται οι ποινικές ή διοικητικές διαδικασίες. Η πρόσβαση στους μηχανισμούς αυτούς θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή «ανάγκη γνώσης».

(22)

Η ακριβής εξακρίβωση και ο έλεγχος των δεδομένων των φυσικών και νομικών προσώπων είναι απαραίτητα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι τελευταίες τεχνικές εξελίξεις στην ψηφιοποίηση των συναλλαγών και των πληρωμών επιτρέπουν την ασφαλή απομακρυσμένη ή ηλεκτρονική εξακρίβωση. Τα εν λόγω μέσα εξακρίβωσης, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ιδίως σε σχέση με τα κοινοποιηθέντα ηλεκτρονικά συστήματα εξακρίβωσης και τους τρόπους εξασφάλισης διασυνοριακής νομικής αναγνώρισης, τα οποία προσφέρουν υψηλού επιπέδου ασφαλή εργαλεία και παρέχουν ένα σημείο αναφοράς βάσει του οποίου μπορεί να ελεγχθεί η αξιολόγηση των μεθόδων εξακρίβωσης που έχουν συσταθεί σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, μπορεί να λαμβάνονται υπόψη άλλες ασφαλείς διαδικασίες απομακρυσμένης ή ηλεκτρονικής εξακρίβωσης, που έχουν ρυθμιστεί, αναγνωριστεί, εγκριθεί ή γίνονται δεκτές σε εθνικό επίπεδο από την αρμόδια εθνική αρχή. Όπου αρμόζει, στη διαδικασία εξακρίβωσης θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη η αναγνώριση ηλεκτρονικών εγγράφων και οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης όπως εκτίθενται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014. Η αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(23)

Για τον προσδιορισμό των πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων στην Ένωση, θα πρέπει να εκδοθούν από τα κράτη μέλη κατάλογοι που προσδιορίζουν τα ειδικά καθήκοντα που, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται σημαντικό δημόσιο λειτούργημα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ζητούν από κάθε διεθνή οργανισμό διαπιστευμένο στην επικράτειά τους να δημιουργήσει και να διατηρεί ενήμερο ένα κατάλογο σημαντικών δημοσίων λειτουργημάτων στους κόλπους του.

(24)

Η προσέγγιση για την αναθεώρηση των υφιστάμενων πελατών στο σημερινό πλαίσιο βασίζεται στον κίνδυνο. Ωστόσο, δεδομένου του υψηλότερου κινδύνου της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και των συναφών βασικών αδικημάτων, τα οποία συνδέονται με ορισμένες ενδιάμεσες δομές, η εν λόγω προσέγγιση ενδέχεται να μην επιτρέπει την έγκαιρη ανίχνευση και εκτίμηση των κινδύνων. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι παρακολουθούνται επίσης σε τακτική βάση ορισμένες σαφώς προσδιορισμένες κατηγορίες υφιστάμενων πελατών.

(25)

Τα κράτη μέλη επί του παρόντος απαιτείται να εξασφαλίζουν ότι οι εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες που έχουν συσταθεί εντός της επικράτειάς τους αποκτούν και διατηρούν επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο τους. Η ανάγκη για ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τον εντοπισμό των εγκληματιών, οι οποίοι διαφορετικά θα μπορούσαν να αποκρύπτουν την ταυτότητά τους πίσω από μια εταιρική δομή. Το παγκόσμια διασυνδεδεμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα καθιστά δυνατή την απόκρυψη και τη μεταφορά κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο, και τα άτομα που νομιμοποιούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες, οι χρηματοδότες της τρομοκρατίας, καθώς και άλλοι εγκληματίες κάνουν όλο και περισσότερο χρήση της εν λόγω δυνατότητας.

(26)

Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ο συγκεκριμένος παράγοντας που καθορίζει ποιο κράτος μέλος είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση και την καταγραφή πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων. Λόγω των διαφορών στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, ορισμένα εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα δεν παρακολουθούνται και δεν είναι καταχωρισμένα πουθενά στην Ένωση. Οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων θα πρέπει να καταχωρίζονται εκεί όπου είναι εγκατεστημένοι ή διαμένουν οι εμπιστευματοδόχοι των εμπιστευμάτων και τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρεμφερή νομικά μορφώματα. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική παρακολούθηση και καταχώριση πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο των εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, είναι επίσης απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών. Η διασύνδεση των μητρώων των κρατών μελών που αφορούν τους πραγματικούς δικαιούχους των εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων θα καθιστούσε τις πληροφορίες αυτές προσιτές, και επίσης θα διασφάλιζε ότι αποφεύγεται η πολλαπλή καταχώριση των ίδιων εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων εντός της Ένωσης.

(27)

Οι κανόνες που ισχύουν για εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα όσον αφορά την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο θα πρέπει να είναι συγκρίσιμες με τους αντίστοιχους κανόνες που ισχύουν για τις εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες. Λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ φάσμα των τύπων εμπιστευμάτων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ένωση καθώς και την ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, η απόφαση σχετικά με το αν ένα εμπίστευμα ή παρεμφερές νομικό μόρφωμα είναι συγκρίσιμο ή όχι με εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες θα πρέπει να λαμβάνεται από τα κράτη μέλη. Η εθνική νομοθεσία που μεταφέρει τις εν λόγω διατάξεις στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να αποσκοπεί στην αποτροπή της χρησιμοποίησης εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή συναφή βασικά αδικήματα.

(28)

Λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των εμπιστευμάτων και των παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και σύμφωνα με τους κανόνες για την προστασία των δεδομένων, να προσδιορίζουν το επίπεδο διαφάνειας όσον αφορά τα εμπιστεύματα και τα παρεμφερή νομικά μορφώματα που δεν είναι συγκρίσιμα με τις εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες. Οι σχετικοί κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μπορούν να διαφέρουν, βάσει των χαρακτηριστικών του τύπου του εμπιστεύματος ή του παρεμφερούς νομικού μορφώματος, και η κατανόηση των κινδύνων αυτών μπορεί να εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, για παράδειγμα ως αποτέλεσμα των εθνικών και υπερεθνικών εκτιμήσεων κινδύνου. Για το λόγο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν ευρύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, εφόσον η πρόσβαση αυτή αποτελεί απαραίτητο και αναλογικό μέτρο για τον θεμιτό στόχο της πρόληψης της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Κατά τον καθορισμό του επιπέδου διαφάνειας των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο αυτών των εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, ιδίως του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων θα πρέπει να παραχωρείται σε οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον. Η πρόσβαση θα πρέπει επίσης να παρέχεται σε κάθε πρόσωπο που υποβάλλει έγγραφη αίτηση που αφορά εμπίστευμα ή παρεμφερές νομικό μόρφωμα το οποίο κατέχει ή έχει στην κυριότητά του ελέγχουσα συμμετοχή σε οποιαδήποτε εταιρική ή άλλη νομική οντότητα έχει συσταθεί εκτός της Ένωσης, μέσω άμεσης ή έμμεσης κυριότητας, μεταξύ άλλων μέσω μετοχών στον κομιστή ή μέσω ελέγχου με άλλα μέσα. Τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις χορήγησης πρόσβασης σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων θα πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και σύμφωνα με τους στόχους της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απορρίψουν γραπτή αίτηση, εάν έχουν βάσιμους λόγους να υποπτεύονται ότι η γραπτή αίτηση δεν είναι σύμφωνη με τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

(29)

Για να διασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, είναι σημαντικό να καθορίζεται σαφώς ποια νομικά μορφώματα εγκατεστημένα σε ολόκληρη την Ένωση θα πρέπει να θεωρηθούν παρεμφερή με εμπιστεύματα ως εκ των καθηκόντων ή της δομής τους. Ως εκ τούτου, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να υποχρεούται να προσδιορίζει τα εμπιστεύματα, εφόσον αναγνωρίζονται από το εθνικό δίκαιο, και τα παρεμφερή νομικά μορφώματα που μπορούν να συσταθούν σύμφωνα με το εθνικό νομικό πλαίσιο ή έθιμο και που έχουν δομή ή λειτουργία παρεμφερή με τα εμπιστεύματα, όπως τη δυνατότητα διαχωρισμού ή αποσύνδεσης μεταξύ της νόμιμης και της πραγματικής κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων. Στη συνέχεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις κατηγορίες, την περιγραφή των χαρακτηριστικών, τα ονόματα και, όπου αρμόζει, τη νομική βάση αυτών των εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων ενόψει της δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να καθίσταται δυνατή η ταυτοποίησή τους από άλλα κράτη μέλη. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα εμπιστεύματα και τα παρεμφερή νομικά μορφώματα ενδέχεται να έχουν διαφορετικά νομικά χαρακτηριστικά σε ολόκληρη την Ένωση. Όταν τα χαρακτηριστικά του εμπιστεύματος ή του παρεμφερούς νομικού μορφώματος είναι συγκρίσιμα στη δομή ή τις λειτουργίες με τα χαρακτηριστικά εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων, η πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο θα συνέβαλλε στην καταπολέμηση της κατάχρησης των εμπιστευμάτων και των παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, με τον ίδιο τρόπο που η πρόσβαση του κοινού μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη της αθέμιτης χρήσης εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(30)

Η δημόσια πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με τον πραγματικό δικαιούχο επιτρέπει μεγαλύτερο έλεγχο των πληροφοριών από την κοινωνία των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου του Τύπου και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, και συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης στην ακεραιότητα των επιχειρηματικών συναλλαγών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μπορεί να συμβάλει στην καταπολέμηση της κατάχρησης των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τόσο βοηθώντας τις έρευνες όσο και μέσω αποτελεσμάτων που συνδέονται με τη φήμη, δεδομένου ότι οποιοσδήποτε θα μπορούσε να συνάψει συναλλαγές γνωρίζει την ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων. Διευκολύνει επίσης την έγκαιρη και αποτελεσματική διάθεση πληροφοριών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στις αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τρίτων χωρών, οι οποίες συμμετέχουν στην καταπολέμηση αυτών των αδικημάτων. Η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές θα βοηθούσε επίσης τις έρευνες σχετικά με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συναφή βασικά αδικήματα και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

(31)

Η εμπιστοσύνη στις χρηματοπιστωτικές αγορές από τους επενδυτές και το ευρύ κοινό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη ακριβούς καθεστώτος γνωστοποίησης που παρέχει διαφάνεια στις δομές του πραγματικού δικαιούχου και του ελέγχου των εταιρειών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης που χαρακτηρίζονται από συγκεντρωμένη ιδιοκτησία, όπως εκείνη στην Ένωση. Αφενός, οι μεγάλοι επενδυτές με σημαντικά δικαιώματα ψήφου και ταμειακών ροών ενδέχεται να ενθαρρύνουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και απόδοση της επιχείρησης. Αφετέρου, ωστόσο, οι ελέγχοντες πραγματικοί δικαιούχοι με μεγάλες ομάδες ψηφοφορίας ενδέχεται να έχουν κίνητρα για να εκτρέπουν τα εταιρικά περιουσιακά στοιχεία και ευκαιρίες για προσωπικό όφελος σε βάρος των επενδυτών μειοψηφίας. Η δυνητική ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα πρέπει να θεωρείται θετική παρενέργεια και όχι σκοπός της αύξησης της διαφάνειας, ο οποίος είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος λιγότερο πιθανού να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(32)

Η εμπιστοσύνη στις χρηματοπιστωτικές αγορές από τους επενδυτές και το ευρύ κοινό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη ακριβούς καθεστώτος γνωστοποίησης που παρέχει διαφάνεια όσον αφορά τον πραγματικό δικαιούχο και τις δομές ελέγχου των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων και ορισμένων τύπων εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο με αρκετά συνεκτικό και συντονισμένο τρόπο, θεσπίζοντας σαφείς κανόνες για την πρόσβαση του κοινού, ούτως ώστε οι τρίτοι να είναι σε θέση να εξακριβώνουν, σε όλη την Ένωση, ποιοι είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων καθώς και ορισμένων τύπων εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων.

(33)

Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, όσον αφορά εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες, με αρκετά συνεκτικό και συντονισμένο τρόπο, μέσω των κεντρικών μητρώων στα οποία ορίζονται οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, θεσπίζοντας σαφή κανόνα για τη δημόσια πρόσβαση, ούτως ώστε οι τρίτοι να είναι σε θέση να εξακριβώνουν, σε όλη την Ένωση, ποιοι είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι εταιρικών και νομικών οντοτήτων. Είναι σημαντικό επίσης να θεσπιστεί ένα συνεκτικό νομικό πλαίσιο που να εξασφαλίζει καλύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, από τη στιγμή που έχουν καταχωριστεί εντός της Ένωσης. Οι κανόνες που ισχύουν για εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα όσον αφορά την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο θα πρέπει να είναι συγκρίσιμοι με τους αντίστοιχους κανόνες που ισχύουν για τις εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες.

(34)

Σε όλες τις περιπτώσεις, τόσο όσον αφορά τις εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες, καθώς και τα εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα, θα πρέπει να αναζητηθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του γενικού δημόσιου συμφέροντος για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και αφετέρου των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Το σύνολο των δεδομένων που πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού θα πρέπει να περιορίζεται, να ορίζεται σαφώς και αναλυτικά και να είναι γενικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να ελαχιστοποιείται η δυνητική βλάβη των πραγματικών δικαιούχων. Ταυτόχρονα, οι πληροφορίες που καθίστανται προσβάσιμες στο κοινό δεν θα πρέπει να διαφέρουν σημαντικά από τα δεδομένα που συλλέγονται επί του παρόντος. Για να περιοριστεί η παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής τους, γενικά, και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους, ειδικότερα, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να αφορούν ουσιαστικά την κατάσταση των πραγματικών δικαιούχων των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων και των εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων και θα πρέπει να αφορούν αυστηρά τη σφαίρα της οικονομικής δραστηριότητας στην οποία λειτουργούν οι πραγματικοί δικαιούχοι. Αν ένα ανώτατο διοικητικό στέλεχος έχει ταυτοποιηθεί ως ο πραγματικός δικαιούχος εκ μόνου του γεγονότος ότι κατέχει αυτή τη θέση και όχι μέσω ιδιοκτησιακού δικαιώματος που κατέχει ή ελέγχου που ασκεί με άλλα μέσα, τούτο θα πρέπει να εμφαίνεται σαφώς στα μητρώα. Όσον αφορά τις πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι οι πληροφορίες αυτές θα περιλαμβάνονται στο κεντρικό μητρώο, ιδίως για πραγματικούς δικαιούχους που δεν είναι υπήκοοι. Προκειμένου να διευκολύνουν τις διαδικασίες καταχώρισης και δεδομένου ότι η μεγάλη πλειονότητα των πραγματικών δικαιούχων θα είναι υπήκοοι του κράτους διατήρησης του κεντρικού μητρώου, τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρούν ότι ένας πραγματικός δικαιούχος είναι της δικής τους ιθαγένειας εφόσον δεν έχει γίνει εγγραφή για το αντίθετο.

(35)

Ο ενισχυμένος δημόσιος έλεγχος θα συμβάλει στην πρόληψη της κατάχρησης των νομικών οντοτήτων και των νομικών μορφωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της φοροαποφυγής. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο να παραμένουν διαθέσιμες μέσω των εθνικών μητρώων και μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων για τουλάχιστον πέντε έτη από τότε που οι λόγοι εγγραφής των πληροφοριών αυτών, όσον αφορά το εμπίστευμα ή ένα παρεμφερές νομικό μόρφωμα, έπαυσαν να υφίστανται. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν βάσει του νόμου την επεξεργασία των πληροφοριών για τον πραγματικό δικαιούχο, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για άλλους σκοπούς, αν η εν λόγω επεξεργασία ανταποκρίνεται σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος και αποτελεί απαραίτητο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τον νόμιμο επιδιωκόμενο στόχο.

(36)

Επιπλέον, με τον στόχο της εξασφάλισης αναλογικής και ισορροπημένης προσέγγισης και της εγγύησης των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εισάγουν εξαιρέσεις από τη γνωστοποίηση μέσω των μητρώων πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο και την πρόσβαση σε αυτές, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν οι πληροφορίες αυτές θα εξέθεταν τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν επιγραμμική εγγραφή, προκειμένου να προσδιορίζουν κάθε πρόσωπο που ζητεί πληροφορίες από το μητρώο, καθώς και την καταβολή τέλους για την πρόσβαση στις πληροφορίες του μητρώου.

(37)

Η διασύνδεση των κεντρικών μητρώων των κρατών μελών που περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο μέσω της ευρωπαϊκής κεντρικής πλατφόρμας που συστάθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), απαιτεί τον συντονισμό εθνικών συστημάτων με ποικίλα τεχνικά χαρακτηριστικά. Αυτό συνεπάγεται την έγκριση τεχνικών μέτρων και προδιαγραφών που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές μεταξύ μητρώων. Προκειμένου να διασφαλισθούν ενιαίοι όροι εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για τη διευθέτηση τέτοιων τεχνικών και επιχειρησιακών ζητημάτων. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή των κρατών μελών στη λειτουργία του όλου συστήματος θα πρέπει να εξασφαλίζεται με τακτικό διάλογο μεταξύ της Επιτροπής και των αντιπροσώπων των κρατών μελών σχετικά με τα θέματα που αφορούν τη λειτουργία του συστήματος και σχετικά με τη μελλοντική του ανάπτυξη.

(38)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, τα φυσικά πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στα εθνικά μητρώα που τους ταυτοποιούν ως πραγματικούς δικαιούχους θα πρέπει να ενημερώνονται αναλόγως. Επιπλέον, θα πρέπει να διατίθενται μόνον δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι επικαιροποιημένα και αντιστοιχούν όντως στους πραγματικούς δικαιούχους και οι δικαιούχοι θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους εντός του τρέχοντος ενωσιακού νομικού πλαισίου προστασίας των δεδομένων, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), και τις ισχύουσες διαδικασίες άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων. Επιπλέον, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα και να εξισορροπηθούν τα δικαιώματα των πραγματικών δικαιούχων, τα κράτη μέλη μπορεί να θεωρήσουν σκόπιμο να θέτουν στη διάθεση του πραγματικού δικαιούχου τις πληροφορίες σχετικά με τον αιτούντα μαζί με τη νομική βάση της αίτησης.

(39)

Σε περιπτώσεις που η αναφορά αποκλίσεων από τις ΜΧΠ και τις αρμόδιες αρχές θα έθετε σε κίνδυνο διεξαγόμενη έρευνα, οι ΜΧΠ ή οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθυστερούν την αναφορά της απόκλισης μέχρι τη στιγμή κατά την οποία οι λόγοι της μη αναφοράς παύουν να υφίστανται. Επιπλέον, οι ΜΧΠ και οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να γνωστοποιούν αποκλίσεις όταν κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς κάθε διάταξη εμπιστευτικότητας του εθνικού δικαίου ή θα συνιστούσε αδίκημα πληροφόρησης.

(40)

Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/680.

(41)

Η πρόσβαση στις πληροφορίες και ο ορισμός του έννομου συμφέροντος θα πρέπει να διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ή διαμένει ο εμπιστευματοδόχος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα. Όταν ο εμπιστευματοδόχος ενός εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικού μορφώματος δεν είναι εγκατεστημένος ούτε διαμένει σε κράτος μέλος, η πρόσβαση στις πληροφορίες και ο ορισμός του έννομου συμφέροντος θα πρέπει να διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο είναι καταχωρισμένες οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο του εμπιστεύματος ή του παρεμφερούς νομικού μορφώματος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

(42)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν το έννομο συμφέρον, τόσο ως γενική έννοια όσο και ως κριτήριο για την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο στο εθνικό τους δίκαιο. Ειδικότερα, οι ορισμοί αυτοί δεν θα πρέπει να περιορίζουν την έννοια του έννομου συμφέροντος σε υποθέσεις εκκρεμών διοικητικών ή νομικών διαδικασιών, και θα πρέπει να επιτρέπουν να λαμβάνεται υπόψη η προληπτική δράση στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και των συναφών βασικών αδικημάτων, η οποία αναλαμβάνεται από μη κυβερνητικές οργανώσεις και ερευνητικούς δημοσιογράφους, κατά περίπτωση. Μόλις γίνει η διασύνδεση των μητρώων πραγματικών δικαιούχων των κρατών μελών, θα πρέπει να χορηγείται πρόσβαση τόσο εθνική όσο και διασυνοριακή στο μητρώο κάθε κράτους μέλους βάσει του ορισμού του έννομου συμφέροντος του κράτους μέλους όπου κατεγράφη η πληροφορία σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο του εμπιστεύματος ή του παρεμφερούς νομικού μορφώματος βάσει της παρούσας οδηγίας, δυνάμει απόφασης που λαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Σε σχέση με τα μητρώα πραγματικών δικαιούχων των κρατών μελών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επίσης τη δυνατότητα θέσπισης μηχανισμών προσφυγής κατά αποφάσεων που χορηγούν ή αρνούνται την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Για να εξασφαλισθεί η συνεκτική και αποτελεσματική καταχώριση και ανταλλαγή πληροφοριών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αρχές τους που είναι επιφορτισμένες με το μητρώο που δημιουργείται για να δίνει πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστευμάτων και άλλων παρεμφερών νομικών μορφωμάτων συνεργάζονται με τους ομολόγους τους σε άλλα κράτη μέλη, ανταλλάσσοντας πληροφορίες σχετικά με εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα που διέπονται από το δίκαιο ενός κράτους μέλους ενώ η διοίκησή τους γίνεται σε άλλο κράτος μέλος.

(43)

Οι διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης με ίδρυμα πελάτη της τρίτης χώρας χαρακτηρίζονται από τον διαρκή, επαναληπτικό χαρακτήρα τους. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη, όταν απαιτούν τη λήψη μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας σε αυτό το ιδιαίτερο πλαίσιο, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ότι οι σχέσεις ανταπόκρισης δεν περιλαμβάνουν εφάπαξ συναλλαγές ή την απλή ανταλλαγή δυνατοτήτων αποστολής μηνυμάτων. Επιπλέον, αναγνωρίζοντας ότι όλες οι διασυνοριακές υπηρεσίες τραπεζικής ανταπόκρισης δεν παρουσιάζουν το ίδιο επίπεδο κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η ένταση των μέτρων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία μπορεί να διέπεται από την εφαρμογή των αρχών της προσέγγισης με βάση τον κίνδυνο και δεν προδικάζει το επίπεδο του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που παρουσιάζεται από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ανταπόκρισης.

(44)

Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι οι κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας εφαρμόζονται σωστά από την υπόχρεη οντότητα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενισχύσουν τον ρόλο των δημόσιων αρχών που ενεργούν ως αρμόδιες αρχές με καθορισμένες αρμοδιότητες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των ΜΧΠ, των αρχών που ασκούν καθήκοντα διερεύνησης ή δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, της ανεύρεσης και κατάσχεσης ή δέσμευσης και δήμευσης του προϊόντος εγκληματικών δραστηριοτήτων, των αρχών που λαμβάνουν εκθέσεις σχετικά με τη διασυνοριακή μεταφορά νομισμάτων και διαπραγματεύσιμων τίτλων στον κομιστή και των αρχών που έχουν εποπτικές αρμοδιότητες ή αρμοδιότητες παρακολούθησης που αποσκοπούν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης από τις υπόχρεες οντότητες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενισχύσουν τον ρόλο άλλων σχετικών αρχών συμπεριλαμβανομένων των αρχών κατά της διαφθοράς και των φορολογικών αρχών.

(45)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και αμερόληπτη εποπτεία όλων των υπόχρεων οντοτήτων, κατά προτίμηση από δημόσιες αρχές μέσω χωριστής και ανεξάρτητης εθνικής ρυθμιστικής ή εποπτικής αρχής.

(46)

Οι εγκληματίες διακινούν παράνομες προσόδους μέσω πολυάριθμων χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών για να μην ανακαλυφθούν. Συνεπώς είναι σημαντικό να επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα και στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να ανταλλάσσουν πληροφορίες, όχι μόνο μεταξύ μελών ομίλων, αλλά και με άλλα πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, εφόσον διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία.

(47)

Οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τις υπόχρεες οντότητες για τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να μπορούν να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες, ανεξάρτητα από τον αντίστοιχο χαρακτήρα ή την κατάστασή τους. Προς τούτο, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν επαρκή νομική βάση για την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών, η δε συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών ΚΞΧ/ΧΤ και των φορέων προληπτικής εποπτείας δεν θα πρέπει να εμποδίζεται ακουσίως από την ανασφάλεια δικαίου που μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη σαφών διατάξεων σε αυτόν τον τομέα. Η εποπτεία της αποτελεσματικής εφαρμογής της πολιτικής του ομίλου σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές και τις λεπτομέρειες εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας όπως ορίζεται στη σχετική ευρωπαϊκή τομεακή νομοθεσία.

(48)

Η ανταλλαγή πληροφοριών και η παροχή συνδρομής μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών είναι κεφαλαιώδης για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να απαγορεύουν ή να θέτουν παράλογους ή υπερβολικά περιοριστικούς όρους σε αυτή την ανταλλαγή πληροφοριών και την παροχή συνδρομής.

(49)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (12), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, και ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τον δεσμό ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί τη διαβίβαση αυτών των εγγράφων δικαιολογημένη.

(50)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω της πρόληψης, του εντοπισμού και της διερεύνησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, επειδή μεμονωμένα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη για την προστασία των χρηματοπιστωτικών τους συστημάτων μπορεί να μη συνάδουν με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και με τους κανόνες του κράτους δικαίου και της δημόσιας τάξης της Ένωσης, μπορεί όμως εξαιτίας της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(51)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «Χάρτης»), και ιδίως το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 7 του Χάρτη), το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8 του Χάρτη) και την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16 του Χάρτη).

(52)

Κατά την εκπόνηση έκθεσης αξιολόγησης της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θα πρέπει να αποδίδει τη δέουσα προσοχή στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αρχών που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη.

(53)

Δεδομένης της ανάγκης να εφαρμοστούν επειγόντως μέτρα που λαμβάνονται με σκοπό την ενίσχυση του καθεστώτος της Ένωσης που έχει καθιερωθεί για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και έχοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί από τα κράτη μέλη για τη γρήγορη μεταφορά της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 στο εθνικό δίκαιο, οι τροποποιήσεις στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 θα πρέπει να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο έως τις 10 Ιανουαρίου 2020. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συγκροτήσουν μητρώα πραγματικών δικαιούχων για εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες έως τις 10 Ιανουαρίου 2020 και για τα εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα έως τις 10 Μαρτίου 2020. Τα κεντρικά μητρώα θα πρέπει να διασυνδέονται μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Πλατφόρμας έως τις 10 Μαρτίου 2021. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν κεντρικούς αυτόματους μηχανισμούς που θα επιτρέπουν την ταυτοποίηση των κατόχων τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών πληρωμών και θυρίδων ασφαλείας έως τις 10 Σεπτεμβρίου 2020.

(54)

Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 2 Φεβρουαρίου 2017 (14),

(55)

Συνεπώς, η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1
Τροποποιήσεις της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849

Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

ελεγκτές, εξωτερικούς λογιστές και φορολογικούς συμβούλους, και κάθε άλλο πρόσωπο που δεσμεύεται να παρέχει, είτε άμεσα είτε μέσω άλλων προσώπων με τα οποία το εν λόγω άλλο πρόσωπο συνδέεται, υλική βοήθεια, συνδρομή ή συμβουλές σχετικά με φορολογικά θέματα, ως κύρια επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα·»·

β)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

μεσίτες ακινήτων, μεταξύ άλλων όταν ενεργούν ως ενδιάμεσοι για την εκμίσθωση ακινήτων, αλλά μόνο σε σχέση με συναλλαγές για τις οποίες το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται σε 10 000 EUR ή περισσότερο·»·

γ)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ζ)

παρόχους που ασχολούνται με υπηρεσίες ανταλλαγής μεταξύ εικονικών νομισμάτων και παραστατικών νομισμάτων·

η)

παρόχους υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών·

θ)

πρόσωπα που εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, ακόμη και όταν αυτό πραγματοποιείται από αίθουσες τέχνης και οίκους δημοπρασιών, όταν η αξία της συναλλαγής ή σειράς συνδεδεμένων πράξεων ανέρχεται σε 10 000 EUR ή περισσότερο·

ι)

πρόσωπα που αποθηκεύουν, εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, όταν αυτό πραγματοποιείται από ελεύθερους λιμένες, όταν η αξία της συναλλαγής ή σειράς συνδεδεμένων πράξεων ανέρχεται σε 10 000 EUR ή περισσότερο.».

2)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 4) τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τρομοκρατικά εγκλήματα, εγκλήματα που σχετίζονται με τρομοκρατική ομάδα και εγκλήματα που σχετίζονται με τρομοκρατικές δραστηριότητες, όπως ορίζεται στους τίτλους II και ΙΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2017/541 (*1)·

(*1)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 31.3.2017, σ. 6).»·"

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

δραστηριότητες εγκληματικών οργανώσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαίσιο αριθ. 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου (*2)·

(*2)  Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ L 300 της 11.11.2008, σ. 42).»·"

β)

στο σημείο 6), το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

σε περίπτωση εμπιστευμάτων (trusts) - όλα τα ακόλουθα πρόσωπα:

i)

του ή των εμπιστευματοπάροχων·

ii)

του ή των εμπιστευματοδόχων·

iii)

ο ή οι προστάτες εάν υπάρχουν·

iv)

οι δικαιούχοι· ή όταν τα άτομα που αποτελούν δικαιούχους του νομικού μορφώματος ή της νομικής οντότητας δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμη, η κατηγορία προσώπων προς το συμφέρον της οποίας έχει κυρίως συσταθεί ή λειτουργεί το νομικό μόρφωμα ή η νομική οντότητα·

v)

οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ασκεί τον τελικό έλεγχο του εμπιστεύματος μέσω άμεσης ή έμμεσης ιδιοκτησίας ή με άλλα μέσα·»·

γ)

το σημείο 16) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«16)

ως «ηλεκτρονικό χρήμα» νοείται το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, όμως με εξαίρεση τη νομισματική αξία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας·»·

δ)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«18)

ως «εικονικά νομίσματα» νοείται μια ψηφιακή αναπαράσταση αξίας που δεν εκδίδεται από κεντρική τράπεζα ή δημόσια αρχή ούτε έχει την εγγύησή τους, δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με νομίμως κυκλοφορούν νόμισμα και δεν διαθέτει το νομικό καθεστώς νομίσματος ή χρήματος, όμως γίνεται αποδεκτή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ως μέσο συναλλαγής και μπορεί να μεταφέρεται, να αποθηκεύεται ή να διακινείται ηλεκτρονικά.·

19)

ως «πάροχος υπηρεσιών θεματοφυλακής πορτοφολιών» νοείται μια οντότητα που παρέχει υπηρεσίες για τη διασφάλιση ιδιωτικών κρυπτογραφικών κλειδιών για λογαριασμό των πελατών της, με στόχο τη διακράτηση, αποθήκευση και μεταβίβαση εικονικών νομισμάτων.».

3)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, τα στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε συγκεκριμένο τομέα, συμπεριλαμβανομένων, όπου αρμόζει, εκτιμήσεων του χρηματικού όγκου της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που παρέχονται από την Eurostat για καθέναν από αυτούς τους τομείς·

γ)

τα πιο συνηθισμένα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, όσων χρησιμοποιούνται ιδίως στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό των τελευταίων ως υψηλού κινδύνου δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 2.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή θέτει την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στη διάθεση των κρατών μελών και των υπόχρεων οντοτήτων προκειμένου να τα βοηθήσει στον εντοπισμό, την κατανόηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και για να επιτρέψει σε άλλους ενδιαφερόμενους φορείς, περιλαμβανομένων των εθνικών νομοθετών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των Ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών (ΕΕΑ) και των αντιπροσώπων των ΜΧΠ να κατανοήσουν καλύτερα τους κινδύνους. Οι εκθέσεις δημοσιοποιούνται το αργότερο έξι μήνες μετά τη διάθεσή τους στα κράτη μέλη, εκτός από τα στοιχεία των εκθέσεων που περιέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες.».

4)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 4 προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«στ)

αναφέρει τη θεσμική δομή και τις ευρείες διαδικασίες του συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ που εφαρμόζει, μεταξύ άλλων της ΜΧΠ, των φορολογικών αρχών και των εισαγγελικών αρχών, καθώς και των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων που διατίθενται, στο βαθμό που είναι διαθέσιμες αυτές οι πληροφορίες·

ζ)

αναφέρει τις εθνικές προσπάθειες και τους πόρους (εργατικό δυναμικό και προϋπολογισμός) που διατίθενται για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη θέτουν τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνου που διενεργούν, συμπεριλαμβανομένων των επικαιροποιήσεών τους, στη διάθεση της Επιτροπής, των ΕΕΑ και των άλλων κρατών μελών. Άλλα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν σχετικές επιπρόσθετες πληροφορίες, όπου είναι σκόπιμο, στο κράτος μέλος που διενεργεί την εκτίμηση κινδύνου. Δημοσιοποιείται περίληψη της εκτίμησης. Η περίληψη αυτή δεν περιέχει διαβαθμισμένες πληροφορίες.».

5)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 64 με σκοπό να επισημανθούν οι τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις στρατηγικές ανεπάρκειες, ιδίως στους ακόλουθους τομείς:

α)

το νομικό και θεσμικό πλαίσιο καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στην τρίτη χώρα, ιδίως:

i)

την ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

ii)

τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη·

iii)

τις απαιτήσεις σχετικά με την τήρηση αρχείων·

iv)

τις απαιτήσεις σχετικά με τις αναφορές ύποπτων συναλλαγών·

v)

τη διαθεσιμότητα ακριβών και έγκαιρων πληροφοριών προς τις αρμόδιες αρχές σχετικά με την πραγματική κυριότητα των νομικών προσώπων και μορφωμάτων·

β)

τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών της τρίτης χώρας και τις διαδικασίες που εφαρμόζουν με στόχο την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων επαρκώς αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων, καθώς και τις πρακτικές της τρίτης χώρας σχετικά με τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών·

γ)

την αποτελεσματικότητα του συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ της τρίτης χώρας όσον αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή κατά την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, λαμβάνει υπόψη, όπου κρίνεται απαραίτητο, τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και φορείς καθορισμού προτύπων με αρμοδιότητες στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.».

6)

Στο άρθρο 10, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να τηρούν ανώνυμους λογαριασμούς, ανώνυμα βιβλιάρια καταθέσεων ή ανώνυμες θυρίδες ασφαλείας. Τα κράτη μέλη απαιτούν σε κάθε περίπτωση οι κάτοχοι και οι δικαιούχοι υφιστάμενων ανώνυμων λογαριασμών, ανώνυμων βιβλιαρίων καταθέσεων ή ανώνυμων θυρίδων ασφαλείας να υπαχθούν σε μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη έως τις 10 Ιανουαρίου 2019 και οπωσδήποτε πριν χρησιμοποιηθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο οι λογαριασμοί, τα βιβλιάρια καταθέσεων ή οι θυρίδες ασφαλείας.».

7)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

Στο πρώτο εδάφιο, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«α)

το μέσο πληρωμής δεν διαθέτει δυνατότητα επαναφόρτισης ή έχει ανώτατο μηνιαίο όριο πράξεων πληρωμής 150 EUR που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον στο συγκεκριμένο κράτος μέλος·

β)

το ανώτατο ποσό που αποθηκεύεται ηλεκτρονικά δεν υπερβαίνει τα 150 EUR·»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει σε περίπτωση εξόφλησης σε μετρητά ή ανάληψης σε μετρητά της νομισματικής αξίας του ηλεκτρονικού χρήματος όταν το εξοφλούμενο ποσό υπερβαίνει τα 50 EUR, ή σε περίπτωση εξ αποστάσεως συναλλαγών πληρωμής όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 6) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3) όταν το καταβαλλόμενο ποσό υπερβαίνει τα 50 EUR ανά συναλλαγή.

(*3)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).»·"

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που ενεργούν ως αγοραστές να δέχονται μόνον τις πληρωμές που πραγματοποιούνται με ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες που έχουν εκδοθεί σε τρίτες χώρες, όπου οι εν λόγω κάρτες πληρούν απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες των παραγράφων 1 και 2.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην δέχονται στο έδαφός τους τις πληρωμές που πραγματοποιούνται με ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες.».

8)

Το άρθρο 13 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

την εξακρίβωση και την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή, συμπεριλαμβανομένων, όπου υπάρχουν, μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, σχετικών υπηρεσιών εμπιστοσύνης όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4) ή οποιασδήποτε άλλης ασφαλούς, εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονικής, διαδικασίας ταυτοποίησης που ρυθμίζεται, αναγνωρίζεται, εγκρίνεται ή γίνεται δεκτή από την αρμόδια αρχή·

(*4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).»"

β)

στο τέλος του στοιχείου β) προστίθεται η ακόλουθη φράση:

«Σε περίπτωση που ο πραγματικός δικαιούχος που προσδιορίζεται είναι το ανώτατο διοικητικό στέλεχος που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 6 στοιχείο α) σημείο ii), οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν τα αναγκαία εύλογα μέτρα για την εξακρίβωση της ταυτότητας του φυσικού προσώπου που κατέχει τη θέση του ανώτατου διοικητικού στελέχους και τηρούν αρχείο με τις δράσεις που αναλήφθηκαν, καθώς και τις ενδεχόμενες δυσκολίες που διαπιστώθηκαν κατά τη διαδικασία επαλήθευσης.».

9)

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Κάθε φορά που συνάπτεται νέα πελατειακή σχέση με εταιρική ή άλλη νομική οντότητα, με εμπίστευμα ή νομικό μόρφωμα που έχει δομή ή λειτουργίες παρεμφερείς των εμπιστευμάτων («παρεμφερές νομικό μόρφωμα») που υπόκεινται στην καταχώριση πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους σύμφωνα με το άρθρο 30 ή 31, οι υπόχρεες οντότητες συγκεντρώνουν απόδειξη της εγγραφής, ή απόσπασμα του μητρώου.»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όχι μόνον σε όλους τους νέους πελάτες, αλλά και στους υπάρχοντες πελάτες την κατάλληλη χρονική στιγμή, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, ή όταν μεταβάλλονται οι σχετικές περιστάσεις του πελάτη, ή όταν η υπόχρεη οντότητα έχει οποιοδήποτε καθήκον βάσει του νόμου κατά τη διάρκεια του σχετικού ημερολογιακού έτους να επικοινωνήσει με τον πελάτη με σκοπό την αναθεώρηση κάθε ουσιαστικής πληροφορίας που σχετίζεται με τον πραγματικό δικαιούχο ή δικαιούχους, ή εάν η υπόχρεη οντότητα είχε αυτό το καθήκον στο πλαίσιο της οδηγίας 2011/16/ΕΕ (*5) του Συμβουλίου.

(*5)  Οδηγία 2011/16/EE του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1).»."

10)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 18α έως 24, καθώς επίσης και σε άλλες περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου που προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη ή τις υπόχρεες οντότητες, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, ώστε να διαχειρίζονται και να μετριάζουν κατάλληλα τους κινδύνους αυτούς.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εξετάζουν, όσο είναι ευλόγως δυνατό, το ιστορικό και τον σκοπό όλων των συναλλαγών που πληρούν τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

είναι πολύπλοκες συναλλαγές·

ii)

είναι ασυνήθιστα μεγάλες συναλλαγές·

iii)

ακολουθούν ένα ασυνήθιστο μοτίβο·

iv)

δεν έχουν προφανή οικονομικό ή νόμιμο σκοπό.

Ειδικότερα, οι υπόχρεες οντότητες αυξάνουν τον βαθμό και τη φύση της παρακολούθησης της επιχειρηματικής σχέσης, προκειμένου να προσδιοριστεί αν οι εν λόγω συναλλαγές ή δραστηριότητες φαίνονται ύποπτες.».

11)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 18α:

«Άρθρο 18α

1.   Όσον αφορά τις επιχειρηματικές σχέσεις ή τις συναλλαγές με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται έτσι σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν τα ακόλουθα ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη:

α)

τη συλλογή πρόσθετων πληροφοριών σχετικά με τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο ή δικαιούχους·

β)

τη συλλογή πρόσθετων πληροφοριών για τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης·

γ)

τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την προέλευση των κεφαλαίων και την πηγή του πλούτου του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου ή δικαιούχων·

δ)

τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις αιτίες των συναλλαγών που σχεδιάζονται ή εκτελούνται·

ε)

την απόκτηση της έγκρισης ανώτερων διευθυντικών στελεχών για την έναρξη ή τη συνέχιση της επιχειρηματικής σχέσης·

στ)

τη διεξαγωγή ενισχυμένης παρακολούθησης της επιχειρηματικής σχέσης, μέσω αύξησης του αριθμού και του χρονοδιαγράμματος των ελέγχων που εφαρμόζονται, και μέσω επιλογής προτύπων των συναλλαγών που χρήζουν περαιτέρω εξέτασης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εξασφαλίζουν, κατά περίπτωση, η πρώτη πληρωμή να πραγματοποιείται μέσω λογαριασμού στο όνομα του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα που υπάγεται σε πρότυπα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη τα οποία δεν είναι λιγότερο αυστηρά από εκείνα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Εκτός από τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης, τα κράτη μέλη απαιτούν από υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν, όπου αρμόζει, ένα ή περισσότερα πρόσθετα μέτρα μετριασμού σε πρόσωπα και νομικές οντότητες που εκτελούν συναλλαγές με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται έτσι σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2. Τα μέτρα αυτά συνίστανται σε ένα ή σε όλα από τα παρακάτω:

α)

στην εφαρμογή πρόσθετων στοιχείων ενισχυμένης δέουσας επιμέλειας·

β)

στην εισαγωγή ενισχυμένων σχετικών μηχανισμών αναφοράς ή συστηματικής αναφοράς χρηματοοικονομικών συναλλαγών·

γ)

στον περιορισμό των επιχειρηματικών σχέσεων ή των συναλλαγών με φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες από τις τρίτες χώρες που χαρακτηρίζονται ως χώρες υψηλού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2.

3.   Εκτός από τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν, όπου αρμόζει, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα σχετικά με με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται έτσι σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2, σε συμμόρφωση με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης:

α)

άρνηση της ίδρυσης θυγατρικών ή υποκαταστημάτων ή γραφείων εκπροσώπησης υπόχρεων οντοτήτων από την ενδιαφερόμενη χώρα, ή συνεκτίμηση με άλλο τρόπο του γεγονότος ότι η σχετική υπόχρεη οντότητα προέρχεται από χώρα που δεν διαθέτει επαρκή καθεστώτα ΚΞΧ/ΧΤ·

β)

απαγόρευση σε υπόχρεες οντότητες να ιδρύουν υποκαταστήματα ή γραφεία εκπροσώπησης στην ενδιαφερόμενη χώρα, ή συνεκτίμηση με άλλο τρόπο του γεγονότος ότι το σχετικό υποκατάστημα ή γραφείο εκπροσώπησης θα βρισκόταν σε χώρα που δεν διαθέτει επαρκή καθεστώτα ΚΞΧ/ΧΤ·

γ)

απαίτηση για αυξημένη εποπτική εξέταση ή απαίτηση για αυξημένο εξωτερικό έλεγχο για τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές υπόχρεων οντοτήτων που ευρίσκονται στην εν λόγω χώρα·

δ)

απαίτηση αυξημένου εξωτερικού ελέγχου για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους σε σχέση με οποιοδήποτε από τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές που βρίσκονται στην ενδιαφερόμενη χώρα·

ε)

απαίτηση τα πιστωτικά και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να αναθεωρούν και να τροποποιούν ή, αν είναι απαραίτητο, να τερματίζουν τις διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης με ίδρυμα πελάτη από την ενδιαφερόμενη χώρα.

4.   Κατά τη θέση σε ισχύ ή εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη, κατά περίπτωση, τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και φορείς καθορισμού προτύπων με αρμοδιότητες στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σχετικά με τους κινδύνους που αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες τρίτες χώρες.

5.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 πριν από τη θέση τους σε ισχύ ή την εφαρμογή τους.».

12)

Στο άρθρο 19, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όσον αφορά τις διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης που αφορούν εκτέλεση πληρωμών με ίδρυμα πελάτη από τρίτη χώρα, τα κράτη μέλη, εκτός από τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στο άρθρο 13, απαιτούν από τα πιστωτικά τους ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς τους οργανισμούς όταν συνάπτουν επιχειρηματική σχέση:».

13)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 20α

1.   Κάθε κράτος μέλος εκδίδει και τηρεί ενήμερο κατάλογο που προσδιορίζει τα ακριβή καθήκοντα τα οποία, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις θεωρούνται σημαντικό δημόσιο λειτούργημα για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 9. Τα κράτη μέλη ζητούν από όλους τους διεθνείς οργανισμούς που είναι διαπιστευμένοι στην επικράτειά τους να εκδίδουν και να τηρούν ενήμερο κατάλογο των σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων του κάθε διεθνούς οργανισμού για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 9. Οι κατάλογοι αυτοί διαβιβάζονται στην Επιτροπή και δύνανται να δημοσιοποιούνται.

2.   Η Επιτροπή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο τον κατάλογο των ακριβών καθηκόντων τα οποία θεωρούνται σημαντικό δημόσιο λειτούργημα σε επίπεδο θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει επίσης τυχόν καθήκοντα που ενδέχεται να ανατεθούν σε αντιπροσώπους τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών διαπιστευμένων στο επίπεδο της Ένωσης.

3.   Η Επιτροπή καταρτίζει, με βάση τους καταλόγους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, ενιαίο κατάλογο όλων των σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 9. Ο ενιαίος αυτός κατάλογος δημοσιοποιείται.

4.   Τα δημόσια λειτουργήματα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 41 παράγραφος 2.».

14)

Στο άρθρο 27, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπόχρεες οντότητες στις οποίες απευθύνεται ο πελάτης λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι κατάλληλα αντίγραφα των δεδομένων εξακρίβωσης και ελέγχου της ταυτότητας, συμπεριλαμβανομένων, πληροφοριών που αποκτώνται με μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εφόσον είναι διαθέσιμα, σχετικών υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014, ή οποιασδήποτε άλλης ασφαλούς, εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονικής, διαδικασίας ταυτοποίησης που ρυθμίζεται, αναγνωρίζεται, εγκρίνεται ή γίνεται δεκτή από τις σχετικές εθνικές αρχές.».

15)

Το άρθρο 30 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες που έχουν την εταιρική τους έδρα στην επικράτειά τους υποχρεούνται να αποκτούν και να φυλάσσουν επαρκείς, ακριβείς και τρέχουσες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους τους, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών των δικαιωμάτων που κατέχουν οι πραγματικοί δικαιούχοι. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι παραβιάσεις του παρόντος άρθρου αποτελούν αντικείμενο αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών μέτρων ή κυρώσεων.»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πραγματικοί δικαιούχοι των εταιρικών ή άλλων νομικών οντοτήτων, μεταξύ άλλων μέσω μετοχών, δικαιωμάτων ψήφου, δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, μέσω μετοχών στον κομιστή, ή μέσω ελέγχου με άλλα μέσα, να παρέχουν στις εν λόγω οντότητες όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου η εταιρική ή άλλη νομική οντότητα να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι πληροφορίες που φυλάσσονται στο κεντρικό μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 να είναι επαρκείς, ακριβείς και τρέχουσες, και συγκροτούν μηχανισμούς προς τούτο. Οι εν λόγω μηχανισμοί περιλαμβάνουν την απαίτηση από τις υπόχρεες οντότητες και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και στο βαθμό που η απαίτηση αυτή δεν παρεμβαίνει αδικαιολόγητα στις λειτουργίες τους, από τις αρμόδιες αρχές, να αναφέρουν οποιαδήποτε αναντιστοιχία εντοπίζουν μεταξύ των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που ευρίσκονται στα κεντρικά μητρώα και των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που ευρίσκονται στη διάθεσή τους. Σε περίπτωση που αναφερθούν αναντιστοιχίες, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την επίλυση των διαφορών με έγκαιρο τρόπο και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, ότι θα περιληφθεί ειδική μνεία στο κεντρικό μητρώο στο μεταξύ.»·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο έχουν πρόσβαση σε κάθε περίπτωση:

α)

οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ, χωρίς κανένα περιορισμό·

β)

οι υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο των μέτρων δέουσας επιμέλειας για τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο II·

γ)

οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού.

Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο γ) έχουν πρόσβαση τουλάχιστον στο όνομα, τον μήνα και το έτος γέννησης, τη χώρα διαμονής και την υπηκοότητα του πραγματικού δικαιούχου, καθώς επίσης και στο είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει.

Τα κράτη μέλη μπορούν, υπό προϋποθέσεις που θα καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο, να προβλέπουν πρόσβαση σε επιπρόσθετες πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου. Οι εν λόγω επιπρόσθετες πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον την ημερομηνία γέννησης ή στοιχεία επικοινωνίας σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας δεδομένων.»·

δ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5α.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να καταστήσουν διαθέσιμες τις πληροφορίες που περιέχονται στα εθνικά μητρώα τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 3 υπό τον όρο της ηλεκτρονικής εγγραφής και την καταβολή τέλους, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα διοικητικά έξοδα της διάθεσης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών της συντήρησης και της ανάπτυξης του μητρώου.»·

ε)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ διαθέτουν έγκαιρη και απεριόριστη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που διατηρούνται στο κεντρικό μητρώο της παραγράφου 3, χωρίς να ειδοποιείται η οικεία οντότητα. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν επίσης την ταχεία πρόσβαση των υπόχρεων οντοτήτων, όταν λαμβάνονται μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο II.

Αρμόδιες αρχές που έχουν πρόσβαση στο κεντρικό μητρώο, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3, είναι οι δημόσιες αρχές με καθορισμένες αρμοδιότητες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και οι φορολογικές αρχές, οι εποπτικές αρχές υπόχρεων οντοτήτων και οι αρχές που ασκούν καθήκοντα διερεύνησης ή δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντοπισμού και κατάσχεσης ή δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.»·

στ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ είναι σε θέση να παρέχουν εγκαίρως και δωρεάν τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 στις αρμόδιες αρχές και τις ΜΧΠ άλλων κρατών μελών.»·

ζ)

οι παράγραφοι 9 και 10 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που θα καθοριστούν από το εθνικό δίκαιο, όταν η πρόσβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχεία β) και γ) του πρώτου εδαφίου θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή εάν ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή άλλως νομικά ανίκανος, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν κατά περίπτωση εξαίρεση από την πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εξαιρέσεις αυτές χορηγούνται μόνον κατόπιν λεπτομερούς αξιολόγησης της εξαιρετικής φύσης των περιστάσεων. Εξασφαλίζονται τα δικαιώματα σε διοικητική επανεξέταση της απόφασης εξαίρεσης και σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή. Τα κράτη μέλη που έχουν χορηγήσει εξαιρέσεις δημοσιοποιούν ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των εξαιρέσεων που χορηγήθηκαν και τους λόγους που δηλώθηκαν, και υποβάλλουν τα δεδομένα στην Επιτροπή.

Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή για τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) στοιχείο β) όταν πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους.

10.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα κεντρικά μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου διασυνδέονται μέσω της ευρωπαϊκής κεντρικής πλατφόρμας που συστάθηκε με το άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6). Η σύνδεση των κεντρικών μητρώων των κρατών μελών με την πλατφόρμα συστήνεται σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που καθορίζονται από τις εκτελεστικές πράξεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και με το άρθρο 31α της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατίθενται μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων που δημιουργήθηκε με το άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών που εφαρμόζουν τις παραγράφους 5, 5α και 6 του παρόντος άρθρου.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθίστανται διαθέσιμες μέσω των εθνικών μητρώων και μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων τουλάχιστον επί πέντε έτη και το πολύ για 10 έτη μετά τη διαγραφή της εταιρικής ή άλλης νομικής οντότητας από το μητρώο. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή με σκοπό να εφαρμόσουν τους διάφορους τύπους πρόσβασης σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(*6)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).»."

16)

Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το παρόν άρθρο ισχύει για τα εμπιστεύματα και άλλα παρεμφερή νομικά μορφώματα, όπως, μεταξύ άλλων, fiducie, ορισμένοι τύποι Treuhand ή fideicomiso, εφόσον αυτά έχουν δομή ή λειτουργίες παρεμφερείς των εμπιστευμάτων. Τα κράτη μέλη ορίζουν τα χαρακτηριστικά προκειμένου να καθορίζεται σε ποιες περιπτώσεις ορισμένα νομικά μορφώματα έχουν δομή ή λειτουργίες παρεμφερείς των εμπιστευμάτων έχοντας υπόψιν τα νομικά μορφώματα που διέπονται από το δίκαιό τους.

Κάθε κράτος μέλος απαιτεί από τους εμπιστευματοδόχους σε ρητό εμπίστευμα (express trust) του οποίου η διαχείριση γίνεται στο εν λόγω κράτος μέλος να αποκτούν και να διατηρούν επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους του εμπιστεύματος. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν την ταυτότητα:

α)

του ή των εμπιστευματοπάροχων·

β)

του ή των εμπιστευματοδόχων·

γ)

του ή των προστατών (εάν υπάρχουν)·

δ)

των δικαιούχων ή της κατηγορίας δικαιούχων· και

ε)

οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί του εμπιστεύματος.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι παραβιάσεις του παρόντος άρθρου αποτελούν αντικείμενο αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών μέτρων ή κυρώσεων.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εμπιστευματοδόχοι ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομικά μορφώματα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου γνωστοποιούν την ιδιότητά τους αυτή και παρέχουν εγκαίρως στις υπόχρεες οντότητες τις πληροφορίες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όταν, ως εμπιστευματοδόχοι ή κάτοχοι ισοδύναμης θέσης σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα, συνάπτουν επιχειρηματική σχέση ή πραγματοποιούν περιστασιακή συναλλαγή που υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 11 στοιχεία β), γ) και δ).»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο ρητών εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων κατά την παράγραφο 1 να τηρούνται σε κεντρικό μητρώο πραγματικών δικαιούχων, το οποίο συγκροτείται από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ή διαμένει ο εμπιστευματοδόχος του εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα.

Όταν ο τόπος εγκατάστασης ή διαμονής του εμπιστευματοδόχου του εμπιστεύματος ή του προσώπου που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα βρίσκεται εκτός της Ένωσης, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τηρούνται σε κεντρικό μητρώο που έχει συσταθεί από το κράτος μέλος στο οποίο ο εμπιστευματοδόχος του εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή αποκτά ακίνητη περιουσία εξ ονόματος του εμπιστεύματος ή του παρεμφερούς νομικού μορφώματος.

Όταν οι εμπιστευματοδόχοι του εμπιστεύματος ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα είναι εγκατεστημένοι ή διαμένουν σε διαφορετικά κράτη μέλη, ή όταν ο εμπιστευματοδόχος του εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα συνάπτει πολλαπλές επιχειρηματικές σχέσεις εξ ονόματος του εμπιστεύματος ή του παρεμφερούς νομικού μορφώματος σε διαφορετικά κράτη μέλη, ένα πιστοποιητικό με την απόδειξη της εγγραφής ή ένα απόσπασμα των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο σε μητρώο που τηρείται από ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρηθεί επαρκές προκειμένου να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση καταχώρισης πληρούται.»·

δ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικού μορφώματος είναι προσβάσιμες σε κάθε περίπτωση από:

α)

τις αρμόδιες αρχές και ΜΧΠ, χωρίς κανένα περιορισμό·

β)

τις υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο των διατάξεων για τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο II·

γ)

κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μπορεί να αποδείξει έννομο συμφέρον.

δ)

κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υποβάλλει έγγραφη αίτηση που αφορά εμπίστευμα ή παρεμφερές νομικό μόρφωμα το οποίο κατέχει ή έχει στην κυριότητά του ελέγχουσα συμμετοχή σε οποιαδήποτε εταιρική ή άλλη νομική οντότητα πλην εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1, μέσω άμεσης ή έμμεσης κυριότητας, μεταξύ άλλων μέσω μετοχών στον κομιστή ή μέσω ελέγχου με άλλα μέσα.

Οι πληροφορίες που είναι προσβάσιμες από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των στοιχείων γ) και δ) του πρώτου εδαφίου συνίστανται στο όνομα, τον μήνα και το έτος γέννησης, και τη χώρα διαμονής και την υπηκοότητα του πραγματικού δικαιούχου, καθώς επίσης και στο είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει.

Τα κράτη μέλη μπορούν, υπό προϋποθέσεις που θα καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο, να προβλέπουν πρόσβαση σε επιπρόσθετες πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου. Οι εν λόγω επιπρόσθετες πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον την ημερομηνία γέννησης ή στοιχεία επικοινωνίας, σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας δεδομένων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία γ) και δ) ευρύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στο μητρώο σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

Αρμόδιες αρχές που έχουν πρόσβαση στο κεντρικό μητρώο, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3, είναι οι δημόσιες αρχές με καθορισμένες αρμοδιότητες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και οι φορολογικές αρχές, οι εποπτικές αρχές υπόχρεων οντοτήτων και οι αρχές που ασκούν καθήκοντα διερεύνησης ή δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντοπισμού και κατάσχεσης ή δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.»·

ε)

παρεμβάλλεται η εξής παράγραφος:

«4α.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιλέξουν να καταστήσουν διαθέσιμες τις πληροφορίες που ευρίσκονται στα εθνικά τους μητρώα κατά την παράγραφο 3α εφόσον γίνει επιγραμμική εγγραφή και καταβολή ενός τέλους που δεν θα υπερβαίνει το διοικητικό κόστος της διάθεσης των πληροφοριών, περιλαμβανομένου και του κόστους ανάπτυξης και διατήρησης του μητρώου.»·

στ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι πληροφορίες που φυλάσσονται στο κεντρικό μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 3α να είναι επαρκείς, ακριβείς και τρέχουσες, και συγκροτούν μηχανισμούς προς τούτο. Οι εν λόγω μηχανισμοί περιλαμβάνουν την απαίτηση από τις υπόχρεες οντότητες και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και στο βαθμό που η απαίτηση αυτή δεν παρεμβαίνει αδικαιολόγητα στις λειτουργίες τους, από τις αρμόδιες αρχές, να αναφέρουν οποιαδήποτε αναντιστοιχία εντοπίζουν μεταξύ των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που διατίθενται στα κεντρικά μητρώα και των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που τίθενται στη διάθεσή τους. Σε περίπτωση που αναφερθούν αναντιστοιχίες, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι θα ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την επίλυση των διαφορών με έγκαιρο τρόπο και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, ότι θα περιληφθεί ειδική μνεία στο κεντρικό μητρώο στο μεταξύ.»·

ζ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ είναι σε θέση να παρέχουν εγκαίρως και δωρεάν τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 στις αρμόδιες αρχές και τις ΜΧΠ άλλων κρατών μελών.»·

η)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7α.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που θα καθοριστούν από το εθνικό δίκαιο, όταν η πρόσβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο στοιχεία β), γ) και δ) θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή εάν ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή άλλως νομικά ανίκανος, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν κατά περίπτωση εξαίρεση από την πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εξαιρέσεις αυτές χορηγούνται κατόπιν λεπτομερούς αξιολόγησης της εξαιρετικής φύσης των περιστάσεων. Τα δικαιώματα σε διοικητική επανεξέταση της απόφασης εξαίρεσης και σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή είναι εξασφαλισμένα. Τα κράτη μέλη που έχουν χορηγήσει εξαιρέσεις δημοσιοποιούν ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των εξαιρέσεων που χορηγήθηκαν και τους λόγους που δηλώθηκαν, και υποβάλλουν τα δεδομένα στην Επιτροπή.

Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται δυνάμει του πρώτου εδαφίου δεν ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και για τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) στοιχείο β) όταν πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους.

Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να καθιερώσει εξαίρεση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, δεν περιορίζει την πρόσβαση σε πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και τις ΜΧΠ.»·

θ)

η παράγραφος 8 διαγράφεται·

ι)

η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα κεντρικά μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου διασυνδέονται μέσω της ευρωπαϊκής κεντρικής πλατφόρμας που συστάθηκε με το άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Η σύνδεση των κεντρικών μητρώων των κρατών μελών με την πλατφόρμα συστήνεται σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που καθορίζονται από τις εκτελεστικές πράξεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και με το άρθρο 31α της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατίθενται μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων που δημιουργείται με το άρθρο 22 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 σύμφωνα με τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών που εφαρμόζουν τις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος άρθρου.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επαρκή μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι μόνον οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες είναι επικαιροποιημένες και αντιστοιχούν στους πραγματικούς δικαιούχους, διατίθενται μέσω των εθνικών τους μητρώων και μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων, και η πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες συνάδει με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθίστανται διαθέσιμες μέσω των εθνικών μητρώων και μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων τουλάχιστον επί πέντε έτη και το πολύ για 10 έτη αφού οι λόγοι καταγραφής των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο κατά την παράγραφο 3α έπαυσαν να υφίστανται. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή με σκοπό να εφαρμόσουν τους διάφορους τύπους πρόσβασης σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 4α.»·

ια)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«10.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις κατηγορίες, την περιγραφή των χαρακτηριστικών, τις επωνυμίες και, όπου αρμόζει, τη νομική βάση των εμπιστευμάτων και των παρεμφερών νομικών μορφωμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έως τις 10 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή δημοσιεύει τον ενοποιημένο κατάλογο των εν λόγω εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 10 Σεπτεμβρίου 2019.

Έως τις 26 Ιουνίου 2020, η Επιτροπή υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στην οποία αξιολογείται κατά πόσον όλα τα εμπιστεύματα και τα παρεμφερή νομικά μορφώματα κατά την παράγραφο 1, τα οποία διέπονται από το δίκαιο των κρατών μελών, προσδιορίστηκαν δεόντως και υπήχθησαν στις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να αναλάβει δράση με βάση τα πορίσματα της εν λόγω έκθεσης.».

17)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 31α

Εκτελεστικές πράξεις

Όπου χρειάζεται, επιπρόσθετα στις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 30 και 31 της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις τεχνικές προδιαγραφές και τις διαδικασίες που απαιτούνται για τη διασύνδεση των κεντρικών μητρώων των κρατών μελών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 10 και στο άρθρο 31 παράγραφος 9, όσον αφορά:

α)

τις τεχνικές προδιαγραφές για τον καθορισμό της δέσμης τεχνικών δεδομένων που είναι αναγκαία για να επιτελέσει η πλατφόρμα τις λειτουργίες της καθώς και της μεθόδου αποθήκευσης, χρήσης και προστασίας αυτών των δεδομένων·

β)

τα κοινά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο διατίθενται μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων, ανάλογα με το επίπεδο πρόσβασης που χορηγείται από τα κράτη μέλη·

γ)

τις τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να καθίστανται διαθέσιμες οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους·

δ)

τους τεχνικούς όρους διαθεσιμότητας των υπηρεσιών που παρέχει το σύστημα διασύνδεσης των μητρώων·

ε)

τους τεχνικούς όρους σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των διάφορων τύπων πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο βάσει του άρθρου 30 παράγραφος 5 και του άρθρου 31 παράγραφος 4·

στ)

τους όρους πληρωμής, όταν η πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο υπόκειται στην καταβολή τέλους σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 5α και το άρθρο 31 παράγραφος 4α λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες δυνατότητες πληρωμής, όπως οι συναλλαγές πληρωμής εξ αποστάσεως.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 64α παράγραφος 2.

Στις εκτελεστικές πράξεις της, η Επιτροπή επιδιώκει να επαναχρησιμοποιεί ήδη δοκιμασμένη τεχνολογία και υφιστάμενες πρακτικές. Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι τα συστήματα που θα αναπτυχθούν δεν συνεπάγονται δαπάνες πέρα από τον βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίος για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι εκτελεστικές πράξεις της Επιτροπής χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και ανταλλαγή εμπειριών και πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.».

18)

Στο άρθρο 32 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 34 παράγραφος 2, στο πλαίσιο των καθηκόντων της, κάθε ΜΧΠ δύναται να ζητεί, να λαμβάνει και να χρησιμοποιεί πληροφορίες από κάθε υπόχρεη οντότητα για τους σκοπούς που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ακόμη και αν δεν έχει υποβληθεί προηγούμενη έκθεση, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή το άρθρο 34 παράγραφος 1.».

19)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 32α

1.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς, όπως κεντρικά μητρώα ή κεντρικά συστήματα ηλεκτρονικής ανάκτησης δεδομένων, που επιτρέπουν την εξακρίβωση, εγκαίρως, οποιωνδήποτε φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν ή ελέγχουν λογαριασμούς πληρωμής, τραπεζικούς λογαριασμούς προσδιοριζόμενους από αριθμό ΙΒΑΝ, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7), και θυρίδες ασφαλείας που τηρούνται από πιστωτικό ίδρυμα εντός της επικράτειάς τους. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα χαρακτηριστικά των εν λόγω εθνικών μηχανισμών.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που διατηρούνται στους κεντρικούς μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι άμεσα προσβάσιμες, απευθείας και χωρίς παρεμβολές, στις εθνικές ΜΧΠ. Οι πληροφορίες είναι επίσης προσβάσιμες στις εθνικές αρμόδιες αρχές για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους βάσει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε ΜΧΠ δύναται να παρέχει εγκαίρως, σύμφωνα με το άρθρο 53, σε οποιεσδήποτε άλλες ΜΧΠ πληροφορίες που διατηρούνται στους κεντρικούς μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Οι ακόλουθες πληροφορίες είναι προσβάσιμες και έχουν δυνατότητα αναζήτησης μέσω των κεντρικών μηχανισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

—   για τον κάτοχο λογαριασμού πελάτη και κάθε πρόσωπο που σκοπεύει να ενεργήσει για λογαριασμό του πελάτη: το ονοματεπώνυμο, συμπληρωμένο είτε με τα άλλα στοιχεία αναγνώρισης που απαιτούνται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο α) είτε με ένα μοναδικό αριθμό αναγνώρισης·

—   για τον πραγματικό δικαιούχο του κατόχου λογαριασμού πελάτη: το ονοματεπώνυμο, συμπληρωμένο είτε με τα άλλα στοιχεία αναγνώρισης που απαιτούνται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) είτε με ένα μοναδικό αριθμό αναγνώρισης·

—   για τον τραπεζικό λογαριασμό ή τον λογαριασμό πληρωμών: ο αριθμός IBAN και η ημερομηνία ανοίγματος και κλεισίματος του λογαριασμού.»·

—   για τη θυρίδα ασφαλείας: το ονοματεπώνυμο του μισθωτή, συμπληρωμένο είτε με τα άλλα στοιχεία αναγνώρισης που απαιτούνται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή ένας ενιαίος αριθμός αναγνώρισης και η διάρκεια της περιόδου μίσθωσης.

4.   Τα κράτη μέλη μπορεί να εξετάσουν το ενδεχόμενο να απαιτήσουν να είναι προσβάσιμες και αναζητήσιμες μέσω των κεντρικών μηχανισμών και άλλες πληροφορίες που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για τις ΜΧΠ και τις αρμόδιες αρχές για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους βάσει της παρούσας οδηγίας.

5.   Έως τις 26 Ιουνίου 2020, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση στην οποία αξιολογεί τους όρους και τις τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες για την ασφαλή και αποτελεσματική διασύνδεση των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών. Κατά περίπτωση, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

(*7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).»."

20)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 32β

1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στις ΜΧΠ και τις αρμόδιες αρχές πρόσβαση σε πληροφορίες που επιτρέπουν την έγκαιρη εξακρίβωση οποιωνδήποτε φυσικών ή νομικών προσώπων κατέχουν ακίνητη περιουσία, μεταξύ άλλων μέσω μητρώων ή ηλεκτρονικών συστημάτων ανάκτησης δεδομένων, όπου είναι διαθέσιμα τέτοια μητρώα ή συστήματα.

2.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση στην οποία αξιολογεί την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα της εναρμόνισης των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα μητρώα και αξιολογεί την ανάγκη για διασύνδεση αυτών των μητρώων. Κατά περίπτωση, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.».

21)

Στο άρθρο 33 παράγραφος 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

παρέχοντας αμελλητί στη ΜΧΠ, κατόπιν αιτήματός της, όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες.».

22)

Στο άρθρο 34, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Οι αυτορρυθμιζόμενοι φορείς που ορίζονται από τα κράτη μέλη δημοσιεύουν ετήσια έκθεση η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με:

α)

τα μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 58, 59 και 60·

β)

τον αριθμό των αναφορών παραβάσεων που ελήφθησαν όπως αναφέρεται στο άρθρο 61, όπου αρμόζει·

γ)

τον αριθμό των εκθέσεων που ελήφθησαν από τον αυτορρυθμιζόμενο φορέα όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τον αριθμό των εκθέσεων που διαβιβάστηκαν από τον αυτορρυθμιζόμενο φορέα στη ΜΧΠ, όπου αρμόζει·

δ)

όπου αρμόζει, τον αριθμό και την περιγραφή των μέτρων που εφαρμόστηκαν βάσει των άρθρων 47 και 48 για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων προς τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με:

i)

τα άρθρα 10 έως 24 (δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη)·

ii)

τα άρθρα 33, 34 και 35 (αναφορά ύποπτων συναλλαγών)·

iii)

το άρθρο 40 (τήρηση αρχείων)· και

iv)

τα άρθρα 45 και 46 (εσωτερικοί έλεγχοι).».

23)

Το άρθρο 38 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 38

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων και των αντιπροσώπων της υπόχρεης οντότητας, τα οποία αναφέρουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας εσωτερικά ή στη ΜΧΠ, να τυγχάνουν νομικής προστασίας από την έκθεσή τους σε απειλές, αντίποινα ή εχθρικές ενέργειες, ιδίως δε από εργασιακές ενέργειες που είναι δυσμενείς ή που εισάγουν διακρίσεις.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα άτομα που εκτίθενται σε απειλές, αντίποινα ή εχθρικές ενέργειες ή εργασιακές ενέργειες που είναι δυσμενείς ή που εισάγουν διακρίσεις εκ του λόγου ότι έχουν αναφέρει υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας είτε εσωτερικά ή στη ΜΧΠ, μπορούν να υποβάλλουν καταγγελία κατά τρόπο ασφαλή στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές. Χωρίς να θίγεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών που συγκεντρώνονται από τη ΜΧΠ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι τα άτομα αυτά έχουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους βάσει της παρούσας παραγράφου.».

24)

Στο άρθρο 39, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζει τη γνωστοποίηση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών από τα κράτη μέλη, υπό τον όρο να ανήκουν στον ίδιο όμιλο, ή μεταξύ των εν λόγω οντοτήτων και των υποκαταστημάτων τους και των θυγατρικών που ευρίσκονται σε τρίτες χώρες, των οποίων την κυριότητα έχουν κατά πλειοψηφία, εφόσον τα εν λόγω υποκαταστήματα και οι εν λόγω θυγατρικές συμμορφώνονται πλήρως προς τις πολιτικές και τις διαδικασίες που ισχύουν σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για την ανταλλαγή πληροφοριών εντός του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 45, και εφόσον οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες ομίλου πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.».

25)

Στο άρθρο 40, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

στην περίπτωση της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αντίγραφο των εγγράφων και των πληροφοριών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που ορίζονται στο κεφάλαιο II, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι διαθέσιμες, πληροφοριών που αποκτώνται με μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, σχετικές υπηρεσίες εμπιστοσύνης, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014, ή με οποιαδήποτε άλλη ασφαλή, εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονική, διαδικασία ταυτοποίησης που ρυθμίζεται, αναγνωρίζεται, εγκρίνεται ή γίνεται δεκτή από τις σχετικές εθνικές αρχές, για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής τους σχέσης με τον πελάτη ή μετά την ημερομηνία της περιστασιακής συναλλαγής·»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η περίοδος διατήρησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου περαιτέρω διατήρησης που δεν θα υπερβαίνει τα πέντε επιπλέον χρόνια, εφαρμόζεται επίσης σε σχέση με τα δεδομένα που είναι προσβάσιμα μέσω των κεντρικών μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 32α.».

26)

Το άρθρο 43 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 43

Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει της παρούσας οδηγίας με σκοπό την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 θεωρείται ζήτημα δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*8).

(*8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).»."

27)

Το άρθρο 44 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 44

1.   Για τους σκοπούς της συμβολής στην προετοιμασία των εκτιμήσεων των κινδύνων, σύμφωνα με το άρθρο 7, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι είναι σε θέση να επανεξετάζουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων τους όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με την τήρηση ολοκληρωμένων στατιστικών για θέματα που αφορούν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων αυτών.

2.   Οι στατιστικές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν:

α)

μετρήσιμα δεδομένα σχετικά με το μέγεθος και τη σημασία των διαφόρων τομέων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των φυσικών προσώπων και των οντοτήτων, καθώς και της οικονομικής σημασίας εκάστου τομέα·

β)

μετρήσιμα δεδομένα σχετικά με τις φάσεις αναφοράς, διερεύνησης και δικαστικής διαδικασίας του εθνικού συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ, όπου συμπεριλαμβάνονται ο αριθμός αναφορών για ύποπτες συναλλαγές που υποβλήθηκαν στη ΜΧΠ, η συνέχεια που δόθηκε σε αυτές τις αναφορές και, σε ετήσια βάση, ο αριθμός των υποθέσεων που διερευνήθηκαν, ο αριθμός των προσώπων που διώχθηκαν, ο αριθμός των προσώπων που καταδικάστηκαν για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα είδη των βασικών αδικημάτων, όπου διατίθενται οι σχετικές πληροφορίες, και η αξία, σε ευρώ, των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν, κατασχέθηκαν ή δημεύθηκαν·

γ)

εφόσον διατίθενται, δεδομένα που προσδιορίζουν τον αριθμό και το ποσοστό αναφορών οι οποίες οδήγησαν σε περαιτέρω έρευνα, μαζί με την ετήσια έκθεση προς τις υπόχρεες οντότητες, η οποία να παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με τη χρησιμότητα των αναφορών που υπέβαλαν και τη συνέχεια που τους δόθηκε·

δ)

δεδομένα όσον αφορά τον αριθμό των διασυνοριακών αιτήσεων παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκαν, απορρίφθηκαν και απαντήθηκαν πλήρως ή εν μέρει από τη ΜΧΠ, ανά αντισυμβαλλόμενη χώρα·

ε)

τους ανθρώπινους πόρους που έχουν διατεθεί στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία από ΚΞΧ/ΧΤ, καθώς και τους ανθρώπινους πόρους που έχουν διατεθεί στις ΜΧΠ για την εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 32·

στ)

τον αριθμό των επιτόπιων και μη εποπτικών δράσεων, τον αριθμό των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν βάσει εποπτικών δράσεων και τις κυρώσεις/διοικητικά μέτρα που εφαρμόστηκαν από τις εποπτικές αρχές.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δημοσίευση ενοποιημένης επισκόπησης των στατιστικών στοιχείων τους σε ετήσια βάση.

4.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στην Επιτροπή τις στατιστικές που αναφέρονται στην παράγραφο 2. H Επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση στην οποία συνοψίζονται και εξηγούνται οι στατιστικές που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η οποία διατίθεται στον ιστότοπό της.».

28)

Στο άρθρο 45, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη και οι ΕΕΑ αλληλοενημερώνονται σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο μιας τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να αναληφθεί συντονισμένη δράση προκειμένου να επιτευχθεί λύση. Όταν εκτιμούν ποιες τρίτες χώρες δεν επιτρέπουν την εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη και οι ΕΕΑ λαμβάνουν υπόψη τυχόν νομικούς περιορισμούς που μπορεί να παρεμποδίζουν την ορθή εφαρμογή αυτών των πολιτικών και διαδικασιών, μεταξύ των οποίων το απόρρητο, η προστασία των δεδομένων και άλλοι περιορισμοί που περιορίζουν την ανταλλαγή των πληροφοριών που μπορεί να είναι χρήσιμες γι’ αυτόν τον σκοπό.».

29)

Στο άρθρο 47, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών ανταλλαγής μεταξύ των εικονικών νομισμάτων και παραστατικών νομισμάτων και οι πάροχοι υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών έχουν εγγραφεί σε μητρώο, ότι τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και οι υπηρεσίες ρευστοποίησης επιταγών, καθώς και οι φορείς παροχής υπηρεσιών σε εμπιστεύματα και σε επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια ή έχουν εγγραφεί σε μητρώο, και οι πάροχοι υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών υπόκεινται σε ρυθμίσεις.».

30)

Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Προκειμένου να διευκολυνθεί και να προωθηθεί η αποτελεσματική συνεργασία, και ιδίως η ανταλλαγή πληροφοριών, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τον κατάλογο των αρμοδίων αρχών των υπόχρεων οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων επικοινωνίας τους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή παραμένουν επικαιροποιημένες.

Η Επιτροπή δημοσιεύει μητρώο αυτών των αρχών και των στοιχείων επικοινωνίας τους στον ιστότοπό της. Οι αρχές που καταχωρίζονται στο μητρώο χρησιμεύουν, εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων τους, ως σημείο επαφής για τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας των κρατών μελών χρησιμεύουν επίσης ως σημείο επαφής για τις ΕΕΑ.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η κατάλληλη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη απαιτούν όλες οι υπόχρεες οντότητες να υπόκεινται σε επαρκή εποπτεία, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή επιτόπιας και μη επιτόπιας εποπτείας, και λαμβάνουν κατάλληλα και αναλογικά διοικητικά μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης σε περίπτωση παραβιάσεων.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν επαρκή εξουσία, συμπεριλαμβανόμενης της εξουσίας να απαιτούν την προσκόμιση οποιωνδήποτε πληροφοριών σχετικών με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης και να διενεργούν ελέγχους, και διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το προσωπικό των εν λόγω αρχών διαθέτει υψηλή ακεραιότητα και τα απαιτούμενα προσόντα, και διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο, μεταξύ άλλων και σε ζητήματα εμπιστευτικότητας, προστασίας των δεδομένων και κανόνων για την αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η υπόχρεη οντότητα λειτουργεί εγκαταστάσεις να διασφαλίζουν με εποπτικές δράσεις ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις τηρούν τις εθνικές διατάξεις αυτού του κράτους μέλους οι οποίες μεταφέρουν την παρούσα οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο.

Σε περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που ανήκουν σε όμιλο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη μια μητρική επιχείρηση συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα τα ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ομίλου.

Στην περίπτωση των ιδρυμάτων του άρθρου 45 παράγραφος 9, η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εποπτεία μπορεί να περιλαμβάνει τη λήψη κατάλληλων και αναλογικών μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών ελλείψεων που απαιτούν άμεσες λύσεις. Τα εν λόγω μέτρα είναι προσωρινά και λήγουν όταν αντιμετωπισθούν οι ελλείψεις που έχουν επισημανθεί, μεταξύ άλλων, με τη συνδρομή ή τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής της υπόχρεης οντότητας, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2.»·

δ)

Στην παράγραφο 5 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που ανήκουν σε όμιλο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη μια μητρική επιχείρηση εποπτεύουν την αποτελεσματική εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών σε επίπεδο ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που αποτελούν μέρος του ομίλου συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.».

31)

Το άρθρο 49 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 49

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ιθύνοντες, οι ΜΧΠ, οι εποπτικές αρχές και άλλες αρμόδιες αρχές, που συμμετέχουν στην ΚΞΧ/ΧΤ, καθώς και οι φορολογικές αρχές και οι αρχές επιβολής του νόμου όταν ενεργούν εντός του πεδίου της παρούσας οδηγίας, να διαθέτουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να τους επιτρέπουν να συνεργάζονται και να συντονίζονται σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά την ανάπτυξη και την εφαρμογή πολιτικών και δραστηριοτήτων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, μεταξύ άλλων, με σκοπό την εκπλήρωση της υποχρέωσής τους δυνάμει του άρθρου 7.».

32)

Στο κεφάλαιο VI τμήμα 3, παρεμβάλλεται το ακόλουθο υποτμήμα:

«Υποτμήμα ΙΙα

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών

Άρθρο 50α

Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν ή θέτουν παράλογους ή υπερβολικά περιοριστικούς όρους στην ανταλλαγή πληροφοριών ή τη συνδρομή μεταξύ αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δεν απορρίπτουν αίτημα για συνδρομή με την αιτιολόγηση ότι:

α)

το αίτημα θεωρείται επίσης ότι περιλαμβάνει φορολογικά θέματα·

β)

η εθνική νομοθεσία απαιτεί από την υπόχρεη οντότητα να τηρεί απόρρητο ή εμπιστευτικότητα, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες που ζητούνται προστατεύονται από νομικό προνόμιο ή επαγγελματικό απόρρητο, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2·

γ)

βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, εκτός εάν η συνδρομή θα παρεμπόδιζε την εν λόγω έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία·

δ)

η φύση ή η κατάσταση της αιτούσας ομολόγου αρμόδιας αρχής είναι διαφορετική από εκείνη της αρμόδιας αρχής προς την οποία απευθύνεται το αίτημα.».

33)

Το άρθρο 53 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ανταλλάσσουν, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος, κάθε πληροφορία που μπορεί να είναι χρήσιμη για την επεξεργασία ή την ανάλυση πληροφοριών από τη ΜΧΠ όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και το εμπλεκόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το είδος των συναφών βασικών αδικημάτων και ακόμη και αν το είδος των συναφών βασικών αδικημάτων δεν αναγνωρίζεται κατά την ανταλλαγή.»·

β)

στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εν λόγω ΜΧΠ λαμβάνει πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 και διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση τις απαντήσεις.».

34)

Στο άρθρο 54, προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ορίζουν τουλάχιστον έναν υπεύθυνο ή σημείο επικοινωνίας που λαμβάνει αιτήματα παροχής πληροφοριών από ΜΧΠ σε άλλα κράτη μέλη.».

35)

Στο άρθρο 55, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προηγούμενη συγκατάθεση της ερωτώμενης ΜΧΠ για τη διάδοση των πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές παρέχεται αμελλητί και στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ανεξάρτητα από τον τύπο των συναφών βασικών αδικημάτων. Η ερωτώμενη ΜΧΠ δεν αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή της για τη διάδοση των πληροφοριών, εκτός εάν αυτό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεών της για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή θα μπορούσε να παρακωλύσει τη διενέργεια ποινικής έρευνας ή διαφορετικά δεν θα συμμορφωνόταν με θεμελιώδεις αρχές του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους. Οποιαδήποτε τέτοια άρνηση συγκατάθεσης επεξηγείται δεόντως. Οι εν λόγω εξαιρέσεις προσδιορίζονται κατά τρόπο ώστε να προλαμβάνονται η κατάχρηση και οι αδικαιολόγητοι περιορισμοί της διάδοσης πληροφοριών προς τις αρμόδιες αρχές.».

36)

Το άρθρο 57 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 57

Οι διαφορές μεταξύ των κατά το εθνικό δίκαιο ορισμών των βασικών αδικημάτων όπως αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 δεν εμποδίζουν την ικανότητα των ΜΧΠ να παρέχουν συνδρομή σε άλλη ΜΧΠ και δεν περιορίζουν την ανταλλαγή, τη διάδοση και τη χρήση πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 53, 54 και 55.».

37)

Στο κεφάλαιο VI τμήμα 3, προστίθεται το ακόλουθο υποτμήμα:

«Υποτμήμα IIΙα

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και άλλων αρχών που δεσμεύονται από επαγγελματικό απόρρητο

Άρθρο 57α

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί στις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς αναφορικά με τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, και οι ελεγκτές ή οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν για λογαριασμό αυτών των αρμόδιων αρχών, να δεσμεύονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

Με την επιφύλαξη των ποινικών ερευνών και διαδικασιών, οι εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας μπορούν να γνωστοποιούνται μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητα μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ:

α)

αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε κράτος μέλος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή άλλες νομοθετικές πράξεις που συνδέονται με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών·

β)

αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε διαφορετικά κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή άλλες νομοθετικές πράξεις που συνδέονται με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) όταν ενεργεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (*9). Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών υπόκειται στους όρους του επαγγελματικού απόρρητου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Έως τις 10 Ιανουαρίου 2019, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την ΕΚΤ, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και το άρθρο 56 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*10), καταλήγουν, με τη στήριξη των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, σε συμφωνία σχετικά με τους πρακτικούς όρους της ανταλλαγής πληροφοριών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή σύμφωνα με άλλες νομοθετικές πράξεις στον τομέα ΚΞΧ/ΧΤ, προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων·

β)

κατά την άσκηση προσφυγής κατά απόφασης της αρμόδιας αρχής που εποπτεύει πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης δικαστικής διαδικασίας·

γ)

στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης που έχει εκδοθεί στον τομέα της παρούσας οδηγίας ή στον τομέα της προληπτικής ρύθμισης και της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς συνεργάζονται μεταξύ τους για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ανεξάρτητα από την αντίστοιχη φύση τους ή το αντίστοιχο καθεστώς τους. Αυτή η συνεργασία περιλαμβάνει επίσης τη δυνατότητα διενέργειας, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της ερωτώμενης αρμόδιας αρχής, ερευνών για λογαριασμό αιτούσας αρμόδιας αρχής, και την επακόλουθη ανταλλαγή των πληροφοριών που λαμβάνονται μέσω αυτών των ερευνών.

5.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στις εθνικές αρμόδιες αρχές τους που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν συνεργασία και ανταλλαγές εμπιστευτικών πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών που αποτελούν ομολόγους των εν λόγω εθνικών αρμόδιων αρχών. Οι εν λόγω συμφωνίες συνεργασίας συνάπτονται με βάση την αμοιβαιότητα και μόνο εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που γίνονται αντικείμενο ανταλλαγής σύμφωνα με αυτές τις συμφωνίες συνεργασίας χρησιμοποιούνται για τον σκοπό της εκτέλεσης των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών.

Όταν η πληροφορία που γίνεται αντικείμενο ανταλλαγής προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιείται μόνο έπειτα από ρητή συμφωνία της αρμόδιας αρχής που τη γνωστοποίησε και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της η αρχή αυτή.

Άρθρο 57β

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 57α παράγραφοι 1 και 3, και με την επιφύλαξη του άρθρου 34 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών στο ίδιο κράτος μέλος ή σε διαφορετικά κράτη μέλη, μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν κατά την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) και των αρχών που κατά νόμον ευθύνονται για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών κατά την άσκηση των αντίστοιχων εποπτικών καθηκόντων τους.

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπόκεινται σε κάθε περίπτωση σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 57α παράγραφος 1.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 57α παράγραφοι 1 και 3, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν, δυνάμει διατάξεων που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, τη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών σε άλλες εθνικές αρχές που είναι κατά νόμον αρμόδιες επί θεμάτων εποπτείας των χρηματοπιστωτικών αγορών, ή έχουν καθορισμένες αρμοδιότητες στο πεδίο της διερεύνησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Ωστόσο, οι εμπιστευτικές πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό της εκτέλεσης των νόμιμων καθηκόντων των οικείων αρχών. Τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 57α παράγραφος 1.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, όσον αφορά τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, προς κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές, εθνικά ελεγκτικά συνέδρια και άλλες οντότητες των κρατών μελών που αναλαμβάνουν τη διενέργεια ερευνών, υπό τις εξής προϋποθέσεις:

α)

οι οντότητες έχουν ακριβή εντολή βάσει του εθνικού δικαίου να ερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων ή με τη θέσπιση νόμων σχετικά με την εν λόγω εποπτεία·

β)

οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση της εντολής που αναφέρεται στο στοιχείο α)·

γ)

τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου βάσει του εθνικού δικαίου τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 57α παράγραφος 1·

δ)

όταν η πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιείται μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τη γνωστοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσαν τη συγκατάθεσή τους οι εν λόγω αρχές.

(*9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63)."

(*10)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).»."

38)

Στο άρθρο 58 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι, όταν οι αρμόδιες αρχές τους εντοπίζουν παραβάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις, ενημερώνουν εγκαίρως τις αρχές επιβολής του νόμου.».

39)

Το άρθρο 61 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές καθώς και, κατά περίπτωση, οι αυτορρυθμιζόμενοι φορείς, θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση των καταγγελιών στις αρμόδιες αρχές και στους αυτορρυθμιζόμενους φορείς ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβάσεων των εθνικών διατάξεων που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο την παρούσα οδηγία.

Για το σκοπό αυτό, παρέχουν έναν ή περισσότερους ασφαλείς διαύλους επικοινωνίας για άτομα που επιθυμούν να προβούν σε αναφορές όπως αυτές του πρώτου εδαφίου. Τέτοιου είδους δίαυλοι εξασφαλίζουν ότι η ταυτότητα των προσώπων που παρέχουν πληροφορίες είναι γνωστές μόνο στις αρμόδιες αρχές καθώς και, όπου αρμόζει, στους αυτορρυθμιζόμενους φορείς.»·

β)

στην παράγραφο 3 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων και των αντιπροσώπων της υπόχρεης οντότητας, τα οποία αναφέρουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας εσωτερικά ή στη ΜΧΠ, να τυγχάνουν νομικής προστασίας από την έκθεσή τους σε απειλές, αντίποινα ή εχθρικές ενέργειες, ιδίως δε από εργασιακές ενέργειες που είναι δυσμενείς ή που εισάγουν διακρίσεις.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα άτομα που εκτίθενται σε απειλές, εχθρικές ενέργειες ή εργασιακές ενέργειες που είναι δυσμενείς ή που εισάγουν διακρίσεις επειδή αναφέρουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας εσωτερικά ή στη ΜΧΠ, έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν καταγγελία κατά τρόπο ασφαλή στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές. Χωρίς να θίγεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των συλλεγομένων από τα ΜΧΠ πληροφοριών, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα οικεία άτομα θα έχουν το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους βάσει της παρούσας παραγράφου.».

40)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 64α

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας («επιτροπή») όπως αναφέρεται στο άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*11). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 (*12).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(*11)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1)."

(*12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

41)

Το άρθρο 65 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 65

1.   Έως τις 11 Ιανουαρίου 2022, και εν συνεχεία ανά τριετία, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας και την υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει ειδικότερα:

α)

παρουσίαση των ειδικών μέτρων και μηχανισμών που έχουν θεσπιστεί σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των αναδυόμενων προβλημάτων και νέων εξελίξεων που παρουσιάζουν κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης·

β)

δράσεις επακολούθησης που ανελήφθησαν σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών με βάση ανησυχίες που περιήλθαν στην αντίληψή τους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν καταγγελιών σχετικά με εθνικές νομοθετικές διατάξεις που παρακωλύουν την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και έρευνας των αρμόδιων αρχών και των αυτορρυθμιζόμενων φορέων·

γ)

μνεία της διαθεσιμότητας σχετικών πληροφοριών για τις αρμόδιες αρχές και τις ΜΧΠ των κρατών μελών, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

δ)

παρουσίαση της διεθνούς συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και ΜΧΠ·

ε)

παρουσίαση των αναγκαίων ενεργειών της Επιτροπής προκειμένου να ελεγχθεί κατά πόσο τα κράτη μέλη ενεργούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και να εκτιμηθούν αναδυόμενα προβλήματα και νέες εξελίξεις στα κράτη μέλη·

στ)

ανάλυση της εφικτότητας ειδικών μέτρων και μηχανισμών σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών σχετικά με τις δυνατότητες συλλογής και πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων που έχουν συσταθεί εκτός της Ένωσης και της αναλογικότητας των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20 στοιχείο β)·

ζ)

αξιολόγηση του κατά πόσον έγιναν σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πρώτη έκθεση που θα δημοσιευτεί έως τις 11 Ιανουαρίου 2022, συνοδεύεται, αν είναι απαραίτητο, από κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, αυτών που αφορούν τα εικονικά νομίσματα, εξουσιοδοτήσεις για τη σύσταση και τη διατήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων με σκοπό την καταχώριση των ταυτοτήτων των χρηστών και των διευθύνσεων πορτοφολιού που είναι προσβάσιμες από τις ΜΧΠ, καθώς και φόρμες για τη δήλωση των στοιχείων από τους ίδιους τους χρήστες εικονικών νομισμάτων και για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων των κρατών μελών και μια βάσει κινδύνου εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20 στοιχείο β).

2.   Έως την 1η Ιουνίου 2019, η Επιτροπή αξιολογεί το πλαίσιο για τη συνεργασία των ΜΧΠ με τρίτες χώρες, τα εμπόδια και τις ευκαιρίες ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των ΜΧΠ της Ένωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η δυνατότητα δημιουργίας ενός μηχανισμού συντονισμού και στήριξης.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει αν χρειαστεί έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προκειμένου να εκτιμηθεί η ανάγκη και η αναλογικότητα της μείωσης του ποσοστού για τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων νομικών οντοτήτων, με βάση οποιαδήποτε σύσταση εκδοθεί στο πλαίσιο αυτό από διεθνείς οργανισμούς και φορείς καθορισμού προτύπων με αρμοδιότητα στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ως αποτέλεσμα νέας εκτιμήσεως, και υποβάλει νομοθετική πρόταση, εφόσον είναι σκόπιμο.».

42)

Στο άρθρο 67, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία έως την 26η Ιουνίου 2017.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 12 παράγραφος 3 από τις 10 Ιουλίου 2020.

Τα κράτη μέλη συγκροτούν τα κεντρικά μητρώα πραγματικών δικαιούχων που αναφέρονται στα άρθρα 30 και 31 έως τις 10 Ιανουαρίου 2020 και τα μητρώα του άρθρου άρθρο 31 έως τις 10 Μαρτίου 2020 και τους κεντρικούς αυτόματους μηχανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 32α έως τις 10 Σεπτεμβρίου 2020.

Η Επιτροπή εξασφαλίζει τη διασύνδεση των μητρώων που αναφέρεται στα άρθρα 30 και 31 σε συνεργασία με τα κράτη μέλη έως τις 10 Μαρτίου 2021.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των μέτρων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.».

43)

Στο παράρτημα II σημείο 3), το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3)

Γεωγραφικοί παράγοντες κινδύνου - καταχώριση, έδρα, διαμονή σε:».

44)

Το παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

α)

στο σημείο 1) προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

πελάτης είναι υπήκοος τρίτης χώρας που υποβάλλει αίτηση για χορήγηση δικαιώματος διαμονής ή ιθαγένειας στο κράτος μέλος με αντάλλαγμα μεταφορές κεφαλαίων, αγορά ιδιοκτησίας ή κρατικών ομολόγων, ή επενδύσεις σε εταιρείες στο εν λόγω κράτος μέλος.»·

β)

το σημείο 2) τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές χωρίς φυσική παρουσία των μερών, χωρίς ορισμένες διασφαλίσεις, όπως μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, σχετικές υπηρεσίες εμπιστοσύνης όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014, ή οποιαδήποτε άλλη ασφαλής, εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονική, διαδικασία ταυτοποίησης που ρυθμίζεται, αναγνωρίζεται, εγκρίνεται ή γίνεται δεκτή από τις σχετικές εθνικές αρχές·»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

συναλλαγές που συνδέονται με πετρέλαιο, πολύτιμα μέταλλα, προϊόντα καπνού, πολιτιστικά τεχνουργήματα και άλλα αντικείμενα αρχαιολογικής, ιστορικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής σημασίας ή σπάνιας επιστημονικής αξίας, καθώς και ελεφαντοστό και προστατευόμενα είδη.».

Άρθρο 2
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ

Στο άρθρο 68 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«iv)

αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*13) αναφορικά με τη συμμόρφωση προς αυτήν την οδηγία·

Άρθρο 3
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

Στο άρθρο 56 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*14) αναφορικά με τη συμμόρφωση προς αυτήν την οδηγία.

Άρθρο 4
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 10 Ιανουαρίου 2020. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5
Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6
Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 30 Μαΐου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος
A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος
L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 459 της 9.12.2016, σ. 3.

(2)  ΕΕ C 34 της 2.2.2017, σ. 121.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Απριλίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2018.

(4)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(5)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(6)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(11)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τον σκοπό της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(12)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  ΕΕ C 85 της 18.3.2017, σ. 3.

Πηγή: Taxheaven