Της Τατιάνας Ψαριανού
Οι διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας προβλέπουν με ακρίβεια, το ύψος και τον τρόπο καταβολής αποζημιώσεων σε απολυμένους εργαζόμενους, χωρίς όμως να θέτουν περιορισμούς ως προς την οικειοθελή παροχή μεγαλύτερων ποσών.
Επιπρόσθετα, το Εργατικό Δίκαιο προβλέπει την παροχή αποζημίωσης κατά την απόλυση ή αποχώρηση εργαζομένου που πληροί τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης.
Πέρα, όμως, από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις και τις σχετικές διατάξεις που αναφέρονται σ’ αυτές, υπάρχουν εργοδότες οι οποίοι προβαίνουν σε επιπλέον παροχές και κατά την απόλυση, αλλά και κατά την παραίτησή των εργαζομένων τους, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αναγνωρίζουν την προσφορά τους προς την επιχείρηση.
Και επειδή αυτό, ίσως να μην είναι συχνό φαινόμενο μέσα στο οικονομικό περιβάλλον που βιώνουμε, αλλά, σίγουρα, παρατηρούνται κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να εξετάσουμε πώς αντιμετωπίζονται αυτά τα ποσά των πρόσθετων παροχών που χορηγούνται κατά την απόλυση ή παραίτηση του εργαζομένου από πλευράς Φορολογικού Δικαίου, δηλαδή, αν θεωρούνται παραγωγικές δαπάνες για την επιχείρηση, ώστε να εκπέσουν φορολογικά από τα ακαθάριστα έσοδά της.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Α. Καταβολή αποζημίωσης σε μισθωτό που υπερβαίνει τα νόμιμα όρια ή δίδεται εξολοκλήρου κατά βούληση, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αποχωρήσει οικειοθελώς.
Βάσει των διατάξεων της περ. ε, της παρ. 3, του άρθρου 12, του Ν.4172/2013, οι «... αποζημιώσεις για τη λύση ή καταγγελία της εργασιακής σχέσης» θεωρούνται ως ακαθάριστα εισοδήματα από μισθωτή εργασία.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ 3735/1988, θεωρείται ως παραγωγική δαπάνη η αποζημίωση που δίνεται σε υπαλλήλους που απολύονται ακόμη και αν αυτή υπερβαίνει εκείνη που προβλέπεται από τις διατάξεις του εργατικού δικαίου «... διότι συμβάλει στην επαύξηση του ενδιαφέροντος του προσωπικού προς προώθηση των εργασιών της επιχειρήσεως και στην αύξηση των κερδών της ...». Ομοίως και η απόφαση ΣτΕ 4118/1997, προβλέπει την εκπεσιμότητα της εν λόγω δαπάνης.
Επιπρόσθετα, στην απόφαση ΣτΕ 2993/1991 αναφέρεται, ότι ακόμη και σε περίπτωση καταβολής αυξημένης αποζημίωσης σε εργαζόμενους που συνταξιοδοτούνται, «... η δαπάνη αυτή εκρίθη, τόσον υπό του πρωτοβαθμίου όσον και υπό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ως παραγωγική με την σκέψιν ότι η ηυξημένη αποζημίωσις των συνταξιοδοτουμένων υπαλλήλων συμβάλλει εις την τόνωσιν της αποδόσεως και την εργατικότητα του (παραμένοντος) προσωπικού της εταιρείας». Στην ίδια απόφαση αναγράφεται επίσης, ότι «... δεν αποκλείεται η έκπτωσις της δαπάνης ταύτης εκ του γεγονότος ότι η ηυξημένη αποζημίωσις εδίδετο υπό της επιχειρήσεως εις όλους τους αποχωρούντας υπαλλήλους».
Η αντιμετώπιση παρόμοιων θεμάτων είχε καθοριστεί στο παρελθόν, με την έκδοση ερμηνευτικών εγκυκλίων από το Υπουργείο Οικονομικών, όπως η ΠΟΛ.1005/14.1.2005, οι οποίες έπαψαν να ισχύουν όταν καταργήθηκε ο Ν.2238/1994, τις διατάξεις του οποίου ερμήνευαν (μετά την ισχύ του Ν.4172/2013, ήτοι από 01/01/2014 και μετά).
Εάν όμως εστιάσουμε στο πνεύμα του Υπουργείου Οικονομικών, διαπιστώνουμε ότι οι δαπάνες αυτές κρίνονταν ως παραγωγικές. Συγκεκριμένα η ΠΟΛ.1005/14.1.2005 ανέφερε ότι «Tα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις στους δικαιούχους με βάση (α) το ν. 2112/1920, (β) το άρθρο 1 του Β.Δ. 16/18 Ιουλίου 1920 και (γ) το άρθρο 94 του Ν.Δ. 3026/1954, αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων ολόκληρο το ποσό τους, έστω και αν καταβάλλεται ποσό μεγαλύτερο από αυτό που προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις, καθόσον το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων αυτών φορολογείται στο όνομα του δικαιούχου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 2238/1994 και περαιτέρω, καταβάλλεται σε αυτόν για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην επιχείρηση, όπως προβλέπεται και από τη νέα διάταξη της παραγράφου 16 του Άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. (ΠΟΛ.1036/24.7.2006)».
Οι ισχύουσες διατάξεις περί έκπτωσης δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα των εταιριών, θέτουν τρεις βασικούς κανόνες, ήτοι να «πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ... », να «αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή ... » και να «εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά» (Άρθρο 22, Ν.4172/2013).
Στην ΠΟΛ.1113/2.6.2015, διευκρινίζεται ότι «... εκπίπτουν οι δαπάνες που ... πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της. Συγκεκριμένα, στις δαπάνες της περίπτωσης αυτής εμπίπτει κάθε δαπάνη που κρίνεται απαραίτητη από τον επιχειρηματία ή τη διοίκηση της επιχείρησης, ανεξάρτητα εάν αυτή πραγματοποιείται δυνάμει νόμιμης ή συμβατικής υποχρέωσης, για την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού, την ανάπτυξη των εργασιών, τη βελτίωση της θέσης της στην αγορά, εφόσον αυτή ενεργείται στα πλαίσια της οικονομικής αποστολής της ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της και μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία εισοδήματος ή άλλως αποβλέπει στη διεύρυνση των εργασιών της και στην αύξηση του εισοδήματός της (ΣτΕ 2033/2012) ή στην υλοποίηση δράσεων στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Δεν επιτρέπεται, δε, στη φορολογική αρχή να ελέγχει τη σκοπιμότητα και το προσήκον μέτρο των δαπανών αυτών (ΣτΕ 2963/2013, ΣτΕ 1729/2013, ΣτΕ 1604/2011, κ.ά.), εκτός αν τούτο ορίζεται ρητά και ειδικά στο νόμο (π.χ. ενδοομιλικές συναλλαγές)».
Κατά την άποψή μας, βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων και αποφάσεων Δικαστηρίων, σε περίπτωση που δοθεί αποζημίωση μεγαλύτερη της νόμιμης, κατά την απόλυση εργαζομένου θεωρείται, στο σύνολό της, ως παραγωγική δαπάνη.
Επιπλέον, και σύμφωνα πάλι με τις προαναφερόμενες διατάξεις, παραγωγική δαπάνη, είναι και οποιοδήποτε ποσό καταβάλλεται σε εργαζόμενο, ο οποίος αποχωρεί οικειοθελώς από την εταιρία ήτοι χωρίς να δικαιούται εκ του νόμου αποζημίωση και ανεξαρτήτως του χρόνου προϋπηρεσίας του σε αυτή.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Β. Δαπάνη αποζημίωσης μισθωτού, η οποία δίδεται βάσει των διατάξεων του Ν.3198/1955.
Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 8, του Ν.3198/1955, «Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, δια την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου ν' αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε ν' αποχωρώσιν είτε ν' απομακρύνωνται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι, τα 40%, οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις, δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου».
Συνεπώς, κρίσιμο είναι το εάν ένας εργαζόμενος, κατά την αποχώρησή του, πληροί τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης.
Έστω ότι ένας εργαζόμενος απέκτησε την ιδιότητα του Συνταξιούχου, με πλήρη σύνταξη, ή συμπλήρωσε τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης, όσο εργαζόταν στην εταιρία, αλλά επέλεξε να συνεχίσει να εργάζεται.
Εάν επιλέξει να παραιτηθεί, δικαιούται μειωμένη αποζημίωση, κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 8, του Ν.3198/1955. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης οφείλει να προχωρήσει τη διαδικασία οικειοθελούς αποχώρησής του, δηλώνοντας την στο ηλεκτρονικό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας (ΕΡΓΑΝΗ) και σημειώνοντας ότι αφορά σε «παραίτηση με συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης».
Αντίστοιχα, εάν ο εν λόγω εργαζόμενος απολυθεί, τότε θα συμπληρωθεί το έντυπο της καταγγελίας Σύμβασης Εργασίας, όπου πάλι θα αναφερθεί ότι «ο εργαζόμενος πληρούσε τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης».
Συνεπώς, κατά την άποψή μας, δεν τίθεται θέμα μη έκπτωσης της δαπάνης αποζημίωσης που δίδεται λόγω αποχώρησης (οικειοθελούς ή με καταγγελία σύμβασης εργασίας) μισθωτού που πληροί τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης, αφού ικανοποιούνται και οι όροι περί εκπεσιμότητας δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα των εταιριών, όπως αυτοί τίθενται στο άρθρο 22 του Ν.4172/2013 ήτοι να πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της εταιρίας, να αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και να εγγράφονται στα Βιβλία της. Επιπρόσθετα, η εν λόγω δαπάνη πηγάζει από τις διατάξεις του Εργατικού Δικαίου, με τις οποίες οι επιχειρήσεις οφείλουν να συμμορφώνονται.
Πηγή: Taxheaven