ΣτΕ 287/2018 Διασφάλιση συμφερόντων δημοσίου και παραγραφή - Η εξουσία του Δημοσίου για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας καθώς και για την επιβολή στον παραβάτη των αναλογούντων φόρων ή/και σχετικών κυρώσεων, όπως προστίμω

ΣτΕ 287/2018 Διασφάλιση συμφερόντων δημοσίου και παραγραφή - Η εξουσία του Δημοσίου για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας καθώς και για την επιβολή στον παραβάτη των αναλογούντων φόρων ή/και σχετικών κυρώσεων, όπως προστίμω


ΣτΕ  287/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄


Περίληψη

Επειδή, η εξουσία του Δημοσίου για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας καθώς και για την επιβολή στον παραβάτη των αναλογούντων φόρων ή/και σχετικών κυρώσεων, όπως προστίμων για παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ., παύει με την παρέλευση της οριζόμενης στο νόμο προθεσμίας παραγραφής, η οποία αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1738/2017 Ολομ., ΣτΕ 2709/2010, ΣτΕ 1930/2006). Συνακόλουθα, σε περίπτωση τέτοιας παραγραφής, δεν επιβάλλονται νομίμως μέτρα διασφάλισης του συμφέροντος του Δημοσίου προς είσπραξη των φόρων ή/και των σχετικών προστίμων, όπως είναι τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 14 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179). Επομένως, σε περίπτωση που πράξη επιβολής προστίμου για παράβαση του Κ.Β.Σ., όπως για έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου, ακυρωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, λόγω παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για έκδοση και κοινοποίηση τέτοιας πράξης, καθίσταται μη νόμιμη και η συναφής πράξη επιβολής μέτρων διασφάλισης του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 (πρβλ. ΣτΕ 1619/2017).



Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Ι. Δημητρακόπουλος, Μ. Σκανδάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 9 Μαρτίου 2012 αίτηση:

του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά των : 1) .......... κατοίκου ........................ Αττικής .................. και 2) ..., κατοίκου..................., οι οποίοι δεν παρέστησαν.

Με την αίτηση αυτή ο Υπουργός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 1769/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα     
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1769/2011 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγινε δεκτή έφεση των ήδη αναιρεσίβλητων κατά της 8122/2010 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίσθηκε η εν λόγω πρωτόδικη απόφαση και, στη συνέχεια, εκδικάσθηκε η από 16.3.2005 προσφυγή τους και, κατ’ αποδοχή αυτής, ακυρώθηκε η 1114408/14369/ΔΕ-Γ/10.12.2004 πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία είχαν επιβληθεί σε βάρος τους, ως συνδιαχειριστών της λυθείσας και εκκαθαρισθείσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “....................ΟΕ”, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 του Ν. 2523/1997 απαγορευτικά μέτρα.
 

2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ορίζει, στο εδάφιο α΄, ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]». Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ., ΣτΕ 435/2017 κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω παραγράφων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 167/2017 επταμ., ΣτΕ 1365/2017 επταμ. κ.ά.). Εξάλλου, οι προϋποθέσεις για το παραδεκτό της άσκησης αίτησης αναιρέσεως, που τάσσονται από τις ανωτέρω διατάξεις, δεν αφορούν, κατά την έννοιά τους, και την αίτηση αναιρέσεως που στρέφεται κατά αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου για το λόγο ότι αυτό στήριξε την κρίση του σε προηγούμενη απόφασή του, κατά της οποίας ο αναιρεσείων έχει ήδη ασκήσει προηγούμενη αίτηση αναιρέσεως. Στην περίπτωση αυτή, η επόμενη αίτηση αναιρέσεως παρακολουθεί, ως προς το οικείο σκέλος της, την τύχη της προηγούμενης και δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, λόγω του ποσού της διαφοράς ή λόγω μη προβολής, σε σχέση με τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, ισχυρισμού περί ανυπαρξίας νομολογίας ή περί αντίθεσης στη νομολογία κλπ. (βλ. ΣτΕ 89/2018,  ΣτΕ 2317/2017, ΣτΕ 863/2017, ΣτΕ 3628/2014 επταμ. κ.ά.).
 
3. Επειδή, η διαφορά που άγεται με την κρινόμενη αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει συγκεκριμένο χρηματικό αντικείμενο (βλ. λ.χ. ΣτΕ 1619/2017).

4. Επειδή, η εξουσία του Δημοσίου για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας καθώς και για την επιβολή στον παραβάτη των αναλογούντων φόρων ή/και σχετικών κυρώσεων, όπως προστίμων για παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ., παύει με την παρέλευση της οριζόμενης στο νόμο προθεσμίας παραγραφής, η οποία αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1738/2017 Ολομ., ΣτΕ 2709/2010, ΣτΕ 1930/2006). Συνακόλουθα, σε περίπτωση τέτοιας παραγραφής, δεν επιβάλλονται νομίμως μέτρα διασφάλισης του συμφέροντος του Δημοσίου προς είσπραξη των φόρων ή/και των σχετικών προστίμων, όπως είναι τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 14 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179). Επομένως, σε περίπτωση που πράξη επιβολής προστίμου για παράβαση του Κ.Β.Σ., όπως για έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου, ακυρωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, λόγω παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για έκδοση και κοινοποίηση τέτοιας πράξης, καθίσταται μη νόμιμη και η συναφής πράξη επιβολής μέτρων διασφάλισης του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 (πρβλ. ΣτΕ 1619/2017). 


5. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, «[...] λαμβάνοντας υπόψη ότι οι 437/2003 και 438/2003 πράξεις επιβολής προστίμων του ΚΒΣ, οι οποίες αποτέλεσαν το έρεισμα για την έκδοση σε βάρος των [ήδη αναιρεσίβλητων] της 1114408/14369/ΔΕ-Γ/10.12.2004 πράξης [περί επιβολής σε βάρος τους μέτρων του άρθρου 14 του ν. 2523/1997], ακυρώθηκαν τελεσίδικα με τις 2627/2008 και 2628/2008 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών», έκρινε ότι εξέλιπε το νόμιμο έρεισμα για την επιβολή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων και, για το λόγο αυτό, δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε την προσφυγή των ήδη αναιρεσίβλητων και, κατ’ αποδοχή αυτής, ακύρωσε την προαναφερόμενη πράξη της Διοίκησης.
 

6. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι, εφόσον γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναίρεσης του Δημοσίου κατά των 2627/2008 και 2628/2008 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, πρέπει να αναιρεθεί και η 1769/2011 απόφασή του. Ο λόγος αυτός προβάλλεται μεν παραδεκτώς, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 2, αλλά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι οι αιτήσεις αναίρεσης του Δημοσίου κατά των αποφάσεων 2627/2008 και 2628/2008 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκαν, αντίστοιχα, με την υπ’ αριθμ. ΣτΕ 285/2018 και την υπ’ αριθμ. ΣτΕ 286/2018 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.


7. Επειδή, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι η παραπάνω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου ενέχει εσφαλμένη (υφέρπουσα) ερμηνεία και, περαιτέρω, εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, διότι τα μέτρα διασφάλισης που προβλέπει το άρθρο αυτό εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ακύρωση, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, των σχετικών πράξεων επιβολής προστίμων του Κ.Β.Σ., λόγω παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς έκδοση και κοινοποίησή τους. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ως άνω νομικού ζητήματος. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός είναι βάσιμος και, επομένως, ο λόγος προβάλλεται παραδεκτώς. Ωστόσο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4.


8. Επειδή, τούτων έπεται ότι η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί. 


Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 2018
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018.

Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος     Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος

Ε. Σάρπ                                  Ι. Μητροτάσιος             

Πηγή: Taxheaven