Yπόθεση C-482/16 Ημερομηνία αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή – Εισάγουσα δυσμενή διάκριση νομοθεσία κράτους μέλους που αποκλείει την προσμέτρηση, για τον καθορισμό των αποδοχών, περιόδων απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συμπλήρωση του 18

Yπόθεση C-482/16 Ημερομηνία αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή – Εισάγουσα δυσμενή διάκριση νομοθεσία κράτους μέλους που αποκλείει την προσμέτρηση, για τον καθορισμό των αποδοχών, περιόδων απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συμπλήρωση του 18

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 2018  «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 21, παράγραφος 1 – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρα 2, 6 και 16 – Ημερομηνία αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή – Εισάγουσα δυσμενή διάκριση νομοθεσία κράτους μέλους που αποκλείει την προσμέτρηση, για τον καθορισμό των αποδοχών, περιόδων απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας – Κατάργηση των διατάξεων που αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

Στην υπόθεση C‑482/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Innsbruck (εφετείο Innsbruck, Αυστρία) με απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Georg Stollwitzer

κατά

ÖBB Personenverkehr AG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητής), S. Rodin και E. Regan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi,

γραμματέας: K. Malacek, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουλίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο G. Stollwitzer, εκπροσωπούμενος από τους M. Orgler και J. Pfurtscheller, Rechtsanwälte,

–        η ÖBB Personenverkehr AG, εκπροσωπούμενη από τον C. Wolf, Rechtsanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll και τον G. Hesse,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και B.-R. Killmann,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άρθρων 2, 6 και 16 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Georg Stollwitzer και της ÖBB-Personenverkehr AG (στο εξής: ÖBB), σχετικά με τη νομιμότητα του συστήματος επαγγελματικών αποδοχών το οποίο θέσπισε ο Αυστριακός νομοθέτης με σκοπό την εξάλειψη διακρίσεως λόγω ηλικίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ηοδηγία 2000/78

3        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, «[σ]κοπός της […] είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

4        Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν,

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία [...]

[...]»

5        Η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται, κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών.

6        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους·

β)      τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,

[...]»

7        Το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργηθεί κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη αντιβαίνουσα στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

 Το αυστριακό δίκαιο

8        Κατόπιν της αποφάσεως της 18ης Ιουνίου 2009, Hütter (C‑88/08, EU:C:2009:381), ο Bundesgesetz zur Neuordnung der Rechtsverhältnisse der Österreichischen Bundesbahnen (Bundesbahngesetz 1992) [ομοσπονδιακός νόμος για την αναδιοργάνωση του νομικού καθεστώτος των αυστριακών ομοσπονδιακών σιδηροδρόμων (ομοσπονδιακός νόμος του 1992 περί σιδηροδρόμων), BGBl. I, 825/1992)] τροποποιήθηκε το 2011 (BGBl. I, 129/2011, στο εξής: ομοσπονδιακός νόμος του 2011 περί σιδηροδρόμων). Η τροποποίηση αυτή επέφερε, στο άρθρο 53a του νόμου αυτού και με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2004, επαναπροσδιορισμό της ημερομηνίας αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή.

9        Στην απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr (C‑417/13, EU:C:2015:38), το Δικαστήριο έκρινε ότι το καθεστώς που εισήγαγε το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2011 περί σιδηροδρόμων αντέβαινε στο δίκαιο της Ένωσης και ιδίως στα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, στο μέτρο που, προκειμένου να θέσει τέλος σε διάκριση λόγω ηλικίας, η χωρήσασα νομοθετική τροποποίηση προσμετρούσε μεν τις περιόδους προϋπηρεσίας πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, αλλά ταυτοχρόνως εισήγε, αποκλειστικώς και μόνο για τους εργαζομένους που είχαν υποστεί τη δυσμενή αυτή διάκριση, μια διάταξη με την οποία παρατεινόταν κατά ένα έτος η περίοδος που απαιτούνταν για την προαγωγή σε καθένα από τα τρία πρώτα μισθολογικά κλιμάκια, παγιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, ο ομοσπονδιακός νόμος του 2011 περί σιδηροδρόμων τροποποιήθηκε εκ νέου το 2015 (BGBl. I, 64/2015, στο εξής: ομοσπονδιακός νόμος του 2015 περί σιδηροδρόμων).

10      Το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων έχει ως εξής:

«(1)      Ημερομηνία αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή είναι η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να τρέχει για πρώτη φορά η προθεσμία για την άνοδο στο ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο.

(2)      Για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή, προσμετρώνται μόνον οι περίοδοι που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ή μαθητείας με:

a)       [την ÖBB], κάποια από τις προκατόχους της ή, από της ενάρξεως ισχύος των διαταχθεισών διαδικασιών διασπάσεως και αναδιοργανώσεως της ÖBB-Holding AG, τις εταιρίες που αναγράφονται στο τρίτο μέρος του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου –υπό την εκδοχή του ομοσπονδιακού νόμου που δημοσιεύτηκε στο BGBl. I 138/2003–, τις εταιρίες που διαδέχθηκαν τις εταιρίες αυτές και τις επιχειρήσεις που προήλθαν από μια εκ των ως άνω εταιριών κατόπιν των μέτρων αναδιοργανώσεως που ελήφθησαν στο πλαίσιο του ισχύοντος δικαίου εταιριών, καθώς και με τις επιχειρήσεις στις οποίες περιήλθαν, συμβατικώς ή κατόπιν μιας (ή περισσοτέρων) μεταβιβάσεων επιχειρήσεως, οι σχέσεις εργασίας των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στην [ÖBB] την 31η Δεκεμβρίου 2003 και

b)       επιχειρήσεις σιδηροδρομικών υποδομών και/ή μεταφορών κράτους μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), της Δημοκρατίας της Τουρκίας ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, στο μέτρο που μια τέτοια υποχρέωση απορρέει, αντιστοίχως, από τις συμφωνίες συνδέσεως ή ελεύθερης κυκλοφορίας.

(3)      Η μισθολογική προαγωγή λαμβάνει χώρα κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους που έπεται της λήξεως της προθεσμίας για την πραγματοποίησή της.

[...]

(5)      Κατόπιν δέουσας γνωστοποιήσεως και τεκμηριώσεως των περιόδων προϋπηρεσίας και το αργότερο μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 4, η κατάταξη πραγματοποιείται στα μισθολογικά κλιμάκια των πινάκων αποδοχών των παραρτημάτων 2 και 2a των [Allgemeine Vertragsbedingungen für Dienstverträge bei den Österreichischen Bundesbahnen (AVB) (γενικών όρων των συμβάσεων εργασίας με τους αυστριακούς σιδηροδρόμους)], βάσει της ημερομηνίας αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή που προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2.

(6)       Η κατά την παράγραφο 5 κατάταξη δεν συνεπάγεται μείωση των μισθών που λαμβάνονταν πριν από τη δημοσίευση του [ομοσπονδιακoύ νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων]. Εφόσον η κατάταξη κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 5 συνεπάγεται μείωση σε σχέση με τον μισθό ο οποίος λαμβανόταν κατά τον τελευταίο μήνα πριν από τη δημοσίευση του [ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων], το τελευταίο αυτό επίπεδο του μισθού διατηρείται μέχρις ότου ο μισθός που προκύπτει από την κατάταξη βάσει της παραγράφου 5 ανέλθει στο επίπεδο του διατηρούμενου μισθού, σύμφωνα με τα παραρτήματα 2 και 2a των [γενικών όρων των συμβάσεων εργασίας με τους αυστριακούς σιδηροδρόμους].

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Ο G. Stollwitzer άρχισε να εργάζεται σε μια από τις προκατόχους της ÖBB στις 17 Ιανουαρίου 1983. Βάσει των περιόδων προϋπηρεσίας που είχε πραγματοποιήσει ο G. Stollwitzer πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, ως ημερομηνία αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή του προσδιορίστηκε η 2α Ιουλίου 1980.

12      Η ημερομηνία αυτή καθορίζει μεταξύ άλλων τη μισθολογική κατηγορία στον πίνακα αποδοχών στο πλαίσιο του οποίου ο εργαζόμενος ανά τακτά χρονικά διαστήματα προάγεται στο επόμενο κλιμάκιο. Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο η ημερομηνία αυτή προσδιοριζόταν προσμετρωμένων των περιόδων που είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την ανάληψη καθηκόντων, εξαιρουμένων όμως των περιόδων που προηγούνταν της συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας. Η περίοδος που απαιτούνταν για τη μισθολογική προαγωγή είχε καθοριστεί σε δύο έτη για όλα τα κλιμάκια.

13      Θεσπίζοντας το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων, ο Αυστριακός νομοθέτης επέλεξε ως προς την ÖBB την πλήρη και αναδρομική μεταρρύθμιση του τρόπου προσμετρήσεως των περιόδων προηγούμενης απασχολήσεως προκειμένου να εξαλειφθεί η διάκριση λόγω ηλικίας την οποία είχε διαπιστώσει το Δικαστήριο στην απόφασή του της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr (C‑417/13, EU:C:2015:38).

14      Βασιζόμενος στις αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2009, Hütter (C‑88/08, EU:C:2009:381), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr (C‑417/13, EU:C:2015:38), o G. Stollwitzer ενήγαγε την ÖBB ενώπιον του Landesgericht Innsbruck (πρωτοδικείου Innsbruck, Αυστρία), ζητώντας να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει τη διαφορά μεταξύ του μισθού που είχε λάβει από το 2008 έως και το 2015 και του μισθού που, κατά τη γνώμη του, θα του οφειλόταν αν οι περίοδοι που απαιτούνταν για τη μισθολογική προαγωγή είχαν υπολογιστεί βάσει του νομικού καθεστώτος που υφίστατο προ της ενάρξεως ισχύος του άρθρου 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων, προσμετρωμένων όμως των περιόδων προϋπηρεσίας πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του.

15      Το Landesgericht Innsbruck (πρωτοδικείο Innsbruck) απέρριψε την αγωγή, εκτιμώντας ότι η αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων είχε θέσει τέλος σε κάθε διάκριση λόγω ηλικίας. Δεδομένου ότι ο G. Stollwitzer δεν ήταν σε θέση να αποδείξει τις περιόδους προϋπηρεσίας τις οποίες απαιτούσε το άρθρο 53a, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, στην περίπτωσή του δεν είχε επέλθει καμία μεταβολή όσον αφορά τον υπολογισμό της ημερομηνίας αναφοράς για τις αποδοχές.

16      Ο G. Stollwitzer εφεσίβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Oberlandesgericht Innsbruck (εφετείου Innsbruck, Αυστρία). Ταυτοχρόνως άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αυστρία), επί της οποίας το τελευταίο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων ήταν σύμφωνο προς τους αυστριακούς συνταγματικούς κανόνες. Το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο) επισήμανε συναφώς ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr (C‑417/13, EU:C:2015:38), είχε γίνει ενδελεχής επανυπολογισμός των ημερομηνιών αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή όλων των εργαζομένων της επιχειρήσεως. Σε περίπτωση που η μεταβολή των ημερομηνιών αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή καθιστούσε δυσμενέστερη τη θέση κάποιων εξ αυτών, κατά το άρθρο 53a, παράγραφος 6, του νόμου αυτού (στο εξής: ρήτρα διασφαλίσεως) θα διατηρούνταν οι μέχρι τούδε λαμβανόμενοι μισθοί ούτως ώστε να τηρηθεί η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

17      Κατά το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων όντως εξάλειψε πλήρως τις διακρίσεις λόγω ηλικίας. Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί μήπως η διάταξη αυτή εισάγει διαφορετική μορφή διακρίσεως από ό,τι οι προϊσχύσαντες κανόνες.

18      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Oberlandesgericht Innsbruck (εφετείο Innsbruck) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως ισχύουν σήμερα, και ειδικότερα η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχειρίσεως, η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απαγόρευση διακρίσεων στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 45 ΣΛΕΕ ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και η οδηγία 2000/78 την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, προκειμένου να άρει διάκριση λόγω ηλικίας που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση [της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr (C‑417/13, EU:C:2015:38)] (ήτοι τη μη προσμέτρηση των προγενέστερων της συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας περιόδων προϋπηρεσίας των υπαλλήλων [των ÖBB]), προσμετρά μεν τις προγενέστερες του 18ου έτους της ηλικίας περιόδους προϋπηρεσίας για μικρό ποσοστό των υπαλλήλων των ÖBB οι οποίοι υφίσταντο διάκριση βάσει της προϊσχύσασας ρυθμίσεως (αλλά μόνον τις περιόδους προϋπηρεσίας που έχουν από ουσιαστικής απόψεως πραγματοποιηθεί στους ÖBB και σε παρεμφερείς δημόσιες επιχειρήσεις σιδηροδρομικών υποδομών και/ή σιδηροδρομικών μεταφορών που είναι εγκατεστημένες στην ΕΕ, στον ΕΟΧ και στις χώρες που συνδέονται με την ΕΕ με συμφωνίες συνδέσεως και/ή με συμφωνίες ελεύθερης κυκλοφορίας), πλην όμως για το μεγαλύτερο ποσοστό των υπαλλήλων των ÖBB οι οποίοι υφίσταντο αρχικώς διάκριση δεν προσμετρά καμία άλλη προγενέστερη του 18ου έτους της ηλικίας περίοδο προϋπηρεσίας και ιδίως δεν προσμετρά ούτε τις περιόδους εκείνες που παρέχουν στους εν λόγω υπαλλήλους των ÖBB τη δυνατότητα να εκπληρούν καλύτερα τα καθήκοντά τους, όπως επί παραδείγματι τις περιόδους προϋπηρεσίας σε ιδιωτικές και σε άλλες δημόσιες επιχειρήσεις μεταφορών και/ή υποδομών, οι οποίες κατασκευάζουν, πωλούν ή συντηρούν υποδομές που χρησιμοποιεί ο εργοδότης [ÖBB] (τροχιοδρομικά οχήματα, σιδηροτροχιές, αγωγούς, ηλεκτρικές και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις ελέγχου κυκλοφορίας, σιδηροδρομικούς σταθμούς κ.λπ.), ή σε παρεμφερείς επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα στην πραγματικότητα να παγιώνει την άνιση μεταχείριση λόγω ηλικίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των υπαλλήλων των ÖBB τους οποίους καταλάμβαναν οι διακρίσεις που ενείχε η προϊσχύσασα ρύθμιση;

2)      Σε περίπτωση που κράτος μέλος, το οποίο είναι ο μοναδικός ιδιοκτήτης επιχειρήσεως σιδηροδρομικών μεταφορών και εν τοις πράγμασι εργοδότης των υπαλλήλων που απασχολούνται στην επιχείρηση αυτή, επιχειρεί για αμιγώς δημοσιονομικούς λόγους, μέσω νομοθετικών τροποποιήσεων που θέσπισε το 2011 και το 2015 με αναδρομική ισχύ, να αποσβέσει τις εδραζόμενες στο δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις των υπαλλήλων αυτών για αναδρομική καταβολή αποδοχών λόγω διαπιστωθείσας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με διάφορες αποφάσεις [αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2009, Hütter (C‑88/08, EU:C:2009:381), της 16ης Ιανουαρίου 2014, Pohl (C‑429/12, EU:C:2014:12), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr (C‑417/13, EU:C:2015:38)] δυσμενούς διακρίσεως, μεταξύ άλλων, λόγω ηλικίας, της οποίας η συνδρομή διαπιστώθηκε επίσης με διάφορες αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένου του Oberster Gerichtshof [Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία] [...], πληροί η συμπεριφορά αυτή τις προϋποθέσεις που έχουν καθοριστεί στη νομολογία του Δικαστηρίου για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του ως άνω κράτους μέλους βάσει του δικαίου της Ένωσης και ειδικότερα την προϋπόθεση της κατάφωρης παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης, ήτοι, ενδεχομένως, του άρθρου 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, της οδηγίας 2000/78, όπως έχουν ερμηνευθεί με [τις] αποφάσεις [αυτές] του Δικαστηρίου [...];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

19      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 2, 6 και 16 της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, προκειμένου να θέσει τέλος σε διάκριση λόγω ηλικίας, που προέκυψε λόγω της εφαρμογής εθνικής νομοθεσίας με την οποία προσμετρώνταν, για τους σκοπούς της μισθολογικής κατατάξεως των εργαζομένων μιας επιχειρήσεως, μόνο οι περίοδοι απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, καταργεί, αναδρομικώς και για όλους τους εργαζομένους αυτούς, το ηλικιακό αυτό όριο, αλλά δεν επιτρέπει να προσμετράται παρά μόνον η εμπειρία που αποκτήθηκε σε επιχειρήσεις του ίδιου οικονομικού τομέα.

20      Εκ προοιμίου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο από την επικεφαλίδα και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι αυτή σκοπεί στον καθορισμό γενικού πλαισίου για να εξασφαλίζεται σε όλους ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, προσφέροντας στους ενδιαφερόμενους αποτελεσματική προστασία από τις διακρίσεις οι οποίες βασίζονται σε έναν από τους απαριθμούμενους στο άρθρο της 1 λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, de Lange, C‑548/15, EU:C:2016:850, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο της 1.

22      Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, συντρέχει άμεση διάκριση όταν, λόγω της ηλικίας του, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου ορισμένης ηλικίας σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

23      Όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων προβλέπει τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο συνίσταται στον αναδρομικό επανυπολογισμό της ημερομηνίας αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή του οικείου εργαζομένου στο πλαίσιο του πίνακα αποδοχών που συνδέεται με τη θέση εργασίας του. Συναφώς, για τον υπολογισμό της νέας αυτής ημερομηνίας, η νομοθεσία αυτή προσμετρά, εξ ολοκλήρου και ανεξάρτητα από την ηλικία κατά την οποία ο εργαζόμενος αυτός τις πραγματοποίησε, μόνο τις προηγούμενες περιόδους απασχολήσεως σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της ημεδαπής, άλλων κρατών μελών, της Δημοκρατίας της Τουρκίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Αντιθέτως, η νέα νομοθεσία δεν προβλέπει πλέον προσμέτρηση των λοιπών περιόδων προηγούμενης απασχολήσεως του εν λόγω εργαζομένου.

24      Το δεύτερο στάδιο συνίσταται στην εκ νέου κατάταξη του οικείου εργαζομένου με βάση τη νέα ημερομηνία αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή του, ήτοι στην εφαρμογή σε αυτόν του καθεστώτος που εισάγει το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων. Συναφώς, η νέα ημερομηνία αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της μισθολογικής προαγωγής μπορεί να συνεπάγεται αύξηση του μισθού και να προκαλέσει κατά συνέπεια την καταβολή μισθών υπερημερίας. Κατά τη ρήτρα διασφαλίσεως, αν η νέα ημερομηνία αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή συνεπάγεται κατάταξη του οικείου εργαζομένου σε χαμηλότερο κλιμάκιο, ο μισθός που λαμβάνεται πράγματι κατά το χρονικό σημείο προσδιορισμού της νέας αυτής ημερομηνίας διατηρείται για λόγους προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων. Ο μισθός αυτός παραμένει εγγυημένος για τον εργαζόμενο μέχρις ότου αυτός συμπληρώσει τον αναγκαίο χρόνο υπηρεσίας για να ανέλθει σε ανώτερο κλιμάκιο βάσει της νέας ημερομηνίας αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή.

25      Το τρίτο στάδιο το οποίο προβλέπει ο Αυστριακός νομοθέτης συνίσταται στην εισαγωγή, για όλους τους εργαζομένους της ÖBB, ενός συμπληρωματικού μισθολογικού κλιμακίου πριν από το τελευταίο κλιμάκιο, το οποίο προορίζεται να αντισταθμίσει τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες που θα είχε διαφορετικά η μεταβολή της ημερομηνίας αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή τους.

26      Πρέπει να εξεταστεί μήπως η νομοθεσία αυτή διαιωνίζει τις διακρίσεις λόγω ηλικίας τις οποίες ενείχαν τα προηγούμενα καθεστώτα και μήπως εισάγει νέα διάκριση λόγω ηλικίας μεταξύ των εργαζομένων της ÖBB.

27      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η μισθολογική αύξηση λόγω της προσμετρήσεως, κατ’ εφαρμογήν των αποφάσεων της 18ης Ιουνίου 2009, Hütter (C‑88/08, EU:C:2009:381), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr (C‑417/13, ECLI:EU:C:2015:38), των περιόδων προϋπηρεσίας που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας εκμηδενίζεται από το καθεστώς το οποίο εισάγει το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων καθόσον, πρώτον, δεν προσμετρώνται σχεδόν καθόλου οι περίοδοι προϋπηρεσίας που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της ηλικίας των 18 ετών και της αναλήψεως καθηκόντων, οι οποίες όμως παρέχουν στον οικείο εργαζόμενο τη δυνατότητα να εκπληρώνει καλύτερα τα καθήκοντά του, δεύτερον, εισήχθη νέο προτελευταίο μισθολογικό κλιμάκιο και, τρίτον, προβλέπεται ρήτρα διασφαλίσεως. Τα μέτρα αυτά οδηγούν σε κάθε περίπτωση σε μείωση των εισοδημάτων που αποκτούν καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής τους οι εργαζόμενοι οι οποίοι δεν υφίσταντο διάκριση μέχρι τώρα.

28      Πρώτον, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των αποφάσεων αυτών. Ειδικότερα, η εξασφάλιση της συμμορφώσεως της εθνικής νομοθεσίας προς την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr (C‑417/13, EU:C:2015:38), δεν απονέμει οπωσδήποτε στους εργαζομένους οι οποίοι υπέστησαν τη διαπιστωθείσα από το Δικαστήριο δυσμενή διάκριση αξίωση σε μια τέτοια μισθολογική αύξηση. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στις σκέψεις 43 έως 45 της αποφάσεως αυτής, μολονότι τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/78, να καταργήσουν κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη που αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, το άρθρο αυτό δεν τους επιβάλλει παρ’ όλ’ αυτά την υποχρέωση να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως των διακρίσεων, αλλά τους αφήνει την ελευθερία να επιλέξουν, μεταξύ των διαφόρων λύσεων που προσφέρονται για την επίτευξη του σκοπού του, τη λύση που τους φαίνεται καταλληλότερη προς τούτο, αναλόγως των διαφόρων καταστάσεων που μπορούν να ανακύψουν.

29      Συνεπώς, μια τέτοια συμμόρφωση με σκοπό να εξαλειφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 16 της ως άνω οδηγίας, μια διάκριση λόγω ηλικίας, δεν θα σημαίνει οπωσδήποτε ότι θα επιτρέπεται σε εργαζόμενο ο οποίος, εξαιτίας της εφαρμογής της εισάγουσας διακρίσεις εθνικής νομοθεσίας, δεν έτυχε προσμετρήσεως, κατά τον υπολογισμό της μισθολογικής προαγωγής του, των περιόδων απασχολήσεως που είχε πραγματοποιήσει πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του, να λαμβάνει χρηματική αποζημίωση ίση με τη διαφορά μεταξύ του μισθού τον οποίο θα είχε λάβει αν δεν είχε υποστεί δυσμενή διάκριση και του μισθού τον οποίο όντως έλαβε.

30      Με άλλα λόγια, η κατάργηση μιας διακρίσεως δεν σημαίνει παρ’ όλ’ αυτά ότι το πρόσωπο που υπέστη τη δυσμενή διάκριση υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς αποκτά αυτομάτως αξίωση να λάβει αναδρομικώς μια τέτοια μισθολογική διαφορά ή αύξηση των μελλοντικών μισθών. Τέτοια περίπτωση συντρέχει μόνον εφόσον δεν έχουν ληφθεί από τον εθνικό νομοθέτη μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως και για όσο χρόνο εξακολουθούν να μη λαμβάνονται τέτοια μέτρα. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή, η τήρηση της αρχής της ισότητας μπορεί να διασφαλισθεί μόνο με τη χορήγηση στα πρόσωπα που ανήκουν στην ευρισκόμενη σε δυσμενέστερη θέση κατηγορία των ιδίων πλεονεκτημάτων με εκείνα που χορηγούνται στα πρόσωπα της ευνοημένης κατηγορίας· ένα τέτοιο καθεστώς, ελλείψει ορθής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, παραμένει το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr, C‑417/13, EU:C:2015:38, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών του, για να εξαλείψει τη διάκριση λόγω ηλικίας την οποία διαπίστωσε το Δικαστήριο στην απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009, Hütter (C‑88/08, EU:C:2009:381), ο Αυστριακός νομοθέτης μπορούσε να αποφασίσει, όπως και έπραξε, να τροποποιήσει αναδρομικώς ολόκληρο το σύστημα προσμετρήσεως των περιόδων προηγούμενης απασχολήσεως. Η απλή απάλειψη της απαγορεύσεως να προσμετράται η κτηθείσα πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας επαγγελματική εμπειρία ήταν μία μόνο από τις δυνατότητες που διέθετε ο ως άνω νομοθέτης για τη συμμόρφωσή του προς τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78.

32      Διαπιστώνεται επίσης ότι, λόγω της αναδρομικής θέσεώς του σε ισχύ, το κριτήριο της ηλικίας καταργείται τυπικώς, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα να προσμετράται η επαγγελματική εμπειρία ανεξαρτήτως της ηλικίας στην οποία αποκτήθηκε.

33      Ακόμη, το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους εργαζόμενους της ÖBB, δηλαδή τόσο σε εκείνους που υφίσταντο διάκριση βάσει του παλαιού συστήματος όσο και σε εκείνους που ευνοούνταν από το σύστημα αυτό, μεταφέρει δε όλους τους εργαζομένους αυτούς στο νέο σύστημα αποδοχών που καθιερώνει.

34      Από την άποψη αυτή, το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων διαφέρει από την εθνική νομοθεσία που ήταν επίμαχη στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2014, Schmitzer (C‑530/13, EU:C:2014:2359), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, ÖBB Personenverkehr (C‑417/13, EU:C:2015:38), στο πλαίσιο των οποίων η νέα νομοθεσία ανέπτυσσε τα αποτελέσματά της μόνον έναντι των εργαζομένων που υφίσταντο δυσμενή διάκριση βάσει του παλαιού συστήματος και διατηρούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο αυτών ομάδων εργαζομένων όσον αφορά την κατάταξή τους στη μισθολογική κλίμακα.

35      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι στους εργαζομένους οι οποίοι, πριν συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους, πραγματοποίησαν περιόδους απασχολήσεως ή καταρτίσεως που δεν συγκαταλέγονται στις περιόδους οι οποίες προσμετρώνται βάσει του καθεστώτος του άρθρου 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων (στο εξής: μη συναφής εμπειρία) οι περίοδοι αυτές εξακολουθούν, όπως και προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου αυτού, να μην προσμετρώνται, τόσο για τους σκοπούς του καθορισμού των αποδοχών που λαμβάνονταν πριν από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, τη διατήρηση των οποίων εγγυάται ο νόμος αυτός δυνάμει της ρήτρας διασφαλίσεως, όσο και για τους σκοπούς της καταβολής των μισθών υπερημερίας που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή.

36      Η κατηγορία αυτή αποτελείται όμως αποκλειστικώς από τους εργαζομένους οι οποίοι διαθέτουν μόνο μη συναφή εμπειρία.

37      Συνεπώς, ο συλλογισμός του αιτούντος δικαστηρίου ότι διάκριση λόγω ηλικίας θα μπορούσε να προκύπτει από τη μη προσμέτρηση των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν σε άλλες επιχειρήσεις πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας ισοδυναμεί με αμφισβήτηση των νέων κανόνων προσμετρήσεως της επαγγελματικής εμπειρίας τους οποίους αποφάσισε ο εθνικός νομοθέτης.

38      Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει συναφώς ότι η άνευ περιορισμών προσμέτρηση του ημίσεος της μη συναφούς εμπειρίας, στην οποία προέβαινε η προϊσχύσασα νομοθεσία, έβαινε πέραν της επιβραβεύσεως της εμπειρίας που είχε αποκτηθεί στον οικείο τομέα και κατ’ ουσίαν παρουσίαζε τα ίδια μειονεκτήματα με το κριτήριο της ηλικίας, στο μέτρο που δεν στηριζόταν στην εμπειρία που παρείχε στον οικείο εργαζόμενο τη δυνατότητα να εκπληρώνει καλύτερα τα καθήκοντά του στην υπηρεσία της ÖBB.

39      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, αφενός, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιβράβευση της επαγγελματικής εμπειρίας που έχει αποκτηθεί στον οικείο τομέα, η οποία παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να εκπληρώνει καλύτερα τα καθήκοντά του, συνιστά θεμιτό σκοπό μισθολογικής πολιτικής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2006, Cadman, C‑17/05, EU:C:2006:633, σκέψεις 34 επ., και της 18ης Ιουνίου 2009, Hütter, C‑88/08, EU:C:2009:381, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Καταρχήν, επομένως, ο εργοδότης είναι ελεύθερος να προσμετρήσει, όσον αφορά τις αποδοχές, μόνο τέτοιες περιόδους προηγούμενης απασχολήσεως.

40      Αφετέρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν μια διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία προσμετρά ορισμένες μόνο περιόδους προηγούμενης απασχολήσεως και αγνοεί άλλες τέτοιες περιόδους μπορεί να συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων αναλόγως της ημερομηνίας προσλήψεώς τους από την οικεία επιχείρηση, πλην όμως η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν βασίζεται, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, στην ηλικία ούτε σε γεγονός συνδεόμενο με την ηλικία. Ειδικότερα, η κτηθείσα σε άλλες επιχειρήσεις επαγγελματική εμπειρία δεν λαμβάνεται υπόψη, ανεξαρτήτως της ηλικίας στην οποία αυτή αποκτήθηκε ή της ηλικίας στην οποία προσλήφθηκε ο οικείος εργαζόμενος (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2012, Tyrolean Airways Tiroler Luftfahrt Gesellschaft, C‑132/11, EU:C:2012:329, σκέψη 29).

41      Τρίτον, όσον αφορά τη ρήτρα διασφαλίσεως, δυνάμει της οποίας, αν η νέα ημερομηνία αναφοράς για τη μισθολογική προαγωγή συνεπάγεται κατάταξη του οικείου εργαζομένου σε χαμηλότερο κλιμάκιο, διατηρείται ο μισθός ο οποίος λαμβανόταν πράγματι κατά το χρονικό σημείο προσδιορισμού της νέας αυτής ημερομηνίας, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η ρήτρα αυτή παρέχει στον εργαζόμενο την εγγύηση της μεταφοράς του στο νέο σύστημα χωρίς οικονομικές απώλειες, τηρουμένων των κεκτημένων δικαιωμάτων και διαφυλασσομένης της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πράγμα που συνιστά θεμιτό σκοπό της πολιτικής απασχόλησης και αγοράς εργασίας.

42      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι μια τέτοια ρήτρα δεν αφορά παρά μόνο τους εργαζομένους που δεν μπορούν πλέον να επικαλεστούν τη μη συναφή εμπειρία τους. Συνεπώς, μια υποτιθέμενη δυσμενής διάκριση εξαιτίας των συνεπειών της εφαρμογής της ρήτρας διασφαλίσεως δεν θα θεμελιωνόταν πάντως στο κριτήριο της ηλικίας αλλά στον τρόπο προσμετρήσεως της προηγούμενης επαγγελματικής εμπειρίας. Πλην όμως από τις σκέψεις 39 και 40 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι μια τέτοια θεμελίωση δεν μπορεί εν προκειμένω να αμφισβητηθεί.

43      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την εισαγωγή ενός προτελευταίου μισθολογικού κλιμακίου, το οποίο, όπως προκύπτει ιδίως από τις απαντήσεις σε ερώτημα που τέθηκε από το Δικαστήριο, σκοπεί στην αντιστάθμιση των αποτελεσμάτων μιας υπαγωγής σε χαμηλότερο κλιμάκιο συνεπεία της ανακατατάξεως.

44      Συνεπώς, δεδομένων των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη από το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την εξάλειψη μιας διακρίσεως λόγω ηλικίας κατά την προσμέτρηση των περιόδων προηγούμενης απασχολήσεως και της ελευθερίας του εθνικού νομοθέτη να ρυθμίσει το μισθολογικό καθεστώς των εργαζομένων της ÖBB, διαπιστώνεται ότι η απαραίτητη τροποποίηση του ισχύοντος δικαίου δεν χάνει τον χαρακτήρα της ως μη εισάγουσας διακρίσεις για τον λόγο ότι δεν καταλήγει, στο πλαίσιο μιας γενικής μεταφοράς των εργαζομένων σε ένα νέο μη συνεπαγόμενο διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας σύστημα προσμετρήσεως της προηγούμενης επαγγελματικής εμπειρίας, να ευνοήσει όλους τους εργαζομένους. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό, προκύπτει ότι ο Αυστριακός νομοθέτης δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας την οποία διαθέτει στον συγκεκριμένο τομέα.

45      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να κριθεί, δεδομένου του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη όχι μόνον όσον αφορά την επιλογή του συγκεκριμένου σκοπού που θα επιδιώξουν στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, αλλά και όσον αφορά τον καθορισμό των κατάλληλων για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρων, ότι ο Αυστριακός νομοθέτης εξισορρόπησε, στο πλαίσιο της διαδικασίας θεσπίσεως του άρθρου 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων, την εξάλειψη της διακρίσεως λόγω ηλικίας με τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που είχαν κτηθεί υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς.

46      Όσον αφορά τέλος το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που το άρθρο 53a του ομοσπονδιακού νόμου του 2015 περί σιδηροδρόμων προβλέπει ρητώς την προσμέτρηση των περιόδων προηγούμενης απασχολήσεως στον σιδηροδρομικό τομέα που πραγματοποιήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να διαπιστώσει τυχόν παραβίαση της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

47      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 2, 6 και 16 της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, προκειμένου να θέσει τέλος σε διάκριση λόγω ηλικίας, που προέκυψε λόγω της εφαρμογής εθνικής νομοθεσίας με την οποία προσμετρώνταν, για τους σκοπούς της μισθολογικής κατατάξεως των εργαζομένων μιας επιχειρήσεως, μόνο οι περίοδοι απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, καταργεί, αναδρομικώς και για όλους τους εργαζομένους αυτούς, το ηλικιακό αυτό όριο, αλλά δεν επιτρέπει να προσμετράται παρά μόνον η εμπειρία που αποκτήθηκε σε επιχειρήσεις του ίδιου οικονομικού τομέα.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

48      Δεδομένης της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 2, 6 και 16 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, προκειμένου να θέσει τέλος σε διάκριση λόγω ηλικίας, που προέκυψε λόγω της εφαρμογής εθνικής νομοθεσίας με την οποία προσμετρώνταν, για τους σκοπούς της μισθολογικής κατατάξεως των εργαζομένων μιας επιχειρήσεως, μόνο οι περίοδοι απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, καταργεί, αναδρομικώς και για όλους τους εργαζομένους αυτούς, το ηλικιακό αυτό όριο, αλλά δεν επιτρέπει να προσμετράται παρά μόνον η εμπειρία που αποκτήθηκε σε επιχειρήσεις του ίδιου οικονομικού τομέα.

Πηγή: Taxheaven