Αριθ. ΔΣΤΕΠ Δ 1075428 ΕΞ 2018 Εξειδίκευση των μέτρων δέουσας επιμέλειας (due diligence) στην εφοδιαστική αλυσίδα βιομηχανοποιημένων καπνών

Αριθ. ΔΣΤΕΠ Δ 1075428 ΕΞ 2018 Εξειδίκευση των μέτρων δέουσας επιμέλειας (due diligence) στην εφοδιαστική αλυσίδα βιομηχανοποιημένων καπνών

Αριθ. ΔΣΤΕΠ Δ 1075428 ΕΞ2018/16-05-2018

(ΦΕΚ Β' 1813/21-05-2018)

Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 100Γ παρ. 5 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ Α' 265/ 22-11-2001), όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4410/2016 (ΦΕΚ Α' 141/3-8-2016) και ισχύει,
β) του ν. 3420/2005 (ΦΕΚ Α' 298/6-12-2005), με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση Πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τον Έλεγχο του Καπνού,
γ) των ν. 4419/2016 (ΦΕΚ Α' 174/20-9-2016) και ν. 4410/2016 (ΦΕΚ Α' 141/3-8-2016) με τους οποίους ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη τα άρθρα 15, 16 και 18 της Οδηγίας 2014/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την κατασκευή, την παρουσίαση και την πώληση προϊόντων καπνού και συναφών προϊόντων και την κατάργηση της οδηγίας 2001/37/ΕΚ,
δ) του ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α'94/27-5-2016) και ειδικότερα του άρθρου 41 αυτού,
ε) του άρθρου 90 του κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α' 98) «Κωδικοποίηση της Κυβέρνησης και τα Κυβερνητικά όργανα».

2. Το π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ Α' 210/5-11-2016) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

3. Το Π.Δ.142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (ΦΕΚ Α' 181/23-11-2017).

4. Το Πρωτόκολλο για την εξάλειψη του παράνομου εμπορίου προϊόντων καπνού της Σύμβασης Πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τον Έλεγχο του Καπνού, το οποίο υιοθετήθηκε στις 12/11/2012 στη Σεούλ.

5. Την σύσταση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 (2003/361/ΕΚ) σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

6. Την αριθ. Υ172/2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Καθορισμός σειράς τάξης των Υπουργείων» (ΦΕΚ Β' 3610/4-11-2016).

7. Την αριθ. Υ5/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Σύσταση θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ Β' 204/27-1-2015).

8. Την αριθ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016/14.11.2016 (ΦΕΚ Β' 3696) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».

9. Την αριθ. 1 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου της 20.1.2016 (ΥΟΔΔ 18), «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» , σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016, και την αριθ. 3α/3/30.11.2011 (ΥΟΔΔ 689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της ΑΑΔΕ «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

10. Την αριθ. Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 (ΦΕΚ Β' 968/22-3-2017) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».

11. Την ανάγκη να διασφαλιστεί κατά τον πλέον σύγχρονο και αποτελεσματικό τρόπο ότι αφενός οι αδειοδοτημένες καπνοβιομηχανίες, τα αδειοδοτημένα επαγγελματικά εργαστήρια παραγωγής προϊόντων καπνού, οι επιχειρήσεις πρώτης μεταποίησης του καπνού, οι επιχειρήσεις χονδρικής πώλησης καπνού, οι εισαγωγείς και οι παραλήπτες βιομηχανοποιημένων καπνών από άλλο κράτος μέλος ελέγχουν την εφοδιαστική τους αλυσίδα ώστε να αποτρέπεται η εκτροπή των προϊόντων τους σε δίκτυα παράνομου εμπορίου και αφετέρου συνεργάζονται για το σκοπό αυτό με τις υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

12. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας υπουργικής απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι παρακάτω όροι θα έχουν τις ακόλουθες σημασίες:

1. «Επιχείρηση» καπνικών προϊόντων: η αδειοδοτημένη καπνοβιομηχανία, το αδειοδοτημένο επαγγελματικό εργαστήριο παραγωγής προϊόντων καπνού, η επιχείρηση πρώτης μεταποίησης του καπνού, η επιχείρηση χονδρικής πώλησης καπνού, ο εισαγωγέας από τρίτη χώρα και ο παραλήπτης από άλλο κράτος μέλος βιομηχανοποιημένων καπνών.
2. «Συνδεδεμένη Επιχείρηση»: ο όρος έχει την έννοια που αποδίδεται στο άρθρο 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
3. «Βιομηχανοποιημένα καπνά»: ο όρος έχει την έννοια που προσδιορίζεται στα άρθρα 94 και 95 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001).
4. «Λαθραία βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης»: τα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης που έχουν εισαχθεί, διανεμηθεί, διακινηθεί με οποιοδήποτε τρόπο ή πωληθεί στην Ελληνική Επικράτεια, κατά παράβαση της τελωνειακής, φορολογικής, ή άλλης νομοθεσίας εθνικής ή ενωσιακής.
5. «Παραποιημένα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης»: βιομηχανοποιημένα καπνά που φέρουν το Εμπορικό Σήμα επιχείρησης και τα οποία έχουν κατασκευαστεί από τρίτο χωρίς την έγκρισή της.
6. «Εφοδιαστική αλυσίδα βιομηχανοποιημένων καπνών»: ο όρος έχει την έννοια που του αποδίδεται στο άρθρο 100Β του ν. 2960/2001.
7. «Πελάτης/Προμηθευτής»: οι όροι έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στο άρθρο 100Γ του ν. 2960/2001.
8. «Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής»: ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής που έχει εγκρίνει η επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας υπουργικής απόφασης.
9. «Αποκλεισμένος Πελάτης ή Προμηθευτής»: ο πρώην Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής, με τον οποίο η επιχείρηση διακόπτει κάθε επιχειρηματική συνεργασία ή συναλλαγή σχετικά με την πώληση, διανομή, αποθήκευση, ή αποστολή βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής από ή προς την επιχείρηση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της παρούσας απόφασης.
10. «Δέουσα Επιμέλεια»: η ολοκληρωμένη έρευνα που διεξάγεται από την επιχείρηση πριν την έναρξη μίας επιχειρηματικής συνεργασίας με Πελάτη ή Προμηθευτή που ασχολείται με την πώληση, διανομή, αποθήκευση, παραλαβή ή αποστολή των βιομηχανοποιημένων καπνών προς ή διαμέσου της Ελληνικής Επικράτειας καθώς και την πώληση προς την επιχείρηση πρώτων υλών και εξοπλισμού κατασκευής και η διαρκής παρακολούθηση της εφοδιαστικής αλυσίδας βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών και εξοπλισμού κατασκευής για την αποτροπή εκτροπής των γνήσιων βιομηχανοποιημένων καπνών της, των πρώτων υλών και εξοπλισμού κατασκευής σε δίκτυα παράνομου εμπορίου.
11. «Πρώτος Αγοραστής»: οποιοσδήποτε Πελάτης και οι Συνδεδεμένες Εταιρίες του -εκτός από Συνδεδεμένη Εταιρία της επιχείρησης- προς τον οποίο η επιχείρηση πωλεί άμεσα ποσότητα βιομηχανοποιημένων καπνών της προς πώληση ή διανομή εντός της Ελληνικής Επικράτειας.
12. «Μεταγενέστερος Αγοραστής»: οποιοσδήποτε Πελάτης, και οι Συνδεδεμένες Εταιρίες του, ο οποίος αποκτά βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης από άλλες πηγές εκτός από την επιχείρηση.
13. «Εκπρόσωπος της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» (Α.Α.Δ.Ε.): ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων ή άλλος εξουσιοδοτημένος από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων υπάλληλός της.
14. «Συντονιστής Συμμόρφωσης»: ο όρος έχει το νόημα που του αποδίδεται στο άρθρο 9.
15. «Ζήτηση Λιανικής»: η εκτιμούμενη ζήτηση για τα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης σε μία συγκεκριμένη αγορά τα οποία πρόκειται να πωληθούν λιανικά στην εν λόγω αγορά σύμφωνα με το σύνολο της ισχύουσας τελωνειακής, φορολογικής, ή άλλης νομοθεσίας.
16. «Προοριζόμενη Αγορά Λιανικής Πώλησης»: η αγορά στην οποία η επιχείρηση προτίθεται να πωλήσει τα βιομηχανοποιημένα καπνά της σε Πρώτο Αγοραστή με λιανική πώληση είτε στην ημεδαπή είτε σε καταστήματα αφορολόγητων και αδασμολόγητων ειδών (duty free).
17. «Σχέδιο Πωλήσεων»: ο όρος έχει το νόημα που του αποδίδεται στην περ. ε' της παρ. 4 του άρθρου 3 της παρούσας υπουργικής απόφασης.
18. «Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες»: ο όρος έχει το νόημα που του αποδίδεται από τις διατάξεις του ν. 3691/2008 όπως κάθε φορά τροποποιείται και ισχύει.
19. «Πρόσωπο»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο οποιασδήποτε μορφής.
20. «Σ.Ε.Κ.»: το Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο για την Καταπολέμηση του λαθρεμπορίου σε προϊόντα που υπόκεινται σε ΕΦΚ που ιδρύθηκε με το ν. 4410/2016.
21. «Εμπορικό Σήμα»: η εμπορική επωνυμία (μόνη ή σε συνδυασμό με οποιαδήποτε άλλη λέξη), λογότυπο, σύμβολο ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη της ταυτότητας του προϊόντος.

Άρθρο 2
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1. Αντικείμενο της παρούσας απόφασης είναι η εξειδίκευση των μέτρων δέουσας επιμέλειας που οφείλουν να τηρούν ως προς τους πελάτες και προμηθευτές τους οι αδειοδοτημένες καπνοβιομηχανίες, τα αδειοδοτημένα επαγγελματικά εργαστήρια παραγωγής προϊόντων καπνού, οι επιχειρήσεις πρώτης μεταποίησης του καπνού, οι επιχειρήσεις χονδρικής πώλησης καπνού, καθώς και οι εισαγωγείς από τρίτες χώρες και οι παραλήπτες από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. ως προς τους πελάτες τους, που δραστηριοποιούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα βιομηχανοποιημένων καπνών.

2. Τα αδειοδοτημένα επαγγελματικά εργαστήρια δεσμεύονται μόνο από τις υποχρεώσεις των άρθρων 3, 4, 5, 6, 11 και 12. Οι υποχρεώσεις των άρθρων 3, 4, 5 και 6 δεν ισχύουν ως προς τους πελάτες εφόσον τα αδειοδοτημένα επαγγελματικά εργαστήρια πραγματοποιούν πωλήσεις απευθείας στον τελικό καταναλωτή.

3. Οι επιχειρήσεις της χονδρικής πώλησης δεσμεύονται μόνο από τις υποχρεώσεις των άρθρων 3, 4, 5, 6, 11 και 12 εφόσον απασχολούν προσωπικό κατώτερο από δέκα άτομα.

4. Οι επιχειρήσεις που έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο την εισαγωγή βιομηχανοποιημένων καπνών από τρίτες χώρες ή την ενδοκοινοτική παραλαβή βιομηχανοποιημένων καπνών και δεν διατηρούν παραγωγική δραστηριότητα στην Ελλάδα, δεσμεύονται μόνο από τις υποχρεώσεις των άρθρων 3, 4, 5, 6, 11 και 12 εφόσον απασχολούν προσωπικό κατώτερο από δέκα άτομα.

5. Οι επιχειρήσεις της λιανικής πώλησης δεν υποχρεούνται να τηρούν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες και τους προμηθευτές τους.

Άρθρο 3
ΜΕΤΡΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΕΦΟΔΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΛΥΣΙΔΑΣ ΚΑΠΝΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ - ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

1. Η επιχείρηση καπνικών προϊόντων διεξάγει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες μόνο με Εγκεκριμένους Πελάτες και Προμηθευτές.

2. Η επιχείρηση επιδεικνύει Δέουσα Επιμέλεια σε σχέση με όλους τους πιθανούς και Εγκεκριμένους Πελάτες και Προμηθευτές της, ούτως ώστε να πεισθεί ότι είναι σε θέση να τηρήσουν όσα ορίζονται στον νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση και κατά συνέπεια πληρούν τις προϋποθέσεις για να γίνουν και να παραμείνουν Εγκεκριμένοι Πελάτες και Προμηθευτές.

3. Στο πλαίσιο της Δέουσας Επιμέλειας, εκπρόσωπος της επιχείρησης:
(α) διενεργεί συναντήσεις με εκπρόσωπο ή εκπροσώπους του Πελάτη ή του Προμηθευτή,
(β) επισκέπτεται τον κύριο τόπο διεξαγωγής των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Πελάτη ή του Προμηθευτή,
(γ) λαμβάνει Πληροφορίες από καθέναν από τους Πελάτες ή τους Προμηθευτές ή από άλλες αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές,
(δ) αξιολογεί και επαληθεύει την ικανότητα και την πρόθεση δέσμευσης του Πελάτη ή του Προμηθευτή να τηρήσει όσα προβλέπονται στον νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση,
(ε) αξιολογεί και επαληθεύει την ικανότητα και την πρόθεση δέσμευσης του Πελάτη ή του Προμηθευτή να υλοποιήσει τη διαδικασία εξακρίβωσης και επαλήθευσης της «ταυτότητας» του πελάτη σε συμφωνία με την παρούσα υπουργική απόφαση και ζητά από καθέναν από τους Πελάτες και Προμηθευτές να πράττει το ίδιο για τους πελάτες του της χονδρικής ή και λιανικής, εάν υπάρχουν, και
(στ) συντάσσει μία έκθεση όπου θα αναφέρει τα «Στοιχεία Δέουσας Επιμέλειας».

4. «Στοιχεία Δέουσας Επιμέλειας» είναι οι ακόλουθες πληροφορίες:
(α) η διαπίστωση ότι ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι κάτοχος της άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 100Α του ν. 2960/2001 και γνωστοποιεί τον Μοναδικό Αριθμό
Διακινητή Καπνικών Προϊόντων (ΑΜΔΙΚΑΠ) που του έχει αποδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 100Β του ν. 2960/2001. Η παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται μετά την έναρξη της ισχύος των άρθρων 100Α και 100Β του ν. 2960/2001 κατά τα σε αυτά τα άρθρα ειδικότερα οριζόμενα,
(β) ο τόπος εγκατάστασης και χρήσης του εξοπλισμού κατασκευής βιομηχανοποιημένων καπνών,
(γ) στις περιπτώσεις που ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι φυσικό πρόσωπο-ατομική επιχείρηση, πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητά του, συμπεριλαμβανομένων των ακολούθων: ονοματεπώνυμο, εμπορική επωνυμία, διεύθυνση εργασίας ή κατοικίας, αριθμό καταχώρησης στο γενικό εμπορικό μητρώο, ημερομηνία και τόπο γέννησης, αριθμό φορολογικού μητρώου και αντίγραφο της ταυτότητας ή του διαβατηρίου του,
(δ) στις περιπτώσεις που ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι νομικό πρόσωπο, πληροφορίες ιδίως για τα ακόλουθα: πλήρη επωνυμία και εμπορική επωνυμία, έδρα, κύριο τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας, σκοπό, διάρκεια, μετοχικό κεφάλαιο, ημερομηνία και τόπο σύστασης, αριθμό καταχώρησης στο γενικό εμπορικό μητρώο, αριθμό φορολογικού μητρώου, αντίγραφο του καταστατικού ή αντίστοιχα έγγραφα, τις θυγατρικές ή συνδεδεμένες κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος επιχειρήσεις του, τα ονόματα των νομίμων εκπροσώπων του, των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των εταίρων, τυχόν εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων του καθώς και τα εξής στοιχεία αναφορικά με τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα: ονοματεπώνυμο, διεύθυνση εργασίας ή κατοικίας, αριθμό καταχώρησης σε μητρώο επαγγελματιών (εάν υπάρχει), ημερομηνία και τόπο γέννησης, αριθμό φορολογικού μητρώου και αντίγραφο της επίσημης ταυτότητας ή του διαβατηρίου τους,
(ε) στις περιπτώσεις που ο Πελάτης επιθυμεί να γίνει Πρώτος Αγοραστής, μία περιγραφή της Προοριζόμενης Αγοράς Λιανικής Πώλησης των βιομηχανοποιημένων καπνών που θα αγοραστούν από την επιχείρηση. Αυτό το «Σχέδιο Πωλήσεων» θα πρέπει να ενημερώνεται και να συμπεριλαμβάνει πλήρη στοιχεία ταυτότητας κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω περιπτώσεις γ' και δ' των Μεταγενέστερων Αγοραστών προς τους οποίους θα πωλούνται τα βιομηχανοποιημένα καπνά,
(στ) έγγραφα σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που απασχολούνται από τον Πελάτη ή τον Προμηθευτή κατά την ημερομηνία που ζητούνται οι πληροφορίες,
(ζ) πλήρη στοιχεία ποινικού μητρώου σχετικά με τυχόν ποινικά αδικήματα ή και πλήρη στοιχεία για τυχόν διώξεις που έχουν ασκηθεί κατά του Πελάτη ή του Προμηθευτή ή κατά των νομίμων εκπροσώπων του, κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των εταίρων, και
(η) πλήρη στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών, μέσω των οποίων πραγματοποιούνται οι πληρωμές είτε για τις αγορές πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής από τον Προμηθευτή είτε για τις πωλήσεις βιομηχανοποιημένων καπνών προς τον Εγκεκριμένο Πελάτη, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των ακολούθων στοιχεί-ων: πλήρη επωνυμία και διεύθυνση της τράπεζας, πλήρη επωνυμία και διεύθυνση του δικαιούχου του λογαριασμού, και όλα τα στοιχεία που αφορούν την ταυτότητα του λογαριασμού,
(θ) εάν ο τραπεζικός λογαριασμός που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τις πληρωμές από και προς την επιχείρηση ανήκει σε Συνδεδεμένη Εταιρία του Πελάτη ή του Προμηθευτή, απαιτείται να γνωστοποιηθεί προς την επιχείρηση η ακριβής σχέση μεταξύ της Συνδεδεμένης Εταιρίας και του Πελάτη ή του Προμηθευτή πριν από την αποδοχή οποιασδήποτε πληρωμής από τη Συνδεδεμένη Εταιρία. Τα εκάστοτε έγγραφα που περιέχουν τις πληροφορίες αυτές θα πρέπει να ενημερώνονται από τον Πελάτη εάν αυτός γίνει Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής.

5. Εάν μετά την έρευνα Δέουσας Επιμέλειας η επιχείρηση δεν πεισθεί ότι ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι ικανός να τηρήσει όσα ορίζονται στο νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση, η επιχείρηση θα αρνείται να διεξάγει επιχειρηματική συναλλαγή με τον εν λόγω Πελάτη ή Προμηθευτή.

6. Εάν μετά την έρευνα Δέουσας Επιμέλειας η επιχείρηση πεισθεί ότι ο Πελάτης ή ο Προμηθευτής είναι ικανός να εκπληρώσει αποτελεσματικά τους στόχους και τις πρακτικές που ορίζονται στο νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση, ο Πελάτης ή Προμηθευτής θεωρείται «Εγκεκριμένος Πελάτης» ή «Εγκεκριμένος Προμηθευτής».

7. Η επιχείρηση τηρεί κατάλογο/αρχείο όλων των Εγκεκριμένων Πελατών ή Προμηθευτών, τον οποίο ενημερώνει κάθε έτος.

8. Εφαρμογή των μέτρων Δέουσας Επιμέλειας διεξάγεται τουλάχιστον μία φορά ετησίως για καθένα από τους Εγκεκριμένους Πελάτες ή Προμηθευτές, και κάθε φορά που η επιχείρηση ενημερώνεται από κάποιο Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή ότι έχει αλλάξει το ιδιοκτησιακό του καθεστώς και/ή ο έλεγχός του. Η επιχείρηση απαιτεί από τον Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή να γνωστοποιεί εγκαίρως οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή στην ιδιοκτησία ή τον έλεγχό του κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 ανωτέρω.
Στο πλαίσιο αυτό η επιχείρηση προβαίνει στα ακόλουθα ως προς τους Εγκεκριμένους Πελάτες και Προμηθευτές της:
(α) υπενθύμιση προς τους Εγκεκριμένους Πελάτες και Προμηθευτές των υποχρεώσεών τους από τον νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση και παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους προς αυτές,
(β) για Εγκεκριμένους Πελάτες οι οποίοι είναι Πρώτοι Αγοραστές, υπενθύμιση ότι ο νόμος και η παρούσα υπουργική απόφαση απαιτεί να αγοράζουν βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης μόνο για πώληση ή διανομή σε ποσότητες ανάλογες με τη Ζήτηση Λιανικής στην Προοριζόμενη Αγορά Λιανικής Πώλησης και ότι η επιχείρηση θα αρνηθεί να τους πωλήσει βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης σε μεγαλύτερες ποσότητες,
(γ) υπενθύμιση προς τους Εγκεκριμένους Πελάτες ή Προμηθευτές της επιχείρησης της δέσμευσής τους να συνεργάζονται με την Α.Α.Δ.Ε.,
(δ) απάντηση σε ερωτήσεις που μπορεί να διατυπώσουν οι Εγκεκριμένοι Πελάτες ή Προμηθευτές σχετικά με τον νόμο ή την παρούσα υπουργική απόφαση,
(ε) γνωστοποίηση προς τους Εγκεκριμένους Πελάτες ή Προμηθευτές οποιωνδήποτε αλλαγών στο νόμο ή την παρούσα υπουργική απόφαση που μπορεί να επηρεάζουν τις υποχρεώσεις τους.

9. Εάν μετά την ολοκλήρωση των οριζομένων στην προηγούμενη παράγραφο μέτρων Δέουσας Επιμέλειας, η επιχείρηση δεν πιστεύει πλέον ότι ένας Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής είναι ικανός για την τήρηση όσων ορίζονται στο νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση, η επιχείρηση θα αρνείται τη συνέχιση της διεξαγωγής επιχειρηματικών συναλλαγών με το εν λόγω πρόσωπο το οποίο και θα παύει να είναι Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής.

Άρθρο 4
ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ

Η κάθε επιχείρηση τηρεί αρχεία στα οποία καταχωρούνται τα μητρώα των Εγκεκριμένων Πελατών και Προμηθευτών για πέντε έτη μετά τη δημιουργία τους. Τα μητρώα αυτά περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) εμπορικά έγγραφα σχετικά με τον Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή ουσιαστικής σημασίας για την υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των τιμολογίων, προτιμολογίων, εμπορικής αλληλογραφίας από και προς τον Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή, εσωτερικής αλληλογραφίας ουσιαστικής φύσης σχετικά με τα ανωτέρω, εμπορικών συμβολαίων, δηλωτικών φορτίου, δηλώσεων προς τις αρμόδιες αρχές, μεταφορικών εγγράφων και άλλων εγγράφων αποστολής,
(β) έγγραφα που έχει λάβει η επιχείρηση ως μέρος των Πληροφοριών Δέουσας Επιμέλειας του Εγκεκριμένου Πελάτη ή Προμηθευτή,
(γ) οποιαδήποτε ερωτήματα και απαντήσεις προς δημόσιες υπηρεσίες σχετικά με τον Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή ή την επιχειρηματική του δραστηριότητα,
(δ) όλα τα αρχεία σχετικά με πληρωμές που έγιναν από τους Πρώτους Αγοραστές για βιομηχανοποιημένα καπνά της Επιχείρησης ή προς τους Προμηθευτές για πρώτες ύλες ή εξοπλισμό κατασκευής και
(ε) κάθε άλλη πληροφορία, έγγραφο, καταχώριση κ.λπ. σχετικό με τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 μέτρα Δέουσας Επιμέλειας.

Άρθρο 5
ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ

Η κάθε επιχείρηση πωλεί και διανέμει βιομηχανοποιημένα καπνά σε ποσότητες που είναι ανάλογες με τη Ζήτηση Λιανικής στην Αγορά όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η Λιανική Πώληση, και η επιχείρηση αρνείται να πωλεί βιομηχανοποιημένα καπνά της σε ποσότητες που υπερβαίνουν αυτήν την ποσότητα.

Η επιχείρηση λαμβάνει μέριμνα με σκοπό να μειώσει ή να τροποποιήσει την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της ή και να καταγγείλει την επαγγελματική της συνεργασία και να παύσει την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της με οποιονδήποτε Εγκεκριμένο Πελάτη σε περίπτωση που θεωρεί ότι δεν λαμβάνει όλα τα ευλόγως αναμενόμενα από αυτόν μέτρα σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης, προκειμένου να ελέγξει και να μειώσει τον κίνδυνο παράνομης κατασκευής, πώλησης, διανομής, αποθήκευσης ή αποστολής Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών ή Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες.

Άρθρο 6
ΔΙΑΚΟΠΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΚΑΠΝΩΝ

1. Η επιχείρηση καταγγέλλει την επαγγελματική της συνεργασία και την πώληση βιομηχανοποιημένων καπνών της ή την αγορά πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής, με οποιονδήποτε Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή, σε περίπτωση που η Α.Α.Δ.Ε. δώσει Επαρκή Στοιχεία στην Επιχείρηση ή περιέλθουν με άλλο τρόπο στη γνώση της Επιχείρησης Επαρκή Στοιχεία ότι ο εν λόγω Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής, παράνομα ενεπλάκη στην πώληση, διανομή, αποθήκευση, ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών, Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής ή σε Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες. Κατόπιν τούτου, ο εν λόγω Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής θα καθίσταται Αποκλεισμένος Πελάτης ή Προμηθευτής.

2. Για τους σκοπούς της παρούσας υπουργικής απόφασης, «Επαρκή Στοιχεία» νοούνται αποκλειστικά:
(α) καταδίκη βάσει τελεσίδικης ποινικής απόφασης για λαθρεμπορία ή για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που σχετίζεται με την πώληση, διανομή, αποθήκευση, παραλαβή ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών, Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής ή σχετική με τα ανωτέρω Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, ή
(β) τελεσίδικη απόφαση διοικητικού ή και πολιτικού δικαστηρίου περί συμμετοχής σε πώληση, διανομή, αποθήκευση, παραλαβή ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών, Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής ή σε σχετική με τα ανωτέρω Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες.

3. Σε περίπτωση που η Α.Α.Δ.Ε. δώσει στην επιχείρηση Επαρκή Στοιχεία ή περιέλθουν στη γνώση της επιχείρησης Επαρκή Στοιχεία με άλλο τρόπο, ότι κάποιος Μεταγενέστερος Αγοραστής, παράνομα, ενεπλάκη στην πώληση, διανομή, αποθήκευση ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, η επιχείρηση ζητά από τον Πρώτο Αγοραστή των βιομηχανοποιημένων καπνών της που πωλεί απευθείας τα βιομηχανοποιημένα καπνά της στον εν λόγω Μεταγενέστερο Αγοραστή, να παύσει να τον προμηθεύει. Σε περίπτωση που ο Πρώτος Αγοραστής αρνηθεί να συμμορφωθεί, η επιχείρηση παύει να προμηθεύει βιομηχανοποιημένα καπνά της στον εν λόγω Πρώτο Αγοραστή, ο οποίος κατόπιν τούτου θεωρείται ως Αποκλεισμένος Πελάτης. Εάν ο εν λόγω Μεταγενέστερος Αγοραστής δεν είναι απευθείας πελάτης του Πρώτου Αγοραστή, τότε η επιχείρηση ζητά από τον εν λόγω Πρώτο Αγοραστή να καταβάλλει κάθε εμπορικά δυνατή προσπάθεια για να σταματήσει την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της επιχείρησης προς τον εν λόγω Μεταγενέστερο Αγοραστή. Σε περίπτωση που ο Πρώτος Αγοραστής αρνηθεί να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για να διακόψει την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της επιχείρησης προς τον εν λόγω Μεταγενέστερο Αγοραστή, η επιχείρηση θα σταματά την προμήθεια βιομηχανοποιημένων καπνών της προς τον εν λόγω Πρώτο Αγοραστή, ο οποίος κατόπιν τούτου θεωρείται Αποκλεισμένος Αγοραστής.

4. Ο Αποκλεισμένος Πελάτης ή Προμηθευτής για 5 χρόνια μετά τη διακοπή της επαγγελματικής συνεργασίας με την επιχείρηση δεν επιτρέπεται να διεξάγει επιχειρηματικές συναλλαγές με την ίδια την επιχείρηση ή με τις Συνδεδεμένες της Εταιρίες, άμεσα ή έμμεσα, σχετικά με την αγορά, πώληση, διανομή, αποστολή ή αποθήκευση βιομηχανοποιημένων καπνών της, την πώληση σε αυτή πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Μετά την παρέλευση του εν λόγω πενταετούς χρονικού διαστήματος, ο Αποκλεισμένος Πελάτης ή Προμηθευτής θα μπορεί να επανυποβάλει αίτηση για να γίνει Εγκεκριμένος Πελάτης ή Προμηθευτής και, κατά το χρόνο εκείνο, θα πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις Δέουσας Επιμέλειας.

Άρθρο 7
ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΤΡΑ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Η κάθε επιχείρηση δύναται να εφαρμόζει και πρόσθετα μέτρα δέουσας επιμέλειας ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της παραγωγικής ή εμπορικής της δραστηριότητας. Η επιχείρηση κοινοποιεί τα μέτρα αυτά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.

Άρθρο 8
ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Οι επιχειρήσεις εκπονούν πολιτική και θέτουν σε εφαρμογή εσωτερικά μέτρα και διαδικασίες σχετικές με την παραγωγή, πώληση, διανομή, αποθήκευση, εισαγωγή από τρίτη χώρα και παραλαβή από άλλο κράτος μέλος βιομηχανοποιημένων καπνών σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση με στόχο τον έλεγχο της εφοδιαστικής αλυσίδας και την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου και της διακίνησης παραποιημένων καπνικών προϊόντων κυρίως διά της υλοποίησης των μέτρων Δέουσας Επιμέλειας.

Ειδικά οι αδειοδοτημένες καπνοβιομηχανίες λαμβάνουν την κατάλληλη μέριμνα ώστε οι βασικές αρχές της πολιτικής και των διαδικασιών αυτών να περιέχονται σε Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς που θα διέπει τη διεξαγωγή των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.

Οι επιχειρήσεις καθιστούν πλήρως γνωστές στα στελέχη και στους υπαλλήλους τους και διαθέσιμες ηλεκτρονικά σε αυτούς στο εσωτερικό πληροφοριακό τους δίκτυο τις ανωτέρω πολιτικές και διαδικασίες και κυρίως τη διαδικασία υποβολής αναφορών/καταγγελιών του άρθρου 10.

Οι επιχειρήσεις θέτουν σε εφαρμογή σύστημα εσωτερικού ελέγχου στο πλαίσιο του οποίου επαληθεύεται κατά το πρώτο τρίμηνο κάθε έτους η κατά το προηγούμενο έτος συμμόρφωση όλων των μονάδων, των τμημάτων, των στελεχών και των υπαλλήλων τους με τις ανωτέρω πολιτικές και διαδικασίες καθώς και με τον Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς. Η Έκθεση Εσωτερικού Ελέγχου κοινοποιείται αμέσως στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Σε περίπτωση που διαπιστώνονται λάθη ή παραλείψεις, στην Έκθεση Εσωτερικού Ελέγχου διατυπώνονται και οι διορθωτικές ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβούν οι επιχειρήσεις και το χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου πρέπει να υλοποιηθούν. Οι επιχειρήσεις υλοποιούν τις διορθωτικές ενέργειες το ταχύτερο δυνατόν και αναφέρουν προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων την ολοκλήρωσή τους.

Σε κάθε περίπτωση, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων διατηρεί το δικαίωμα να προβεί σε συστάσεις προς τις επιχειρήσεις αναφορικά με τις ενδεδειγμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που διαπίστωσε η Έκθεση Εσωτερικού Ελέγχου, στις οποίες οι επιχειρήσεις καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφωθούν. Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων προβαίνει διά των αρμοδίων ελεγκτικών της οργάνων σε τακτικούς, έκτακτους και αιφνιδιαστικούς ελέγχους με σκοπό τη διαπίστωση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τον Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς κυρίως σε σχέση με το σεβασμό και την υλοποίηση των μέτρων δέουσας επιμέλειας.

Οι επιχειρήσεις οφείλουν να εξασφαλίζουν στα ελεγκτικά όργανα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων πλήρη και ανεμπόδιστη πρόσβαση σε κάθε τηρούμενο αρχείο, στοιχείο ή έγγραφο και σε κάθε εγκατάστασή τους, για την ολοκλήρωση του νόμιμου ελέγχου.

Άρθρο 9
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Κάθε επιχείρηση οφείλει να ορίζει ανώτερο στέλεχός της ως Συντονιστή Συμμόρφωσης και να γνωστοποιεί αμελλητί τα στοιχεία του προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης είναι το σημείο επαφής της επιχείρησης για κάθε επικοινωνία της με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων σχετικά με τα ζητήματα της παρούσας υπουργικής απόφασης. Παράλληλα, είναι ο υπεύθυνος και επικεφαλής του συντονισμού όλων των δράσεων που αποσκοπούν:
α) στη συμμόρφωση των επιχειρήσεων με όλες τις δεσμεύσεις τους που απορρέουν από το νόμο και την παρούσα υπουργική απόφαση,
β) στην εκπόνηση και την επακόλουθη υλοποίηση των πολιτικών και διαδικασιών και του Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς του προηγούμενου άρθρου καθώς και στην εκπόνηση και εκτέλεση των προγραμμάτων κατάρτισης του άρθρου 13,
γ) στην ανάθεση της σύνταξης της Έκθεσης Εσωτερικού Ελέγχου κάθε έτους και στη δρομολόγηση των διορθωτικών ενεργειών που είτε προτείνονται σε αυτή, είτε αποφασίζονται από την επιχείρηση είτε συστήνονται στην επιχείρηση από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8.

Άρθρο 10
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΥΠΟΠΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Η επιχείρηση διασφαλίζει ότι εάν ένας υπάλληλός της υποψιάζεται ότι υπήρξε παραβίαση των όρων του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης καθώς και των πολιτικών και διαδικασιών που προβλέπονται στην πα-ρούσα υπουργική απόφαση από κάποιο άλλο υπάλληλο ή Εγκεκριμένο Πελάτη ή Προμηθευτή, θα πρέπει αμέσως να αναφέρει αυτή τη δραστηριότητα στο Συντονιστή Συμμόρφωσης.

Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης δημιουργεί ένα Σύστημα Αναφοράς. Το εν λόγω Σύστημα Αναφοράς επιτρέπει στους υπαλλήλους της επιχείρησης να αναφέρουν επώνυμα ή εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν ανώνυμα, με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κανονικό ταχυδρομείο, ή διά τηλεφώνου:
(α) οποιεσδήποτε ύποπτες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης ενδεικτικά, οποιασδήποτε υποπτευόμενης ανάμιξης υπαλλήλων ή Εγκεκριμένων Πελατών ή Προμηθευτών της επιχείρησης σε:
(1) παράνομη πώληση, διανομή, αποθήκευση, ή αποστολή Λαθραίων βιομηχανοποιημένων καπνών ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών της επιχείρησης, παράνομη διακίνηση πρώτων υλών ή εξοπλισμού κατασκευής,
(2) οποιαδήποτε συναφή με τις ανωτέρω πράξεις παράνομη δραστηριότητα,
(3) συναλλαγές που δεν αντιστοιχούν στις συνήθεις εμπορικές πρακτικές και υποκρύπτουν αυξημένο κίνδυνο τα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης να διοχετευθούν σε κυκλώματα λαθρεμπορίου, ή
(β) οποιαδήποτε συναλλαγή μεταξύ της επιχείρησης και Εγκεκριμένου Πελάτη ή Προμηθευτή η οποία επιχειρείται να γίνει τοις μετρητοίς, ή με αντίστοιχο μέσο πληρωμής ή με τίτλους στον κομιστή, όταν το ποσό της συναλλαγής υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (1.000) ή ο υπάλληλος της επιχείρησης έχει λόγους να υποπτεύεται ότι διενεργήθηκε μια σειρά συναλλαγών που μεμονωμένα δεν θα έπρεπε να αναφερθούν αλλά ως σύνολο εξεταζόμενες χρήζουν αναφοράς.

Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης πρέπει να ειδοποιείται εγκαίρως σχετικά με κάθε αναφορά δραστηριότητας η οποία παραβιάζει τους όρους και τις υποχρεώσεις του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης. Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης εξετάζει την αναφερθείσα δραστηριότητα και καθορίζει εάν τεκμηριώνεται η ανάληψη περαιτέρω δράσης. Εάν καθορίσει ότι ένας υπάλληλος της επιχείρησης έχει παραβιάσει το νόμο, την παρούσα υπουργική απόφαση και τον Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς, ο Συντονιστής Συμμόρφωσης και η διοίκηση της επιχείρησης εξετάζουν τη ενδεχόμενο λήψης αποτελεσματικών πειθαρχικών ή άλλων μέτρων.

Ο Συντονιστής Συμμόρφωσης κοινοποιεί άμεσα προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων κάθε εσωτερική αναφορά ύποπτης δραστηριότητας η οποία παραβιάζει τους όρους και τις υποχρεώσεις του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης και μεριμνά ώστε οι υπάλληλοι της επιχείρησης να τεθούν στη διάθεση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων για κατάθεση και κάθε άλλη αναγκαία συνεργασία.

Άρθρο 11
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Η επιχείρηση εφαρμόζει πολιτική κατά της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, η οποία έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι θα λαμβάνει πληρωμές για βιομηχανοποιημένα καπνά της αποκλειστικά και μόνο από νόμιμες πηγές. Οι πολιτικές που αναπτύσσει η επιχείρηση για να παρακολουθεί και να καταγράφει όλες τις πληρωμές που γίνονται για βιομηχανοποιημένα καπνά τα οποία πωλούνται και διανέμονται από την επιχείρηση, θα περιλαμβάνουν μέτρα που προορίζονται να αποτρέψουν τη χρήση εσόδων παράνομης δραστηριότητας, σε οποιαδήποτε μορφή, ως πληρωμή για βιομηχανοποιημένα καπνά. Συγκεκριμένα, στο βαθμό που οι εν λόγω πολιτικές αφορούν συναλλαγές με Εγκεκριμένους Πελάτες, σχετικά με την πώληση, διανομή ή αποθήκευση βιομηχανοποιημένων καπνών της επιχείρησης,
(1) οι αποδεκτοί τρόποι πληρωμής περιορίζονται στους ακόλουθους:
(α) ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, δηλαδή κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών Παροχών Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010 (μεταφορά πίστωσης, εντολές άμεσης χρέωσης, πάγιες εντολές), και διενεργούνται μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet), κ.λπ.,
(β) προσωπική επιταγή από τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα του Πελάτη ή Συνδεδεμένης Εταιρίας του εν λόγω Πελάτη με τον οποίο συναλλάσσεται η επιχείρηση,
(γ) τραπεζική επιταγή ή έμβασμα που έχει εκδοθεί από τράπεζα στη χώρα στην οποία εδρεύει ο Πελάτης με τον οποίο συναλλάσσεται η επιχείρηση, και
(δ) τοις μετρητοίς, αλλά μόνο όποτε η φύση και η κλίμακα της επιχείρησης ενός Πελάτη είναι τέτοια ώστε δεν είναι εμπορικά εφικτό να χρησιμοποιήσει τις μορφές πληρωμής που καθορίζονται στο (α) ή στο (β) ή στο (γ).
(2) Όλες οι πληρωμές πρέπει να γίνονται στο ίδιο νόμισμα και στο ίδιο ποσό με το τιμολόγιο.
(3) Όλες οι πληρωμές για βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης πρέπει να γίνονται από τον Πελάτη προς τον οποίο έγινε η τιμολόγηση ή από Συνδεδεμένη Εταιρία του εν λόγω Πελάτη, η οποία πρέπει να έχει γνωστο-ποιηθεί προηγουμένως προς την επιχείρηση.
(4) Η πληρωμή θα πρέπει να γίνεται από καθορισμένο λογαριασμό από Εγκεκριμένο Πελάτη κατά τη διαδικασία Δέουσας Επιμέλειας σύμφωνα με το άρθρο 3.

Άρθρο 12
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ - ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Η επιχείρηση σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή το κρίνει απαραίτητο ή όταν καλείται από την Α.Α.Δ.Ε. ή το Σ.Ε.Κ. οφείλει να προσέρχεται σε καλόπιστη διαβούλευση ως προς τα γενικότερα μέτρα και προτάσεις για την καταπολέμηση της διακίνησης λαθραίων και παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών. Η επιχείρηση αποστέλλει κάθε μήνα προς το Σ.Ε.Κ. στοιχεία των συναλλαγών της με Πελάτες και Προμηθευτές μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής υποδοχής και αξιοποίησης δεδομένων συναλλαγών Πελατών - Προμηθευτών της Α.Α.Δ.Ε., με βάση τις προδιαγραφές που θα καθορισθούν από το Σ.Ε.Κ. και τις συναρμόδιες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Οι τεχνικές προδιαγραφές των δεδομένων που θα αποστέλλονται από τις υπόχρεες επιχειρήσεις θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων εντός ενός έτους από τη δημοσίευση της παρούσας. Η αποστολή των δεδομένων θα ξεκινήσει εντός οκτώ μηνών από την ανάρτηση των τεχνικών προδιαγραφών.

Η επιχείρηση λαμβάνει κάθε δυνατή μέριμνα ώστε να παρέχει στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και το Σ.Ε.Κ. πληροφορίες για σκοπούς στρατηγικής και επιχειρησιακής ανάλυσης και για τη διενέργεια διωκτικών δράσεων στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της διακίνησης Λαθραίων και Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών. Η επιχείρηση παρέχει ιδίως πληροφορίες σχετικές με παράνομα φορτία Λαθραίων ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών, παράνομες εγκαταστάσεις ή εργαστήρια κατασκευής Λαθραίων ή Παραποιημένων βιομηχανοποιημένων καπνών και νέες τάσεις, τεχνικές ή μεθόδους διακίνησης λαθραίων και παραποιημένων προϊόντων που διακινούνται στην αγορά. Εφόσον το επιτρέπουν οι περιστάσεις, η επιχείρηση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να γνωστοποιεί τις ανωτέρω πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή κατά τις προπαρασκευαστικές ενέργειες ή το αργότερο κατά την τέλεση των παράνομων πράξεων, προκειμένου οι υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να μπορούν να επιχειρήσουν διωκτικά με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο.

Οι πληροφορίες που παρέχει η επιχείρηση προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και το Σ.Ε.Κ. χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους ανωτέρω σκοπούς και με πιστή τήρηση του Υπαλληλικού Κώδικα και της νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και το Σ.Ε.Κ. δύνανται να παρέχουν πληροφορίες προς την επιχείρηση στο πλαίσιο της διαρκούς συνεργασίας για τη δίωξη του λαθρεμπορίου και της διακίνησης παραποιημένων προϊόντων στο μέτρο που αυτό δε θίγει τους ορισμούς του Υπαλληλικού Κώδικα και της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, δεν παραβιάζει το τελωνειακό ή το φορολογικό απόρρητο, δεν παρεμποδίζει υφιστάμενη διοικητική ή δικαστική έρευνα ή διαδικασία, καθώς και τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Απαγορεύεται απολύτως να αποκαλύπτονται οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες σε τρίτα πρόσωπα. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η περαιτέρω διαβίβαση των πληροφοριών αυτών, και ιδίως των πληροφοριών που η επιχείρηση αποστέλλει προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, αφενός προς το Σ.Ε.Κ. για τους σκοπούς που περιγράφονται στον ιδρυτικό του ν. 4410/2016, και αφετέρου στις περιπτώσεις που η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων είναι υποχρεωμένη να αποκαλύψει τις πληροφορίες στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας ή δυνάμει άλλης νομικής υποχρέωσης.

Άρθρο 13
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Η επιχείρηση διεξάγει για τα στελέχη και τους υπαλλήλους της σε τακτική βάση και στο βαθμό που το επιτρέπει ο αριθμός προσωπικού και ο κύκλος της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, υποχρεωτικά προγράμματα κατάρτισης για τη συμμόρφωση με το περιεχόμενο των πολιτικών, των διαδικασιών και του Κώδικα Εταιρικής Συμπεριφοράς του άρθρου 9. Υπάλληλοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων μπορουν να συμμετέχουν σε αυτά τα προγράμματα κατάρτισης κατόπιν σχετικής ειδοποίησης από την επιχείρηση.

Η επιχείρηση και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων μπορούν να διαβουλεύονται για τον τόπο, το χρόνο, το ακριβές περιεχόμενο, τη χρονική διάρκεια και τη συμμετοχή υπαλλήλων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων στα προγράμματα κατάρτισης.

Άρθρο 14
ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Οποιαδήποτε παράβαση των όρων και των υποχρεώσεων του νόμου και της παρούσας υπουργικής απόφασης όπως ιδίως της υποχρέωσης ταυτοποίησης του Πελάτη ή του Προμηθευτή, της υποχρέωσης πώλησης βιομηχανοποιημένων καπνών σε ποσότητες ανάλογες με τη ζήτηση λιανικής, της υποχρέωσης διακοπής της επαγγελματικής συνεργασίας με Εγκεκριμένους Πελάτες ή Προμηθευτές, της υποχρέωσης τήρησης αρχείου, της υποχρέωσης ορισμού Συντονιστή Συμμόρφωσης, της υποχρέωσης εκπόνησης εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών, της υποχρέωσης κοινοποίησης προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων εσωτερικής αναφοράς ύποπτης δραστηριότητας και της υποχρέωσης αποστολής της ηλεκτρονικής κατάστασης των συναλλαγών πελατών - προμηθευτών προς το Σ.Ε.Κ., επισύρει τις κυρώσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 119Α του ν. 2960/2001 - Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας, με την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας ειδικότερων διατάξεων.

Άρθρο 15
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Η ισχύς των διατάξεων της παρούσας υπουργικής απόφασης αρχίζει έξι μήνες μετά την ημερομηνία δημοσίευσής της.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 16 Μαΐου 2018

Η Υφυπουργός
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ
Πηγή: Taxheaven