Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Αρμόδιας Αρχής της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αρμόδιας Αρχής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την Ανταλλαγή Εκθέσεων ανά Χώρα και διατάξεις εφαρμογής

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Αρμόδιας Αρχής της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αρμόδιας Αρχής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την Ανταλλαγή Εκθέσεων ανά Χώρα και διατάξεις εφαρμογής

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑ ΧΩΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ»


Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Με τον παρόντα νόμο κυρώνεται:
η «Συμφωνία μεταξύ της Αρμόδιας Αρχής της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αρμόδιας Αρχής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την Ανταλλαγή Εκθέσεων ανά Χώρα» («Διμερής ΣΑΑ»), "Arrangement between the Competent Authority of the Hellenic Republic and the Competent Authority of the United States of America on the Exchange of Country-by-Country Reports" ("Bilateral CAA"), που υπογράφηκε στο Όσλο στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.

Ο νόμος χωρίζεται σε δύο Μέρη. Το Μέρος Πρώτο αποτελείται από το άρθρο πρώτο και περιλαμβάνει αυτούσιο το κείμενο της Διμερούς ΣΑΑ για την ανταλλαγή Εκθέσεων ανά Χώρα (ΕαΧ) και την μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα, ενώ το Μέρος Δεύτερο αποτελείται από τα άρθρα δεύτερο έως και έβδομο και περιλαμβάνει τις διατάξεις εφαρμογής της κυρούμενης Διμερούς ΣΑΑ.

Ειδικότερα, όσον αφορά στο Μέρος Πρώτο, επισημαίνεται ότι η Διμερής ΣΑΑ αποτελεί ειδικότερη Συμφωνία στο πλαίσιο εφαρμογής της Σύμβασης μεταξύ της Ελλάδος και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής περί Αποφυγής της Διπλής Φορολογίας και Αποτροπής της Φορολογικής Διαφυγής εν σχέσει προς τους Φόρους επί του Εισοδήματος, που υπεγράφη στην Αθήνα την 20η Φεβρουαρίου 1950 (η «Σύμβαση»), στην οποία και παραπέμπει ευθέως η Διμερής ΣΑΑ και η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών για φορολογικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών έχει ως νομική βάση την Πολυμερή Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ σχετικά με την Αμοιβαία Διοικητική Συνδρομή σε Φορολογικά Θέματα, όπως τροποποιήθηκε το 2010, η οποία κυρώθηκε με τις διατάξεις του ν. 4153/2013 (Α' 116), και η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ξεχωριστής συμφωνίας μεταξύ των Αρμόδιων Αρχών των Συμβαλλόμενων Μερών, η οποία μπορεί να είναι σε ισχύ μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, επιτρέποντας έτσι μια ενιαία συμφωνία, είτε με δύο είτε με περισσότερα μέρη (διμερής ή πολυμερής), με την πραγματική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών να λαμβάνει χώρα πάντοτε σε διμερή βάση. Με την κυρούμενη Διμερή ΣΑΑ ενεργοποιείται και τίθεται σε λειτουργία η αυτόματη ανταλλαγή των ΕαΧ μεταξύ των Αρμόδιων Αρχών των δύο Συμβαλλομένων Μερών της.

Όσον αφορά στο Μέρος Δεύτερο, περιλαμβάνονται διατάξεις εφαρμογής της εν λόγω Συμφωνίας και ειδικότερα, επιπρόσθετοι της Διμερούς ΣΑΑ ορισμοί, ειδικότερες ρυθμίσεις σχετικά με τη διαδικασία και τον χρόνο υποβολής, καθώς και το περιεχόμενο των ΕαΧ ενώπιον της ελληνικής φορολογικής διοίκησης, την επιβολή κυρώσεων και τέλος, την εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοση απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για την ορθή εφαρμογή της διαδικασίας ανταλλαγής των ΕαΧ.

1. Επισκόπηση διεθνών εξελίξεων

Τα διεθνή φορολογικά θέματα δεν ήταν ποτέ τόσο υψηλά στην πολιτική ατζέντα όσο είναι σήμερα. Η ενσωμάτωση των εθνικών οικονομιών και αγορών έχει αυξηθεί ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια, θέτοντας έναν περιορισμό στους διεθνείς φορολογικούς κανόνες, που σχεδιάστηκαν τουλάχιστον έναν αιώνα πριν. Οι αδυναμίες στους σύγχρονους κανόνες δικαίου δημιουργούν έδαφος για διάβρωση της φορολογικής βάσης Kat μεταφορά κερδών (Base Erosion and Profit Shifting - BEPS), απαιτώντας γενναίες κινήσεις από αυτούς που διαμορφώνουν πολιτική, προκειμένου να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στο διεθνές σύστημα και να διασφαλίσουν ότι τα κέρδη φορολογούνται εκεί όπου πραγματοποιούνται οι οικονομικές δραστηριότητες.

Με βάση την Έκθεση "Addressing Base Erosion and Profit Shifting" το Φεβρουάριο 2013, ο ΟΟΣΑ και οι χώρες της ομάδας G20 υιοθέτησαν ένα Σχέδιο Δράσης 15 - σημείων σχετικά με το BEPS το Σεπτέμβριο 2013.

Το Σχέδιο Δράσης αναγνώρισε 15 Δράσεις με τρία βασικά σημεία: τη συνοχή στους εθνικούς κανόνες που αφορούν διασυνοριακές δραστηριότητες, την ενίσχυση των κύριων απαιτήσεων στα υπάρχοντα διεθνή πρότυπα και τη βελτίωση της διαφάνειας και της σταθερότητας.

Έκτοτε, όλες οι χώρες της ομάδας G20 και του ΟΟΣΑ έχουν εργαστεί σε ισότιμη βάση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης καταθέσει τις προτάσεις της μέσω του έργου BEPS. Οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν δεσμευτεί εκτεταμένα μέσω διάφορων μηχανισμών, μεταξύ των οποίων και η άμεση συμμετοχή στην Επιτροπή φορολογικών Υποθέσεων του ΟΟΣΑ. Διάφοροι φορείς σε διεθνές επίπεδο έχουν συμμετάσχει σε μεγάλο βαθμό. Συνολικά, το έργο BEPS έλαβε περισσότερες από 1.400 αιτήσεις από τη βιομηχανία, συμβουλευτικές εταιρίες, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) και ακαδημαϊκούς.

Μετά από δύο χρόνια εργασίας, οι 15 δράσεις έχουν πλέον ολοκληρωθεί και όλα τα διαφορετικά συμπεράσματα έχουν περιληφθεί σε ένα συγκεντρωτικό πακέτο. Το πακέτο μέτρων BEPS αποτελεί την πρώτη ουσιαστική καινοτομία των διεθνών φορολογικών κανόνων μέσα σε σχεδόν έναν αιώνα. Μόλις τα νέα μέτρα εφαρμοστούν, προσδοκάται ότι θα αποδοθούν τα αναλογούντα κέρδη εκεί όπου πραγματοποιούνται οι οικονομικές δραστηριότητες.

Κατ' επέκταση, η εφαρμογή αυτών των μέτρων είναι κομβικής σημασίας σε αυτό το στάδιο. Το πακέτο BEPS είναι σχεδιασμένο να εφαρμόζεται μέσω αλλαγών στα εθνικά δίκαια και τις διοικητικές πρακτικές και μέσω προβλέψεων συμφωνιών. Οι χώρες του ΟΟΣΑ και της ομάδας G20 έχουν επίσης συμφωνήσει τη συνέχιση της συνεργασίας, προκειμένου να διασφαλιστεί μια επαρκής συντονισμένη εφαρμογή των συστάσεων BEPS. Η παγκοσμιοποίηση απαιτεί να υπάρχουν διεθνείς λύσεις και διάλογος, πέραν των χωρών του ΟΟΣΑ και της ομάδας G20.

Η Δράση 13 του Σχεδίου Δράσης για τη Διάβρωση της φορολογικής Βάσης και τη Μεταφορά Κερδών (BEPS Action Plan, ΟΟΣΑ,2013) απαιτεί την ανάπτυξη των κανόνων σχετικά με την τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών, προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια για τη φορολογική διοίκηση, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος συμμόρφωσης για την επιχείρηση. Οι κανόνες θα περιλαμβάνουν την υποχρέωση των Ομίλων Πολυεθνικών Επιχειρήσεων (Ομίλων ΠΕ) να υποβάλλουν στις αρμόδιες φορολογικές διοικήσεις όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με το παγκόσμιο εισόδημα, την οικονομική δραστηριότητα και τους φόρους μεταξύ κρατών σύμφωνα με έναν κοινό πίνακα.

Σύμφωνα με την εν λόγω απαίτηση, έχει αναπτυχθεί μια τυποποιημένη τριών επιπέδων προσέγγιση τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών. Πρώτον, απαιτείται από τους Ομίλους Π Ε να παρέχουν στις φορολογικές διοικήσεις πληροφορίες υψηλού επιπέδου σχετικά με τις παγκόσμιες επιχειρηματικές δραστηριότητές τους και τις πολιτικές ενδοομιλικών συναλλαγών σε ένα «Βασικό Φάκελο Τεκμηρίωσης», ο οποίος θα μπορεί να είναι διαθέσιμος σε όλες τις σχετιζόμενες φορολογικές διοικήσεις. Δεύτερον, απαιτείται να παρέχεται λεπτομερειακή τεκμηρίωση ενδοομιλικών συναλλαγών, ειδικά για κάθε χώρα σε έναν «Τοπικό Φάκελο Τεκμηρίωσης», περιλαμβάνοντας υλικό σχετικά με τις συναλλαγές των Ομίλων ΠΕ, τα ποσά συναλλαγών και την εταιρική ανάλυση. Τρίτον, οι μεγάλοι Όμιλοι Π Ε απαιτείται να υποβάλλουν την «ΕαΧ», που θα παρέχει σε ετήσια βάση και για κάθε περιοχή Δικαιοδοσίας, στην οποία δραστηριοποιείται ο Όμιλος ΠΕ, το ποσό των εσόδων, τα κέρδη προ φόρου εισοδήματος και τον καταβληθέντα φόρο εισοδήματος. Επίσης, απαιτείται να αναφέρεται ο αριθμός των εργαζομένων, το μετοχικό κεφάλαιο, τα συσσωρευμένα κέρδη και τα υλικά περιουσιακά στοιχεία για κάθε περιοχή Δικαιοδοσίας. Τέλος, απαιτείται έγγραφο ταυτοποίησης κάθε Συνιστώσας Οντότητας του Ομίλου ΠΕ, με το οποίο καθορίζεται η περιοχή Δικαιοδοσίας στην οποία έχει τη φορολογική της κατοικία και η φύση της κύριας επιχειρηματικής δράστηριότητάς της.

Ως σύνολο, αυτά τα τρία έγγραφα (ο Βασικός και Τοπικός Φάκελος Τεκμηρίωσης και η ΕαΧ) παρέχουν στις φορολογικές διοικήσεις χρήσιμες πληροφορίες για τους σκοπούς της αξιολόγησης υψηλών κινδύνων σε σχέση με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών και άλλων κινδύνων σε σχέση με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μεταφορά κερδών.

Επισημαίνεται ότι η ακριβής και αποτελεσματική εφαρμογή των κριτηρίων της τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών και ειδικότερα, των ΕαΧ είναι απαραίτητη. Για αυτόν τον λόγο, οι χώρες του ΟΟΣΑ και της ομάδας G20 συμφώνησαν στα βασικά στοιχεία της εφαρμογής της τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών και των ΕαΧ. Με βάση αυτή τη συμφωνία, ο Βασικός και Τοπικός Φάκελος Τεκμηρίωσης υποβάλλονται από τους Ομίλους ΠΕ απευθείας στις τοπικές φορολογικές αρχές. Εν προκειμένω, οι ΕαΧ υποβάλλονται στη Δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Τελικής Μητρικής Οντότητας και διανέμονται μεταξύ των δύο Δικαιοδοσιών μέσω της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που έχει ως βάση τη Σύμβαση.

Με τη Διμερή ΣΑΑ ρυθμίζεται η ανταλλαγή των ΕαΧ, η οποία εφαρμόζεται για φορολογικά έτη που ξεκινούν από ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 και αφορά Ομίλους ΠΕ με ετήσια συνολικά ενοποιημένα έσοδα ίσα ή πάνω από 750 εκατομμύρια ευρώ.

2. Νομική και λειτουργική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών

Το άρθρο 18 της Σύμβασης επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των δύο Αρμόδιων Αρχών, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών. Τόσο η Σύμβαση όσο και η Διμερής ΣΑΑ, όπως όλες οι συμβάσεις και τα εργαλεία ανταλλαγής πληροφοριών, περιέχουν αυστηρές διατάξεις, που απαιτούν οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται να παραμένουν εμπιστευτικές, να περιορίζονται τα πρόσωπα στα οποία οι πληροφορίες μπορούν να αποκαλύπτονται και οι σκοποί για τους οποίους οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Ο ΟΟΣΑ εκδίδει κατά διαστήματα Οδηγούς σχετικά με την ορθή χρήση και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ των φορολογικών διοικήσεων, οι οποίοι καθορίζουν τις βέλτιστες πρακτικές σχετικά με την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και παρέχουν πρακτικές οδηγίες για τον τρόπο διασφάλισης ενός ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας τους. Πριν από τη θέση σε ισχύ μιας συμφωνίας για αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών με άλλη χώρα, είναι σημαντικό η λαμβάνουσα χώρα να έχει το νομικό πλαίσιο και τη διοικητική ικανότητα, καθώς και τις αναγκαίες διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζει το απόρρητο των πληροφοριών που λαμβάνει, καθώς και το γεγονός ότι αυτές οι πληροφορίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς που προσδιορίζονται στο οικείο νομικό εργαλείο.

Β. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

1. Επί του άρθρου πρώτου του Μέρους Πρώτου 1.1 Βασικά σημεία της Διμερούς ΣΑΑ


Στο σχέδιο νόμου παρατίθεται το πρωτότυπο κείμενο της Συμφωνίας μεταξύ της Αρμόδιας Αρχής της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αρμόδιας Αρχής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την Ανταλλαγή Εκθέσεων ανά Χώρα (Διμερής ΣΑΑ), που υπογράφηκε από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ, κ. Γεώργιο Πιτσιλή, στο Όσλο στις 27 Σεπτεμβρίου 2017, στην αγγλική γλώσσα, καθώς και μετάφραση αυτού στην ελληνική.

Στη συνέχεια παρατίθεται το προοίμιο, ήτοι το σκεπτικό της Διμερούς ΣΑΑ, που έχει ως εξής:

Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επιθυμούν να ενισχύσουν τη διαφάνεια σε φορολογικά θέματα σε διεθνές επίπεδο και να βελτιώσουν την πρόσβαση των φορολογικών αρχών τους στις πληροφορίες που αφορούν στην σε παγκόσμιο επίπεδο κατανομή του εισοδήματος, στους καταβληθέντες φόρους και σε ορισμένους δείκτες εντοπισμού της οικονομικής δραστηριότητας μεταξύ φορολογικών δικαιοδοσιών στις οποίες οι Όμιλοι ΠΕ ασκούν τις δραστηριότητές τους μέσω της αυτόματης ανταλλαγής των ετήσιων ΕαΧ, για τους σκοπούς της αξιολόγησης υψηλών κινδύνων σε σχέση με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών και άλλων κινδύνων σε σχέση με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μεταφορά κερδών, και κατά περίπτωση, για σκοπούς οικονομικής και στατιστικής ανάλυσης.

Η νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής συμφωνείται να επιβάλει στην Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ να υποβάλλει κάθε έτος την ΕαΧ.

Η ΕαΧ αποτελεί μέρος μιας τυποποιημένης προσέγγισης τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών, η οποία συμφωνείται να παρέχει στις φορολογικές διοικήσεις σχετική και αξιόπιστη πληροφόρηση για την υλοποίηση
αποτελεσματικής και αξιόπιστης ανάλυσης κινδύνων σε σχέση με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών.

Το Άρθρο 18 (Ανταλλαγή πληροφοριών) της Σύμβασης μεταξύ της Ελλάδος και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής περί Αποφυγής της Διπλής Φορολογίας και Αποτροπής της Φορολογικής Διαφυγής εν σχέσει προς τους Φόρους επί του Εισοδήματος, που υπεγράφη στην Αθήνα την 20η Φεβρουαρίου 1950 (η «Σύμβαση») επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών για φορολογικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών.

Η Αρμόδια Αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Αρμόδια Αρχή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (οι «Αρμόδιες Αρχές») αναγνωρίζουν ότι η κάθε δικαιοδοσία έχει θέσει σε εφαρμογή τις κατάλληλες διασφαλίσεις αναφορικά με την εμπιστευτικότητα και την ορθή χρήση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται και την υποδομή για μια αποτελεσματική σχέση ανταλλαγής πληροφοριών.

Οι Αρμόδιες Αρχές επιθυμούν να συνάψουν την παρούσα Συμφωνία για την ανταλλαγή των ΕαΧ με βάση την υποβολή στοιχείων βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας και την αμοιβαία αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της Σύμβασης, και υπό την προϋπόθεση εμπιστευτικότητας και άλλων μέτρων προστασίας που προβλέπονται στη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που περιορίζουν τη χρήση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται βάσει της Σύμβασης.

1.2 Επί των Τμημάτων της Διμερούς ΣΑΑ

Η Διμερής ΣΑΑ περιλαμβάνει Τμήματα με τους ορισμούς (Τμήμα 1), τους γενικούς όρους που διέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με Ομίλους ΠΕ (Τμήμα 2), το χρόνο και τον τρόπο ανταλλαγής των πληροφοριών (Τμήμα 3), τη συνεργασία για τη διαβίβαση και σφάλματα (Τμήμα 4), την εμπιστευτικότητα, τη διασφάλιση και την ορθή χρήση των δεδομένων (Τμήμα 5), τις διαβουλεύσεις μεταξύ των Αρμόδιων Αρχών (Τμήμα 6), τις τροποποιήσεις της Διμερούς ΣΑΑ (Τμήμα 7), τους όρους της Διμερούς ΣΑΑ (Τμήμα 8). Ειδικότερα:

Το Τμήμα 1 περιλαμβάνει τους βασικούς ορισμούς της Διμερούς ΣΑΑ. Όποιος άλλος ορισμός δεν ορίζεται στην ΠΣΑΑ έχει την έννοια που του αποδίδεται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή βάσει της ελληνικής εσωτερικής νομοθεσίας.

Το Τμήμα 2 περιλαμβάνει τους γενικούς όρους που διέπουν την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με την ΕαΧ. Η προβλεπόμενη ανταλλαγή πληροφοριών διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 της Σύμβασης.

Το Τμήμα 3 περιλαμβάνει τους ειδικούς όρους που διέπουν την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών, ήτοι τον χρόνο και τον τρόπο ανταλλαγής πληροφοριών. Η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται μόνον εφόσον και τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη έχουν θέσει σε ισχύ την εσωτερική νομοθεσία που απαιτεί την υποβολή της ΕαΧ για το φορολογικό έτος που καλύπτεται από την Έκθεση.

Το Τμήμα 4 ρυθμίζει τη συνεργασία μεταξύ των Αρμόδιων Αρχών για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις της Διμερούς ΣΑΑ, καθώς και την επιβολή αυτών στα υπόχρεα πρόσωπα. Η λαμβάνουσα Αρμόδια Αρχή γνωστοποιεί στην αποστέλλουσα Αρμόδια Αρχή την περίπτωση ανακριβούς ή λανθασμένης υποβολής στοιχείων, καθώς και επιτυχούς ή μη λήψης ενός αρχείου. Η τελευταία οφείλει να
λάβει τα απαραίτητα μέτρα βάσει της εσωτερικής της νομοθεσίας, ώστε να αντιμετωπίσει αυτές τις περιπτώσεις.

Το Τμήμα 5 περιλαμβάνει τους όρους για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και άλλες διασφαλίσεις που προβλέπονται στη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που περιορίζουν τη χρήση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται. Γίνεται ευθεία παραπομπή στους κανόνες εμπιστευτικότητας που προβλέπει η Σύμβαση, ορίζεται η ορθή χρήση των δεδομένων που θα πρέπει να περιορίζεται σε συγκεκριμένες αναλυτικά περιγραφόμενες χρήσεις και θεσπίζεται η υποχρέωση μιας Αρμόδιας Αρχής για οποιεσδήποτε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης σχετικά με την εμπιστευτικότητα και διασφάλιση δεδομένων.

Το Τμήμα 6 περιλαμβάνει τη διαδικασία επίλυσης υποθέσεων για προσαρμογή του φορολογητέου εισοδήματος μιας Συνιστώσας Οντότητας, σύμφωνα με την παρ. 2 του Άρθρου 16 της Σύμβασης (Διαδικασία Αμοιβαίου Διακανονισμού), καθώς και τους όρους των διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο Αρμόδιων Αρχών σχετικά με οποιεσδήποτε τυχόν δυσκολίες κατά την εφαρμογή της Διμερούς ΣΑΑ.

Το Τμήμα 7 περιλαμβάνει του όρους τροποποίησης της Διμερούς ΣΑΑ.

Το Τμήμα 8 περιλαμβάνει την προϋπόθεση για τη θέση σε ισχύ της Διμερούς ΣΑΑ, που είναι η υποβολή γνωστοποίησης κάθε Αρμόδιας Αρχής ότι το Συμβαλλόμενο Κράτος διαθέτει την απαραίτητη νομοθεσία για την υποχρέωση υποβολής της ΕαΧ. Περαιτέρω, περιλαμβάνεται η διαδικασία αναστολής ανταλλαγής πληροφοριών βάσει της Διμερούς ΣΑΑ στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης της άλλης Αρμόδιας Αρχής με συγκεκριμένες υποχρεώσεις, καθώς και η διαδικασία καταγγελίας της Διμερούς ΣΑΑ.

2. Επί του άρθρου δεύτερου του Μέρους Δεύτερου

Στο άρθρο αυτό περιλαμβάνονται κάποιοι ορισμοί επιπροσθέτως των ορισμών της Διμερούς ΣΑΑ, οι οποίοι κρίνονται απαραίτητοι για την ορθή εφαρμογή της Διμερούς ΣΑΑ.

3. Επί του άρθρου τρίτου του Μέρους Δεύτερου

Στο άρθρο αυτό περιγράφεται η υποχρέωση υποβολής των ΕαΧ από τους Ομίλους ΠΕ και το περιεχόμενο αυτών. Γίνεται παραπομπή στην εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πέμπτου του ν. 4490/2017 (Α'150), όπου περιλαμβάνονται αναλυτικά οι ακριβείς πληροφορίες που θα πρέπει να περιέχονται στην ΕαΧ και επισυνάπτεται το σχετικό Παράρτημα με πίνακες και σχετικές οδηγίες συμπλήρωσης. Τέλος, γίνεται μνεία στον ηλεκτρονικό τρόπο υποβολής των ΕαΧ.

4. Επί του άρθρου τέταρτου του Μέρους Δεύτερου

Στο άρθρο αυτό ορίζεται η προθεσμία υποβολής των ΕαΧ, με ιδιαίτερη μνεία στο πρώτο έτος εφαρμογής, για το οποίο ορίζεται η 31Π Μαρτίου 2018.

5. Επί του άρθρου πέμπτου του Μέρους Δεύτερου

Επειδή η υποβολή ΕαΧ αποτελεί, μαζί με την τήρηση Φακέλου Τεκμηρίωσης (Βασικού και Τοπικού) και την υποβολή Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών μέρος της φορολογικής υποχρέωσης για την τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών, οι προτεινόμενες κυρώσεις είναι ανάλογες με εκείνες που προβλέπονται στις περιπτώσεις μη τήρησης της υποχρέωσης τεκμηρίωσης του άρθρου 56 του ν. 4174/2013 - Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), (Α'170) και κρίνονται ως αναλογικές, αποτελεσματικές και αποτρεπτικές.

6. Επί του άρθρου έκτου του Μέρους Δεύτερου

Στο άρθρο αυτό περιλαμβάνεται εξουσιοδοτική διάταξη που προβλέπει την έκδοση αποφάσεων του Διοικητή της ΑΑΔΕ σχετικά με τη διαδικασία υποβολής των ΕαΧ. Οι αποφάσεις αυτές κρίνονται αναγκαίες για την ομαλή και απρόσκοπτη εφαρμογή της Διμερούς ΣΑΑ.

7. Επί του άρθρου έβδομου του Μέρους Δεύτερου


Στο άρθρο αυτό ορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Διμερούς ΣΑΑ που κυρώνεται, από την πλήρωση των προϋποθέσεων της παρ. 1 του Τμήματος 8 αυτής.

Αθήνα, 14 Μαρτίου 2018

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ






ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑ ΧΩΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Άρθρο πρώτο


Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Συμφωνία μεταξύ της Αρμόδιας Αρχής της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αρμόδιας Αρχής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την Ανταλλαγή Εκθέσεων ανά Χώρα, που υπογράφηκε στο Όσλο στις 27 Σεπτεμβρίου 2017, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα, και σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, έχει ως εξής:

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ
ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑ ΧΩΡΑ

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επιθυμούν να ενισχύσουν τη διαφάνεια σε φορολογικά θέματα σε διεθνές επίπεδο και να βελτιώσουν την πρόσβαση των φορολογικών αρχών τους στις πληροφορίες που αφορούν στην σε παγκόσμιο επίπεδο κατανομή του εισοδήματος, στους καταβληθέντες φόρους και σε ορισμένους δείκτες εντοπισμού της οικονομικής δραστηριότητας μεταξύ φορολογικών δικαιοδοσιών στις οποίες οι όμιλοι πολυεθνικών επιχειρήσεων («Όμιλοι ΠΕ») ασκούν τις δραστηριότητές τους μέσω της αυτόματης ανταλλαγής των ετήσιων εκθέσεων ανά χώρα («ΕαΧ»), για τους σκοπούς της αξιολόγησης υψηλών κινδύνων σε σχέση με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών και άλλων κινδύνων σε σχέση με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μεταφορά κερδών, και κατά περίπτωση, για σκοπούς οικονομικής και στατιστικής ανάλυσης.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής συμφωνείται να επιβάλει στην Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ να υποβάλλει κάθε έτος την ΕαΧ.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕαΧ αποτελεί μέρος μιας τυποποιημένης προσέγγισης τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών, η οποία συμφωνείται να παρέχει στις φορολογικές διοικήσεις σχετική και αξιόπιστη πληροφόρηση για την υλοποίηση αποτελεσματικής και αξιόπιστης ανάλυσης κινδύνων σε σχέση με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το Άρθρο 18 (Ανταλλαγή πληροφοριών) της Σύμβασης μεταξύ της Ελλάδος και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής περί Αποφυγής της Διπλής Φορολογίας και Αποτροπής της Φορολογικής Διαφυγής εν σχέσει προς τους Φόρους επί του Εισοδήματος, που υπεγράφη στην Αθήνα την 20η Φεβρουαρίου 1950 (η «Σύμβαση») επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών για φορολογικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αρμόδια Αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Αρμόδια Αρχή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (οι «Αρμόδιες Αρχές») αναγνωρίζουν ότι η κάθε δικαιοδοσία έχει θέσει σε εφαρμογή τις κατάλληλες διασφαλίσεις αναφορικά με την εμπιστευτικότητα και την ορθή χρήση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται και την υποδομή για μια αποτελεσματική σχέση ανταλλαγής πληροφοριών.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Αρμόδιες Αρχές επιθυμούν να συνάψουν την παρούσα Συμφωνία για την ανταλλαγή των ΕαΧ με βάση την υποβολή στοιχείων βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας και την αμοιβαία αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της Σύμβασης, και υπό την προϋπόθεση εμπιστευτικότητας και άλλων μέτρων προστασίας που προβλέπονται στη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που περιορίζουν τη χρήση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται βάσει της Σύμβασης.

Ως εκ τούτου, οι Αρμόδιες Αρχές δηλώνουν την πρόθεσή τους ως εξής:

ΤΜΗΜΑ 1
Ορισμοί


1. Για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας, οι ακόλουθοι όροι έχουν τις ακόλουθες έννοιες:
α) ο όρος «Όμιλος» σημαίνει σύνολο επιχειρήσεων που σχετίζονται μέσω ιδιοκτησίας ή ελέγχου τέτοιου είδους που είτε απαιτείται να συντάσσουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης βάσει των εφαρμοζόμενων αρχών λογιστικής είτε θα υπήρχε αυτή η απαίτηση εάν το μετοχικό κεφάλαιο οποιασδήποτε από τις επιχειρήσεις αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο.
β) ο όρος «όμιλος πολυεθνικών επιχειρήσεων» ή «Όμιλος ΠΕ» σημαίνει κάθε Όμιλος που: βα) περιλαμβάνει δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, οι φορολογικές κατοικίες των οποίων βρίσκονται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες, ή περιλαμβάνει επιχείρηση, η φορολογική κατοικία της οποίας βρίσκεται σε μία δικαιοδοσία και υπόκειται σε φορολόγηση όσον αφορά στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης σε άλλη περιοχή δικαιοδοσίας, και ββ) δεν είναι Εξαιρούμενος Όμιλος ΠΕ.
γ) ο όρος «Εξαιρούμενος Όμιλος Π Ε» σημαίνει ο Όμιλος, ο οποίος δεν υποχρεούται να υποβάλλει την ΕαΧ, επειδή ο ετήσιος ενοποιημένος κύκλος εργασιών του που έχει πραγματοποιηθεί κατά το αμέσως προηγούμενο φορολογικό έτος από το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων, όπως αποτυπώνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του για το εν λόγω προηγούμενο φορολογικό έτος, είναι κατώτερος του ορίου που προβλέπεται από την εσωτερική νομοθεσία της δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της Αναφέρουσας Οντότητας, σύμφωνα με την Έκθεση του 2015 (για τους σκοπούς των ανωτέρω, το όριο καθορίζεται, όπως αυτό μπορεί να τροποποιηθεί μετά την επανεξέταση της Έκθεσης του 2015 που θα πραγματοποιηθεί το 2020).
δ) ο όρος «Συνιστώσα Οντότητα» σημαίνει:
δα) αναφορικά με Όμιλο Π Ε που έχει Αναφέρουσα Οντότητα με φορολογική κατοικία στην Ελληνική Δημοκρατία: Α) οποιαδήποτε χωριστή επιχειρηματική μονάδα του Ομίλου ΠΕ, που συμπεριλαμβάνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης ή που θα συμπεριλαμβανόταν σε αυτές, εάν το μετοχικό κεφάλαιο της εν λόγω επιχειρηματικής μονάδας του Ομίλου ΠΕ αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο, Β) οποιαδήποτε χωριστή επιχειρηματική μονάδα που εξαιρείται από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του Ομίλου ΠΕ αποκλειστικά για λόγους μεγέθους ή ουσίας και Γ) οποιαδήποτε μόνιμη εγκατάσταση οποιασδήποτε χωριστής επιχειρηματικής μονάδας του Ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνεται στις ως άνω υποπεριπτ. Α) ή Β), με την προϋπόθεση ότι η επιχειρηματική μονάδα συντάσσει ξεχωριστή οικονομική κατάσταση για την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, ρύθμισης, υποβολής φορολογικής δήλωσης ή ελέγχου εσωτερικής διαχείρισης" και δβ) αναφορικά με Όμιλο ΠΕ που έχει Αναφέρουσα Οντότητα με φορολογική κατοικία στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάθε «Συνιστώσα Οντότητα» όπως αυτή ορίζεται στους σχετικούς Κανονισμούς του Υπουργείου Οικονομικών των Η.Π.Α..
ε) ο όρος «Αναφέρουσα Οντότητα» σημαίνει τη Συνιστώσα Οντότητα η οποία, κατ' εφαρμογή της εσωτερικής νομοθεσίας της δικαιοδοσίας της φορολογικής της κατοικίας, υποβάλλει την ΕαΧ εκ μέρους του Ομίλου ΠΕ.
στ) ο όρος «ΕαΧ» σημαίνει την Έκθεση ανά Χώρα, την οποία η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ οφείλει, σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας όπου έχει την φορολογική της κατοικία, να υποβάλλει ετησίως μαζί με τις πληροφορίες που πρέπει να δηλωθούν, σύμφωνα με αυτήν τη νομοθεσία, και η οποία περιέχει τα στοιχεία και έχει τη μορφή που υιοθετήθηκε στην Έκθεση του 2015 (για τους σκοπούς των ανωτέρω, οι πληροφορίες και η μορφή καθορίζονται όπως αυτά μπορεί να τροποποιηθούν μετά την επανεξέταση της Έκθεσης του 2015 που θα πραγματοποιηθεί το 2020).
ζ) ο όρος «Φορολογικό Έτος» σημαίνει:
ζα) αναφορικά με Όμιλο ΠΕ που έχει Αναφέρουσα Οντότητα με φορολογική κατοικία στην Ελληνική Δημοκρατία, την ετήσια λογιστική περίοδο, για την οποία η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ συντάσσει τις οικονομικές καταστάσεις της και
ζβ) αναφορικά με Όμιλο Π Ε που έχει Αναφέρουσα Οντότητα με φορολογική κατοικία στις Ηνωμένες Πολιτείες, την «Περίοδο Αναφοράς» όπως αυτή ορίζεται στους σχετικούς Κανονισμούς του Υπουργείου Οικονομικών των Η.Π.Α., και
η) ο όρος «Έκθεση του 2015» σημαίνει την τελική έκθεση, με τον τίτλο Τεκμηρίωση Τιμών Ενδοομιλικών Συναλλαγών και Υποβολή Εκθέσεων ανά Χώρα, η οποία συντάσσεται βάσει της Δράσης 13 του Σχεδίου Δράσης του ΟΟΣΑ και των χωρών της ομάδας G20 για την αντιμετώπιση της Διάβρωσης της Φορολογικής Βάσης και της Μεταφοράς Κερδών.

2. Οι όροι «Ελληνική Δημοκρατία», «Ηνωμένες Πολιτείες», «Αρμόδια Αρχή» και «Συμβαλλόμενο Κράτος» έχουν την έννοια που έχουν στη Σύμβαση.

3. Για την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας ανά πάσα στιγμή από μια Αρμόδια Αρχή, οποιοσδήποτε όρος που δεν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα Συμφωνία έχει, εκτός εάν απαιτείται διαφορετικά από τα συμφραζόμενα ή εάν οι Αρμόδιες Αρχές συμφωνούν σε μια κοινή έννοια (όπως επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο), την έννοια που του αποδίδεται εκείνη τη χρονική στιγμή, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους που εφαρμόζει την παρούσα Συμφωνία, ενώ οποιαδήποτε έννοια, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους φορολογικούς νόμους αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους, υπερισχύει έναντι της έννοιας που αποδίδεται στον όρο, σύμφωνα με άλλους νόμους αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους.

ΤΜΗΜΑ 2
Ανταλλαγή Πληροφοριών σχετικά με Ομίλους ΠΕ


Σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 18 της Σύμβασης, κάθε Αρμόδια Αρχή συμφωνεί να ανταλλάσσει με την άλλη Αρμόδια Αρχή ετησίως, σε αυτόματη βάση, την ΕαΧ, που υποβάλλει κάθε Αναφέρουσα Οντότητα, η οποία έχει τη φορολογική κατοικία της στη δικαιοδοσία της, υπό την προϋπόθεση ότι, με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην ΕαΧ, μία ή περισσότερες Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ της Αναφέρουσας Οντότητας έχουν τη φορολογική κατοικία τους στη δικαιοδοσία της άλλης Αρμόδιας Αρχής, ή υπόκεινται σε φόρο για δραστηριότητες που ασκούνται μέσω κάποιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται στη δικαιοδοσία της άλλης Αρμόδιας Αρχής.

ΤΜΗΜΑ 3
Χρόνος και Τρόπος Ανταλλαγής Πληροφοριών


1. Για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών του Τμήματος 2, τα ποσά που περιέχονται σε κάθε ΕαΧ συμφωνείται να αποτυπώνονται σε ένα νόμισμα, το οποίο συμφωνείται να προσδιορίζεται στην ΕαΧ.

2. Η ΕαΧ συμφωνείται να ανταλλάσσεται για πρώτη φορά όσον αφορά στα Φορολογικά Έτη των Ομίλων ΠΕ που αρχίζουν την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2016. Αυτή η ΕαΧ συμφωνείται να ανταλλάσσεται όσο το δυνατόν νωρίτερα και το αργότερο δεκαοχτώ (18) μήνες μετά την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους του Ομίλου ΠΕ, στο οποίο αναφέρεται η ΕαΧ. Οι ΕαΧ όσον αφορά στα Φορολογικά Έτη των Ομίλων Π Ε που αρχίζουν την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2017 συμφωνείται να ανταλλάσσονται όσο το δυνατόν νωρίτερα και το αργότερο δεκαπέντε (15) μήνες μετά την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους του Ομίλου ΠΕ, στο οποίο αναφέρεται η ΕαΧ. Παρά τα προαναφερθέντα, η ανταλλαγή των ΕαΧ συμφωνείται να ξεκινήσει μόνο εφόσον η παρούσα Συμφωνία τεθεί σε ισχύ, και η Αρμόδια Αρχή συμφωνεί να έχει την υποχρέωση να ανταλλάξει τις ΕαΧ μέχρι την εκπνοή των χρονικών ορίων που τίθενται στην παρούσα παράγραφο ή τρεις μήνες αφότου η παρούσα Συμφωνία τεθεί σε ισχύ, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη.

3. Οι Αρμόδιες Αρχές συμφωνούν να ανταλλάσσουν αυτόματα τις ΕαΧ μέσω ενός κοινού σχήματος σε Επεκτάσιμη Γλώσσα Σήμανσης (XML).

4. Οι Αρμόδιες Αρχές συμφωνούν να εργάζονται προς την κατεύθυνση και να αποφασίσουν για μία ή περισσότερες μεθόδους ηλεκτρονικής διαβίβασης δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων κρυπτογράφησης.

ΤΜΗΜΑ 4
Συνεργασία για τη Διαβίβαση και Σφάλματα


1. Κάθε Αρμόδια Αρχή συμφωνεί να ειδοποιεί την άλλη Αρμόδια Αρχή, όταν η πρώτη αναφερόμενη Αρμόδια Αρχή έχει λόγο να πιστεύει, εφόσον πρόκειται για Αναφέρουσα Οντότητα με φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία της άλλης Αρμόδιας Αρχής, ότι ένα σφάλμα μπορεί να έχει οδηγήσει σε υποβολή λανθασμένων ή ελλιπών πληροφοριών ή ότι υφίσταται περίπτωση μη συμμόρφωσης από μια Αναφέρουσα Οντότητα προς την υποχρέωσή της, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο της δικαιοδοσίας της άλλης Αρμόδιας Αρχής για υποβολή της ΕαΧ. Η Αρμόδια Αρχή, που έχει ειδοποιηθεί σχετικά, συμφωνεί να λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που είναι διαθέσιμα, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, για να αντιμετωπίσει τα σφάλματα ή τη μη συμμόρφωση με το εθνικό της δίκαιο που περιγράφονται στην ειδοποίηση.

2. Εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επιτυχή λήψη ενός αρχείου που περιέχει την ΕαΧ κατά τον χρόνο και με τον τρόπο που περιγράφονται στο Τμήμα 3, η Αρμόδια Αρχή που λαμβάνει το αρχείο συμφωνείται να αποστέλλει ειδοποίηση αυτής της επιτυχούς λήψης προς την Αρμόδια Αρχή που έστειλε το αρχείο. Η ειδοποίηση δεν απαιτείται να αποτυπώνει την άποψη της λαμβάνουσας Αρμόδιας Αρχής σχετικά με την επάρκεια των πληροφοριών που λήφθηκαν ή σχετικά με το κατά πόσον η λαμβάνουσα Αρμόδια Αρχή πιστεύει ότι η αποστέλλουσα Αρμόδια Αρχή θα έπρεπε να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος Τμήματος, για να αντιμετωπίσει τα σφάλματα ή τη μη συμμόρφωση προς το εθνικό της δίκαιο.

3. Εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την λήψη ενός αρχείου που περιέχει πληροφορίες, οι οποίες δεν είναι δυνατό να τύχουν επεξεργασίας, η λαμβάνουσα Αρμόδια Αρχή συμφωνείται να αποστέλλει ειδοποίηση αυτής της αποτυχίας επεξεργασίας προς την αποστέλλουσα Αρμόδια Αρχή.

ΤΜΗΜΑ 5
Εμπιστευτικότητα, Διασφάλιση και Ορθή Χρήση Δεδομένων


1. Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται υπόκεινται στους κανόνες εμπιστευτικότητας και σε άλλες διασφαλίσεις, που προβλέπονται στη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που περιορίζουν τη χρήση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται.

2. Κατά το μέτρο που συνάδει με το Άρθρο 18 της Σύμβασης, κάθε Αρμόδια Αρχή συμφωνεί να περιορίζει τη χρήση των πληροφοριών από την φορολογική της διοίκηση στις χρήσεις που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο. Ειδικότερα, οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μέσω της υποβολής της ΕαΧ θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από τη φορολογική διοίκηση για τους σκοπούς της αξιολόγησης υψηλών κινδύνων σε σχέση με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών και άλλων κινδύνων σε σχέση με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μεταφορά κερδών, και κατά περίπτωση, για σκοπούς οικονομικής και στατιστικής ανάλυσης. Οι πληροφορίες αυτές δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από τις φορολογικές διοικήσεις αντί μιας λεπτομερούς ανάλυσης των τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών σχετικά με συγκεκριμένες συναλλαγές και τιμολογήσεις με βάση ολοκληρωμένη λειτουργική και συγκριτική ανάλυση. Κάθε Αρμόδια Αρχή αναγνωρίζει ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην ΕαΧ δεν αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο για το εάν οι τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών είναι ή δεν είναι κατάλληλες, και, κατά συνέπεια, η φορολογική διοίκηση δεν θα πρέπει να προβεί σε προσαρμογές των ενδοομιλικών τιμών με βάση τις πληροφορίες της ΕαΧ. Ακατάλληλες προσαρμογές που τυχόν έχουν γίνει από τη φορολογική διοίκηση, κατά παράβαση της παρούσας παραγράφου, συμφωνείται να ακυρώνονται σύμφωνα με την ορισθείσα από κάθε αρμόδια αρχή Διαδικασία Αμοιβαίου Διακανονισμού, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 16 της Σύμβασης (Αποφυγή Διπλής Φορολογίας). Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μέσω της υποβολής των ΕαΧ μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την πραγματοποίηση περαιτέρω ερευνών, όσον αφορά στις ρυθμίσεις του Ομίλου ΠΕ για τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών ή όσον αφορά σε άλλα φορολογικά θέματα στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, και ως εκ του αποτελέσματος αυτών των περαιτέρω ερευνών, ενδέχεται να γίνουν οι κατάλληλες προσαρμογές στο φορολογητέο εισόδημα μιας Συνιστώσας Οντότητας. Για τους σκοπούς των ανωτέρω, ο όρος «φορολογική διοίκηση» σημαίνει στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, και στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών την Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων.

3. Στο μέτρο που το επιτρέπει η νομοθεσία της, κάθε Αρμόδια Αρχή συμφωνεί να ειδοποιεί την άλλη Αρμόδια Αρχή αμέσως για οποιεσδήποτε περιπτώσεις χρήσης ή αποκάλυψης πληροφοριών κατά παράβαση των κανόνων των παρ. 1 και 2 του παρόντος Τμήματος, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε διορθωτικών ενεργειών ή μέτρων που έχουν ληφθεί αναφορικά με αυτές τις περιπτώσεις παράβασης των προαναφερόμενων παραγράφων.

ΤΜΗΜΑ 6
Διαβουλεύσεις


1. Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο θεωρεί ότι μια προσαρμογή του φορολογητέου εισοδήματος μιας Συνιστώσας Οντότητας, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά από συμπληρωματικές έρευνες με βάση τα δεδομένα που αναφέρονται στην ΕαΧ, επιφέρει για αυτό το πρόσωπο φορολογικά αποτελέσματα που δεν είναι σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης και παρουσιάζει την υπόθεσή του στην Αρμόδια Αρχή που ορίζεται στη Σύμβαση, οι Αρμόδιες Αρχές αναγνωρίζουν την υποχρέωσή τους να προσπαθήσουν να επιλύσουν την υπόθεση, σύμφωνα με την παρ. 2 του Άρθρου 16 της Σύμβασης.

2. Εάν προκύψουν οποιεσδήποτε δυσκολίες, κατά την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας, κάθε Αρμόδια Αρχή μπορεί να ζητήσει διαβουλεύσεις για τη λήψη κατάλληλων μέτρων για την πλήρη εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας.

3. Μια Αρμόδια Αρχή συμφωνεί να διαβουλεύεται με την άλλη Αρμόδια Αρχή, πριν συμπεράνει την ύπαρξη συστημικής αδυναμίας από πλευράς της άλλης Αρμόδιας Αρχής, σχετικά με την ανταλλαγή των ΕαΧ, η οποία αδυναμία, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, μπορεί να οδηγήσει σε υποχρέωση υποβολής των ΕαΧ από μια Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου Π Ε, για τον οποίο πρόκειται να γίνει ανταλλαγή των ΕαΧ, σύμφωνα με την παρούσα Συμφωνία. Για τους σκοπούς των ανωτέρω, ο όρος «συστημική αδυναμία» σημαίνει, όσον αφορά στην ανταλλαγή των ΕαΧ από μια Αρμόδια Αρχή, ότι αυτή η Αρμόδια Αρχή έχει αναστείλει την αυτόματη ανταλλαγή, με βάση την παρούσα Συμφωνία (για λόγους άλλους από αυτούς που προβλέπονται από τους όρους της παρούσας Συμφωνίας) ή άλλως ότι κατ' εξακολούθηση παρέλειψε να παράσχει αυτόματα τις ΕαΧ που βρίσκονται στην κατοχή της, οι οποίες πρόκειται να ανταλλαχθούν με την άλλη Αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με το Τμήμα 2 της παρούσας Συμφωνίας.

ΤΜΗΜΑ 7
Τροποποιήσεις


Η παρούσα Συμφωνία μπορεί να τροποποιηθεί με αμοιβαία γραπτή απόφαση των Αρμόδιων Αρχών.

ΤΜΗΜΑ 8
Διάρκεια της Συμφωνίας


1. Η παρούσα Συμφωνία τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία υποβολής της μεταγενέστερης από τις γνωστοποιήσεις κάθε Αρμόδιας Αρχής ότι το Συμβαλλόμενο Κράτος διαθέτει τους απαραίτητους νόμους για την επιβολή στις Αναφέρουσες Οντότητες της υποχρέωσης υποβολής της ΕαΧ.

2. Μια Αρμόδια Αρχή μπορεί να παρέχει γραπτή ειδοποίηση προς την άλλη Αρμόδια Αρχή ότι αναστέλλει προσωρινά την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της παρούσας Συμφωνίας, όταν έχει διαπιστώσει ότι η άλλη Αρμόδια Αρχή έχει ενεργήσει κατά παράβαση των παρ. 1 και 2 του Τμήματος 5 ή της παρ. 1 του Τμήματος 6 της παρούσας Συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων της Σύμβασης που αναφέρονται εκεί, ή ότι η Αρμόδια Αρχή παραλείπει ή παρέλειψε να παρέχει έγκαιρες ή επαρκείς πληροφορίες, όπως απαιτείται βάσει της παρούσας Συμφωνίας. Πριν λάβει την απόφαση αυτή, η πρώτη αναφερόμενη Αρμόδια Αρχή συμφωνεί να διαβουλεύεται με την άλλη Αρμόδια Αρχή. Η αναστολή της ανταλλαγής των πληροφοριών, βάσει της παρούσας Συμφωνίας, συμφωνείται να τεθεί σε ισχύ αμέσως και συμφωνείται να διαρκέσει έως ότου η δεύτερη αναφερόμενη Αρμόδια Αρχή αποδείξει κατά τρόπο ικανοποιητικό για αμφότερες τις Αρμόδιες Αρχές ότι δεν έχει υπάρξει πράξη κατά παράβαση των προαναφερθεισών παραγράφων ή ότι η δεύτερη αναφερόμενη Αρμόδια Αρχή έλαβε τα προσήκοντα μέτρα για την αποκατάσταση αυτών των παραβάσεων.

3. Κάθε Αρμόδια Αρχή μπορεί να καταγγείλει την παρούσα Συμφωνία και συμφωνείται να παρέχει γραπτή γνωστοποίηση της καταγγελίας προς την άλλη Αρμόδια Αρχή. Αυτή η καταγγελία συμφωνείται ότι τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη λήξη περιόδου δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της καταγγελίας. Σε περίπτωση καταγγελίας, όλες οι πληροφορίες που έχουν ανταλλαχθεί προγενέστερα βάσει της παρούσας Συμφωνίας παραμένουν εμπιστευτικές και υπόκεινται στους όρους της Σύμβασης.

Για την Αρμόδια Αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας:
Γεώργιος Πιτσιλής
Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων
Όσλο, Νορβηγία
27 Σεπτεμβρίου 2017

Για την Αρμόδια Αρχή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής:
Douglas W. Ο' Donnell
Commissioner, Large Business & International, Internal Revenue Service
OSLO, NORWAY
9/27/2017

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Άρθρο δεύτερο
Επιπρόσθετοι ορισμοί


Για τους σκοπούς του παρόντος, οι επόμενοι όροι έχουν το περιεχόμενο που αναφέρεται κατωτέρω:
α) Ο όρος «Τελική Μητρική Οντότητα» σημαίνει τη Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ, η οποία πληροί σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:
αα) κατέχει άμεσα ή έμμεσα επαρκές μετοχικό κεφάλαιο σε μία ή περισσότερες άλλες Συνιστώσες Οντότητες του εν λόγω Ομίλου Π Ε, ώστε να απαιτείται να συντάσσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τις αρχές λογιστικής που εφαρμόζονται γενικά στη δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της, ή θα υπήρχε αυτή η απαίτηση εάν το μετοχικό της κεφάλαιο αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο στη δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της και
αβ) δεν υπάρχει άλλη Συνιστώσα Οντότητα του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, που να κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχικό κεφάλαιο, όπως περιγράφεται στην υποπερίπτ. αα' στην πρώτη αναφερόμενη Συνιστώσα Οντότητα.
β) Ο όρος «Εξαιρούμενος Όμιλος ΠΕ» σημαίνει τον Όμιλο, ο οποίος δεν υποχρεούται να υποβάλλει την ΕαΧ, επειδή ο ετήσιος ενοποιημένος κύκλος εργασιών που έχει πραγματοποιήσει κατά αμέσως το προηγούμενο φορολογικό έτος από το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων, όπως αποτυπώνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του για το προηγούμενο αυτό φορολογικό έτος, είναι κατώτερος των 750.000.000 ευρώ.
γ) Ο όρος «Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων» σημαίνει εκείνο το Φορολογικό Έτος, τα οικονομικά και επιχειρησιακά αποτελέσματα του οποίου αντικατοπτρίζονται στην ΕαΧ, που αναφέρεται στο άρθρο τρίτο.
δ) Ο όρος «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» σημαίνει τις οικονομικές καταστάσεις ενός Ομίλου ΠΕ, στις οποίες τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές της Τελικής Μητρικής Οντότητας και των Συνιστωσών Οντοτήτων εμφανίζονται ως εάν επρόκειτο για ενιαία οικονομική οντότητα.
ε) Ο όρος «Αρμόδια Αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας», που ενεργεί ως ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του Υπουργού Οικονομικών, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της κυρούμενης Συμφωνίας για τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) του ν. 4389/2016 (Α' 94), σημαίνει την Αρμόδια Αρχή κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013 (Α'163), με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου. Αρμόδια Αρχή για τις γνωστοποιήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας προς την Αρμόδια Αρχή των ΗΠΑ δυνάμει των παρ. 1 και 3 του Τμήματος 8 της κυρούμενης Συμφωνίας είναι ο Υπουργός Οικονομικών κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
Ως αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή για την υποδοχή και την αποστολή πληροφοριών στο πλαίσιο της αυτόματης ανταλλαγής των ΕαΧ για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων της κυρούμενης Συμφωνίας ορίζεται το «Τμήμα Διασύνδεσης» κατά την παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013.

Άρθρο τρίτο
Υποχρέωση υποβολής και περιεχόμενο της ΕαΧ


1. Κάθε Τελική Μητρική Οντότητα ενός Ομίλου ΠΕ, που έχει τη φορολογική της κατοικία στην Ελλάδα, υποβάλλει ενώπιον της ελληνικής φορολογικής διοίκησης την ΕαΧ, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο, για το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων πριν ή κατά την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο τέταρτο.

2. Ως προς το περιεχόμενο και την καταχώριση στην ΕαΧ των πληροφοριών σχετικά με τον Όμιλο Π Ε, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου πέμπτου του ν. 4490/2017 (Α' 150). Η υποβολή των ΕαΧ γίνεται μέσω ειδικής ηλεκτρονικής εφαρμογής Υποβολής αυτών, που λειτουργεί στην ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ.

Άρθρο τέταρτο
Χρόνος υποβολής στοιχείων


Η ΕαΧ υποβάλλεται στην ελληνική φορολογική διοίκηση εντός δώδεκα (12) μηνών από την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του Ομίλου ΠΕ. Ειδικά για το πρώτο έτος εφαρμογής, η ΕαΧ υποβάλλεται στην ελληνική φορολογική διοίκηση μέχρι την 31η Μαρτίου 2018.

Άρθρο πέμπτο
Κυρώσεις


1. Σε περίπτωση μη υποβολής ΕαΧ, εκ μέρους των κατά τις ανωτέρω διατάξεις υποχρέων, επιβάλλεται πρόστιμο είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, ενώ σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής ή υποβολής ανακριβούς ΕαΧ επιβάλλεται πρόστιμο δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

2. Ο Διοικητής της ΑΑΔΕ είναι αρμόδιος για την έκδοση των πράξεων επιβολής των προστίμων της προηγούμενης παραγράφου. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α'170) και ιδίως, αυτές που αφορούν στον φορολογικό έλεγχο, την επιβολή του προστίμου και την είσπραξη, εφαρμόζονται αναλόγως και για τις πράξεις της παρ. 1.

Άρθρο έκτο
Εξουσιοδοτική διάταξη


Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ μπορεί να καθορίζονται οι διοικητικές διαδικασίες και τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της τήρησης των ειδικότερων όρων που περιλαμβάνονται στην κυρούμενη Συμφωνία, καθώς και να ρυθμίζεται κάθε άλλο συναφές θέμα σχετικά με την εφαρμογή της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένων του τρόπου και χρόνου υλοποίησής της, καθώς επίσης και θέματα αξιολόγησης και αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών.

Άρθρο έβδομο
Έναρξη ισχύος


Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η ισχύς της κυρούμενης Συμφωνίας μεταξύ των δύο Αρμόδιων Αρχών, από την πλήρωση των προϋποθέσεων της παρ. 1 του Τμήματος 8 αυτής. Η πρώτη υποβολή των ΕαΧ θα αφορά στο Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων με έναρξη την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2016.



ARRANGEMENT BETWEEN THE COMPETENT AUTHORITY OF THE HELLENIC REPUBLIC AND THE COMPETENT AUTHORITY OF THE UNITED STATES OF AMERICA ON THE EXCHANGE OF COUNTRY-BY-COUNTRY REPORTS

Whereas the Government of the Hellenic Republic and the Government of the United States of America desire to increase international tax transparency and improve access of their respective tax authorities to information regarding the global allocation of the income, the taxes paid, and certain indicators of the location of economic activity among tax jurisdictions in which multinational enterprise groups ("MNE Groups") operate through the automatic exchange of annual country-by-country reports ("CbC Reports"), with a view to assessing high-level transfer pricing risks and other base erosion and profit shifting related risks, as well as for economic and statistical analysis, where appropriate;

Whereas the laws of the Hellenic Republic and the United States of America are expected to require the Reporting Entity of an MNE Group to annually file a CbC Report;

Whereas the CbC Report is one element of a standardized approach to transfer pricing documentation which is intended to provide tax administrations with relevant and reliable information to perform an efficient and robust transfer pricing risk assessment analysis;

Whereas Article 18 (Exchange of Information) of the Convention Between the Kingdom of Greece and the United States of America for the Avoidance of Double Taxation and the Prevention of Fiscal Evasion with Respect to Taxes on Income, done at Athens on February 20,1950 (the "Convention"), authorizes the exchange of information for tax purposes, including the automatic exchange of information;

Whereas the Competent Authority of the Hellenic Republic and the Competent Authority of the United States of America (the "Competent Authorities") recognize that each jurisdiction has in place the appropriate safeguards with respect to confidentiality and use of information exchanged and the infrastructure for an effective exchange relationship;

Whereas the Competent Authorities desire to conclude this Arrangement on exchange of CbC Reports based on domestic reporting and reciprocal automatic exchange pursuant to the Convention and subject to the confidentiality and other protections provided for in the Convention, including the provisions limiting the use of the information exchanged under the Convention;

Now, therefore, the Competent Authorities declare their intent as follows:

SECTION 1
Definitions

1. For the purposes of this Arrangement, the following terms have the following meanings:
a) the term "Group" means a collection of enterprises related through ownership or control such that it is either required to prepare consolidated financial statements for financial reporting purposes under applicable accounting principles or would be so required if equity interests in any of the enterprises were traded on a public securities exchange;
b) the term "multinational enterprise group" or "MNE Group" means any Group that (i) includes two or more enterprises the tax residences of which are in different jurisdictions, or includes an enterprise that is resident for tax purposes in one jurisdiction and is subject to tax with respect to the business carried out through a permanent establishment in another jurisdiction, and (ii) is not an Excluded MNE Group;
c) the term "Excluded MNE Group" means a Group that is not required to file a CbC Report on the basis that the annual consolidated group revenue of the Group during the fiscal year immediately preceding the reporting fiscal year, as reflected in its consolidated financial statements for such preceding fiscal year, is below the threshold that is defined in domestic law by the jurisdiction of tax residence of the Reporting Entity and is consistent with the 2015 Report (for purposes of the foregoing, the threshold includes any modifications that may result from the 2020 review contemplated in the 2015 Report);
d) the term "Constituent Entity" means:
(i) with respect to an MNE Group having a Reporting Entity resident for tax purposes in the Hellenic Republic, (A) any separate business unit of an MNE Group that is included in the consolidated financial statements for financial reporting purposes or would be so included if equity interests in such business unit of an MNE Group were traded on a public securities exchange, (B) any separate business unit that is excluded from the MNE Group's consolidated financial statements solely on size or materiality grounds, and (C) any permanent establishment of any separate business unit of the MNE Group included in (A) or (B) above provided the business unit prepares a separate financial statement for such permanent establishment for financial reporting, regulatory, tax reporting, or internal management control purposes; and
(ii) with respect to an MNE Group having a Reporting Entity resident for tax purposes in the United States, any "Constituent Entity" as defined in the relevant U.S. Treasury regulations;
e) the term "Reporting Entity" means the Constituent Entity that, by virtue of domestic law in its jurisdiction of tax residence, files the CbC Report in its capacity to do so on behalf of the MNE Group;
f) the term "CbC Report" means the Country-by-Country Report to be filed annually by the Reporting Entity in accordance with the laws of its jurisdiction of tax residence and with the information required to be reported under such laws covering the items and reflecting the format set out in the 2015 Report (for purposes of the foregoing, the information and format includes any modifications that result from the 2020 review contemplated in the 2015 Report);
g) the term "Fiscal Year" means:
(i) with respect to an MNE Group having a Reporting Entity resident for tax purposes in the Hellenic Republic, the annual accounting period with respect to which the Reporting Entity prepares its financial statements; and
(ii) with respect to an MNE Group having a Reporting Entity resident for tax purposes in the United States, the "Reporting Period" as defined in the relevant U.S. Treasury regulations; and
h) the term "2015 Report" means the final consolidated report, entitled Transfer Pricing Documentation and Country-by-Country Reporting, on Action 13 of the OECD/ G20 Action Plan on Base Erosion and Profit Shifting.

2. The terms "the Hellenic Republic," "United States," "Competent Authority," and "Contracting State" have the meaning they have in the Convention.

3. As regards the application of this Arrangement at any time by a Competent Authority, any term not defined in this Arrangement, unless the context otherwise requires or the Competent Authorities decide on a common meaning (as permitted by domestic law), is intended to have the meaning that it has at that time under the law of the Contracting State applying this Arrangement, any meaning under the applicable tax laws of that Contracting State prevailing over a meaning given to the term under other laws of that Contracting State.

SECTION 2
Exchange of Information with Respect to MNE Groups

Pursuant to the provisions of Article 18 of the Convention, each Competent Authority intends to exchange with the other Competent Authority annually on an automatic basis the CbC Report received from each Reporting Entity that is resident for tax purposes in its jurisdiction, provided that, on the basis of the information provided in the CbC Report, one or more Constituent Entities of the MNE Group of the Reporting Entity are resident for tax purposes in the jurisdiction of the other Competent Authority, or are subject to tax with respect to the business carried out through a permanent establishment situated in the jurisdiction of the other Competent Authority.

SECTION 3
Time and Manner of Exchange of Information

1. For the purposes of the exchange of information in Section 2, the amounts contained in each CbC Report are expected to be stated in a single currency, which is expected to be specified in the CbC Report.

2. A CbC Report is intended to be first exchanged with respect to Fiscal Years of MNE Groups commencing on or after January 1, 2016. Such CbC Report is intended to be exchanged as soon as possible and no later than 18 months after the last day of the Fiscal Year of the MNE Group to which the CbC Report relates. CbC Reports with respect to Fiscal Years of MNE Groups commencing on or after January 1, 2017 are intended to be exchanged as soon as possible and no later than 15 months after the last day of the Fiscal Year of the MNE Group to which the CbC Report relates. Notwithstanding the foregoing, the exchange of CbC Reports is intended to commence only once this Arrangement becomes operative, and a Competent Authority is intended to have until the expiration of the time periods set out in this paragraph or three months after this Arrangement becomes operative, whichever is later, to exchange the CbC Reports.

3. The Competent Authorities intend to exchange the CbC Reports automatically through a common schema in Extensible Markup Language (XML).

4. The Competent Authorities intend to work toward and decide on one or more methods for electronic data transmission including encryption standards.

SECTION 4
Collaboration on Transmission and Errors

1. Each Competent Authority intends to notify the other Competent Authority when the first- mentioned Competent Authority has reason to believe, with respect to a Reporting Entity that is resident for tax purposes in the jurisdiction of the other Competent Authority, that an error may have led to incorrect or incomplete information reporting or that there is noncompliance of the Reporting Entity with respect to its obligation under the domestic law of the jurisdiction of the other Competent Authority to file a CbC Report. The notified Competent Authority intends to take appropriate measures available under its domestic law to address the errors or the non¬compliance with its domestic law described in the notice.

2. Within 15 days of successfully receiving a file containing the CbC Report in the time and manner described in Section 3, the Competent Authority receiving the file is expected to provide notice of such successful receipt to the Competent Authority providing the file. The notice need not express the receiving Competent Authority's view about the adequacy of the information received or whether the receiving Competent Authority believes that the providing Competent Authority should take measures pursuant to paragraph 1 of this Section to address errors or non¬compliance with its domestic law.

3. Within 15 days of receiving a file containing information that cannot be processed, the receiving Competent Authority is expected to provide notice of such processing failure to the providing Competent Authority.

SECTION 5
Confidentiality, Data Safeguards and Appropriate Use

1. All information exchanged is subject to the confidentiality and other protections provided for in the Convention, including the provisions limiting the use of the information exchanged.

2. To the extent consistent with Article 18 of the Convention, each Competent Authority intends to limit the use of the information by its tax administration to the uses described in this paragraph. In particular, information exchanged by means of the CbC Report should be used by the tax administration for assessing high-level transfer pricing risks, base erosion and profit shifting related risks, and, where appropriate, for economic and statistical analysis. The information should not be used by the tax administrations as a substitute for a detailed transfer pricing analysis of individual transactions and prices based on a full functional analysis and a full comparability analysis. Each Competent Authority acknowledges that information in the CbC Report on its own does not constitute conclusive evidence that transfer prices are or are not appropriate and, consequently, the tax administration should not base transfer pricing adjustments on the CbC Report. Inappropriate adjustments in contravention of this paragraph made by the tax administration are expected to be conceded in any competent authority mutual agreement proceedings under Article 16(2) (Elimination of Double Taxation) of the Convention. The CbC Report data may be used as a basis for making further inquiries into the MNE Group's transfer pricing arrangements or into other tax matters in the course of a tax audit and, as a result of such further inquiries, making appropriate adjustments to the taxable income of a Constituent Entity. For purposes of the foregoing, the term "tax administration" means in the case of the Hellenic Republic, the Independent Authority for Public Revenue, and in the case of the United States, the Internal Revenue Service.

3. To the extent permitted under applicable law, each Competent Authority intends to notify the other Competent Authority immediately regarding any cases of use or disclosure inconsistent with the rules set out in paragraphs 1 and 2 of this Section, including regarding any remedial actions or measures taken in respect of such cases that are inconsistent with the above- mentioned paragraphs.

SECTION 6
Consultations

1. Where a person considers that an adjustment to the taxable income of a Constituent Entity, as a result of further inquiries based on the data in the CbC Report, results for such person in taxation not in accordance with the provisions of the Convention and presents its case to the Competent Authority specified in the Convention, the Competent Authorities acknowledge their obligation to endeavor to resolve the case under Article 16(2) of the Convention.

2. If any difficulties in the implementation of this Arrangement arise, either Competent Authority may request consultations to develop appropriate measures to fully implement this Arrangement.

3. A Competent Authority intends to consult with the other Competent Authority before the first- mentioned Competent Authority determines that there is a systemic failure by the other Competent Authority, which under its domestic law may result in a local filing requirement for a Constituent Entity that is a member of an MNE Group for which CbC Reports are intended to be exchanged under this Arrangement. For purposes of the foregoing, the term "systemic failure" means, with respect to the exchange of CbC Reports by a Competent Authority, such Competent Authority has suspended automatic exchange under this Arrangement (for reasons other than those that are consistent with the terms of this Arrangement) or has otherwise persistently failed to provide automatically the CbC Reports in its possession that are intended to be exchanged with the other Competent Authority under Section 2 of this Arrangement.

SECTION 7
Modifications

This Arrangement may be modified by mutual written decision of the Competent Authorities.

SECTION 8
Term of Arrangement

1. This Arrangement becomes operative on the date of the later of the notifications provided by each Competent Authority that its Contracting State has the necessary laws in place to require Reporting Entities to file a CbC Report.

2. A Competent Authority may provide notice in writing to the other Competent Authority that it is temporarily suspending the exchange of information under this Arrangement based on its determination that the other Competent Authority is or has been acting inconsistently with paragraphs 1 and 2 of Section 5 or paragraph 1 of Section 6 of this Arrangement, including the provisions of the Convention referred to therein, or that the Competent Authority is or has been failing to provide timely or adequate information as intended under this Arrangement. Before making such a determination, the first-mentioned Competent Authority intends to consult with the other Competent Authority. A suspension of the exchange of information under this Arrangement is intended to become operative immediately and is intended to last until the second-mentioned Competent Authority establishes in a manner acceptable to both Competent Authorities that there has been no act inconsistent with the paragraphs referenced above or that the second-mentioned Competent Authority has adopted relevant measures that address such inconsistencies.

2. Either Competent Authority may discontinue this Arrangement and is expected to provide notice of discontinuation in writing to the other Competent Authority. Such discontinuation is intended to become operative on the first day of the month following the expiration of a period of 12 months after the date of the notice of discontinuation. In the event of discontinuation, all information previously exchanged under this Arrangement remains confidential and subject to the terms of the Convention.

Πηγή: Taxheaven