Υπόθεση C-518/15 Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 2 – Έννοιες των όρων “χρόνος εργασίας” και “περίοδος ανάπαυσης” – Άρθρο 17 – Παρεκκλίσεις – Πυροσβέστες – Χρόνος ετοιμότητας – Εφημερίες ετοιμότ

Υπόθεση C-518/15 Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 2 – Έννοιες των όρων “χρόνος εργασίας” και “περίοδος ανάπαυσης” – Άρθρο 17 – Παρεκκλίσεις – Πυροσβέστες – Χρόνος ετοιμότητας – Εφημερίες ετοιμότ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2018  «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 2 – Έννοιες των όρων “χρόνος εργασίας” και “περίοδος ανάπαυσης” – Άρθρο 17 – Παρεκκλίσεις – Πυροσβέστες – Χρόνος ετοιμότητας – Εφημερίες ετοιμότητας κατ’ οίκον»

Στην υπόθεση C-518/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour du travail de Bruxelles (εφετείο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο) με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Σεπτεμβρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Ville de Nivelles

κατά

Rudy Matzak,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits (εισηγητή), A. Borg Barth, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Δήμος της Nivelles, εκπροσωπούμενος από την L. Markey, avocate,

–        ο R. Matzak, εκπροσωπούμενος από τους P. Joassart, A. Percy και P. Knaepen, avocats,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και L. Van den Broeck, επικουρούμενες από τους F. Baert και J. Clesse, avocats,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και R. Coesme,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και M. Noort, καθώς και από τον J. Langer,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις G. Brown και S. Simmons, καθώς και από τον D. Robertson, επικουρούμενους από τους R. Hill και B. Lask, barristers,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και J. Tomkin,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιουλίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Δήμου της Nivelles και του Rudy Matzak σχετικά με τις αποδοχές για υπηρεσίες παρεχόμενες εντός της πυροσβεστικής υπηρεσίας του δήμου αυτού.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

2.      Εφαρμόζεται:

α)      στις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, στον χρόνο διαλείμματος και στη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, και

β)      σε ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιες εργασίας και του ρυθμού εργασίας.

3.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους ιδιωτικούς ή δημόσιους τομείς δραστηριοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτιώσεως της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ 1989, L 183, σ. 1)], με την επιφύλαξη των άρθρων 14, 17, 18 και 19 της παρούσας οδηγίας.

[...]

4.      Οι διατάξεις της οδηγίας 89/391 […] εφαρμόζονται πλήρως στα θέματα που αναφέρει η παράγραφος 2, με την επιφύλαξη περιοριστικότερων ή/και ειδικότερων διατάξεων της παρούσας οδηγίας.»

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει, στα σημεία 1 και 2, τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1.      “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

2.      “περίοδος ανάπαυσης”: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας».

5        Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, που επιγράφεται «Ευνοϊκότερες διατάξεις», έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.»

6        Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88, που επιγράφεται «Παρεκκλίσεις», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη, τηρώντας τις γενικές αρχές για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 8 και 16 [...]

[...]

3.      Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16, είναι δυνατόν να επιτρέπονται:

[...]

β)      για τις δραστηριότητες φύλαξης και επίβλεψης που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη συνεχούς παρουσίας για την προστασία των αγαθών και των προσώπων, ιδίως όταν πρόκειται για φύλακες και θυρωρούς ή επιχειρήσεις φύλαξης·

γ)      για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής, ιδίως:

[...]

iii)      για τις υπηρεσίες τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, κινηματογράφου, ταχυδρομείων ή τηλεπικοινωνιών, τις υπηρεσίες ασθενοφόρων, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες ή την πολιτική άμυνα·

[...]».

 Το βελγικό δίκαιο

7        Ο loi du 14 décembre 2000 fixant certains aspects de l’aménagement du temps de travail dans le secteur public (νόμος της 14ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με ορισμένες πτυχές της οργανώσεως του χρόνου εργασίας στον δημόσιο τομέα, Moniteur belge της 5ης Ιανουαρίου 2001, σ. 212) μετέφερε στην εθνική έννομη τάξη την οδηγία 2003/88 για τον δημόσιο τομέα.

8        Το άρθρο 3 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, νοούνται ως:

1°      εργαζόμενοι: τα πρόσωπα εκείνα τα οποία έχουν εκ του νόμου υποχρέωση ή συμβατική υποχρέωση, περιλαμβανομένων των δοκίμων και των εκτάκτων υπαλλήλων, να εκτελούν την εργασία τους υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου·

2°      εργοδότες: τα πρόσωπα τα οποία απασχολούν τα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 1°.»

9        Το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι ως χρόνος εργασίας νοείται «η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη».

10      Το άρθρο 186 του loi du 30 décembre 2009 portant des dispositions diverses (νόμου της 30ής Δεκεμβρίου 2009 περί διαφόρων διατάξεων, Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 2009, σ. 82925) προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το άρθρο 3 του νόμου της 14ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με ορισμένες πτυχές της οργανώσεως του χρόνου εργασίας στον δημόσιο τομέα, έχει την έννοια ότι οι εθελοντές των δημόσιων πυροσβεστικών υπηρεσιών και των ζωνών επεμβάσεως όπως είναι αυτές που προβλέπει ο νόμος της 15ης Μαΐου 2007 σχετικά με την πολιτική προστασία και τους εθελοντές επιχειρησιακών μονάδων της πολιτικής προστασίας δεν εμπίπτουν στον ορισμό των εργαζομένων.»

11      Ο κανονισμός οργανώσεως της πυροσβεστικής υπηρεσίας του Δήμου της Nivelles, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του arrêté royal du 6 mai 1971 fixant les types de règlements communaux relatifs à l’organisation des services communaux d’incendie (βασιλικού διατάγματος της 6ης Μαΐου 1971 περί καθορισμού των ειδών δημοτικών κανονισμών σχετικά με την οργάνωση των δημοτικών πυροσβεστικών υπηρεσιών, Moniteur belge της 19ης Ιουνίου 1971, σ. 7891), ρυθμίζει τα ζητήματα σχετικά με τα μέλη του προσωπικού της εν λόγω υπηρεσίας.

12      Ο κανονισμός αυτός περιέχει ειδικές διατάξεις για το επαγγελματικό και το εθελοντικό προσωπικό. Όσον αφορά την πρόσληψη, της οποίας οι προϋποθέσεις είναι οι ίδιες για τις δύο κατηγορίες, το άρθρο 11bis, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κατά το πέρας του πρώτου έτους της πρακτικής ασκήσεως, ο δόκιμος εθελοντής [...] θα πρέπει να πληροί όσον αφορά τον τόπο κατοικίας του την εξής προϋπόθεση:

1.      για το προσωπικό που απασχολείται στον πυροσβεστικό σταθμό της Nivelles:

να κατοικεί ή να διαμένει σε τέτοια απόσταση ώστε ο αναγκαίος χρόνος για να φθάσει στον πυροσβεστικό σταθμό της Nivelles, υπό φυσιολογικές κυκλοφοριακές συνθήκες και τηρώντας τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, να μην υπερβαίνει τα 8 λεπτά.

Κατά τις περιόδους επιφυλακής, κάθε πρόσωπο το οποίο υπηρετεί ως εθελοντής πυροσβέστης στον πυροσβεστικό σταθμό της Nivelles οφείλει:

      να βρίσκεται συνεχώς σε τέτοια απόσταση από τον πυροσβεστικό σταθμό ώστε, σε περίπτωση που κληθεί, ο χρόνος που απαιτείται, υπό φυσιολογικές κυκλοφοριακές συνθήκες, προκειμένου να μεταβεί στον πυροσβεστικό σταθμό να μην υπερβαίνει τα 8 λεπτά·

      να επιδεικνύει ιδιαίτερη ετοιμότητα ώστε να είναι πάντοτε υπό συνθήκες που να επιτρέπουν την επικοινωνία μαζί του με τα διάφορα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την ανάκληση του προσωπικού και την άμεση αναχώρησή του, με το πλέον πρόσφορο μέσο, στις περιπτώσεις ανακλήσεως του προσωπικού επιφυλακής».

13      Όσον αφορά τις αποδοχές και την αποζημίωση του προσωπικού, το άρθρο 39 του κανονισμού περί οργανώσεως της πυροσβεστικής υπηρεσίας του Δήμου της Nivelles προβλέπει ότι το επαγγελματικό προσωπικό μισθοδοτείται βάσει των όσων ορίζει ο κανονισμός περί απολαβών του προσωπικού του Δήμου της Nivelles.

14      Το εθελοντικό προσωπικό εισπράττει τα επιδόματα που παρατίθενται αναλυτικά στο άρθρο 40 του εν λόγω κανονισμού. Υπολογίζονται κατ’ αναλογίαν των ωρών εργασίας. Για τις «εφημερίες ετοιμότητας κατ’ οίκον» των αξιωματικών, ορίζεται ετήσια αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή είναι αντίστοιχη προς αυτήν του επαγγελματικού προσωπικού.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Στην πυροσβεστική υπηρεσία του Δήμου της Nivelles απασχολούνται επαγγελματίες και εθελοντές πυροσβέστες.

16      Οι εθελοντές πυροσβέστες συμμετέχουν στις επιχειρήσεις. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί είναι η εκτέλεση ιδίως των εφημεριών ετοιμότητας και της υπηρεσίας επιφυλακής εντός του πυροσβεστικού σταθμού των οποίων το χρονοδιάγραμμα καταρτίζεται στις αρχές του έτους.

17       O R. Matzak ανέλαβε υπηρεσία στον Δήμο της Nivelles την 1η Αυγούστου 1980 και απέκτησε την ιδιότητα του εθελοντή πυροσβέστη μετά από ένα έτος. Εργάζεται επιπλέον σε ιδιωτική εταιρία.

18      Στις 16 Δεκεμβρίου 2009, o R. Matzak άσκησε αγωγή προκειμένου να υποχρεωθεί ο Δήμος της Nivelles να του καταβάλει το ποσό του ενός ευρώ, προσωρινώς καθοριζόμενο ως αποζημίωση για τη μη καταβολή, κατά τα έτη της υπηρεσίας του, των αποδοχών για τις υπηρεσίες που παρείχε με την ιδιότητα του εθελοντή πυροσβέστη, ιδίως για τις υπηρεσίες που συνίσταντο στις κατ’ οίκον εφημερίες ετοιμότητας.

19      Με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, το tribunal du travail de Nivelles (εργατοδικείο της Nivelles, Βέλγιο) δέχθηκε την αγωγή του R. Matzak κατά το μεγαλύτερο μέρος της.

20      Ο Δήμος της Nivelles άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του cour du travail de Bruxelles (εφετείο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο).

21      Με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, το αιτούν δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την έφεση αυτή. Όσον αφορά τις αποδοχές που ζητεί για τις υπηρεσίες των κατ’ οίκον εφημεριών ετοιμότητας, οι οποίες πρέπει να χαρακτηρισθούν, κατά τον R. Matzak, ως χρόνος εργασίας, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες μπορούν να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες στον ορισμό του χρόνου εργασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour du travail de Bruxelles (εφετείο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2003/88 […] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαιρούν ορισμένες κατηγορίες πυροσβεστών που προσλαμβάνονται από τις δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες από το σύνολο των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρθηκε η εν λόγω οδηγία στο εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της διατάξεως που ορίζει τον χρόνο εργασίας και τις περιόδους αναπαύσεως;

2)      Πρέπει η οδηγία 2003/88, στον βαθμό που προβλέπει απλώς ελάχιστους κανόνες, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει τη διατήρηση ή τη θέσπιση από τον εθνικό νομοθέτη λιγότερο περιοριστικού ορισμού του χρόνου εργασίας;

3)      Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ και των σκοπών της οδηγίας 2003/88, είναι το άρθρο 2 της οδηγίας, με το οποίο δίδονται οι ορισμοί των κυριότερων εννοιών που χρησιμοποιούνται σε αυτήν, και ιδίως των εννοιών του χρόνου εργασίας και των περιόδων αναπαύσεως, κρίσιμο για την ερμηνεία της έννοιας του χρόνου εργασίας στο πλαίσιο του καθορισμού των οφειλόμενων αποδοχών σε περίπτωση εφημερίας ετοιμότητας κατ’ οίκον;

4)      Απαγορεύει η οδηγία 2003/88 να θεωρηθεί ο χρόνος εφημερίας ετοιμότητας κατ’ οίκον ως χρόνος εργασίας εφόσον, μολονότι η εφημερία διεξάγεται στην κατοικία του εργαζομένου, οι περιορισμοί στους οποίους υπόκειται κατά τη διάρκειά της (όπως η υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη εντός 8 λεπτών) περιορίζουν σημαντικότατα τη δυνατότητα αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

23      Εισαγωγικώς, πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι τόσο ο Δήμος της Nivelles όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν ότι τα προδικαστικά ερωτήματα, στον βαθμό που αφορούν την έννοια των αποδοχών, είναι απαράδεκτα. Συγκεκριμένα, η οδηγία 2003/88, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δεν έχει εφαρμογή, δυνάμει της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, επί του ζητήματος των αποδοχών των εργαζομένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Εν προκειμένω, το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης είναι η επίλυση του ζητήματος των αποδοχών τoυ R. Matzak για τις υπηρεσίες των κατ’ οίκον εφημεριών ετοιμότητας που παρείχε ως εθελοντής πυροσβέστης στον Δήμο της Nivelles.

24      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, εξαιρουμένης της ιδιαίτερης περιπτώσεως σχετικά με την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, η οδηγία αυτή ρυθμίζει απλώς ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας προς εξασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, με αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, να μην έχει εφαρμογή στις αμοιβές των εργαζομένων (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Hälvä κ.λπ., C-175/16, EU:C:2017:617, σκέψη 25 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση.

26      Πράγματι, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 20 των προτάσεών της, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2003/88, την οποία το εν λόγω δικαστήριο κρίνει αναγκαία προκειμένου να επιλύσει την ενώπιόν του διαφορά. Το γεγονός ότι η διαφορά αυτή αφορά, σε τελευταία ανάλυση, ένα ζήτημα αμοιβής είναι, στο πλαίσιο αυτό, άνευ σημασίας, δεδομένου ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο να επιλύσει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

27      Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η οδηγία 2003/88 πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής στις δραστηριότητες των πυροσβεστών, ακόμη και αν ασκούνται από τις δυνάμεις άμεσης επιτόπιας επεμβάσεως και μάλιστα ανεξαρτήτως του εάν αποσκοπούν στην κατάσβεση πυρκαγιάς ή στην παροχή βοήθειας με άλλον τρόπο, εφόσον διενεργούνται υπό τις συνήθεις συνθήκες και σύμφωνα με την αποστολή που έχει ανατεθεί στην οικεία υπηρεσία, και παρά το γεγονός ότι οι ενέργειες στο πλαίσιο της ασκήσεως αυτών των δραστηριοτήτων δεν μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να προβλεφθούν και ενδέχεται να έχουν ως συνέπεια την έκθεση των εργαζομένων, που τις εκτελούν, σε ορισμένους κινδύνους όσον αφορά την ασφάλεια και/ή την υγεία τους (διάταξη της 14ης Ιουλίου 2005, Personalrat der Feuerwehr Hamburg, C-52/04, EU:C:2005:467, σκέψη 52).

28      Τρίτον, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό τoυ R. Matzak ως «εργαζομένου», πρέπει να επισημανθεί ότι, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/88, η έννοια αυτή δεν επιδέχεται διαφορετική ερμηνεία ανάλογα με το εθνικό δίκαιο, αλλά έχει αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère, C-428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 28). Κατά πάγια επί του θέματος νομολογία, ως «εργαζόμενος» πρέπει να νοείται κάθε πρόσωπο που ασκεί πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα δραστηριότητες, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες ώστε να εμφανίζονται ως αμιγώς περιθωριακές και επουσιώδεις. Το χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Fenoll, C-316/13, EU:C:2015:200, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η νομική φύση της εργασιακής σχέσεως από πλευράς εθνικού δικαίου δεν ασκεί επιρροή επί της ιδιότητας του εργαζομένου υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Kiiski, C-116/06, EU:C:2007:536, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Συνεπώς, όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, το γεγονός ότι o R. Matzak δεν υπάγεται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, στο καθεστώς των επαγγελματιών πυροσβεστών, αλλά σε αυτό των εθελοντών πυροσβεστών, είναι άνευ σημασίας για τον χαρακτηρισμό του ως «εργαζόμενου», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88.

31      Βάσει όλων των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο υπό τις συνθήκες τoυ R. Matzak πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «εργαζόμενος», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, στον βαθμό που από τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι αυτός προσελήφθη στην πυροσβεστική υπηρεσία του Δήμου της Nivelles στην οποία ασκούσε πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα δραστηριότητες υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου, για τις οποίες αμειβόταν, πράγμα που καλείται να επαληθεύσει το αιτούν δικαστήριο.

32      Τέταρτον, δεδομένου ότι τα άρθρα 1 έως 8 της οδηγίας 2003/88 έχουν κατ’ ουσίαν την ίδια διατύπωση με αυτήν των άρθρων 1 έως 8 της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (EE 1993, L 307, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 2000 (EE 2000, L 195, σ. 41), η ερμηνεία των τελευταίων αυτών διατάξεων από το Δικαστήριο ισχύει κατ’ αναλογίαν και για τα προμνησθέντα άρθρα της οδηγίας 2003/88 (διάταξη της 4ης Μαρτίου 2011, Grigore, C-258/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:122, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί του πρώτου ερωτήματος

33      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν, όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες πυροσβεστών που προσλαμβάνονται από τις δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες, από το σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 2, στο οποίο ορίζονται μεταξύ άλλων οι έννοιες των όρων «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης».

34      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεών της από τις οποίες επιτρέπεται παρέκκλιση (διάταξη της 4ης Μαρτίου 2011, Grigore, C-258/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:122, σκέψη 45).

35      Πράγματι, κατά το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3 έως 6, 8 και 16 της οδηγίας αυτής, η δε παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου διευκρινίζει ότι για τις υπηρεσίες που αναφέρονται σε αυτήν, στις οποίες συγκαταριθμούνται και οι πυροσβεστικές υπηρεσίες, είναι δυνατές παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16 της εν λόγω οδηγίας.

36      Συνεπώς, το ίδιο το γράμμα του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/88 δεν επιτρέπει την παρέκκλιση από το άρθρο 2, το οποίο ορίζει τις βασικές έννοιες της οδηγίας αυτής.

37      Επιπλέον, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών της, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για να υιοθετηθεί μια διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 17 της εν λόγω οδηγίας, η οποία ενδεχομένως θα υπερέβαινε τη διατύπωση των παρεκκλίσεων τις οποίες επιτρέπει.

38      Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι, όσον αφορά τις δυνατότητες παρεκκλίσεως τις οποίες προβλέπει η οδηγία 2003/88, ιδίως στο άρθρο 17, ως εξαιρέσεις από το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της οργανώσεως του χρόνου εργασίας που προβλέπει η οδηγία αυτή, οι παρεκκλίσεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των οποίων την προστασία καθιστούν δυνατή οι εν λόγω παρεκκλίσεις (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère, C-428/09, EU:C:2010:612, σκέψεις 39 και 40).

39      Βάσει των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες πυροσβεστών που προσλαμβάνονται από τις δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες, από το σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 2, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων τις έννοιες των όρων «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης».

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

40      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν έναν λιγότερο περιοριστικό ορισμό της έννοιας «χρόνος εργασίας» από αυτόν που διατυπώνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.

41      Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί το γράμμα του άρθρου 15 της οδηγίας 2003/88, υπό το πρίσμα του συστήματος που καθιερώνει η οδηγία αυτή καθώς και του σκοπού της.

42      Κατά το γράμμα του άρθρου 15 της οδηγίας 2003/88, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται είναι αυτές οι οποίες είναι συγκρίσιμες με αυτές της οδηγίας 2003/88 σχετικά με την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

43      Εν προκειμένω, οι τελευταίες αυτές διατάξεις μπορούν να είναι μόνον όσες, ως εκ της λειτουργίας και του αντικειμένου τους, αποσκοπούν στον καθορισμό ενός ελάχιστου επιπέδου προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των διατάξεων που εμπίπτουν στα κεφάλαια 2 και 3 της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, οι διατάξεις του κεφαλαίου 1 της εν λόγω οδηγίας, που περιλαμβάνει τα άρθρα 1 και 2, είναι άλλη φύσεως. Πράγματι, αυτές οι τελευταίες δεν καθορίζουν ελάχιστες περιόδους χρόνου αναπαύσεως ούτε αφορούν άλλες πτυχές της οργανώσεως του χρόνου εργασίας, αλλά διατυπώνουν τους αναγκαίους ορισμούς για την οριοθέτηση του αντικειμένου της οδηγίας 2003/88 καθώς και του πεδίου εφαρμογής της.

44      Ως εκ τούτου, από το γράμμα του άρθρου 15 της οδηγίας 2003/88, εξεταζόμενο υπό το φως του συστήματος που αυτή καθιερώνει, συνάγεται ότι η ευχέρεια η οποία προβλέπεται στο τελευταίο αυτό άρθρο δεν έχει εφαρμογή στον ορισμό της έννοιας του «χρόνου εργασίας» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.

45      Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από τον σκοπό της οδηγίας 2003/88. Πράγματι, όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών της, η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό να διασφαλίσει, στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μια ελάχιστη προστασία ισχύουσα για όλους τους εργαζομένους της Ένωσης. Προς τούτο, και για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της εν λόγω οδηγίας, οι ορισμοί του άρθρου της 2 δεν επιδέχονται ερμηνεία ποικίλλουσα ανάλογα με το εθνικό δίκαιο, αλλά έχουν, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως όσον αφορά την έννοια «εργαζόμενος», αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Dellas κ.λπ., C-14/04, EU:C:2005:728, σκέψη 44 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46       Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει εντούτοις να διευκρινισθεί ότι τα κράτη μέλη, μολονότι δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλλουν τον ορισμό του όρου «χρόνος εργασίας» του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88, εξακολουθούν, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, να είναι ελεύθερα να θεσπίσουν, στα αντίστοιχα εθνικά τους δίκαια, διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια του χρόνου εργασίας και των περιόδων αναπαύσεως ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους από αυτές που προβλέπονται με την οδηγία αυτή.

47      Βάσει των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν έναν λιγότερο περιοριστικό ορισμό της έννοιας του «χρόνου εργασίας» από αυτόν που διατυπώνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

48      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις αποδοχές των περιόδων των κατ’ οίκον εφημεριών ετοιμότητας όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης αναλόγως του χαρακτηρισμού των περιόδων αυτών ως «χρόνου εργασίας» ή ως «περιόδου ανάπαυσης».

49      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η οδηγία 2003/88 δεν ρυθμίζει το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό εκφεύγει, δυνάμει του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, της αρμοδιότητας της Ένωσης.

50      Ως εκ τούτου, μολονότι τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν τις αποδοχές των εργαζομένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 αναλόγως του ορισμού των εννοιών «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης» του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής, εντούτοις δεν είναι υποχρεωμένα να το πράξουν.

51      Συνεπώς, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, στο εθνικό τους δίκαιο, ότι οι αποδοχές ενός εργαζομένου για τον «χρόνο εργασίας» του διαφέρουν από αυτές ενός εργαζομένου σε «περίοδο ανάπαυσης» και δη μέχρι του σημείου να μην οφείλεται αμοιβή κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής.

52      Βάσει των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις αποδοχές των περιόδων των κατ’ οίκον εφημεριών ετοιμότητας όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης αναλόγως του χαρακτηρισμού των περιόδων αυτών ως «χρόνου εργασίας» ή ως «περιόδου ανάπαυσης».

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

53      Με το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο χρόνος κατ’ οίκον εφημερίας ενός εργαζομένου, κατά τον οποίον έχει την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών, υποχρέωση που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων, πρέπει να θεωρηθεί ως «χρόνος εργασίας».

54      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί του ζητήματος του χαρακτηρισμού του χρόνου εφημερίας ως «χρόνου εργασίας» ή ως «περιόδου ανάπαυσης» των εργαζομένων οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88.

55      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ αρχάς, ότι οι έννοιες των όρων «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης» είναι αλληλοαποκλειόμενες (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, Simap, C-303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 47, καθώς και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras, C-266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, ο χρόνος εφημερίας ενός εργαζομένου στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τις οποίες αναπτύσσει για τον εργοδότη του πρέπει να χαρακτηρίζεται είτε ως «χρόνος εργασίας» είτε ως «περίοδος ανάπαυσης».

56      Εξάλλου, η ένταση της εργασίας που παρέχει ο μισθωτός ή η απόδοσή του δεν περιλαμβάνονται στα κατά την οδηγία αυτή χαρακτηριστικά της έννοιας «χρόνος εργασίας» του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88 (απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Dellas κ.λπ., C-14/04, EU:C:2005:728, σκέψη 43).

57      Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι η φυσική παρουσία και η διαθεσιμότητα του εργαζόμενου στον τόπο εργασίας, κατά τη διάρκεια της εφημερίας ετοιμότητας, ενόψει της παροχής των επαγγελματικών του υπηρεσιών, πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στην άσκηση των καθηκόντων του, έστω και αν η όντως ασκούμενη δραστηριότητα διαφέρει αναλόγως των περιστάσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, Simap, C-303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 48).

58      Πράγματι, εάν η έννοια του «χρόνου εργασίας» δεν κάλυπτε τις εφημερίες ετοιμότητας υπό το καθεστώς της φυσικής παρουσίας στον τόπο εργασίας θα διακυβευόταν ο σκοπός της οδηγίας 2003/88, που συνίσταται στην εξασφάλιση της υγείας και της ασφάλειαςτων εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουνορισμένες ελάχιστες περιόδους αναπαύσεως και κατάλληλα διαλείμματα από την εργασία (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, Simap, C-303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 49).

59      Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι τοκαθοριστικό στοιχείοπροκειμένου να κριθεί εάν συντρέχουν τα χαρακτηριστικά της έννοιας του «χρόνου εργασίας»της οδηγίας 2003/88 είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι φυσικά παρών στον καθορισμένο από τον εργοδότη τόπο και να βρίσκεται εκεί στη διάθεσή του προκειμένου να μπορεί να παράσχει αμέσως τις προσήκουσες υπηρεσίες σε περίπτωση ανάγκης. Πράγματι, οι υποχρεώσεις αυτές, που συνεπάγονται αδυναμία των εργαζομένων να επιλέξουν τον τόπο παραμονής τους κατά τη διάρκεια των εφημεριών ετοιμότητας, πρέπει να θεωρούνται ότι εμπίπτουν στην άσκηση των καθηκόντων τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger, C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 63, καθώς και διάταξη της 4ης Μαρτίου 2011, Grigore, C-258/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:122, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος πραγματοποιεί εφημερίες υπό καθεστώς της επιφυλακής που προβλέπει ότι πρέπει να υφίσταται διαρκώς δυνατότητα επικοινωνίας με αυτόν, χωρίς όμως να υποχρεούται να είναι παρών στον τόπο εργασίας. Πράγματι, μολονότι βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του, δεδομένου ότι πρέπει να υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας μαζί του, στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος υπόκειται σε λιγότερους περιορισμούς ως προς τη διαχείριση του χρόνου του και μπορεί να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντά του. Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον ο χρόνος της πραγματικής παροχής υπηρεσιών πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας» υπό την έννοια της οδηγίας 2003/88 (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger, C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο και τα οποία το αιτούν δικαστήριο καλείται να επαληθεύσει, δεν έπρεπε μόνο να υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με τον R. Matzak κατά τη διάρκεια των εφημεριών ετοιμότητας. Ήταν, αφενός, υποχρεωμένος να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός προθεσμίας 8 λεπτών και, αφετέρου, απαιτείτο να είναι παρών στον καθορισμένο από τον εργοδότη χώρο. Εντούτοις, ο τόπος αυτός ήταν η κατοικία τoυ R. Matzak και όχι, όπως και στις υποθέσεις που διαμόρφωσαν τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 57 έως 59 της παρούσας αποφάσεως, ο τόπος της εργασίας του.

62      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου αναπαύσεως» της οδηγίας 2003/88 συνιστούν έννοιες του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να ορίζονται βάσει αντικειμενικών χαρακτηριστικών, σε συνάρτηση με το σύστημα και τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, αντικείμενο της οποίας είναι η θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras, C-266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 27).

63      Εν προκειμένω, η υποχρέωση φυσικής παρουσίας στον καθορισμένο από τον εργοδότη τόπο καθώς και ο περιορισμός που απορρέει, από γεωγραφικής και χρονικής απόψεως, από την ανάγκη της μεταβάσεως στον τόπο εργασίας εντός 8 λεπτών, μπορούν να περιορίσουν κατ’ αντικειμενική εκτίμηση τις δυνατότητες που έχει ένας εργαζόμενος ο οποίος βρίσκεται στη θέση τoυ R. Matzak για να ασχοληθεί με τα προσωπικά και κοινωνικά ενδιαφέροντά του.

64      Υπό το πρίσμα των περιορισμών αυτών, η περίπτωση τoυ R. Matzak διαφέρει από αυτήν ενός εργαζομένου ο οποίος πρέπει, διαρκούσης της υπηρεσίας του στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας, απλώς να είναι στη διάθεση του εργοδότη του προκειμένου αυτός ο τελευταίος να έχει τη δυνατότητα επικοινωνίας μαζί του.

65      Υπό τις συνθήκες αυτές, η έννοια του όρου «χρόνος εργασίας» του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση εργαζομένου που είναι υποχρεωμένος να παραμένει κατ’ οίκον κατά τις εφημερίες ετοιμότητας, να είναι στη διάθεση του εργοδότη του και να έχει τη δυνατότητα μεταβάσεως στον τόπο εργασίας του εντός 8 λεπτών.

66      Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι στο τέταρτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι ο χρόνοςκατά τον οποίον ένας εργαζόμενος παραμένει κατ’ οίκον στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας με την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών, υποχρέωση που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων, πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας».

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες πυροσβεστών που προσλαμβάνονται από τις δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες, από το σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 2, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων τις έννοιες των όρων «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης».

2)      Το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν έναν λιγότερο περιοριστικό ορισμό της έννοιας του «χρόνου εργασίας» από αυτόν που διατυπώνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.

3)      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις αποδοχές των περιόδων των κατ’ οίκον εφημεριών ετοιμότητας όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης αναλόγως του προηγούμενου χαρακτηρισμού των περιόδων αυτών ως «χρόνου εργασίας» ή ως «περιόδου ανάπαυσης».

4)      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι ο χρόνος κατά τον οποίον ένας εργαζόμενος παραμένει κατ’ οίκον στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας με την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών, υποχρέωση που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων, πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας».

Πηγή: Taxheaven