Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»


Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Η νομοθεσία που αφορά στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια αντικείμενο αλλεπάλληλων τροποποιήσεων και βελτιώσεων, με πιο σημαντικές εκείνες α) του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α' 166) - με τον οποίο αντικαταστάθηκε ο προγενέστερος ν. 2331/1995 και ενσωματώθηκαν μεταξύ άλλων στη νομοθεσία μας οι Οδηγίες 2005/60/ΕΚ και 2006/70/ΕΚ και μια σειρά Συστάσεων της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (FATF) -, β) του ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α' 158) - με τον οποίο μεταξύ άλλων κυρώθηκε η Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος (Σύμβαση του Παλέρμο) και αντιμετωπίσθηκαν ορισμένες αδυναμίες του προηγούμενου νόμου -, γ) του ν. 3932/2011 (ΦΕΚ Α' 49) - με τον οποίο μεταξύ άλλων συνεστήθη η υφιστάμενη «Αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης» - και δ) του ν. 4478/2017 (ΦΕΚ Α' 91) - με τον οποίο μεταξύ άλλων κυρώθηκε η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης «για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας», που υπεγράφη στη Βαρσοβία στις 16 Μαΐου 2005. Μεσολάβησαν, επίσης, αρκετές, μικρότερης έκτασης τροποποιήσεις ή βελτιώσεις, όπως εκείνες του άρθρου 116 του ν. 4099/2012 (ΦΕΚ Α' 250) ή του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170).

Με τον παρόντα νόμο κωδικοποιείται η ισχύουσα εθνική νομοθεσία με κατάργηση των αντίστοιχων διατάξεων των άρθρων 1 έως και 54 του ν.3691/2005 (Α'166). Επιδιώκεται η περαιτέρω αναβάθμιση των υφιστάμενων εθνικών μηχανισμών για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (Ξέπλυμα Χρήματος, εφεξής Ξ.Τ.) και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (εφεξής Χ.Τ.), μέσω της ενσωμάτωσης της πλέον πρόσφατης (τέταρτης) Οδηγίας που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σχετικό πεδίο, ήτοι της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής». Η ροή παράνομου χρήματος παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο, που μπορεί να βλάψει την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα και απαιτεί επίκαιρες λύσεις, προσαρμοσμένες στις νέες συνθήκες που δημιουργούν η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και των διαφόρων μορφών συναλλαγών, η εξέλιξη των τεχνικών του ξεπλύματος, και η εξάπλωση του παράλληλου (αν και διαφορετικής φύσης) προβλήματος της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η ως άνω Οδηγία περιλαμβάνει, εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις σε σύγκριση με την προηγούμενη (τρίτη) Οδηγία 2005/60/ΕΚ, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις αναθεωρημένες συστάσεις της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (FATF) και τα πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο άλλων διεθνών φορέων που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση των σχετικών συμπεριφορών (ΟΗΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης, Egmont Group κ.α.), σταθμίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη για δημιουργία ενός ρυθμιστικού περιβάλλοντος που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους χωρίς να υφίστανται δυσανάλογο κόστος συμμόρφωσης. Η Οδηγία 2015/849/ΕΕ εκδόθηκε ταυτόχρονα με τον Κανονισμό 2015/847/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1781/2006, αποτελώντας από κοινού ένα ενδυναμωμένο θεσμικό πλαίσιο για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ο εν λόγω Κανονισμός, με ημερομηνία έναρξης εφαρμογής την 26η Ιουνίου 2017, επεκτείνει την παροχή πληροφόρησης στις μεταφορές χρηματικών ποσών και στον δικαιούχο (πέραν του πληρωτή) και επιβάλλει την υποχρέωση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, καθώς και στον ενδιάμεσο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, να θεσπίζουν αποτελεσματικές, βάσει αξιολόγησης κινδύνου, διαδικασίες, για να προσδιορίζουν εάν πρέπει να διενεργούν, να απορρίπτουν ή να αναστέλλουν τη μεταφορά κεφαλαίων όταν λείπει η απαραίτητη πληροφόρηση για τον πληρωτή και τον δικαιούχο.

Όπως προελέχθη, η εθνική νομοθεσία που αφορά στο Ξ.Τ. και την Χ.Τ. και ειδικότερα ο βασικός ν. 3691/2008 έχει υποστεί ήδη αλλεπάλληλες (μικρότερες ή μεγαλύτερες) παρεμβάσεις, με συνέπεια να έχει απωλέσει σε κάποιο βαθμό τη συστηματική και ορολογική συνοχή του. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ απαιτεί σωρεία επιπλέον τροποποιήσεων, την αντικατάσταση εκτεταμένων χωρίων του υφιστάμενου νόμου αλλά και την αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης ορισμένων ζητημάτων, με ορατό τον κίνδυνο δημιουργίας ενός δύσχρηστου και δυσλειτουργικού κειμένου. Για τον λόγο αυτό επελέγη η λύση της αντικατάστασης ολόκληρου του ν. 3691/2008 με ένα νέο, συνεκτικό νομοθέτημα, το οποίο θα συνδυάζει τις υφιστάμενες διατάξεις με εκείνες της ενσωματούμενης Οδηγίας. Στο πλαίσιο αυτό διατηρούνται και αναβαθμίζονται μηχανισμοί που δεν προβλέπονται ρητά από την Οδηγία, αλλά εξυπηρετούν την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, όπως η Επιτροπή Στρατηγικής (άρθρο 12 του Σχεδίου Νόμου) και ο Φορέας Διαβούλευσης Ιδιωτικού Τομέα (άρθρο 14 του Σχεδίου Νόμου), ενώ ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την ενίσχυση της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (που παραμένει στο άρθρο 7 του Σχεδίου Νόμου), τόσο καθόσον αφορά στο ανθρώπινο δυναμικό της, όσο και αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της.

Η ύλη του νόμου χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος (άρθρα 1-46) περιλαμβάνεται η ενσωμάτωση των διατάξεων της οδηγίας (οι βασικοί ορισμοί που αφορούν στον σκοπό και το αντικείμενο του νόμου, τα βασικά αδικήματα, τα υπόχρεα πρόσωπα, τα θεσμικά ζητήματα που αφορούν στον προσδιορισμό, τον ρόλο και την λειτουργία των αρμόδιων για τα ζητήματα Ξ.Τ. και Χ.Τ. αρχών, εξειδικεύεται η δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, οι υποχρεώσεις αναφοράς ύποπτων συναλλαγών και η απαγόρευση γνωστοποίησής της, η συλλογή-φύλαξη και χορήγηση πληροφοριών, η προστασία προσωπικών δεδομένων και τα στατιστικά αρχεία, οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις καθώς και οι κατασχέσεις και η δήμευση περιουσιακών στοιχείων). Στο δεύτερο μέρος (άρθρα 47-55) περιλαμβάνονται οι οργανωτικές διατάξεις για την Αρχή Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, καθώς και οι μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις

Ο νόμος περιλαμβάνει, επίσης, και δύο Παραρτήματα με ενδεικτικούς καταλόγους των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά χαμηλότερου και υψηλότερου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αντίστοιχα.

Β. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ

Άρθρο 1

Το άρθρο αυτό ορίζει τον σκοπό του νόμου, σε αντιστοιχία προς το αντικαθιστάμενο άρθρο 1 του ν. 3691/2008, με αναφορά πλέον στην νέα Οδηγία 2015/849/ΕΕ.

Άρθρο 2

Το άρθρο αυτό ορίζει το αντικείμενο του νόμου και περιέχει τους ορισμούς των αδικημάτων του Ξ. Χ. και της Χ.Τ., σε αντιστοιχία προς τα οριζόμενα στο άρθρο 1 της Οδηγίας. Η νέα διάταξη δεν προβαίνει παρά σε περιορισμένες λεκτικές βελτιώσεις σε σύγκριση με εκείνη του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, ενόψει και της επικείμενης υιοθέτησης της Πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου, η οποία θα αποτελέσει ενδεχομένως την αφορμή για μια επανεξέταση του παρόντος νομοθετικού πλαισίου.

Ο ορισμός του αδικήματος του Ξ.Χ. περιλαμβάνει, όπως και στον ισχύοντα νόμο, πέντε ομάδες «συμπεριφορών» που εντάσσονται στην έννοια της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων και οι βασικές υποστάσεις της επιδίωξης, της συγκάλυψης και της απομόνωσης, όπως αυτές έχουν επικρατήσει στα διεθνή συμβατικά κείμενα. Επαναλαμβάνεται, επίσης, στην παράγραφο 3, ότι το αδίκημα του Ξ.Χ. τελείται (και άρα εμπίπτει στη δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων) και όταν οι εγκληματικές δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία, έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον όμως πληρούται το κριτήριο του «διπλού αξιόποινου», δηλαδή οι δραστηριότητες αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν ελάμβαναν χώρα στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες (αν και όχι απαραίτητα βασικό αδίκημα για Ξ.Χ. ή Χ.Τ.) σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου κράτους. Εξάλλου, στην παράγραφο 4 επαναλαμβάνεται η διευκρίνιση ότι ως Χ.Τ. νοείται το αδίκημα που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 187Α ΠΚ, με το οποίο καλύπτεται η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρηματοδότηση τόσο τρομοκρατικών οργανώσεων, όσο και μεμονωμένων τρομοκρατών ή επιμέρους τρομοκρατικών πράξεων.

Η παράγραφος 6 του άρθρου 1 της Οδηγίας αναφορικά με τη γνώση, την πρόθεση ή τον σκοπό που απαιτούνται ως στοιχεία του πραγματικού των αδικημάτων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου καλύπτεται ήδη πλήρως στο δίκαιό μας ενόψει και της αρχής της ηθικής απόδειξης που κατοχυρώνεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και για το λόγο αυτόν δεν κρίνεται σκόπιμη πρόσθετη αναφορά στις παρούσες διατάξεις, όπως δεν είχε κριθεί σκόπιμο και στους ν. 2331/1995 και 3424/2005 (βλ. σχετικά μόνο Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, 2009, σελ. 101-103).

Άρθρο 3

Στο άρθρο αυτό, όπως και στο αντίστοιχο άρθρο 3 του ν. 3691/2008, ορίζονται οι εγκληματικές δραστηριότητες που νοούνται ως βασικά αδικήματα του Ξ.Χ., με τρόπο ώστε να καλύπτονται και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 παρ. 4 της Οδηγίας εγκλήματα. Ο ορισμός μερικών εκ των βασικών αδικημάτων επαναδιατυπώθηκε με αναφορά στις ισχύουσες σήμερα διατάξεις. Ειδικότερα, αναπροσαρμόσθηκαν το στοιχείο θ', ώστε η σχετική παραπομπή να αφορά στις διατάξεις του ν. 4139/2013 (Α' 74) που αντικατέστησε τον ν. 3459/2006, το στοιχείο ιγ' ώστε να αναφέρονται οι διατάξεις του ν. 4251/2014 (Α' 80) που αντικατέστησαν εκείνες του ν. 3386/2005, και το στοιχείο ιε' (πρώην ιζ'), ώστε η σχετική παραπομπή να γίνεται στα άρθρα 28 μέχρι 31 του ν. 4443/2016 (Α' 232) που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2014/57/ΕΕ και την εκτελεστική Οδηγία 2015/2392 και αντικατέστησε τον ν. 3340/2005 (Α' 112). Παράλληλα, με την περίπτωση ιστ' (πρώην ιη') δίνονται οι νέοι ορισμοί των εγκλημάτων φοροδιαφυγής, όπως ισχύουν μετά την κατάργηση των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 και την αντικατάστασή τους με το άρθρο 66 του ν. 4174/2013 (Α' 170), καθώς και του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α' 43) με τις διατάξεις του άρθρου 71 του ν. 4174/2013.

Επιπλέον στο νέο στοιχείο δ' προσετέθησαν τα αδικήματα της εμπορίας επιρροής- μεσάζοντες και της δωροληψίας και δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα (άρθρα 237A και 237Β ΠΚ), ώστε αφενός να καλύπτεται πλήρως η μη ποινικά τυποποιημένη έννοια της διαφθοράς - «corruption» (όπως αναφέρεται στο αγγλικό και γαλλικό κείμενο της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ) και αφετέρου λόγω της προτροπής προς την Ελλάδα, στο πλαίσιο της έκθεσης αξιολόγησής της για την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς (UNCAC), να ενταχθούν ρητώς στα βασικά αδικήματα για το Ξ.Χ. όλα τα αδικήματα της προαναφερόμενης Σύμβασης.

Σημειώνεται, ότι στην ίδια έκθεση αξιολόγησης η ενσωμάτωση των εν λόγω αδικημάτων στο ελληνικό ΠΚ κρίθηκε ως επιτυχής πρακτική.

Το τελευταίο στοιχείο ιη' (πρώην κ') παραμένει ως «γενική ρήτρα», καθώς ορίζει ως βασικό αδίκημα κάθε άλλο αδίκημα, εκτός των προαναφερόμενων στα στοιχεία α' έως ιζ', για το οποίο η ελάχιστη προβλεπόμενη ποινή είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.

Άρθρο 4

Το άρθρο 4 περιέχει βασικούς ορισμούς εννοιών που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του νόμου, σε αντιστοιχία με τους συναφείς ορισμούς του άρθρου 3 στοιχεία 1-3, 6, 8-17 της Οδηγίας, αλλά με διαγραφή ορισμένων εννοιών που δεν χρησιμοποιούνται πλέον στον νόμο και με σημαντικές διορθώσεις και τροποποιήσεις σε σύγκριση με το άρθρο 4 του ν. 3691/2008.

Η έννοια της περιουσίας της παραγράφου 1 είναι σύμφωνη με εκείνη του στοιχείου 3 του άρθρου 3 της Οδηγίας. Ο ορισμός δεν κάνει ειδική αναφορά στη συμπερίληψη των εσόδων στην έννοια της περιουσίας, αφού η σχέση των δύο εννοιών προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 2 του νόμου.

Στην παράγραφο 2 δίνεται ο ορισμός του πιστωτικού ιδρύματος, σε ενσωμάτωση του στοιχείου 1 του άρθρου 3 της Οδηγίας. Ο ορισμός προβλέπεται στον Κανονισμό 575/2013 και αναφέρεται στο ν. 4261/2014. Καθώς, βάσει της νομολογίας του ΔΕΕ οι Κανονισμοί δεν ενσωματώνονται, χρησιμοποιείται ο ορισμός όπως αναφέρεται στο ν.4261/2014.

Επισημαίνεται ότι τα γραφεία αντιπροσωπείας απαλείφονται από τον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων 211/1/5.12.2005, οι εργασίες τους είναι υποστηρικτικής και διαφημιστικής φύσεως, ενώ απαγορεύεται ρητά η ανάληψη συμβατικής δέσμευσης για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου πιστωτικού ιδρύματος ή η διενέργεια εισπράξεων- πληρωμών με πελάτες του αντιπροσωπευόμενου πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα, για τη διεκπεραίωση οποιασδήποτε από τις εργασίες που υπόκεινται σε καθεστώς εποπτείας. Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των διατάξεων πρόληψης του ξεπλύματος χρήματος, ενώ εάν ένα γραφείο αντιπροσωπείας διεξάγει παρανόμως εργασίες που δεν προβλέπονται, προβαίνει σε καταστρατήγηση διατάξεων προληπτικής εποπτείας και εφαρμόζονται οι κυρώσεις του ν. 4261/2014. Επιπρόσθετα, η υπό ενσωμάτωση Οδηγία 2015/849/ΕΕ δεν προβλέπει την υπαγωγή των γραφείων αντιπροσωπείας στα υπόχρεα πρόσωπα. Τέλος στον εν λόγω ορισμό δεν εμπίπτει η Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς, λόγω της φύσης των εργασιών της αντιμετωπίζει περιορισμένους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για τους οποίους λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής τους σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του νόμου.

Με την παράγραφο 3 δίνεται ο ορισμός του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, ο οποίος επαναπροσδιορίζεται, ώστε να ανταποκρίνεται στις επελθούσες αλλαγές στο σχετικό νομοθετικό πλαίσιο αλλά και να καλύπτει νέα είδη χρηματοπιστωτικών οργανισμών, σύμφωνα και με το στοιχείο 2 του άρθρου 3 της Οδηγίας. Σε σύγκριση με την αντίστοιχη παράγραφο 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 προστίθενται περαιτέρω τα στοιχεία ε', ζ', ιε' και ιζ', ενώ γίνεται και μια αναρίθμηση για σκοπούς συστηματικότερης ταξινόμησης.

Ειδικότερα, το στοιχείο α' αφορά πλέον στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής. Στο αντίστοιχο στοιχείο ιγ' της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008, διευκρινιζόταν ότι υπάγονταν στις υποχρεώσεις του νόμου όχι μόνο οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφαλίσεις ζωής αλλά και άλλες ασφαλίσεις με επενδυτικό χαρακτήρα. Το ίδιο ως άνω στοιχείο, όπως επαναδιατυπώνεται στο στοιχείο α' της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αφορά στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 10 και 11 σε συνδυασμό με το άρθρο 269 του ν. 4364/2016 (Α' 13) ή εφόσον πρόκειται για ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Επισημαίνεται ότι κάθε ασφάλιση που σχετίζεται με επενδύσεις είναι ασφάλιση ζωής κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 4364/2016· συνεπώς είναι περιττή η αναφορά σε παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με επενδύσεις.

Αναφορικά με το στοιχείο β' της παραγράφου 3 για τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές (πρώην στοιχείο ιδ' του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3691/2008), σημειώνεται ότι ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στις διατάξεις του π.δ. 190/2006 (Α' 196). Επίσης, σε σχέση με το στοιχείο θ' (πρώην στοιχείο στ') για τις ταχυδρομικές εταιρείες επισημαίνεται ότι αυτές περιλαμβάνονται στον ως άνω ορισμό στο μέτρο που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010 (Α' 113).

Με το στοιχείο ε' περιλαμβάνονται για πρώτη φορά στις διατάξεις του νόμου οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις, οι οποίες έχουν λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος βάσει του ν. 4354/2015 (Α' 176), εφόσον εμπίπτουν στις προϋποθέσεις της παραγράφου 25 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Στις προϋποθέσεις αυτές εμπίπτουν οι εν λόγω εταιρείες εφόσον: α) χορηγούν νέα δάνεια ή/και πιστώσεις σε δανειολήπτες, των οποίων δάνεια ή πιστώσεις διαχειρίζονται, με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση των δανείων τους ή την αναδιάρθρωση της δανειολήπτριας επιχείρησης δυνάμει ενός συγκεκριμένου σχεδίου αναδιάρθρωσης που συμφωνείται μεταξύ των μερών, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης συναίνεσης του δικαιούχου της απαίτησης ή β) εισπράττουν χρήματα δανειοληπτών για λογαριασμό των εντολέων τους ή γ) διαχειρίζονται δάνεια για λογαριασμό μη εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος που δεν υπόκειται πρωτογενώς στις σχετικές υποχρεώσεις.

Επίσης, στον ορισμό του χρηματοπιστωτικού οργανισμού προστίθενται με το στοιχείο ζ' τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α' 218), τα οποία είχαν εκ παραδρομής παραλειφθεί στον προηγούμενο νόμο, παρ' ότι αναφέρονταν στο άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3691/2008 ως υπόχρεα πρόσωπα υποκείμενα στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Με το στοιχείο ιε' προστίθενται οι εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, όπως ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2367/1995 (Α' 261). Με το στοιχείο ιζ' προστίθενται, τέλος, οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, η έννοια των οποίων περιλαμβάνεται στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 (Α' 253). Στην έννοια των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων περιλαμβάνονται και οι εταιρίες διαχείρισης οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων.

Αναφορικά με το στοιχείο ιβ' της παραγράφου 3 επισημαίνεται ότι περιλαμβάνει και τις εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία, καθώς και τις ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών. Καλύπτει επομένως τα στοιχεία η', θ' και ι' του ν. 3691/2008. Για κάποιους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της παραγράφου 3 του νόμου επιλέχθηκε ό όρος «εταιρείες», ως ευρύτερος, αντί του όρου «ανώνυμες εταιρείες» του ν. 3691/2008, ώστε να περιλαμβάνονται όλα τα είδη των εταιρειών. Στο στοιχείο ιη' (πρώην ιε') έχουν διαγραφεί τα γραφεία αντιπροσωπείας κατ' αντιστοιχία με την διαγραφή τους από τον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος. Τέλος, στο στοιχείο ιθ' (πρώην ιστ') έχουν διαγραφεί οι εταιρείες συμμετοχών, οι οποίες δεν αναφέρονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Οι εν λόγω εταιρείες δεν υπάρχει λόγος να αποτελούν οι ίδιες υπόχρεα πρόσωπα, δεδομένου ότι κατέχουν μετοχές άλλων εταιρειών, οι οποίες ούτως ή άλλως αποτελούν υπόχρεα πρόσωπα εφόσον ασκούν δραστηριότητες που τις εντάσσουν στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Ο ορισμός του Χρηματοπιστωτικού Ομίλου της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται με το ορισμό του «Ομίλου» της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του νόμου, κατ' αντιστοιχία προς τον ορισμό του άρθρου 3 στοιχείο 15 της Οδηγίας, ενώ περιλαμβάνονται στην έννοια αυτή και επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251).

Στην παράγραφο 5 διατηρείται ο ορισμός της «Αρχής», με αναφορά πλέον στην νέα ονομασία της, ενώ στην παράγραφο 6 διατηρείται για πρακτικούς λόγους και για την αποφυγή επαναλήψεων ο ορισμός του «προσώπου», στον οποίο περιλαμβάνονται εκτός από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και οι κάθε μορφής νομικές οντότητες. Οι έννοιες του «νομικού προσώπου» και της «νομικής οντότητας» τίθενται όπως αυτές έχουν ήδη ορισθεί στο άρθρο 2 περ. γ' και δ' του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013). Στην πρώτη περιλαμβάνεται «κάθε επιχείρηση ή εταιρεία με νομική προσωπικότητα ή ένωση επιχειρήσεων ή εταιρειών με νομική προσωπικότητα, ενώ στην δεύτερη «κάθε μόρφωμα εταιρικής ή μη οργάνωσης και κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα που δεν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως ιδίως συνεταιρισμός, οργανισμός, υπεράκτια ή εξωχώρια εταιρεία, κάθε μορφής εταιρεία ιδιωτικών επενδύσεων, κάθε μορφής καταπίστευμα ή εμπίστευμα ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, κάθε μορφής ίδρυμα ή σωματείο ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, κάθε μορφή προσωπικής επιχείρησης ή οποιαδήποτε οντότητα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε μορφής κοινή επιχείρηση, κάθε μορφής εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίου ή περιουσίας ή διαθήκης ή κληρονομίας ή κληροδοσίας ή δωρεάς, κάθε φύσης κοινοπραξία, κάθε μορφής εταιρεία αστικού δικαίου, συμμετοχικές ή αφανείς εταιρείες, (και) κοινωνίες αστικού δικαίου».

Στην παράγραφο 7 μεταφέρεται (από την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008) ο ορισμός του «χρηματοπιστωτικού τομέα» - από τον οποίο διαγράφεται η καταργηθείσα Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης - και στην παράγραφο 8 (από την παράγραφο 10 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008) ο ορισμός της «εικονικής τράπεζας», ο οποίος αντιστοιχεί στον ορισμό του άρθρου 3 στοιχείο 17 της Οδηγίας.
Με τις παραγράφους 9, 10 και 11 επαναδιατυπώνεται ο ορισμός των πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων, των μελών της οικογένειάς τους και των στενών συνεργατών τους με βάση το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 3 στοιχεία 9-11 της Οδηγίας) και τις αναθεωρημένες Συστάσεις της FATF, με την σύμπτυξη στο σημείο αυτό της παραγράφου 11 του άρθρου 4 και του άρθρου 22 του ν. 3691/2008. Οι εν λόγω διατάξεις είναι προληπτικής φύσης και δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι στιγματίζουν πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα ως εμπλεκόμενα σε εγκληματικές δραστηριότητες. Η άρνηση επιχειρηματικής σχέσης με πρόσωπο απλώς λόγω του προσδιορισμού του ως πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου είναι αντίθετη με το πνεύμα και το γράμμα του παρόντος νόμου.

Στην παράγραφο 12 διατηρείται ο ορισμός του «λογαριασμού πλάγιας πρόσβασης (payable-through account)», ενώ στην νέα παράγραφο 13 ορίζεται η έννοια της «σχέσης ανταπόκρισης» σε αντιστοιχία προς τον ορισμό του άρθρου 3 στοιχείο 8 της Οδηγίας. Στις παραγράφους 14-15 μεταφέρονται οι ορισμοί της «ύποπτης» και της «ασυνήθους» συναλλαγής ή δραστηριότητας (από τις παραγράφους 13-14 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008), ενώ στην παράγραφο 16 επαναδιατυπώνεται ο ορισμός της «επιχειρηματικής σχέσης», κατ' αντιστοιχία με το στοιχείο 13 του άρθρου 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Σημειώνεται ότι η έννοια της «επιχειρηματικής σχέσης», πρέπει να νοείται υπό ευρεία έννοια, ως περιλαμβάνουσα και τις επαγγελματικές δραστηριότητες των ιδίων των υπόχρεων προσώπων και όχι μόνο των πελατών τους (ιδίως πώληση περιουσιακών τους στοιχείων, όπως ακίνητα ή χαρτοφυλάκια δανείων), καθώς και συμβάσεις ή συμφωνίες για παροχή υπηρεσιών από ελεύθερους επαγγελματίες, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει πρόθεση διάρκειας αυτής της σύμβασης ή συμφωνίας.

Η παράγραφος 17 περιλαμβάνει επαναδιατυπωμένο τον ορισμό του πραγματικού δικαιούχου (που βρισκόταν στην παράγραφο 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008), κατ' αντιστοιχία με το στοιχείο 6 του άρθρου 3 της Οδηγίας, με στόχο τον προσδιορισμό της ταυτότητας κάθε φυσικού προσώπου, το οποίο κατέχει νομική οντότητα ή ασκεί έλεγχο επ' αυτής. Προκειμένου να διασφαλισθεί ουσιαστική διαφάνεια, θα πρέπει να καλύπτεται το ευρύτερο δυνατό φάσμα νομικών οντοτήτων που έχουν συσταθεί ή δημιουργηθεί στην χώρα. Σημειώνεται ότι ως ιδιοκτησιακό δικαίωμα νοούνται και οι περιπτώσεις επικαρπίας, ενεχύρου, καθώς και τα μοντέρνα ιδιοκτησιακά καθεστώτα. Μολονότι ο εντοπισμός ενός συγκεκριμένου ποσοστού συμμετοχής στο κεφάλαιο ή κατοχής δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν οδηγεί αυτομάτως στην εξεύρεση του πραγματικού δικαιούχου, θα πρέπει να αποτελεί ωστόσο έναν αποδεικτικό παράγοντα μεταξύ άλλων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Η εξακρίβωση και ο έλεγχος της ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων θα πρέπει, κατά περίπτωση, να επεκτείνεται σε νομικές οντότητες που κατέχουν άλλες νομικές οντότητες και τα υπόχρεα πρόσωπα θα πρέπει να αναζητούν το ή τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία τελικά ασκούν έλεγχο μέσω ιδιοκτησίας ή με άλλα μέσα της νομικής οντότητας-πελάτη. Ο έλεγχος με άλλα μέσα μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια ελέγχου που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, όπως μέσω συμφωνίας μετόχων, της άσκησης δεσπόζουσας επιρροής ή της εξουσίας διορισμού ανωτέρων διοικητικών στελεχών. Ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα να μπορεί να εξακριβωθεί και το οποίο τελικά κατέχει ή ελέγχει μία νομική οντότητα. Σε τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις, τα υπόχρεα πρόσωπα, έχοντας εξαντλήσει όλα τα άλλα μέσα εξακρίβωσης, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες, μπορούν να θεωρήσουν τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ως τους πραγματικούς δικαιούχους.

Στην παράγραφο 18 προστίθεται ο ορισμός του ανώτερου διοικητικού στελέχους, ως στέλεχος που γνωρίζει τον βαθμό έκθεσης σε κίνδυνο ξεπλύματος, με εμπειρία στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν την έκθεση της οντότητας σε κίνδυνο ξεπλύματος, περιγράφοντας στελέχη με επαρκώς υψηλή ιεραρχική θέση, όπως αποδίδεται ο όρος «seniority» του στοιχείου 12 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ. Με τις παραγράφους 19 και 20 προστίθενται επίσης νέοι ορισμοί, των «υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών» και του «ηλεκτρονικού χρήματος», σε αντιστοιχία με το άρθρο 3 στοιχεία 14 και 16 της Οδηγίας. Ειδικά για τον ορισμό των υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών (παράγραφος 19), διευκρινίζεται ότι η διοργάνωση και η διεξαγωγή παιγνίου ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ιη' και ιθ' του άρθρου 25 του ν. 4002/2011 (Α' 180) αντίστοιχα, οι οποίες προστέθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου 173 του ν. 4261/2014 (Α' 107). Καθόσον αφορά στον ορισμό του ηλεκτρονικού χρήματος (παράγραφος 20), αυτός αναφέρεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α' 218), σε πράξεις πληρωμών όπως ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010 (Α' 113). Στην παράγραφο 21 προσδιορίζονται οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ), στις οποίες γίνονται σποραδικά παραπομπές στο πλαίσιο του νόμου.

Στην παράγραφο 22 ως «Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών» ορίζεται για την Ελλάδα η Αρχή Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και για τα άλλα κράτη μέλη, η αρμόδια Μονάδα για την πρόληψη, ανίχνευση και αποτελεσματική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 5

Στο άρθρο αυτό, όπως και στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008, ορίζονται τα υπόχρεα πρόσωπα, δηλαδή τα πρόσωπα που υπόκεινται στις υποχρεώσεις του νόμου, σε ενσωμάτωση του άρθρου 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Οι περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο ακολουθούν νέα αρίθμηση και έχουν προσαρμοσθεί στις επελθούσες εντωμεταξύ αλλαγές του συναφούς νομοθετικού πλαισίου.

Στα στοιχεία α' και β' της παραγράφου 1 παραμένουν ως υπόχρεα πρόσωπα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Στα υπόχρεα πρόσωπα υπό το στοιχείο γ' περιλαμβάνονται οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι εταιρείες ορκωτών ελεγκτών- λογιστών που έχουν εγγραφεί στο δημόσιο μητρώο της ΕΛΤΕ, αλλά και οι ιδιώτες ελεγκτές, στους οποίους ανήκουν οι ελεγκτές που ασκούν διαχειριστικό, εσωτερικό ή οποιασδήποτε άλλης μορφής έλεγχο επί των οικονομικών αποτελεσμάτων μιας επιχείρησης, χωρίς να έχουν ιδιότητα υπαλλήλου ή σχέση εξαρτημένης εργασίας. Αναφορικά με το στοιχείο δ' της παραγράφου 1, διευκρινίζεται ότι με τον όρο εξωτερικός λογιστής-φοροτεχνικός εννοείται ο μη συνδεόμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή άλλη παρόμοια μόνιμη σχέση λογιστής-φοροτεχνικός, του οποίου η επαγγελματική δραστηριότητα ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2515/1997 (Α' 154) και του Π.Δ. 340/1998 (Α' 228).

Σύμφωνα με το στοιχείο ε' της παραγράφου 1 στις διατάξεις του νόμου εμπίπτουν οι μεσίτες ακινήτων του ν.4093/2012 (Α'222) , οι μεσίτες πιστώσεων, καθώς και οι πιστωτικοί φορείς του ν.4438/2016 (Α' 220), που δεν περιλαμβάνονται ήδη στα υπόχρεα πρόσωπα βάσει ειδικότερης διάταξης του παρόντος νόμου. Στο διευρυμένο στοιχείο στ' εμπίπτουν οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις που διοργανώνουν ή/και διεξάγουν τυχερά παιχνίδια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που λειτουργούν ή εκμεταλλεύονται τις υποδομές και τους χώρους διεξαγωγής των παιγνίων.

Οι έμποροι και οι εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας αποτελούν, σύμφωνα με το στοιχείο ζ' της παραγράφου 1, υπόχρεα πρόσωπα στο βαθμό που πραγματοποιούν συναλλαγές σε μετρητά ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και άνω (αντί του ισχύοντος ορίου των 15.000 ευρώ και άνω), με στόχο να αυξηθεί η επαγρύπνηση και να μετριασθούν οι κίνδυνοι τους οποίους εγκυμονούν οι συναλλαγές σε μετρητά. Στο στοιχείο αυτό περιλαμβάνονται και οι εκπλειστηριαστές, οι οποίοι είναι οι εμπλεκόμενοι σε εμπορικές δικαιοπραξίες του ιδιωτικού τομέα που αφορούν σε κινητά πράγματα, καθώς και οι οίκοι δημοπρασιών.

Αξιοποιείται η δυνατότητα επέκτασης του πεδίου εφαρμογής σε επαγγελματικούς κλάδους/κατηγορίες επιχειρήσεων και προστίθενται ως υπόχρεα πρόσωπα αυτά που αναφέρονται στην Κ.Υ.Α. 1077797/20542/ΔΕ-Ε/8.6.2010 «Ορισμός κριτηρίων προσδιορισμού των εμπόρων αγαθών μεγάλης αξίας ως υπόχρεων προσώπων του ν. 3691/2008» και συγκεκριμένα :
α) Οι επιχειρήσεις εξόρυξης, παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, οι επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων μετάλλων και παραγώγων προϊόντων, οι επιχειρήσεις εμπορίας μαργαριταριών και κοραλλιών και οι επιχειρήσεις κατασκευής και εμπορίας κοσμημάτων και ρολογιών.
β) Οι επιχειρήσεις εμπορίας παλαιών αντικειμένων αξίας (αντίκες), αρχαιοτήτων, μεταλλίων, παλαιών γραμματοσήμων και νομισμάτων και λοιπών συλλεκτικών ειδών αξίας, οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες παραγωγής ή κατασκευής και εμπορίας έργων και αντικειμένων τέχνης γενικά, καθώς και μουσικών οργάνων.
γ) Οι επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ταπήτων και χαλιών, ειδών γουνοποιίας, δερμάτινων ειδών και ενδυμάτων γενικά, αξίας, ανά μονάδα είδους, μεγαλύτερης των 8.000 (οκτώ χιλιάδων) ευρώ.
δ) Οι επιχειρήσεις εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ελικοπτέρων, αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής γενικά.

Διατηρείται, η πρόβλεψη έκδοσης κοινής υπουργικής απόφασης , με την οποία θα ορίζονται τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των εμπόρων και εκπλειστηριαστών αγαθών μεγάλης αξίας.

Το στοιχείο η' αναφέρεται στους ενεχυροδανειστές οι οποίοι, κατόπιν εκτίμησης του κινδύνου που ενέχει η δραστηριότητα που ασκούν, επελέγη να συνεχίσουν να αποτελούν υπόχρεα πρόσωπα και στους αργυραμοιβούς, αξιοποιώντας στο σημείο αυτό τη δυνατότητα που παρέχει η παράγραφος 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 για επέκταση του πεδίου εφαρμογής της και σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους, πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 2 της εν λόγω Οδηγίας. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας θα πρέπει να ενημερωθεί σχετικά με την επέκταση αυτή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Στο στοιχείο θ' της παραγράφου 1 περιλαμβάνονται, ακολουθώντας την διατύπωση και τους περιορισμούς του στοιχείου ιγ' του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 και της αιτιολογικής σκέψης 9 της Οδηγίας, οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι. Αναφορικά με τα υπόχρεα πρόσωπα του στοιχείου ι', διευκρινίζεται ότι είναι κυρίως νομικά πρόσωπα ή οντότητες (trust or company service providers) που παρέχουν ορισμένες υπηρεσίες σε εταιρείες και εμπιστεύματα (trusts) και δεν περιλαμβάνονται σε αυτά δικηγόροι, συμβολαιογράφοι ή λογιστές. Τα πρόσωπα αυτά λειτουργούν σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες) και γι' αυτό περιλαμβάνονται στο σχετικό στοιχείο γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 2 της Οδηγίας. Στην Ελλάδα δεν φαίνεται να αποκλείεται η σύσταση τέτοιων νομικών προσώπων ή οντοτήτων από την εθνική νομοθεσία ή τουλάχιστον η άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας ως δευτερεύουσας από νομικά πρόσωπα ή οντότητες με συναφή κύρια δραστηριότητα. Παράλληλα, προβλέπεται η έκδοση υπουργικής απόφασης για εξειδίκευση των προϋποθέσεων και των όρων σύστασης, λειτουργίας και εγγραφής σε μητρώο των συγκεκριμένων υπόχρεων προσώπων.

Η δυνατότητα ορισμού πρόσθετων κατηγοριών υπόχρεων προσώπων εναπόκειται σε νομοθετική πρωτοβουλία και όχι σε υπουργική ευχέρεια, λόγω της σοβαρότητας του συγκεκριμένου θέματος. Για το λόγο αυτό δεν συμπεριελήφθη στον νόμο διάταξη αντίστοιχη της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 3691/2008. Αντίθετα, στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 ρυθμίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες υπόχρεο φυσικό πρόσωπο (π.χ. λογιστής- φοροτεχνικός) αναλαμβάνει επαγγελματική δραστηριότητα ως υπάλληλος είτε υπόχρεου είτε μη υπόχρεου νομικού προσώπου. Πρόκειται για μεταφορά στο σημείο αυτό, για συστηματικούς λόγους, της παραγράφου 8 του άρθρου 13 του ν. 3691/2008, με την οποία ενσωματώνεται ταυτόχρονα η παράγραφος 1 εδ. γ' του άρθρου 46 της Οδηγίας.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Ανάπτυξης, κατόπιν εισήγησης της Αρχής, δύναται να ορίζονται τα ειδικότερα κριτήρια για τον προσδιορισμό των υπόχρεων προσώπων των περιπτ. ζ και η της παρ. 2, καθώς και οι ειδικότερες υποχρεώσεις στις οποίες αυτά υπόκεινται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 17 επ, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τη φύση και το ύψος των συναλλαγών.

Άρθρο 6

Ορίζονται οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τα υπόχρεα πρόσωπα ως προς τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, καθώς και τις κατηγορίες των υπόχρεων προσώπων που εποπτεύονται από κάθε εποπτική αρχή. Ειδικά, σύμφωνα με το στοιχείο β' της παραγράφου 2, σημειώνεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες και δραστηριότητες, σύμφωνα με τον ν. 3606/2007, σε χρηματοοικονομικά μέσα, μεταξύ των οποίων και δυαδικά συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των τυχερών παιγνίων ή των προϊόντων στοιχηματισμού.

Με το στοιχείο γ' της παραγράφου 2 ορίζεται ως νέα αρμόδια αρχή για τους ενεχυροδανειστές το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Η μεταφορά της εποπτείας από την Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας κρίθηκε αναγκαία, καθώς οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας ορίζονται με την υπ' αριθ. 5/2011 Αστυνομική Διάταξη. Στην αρμοδιότητα των Αστυνομικών Αρχών ανήκει ο έλεγχος των ανωτέρω, η χορήγηση έγκρισης άσκησης της δραστηριότητας του ενεχυροδανειστή μέσω καταχώρησής του στην ηλεκτρονική βάση P.O.L και η έκδοση απόφασης απαγόρευσης άσκησης της εν λόγω δραστηριότητας, στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Επίσης με την ως άνω Διάταξη προβλέπεται η υποχρέωση των ενεχυροδανειστών να καταχωρούν τα στοιχεία πελατών και συναλλαγών σε ειδικό βιβλίο που θεωρείται από την αρμόδια αστυνομική αρχή και να ενημερώνουν τις εν λόγω αρχές σε περίπτωση υπόνοιας για μη νόμιμη κατοχή των προσκομιζομένων σε αυτούς αντικειμένων ή μη νόμιμων αποδεικτικών ταυτότητας των πελατών τους. Οι υποχρεώσεις αυτές προσομοιάζουν με την υποχρέωση τήρησης μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και αποστολής αναφοράς ύποπτης συναλλαγής από τους ενεχυροδανειστές, που λειτουργούν έτσι ως υπόχρεα πρόσωπα του οικείου νόμου. Συνεπώς, οι αστυνομικές αρχές θεωρούνται καταλληλότερες ως προς τον έλεγχο συμμόρφωσης των ενεχυροδανειστών ως υπόχρεων προσώπων, λόγω της ιδιαιτερότητας των ανωτέρω επαγγελμάτων και του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία τους.

Επιπρόσθετα, το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας ορίζεται ως αρμόδια αρχή για τους αργυραμοιβούς καθώς οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας ορίζονται με την υπ' αριθ. 5/2011 Αστυνομική Διάταξη.

Με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ενσωματώνονται οι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 48 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, οι οποίες αναφέρονται στην συχνότητα, την ένταση και την κατανομή των πόρων της εποπτείας που ασκούν οι αρμόδιες αρχές στα υπόχρεα πρόσωπα της αρμοδιότητάς τους, βάσει της κατανόησης των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας της χώρας και της αξιολόγησης του προφίλ κινδύνου των υπόχρεων προσώπων. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να εποπτεύουν την προσέγγιση βάσει κινδύνου των υπόχρεων προσώπων, αλλά και να εφαρμόζουν οι ίδιες προσέγγιση βάσει κινδύνου, σύμφωνα και με τη Σύσταση 26 της FATF και την παράγραφο 1 της σχετικής ερμηνευτικής της σημείωσης. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές προκειμένου να διαμορφώσουν το προφίλ κινδύνου των υπόχρεων προσώπων λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, το πλήθος των υπόχρεων προσώπων, τον βαθμό κινδύνου που συνδέεται με τη φύση και το μέγεθος των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων και κυρίως με τους πελάτες και τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παρέχουν, το νομικό πλαίσιο που διέπει τις δραστηριότητές τους, καθώς και την επάρκεια και εφαρμογή των εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών που τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες και των μικρών υπόχρεων προσώπων, ώστε να διασφαλίζεται μεταχείριση προσαρμοσμένη στις ειδικές ανάγκες τους και στη φύση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.

Η παράγραφος 3 εξειδικεύει τις εποπτικές αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών, ώστε να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των υπόχρεων προσώπων με τις υποχρεώσεις που θέτει ο παρών νόμος, σύμφωνα και με την παράγραφο 1 του άρθρου 48 της Οδηγίας. Με το στοιχείο α' της παραγράφου 3 εξουσιοδοτούνται οι αρμόδιες αρχές να καθορίζουν με κανονιστικές αποφάσεις τους τις λεπτομέρειες εφαρμογής των επί μέρους υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο, καθώς και να επιβάλλουν μειωμένες υποχρεώσεις (όπως προβλέπεται ήδη στο άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 3691/2008), λαμβάνοντας υπόψη τους αναφερόμενους στη διάταξη παράγοντες. Για παράδειγμα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες (συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, λογιστές, μεσίτες ακινήτων, έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας κτλ.) δεν μπορούν αντικειμενικά να εφαρμόζουν σε πλήρη έκταση τα μέτρα δέουσας επιμέλειας, την τήρηση αρχείων ή τον εσωτερικό έλεγχο. Ομοίως, με αντίστοιχες κανονιστικές αποφάσεις δύνανται να καθορίζονται (ενόψει και του άρθρου 5 της Οδηγίας) πρόσθετες ή αυστηρότερες υποχρεώσεις ή/και ποσοτικά όρια πέραν των προβλεπόμενων στον παρόντα νόμο, για ορισμένους τομείς (όπως ενδεικτικά ορισμένες εκ των υπηρεσιών τυχερών παιγνίων), που παρουσιάζουν αποδεδειγμένα αυξημένο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Περαιτέρω, στο στοιχείο β' επαναλαμβάνεται η κατ' άρθρο 6 παρ. 4 στοιχείο γ' του ν. 3691/2008 αρμοδιότητα των αρμόδιων αρχών για καθοδήγηση των υπόχρεων προσώπων με κατάλληλες οδηγίες και εγκυκλίους, αλλά και όποιες άλλες μεθόδους κριθούν πρόσφορες, ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Οι διατάξεις αυτές αρκούν για να καλύψουν την εξειδίκευση των μέτρων που αφορούν σε ειδικές κατηγορίες υπόχρεων προσώπων, όπως λ.χ. των προβλεπόμενων μέχρι τώρα στο άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3691/2008 αναφορικά με τις υποχρεώσεις των καζίνο.

Σύμφωνα με το στοιχείο γ' της παραγράφου 3, το οποίο ενσωματώνει την παράγραφο 2 του άρθρου 46 της Οδηγίας, τα υπόχρεα πρόσωπα ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές σχετικά με νέες μεθόδους και πρακτικές διάπραξης ξεπλύματος χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (τυπολογίες), καθώς και αναφορικά με κινδύνους που συνδέονται με συγκεκριμένους κλάδους ή δραστηριότητες. Σύμφωνα με το στοιχείο δ', τα υπόχρεα πρόσωπα ενημερώνονται επίσης για πληροφορίες και ανακοινώσεις που αφορούν στη συμμόρφωση ή μη χωρών προς την ενωσιακή νομοθεσία και τις Συστάσεις της FATF.

Με τα στοιχεία ε' και ζ' της παραγράφου 3 ενσωματώνονται οι παράγραφοι 2 εδ. α' και 8 του άρθρου 48 της Οδηγίας. Ειδικότερα, το στοιχείο ε' αναφέρεται στην αρμοδιότητα των ε αρμόδιων αρχών να διεξάγουν ελέγχους για να διαπιστώσουν την επάρκεια και καταλληλότητα των πολιτικών, μέτρων και διαδικασιών που εφαρμόζουν τα υπόχρεα πρόσωπα, εξετάζοντας δεόντως τις εκτιμήσεις κινδύνου των τελευταίων, οι οποίες εξαρτώνται κατ' ελάχιστον από τις μεταβλητές κινδύνου που καθορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 11 του παρόντος νόμου. Επιπλέον, με το στοιχείο ζ', διασφαλίζεται η πρόσβαση των αρμόδιων αρχών σε στοιχεία ή δεδομένα που διαθέτουν τα υπόχρεα πρόσωπα και είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των εποπτικών και ελεγκτικών τους καθηκόντων.

Το στοιχείο στ' της παραγράφου 3 ρυθμίζει την περίπτωση στην οποία υπόχρεο πρόσωπο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργεί εγκαταστάσεις στην ελληνική επικράτεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 48 της Οδηγίας. Εξάλλου, με το στοιχείο η' ενσωματώνεται η παράγραφος 3 του άρθρου 47 της Οδηγίας, η οποία ορίζει την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίζουν πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για συναφή αδικήματα να κατέχουν διευθυντική θέση ή να είναι πραγματικοί δικαιούχοι υπόχρεου προσώπου. Τυχόν ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις, στο πλαίσιο αξιολόγησης της καταλληλότητας των προσώπων αυτών, θα πρέπει να διενεργούνται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 4360/2016 που ενσωματώνει την απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου και την απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

Το στοιχείο θ' της παραγράφου 3 ενσωματώνει τις παραγράφους 1 -2 του άρθρου 61 της Οδηγίας, οι οποίες ορίζουν την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση των καταγγελιών, που αφορούν σε παραβάσεις από τα υπόχρεα πρόσωπα των διατάξεων του νόμου και καθορίζει κατ' ελάχιστον το περιεχόμενό τους. Τέλος, το στοιχείο ι' αναφέρεται στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε βάρος των υπόχρεων προσώπων που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46. Επίσης προβλέπει την υποχρέωση ενημέρωσης των ΕΕΑ σχετικά με τις κυρώσεις και τα μέτρα που έχουν επιβληθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 62 της Οδηγίας.

Στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου προβλέπεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία έχει και την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής, μετά από την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που δύναται να ενέχουν ορισμένες από τις δραστηριότητές της, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή αυτών.

Με την παράγραφο 5 ενσωματώνεται η παράγραφος 2 του άρθρου 2 της Οδηγίας, όπου δίνεται η δυνατότητα στο κάθε κράτος μέλος να εξαιρεί, μερικώς ή ολικώς, υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, πλην αυτών που παρέχονται από τις επιχειρήσεις καζίνο, από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν. Οι υπηρεσίες αυτές δύναται να εξαιρούνται κατόπιν κατάλληλης εκτίμησης κινδύνου, η οποία στην αιτιολόγησή της περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο λήφθηκαν υπόψη τυχόν πορίσματα των εκθέσεων που εκπονεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς και το πόσο ευάλωτες είναι οι υπηρεσίες αυτές σε συναλλαγές εν όψει των χρησιμοποιούμενων μεθόδων πληρωμής. Τυχόν απόφαση εξαίρεσης κοινοποιείται υποχρεωτικά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου προβλέπεται ότι οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σε αυτήν συγκροτούν ειδικές υπηρεσιακές μονάδες, οι οποίες στελεχώνονται επαρκώς και διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς και τεχνικούς πόρους για τον έλεγχο συμμόρφωσης των εποπτευόμενων από αυτές υπόχρεων προσώπων. Η εν λόγω πρόβλεψη περιλαμβάνεται και στην παράγραφο 2 εδ. β' του άρθρου 48 της Οδηγίας.

Η παράγραφος 8 αναφέρεται στη συνεργασία με τις ΕΕΑ και την παροχή πληροφοριών σε αυτές, σύμφωνα και με το άρθρο 50 της Οδηγίας.

Άρθρο 7

Στο άρθρο 7 αναφέρονται αναλυτικά οι αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών που λειτουργεί ως Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου κατ' εφαρμογή του άρθρων 7 και 49 της Οδηγίας. Η διάταξη δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα από την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3691/2008, με εξαίρεση την διαγραφή των αρμοδιοτήτων των στοιχείων α' και γ' της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 8 που κρίθηκε ότι δεν προσιδιάζουν στον χαρακτήρα του φορέα ή ότι δεν υπάρχουν οι πρακτικές δυνατότητες για την άσκησή τους.

Άρθρο 8

Το άρθρο 8 αφορά στη σύσταση Επιτροπής Στρατηγικής κατ' εφαρμογή του άρθρων 7 και 49 της Οδηγίας και κατ' αντιστοιχία προς το άρθρο 9 του ν. 3691/2008. Η βασική διαφοροποίηση σε σχέση με το ισχύον καθεστώς έγκειται στον τρόπο συγκρότησης της Επιτροπής, που γίνεται με αναφορά στους κατόχους συγκεκριμένων θέσεων στους φορείς απ' όπου προέρχονται τα μέλη και χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση υπουργικής απόφασης για τον διορισμό τους. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η συμμετοχή υψηλόβαθμων στελεχών της δημόσιας διοίκησης, όπως αρμόζει στον χαρακτήρα και στα καθήκοντα της Επιτροπής, και αποφεύγεται η ανάγκη έκδοσης νέας υπουργικής απόφασης κάθε φορά που μετατίθεται ή αποχωρεί κάποιο μέλος, πράγμα που δημιουργούσε προσκόμματα στην τακτική σύγκλιση και λειτουργία της Επιτροπής.

Η παράγραφος 3 αναφέρεται στον ορισμό των αναπληρωματικών μελών, αλλά και στη δυνατότητα συμμετοχής στις συνεδριάσεις και εξειδικευμένων στελεχών ανάλογα με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, ενώ η παράγραφος 4 ρυθμίζει την σύγκλιση τακτικών ή έκτακτων συνεδριάσεων (οι πρώτες προβλέπεται να συγκαλούνται τουλάχιστον ανά εξάμηνο αντί του ισχύοντος, πρακτικά ανεφάρμοστου διμήνου), την ανάθεση της εξέτασης εξειδικευμένων θεμάτων σε ομάδες εργασίας, τη σύνταξη Κανονισμού Λειτουργίας με την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών και το περιεχόμενο αυτού. Στην παράγραφο 5 προβλέπεται η δυνατότητα της Επιτροπής να καλεί εκπροσώπους και άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων, με ρητή αναφορά του φορέα διαβούλευσης του άρθρου 14, για να εξετάζονται θέματα αρμοδιότητάς τους, ενώ στην παράγραφο (όπως και στην παράγραφο 5 του άρθρου 9 ν. 3691/2008) προβλέπεται η παροχή γραμματειακής υποστήριξης της Επιτροπής από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.

Στην παράγραφο 7 αναφέρονται αναλυτικά οι αρμοδιότητες της Επιτροπής, έχοντας ως κεντρικό άξονα τον εντοπισμό, την ανάλυση, την εκτίμηση και την αντιμετώπιση των εκάστοτε υφιστάμενων κινδύνων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 της Οδηγίας, τη χάραξη στρατηγικής και γενικών πολιτικών που απαιτούν συντονισμένη δράση, καθώς και την ανάληψη χρήσιμων πρωτοβουλιών στο σχετικό πεδίο. Σύμφωνα με την παράγραφο 9, η Επιτροπή εξακολουθεί να έχει υποχρέωση υποβολής έκθεσης πεπραγμένων στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ενώ στην παράγραφο 10 επαναλαμβάνεται η πρόβλεψη της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του ν. 3691/2008 περί του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής.

Άρθρο 9

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, οι οποίες επαναλαμβάνουν εν_ πολλοίς τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3691/2008, επιδιώκεται ο περιορισμός της τρωτότητας που χαρακτηρίζει ορισμένες εμπορικές, επιχειρηματικές ή μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες, οι οποίες θεωρούνται από την εθνική και διεθνή εμπειρία ως «ευάλωτες» αναφορικά με τον κίνδυνο χρησιμοποίησής τους με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ο βαθμός επικινδυνότητας κάθε κατηγορίας δραστηριότητας διαφέρει ως προς τα δύο είδη αδικημάτων.

Στην παράγραφο 1 προβλέπεται η λήψη των αναγκαίων οργανωτικών μέτρων από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. για τον εντοπισμό πιθανών περιπτώσεων διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μέσω των αγοραπωλησιών ακινήτων. Παρόμοια μέτρα λαμβάνουν οι φορολογικές και τελωνειακές αρχές, καθώς και το Σ.Δ.Ο.Ε. για την αντιμετώπιση των κινδύνων για Ξ.Χ. και Χ.Τ. μέσω του διασυνοριακού και εξωτερικού εμπορίου (παρ. 2).

Η παράγραφος 3 αναφέρεται στα μέτρα που οφείλουν να λαμβάνουν οι αρμόδιες φορολογικές υπηρεσίες, καθώς και το Σ.Δ.Ο.Ε., σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και άλλων Υπουργείων ή δημόσιων φορέων που τηρούν μητρώα εταιρειών κάθε νομικής μορφής, τα οποία αφορούν μεταξύ άλλων στη σύσταση ή αλλαγή καταστατικού ή εγκρίνουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, για την πρόληψη και καταστολή χρησιμοποίησης εταιρειών ή εταιρικών σχημάτων για σκοπούς διάπραξης αδικημάτων Ξ.Χ. και Χ.Τ.

Η παράγραφος 4 αναφέρεται στους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στη χώρα, ενώ η παράγραφος 5 επικεντρώνεται σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς χρηματοδοτούμενους από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλα Υπουργεία, που είναι αρμόδια για την εποπτεία και επιχορήγησή τους και δραστηριοποιούνται κυρίως στο εξωτερικό. Ειδικά ως προς το Υπουργείο Εξωτερικών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4110/2013. Η λήψη σχετικών μέτρων κρίνεται επιβεβλημένη λόγω του κινδύνου χρησιμοποίησης των μη κερδοσκοπικών οργανισμών για τη διοχέτευση κεφαλαίων προς τρομοκρατικές οργανώσεις, καθώς και λόγω πιθανής κατάχρησης των κεφαλαίων που διαχειρίζονται οι οργανισμοί αυτοί, δεδομένου ότι ορισμένες κατηγορίες αυτών λειτουργούν με χαμηλή εποπτεία και χωρίς την εφαρμογή των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν για άλλες νομικές οντότητες.

Τέλος, η παράγραφος 6 προβλέπει ότι τα Υπουργεία, οι αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες και οι άλλοι δημόσιοι φορείς που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αναφέρουν στην Αρχή κάθε ύποπτη συναλλαγή ή δραστηριότητα που εντοπίζουν.

Άρθρο 10

Με το άρθρο 14 διατηρείται ο Φορέας Διαβούλευσης του ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους ο Φορέας αυτός είχε εισαχθεί στο άρθρο 11 του ν. 3691/2008. Η διάταξη περιέχει ορισμένες βελτιώσεις, όπως η δυνατότητα ορισμού μελών από κατηγορίες υπόχρεων προσώπων που δεν έχουν φορέα εκπροσώπησης (παρ. 1), η δυνατότητα κλήσης σε έκτακτες συνεδριάσεις ακόμα και υπόχρεων προσώπων για τα οποία δεν υπάρχουν φορείς εκπροσώπησης ούτε έχει ορισθεί μέλος στον Φορέα (παρ. 4), και η λήψη της σύμφωνης γνώμης των αρμόδιων αρχών πριν από την έκδοση διευκρινιστικών οδηγιών από τον Φορέα προς τα υπόχρεα πρόσωπα (παρ. 6 στοιχείο γ').

Άρθρο 11

Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, το οποίο προτάσσεται των υπολοίπων μέτρων δέουσας επιμέλειας, ενσωματώνεται η παράγραφος 1 του άρθρου 10 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, σύμφωνα με την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί απαγορεύεται να τηρούν ανώνυμους λογαριασμούς ή ανώνυμα βιβλιάρια καταθέσεων. Αντίστοιχη διάταξη υπήρχε και στο άρθρο 15 του καταργούμενου ν. 3691/2008, ενώ και πριν από την θέση σε ισχύ του ν. 3691/2008 τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα δεν τηρούσαν κατά πάγια πρακτική ανώνυμους λογαριασμούς.

Με την παράγραφο 2 του άρθρου ενσωματώνεται η παράγραφος 2 του άρθρου 10 της Οδηγίας, σχετικά με τη λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη για την πρόληψη των κινδύνων κατάχρησης λόγω αδιαφάνειας από την χρήση ανώνυμων μετοχών. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η οποία έχει ως βάση γνωστή διάταξη στο δίκαιό μας, ήτοι εκείνη της παραγράφου 2 του άρθρου 79 του ν. 2238/1994, οι κομιστές ανώνυμων μετοχών εταιρειών που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο έχουν υποχρέωση, κατά την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων, να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 ότι είναι οι κύριοι ή επικαρπωτές των μετοχών ή πληρεξούσιοι αυτών, δηλώνοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία των κυρίων ή επικαρπωτών. Εφόσον δεν προσκομιστεί η υπεύθυνη δήλωση, όποιος ενεργεί την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων έχει υποχρέωση να αρνηθεί την πληρωμή.

Άρθρο 12

Το άρθρο αυτό ενσωματώνει το άρθρο 11 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ορίζοντας τις περιπτώσεις στις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Το πεδίο εφαρμογής του νόμου έχει επεκταθεί σε σύγκριση με την ρύθμιση του άρθρου 12 του ν. 3691/2008, καθώς στις περιπτώσεις που προβλέπονταν στον τελευταίο, έχουν προστεθεί:

1) η μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των €1.000, σύμφωνα με το σημείο 9 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (η περίπτωση αυτή προβλεπόταν κατ' ουσία ήδη βάσει των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 1781/2006 ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/847, ωστόσο πλέον προβλέπεται ρητά). Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, ως «μεταφορά χρηματικών ποσών» νοείται οποιαδήποτε συναλλαγή εκτελείται τουλάχιστον εν μέρει ηλεκτρονικά για λογαριασμό ενός πληρωτή μέσω ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ασχέτως εάν πληρωτής και δικαιούχος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο και ασχέτως εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και αυτός του δικαιούχου είναι ο ίδιος, συμπεριλαμβανομένων: α) της μεταφοράς πιστώσεων κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 260/2012, β) της άμεσης χρέωσης κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 260/2012, γ) των εμβασμάτων κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 13 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ, εθνικών ή διασυνοριακών, δ) της μεταφοράς που πραγματοποιείται μέσω κάρτας πληρωμής, εργαλείου ηλεκτρονικού χρήματος, κινητού τηλεφώνου ή κάθε άλλης ψηφιακής ή πληροφορικής τεχνολογίας συσκευής εκ ων προτέρων ή εκ των υστέρων πληρωμής με παρόμοια χαρακτηριστικά.

2) οι συναλλαγές των εμπόρων αγαθών που υπερβαίνουν τα €10.000 σε μετρητά, και

3) οι συναλλαγές των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που υπερβαίνουν τα €2.000 και διενεργούνται είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε κατά την είσπραξη των κερδών.

Στην παράγραφο 2 ενσωματώνεται η διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 30 της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία τα υπόχρεα πρόσωπα δεν θα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους αναφορικά με τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που θα πρέπει να λάβουν, αλλά προσεγγίζουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους βάσει της εκτίμησης κινδύνου.

Άρθρο 13

Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ενσωματώνει την παράγραφο 1 του άρθρου 13 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ορίζοντας τα μέτρα συνήθους δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Το εδάφιο α' έχει συμπεριλάβει και την υποχρέωση πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας του προσώπου που έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη, καθώς και των στοιχείων νομιμοποίησής του, ήτοι του πληρεξουσίου εγγράφου. Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν λεπτομερώς με αποφάσεις τους τα επιμέρους στοιχεία που ζητούν τα υπόχρεα πρόσωπα από τους πελάτες τους, τα έγγραφα που είναι αποδεκτά για την επαλήθευση των εν λόγω στοιχείων και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες ως προς την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Το εδάφιο δ' της παραγράφου 1 του αντίστοιχου άρθρου 13 του ν. 3691/2008 έχει μεταφερθεί στο άρθρο 16 του παρόντος νόμου, ως παράγραφος 3, ακολουθώντας την δομή της Οδηγίας. Το εδάφιο ε' της εν λόγω παραγράφου του ν. 3691/2008 έχει συγχωνευτεί με την παράγραφο 4 του άρθρου 14 του ν. 3691/2008 και έχουν συμπεριληφθεί στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η οποία ενσωματώνει την παράγραφο 4 του άρθρου 14 της Οδηγίας, ορίζοντας ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υπόχρεο πρόσωπο δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στα στοιχεία α', β' και γ' της προηγούμενης παραγράφου, δεν εκτελεί συναλλαγές του, δεν συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή διακόπτει οριστικά αυτήν και εξετάζει αν συντρέχει υποχρέωση αναφοράς στην Αρχή. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, σύμφωνα με την ρητή εξαίρεση του άρθρου 14 παρ. 4 εδ. β' της Οδηγίας, ως προς τους συμβολαιογράφους, δικηγόρους, ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και λογιστές-φοροτεχνικούς συμβούλους, όταν ενεργούν στο πλαίσιο της αξιολόγησης της νομικής κατάστασης των πελατών τους ή εκτελούν δραστηριότητες ως υπερασπιστές ή ως εκπρόσωποι των πελατών τους σε δικαστικές διαδικασίες ή σχετικά με αυτές τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών για την έναρξη δικαστικής διαδικασίας ή την αποφυγή της.

Η παράγραφος 3, που αντιστοιχεί στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 του ν. 3691/2008, ορίζει την επιπρόσθετη υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να λαμβάνουν γνώση στοιχείων και πληροφοριών σχετιζόμενων με τους εξεταζόμενους πελάτες και από άλλες εταιρείες του ομίλου στον οποίο τυχόν ανήκουν. Με τον τρόπο αυτόν θα έχουν πιο σφαιρική γνώση της εικόνας του πελάτη. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 13 του ν. 3691/2008 διαγράφονται, καθώς το περιεχόμενο τους έχει συμπεριληφθεί στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Η παράγραφος 4 ορίζει την ομοίως επιπρόσθετη υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να επαληθεύουν τα ετήσια εισοδήματα του πελάτη βάσει πρόσφατης πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος (εκκαθαριστικού σημειώματος). Η εν λόγω υποχρέωση που δεν προκύπτει από την Οδηγία, υιοθετήθηκε εκ των υστέρων στον νόμο 3691/2008 - με το άρθρο 13 παρ. 1 ν. 4051/2012 (Α' 40), το οποίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 68 παρ. 7 ν. 4174/2013 (Α' 170) - στο πλαίσιο του μέτρου επιμέλειας της συλλογής πληροφοριών για τον σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης ή σημαντικών συναλλαγών ή δραστηριοτήτων του πελάτη. Η υποχρέωση αυτή ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφού έμοιαζε να αφορά εξ ορισμού και σε μετέπειτα συναλλαγές του πελάτη, παρότι το εκκαθαριστικό είχε ήδη ληφθεί υπόψη για την αρχική διαμόρφωση του οικονομικού του προφίλ. Πλέον η προσκόμιση πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος απαιτείται μόνο κατά τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης (όπως το άνοιγμα λογαριασμού), αλλά μπορεί να ζητείται εκ νέου και στο πλαίσιο της επικαιροποίησης των στοιχείων του οικονομικού προφίλ του πελάτη, την κατάλληλη χρονική στιγμή και αναλόγως του βαθμού κινδύνου, βάσει της παραγράφου 6.

Η παράγραφος 6 ενσωματώνει την παράγραφο 5 του άρθρου 14 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ορίζοντας ότι τα μέτρα δέουσας επιμέλειας πρέπει να λαμβάνονται από τα υπόχρεα πρόσωπα και για τους υπάρχοντες πελάτες, αλλά σύμφωνα με την προσέγγιση αξιολόγησης κινδύνου. Αυτό σημαίνει ότι τα υπόχρεα πρόσωπα προβαίνουν σε επικαιροποίηση των στοιχείων και πληροφοριών του πελάτη, εφόσον τα στοιχεία που έχουν ήδη στη διάθεσή τους δεν επαρκούν για να προβούν στην εξέταση της συμβατότητας των συναλλαγών του με το διαμορφωμένο οικονομικό του προφίλ, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού κινδύνου του.

Η παράγραφος 7 ορίζει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια ρυθμιστική και εποπτική αρχή των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, δύναται να εξειδικεύει τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 2015/847 (ΕΕ L 141/5.6.2015), όσον αφορά στα στοιχεία που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΕΑ).

Η παράγραφος 9 ενσωματώνει το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 13 της Οδηγίας, ορίζοντας ειδικά για την περίπτωση ασφαλίσεων ζωής, μέτρα δέουσας επιμέλειας που οφείλουν να λαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ως προς τον δικαιούχο ενός ασφαλίσματος. Υπό αυτή την έννοια, μια ασφαλιστική εταιρεία, επιπρόσθετα των μέτρων δέουσας επιμέλειας που οφείλει να λαμβάνει ως προς τον πελάτη της (αυτόν δηλαδή που συνάπτει την ασφάλεια), οφείλει να λαμβάνει το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου του ασφαλίσματος, εφόσον αυτός έχει κατονομαστεί εξ αρχής, ή να λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του δικαιούχου του ασφαλίσματος όταν θα επέλθει ο χρόνος της πληρωμής του.

Η παράγραφος 10 ενσωματώνει την παράγραφο 6 του άρθρου 13 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ορίζοντας αντίστοιχες υποχρεώσεις με αυτές της παραγράφου 9 για τους δικαιούχους εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων.

Η παράγραφος 11 ενσωματώνει τις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 13, καθώς και το Παράρτημα Ι της Οδηγίας, ορίζοντας την διακριτική ευχέρεια των υπόχρεων προσώπων να καθορίζουν την έκταση των μέτρων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν ως προς τους πελάτες τους ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου των τελευταίων. Για την εκτίμηση του κινδύνου εκάστου πελάτη τους, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τις μεταβλητές που αναφέρονται στην παράγραφο 11, σε αντιστοιχία με το Παράρτημα Ι της Οδηγίας, οι οποίες αφορούν στην επαγγελματική δραστηριότητα και το οικονομικό μέγεθος του πελάτη, τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης, τον τύπο, την συχνότητα και την αξία των διενεργούμενων συναλλαγών του πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της αρχικής κατάθεσης του πελάτη κατά το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, καθώς και την αναμενόμενη προέλευση και τον προορισμό των κεφαλαίων του πελάτη. Επιπρόσθετα, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή τους σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του νόμου και να είναι σε θέση να αποδείξουν σε αυτήν ότι τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν ως προς τους πελάτες τους είναι ανάλογα με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ενέχουν οι δραστηριότητές τους, καθώς και ότι τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.

Άρθρο 14

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 18, που αντιστοιχεί στο άρθρο 14 παρ. 1 της Οδηγίας, διατυπώνεται η γενική αρχή ότι η πιστοποίηση και επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας του πελάτη, άλλου προσώπου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο πελάτης και του πραγματικού δικαιούχου πραγματοποιείται πριν τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων ή τη διενέργεια συναλλαγών.

Στις παραγράφους 2 και 3 ορίζονται συγκεκριμένες παρεκκλίσεις από την ως άνω γενική αρχή, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και κατ' αντιστοιχία προς το άρθρο 14 παρ. 2-3 της Οδηγίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 2, επιτρέπεται να ολοκληρώνεται η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου κατά τη διάρκεια της σύναψης επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτό απαιτείται για να μη διακοπεί η ομαλή διεξαγωγή των συναλλαγών και εφόσον ο κίνδυνος διάπραξης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι μικρός. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω διαδικασίες επαλήθευσης περατώνονται το συντομότερο δυνατόν μετά την αρχική επαφή. Τα υπόχρεα πρόσωπα δεν πρέπει να κάνουν κατάχρηση της εν λόγω παρέκκλισης αποδεχόμενα αιτιάσεις του πελάτη περί δυσκολίας προσκόμισης εγγράφων επαλήθευσης ταυτότητας ή νομιμοποιητικών εγγράφων νομικού προσώπου πριν από την έναρξη της επιχειρηματικής σχέσης και περί του επείγοντος διενέργειας συναλλαγών που είναι συνήθεις, αλλά αντιθέτως πρέπει να επιτρέπουν την εν λόγω παρέκκλιση μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου. Σύμφωνα με την παράγραφο 3, ειδικά τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορούν να επιτρέπουν το άνοιγμα λογαριασμού σε πελάτη, εφόσον έχουν εξασφαλίσει ότι δεν θα πραγματοποιηθεί καμία συναλλαγή δική του ή για λογαριασμό του, προτού ολοκληρωθεί η πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας αυτού και του πραγματικού δικαιούχου.

Η παράγραφος 4 ενσωματώνει το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 13 της Οδηγίας, αναφορικά με τους δικαιούχους ασφαλίσματος που ταυτοποιούνται ή προσδιορίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 13, και των οποίων η επαλήθευση της ταυτότητας πρέπει να μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο πληρωμής και επιπρόσθετα, σε περίπτωση εκχώρησης, κατά τον χρόνο αυτής.

Η παράγραφος 5 ορίζει την υποχρέωση των επίγειων καζίνο ή καζίνο πλοίων στην Ελλάδα ή υπό ελληνική σημαία να εξακριβώνουν την ταυτότητα των πελατών τους κατά την είσοδό τους στις εγκαταστάσεις τους, όπως προβλεπόταν ήδη στην παράγραφο 1 του άρθρου 16 του καταργούμενου ν. 3691/2008.

Άρθρο 15

Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου ενσωματώνει το άρθρο 15 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, παρέχοντας τη διακριτική ευχέρεια στα υπόχρεα πρόσωπα να εφαρμόζουν μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αφού προηγουμένως συγκεντρώσουν επαρκείς πληροφορίες και βεβαιωθούν ότι μια επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στις περιπτώσεις αυτές, τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 13, προσαρμόζοντας κατάλληλα το ποσοτικό όριο, τον χρόνο ή τον τρόπο εφαρμογής τους. Σημειώνεται ότι τα μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας αφορούν σε χαλάρωση συγκεκριμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας, λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων και της φύσης του χαμηλότερου κινδύνου, αλλά όχι στην πλήρη απαλοιφή κάποιου εξ αυτών. Παραδείγματα χαμηλότερου κινδύνου είναι: η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου μετά τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης και αφού οι συναλλαγές του πελάτη υπερβούν κάποιο εύλογο ποσοτικό όριο· η μείωση της συχνότητας της επικαιροποίησης στοιχείων του οικονομικού προφίλ του πελάτη· η μείωση του βαθμού παρακολούθησης της συναλλακτικής δραστηριότητας του πελάτη βάσει εύλογου ποσοτικού ορίου· και η μη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης όταν αυτή τεκμαίρεται από τον τύπο των διεξαγόμενων συναλλαγών. Σημειώνεται ότι καταργείται η εξ ορισμού εφαρμογή μέτρων απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας στις περιπτώσεις που προβλέπονταν στο άρθρο 17 του ν. 3691/2008 και ότι οι εν λόγω περιπτώσεις αποτελούν πλέον παράγοντες δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου που εμπεριέχονται στο Παράρτημα II του νόμου και τους οποίους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα υπόχρεα πρόσωπα κατά την εκτίμηση του κινδύνου που διενεργούν.

Η παράγραφος 2 ενσωματώνει το άρθρο 16 της Οδηγίας, παραπέμποντας στο Παράρτημα I του νόμου, το οποίο αντιστοιχεί στο Παράρτημα II της Οδηγίας και στο οποίο παρατίθενται οι παράγοντες και οι τύποι αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου τους οποίους θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατ' ελάχιστον τα υπόχρεα πρόσωπα και οι οποίοι σχετίζονται με πελάτες, χώρες και γεωγραφικές περιοχές, καθώς και με συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών.

Η παράγραφος 3 εξουσιοδοτεί τις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα να εκδώσουν αποφάσεις στις οποίες θα πρέπει να εξειδικεύσουν τους παράγοντες δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου και τα μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται σε επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές χαμηλότερου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ΕΕΑ, ενώ παρέχεται η δυνατότητα στις λοιπές αρμόδιες αρχές να εκδίδουν αντίστοιχου περιεχομένου αποφάσεις.

Άρθρο 16

Η παράγραφος 1 του άρθρου 16 ενσωματώνει το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 18 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ορίζοντας την υποχρεωτική λήψη μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας: α) κατά τη σύναψη διασυνοριακών σχέσεων τραπεζικής ανταπόκρισης (άρθρο 21), β) στις συναλλαγές ή επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα (άρθρο 22), γ) στις συναλλαγές με πρόσωπα με εγκατάσταση σε τρίτες χώρες, που χαρακτηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως υψηλού κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Πρόκειται για τις χώρες για τις οποίες η Επιτροπή εκδίδει πράξεις κατ' άρθρο 9 παρ. 2 της Οδηγίας. Με την διάταξη αυτή ενσωματώνεται κατ' ουσία και το άρθρο 18 του προηγούμενου ν. 3691/2008, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια για νομικά πρόσωπα από τέτοιες χώρες. Επιπρόσθετα, επιβάλλεται η υποχρέωση εφαρμογής μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας στις περιπτώσεις επιχειρηματικών σχέσεων ή συναλλαγών που παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4. Σημειώνεται ότι καταργείται η υποχρεωτική εφαρμογή μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας στις συναλλαγές που διενεργούνται χωρίς φυσική παρουσία του πελάτη οι οποίες προβλέπονταν στο άρθρο 20 του καταργούμενου ν. 3691/2008 και ότι οι επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές εξ αποστάσεως (χωρίς φυσική παρουσία των μερών), χωρίς διασφαλίσεις, όπως ηλεκτρονικές υπογραφές και τα προϊόντα ή συναλλαγές που ευνοούν την ανωνυμία, αποτελούν πλέον παράγοντες δυνητικά υψηλότερου κινδύνου που εμπεριέχονται στο Παράρτημα II του νόμου και τους οποίους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα υπόχρεα πρόσωπα κατά την εκτίμηση του κινδύνου που διενεργούν.

Η παράγραφος 2 ενσωματώνει το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 18 της Οδηγίας, ορίζοντας ότι τα υπόχρεα πρόσωπα δεν υποχρεούνται εξ ορισμού να εφαρμόζουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, όταν ο ευρισκόμενος σε τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου πελάτης τους είναι υποκατάστημα ή θυγατρική κατά πλειοψηφική συμμετοχή υπόχρεης οντότητας εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον συμμορφώνεται πλήρως με τις πολιτικές και διαδικασίες που εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 36, αλλά ότι προσεγγίζουν τις περιπτώσεις αυτές με βάση τον εκτιμώμενο κίνδυνο.

Η παράγραφος 3 ενσωματώνει την παράγραφο 2 του άρθρου 18 της Οδηγίας, ορίζοντας την εξέταση με ιδιαίτερη προσοχή και την επίδειξη αυξημένης δέουσας επιμέλειας στις περιπτώσεις των πολύπλοκων ή ασυνήθιστα μεγάλων συναλλαγών, καθώς και των ασυνήθιστων ειδών συναλλαγών, που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό σκοπό ή νόμιμη αιτία. Σημειώνεται ότι αντίστοιχη πρόβλεψη υπήρχε στο στοιχείο δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 3691/2008 ως μέτρο συνήθους δέουσας επιμέλειας.

Η παράγραφος 4 ενσωματώνει την παράγραφο 3 του άρθρου 18 της Οδηγίας, παραπέμποντας στο Παράρτημα II του νόμου, το οποίο αντιστοιχεί στο Παράρτημα III της Οδηγίας και στο οποίο παρατίθενται οι παράγοντες και οι τύποι αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά υψηλότερου κινδύνου τους οποίους θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατ' ελάχιστον τα υπόχρεα πρόσωπα και οι οποίοι σχετίζονται με πελάτες, χώρες και γεωγραφικές περιοχές, καθώς και με συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών.

Η παράγραφος 5 εξουσιοδοτεί τις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα να εκδώσουν αποφάσεις στις οποίες θα πρέπει να εξειδικεύσουν τους παράγοντες δυνητικά υψηλότερου κινδύνου και τα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται σε επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές υψηλότερου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ΕΕΑ, ενώ παρέχεται η δυνατότητα στις λοιπές αρμόδιες αρχές να εκδίδουν αντίστοιχου περιεχομένου αποφάσεις.

Άρθρο 17

Με το άρθρο αυτό ενσωματώνονται τα άρθρα 19 και 24 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και θεσπίζονται επιπλέον υποχρεώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, πέραν των μέτρων δέουσας επιμέλειας του άρθρου 13, όταν υφίστανται διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης με ίδρυμα πελάτη από τρίτη χώρα. Αντίστοιχη διάταξη είναι εκείνη του άρθρου 21 του ν. 3691/2008.

Άρθρο 18

Με το άρθρο αυτό ενσωματώνονται τα άρθρα 20 έως και 23 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές θεσπίζονται μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας για τα υπόχρεα πρόσωπα, όταν διενεργούν συναλλαγές ή συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα, μέλη της οικογένειάς τους και στενούς συνεργάτες τους.

Η αυξημένη δέουσα επιμέλεια για τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα θεσπίστηκε με την τρίτη Ενωσιακή Οδηγία και αντίστοιχη διάταξη υπήρχε στον ν. 3691/2008 (άρθρο 22). Όπως όμως τονίζεται στην σκέψη 33 της αιτιολογικής έκθεσης της Οδηγίας, οι διατάξεις σχετικά με τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα είναι προληπτικής και όχι ποινικής/κυρωτικής φύσης και δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι στιγματίζουν πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα ως εμπλεκόμενα σε εγκληματική δραστηριότητα. Η άρνηση σύναψης μιας επιχειρηματικής σχέσης απλώς και μόνο λόγω του προσδιορισμού ενός προσώπου ως «πολιτικώς εκτεθειμένου» δεν συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα του παρόντος νόμου.

Άρθρο 19

Η παράγραφος 1 του άρθρου 23 ενσωματώνει το άρθρο 25 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ορίζοντας τα μέτρα δέουσας επιμέλειας για τα οποία τα υπόχρεα πρόσωπα μπορούν να στηρίζονται σε τρίτα μέρη. Σημειώνεται ότι αναδιατυπώνεται με ορθότερο τρόπο το αντίστοιχο άρθρο 23 παρ. 1 του καταργούμενου ν. 3691/2008, το οποίο δεν συμπεριελάμβανε στα εν λόγω μέτρα δέουσας επιμέλειας και τη συλλογή πληροφοριών για το αντικείμενο και τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης, καθιστώντας τη στήριξη σε τρίτα μέρη αλυσιτελή. Επίσης τα τρίτα μέρη μπορούν να συλλέξουν και τα φορολογικά έγγραφα των πελατών που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 17 του παρόντος νόμου (υποχρέωση που δεν υπάρχει στην Οδηγία).

Η παράγραφος 2 ορίζει τα τρίτα μέρη, ακολουθώντας πιο συντηρητική προσέγγιση από αυτή της παράγραφο 1 του άρθρου 26 της Οδηγίας, καθώς περιορίζει τις κατηγορίες υπόχρεων προσώπων που συνιστούν τρίτα μέρη και τις τρίτες χώρες προέλευσής τους (μόνο χώρες μέλη της FATF). Ωστόσο, τα τρίτα μέρη είναι περισσότερα από αυτά που προβλέπονταν στην παράγραφο 2 του άρθρου 23 του ν. 3691/2008, καθώς προστίθενται οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων, οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και οι εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης.

Οι παράγραφοι 3-5 ενσωματώνουν τα άρθρα 27-29 της Οδηγίας. Ειδικά η παράγραφος 5 αντιστοιχεί στο άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 3691/2008, ενώ διατηρείται και η δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να εξειδικεύουν με αποφάσεις τους τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα θα μπορούν να βασίζονται σε τρίτα μέρη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 20

Με το άρθρο αυτό ενσωματώνεται το άρθρο 30 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η ανάγκη για ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τον εντοπισμό των εγκληματιών, οι οποίοι αλλιώς θα μπορούσαν να αποκρύπτουν την ταυτότητά τους πίσω από μια εταιρική δομή. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 επιβάλλεται καταρχάς στα νομικά πρόσωπα και άλλες νομικές οντότητες που έχουν καταστατική έδρα στην Ελλάδα, να συλλέγουν και να φυλάσσουν επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο τους και να χορηγούν τις πληροφορίες αυτές στα υπόχρεα πρόσωπα, όταν αυτά λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας, καθώς επίσης στην Αρχή, τις αρμόδιες αρχές, και τις αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατόπιν αιτήματός τους. Η τήρηση του ειδικού μητρώου γίνεται με επιμέλεια του υπεύθυνου εταιρικής συμμόρφωσης προκειμένου για εισηγμένες εταιρείες ή του αρμόδιου ανώτατου στελέχους διοίκησης ανάλογου τμήματος σε κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή οντότητα, εφαρμοζομένων των διατάξεων του ν. 2472/1997 (Α'50) για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Στις παραγράφους 4 έως 10 θεσμοθετείται Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων σύμφωνα με τις επιταγές της Οδηγίας. Ορίζεται το Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων ως ηλεκτρονικά συνδεδεμένο σύστημα με το ΑΦΜ κάθε νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας υπό την ευθύνη της ΓΓΠΣ, μέσω της οποίας γίνεται η πρόσβαση, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών έχει ενσωματώσει έναν τεράστιο όγκο επικαιροποιημένων οικονομικών στοιχείων ως προς τους πραγματικούς δικαιούχους, το στοιχείο της διαλειτουργικότητας και της προσβασιμότητας, την άμεση επίπτωση των διοικητικών κυρώσεων, γεγονός το οποίο μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά και να εξασφαλίσει την τήρηση της υποχρέωσης των υπόχρεων οντοτήτων για παροχή επικαιροποιημένων στοιχείων.

Το Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων δύναται να συνδέεται με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, στο οποίο είναι καταχωρισμένο το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα για τη σύνδεση του Μητρώου με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ.

Στις παραγράφους 5 και 6 ορίζονται οι αρχές και τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων καθώς και η δυνατότητα περιορισμού της πρόσβασης και των παρεχόμενων πληροφοριών με έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Αρχής.

Στις παραγράφους 7 και 8 ορίζονται οι διοικητικές κυρώσεις στην περίπτωση μη συμμόρφωσης των υπόχρεων νομικών προσώπων και οντοτήτων και παράβασης της υποχρέωσης της παρ. 1.

Στην παράγραφο 10, προβλέπεται η δυνατότητα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να συστήνουν κοινά πληροφοριακά συστήματα, τα οποία επιτρέπουν την καταχώριση πληροφοριών για τους νόμιμους και τους πραγματικούς δικαιούχους των νομικών προσώπων που είναι πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Για τον σκοπό αυτό, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δύναται να ιδρύουν ειδικά νομικά πρόσωπα ή να αξιοποιούν υπάρχοντα νομικά πρόσωπα εξειδικευμένα στη συγκέντρωση, επεξεργασία και διάθεση εμπορικών και διατραπεζικών πληροφοριών, όπως π.χ. η εταιρεία Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών- Τειρεσίας. Με τα κοινά αυτά πληροφοριακά συστήματα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του νόμου. Επιπροσθέτως, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θωρακίζονται περαιτέρω με αυτά τα συστήματα έναντι της κακόβουλης χρήσης νομικών προσώπων για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς καταχωρούν τις ως άνω πληροφορίες και για νομικά πρόσωπα που εδρεύουν στην αλλοδαπή, συμπεριλαμβανομένων εξωχώριων εταιρειών και εταιρειών ειδικού σκοπού που αποτελούν πηγή υψηλότερου κινδύνου. .

Άρθρο 21

Ορίζεται το Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων Καταπιστευμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα των διατάξεων του άρθρου 31 της οδηγίας.

Άρθρο 22

Στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ορίζονται, σύμφωνα με την διευρυμένη διατύπωση του άρθρου 33 παρ. 1 της Οδηγίας, οι υποχρεώσεις των υπόχρεων προσώπων και των υπαλλήλων τους, στους οποίους περιλαμβάνονται τα διευθυντικά στελέχη, να υποβάλλουν άμεσα αναφορές ύποπτων συναλλαγών στην Αρχή, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες, ότι κεφάλαια, ανεξαρτήτως του ύψους τους, συνιστούν έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες ή σχετίζονται με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (στ. α') και να παρέχουν στις Μονάδες της Αρχής, στην αρμόδια αρχή και σε άλλες δημόσιες αρχές κάθε απαιτούμενη πληροφορία (στ. β').

Στην παράγραφο 2 ορίζεται, σύμφωνα με ρητή εξαίρεση που θέτει η Οδηγία (άρθρο 34 παρ. 2 και αιτιολογική σκέψη 10) και περιελάμβανε και το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3691/2008, ότι από την υποχρέωση αναφοράς εξαιρούνται οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι, οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και λογιστές-φοροτεχνικοί σύμβουλοι, στις περιπτώσεις μόνο που τα εν λόγω πρόσωπα εξακριβώνουν τη νομική θέση των πελατών τους ή εκτελούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της υπεράσπισης ή εκπροσώπησής τους σε δικαστικές διαδικασίες ή σχετικά με αυτές, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών αναφορικά με την κίνηση ή αποφυγή τέτοιων διαδικασιών. Όσον αφορά στους δικηγόρους, οι αναφορές ύποπτων συναλλαγών υποβάλλονται στην Αρχή μέσω της ειδικής επιτροπής του άρθρου 29.

Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι, σε περίπτωση που το υπόχρεο πρόσωπο έχει διορίσει υπεύθυνο για τον έλεγχο συμμόρφωσης σε επίπεδο διοίκησης, η αναφορά ύποπτων συναλλαγών προς την Αρχή υποβάλλεται από αυτόν (άρθρο 33 παρ. 2 της Οδηγίας), ενώ στην παράγραφο 4 διευκρινίζεται ότι η αναφορά ύποπτων συναλλαγών από τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους υποβάλλεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 38.

Άρθρο 23

Στο άρθρο αυτό, με το οποίο ενσωματώνεται το άρθρο 35 της Οδηγίας, ορίζονται τα κριτήρια για την ενδεχόμενη αποχή από την διενέργεια συναλλαγών, την άσκηση δραστηριοτήτων ή την παροχή υπηρεσιών, εκτός αν η αποχή αυτή είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τη δίωξη των πελατών, των πραγματικών δικαιούχων ή των προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό τους. Στην περίπτωση που αποφασισθεί η αποχή κατά τα ανωτέρω, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η άμεση ενημέρωση της Αρχής και οι οδηγίες που αυτή θα παράσχει στο υπόχρεο πρόσωπο, συνυπολογίζοντας σε κάθε περίπτωση τον επαπειλούμενο κίνδυνο ο πελάτης να υποψιασθεί κάτι από τη μη διενέργεια της συναλλαγής, της άσκησης δραστηριοτήτων ή της παροχής υπηρεσιών και να προσπαθήσει να αποκρύψει τα περιουσιακά του στοιχεία.

Άρθρο 24

Στο άρθρο αυτό, που ενσωματώνει το άρθρο 36 της Οδηγίας και αντιστοιχεί στο άρθρο 28 του ν. 3691/2008, εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις αναφοράς προς την Αρχή ύποπτων συναλλαγών ή γεγονότων από τις αρμόδιες αρχές (παρ. 1), καθώς και από τους διαχειριστές των αγορών μετοχών, ομολόγων, άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, παραγώγων και συναλλάγματος (παρ. 2). Στις αγορές αυτές περιλαμβάνονται η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων (Η.Δ.Α.Τ.), τα σύμφωνα με τον ν. 3606/2007 Πολυμερή Συστήματα Διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων και οι εσωτερικοποιημένες αγορές τέτοιων μέσων που λειτουργούν εντός πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.

Στην παράγραφο 3 προστέθηκε η υποχρέωση αναφοράς προς την Αρχή των στερούμενων ιδίας νομικής προσωπικότητας γραφείων αντιπροσωπείας στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, καθώς και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 25 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015. Οι ως άνω εταιρείες δεν αποτελούν υπόχρεα πρόσωπα, καθώς τα μεν γραφεία αντιπροσωπείας δεν διεξάγουν χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, οι δε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 25 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, διαχειρίζονται κατ' ουσία χαρτοφυλάκιο δανείων εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο αποτελεί υπόχρεο πρόσωπο. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να επιβληθεί η υποχρέωση αναφοράς ως δικλείδα ασφαλείας για παν ενδεχόμενο, συμπεριλαμβανομένης της απόπειρας διενέργειας ύποπτης συναλλαγής.

Οι αρμόδιες αρχές των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 αγορών και των αναφερόμενων στην παράγραφο 3 γραφείων, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσής τους προς την υποχρέωση του παρόντος άρθρου (παρ. 4).

Άρθρο 25

Το άρθρο αυτό θέτει, κατ' αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29 του ν. 3691/2008, ειδική διαδικασία για την αναφορά ύποπτων γεγονότων που σχετίζονται με φορολογικές ή τελωνειακές υποθέσεις. Οι διατάξεις του άρθρου προσαρμόζονται στα αναθεωρημένα όρια των βασικών αδικημάτων της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, όπως αυτά ορίζονται στην περίπτωση ιστ' του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, καθώς και στη μεταβολή των αρμοδιοτήτων του Σ.Δ.Ο.Ε., που επήλθε με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Δ7 της παραγράφου Δ' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α' 94). Παράλληλα επανακαθορίζονται τα κριτήρια αποστολής των σχετικών αναφορών.

Άρθρο 26

Στο άρθρο αυτό εισάγεται κατ' απαίτηση της Οδηγίας (άρθρο 37) προστατευτική διάταξη (που υφίσταται ήδη στο άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 3691/2008), όσον αφορά στην καλή τη πίστει γνωστοποίηση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 25 από το υπόχρεο πρόσωπο και τους υπαλλήλους του, ακόμη και εάν αποδειχθεί ότι δεν υπήρξε παράνομη δραστηριότητα (παρ. 1). Παράλληλα, κατ' αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 30 του ν. 3691/2008, εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί Οικονομικών και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ώστε να δύνανται να ορίζουν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 38 της Οδηγίας, περαιτέρω μέτρα για την προστασία των φυσικών προσώπων που αναφέρουν τις υπόνοιες τους για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας από την έκθεση τους σε απειλές ή εχθρικές ενέργειες ιδίως δε από δυσμενή ή διακριτική μεταχείριση στις εργασιακές τους σχέσεις (παρ. 2).

Το ζήτημα αυτό είναι καίριο για την αποτελεσματικότητα του συστήματος της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς σύμφωνα και με την αιτιολογική σκέψη 41 της Οδηγίας, υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι που ανέφεραν τις υποψίες τους απειλήθηκαν ή εκτέθηκαν σε εχθρικές ενέργειες. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται η λήψη μέτρων, τα οποία θα συντελέσουν στην προστασία των φυσικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων και εκπροσώπων των υπόχρεων προσώπων, από απειλές και εχθρικές ενέργειες αυτού του είδους, καθώς και στην παροχή κατάλληλης προστασίας, ιδίως σε ότι αφορά στην προστασία των προσωπικών δεδομένων τους και το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική έννομη προστασία και εκπροσώπηση.

Άρθρο 27

Το άρθρο αυτό αφορά ομοίως σε ένα σημαντικό θέμα για την αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, που είναι η απαγόρευση της γνωστοποίησης πληροφοριών σχετικών με αναφορές ύποπτων συναλλαγών, κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 της Οδηγίας. Η απαγόρευση - η οποία αποτυπώνεται ήδη στο άρθρο 31 του ν. 3691/2008, αφορά στα υπόχρεα πρόσωπα, τα διευθυντικά στελέχη και τους υπαλλήλους τους, καθώς επίσης και τα μέλη της διοίκησης, τα διευθυντικά στελέχη και τους υπαλλήλους των αρμόδιων αρχών και άλλους δημόσιους υπαλλήλους, που τελούν σε γνώση τέτοιων πληροφοριών (παρ. 1). Ο λόγος αυτής της απαγόρευσης πηγάζει από το γεγονός ότι, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, σημαντικό μέλημα είναι η εδραίωση της εμπιστοσύνης των εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα και των άλλων υπόχρεων φυσικών και νομικών προσώπων ότι, οι πληροφορίες που διαβιβάζουν θα παραμείνουν κατά κανόνα απόρρητες, δεδομένου ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό των αναφορών οδηγεί σε ποινική δίωξη. Εξίσου σημαντική είναι και η εμπιστοσύνη των πελατών προς τις τράπεζες και τα άλλα υπόχρεα πρόσωπα. Δεν υπάρχει συνεπώς κανένας λόγος να πληροφορηθεί ο πελάτης, είτε από τον αναφέροντα είτε από μέλος ή υπάλληλο της Αρχής ότι διαβιβάσθηκε αναφορά ύποπτης συναλλαγής στο πρόσωπό του. Στην περίπτωση δε που η αναφορά ύποπτης συναλλαγής οδηγήσει σε περαιτέρω έρευνες της Αρχής και της δικαιοσύνης, η γνωστοποίηση αυτής ενδέχεται να οδηγήσει σε απόσυρση ή απόκρυψη κεφαλαίων από το ερευνώμενο πρόσωπο και περαιτέρω στην εξαφάνιση αποδείξεων, γεγονός που θα δυσχεράνει το ανακριτικό έργο. Από την άλλη πλευρά είναι αυτονόητο ότι, όπως επισημαίνεται και στην παράγραφο 2 του άρθρου 39 της Οδηγίας, η απαγόρευση δεν αφορά στις γνωστοποιήσεις που γίνονται προς τις αρμόδιες για την εφαρμογή του νόμου αρχές ή σε εκτέλεση άλλων υποχρεώσεων του παρόντος νόμου.

Στην παράγραφο 2 διευκρινίζεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 παρ. 6 της Οδηγίας, ότι η απόπειρα συμβολαιογράφων, δικηγόρων, ορκωτών ελεγκτών-λογιστών και λογιστών- φοροτεχνικών συμβούλων να αποτρέψουν πελάτη να εμπλακεί σε παράνομη δραστηριότητα δεν συνιστά γνωστοποίηση υπό την έννοια του παρόντος άρθρου. Η διάταξη αυτή είναι συμβατή με την ορθή άσκηση των συγκεκριμένων επαγγελμάτων.

Άρθρο 28

Στο άρθρο αυτό εισάγονται ορισμένες εξαιρέσεις από την απαγόρευση γνωστοποίησης του προηγούμενου άρθρου, αντίστοιχες προς εκείνες των παραγράφων 3-5 του άρθρου 39 της Οδηγίας και κατά παρόμοιο τρόπο με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2-4 του άρθρου 32 του ν. 3691/2008. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 διευκρινίζεται ότι δεν εμποδίζεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανήκουν στον ίδιο χρηματοπιστωτικό όμιλο, καθώς και μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που εδρεύουν στην Ελλάδα και υποκαταστημάτων ή θυγατρικών τους που εδρεύουν σε τρίτη χώρα, εφόσον αυτά συμμορφώνονται πλήρως προς τις πολιτικές και τις διαδικασίες που ισχύουν σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων στο άρθρο 39 διαδικασιών.

Το ίδιο ισχύει και για τους συμβολαιογράφους, δικηγόρους, ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και λογιστές-φοροτεχνικούς συμβούλους, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα ασκούν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, είτε με σχέση εξαρτημένης εργασίας είτε όχι, στο πλαίσιο του ίδιου νομικού προσώπου ή ευρύτερης δομής στην οποία υπάγεται το νομικό πρόσωπο, καθώς και για τα ως άνω πρόσωπα με αντίστοιχα πρόσωπα τρίτων χωρών, εφόσον οι χώρες αυτές επιβάλλουν υποχρεώσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος νόμου (παρ. 2).

Στην παράγραφο 3 διατηρείται η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οριζόμενων νομικών ή φυσικών προσώπων που εδρεύουν ή ασκούν τις δραστηριότητες τους στην Ελλάδα με υπόχρεα πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία ή επαγγελματικό κλάδο με αυτά, ως επίσης και με υπόχρεα πρόσωπα που εδρεύουν ή ασκούν τις δραστηριότητες τους σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα που επιβάλλει υποχρεώσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος νόμου, καθώς και υποχρεώσεις σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον οι πληροφορίες αφορούν στον ίδιο πελάτη και σε συναλλαγή ή δραστηριότητα στην οποία συμμετέχουν από κοινού.

Επειδή η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού είναι πιθανόν να δημιουργήσει προβλήματα (πιθανή σύγκρουση με κώδικες δεοντολογίας ορισμένων κατηγοριών προσώπων, όπως π.χ. δικηγόρων, συμβολαιογράφων, λογιστών κλπ.) η παράγραφος 4 παρέχει ειδική εξουσιοδότηση στις αρμόδιες αρχές να εξειδικεύουν τις σχετικές υποχρεώσεις των εν λόγω υπόχρεων προσώπων.

Άρθρο 29

Στο άρθρο 29 επαναλαμβάνεται η πρόβλεψη του άρθρου 34 του ν. 3691/2008 περί σύστασης και λειτουργίας της Επιτροπής Δικηγόρων που είναι αρμόδια για την παραλαβή, τον έλεγχο και τη διαβίβαση των αναφορών υπόπτων συναλλαγών των δικηγόρων (σχετική η ΥΑ 67473/23-30.4.2009, Β' 807).

Άρθρο 30

Το άρθρο 30 αντιστοιχεί στο άρθρο 35 του ν. 3691/2008 και τίθεται με σημαντικές τροποποιήσεις κατ' εφαρμογή και των άρθρων 40 και 42 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Το άρθρο 36 του ν. 3691/2008 δεν διατηρείται στον παρόντα νόμο, αφού στην ισχύουσα Οδηγία δεν υπάρχει πια διάταξη αντίστοιχη του άρθρου 31 της 3ης Οδηγίας, ενώ το περιεχόμενό του καλύπτεται από τις διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου του άρθρου 36.

Στην παράγραφο 1 αναφέρονται τα έγγραφα και οι πληροφορίες που οφείλουν να φυλάσσουν τα υπόχρεα πρόσωπα για σκοπούς πρόληψης, εντοπισμού και διερεύνησης από την Αρχή, τις αρμόδιες αρχές ή κάθε άλλη αρμόδια δημόσια αρχή, ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ειδικότερα, τα έγγραφα και τα στοιχεία που περιγράφονται στις περιπτώσεις γ' και δ' είναι σύμφωνα με τη Σύσταση 11 της FATF.

Η παράγραφος 2 αφορά σε ειδικές, πρόσθετες υποχρεώσεις των υπόχρεων προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, ενώ η παράγραφος 3 αναφέρεται με σαφήνεια στον ανώτατο χρόνο διατήρησης των εγγράφων ή πληροφοριών. Υπάρχει δυνατότητα η εθνική νομοθεσία να προβλέψει ενδεχομένως μεγαλύτερο διάστημα διατήρησης αφού «θα προσδιορίσει» τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα θα δύνανται ή θα οφείλουν να διατηρούν περαιτέρω τα δεδομένα. Το διάστημα διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει συνολικά τα δέκα έτη. Η αιτιολόγηση της δυνατότητας διατήρησης στον νόμο ή την κανονιστική απόφαση για πέντε επιπλέον έτη θα πρέπει να στηρίζεται σε διεξοδική αξιολόγηση του αναγκαίου και αναλογικού χαρακτήρα της περαιτέρω αυτής διατήρησης και αφού κριθεί αναγκαία για την πρόληψη, τον εντοπισμό ή τη διερεύνηση των σχετικών αδικημάτων (άρθρο 40 παρ. 1 στο τέλος Οδηγίας).

Με την παράγραφο 4 - η οποία υπερκαλύπτει τη συναφή διάταξη του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 3691/2008 - ενσωματώνεται το άρθρο 42 της Οδηγίας που αναφέρεται στη δυνατότητα των υπόχρεων προσώπων να ανταποκρίνονται σε αιτήματα της Αρχής, της αρμόδιας αρχής ή άλλης δημόσιας αρχής ως προς το αν διατηρούν ή είχαν συνάψει κατά την διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς και ως προς το είδος της επιχειρηματικής σχέσης και κάθε σχετική συναλλαγή.

Άρθρο 31

Με το άρθρο 31 του Σχεδίου Νόμου ενσωματώνονται τα άρθρα 41 και 43 της Οδηγίας αναφορικά με τα ζητήματα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.. Στην παράγραφο 1 διευκρινίζεται ότι η επεξεργασία από τα υπόχρεα πρόσωπα επιτρέπεται μόνο για τους σκοπούς του παρόντος νόμου. Απαγορεύεται έτσι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για άλλους, λ.χ. εμπορικούς σκοπούς. Η παράγραφος 2 αφορά στην ενημέρωση που παρέχεται προς τους νέους πελάτες, κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 παρ. 3 της Οδηγίας, ενώ η παράγραφος 3 διευκρινίζει ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος νόμου θεωρείται ζήτημα δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με τον ν. 2472/1997, κατ' αντιστοιχία με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43 της Οδηγίας. Με την παράγραφο 4 γίνεται χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει στα κράτη μέρη το άρθρο 41 παρ. 4 της Οδηγίας για τον έλλογο, κατ' εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμό του δικαιώματος του πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Ορίζεται, έτσι, ότι η υποχρέωση πληροφόρησης του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 δεν ισχύει για τα υπόχρεα πρόσωπα, τις αρμόδιες αρχές, την Αρχή, και τους υπευθύνους επεξεργασίας των αρχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 4 του άρθρου 20 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 21, εφόσον η επεξεργασία των δεδομένων γίνεται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ήτοι για λόγους πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 32

Στο άρθρο αυτό προβλέπεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 44 της Οδηγίας, η διαδικασία συλλογής και επεξεργασίας ολοκληρωμένων στατιστικών στοιχείων από δημόσιους φορείς, η οποία αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την προετοιμασία των εκτιμήσεων κινδύνων και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου συστήματος για την αντιμετώπιση του Ξ.Χ. και της Χ.Τ. Στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι όλες οι εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων των εισαγγελικών, δικαστικών, φορολογικών, αστυνομικών και αρμόδιων αρχών, τηρούν πλήρη και ενημερωμένα στατιστικά σχετικά με θέματα της αρμοδιότητάς τους και τα διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα. Ο τελευταίος παραμένει επιφορτισμένος με τη συγκέντρωσή τους και τη διαβίβασή τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οφείλει δε να αναβαθμισθεί και να στελεχωθεί κατάλληλα, ώστε να είναι σε θέση να συγκεντρώνει και να καθιστά διαθέσιμα τα προβλεπόμενα στοιχεία στις ομάδες που προετοιμάζουν την Έκθεση Εθνικής Εκτίμησης Κινδύνου ή συμπληρώνουν ερωτηματολόγια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Egmont Group ή οπουδήποτε αλλού απαιτούνται, ιδιαίτερα ενόψει της αξιολόγησης της χώρας από την FATF - κάτι που δεν έχει καταστεί εφικτό την τελευταία εξαετία. Η ανάγκη αναβάθμισης αυτή της λειτουργίας του Κεντρικού Συντονιστικού Φορέα ισχύει πολύ περισσότερο ενόψει του πληρέστερου και απαιτητικότερου καταλόγου στατιστικών στοιχείων των οποίων επιβάλλεται κατ' ελάχιστον η συγκέντρωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε σύγκριση με το αντίστοιχο άρθρο 38 του ν. 3691/2008.

Άρθρο 33

Με το άρθρο 33 επαναλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 του ν. 3691/2008 αναφορικά με την έκδοση απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη συλλογή ειδικά δικαστικών δεδομένων και στοιχείων (σχετική η ΥΑ 49937, Β' 1198/9.6.2011).

Άρθρο 34

Στο άρθρο 34, ορίζονται τα σχετικά με τη συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Αρχής και άλλων αρμόδιων αρχών, καθώς και των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ένωσης.

Στην παράγραφο 1 προβλέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης, αλλά και η διαβίβαση των αποτελεσμάτων των αναλύσεων της Αρχής στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 32 της Οδηγίας. Η Αρχή μπορεί να ζητεί ενημέρωση για τη χρήση των πληροφοριών που διαβίβασε, καθώς και των αποτελεσμάτων των ερευνών που διενεργήθηκαν με βάση τις εν λόγω πληροφορίες, όπως επιβάλλεται και από την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου της Οδηγίας. Προστίθεται, όμως, και δυνατότητα της Αρχής να μην ανταποκριθεί σε αίτημα για παροχή πληροφοριών στην περίπτωση που η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα μπορούσε να έχει αρνητική επίπτωση σε διεξαγόμενες έρευνες η αναλύσεις καθώς και σε εξαιρετικές περιστάσεις που η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα ήταν σαφώς δυσανάλογη προς τα έννομα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή άσχετη με τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 και της παραγράφου 5 του άρθρου 32 της Οδηγίας. Σε περιπτώσεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, η Αρχή ενημερώνει τις φορολογικές αρχές (ΑΑΔΕ), καθώς και την Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε. στην οποία λειτουργεί το γραφείο ανάκτησης κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του π.δ. 85/2005.

Στην παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη τον διακρατικό χαρακτήρα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 53 της Οδηγίας, προβλέπεται ότι η Αρχή ανταλλάσσει αυθόρμητα ή κατόπιν αιτήματος ΜΧΠ κράτους μέλους της Ε.Ε. εμπιστευτικές πληροφορίες. Εισάγεται πλέον για πρώτη φορά η υποχρέωση διαβίβασης των αναφορών ύποπτων συναλλαγών που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 25 του νόμου στην ΜΠΧ κράτους μέλους της Ε.Ε, το οποίο αφορά. Για την απόκριση σε αίτημα παροχής πληροφοριών από αλλοδαπή ΜΠΧ, η Αρχή ενεργεί το συντομότερο δυνατό και χρησιμοποιεί κάθε διαθέσιμη εξουσία που έχει στη διάθεσή της σύμφωνα με το άρθρο 49 του νόμου, όπως επιβάλλει και το άρθρο 53 παρ. 2 της Οδηγίας.

Στην παράγραφο 3 ορίζεται το πλαίσιο για την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και οι εξαιρετικές περιπτώσεις άρνησης παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 53 της Οδηγίας, ενώ στην παράγραφο 4 ορίζονται οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί ως προς τη χρήση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55 της Οδηγίας.

Σύμφωνα με την παράγραφο 5 αντίστοιχη ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να γίνεται και μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Στην παράγραφο 6 δίνεται η δυνατότητα διεξαγωγής κοινών ελέγχων της Αρχής με τις αρμόδιες αρχές και στην παράγραφο 7 δίνεται ο ορισμός των πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης. Οι διατάξεις αυτές αντιστοιχούν εν πολλοίς σε εκείνες των παραγράφων 2-4 του άρθρου 40 του ν. 3691/2008.

Άρθρο 35

Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου ενσωματώνει την παράγραφο 1 του άρθρου 8 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ορίζοντας την υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων να λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να εντοπίζουν και να εκτιμούν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας λαμβάνοντας υπόψη τους μνημονευόμενους στη διάταξη παράγοντες κινδύνου. Στην παράγραφο 2 ορίζεται, κατ' αντιστοιχία προς την παράγραφο 2 εδ. α' του άρθρου 8 της Οδηγίας, ότι τα υπόχρεα πρόσωπα τεκμηριώνουν, επικαιροποιούν και θέτουν υπόψη της αρμόδιας αρχής τους, την εν λόγω εκτίμηση κινδύνων.

Η παράγραφος 3 ενσωματώνει τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 8 της Οδηγίας, ορίζοντας την εφαρμογή από τα υπόχρεα πρόσωπα εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών ανάλογων προς τον χαρακτήρα και το μέγεθός τους, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι ως άνω κίνδυνοι σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του νόμου. Επιπρόσθετα στην παράγραφο 3 ενσωματώνεται η παράγραφος 3 του άρθρου 61 της Οδηγίας, που προβλέπει τη θέσπιση εσωτερικής διαδικασίας για τις καταγγελίες από τους εργαζόμενους των παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος νόμου από τα υπόχρεα πρόσωπα, μέσω ανώνυμου και ανεξάρτητου διαύλου, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του καταγγέλλοντος.

Η παράγραφος 4 ενσωματώνει την παράγραφο 5 του άρθρου 8 της Οδηγίας, ενώ η παράγραφος 5 παρέχει στις αρμόδιες αρχές: α) την εξουσιοδότηση να εξειδικεύουν με αποφάσεις τους τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου, ανάλογα με το μέγεθος και τη φύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των υπόχρεων προσώπων, β) την ευχέρεια, κατ' αντιστοιχία προς το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8 της Οδηγίας, να απαλλάσσουν από την υποχρέωση εκτιμήσεων κινδύνων, τις κατηγορίες υπόχρεων προσώπων των οποίων οι εγγενείς κίνδυνοι είναι σαφείς και κατανοητοί.

Άρθρο 36

Η παράγραφος 1 ενσωματώνει την παράγραφο 1 του άρθρο 45 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ορίζοντας την υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων να εφαρμόζουν επαρκείς και κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τους σκοπούς του παρόντος νόμου σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών και των υποκαταστημάτων τους σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτες χώρες.

Η 2η παράγραφος ενσωματώνει την παράγραφο 2 του άρθρου 45 της Οδηγίας, προβλέποντας ότι τα υπόχρεα πρόσωπα εξασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές τους, τα υποκαταστήματά τους ή οι εγκαταστάσεις τους (αντιπρόσωποι) σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρούν τις εθνικές διατάξεις του τελευταίου (αρχή της εδαφικότητας).

Στην παράγραφο 3, που ενσωματώνει τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρο 45 της Οδηγίας, προβλέπεται ως ασφαλιστική δικλείδα ότι τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές εταιρείες των υπόχρεων προσώπων σε τρίτες χώρες όπου οι ελάχιστες απαιτήσεις καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι λιγότερο αυστηρές από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζουν τις τελευταίες, στον βαθμό που το επιτρέπει η νομοθεσία της τρίτης χώρας, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, προβλέπεται για τα υπόχρεα πρόσωπα η υποχρέωση λήψης πρόσθετων μέτρων και η ενημέρωση της αρμόδιας αρχής τους. Επιπρόσθετα, προβλέπονται συγκεκριμένες εποπτικές δράσεις της αρμόδιας αρχής σε περίπτωση που τα επιπρόσθετα μέτρα δεν επαρκούν, οι οποίες κλιμακώνονται και φτάνουν μέχρι και την απαίτηση παύσης των δραστηριοτήτων στην τρίτη χώρα.

Στην παράγραφο 4, που ενσωματώνει την παράγραφο 4 του άρθρο 45 της Οδηγίας, προβλέπεται η υποχρέωση του υπόχρεου προσώπου να ενημερώνει την Αρχή, την αρμόδια αρχή του και τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα, καθώς και η υποχρέωση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να ενημερώνουν ακολούθως τις αντίστοιχες ΕΕΑ, για τις περιπτώσεις όπου η νομοθεσία μιας τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των πολιτικών και των διαδικασιών που έχει θεσπίσει το υπόχρεο πρόσωπο για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου σε επίπεδο ομίλου.

Η παράγραφος 5 ενσωματώνει την παράγραφο 8 του άρθρου 45 της Οδηγίας, ορίζοντας ότι επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε αναφορές ασυνήθων ή ύποπτων συναλλαγών των υπόχρεων προσώπων, εντός του ομίλου, εκτός αν δοθούν διαφορετικές οδηγίες από την Αρχή.

Τέλος, στην παράγραφο 6, που ενσωματώνει την παράγραφο 9 του άρθρου 45 της Οδηγίας, προβλέπεται ο ορισμός ενός κεντρικού σημείου επαφής στην Ελλάδα των αντιπροσώπων των εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα εξασφαλίζει για λογαριασμό τους την συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και θα διευκολύνει την εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εγγράφων και πληροφοριών σε αυτήν κατόπιν σχετικού αιτήματος.

Άρθρο 37

Το άρθρο αυτό (που αντιστοιχεί στο άρθρο 42 του ν. 3691/2008) αναφέρεται στην κατάρτιση και εκπαίδευση των υπαλλήλων των υπόχρεων προσώπων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α'-β' της Οδηγίας.

Σύμφωνα με την προβλεπόμενη διάταξη, τα υπόχρεα πρόσωπα έχουν υποχρέωση να αναλάβουν την κατάρτιση και την εκπαίδευση των υπαλλήλων τους όσον αφορά στις διατάξεις της συναφούς νομοθεσίας, αλλά και ως προς τον τρόπο εντοπισμού ύποπτων δραστηριοτήτων και ορθής αντίδρασης σε τέτοιες περιπτώσεις.

Άρθρο 38

Στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, το οποίο υπήρχε και στον καταργούμενο νόμο 3691/2008 (άρθρο 44) και με το οποίο ενσωματώνεται επαρκώς και το άρθρο 46 παρ. 4 της Οδηγίας, προβλέπεται ο ορισμός ενός διευθυντικού στελέχους στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, στο οποίο οι υπάλληλοι θα αναφέρουν κάθε ύποπτη συναλλαγή και ορίζονται οι εσωτερικές διαδικασίες που εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη υποβολή αναφοράς ύποπτης συναλλαγής εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις υποβολής της. Επιπρόσθετα ορίζεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις μπορεί να εφαρμοσθούν και σε άλλα υπόχρεα πρόσωπα με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών τους.

Η παράγραφος 2 προβλέπει τον ορισμό από κάθε όμιλο ενός διευθυντικού στελέχους από τη μεγαλύτερη εταιρεία του ομίλου ως συντονιστή για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων του παρόντος νόμου από τις επί μέρους εταιρείες του ομίλου, καθώς και τον καθορισμό των διαδικασιών και υποχρεώσεων των ομίλων και των επί μέρους εταιρειών τους με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 39

Το άρθρο 39 αποτελεί μεταφορά στον παρόντα νόμο του άρθρου 45 του ν. 3691/2008. Δεν περιέχει ουσιαστικές αλλαγές, παρά μόνο ελάχιστες προσαρμογές προς την αλλαγή αρίθμησης των βασικών αδικημάτων του άρθρου 3. Μια ενδεχόμενη πρωτοβουλία βελτίωσης του υφιστάμενου ποινικού νομοθετικού πλαισίου θα μπορούσε να αναληφθεί μετά την οριστικοποίηση του περιεχομένου και την υιοθέτηση της (ευρισκόμενης ακόμα υπό διαβούλευση) Πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου.

Άρθρο 40

Το άρθρο 40 αποτελεί ομοίως μεταφορά στον παρόντα νόμο του άρθρου 46 του ν. 3691/2008, όπως αυτό τροποποιήθηκε πρόσφατα με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 4478/2017 (που κύρωσε την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2005 για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και ενσωμάτωσε μεταξύ άλλων την Οδηγία 2014/42/ΕΕ σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση).

Προστίθεται μόνο εδάφιο γ' στην παράγραφο 2 για την προστασία του καλόπιστου τρίτου, ως αναγκαία ενσωμάτωση του άρθρου 8 παρ. 1 και 9 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ και της υπ' αριθ. 33 αιτιολογικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία είναι αναγκαίο να προβλέπονται ειδικές διασφαλίσεις και ένδικα μέσα που να εγγυώνται τη διατήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θιγόμενων τρίτων, περιλαμβανομένων εκείνων που έχουν άλλα περιουσιακά δικαιώματα («εμπράγματα δικαιώματα», «ius in rem»), όπως το δικαίωμα επικαρπίας. Όπως ορίζεται στο άρθρο 3 περίπτωση γ' της εν λόγω Οδηγίας, το πεδίο εφαρμογής της εκτείνεται ρητά και στα αδικήματα που καλύπτονται από την Απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2001 για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος. Αντίστοιχη διάταξη έθεσε ήδη ο νομοθέτης με το άρθρο 7 παρ. 4 του ν. 4478/2017 σχετικά με την δέσμευση στο άρθρο 48 παρ. 2 ν. 2691/2008.

Άρθρο 41

Το άρθρο 41 επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του άρθρου 47 ν. 3691/2008, όπως αυτό αντικαταστάθηκε πρόσφατα με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 4478/2017.

Άρθρο 42

Το άρθρο 42 περί δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων αποτελεί μεταφορά, με ορισμένες βελτιώσεις, των διατάξεων του άρθρου 48 του ν. 3691/2008, όπως αυτές τροποποιήθηκαν πρόσφατα με το άρθρο 7 παρ. 4-5 του ν. 4478/2017. Οι βελτιώσεις αφορούν:
α) Στην πρόβλεψη (στις παραγράφους 1 και 3) όχι πλέον επίδοσης της περί δέσμευσης διάταξης του ανακριτή ή του σχετικού βουλεύματος του συμβουλίου στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, αλλά γνωστοποίησής τους «με κάθε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς του». Ακολουθείται έτσι η διατύπωση που επελέγη και στον ν. 4478/2017 για τη διαβίβαση αποφάσεων δέσμευσης (βλ. λ.χ. άρθρα 13 παρ. 1 και 21 παρ. 1), ώστε να εξασφαλίζεται η αναγκαία ταχύτητα στην γνωστοποίηση της σχετικής απόφασης χωρίς να απόλλυται η ελάχιστη προϋπόθεση της δυνατότητας έγγραφης απόδειξης και διαπίστωσης της γνησιότητας. Ενόψει της πρόβλεψης αυτής ορίζεται πλέον ότι η απαγόρευση εκποίησης του περιουσιακού στοιχείου ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος.
β) Στη διαγραφή της αναφοράς σε κοινές θυρίδες (οι οποίες δεν υπάρχουν στην πράξη) και στην αντικατάστασή της από την υποχρέωση επίδοσης της πράξης δέσμευσης και στον τυχόν πληρεξούσιο του μισθωτή.
γ) Στην προσθήκη (στην παράγραφο 3) της δυνατότητας του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου να διατάσσουν την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου και άλλων περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου, κατ' αντιστοιχία προς ό,τι ισχύει ήδη στην παράγραφο 5 για τον Πρόεδρο της Αρχής.
δ) Στη συνακόλουθη προσθήκη (ομοίως στην παράγραφο 3) πρόβλεψης για γνωστοποίηση της διάταξης ή του βουλεύματος στον προϊστάμενο νηολογίου ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας προς καταχώριση της σχετικής εγγραφής, για την κάλυψη των περιπτώσεων που οι πράξεις αυτές δεν αφορούν σε ακίνητα.

Άρθρο 43

Το παρόν άρθρο επαναλαμβάνει, με ορισμένες επουσιώδεις λεκτικές βελτιώσεις, τις προβλέψεις του άρθρου 49 του ν. 3691/2008 αναφορικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται από διεθνείς οργανισμούς.

Άρθρο 44

Με το άρθρο 44 μεταφέρεται στον νέο νόμο η διάταξη του άρθρου 50 του ν. 3691/2008 περί πρόσβασης των δικαστικών αρχών σε αρχεία και στοιχεία.

Άρθρο 45

Στο άρθρο 45 μεταφέρεται η διάταξη του άρθρου 51 του ν. 3691/2008, όπως αυτό αντικαταστάθηκε πρόσφατα, αναφορικά με την ευθύνη νομικών προσώπων για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που τελούνται προς όφελος νομικών προσώπων. Για λόγους ευχερέστερης εποπτείας των λόγων που οδήγησαν στην αντικατάσταση της προηγούμενης ρύθμισης του άρθρου 51, επαναλαμβάνονται εδώ οι βασικές σκέψεις της συναφούς αιτιολογικής έκθεσης:

Με τη θέση σε ισχύ της υποπαραγράφου ΓΕ.17 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α' 85) τροποποιήθηκε το άρθρο 51 του ν. 3691/2008, με βασική αλλαγή την προσθήκη των αδικημάτων δωροδοκίας και δωροληψίας που προβλέπονται στα άρθρα 159, 159Α, 235, 236 και 237 ΠΚ στην κυρωτική εμβέλεια της διάταξης. Οι τροποποιήσεις αυτές έχρηζαν επαναξιολόγησης, εν όψει και του ότι η εφαρμογή της διάταξης δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στην πράξη. Περαιτέρω, υπήρχε ανάγκη προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στα διεθνή πρότυπα, όπως αυτά οριοθετούνται από τα διεθνή συμβατικά κείμενα, αλλά και από τη συνεχώς εξελισσόμενη πρακτική των διεθνών μηχανισμών αξιολόγησης της εφαρμογής τους, όπως είναι η GRECO, ο Μηχανισμός παρακολούθησης εφαρμογής της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς και η Ομάδα Εργασίας του ΟΟΣΑ επί της δωροδοκίας στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές. Για τους λόγους αυτούς με το νέο άρθρο επήλθαν οι εξής μεταβολές:

1. Ως προς το πεδίο εφαρμογής των 2 πρώτων παραγράφων
Οι περισσότερες αλλαγές αφορούν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης σε σύγκριση με το άρθρο 51 του ν. 3691/2008, τόσο από αντικειμενικής, όσο και από υποκειμενικής άποψης:
α) Προκειμένου να καλυφθεί το κενό της μη επιβολής κυρώσεων σε νομικά μορφώματα τα οποία δεν έχουν (ή δεν έχουν αποκτήσει) νομική προσωπικότητα, με τις νέες διατάξεις προβλέφθηκε η επιβολή κυρώσεων και σε νομικές οντότητες, πέραν των νομικών προσώπων.
β) Η σημαντικότερη, ίσως, μεταβολή έγκειται στην επέκταση των αδικημάτων για τα οποία μπορεί να γεννηθεί ευθύνη νομικών προσώπων. Ακολουθώντας την αρχική διατύπωση του άρθρου 51 του ν. 3691/2008, πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο ένατο του ν. 3875/2010 (Α' 158), προβλέφθηκε η δυνατότητας εφαρμογής του και σε όλες τις περιπτώσεις τέλεσης βασικών αδικημάτων. Με αυτήν την μεταβολή ικανοποιήθηκε η σύσταση που περιλαμβάνεται στην παρ. 128 της Έκθεσης Επισκόπησης της εφαρμογής από την Ελλάδα των κεφαλαίων III και IV της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (σελ. 56), σύμφωνα με την οποία η χώρα μας πρέπει να εισαγάγει διοικητική ευθύνη των νομικών προσώπων για όλα τα αδικήματα που προβλέπονται στην Σύμβαση. Καλύφθηκε επίσης και η υποχρέωση καθιέρωσης ευθύνης νομικών προσώπων σε περιπτώσεις τέλεσης απάτης εις βάρος των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του δεύτερου πρωτόκολλου της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο έχει κυρωθεί με το ν. 2803/2000 (Α' 48). Προς εφαρμογή της διεθνούς υποχρέωσης της χώρας που πηγάζει από τις παραπάνω διατάξεις είχε θεσπισθεί το άρθρο όγδοο του ν. 2803/2000, το οποίο, όμως, καταργήθηκε δυνάμει της υποπαραγράφου ΙΕ.20 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (βλ. τη σχετική επισήμανση εις: Καϊάφα-Γκμπάντι [Επιμ.], Οικονομικό έγκλημα και διαφθορά στο δημόσιο τομέα, τ. 3, 2015, σελ. 90). Η συγκεκριμένη υποχρέωση θα εξακολουθήσει να υπάρχει και μετά τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2017 σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (βλ. σχετικά Καϊάφα-Γκμπάντι, ΠοινΧρ ΞΖ', 561 επ.).
Στην παράγραφο 8 του άρθρου προσετέθη εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο ειδικές διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται ευθύνη νομικών προσώπων για άλλα βασικά αδικήματα, διατηρούνται σε ισχύ. Τέτοιες διατάξεις είναι, πέραν του αναφερόμενου ρητά άρθρου 41 του ν. 3251/2004, αυτές των άρθρων 26 του ν. 4139/2013 (Α' 74), 3 του ν. 4198/2013 (Α' 215), 4 του ν. 927/1979, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4285/2014 (Α' 191 - ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου) και τετάρτου του ν. 4411/2016 (Α' 142).
γ) Μία επιπλέον μεταβολή αφορά στον τρόπο σύνδεσης των πράξεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 με το νομικό πρόσωπο προκειμένου για την κατάφαση ευθύνης σε αυτό. Με την προηγούμενη διάταξη, απαιτείτο η πράξη να έχει τελεσθεί προς τον σκοπό επίτευξης οφέλους του νομικού προσώπου. Με την νέα διατύπωση μπορεί να καταφαθεί ευθύνη νομικού προσώπου και σε περιπτώσεις όπου η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή κάποιο από τα βασικά αδικήματα τελέσθηκε για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή της οντότητας. Καλύφθηκαν έτσι περιπτώσεις εμμέσου οφέλους ή περιπτώσεις όπου ο δράστης αποσκοπεί στο δικό του όφελος και επέρχεται παρεμπιπτόντως όφελος στο νομικό πρόσωπο, όπως απαιτείτο στην έκθεση 3bis της Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ κατά της δωροδοκίας (2015), αρ. περ. 52 (σελ. 19, και 34 στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης). Σημειώνεται ότι η προσθήκη αυτή είναι συμβατή με την πρόσφατη διάταξη του άρθρου τετάρτου του ν. 4411/2016 σχετικά με την ευθύνη νομικών προσώπων για την τέλεση εγκλημάτων που προβλέπονται στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, αλλά και στην Οδηγία 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών.
δ) Σε περιπτώσεις όπου ο δράστης του θεμελιωτικού της ευθύνης του νομικού προσώπου αδικήματος δεν ενεργεί ατομικά, αλλά ως μέλος νομικού προσώπου, δεν απαιτείται πλέον συμπλεκτικά η κατοχή διευθυντικής θέσης εντός των νομικών προσώπων ή των νομικών οντοτήτων με βάση εξουσία εκπροσώπησής τους, αλλά διαζευκτικά ο δράστης του αδικήματος είτε να κατέχει διευθυντική θέση στο νομικό πρόσωπο, είτε να έχει εξουσία εκπροσώπησης σε αυτό. Για την τροποποίηση αυτή ελήφθησαν υπόψη το άρθρο 18 της Σύμβασης ποινικού δικαίου για τη διαφθορά του Συμβουλίου της Ευρώπης, το άρθρο 10 της Σύμβασης της Βαρσοβίας του 2005 για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και η διατύπωση, αναφορικά με την ευθύνη νομικών προσώπων, του Παραρτήματος Ι της Σύστασης της ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για τη δωροδοκία στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές.
ε) Μια ακόμη προσθήκη που έγινε στην παράγραφο 1, προς άρση τυχόν παρερμηνειών, είναι ότι κατά το τελευταίο εδάφιο της διάταξης οι κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν και όταν φυσικό πρόσωπο, που έχει κάποια από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 ιδιότητες, είναι ηθικός αυτουργός ή συνεργός στις ίδιες πράξεις.
στ) Ως προς την παράγραφο 2, η βασική διαφοροποίηση έγκειται στην προσθήκη περαιτέρω κατηγοριών αυτουργών του θεμελιωτικού για την ευθύνη του νομικού προσώπου αδικήματος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σύγχρονες μορφές επιχειρηματικής δράσης δεν περιορίζονται μόνο σε εταιρικούς τύπους που έχουν σαφείς ιεραρχικές δομές, κρίθηκε σκόπιμη η επέκταση της πιθανής ευθύνης του νομικού προσώπου όχι μόνον όταν από έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστη δυνατή η τέλεση αδικήματος που αναφέρεται στην ίδια παράγραφο από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος, αλλά και όταν η ίδια πράξη τελείται από εντολοδόχο του νομικού προσώπου ή της οντότητας. Με τη νεότερη διατύπωση καταλαμβάνεται κάθε περίπτωση όπου το βασικό αδίκημα τελείται από ενδιάμεσο πρόσωπο, προς το οποίο είχε δοθεί εντολή προς χειρισμό υποθέσεων του νομικού προσώπου ή της οντότητας και το πρόσωπο αυτό μπόρεσε να τελέσει το αδίκημα για όφελος ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου, χάρη στην έλλειψη εποπτείας και ελέγχου. Εάν, βέβαια, το ενδιάμεσο (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο τέλεσε το θεμελιωτικό της ευθύνης αδίκημα κατ' εντολή προσώπου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τότε εφαρμόζεται η τελευταία.
Η διάταξη αυτή ακολουθεί την σύσταση C του Παραρτήματος I της Σύστασης της ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για τη δωροδοκία στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές. Η προηγούμενη διατύπωση της παραγράφου 2 ήταν επαρκής αναφορικά με την σύσταση B του ίδιου παραρτήματος, αλλά δεν κάλυπτε τη σύσταση C, σύμφωνα με την οποία ένα νομικό πρόσωπο που τελεί το αδίκημα διεθνούς δωροδοκίας δεν επιτρέπεται να αποφεύγει την ευθύνη με την επίκληση της δράσης ενδιάμεσων προσώπων.

2. Ως προς τις προβλεπόμενες κυρώσεις
α) Σημαντικές είναι οι μεταβολές που επήλθαν ως προς τις προβλεπόμενες κυρώσεις. Κατ' ουσίαν πρόκειται για διπλασιασμό των επαπειλούμενων προστίμων προκειμένου να ενισχυθεί ο αποτρεπτικός τους χαρακτήρας, πράγμα που αποτελούσε ζητούμενο σύμφωνα και με σύσταση που περιλαμβάνεται στην έκθεση 3bis της Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ κατά της δωροδοκίας (2015), σελ. 23 (43 στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης).
β) Εξίσου σημαντική τομή επήλθε με την κατάργηση του διαχωρισμού ως προς την αυστηρότητα των επαπειλούμενων κυρώσεων κατά των νομικών προσώπων ανάλογα με το αν τα νομικά πρόσωπα περιλαμβάνονται στα υπόχρεα ή στα μη υπόχρεα πρόσωπα. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είχε δικαιολογητική βάση και είχε οδηγήσει σε σχετική σύσταση προς τη χώρα μας από την ως άνω Ομάδα Εργασίας του ΟΟΣΑ (σελ. 23 της σχετικής έκθεσης, 43 στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης).
γ) Παρά τη μείωση της σημασίας διάκρισης μεταξύ υπόχρεων και μη υπόχρεων προσώπων που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω, η διάκριση αυτή δεν χάνει εντελώς την πρακτική της σημασία. Έτσι, οι αρμόδιες αρχές παραμένουν αρμόδιες για την επιβολή κυρώσεων σε βάρος των υπόχρεων νομικών προσώπων. Αντίθετα, ακολουθώντας στο σημείο αυτό σχετική σύσταση που περιλαμβάνεται στην παρ. 127 της Έκθεσης Επισκόπησης της Εφαρμογής από την Ελλάδα των κεφαλαίων III και IV της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (σελ. 55), με τη νέα παράγραφο 3 καταργήθηκε η αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης και του εκάστοτε συναρμόδιου Υπουργού. Η αλλαγή αυτή έγινε για να μην υπάρχουν υπόνοιες πολιτικών παρεμβάσεων στην επιβολή κυρώσεων, αλλά και λόγω των δυσχερειών που προκαλούσε ο καθορισμός του συναρμόδιου Υπουργού, και μάλιστα με ιδιαιτέρως περίπλοκα κριτήρια. Η αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων για τα μη υπόχρεα πρόσωπα ανήκει πλέον στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, που είχε και παλαιότερα σχετική αρμοδιότητα (ως προς αδικήματα δωροδοκίας που τελούνταν προς όφελος νομικών προσώπων, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ν. 3560/2007, βλ. και την σχετική ΥΑ 1130/2730, Β' 1818/19.11.2010).
δ) Με την παράγραφο 4 μεταβλήθηκαν οι προβλέψεις αναφορικά με τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρχές επιβολής του νόμου για την αιτιολογημένη επιβολή των κυρώσεων.

3. Ως προς τη ρύθμιση διαδικαστικών ζητημάτων εφαρμογής του νόμου
α) Ρητά ορίσθηκε ότι η επιβολή των κυρώσεων θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
β) Προβλέφθηκε επίσης ρητά, ότι για τη διαπίστωση τέλεσης των παραβάσεων και για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες που έχουν σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους (παράγραφος 5 εδ. γ').
γ) Καθιερώθηκε υποχρέωση των αρμόδιων αρχών, όταν επιβάλλουν κυρώσεις, να ενημερώνουν το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, κοινοποιώντας τη σχετική απόφαση στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου (παράγραφος 5 εδ. δ'). Η πρόβλεψη αυτή έγινε προκειμένου για την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου για τις δημόσιες συμβάσεις.
δ) Η σημαντικότερη αλλαγή ως προς τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων αφορά στην απαλοιφή της υποχρέωσης έκδοσης κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την εξειδίκευση της εφαρμογής του άρθρου. Η εξειδίκευση θεμάτων στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι απαραίτητη, διότι η διαδικασία επιβολής των κυρώσεων, όπως και τα λοιπά σχετικά θέματα, εξειδικεύονται αρκούντως στον νόμο, ενώ οι αρμόδιες υπηρεσίες είσπραξης καθορίζονται στο άρθρο 50. Άλλωστε, και οι υπόλοιπες διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω και καθιερώνουν την ευθύνη νομικών προσώπων δεν περιλαμβάνουν εξουσιοδοτικές διατάξεις για την έκδοση συναφών υπουργικών αποφάσεων.
ε) Τέλος, στην παράγραφο 7 αναφέρεται ότι πλην της ενημέρωσης για την ποινική δίωξη οι εισαγγελικές αρχές αποστέλλουν και αντίγραφο της σχετικής δικογραφίας στις αρμόδιες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων αρχές, ενώ προβλέπεται και διαδικασία αποστολής αντιγράφου των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων. Επισημαίνεται, προς αποφυγή παρερμηνειών, ότι η ποινική διαδικασία κατά εμπλεκόμενου φυσικού προσώπου δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης περί επιβολής κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα. Η σχετική διαδικασία μπορεί να εκκινήσει και με πρωτοβουλία των αρμοδίων για την επιβολή των αντίστοιχων κυρώσεων αρχών.

Άρθρο 46

Με το άρθρο αυτό θεσπίζεται, κατ' εφαρμογή και των άρθρων 58-60 της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ, ένα σύνολο διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιβάλλουν στα υπόχρεα πρόσωπα και στα μέλη διοικητικού συμβουλίου, διευθυντικά στελέχη και υπαλλήλους των υπόχρεων νομικών προσώπων για παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) 847/2015, τους λοιπούς Κανονισμούς και Αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις σχετικές κανονιστικές πράξεις που αφορούν στην πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ο προσδιορισμός των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων έγινε με βάση τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της αποτρεπτικότητας, όπως επιτάσσει το άρθρο 58 παρ. 1 και το προοίμιο της Οδηγίας (αιτιολογική σκέψη 59) και λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 59 της Οδηγίας. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις επιβάλλονται ανεξάρτητα από εκείνες του άρθρου 49 του Σχεδίου Νόμου και με την επιφύλαξη της πρόβλεψης βαρύτερων κυρώσεων από άλλες διατάξεις (παράγραφος 6). Ρητά ορίζεται ότι η λήψη διορθωτικών μέτρων και οι διοικητικές κυρώσεις μπορεί να επιβληθούν είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ενώ μπορ εί να επιβληθούν περισσότερες της μίας κυρώσεις.

Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 καθορίζονται οι διοικητικές κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν κατά υπόχρεων νομικών προσώπων ή οντοτήτων καθώς και (ενόψει της παραγράφου 3 του άρθρου 58 της Οδηγίας) κατά των μελών ΔΣ, του διευθύνοντος συμβούλου, των διευθυντικών στελεχών ή άλλων υπαλλήλων αυτών, εφόσον τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα είναι υπεύθυνα για την παράβαση ή ασκούν ανεπαρκή έλεγχο ή εποπτεία επί των υπηρεσιών, υπαλλήλων και δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, λαμβανομένης υπόψη της θέσης ευθύνης και των εν γένει καθηκόντων τους. Προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής προστίμου, χωρίς να ορίζεται πλέον ελάχιστο ποσό αυτού, ενώ το ανώτατο όριο του προστίμου εμφανίζεται αυξημένο σε σχέση με τις προβλέψεις του ν. 3691/2008, ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της κύρωσης. Ειδικά για τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς προβλέπεται υψηλότερο όριο προστίμου σε σχέση με τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης σημασίας τους και του όγκου των συναλλαγών που διενεργούν. Περαιτέρω, εις βάρος του υπόχρεου νομικού προσώπου ή οντότητας δύναται να επιβληθεί η κύρωση της απαγόρευσης της άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων, της ίδρυσης νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα ή της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, της οριστικής ή προσωρινής ανάκλησης ή αναστολής για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της άδειας λειτουργίας ή της απαγόρευσης της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε περίπτωση σοβαρών ή επανειλημμένων παραβάσεων ενώ προβλέπεται, κατά το πρώτον στον παρόντα νόμο, και η δυνατότητα έκδοσης δημόσιας ανακοίνωσης που αναφέρει το νομικό πρόσωπο ή την οντότητα και τη φύση της παράβασης, με σκοπό να ενισχυθεί έτι περαιτέρω το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της κύρωσης. Όσον αφορά στα φυσικά πρόσωπα, διευθυντικά στελέχη ή υπαλλήλους του υπόχρεου νομικού προσώπου, πέραν του προστίμου προβλέπεται ότι μπορεί να επιβληθεί, σωρευτικά ή διαζευκτικά προς αυτό, απομάκρυνσή τους από τη θέση τους, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, και απαγόρευση ανάληψης άλλης αντίστοιχης θέσης. Για τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα καθορίζονται ως πιθανές κυρώσεις, διαζευκτικά ή σωρευτικά, η επιβολή προστίμου, η οριστική ή προσωρινή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας και η έκδοση δημόσιας ανακοίνωσης ενώ ειδική μνεία γίνεται και στην ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση που το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο υπόκειται και σε πειθαρχικό έλεγχο από αρμόδιο πειθαρχικό όργανο (παράγραφος 5). Τέλος, σύμφωνα με τις αρχές της δίκαιης δίκης, επιβάλλεται ρητά η τήρηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης των νομίμων εκπροσώπων των νομικών προσώπων ή οντοτήτων ή των υπαίτιων φυσικών προσώπων πριν από την επιβολή διοικητικής κύρωσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 49 παρ. 4 του νόμου.

Στην παράγραφο 2 εισάγεται ρητώς, κατ' εφαρμογή του άρθρου 60 παρ. 5 της Οδηγίας, ειδικός λόγος ευθύνης των υπόχρεων νομικών προσώπων ή οντοτήτων για παραβάσεις που τελούνται προς όφελός τους από φυσικά πρόσωπα, διευθυντικά στελέχη ή υπαλλήλους αυτών, ή λόγω έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου των ανωτέρω φυσικών προσώπων.

Με την παράγραφο 3 καθιερώνεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 60 παρ. 1-3 της Οδηγίας, υποχρέωση δημοσιοποίησης από τις αρμόδιες αρχές των κυρώσεων που επιβάλλουν δυνάμει του παρόντος άρθρου με ανάρτηση στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο, όταν οι σχετικές αποφάσεις καταστούν αμετάκλητες και για χρονικό διάστημα πέντε ετών. Η δημοσιοποίηση των αποφάσεων αναμένεται να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα και αποτρεπτικότητα της κύρωσης. Ωστόσο, στο πλαίσιο τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, προβλέπεται ότι εξαιρούνται οι περιπτώσεις στις οποίες η δημοσίευση είναι πιθανό να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή να θέσει σε κίνδυνο την έκβαση διεξαγόμενης έρευνας ή τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, οπότε και μπορεί να γίνει μόνο μετά την έκλειψη των σχετικών λόγων ή ενδεχομένως χωρίς αναφορά της ταυτότητας των υπαίτιων προσώπων.

Προς το σκοπό ενίσχυσης της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης, με την παράγραφο 4 εξουσιοδοτούνται οι αρμόδιες αρχές για την υιοθέτηση αποφάσεων με τις οποίες ταξινομούνται οι επιμέρους υποχρεώσεις των εποπτευόμενων από αυτές υπόχρεων προσώπων καθώς και των στελεχών και υπαλλήλων τους, ορίζεται ο βαθμός σπουδαιότητας κάθε υποχρέωσης ή κατηγορίας υποχρεώσεων με ενδεικτική αναφορά πιθανών κυρώσεων καθώς και γενικά ή ειδικά κριτήρια προσδιορισμού και επιμέτρησης των κυρώσεων, ενώ ορίζονται και τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την έκδοση των σχετικών κανονιστικών πράξεων, με αναφορά στα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 60 παρ. 4 της Οδηγίας.

Τέλος, προβλέπεται ότι τα επιβαλλόμενα κατά το παρόν άρθρο πρόστιμα αποτελούν δημόσια έσοδα και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (παράγραφος 7).

Άρθρο 47

Στην παράγραφο 1 ορίζεται ο σκοπός της Αρχής, η οποία μετονομάζεται σε «Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες». Η μετονομασία κρίθηκε αναγκαία, διότι o προγενέστερος τίτλος ήταν μακροσκελής και δύσχρηστος, ενώ ο νέος είναι βραχύτερος και συγχρόνως περιγράφει επαρκώς την βασική αρμοδιότητα της Αρχής που συνδέεται με την αντιμετώπιση της βαριάς εγκληματικότητας μέσω της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από τις περιοριστικά στον νόμο οριζόμενες αξιόποινες πράξεις. Ο νέος τίτλος καλύπτει εν πολλοίς τις αρμοδιότητες και των τριών μονάδων, ενώ ειδικά ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις του στοιχείου αα' της παρ. 1 του άρ. 3 του ν. 3213/2003, αποτελεί χρήσιμη προεργασία για τον εντοπισμό περιουσίας που αποκτήθηκε από τα υπόχρεα σε δήλωση πρόσωπα με αξιόποινες πράξεις. Εξάλλου ο νέος τίτλος δίνει την δυνατότητα στο νομοθέτη να διευρύνει, εάν το επιθυμεί, τις αρμοδιότητες της Αρχής χωρίς να απαιτείται κάθε φορά και νέα αλλαγή του τίτλου της. Στο εδ. β' της παραγράφου 1, στον σκοπό της Αρχής, προστίθεται ο «εντοπισμός» της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατ' αντιστοιχία με το άρθρο 32 παράγραφος 1 της Οδηγίας (όπου ο σχετικός όρος αποδίδεται ως «ανίχνευση»). Η νέα ονομασία και η διεύθυνση της Αρχής θα πρέπει να κοινοποιηθούν εγγράφως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 της Οδηγίας.

Στην παράγραφο 2 προβλέπεται, όπως και στην αντίστοιχη διάταξη του ν. 3691/2008, η διοικητική και λειτουργική ανεξαρτησία της Αρχής (σύμφωνα και με το άρθρο 32 παρ. 3 εδ. α' της Οδηγίας), η έδρα της και ο προϋπολογισμός της, ενώ προστίθεται δυνατότητα αυτόνομης συμμετοχής της Αρχής σε συγχρηματοδοτούμενα ή χρηματοδοτούμενα προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή διεθνείς οργανισμούς, διότι έτσι της δίνονται μεγαλύτερες δυνατότητες χρηματοδότησης.

Στην παράγραφο 3 ρυθμίζονται τα θέματα εγκατάστασης γραφείων σε άλλες πόλεις και αρμοδιότητας για τις διαφορές που ανακύπτουν από την λειτουργία της Αρχής, ενώ προβλέπεται για πρώτη φορά ότι η δικαστική εκπροσώπηση και η καθοδήγηση δια γνωμοδοτήσεων της Αρχής διεξάγονται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Με την προσθήκη καλύπτεται κενό του νόμου που αφορούσε στην εκπροσώπηση της Αρχής σε δικαστήρια και την κάλυψη σε γνωμοδοτικά και ερμηνευτικά θέματα, βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 2 περίπτωση γ' του ν. 3086/2002.

Η παράγραφος 4 προβλέπει τη συγκρότηση της Αρχής από τον Πρόεδρο και 17 μέλη, των οποίων η θητεία είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τα έξι έτη.

Η αύξηση των μελών της Αρχής από 14 σε 17 κατέστη αναγκαία λόγω της ανάγκης εκπροσώπησης αρμοδίων φορέων που υποβοηθούν το έργο της. Η τροποποίηση του εδ. γ' και η προσθήκη των εδ. δ' και ε' αναφορικά με την διάρκεια της θητείας και την αναπλήρωση του Προέδρου και των μελών, ήταν απαραίτητη, προκειμένου να δοθεί σε όλους τους φορείς ενιαία κατεύθυνση για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Η προηγούμενη διατύπωση ήταν αόριστη και προξενούσε πληθώρα ερμηνευτικών προβλημάτων, οι οποίες δυσχέραιναν την καλή λειτουργία της Αρχής.

Στην παράγραφο 5 προβλέπεται, όπως και στην ισχύουσα διάταξη του ν. 3691/2008, ότι ως Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος είναι πλήρους απασχόλησης και επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

Στην παράγραφο 6 ορίζεται ο τρόπος διορισμού των μελών της Αρχής και διατυπώνεται η απαίτηση τα Μέλη να διαθέτουν υψηλό επίπεδο επαγγελματικών προσόντων.

Άρθρο 48


Στο άρθρο 48 προβλέπεται, όπως ισχύει και υπό το παρόν νομοθετικό πλαίσιο, ότι η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο, και ρυθμίζεται η απαραίτητη απαρτία και η διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Στον τίτλο 1 ορίζεται ότι η Α' Μονάδα «Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών» συγκροτείται από τον Πρόεδρο και 10 μέλη (αντί 8 που ήταν προηγουμένως), προερχόμενα από διάφορους φορείς, με κριτήριο τη συνδρομή που μπορούν να παράσχουν στο έργο της. Πλαισιώνεται και υποστηρίζεται από συνολικά πενήντα υπαλλήλους, οι οποίοι αποσπώνται ως επί το πλείστον από τα υπουργεία και τους φορείς απ' όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας. Επίσης καθορίζονται οι αρμοδιότητες της τελευταίας, καθώς και η υποχρέωση σύνταξης και υποβολής έκθεσης πεπραγμένων.

Καθόσον αφορά στα ζητήματα όπου υπάρχουν αλλαγές σε σύγκριση με τον ν. 3691/2008, στο στοιχείο ηη' της περίπτωσης α' προσετέθη το μέλος από την Ε.Ε.Ε.Π, το οποίο, όπως προελέχθη, με βάση την πρακτική εμπειρία από την λειτουργία της Αρχής αναμένεται να βοηθήσει σημαντικά στο έργο της. Η αφαίρεση της αναφοράς σε «επιστημονικό» προσωπικό από τη διατύπωση της περίπτωσης β' κρίθηκε απαραίτητη, διότι η φράση «με ειδικές γνώσεις» είναι επαρκής και καλύπτει τον αφαιρούμενο όρο, ενώ παράλληλα επιτρέπει την απόσπαση στην Αρχή έμπειρων και ικανών υπαλλήλων, οι οποίοι δεν διαθέτουν πανεπιστημιακή παιδεία.

Στην περίπτωση β' διατηρήθηκε, εξάλλου, η δυνατότητα κάλυψης δύο θέσεων επιστημονικού προσωπικού με πρόσωπα εκτός του δημοσίου τομέα, με την διαφορά ότι πλέον δίνεται η δυνατότητα στο Πρόεδρο της Αρχής να επιλέγει επιστημονικούς συνεργάτες της επιλογής του, η σύμβαση των οποίων λύεται αυτοδικαίως με την αποχώρησή του. Οι προσλήψεις αυτές εξαιρούνται των κοινών διατάξεων του νόμου και υλοποιούνται με μόνη την απόφαση του Προέδρου, προκειμένου να επιτευχθεί ταχύτερη και αμεσότερη εξυπηρέτηση των έκτακτων αναγκών επιστημονικής υποστήριξης της Αρχής, σε περιπτώσεις ιδιαίτερα πολύπλοκων τεχνικών ζητημάτων. Οι προσλήψεις αυτές μπορούν να υλοποιούνται και για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Στο στοιχείο αα' της περίπτωσης γ' προστίθεται η αρμοδιότητα της «ανάλυσης», κατ' αντιστοιχία με τα προβλεπόμενα στα εδ. α' και β' της παραγράφου 3 του άρθρου 32 της Οδηγίας. Το στοιχείο ββ' καλύπτει και το άρθρο 52 της Οδηγίας. Στο τέλος του στοιχείου γγ' της περίπτωσης γ', προστίθεται η αρμοδιότητα για την ενημέρωση των υπόχρεων προσώπων σχετικά με την εξέλιξη των αναφορών τους, όπου αυτό είναι εφικτό, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 46 παρ. 3 της Οδηγίας. Με το στοιχείο δδ' της περίπτωσης γ' προστίθεται η αρμοδιότητα διενέργειας επιχειρησιακών αναλύσεων, κατ' αντιστοιχία προς το άρθρο 32 παρ. 8 περ. α' της Οδηγίας. Ομοίως, με το στοιχείο εε' της περίπτωσης γ' προστίθεται η αρμοδιότητα εκπόνησης στρατηγικών αναλύσεων αναφορικά με τις τάσεις και τις συνήθεις πρακτικές της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατ' αντιστοιχία προς το άρθρο 32 παρ. 8 περ. β' της Οδηγίας.

Στην περίπτωση δ' προστίθεται, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 32 της Οδηγίας, η δυνατότητα, σε επείγουσες περιπτώσεις και όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο Πρόεδρος να διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, προκειμένου να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας. Με την προσθήκη αυτή επιτυγχάνεται ταχύτητα και ευελιξία όχι μόνο στην έκδοση αλλά και στην ανάκληση της διάταξης, οσάκις εκλείψει η υπόνοια.

Η τροποποίηση της περίπτωσης στ', σχετικά με την υποχρέωση σύνταξης στο τέλος κάθε έτους και υποβολής της έκθεσης πεπραγμένων της Αρχής μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του επομένου έτους, κατέστη αναγκαία προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθότητα και πληρότητα των εκθέσεων, οι οποίες πρέπει να ολοκληρώνονται και υποβάλλονται μετά την λήξη του έτους στο οποίο αναφέρονται.

Στον τίτλο 2 ορίζεται, όπως και στην ισχύουσα διάταξη του ν. 3691/2008, ότι η Β' Μονάδα «Χρηματοοικονομικών Κυρώσεων» συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο μέλη, προερχόμενα από την Ελληνική Αστυνομία και το Υπουργείο Εξωτερικών. Πλαισιώνεται και υποστηρίζεται από συνολικά πέντε υπαλλήλους, οι οποίοι αποσπώνται από τα υπουργεία απ' όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας. Όπως και στον ισχύοντα νόμο, καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Β' Μονάδας, καθώς και η υποχρέωση σύνταξης και υποβολής έκθεσης πεπραγμένων. Η αφαίρεση της αναφοράς σε «επιστημονικό» προσωπικό από τη διατύπωση της περίπτωσης β' επελέγη για τους ίδιους λόγους όπως και για την Α' Μονάδα. Το ίδιο ισχύει και καθόσον αφορά στην τροποποίηση της περίπτωσης ε' σχετικά με την σύνταξη και υποβολή της έκθεσης πεπραγμένων.

Στον τίτλο 3 ορίζεται ότι η Γ' Μονάδα «Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης» συγκροτείται από τον Πρόεδρο και 5 μέλη, προερχόμενα από διάφορους φορείς με κριτήριο τη συνδρομή που μπορούν να παράσχουν στο έργο της. Πλαισιώνεται και υποστηρίζεται από συνολικά τριάντα υπαλλήλους, οι οποίοι αποσπώνται ως επί το πλείστον από τα υπουργεία και τους φορείς απ' όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας.

Όπως και στον ν. 3691/2008, στον υπό συζήτηση τίτλο καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Γ' Μονάδας, καθώς και η υποχρέωση σύνταξης και υποβολής έκθεσης πεπραγμένων.

Στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β' προστίθεται η δυνατότητα της Γ' Μονάδας, να αντλεί προσωπικό και από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε), διότι μετά την έναρξη εφαρμογής του ν. 4389/2016 το προσωπικό που περιγράφεται στην εν λόγω διάταξη και χαρακτηρίζεται από «ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών» δεν δύναται να αντλείται πλέον από το Υπουργείο Οικονομικών.

Η διαγραφή της φράσης «πλην εκείνων του άρθρου 14 του ιδίου νόμου» στο α' εδάφιο της περίπτωσης γ', γίνεται διότι περιττεύει από νομοτεχνική άποψη, εφόσον καλύπτεται από το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 3 παρ. 1 περ. αα' του ν. 3213/2003. Κατά τα λοιπά, το περιεχόμενο της δεύτερης παραγράφου της περίπτωσης γ' τροποποιείται, διότι δεδομένων των υφιστάμενων πόρων και της ανάγκης για ουσιαστικό, ολοκληρωμένο και σε βάθος έλεγχο, κρίνεται απαραίτητη η προτεραιοποίηση των υποχρεωτικά ελεγχομένων από τη Γ' Μονάδα δηλώσεων. Με βάση τις εκτιμήσεις κινδύνου, τίθενται σε προτεραιότητα οι κατηγορίες που περιγράφονται στις υποπεριπτώσεις από αα' έως ζζ'. Η Γ' Μονάδα αποφασίζει για την διαδικασία και την έκταση του ελέγχου των υπόχρεων προσώπων της αρμοδιότητάς της, λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας και τις βασικές αρχές ελέγχου, όπως αυτές προβλέπονται στην διεθνή πρακτική, με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων για την εξαγωγή κατάλληλου αντιπροσωπευτικού δείγματος. Με τις ανωτέρω προσθήκες, δίδεται η δυνατότητα στη Γ' Μονάδα να προχωρά σε δειγματοληπτικό έλεγχο εκείνων των υπόχρεων προσώπων που παρουσιάζουν αυξημένη επικινδυνότητα διαφθοράς.

Με την προσθήκη της τρίτης παραγράφου στην περίπτωση γ' υιοθετείται η πρόβλεψη της παραγράφου 3 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003, όπως ισχύει για την επιτροπή της Βουλής, και παρέχεται στην Αρχή η δυνατότητα να χρησιμοποιεί ως συμβούλους εξειδικευμένους επιστήμονες σε εξαιρετικές περιπτώσεις ελέγχων. Η ανάθεση του έργου αυτού πραγματοποιείται κατά παρέκκλιση κάθε ειδικής ή γενικής διάταξης προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ανάγκη ταχείας εξειδικευμένης και αποτελεσματικής έρευνας. Εξάλλου, με την τέταρτη παράγραφο ανατίθεται στην Γ' Μονάδα το καθήκον να δίνει κατευθυντήριες οδηγίες στα εμπλεκόμενα πρόσωπα και στους αρμόδιους φορείς, με στόχο την βελτίωση του έργου της, ενώ προβλέπεται επίσης και η δυνατότητα να καλεί τους ελεγχόμενους να βελτιώσουν την ποιότητα των δηλώσεών τους.

Τέλος, με την προσθήκη της περίπτωσης ε' δίνεται η δυνατότητα στην Γ' Μονάδα να συμμετέχει και εκπροσωπεί την Αρχή στους διεθνείς οργανισμούς για θέματα αρμοδιότητά της.

Άρθρο 49

Ορίζονται οι εξουσίες των Μονάδων της Αρχής και η δυνατότητα πρόσβασης σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού και επαναλαμβάνεται χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις η αρμοδιότητα των Μονάδων της Αρχής να ζητούν τη συνεργασία και παροχή στοιχείων κάθε είδους, από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς ή οντότητες οποιασδήποτε μορφής. Επαναλαμβάνεται, επίσης, ρητά ότι κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών των Μονάδων της Αρχής δεν ισχύει οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 ΚΠΔ, και διατηρούνται οι προβλέψεις σχετικά με την υποχρέωση των μελών και των υπαλλήλων της Αρχής, να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας της αμεροληψίας και της εχεμύθειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η προσθήκη του εδαφίου β' στην παράγραφο 1 ήταν απαραίτητη, προκειμένου η Αρχή να αποκτήσει αυτοδύναμη πρόσβαση στα ηλεκτρονικά συστήματα όλων των δημοσίων και ιδιωτικών οντοτήτων και φορέων και να βελτιωθεί η ταχύτητα των ερευνών της. Η παράγραφος 6, αναφορικά με τους διαύλους επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλους φορείς της ημεδαπής ή αλλοδαπής, προστίθεται σε συμμόρφωση προς το άρθρο 56 της Οδηγίας.

Άρθρο 50

Στις παραγράφους 1 και 2 καθορίζεται η διαδικασία απόσπασης των υπαλλήλων στην Αρχή, η διάρκεια της απόσπασης, η οποία ορίζεται ως τριετής με δυνατότητα ανανέωσης για μια ή περισσότερες φορές, η απαιτούμενη κατάρτιση, η υπηρεσιακή εμπειρία και οι ικανότητες των προς απόσπαση υπαλλήλων, η υποχρέωση των αρμόδιων φορέων να μεριμνούν για την επαρκή στελέχωση της Αρχής και την ικανοποίηση των προτάσεων του Προέδρου, καθώς και η δυνατότητα του Προέδρου της Αρχής τόσο για την τοποθέτηση ή μετακίνηση των υπαλλήλων στις επιμέρους Μονάδες, όσο και για την παύση της απόσπασης μετά από πρότασή του, για λόγους αποκλειστικά αναγόμενους στην εύρυθμη λειτουργία της Αρχής. Οι προτάσεις του Προέδρου για τη στελέχωση της Αρχής λαμβάνουν υπόψη τόσο τις τεχνικές δεξιότητες, όσο και τα ηθικά προσόντα των υπαλλήλων, με στόχο την διασφάλιση των αρχών της εχεμύθειας, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, ικανοποιούνται δε άμεσα. Η προσθήκη του εδαφίου β' της παραγράφου 2 επιτρέπει στον Πρόεδρο της Αρχής να επιλέγει μεταξύ περισσοτέρων τρόπων στελέχωσης της υπηρεσίας.

Στην παράγραφο 3 ορίζεται, όπως και στον ν. 3691/2008, ότι με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, η αποζημίωση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, καθώς και οι πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν με απόσπαση. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 προστίθεται βάσει του άρθρου 54 του ν. 4407/2016.

Στις παραγράφους 4 και 5 επαναλαμβάνεται ότι ο Πρόεδρος της Αρχής αποφασίζει για την κατανομή των υποθέσεων, καθώς και σε ποιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η εμπλοκή δύο ή και όλων των Μονάδων στην έρευνα της ίδιας υπόθεσης· ότι ο Πρόεδρος και τα Μέλη της κάθε Μονάδας μεριμνούν για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και τη συνεχή κατάρτιση του προσωπικού της· καθώς και ότι στο τέλος κάθε έτους ο Πρόεδρος συντάσσει έκθεση αναφορικά με την απόδοση και τη συμπεριφορά κάθε αποσπασμένου υπαλλήλου της Αρχής, την οποία αποστέλλει στον φορέα από τον οποίο προέρχεται ο υπάλληλος.

Στην παράγραφο 6 ορίζεται ότι με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα που αφορούν στη λειτουργία των επί μέρους Μονάδων της Αρχής, το οργανόγραμμά τους, τον κανονισμό λειτουργίας τους, τις ειδικότερες αρμοδιότητες του Προέδρου, των Μελών και του προσωπικού τους, τον τρόπο διαχείρισης των υποθέσεων και τη συνεργασία τους με τις εθνικές και τις αλλοδαπές αρχές. Η μείωση του αριθμού των συναρμόδιων Υπουργών αναμένεται να συμβάλει στην ταχύτερη εφαρμογή της διάταξης αυτής.

Η παράγραφος 7 ορίζει τα της πειθαρχικής ευθύνης του Προέδρου, των μελών και των υπαλλήλων της Αρχής. Η προσθήκη των λέξεων «βαρειάς αμέλειας» στο εδ. α' κρίθηκε αναγκαία για την ευθυγράμμιση της πειθαρχικής ευθύνης των υπαλλήλων της Αρχής με εκείνη που προβλέπεται στον κώδικα περί δημοσίων υπαλλήλων. Η προγενέστερη διατύπωση εμφάνιζε τους υπαλλήλους της Αρχής να υπέχουν μειωμένη πειθαρχική ευθύνη κατά το χρόνο υπηρεσίας τους, παρότι οι απαιτήσεις ασφαλείας των δεδομένων, εχεμύθειας και επιμέλειας των υπαλλήλων της Αρχής είναι ιδιαίτερα αυξημένες.

Άρθρο 51

Ορίζονται οι αρμοδιότητες της Β' Μονάδας της Αρχής ως προς την επιβολή κυρώσεων κατά υπόπτων για τρομοκρατικές πράξεις.

Άρθρο 52

Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου αναφέρεται στην άσκηση από τις ελεγκτικές υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης των αρμοδιοτήτων που αφορούν στον έλεγχο των υπόχρεων προσώπων αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε., την επιβολή κυρώσεων, τη βεβαίωση των σχετικών προστίμων, καθώς και τις λοιπές ενέργειες που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

Η παράγραφος 2 αντικαθιστά το άρθρο 62Α του ν. 4170/2013, το οποίο εισήχθη στον εν λόγω νόμο με την παράγραφο 3 του άρθρου 71 του ν. 4446/2016. Η αντικατάσταση συνεπάγεται μια σειρά τροποποιήσεων που αποσκοπούν στην ορθή ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ και στην απαλοιφή διατάξεων που δεν είναι συμβατές με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ενώ δεν υπεισέρχεται στα θέματα ρύθμισης συναλλαγών ηλεκτρονικού χρήματος που αποτελούν το αντικείμενο του άρθρου 62Α.

Το άρθρο 52 περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν στη διατήρηση σε ισχύ των κανονιστικών πράξεων που αφορούν στην εφαρμογή των ν. 2331/1995 και 3691/2008 και στην εξασφάλιση της συνέχειας της Αρχής του άρθρου 46 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 53

Το άρθρο 53 περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν στη διατήρηση σε ισχύ των κανονιστικών πράξεων που αφορούν στην εφαρμογή των ν. 2331/1995 και 3691/2008 και στην εξασφάλιση της συνέχειας της Αρχής του άρθρου 47 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 54


Στην παράγραφο 1 ορίζονται οι τροποποιούμενες διατάξεις. Για την πληρέστερη ενσωμάτωση της Οδηγίας, κρίνεται αναγκαία η αντικατάσταση της παραγράφου 5 του άρθρου 8β του κ.ν.2190/1920, ώστε η μεταβίβαση ανωνύμων μετοχών εταιρειών που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο να γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή έγγραφο βεβαίας χρονολογίας. Το έγγραφο αυτό πρέπει να διαβιβάζεται στην εταιρεία και να διατηρείται στο αρχείο της για τουλάχιστον πέντε έτη από την μεταβίβαση των μετοχών

Στην παράγραφο 2 ορίζονται οι καταργούμενες διατάξεις, στις οποίες περιλαμβάνονται ιδίως οι υποκαθιστάμενες με τον παρόντα νόμο διατάξεις του ν. 3691/2008.
Ακολουθούν δύο παραρτήματα ως Ενδεικτικός κατάλογος των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου και υψξλότερου κινδύνου.

Άρθρο 55

Το ακροτελεύτιο άρθρο 55 ορίζει ότι η ισχύς του προτεινόμενου νόμου θα αρχίσει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΣΚΟΠΟΣ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΒΑΣΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ, ΟΡΙΣΜΟΙ, ΥΠΟΧΡΕΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Άρθρο 1
Σκοπός


Με τον παρόντα νόμο σκοπείται η ενσωμάτωση στη νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής» (ΕΕ L 141/5.6.2015) και κωδικοποιείται η ισχύουσα εθνική νομοθεσία με κατάργηση των αντίστοιχων διατάξεων των άρθρων 1 έως και 54 του ν.3691/2008 (ΑΊ66)

Άρθρο 2
Αντικείμενο ( άρθρο 1 της Οδηγίας 2015/849)


1. Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως αυτά τα αδικήματα ορίζονται κατωτέρω, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν.

2. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) συνιστούν οι ακόλουθες πράξεις:
α) Η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του.
β) Η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή στην κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του
γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
γ) Η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.
ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α' έως δ' και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα.

3. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού.

4. Χρηματοδότηση της τρομοκρατίας αποτελεί το αδίκημα που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ).

Άρθρο 3
Εγκληματικές δραστηριότητες - βασικά αδικήματα (άρθρο 3 στοιρ. 4 της Οδηγίας 2015/849)


Ως εγκληματικές δραστηριότητες νοούνται η διάπραξη ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα αδικήματα που καλούνται εφεξής «βασικά αδικήματα»:
α) εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 ΠΚ),
β) τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (άρθρο 187Α ΠΚ),
γ) δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου (άρθρα 235 και 236 ΠΚ),
δ) εμπορία επιρροής-μεσάζοντες και δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα (άρθρα 237Α και 237Β ΠΚ),
ε) δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών (άρθρα 159, 159Α και 237 ΠΚ),
στ) εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α ΠΚ),
ζ) απάτη με υπολογιστή (άρθρο 386Α ΠΚ),
η) σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ),
θ) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 20 έως και 23 του ν. 4139/2013 «Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις» (Α' 74),
ι) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 15 και 17 του ν. 2168/1993 «Όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες κ.λπ(Α' 147),
ια) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 53, 54, 55, 61 και 63 του ν. 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» (Α' 153),
ιβ) τα προβλεπόμενα στις παρ. 1 και 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 181/1974 «Περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών» (Α' 347),
ιγ) τα προβλεπόμενα στις παρ. 5 έως και 8 του άρθρου 29 και στο άρθρο 30 του ν. 4251/2014 «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης» (Α' 80),
ιδ) τα προβλεπόμενα στα άρθρα τέταρτο και έκτο του ν. 2803/2000 «Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (Α' 48),
ιε) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 28 έως και 31 του ν. 4443/2016 (Α' 232) χρηματιστηριακά αδικήματα,
ιστ) τα αδικήματα: α) φοροδιαφυγής, που προβλέπονται στο άρθρο 66 του ν. 4174/2013 (Α' 170) με την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5, β) λαθρεμπορίας, που προβλέπονται στα άρθρα 155 έως και 157 του ν. 2960/2001 (Α' 265) και γ) μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που προβλέπονται στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 (Α' 43), με την εξαίρεση της περίπτ. α' της παρ. 1, καθώς και της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές ή άλλες αρχές,
ιζ) τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» (Α' 160),
ιη) κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.

Άρθρο 4
Ορισμοί ( άρθρο 3 της Οδηγίας 2015/849)


Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια:
1. «Περιουσία»: Περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και έγγραφα ή στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, έντυπης, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.
2. «Πιστωτικό Ίδρυμα»:
α) Το πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.575/2013, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων του, κατά την έννοια του σημείου 17 της ίδιας παραγράφου και άρθρου του ως άνω Κανονισμού, το οποίο έχει την έδρα του στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως αν η έδρα του βρίσκεται στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα.
β) Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
3. «Χρηματοπιστωτικός Οργανισμός»:
α) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής.
β) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, όταν δραστηριοποιούνται στον τομέα της ασφάλισης ζωής ή της παροχής υπηρεσιών σχετιζόμενων με επενδύσεις, με την εξαίρεση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών.
γ) Οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης.
δ) Οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων.
ε) Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 25 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015 (Α' 176).
στ) Οι εταιρείες παροχής πιστώσεων.
ζ) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.
η) Τα ιδρύματα πληρωμών.
θ) Οι ταχυδρομικές εταιρείες, στο μέτρο που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.
ι) Τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος.
ια) Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου.
ιβ) Οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων.
ιγ) Οι εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποί τους.
ιδ) Οι εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης.
ιε) Οι εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών.
ιστ) Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία.
ιζ) Οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων.
ιη) Τα στερούμενα ιδίας νομικής προσωπικότητας υποκαταστήματα στην Ελλάδα χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή.
ιθ) Άλλες επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα και των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στις περιπτ. β' έως ιβ', ιδ' και ιε' της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 4261/2014 (Α' 107). Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, δύναται να ορίζονται ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις που ασκούν άλλες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, πέραν των ανωτέρω.
4. «Όμιλος»: Ο όμιλος επιχειρήσεων που αποτελείται από μια μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή, καθώς και επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251).
5. «Αρχή»: Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες που ιδρύθηκε με το ν.3691/2008
6. «Πρόσωπο»: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κάθε είδους νομική οντότητα.
7. «Χρηματοπιστωτικός τομέας»: Ο τομέας της οικονομίας που αποτελείται από τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
8. «Εικονική τράπεζα»: Το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός ή το ίδρυμα που ασκεί δραστηριότητες αντίστοιχες με εκείνες των πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών, το οποίο:
α) έχει συσταθεί σε χώρα ή δικαιοδοσία όπου δεν έχει φυσική παρουσία και επομένως πραγματική έδρα και διοίκηση, και
β) δεν συνδέεται με χρηματοπιστωτικό όμιλο που πληροί τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας σχετικά με τη ρύθμιση και εποπτεία αυτού ή τουλάχιστον ισοδύναμες απαιτήσεις.
9. «Πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα»: Τα φυσικά πρόσωπα, στα οποία έχουν ή είχαν ανατεθεί σημαντικά δημόσια λειτουργήματα, όπως τα εξής:
α) Οι αρχηγοί κρατών, αρχηγοί κυβερνήσεων, υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί·
β) τα μέλη κοινοβουλίων ή αντίστοιχων νομοθετικών σωμάτων·
γ) τα μέλη των διοικητικών οργάνων πολιτικών κομμάτων·
δ) τα μέλη ανωτάτων δικαστηρίων, συνταγματικών δικαστηρίων ή άλλων υψηλού επιπέδου δικαστικών οργάνων, των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε περαιτέρω ένδικα μέσα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων·
ε) τα μέλη ελεγκτικών δικαστηρίων·
στ) τα μέλη διοικητικών συμβουλίων κεντρικών τραπεζών·
ζ) οι πρέσβεις και επιτετραμμένοι διπλωμάτες·
η) οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί ενόπλων δυνάμεων·
θ) τα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων κρατικών επιχειρήσεων·
ι) οι διευθυντές, αναπληρωτές διευθυντές και μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε διεθνείς οργανισμούς.
Κανένα από τα ανωτέρω δημόσια λειτουργήματα δεν αφορά σε πρόσωπα κατέχοντα ενδιάμεσες ή χαμηλές θέσεις της υπαλληλικής ιεραρχίας.
10. «Μέλη της οικογένειας»: Οι άμεσοι στενοί συγγενείς των προσώπων που εμπίπτουν στην παράγραφο 9, στους οποίους περιλαμβάνονται:
α) οι σύζυγοι ή πρόσωπα εξομοιούμενα με συζύγους σύμφωνα με την εκάστοτε εθνική νομοθεσία, όπως εκείνα με τα οποία έχει συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης κατά το Ελληνικό δίκαιο·
β) τα τέκνα και οι σύζυγοί τους ή πρόσωπα εξομοιούμενα με τους τελευταίους σύμφωνα με την εκάστοτε εθνική νομοθεσία·
γ) οι γονείς.
11. «Στενοί συνεργάτες»: Πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες των προσώπων που εμπίπτουν στην παρ. 9, στα οποία περιλαμβάνονται:
α) φυσικά πρόσωπα για τα οποία είναι γνωστό ότι είναι από κοινού πραγματικοί δικαιούχοι νομικής οντότητας ή νομικού μορφώματος ή ότι συνδέονται με οποιαδήποτε άλλη στενή επιχειρηματική σχέση με πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο·
β) φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι οι μόνοι πραγματικοί δικαιούχοι νομικής οντότητας ή νομικού μορφώματος που είναι γνωστό ότι συστάθηκε εν τοις πράγμασι προς όφελος πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου.
12. «Λογαριασμός πλάγιας πρόσβασης (payable - through account)»: Τραπεζικός λογαριασμός που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα (ίδρυμα ανταποκριτής) και ανοίγεται στο πλαίσιο σχέσης τραπεζικής ανταπόκρισης με σκοπό την εξυπηρέτηση των πελατών πιστωτικού ιδρύματος (ιδρύματος πελάτη) για την εκ μέρους τους διενέργεια χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
13. «Σχέση ανταπόκρισης»:
α) η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από μια τράπεζα («ανταποκριτής») σε άλλη τράπεζα («πελάτης»), συμπεριλαμβανομένων της παροχής τρεχούμενου ή άλλου λογαριασμού υποχρεώσεως και συναφών υπηρεσιών, όπως της διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων, των διεθνών μεταφορών χρηματικών ποσών, του συμψηφισμού επιταγών, των λογαριασμών πλάγιας πρόσβασης και των υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος·
β) οι σχέσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες παρέχονται παρόμοιες υπηρεσίες από ίδρυμα ανταποκριτή σε ίδρυμα πελάτη, καθώς και των σχέσεων που αφορούν σε συναλλαγές τίτλων ή μεταφορές χρηματικών ποσών.
14. «Ύποπτη συναλλαγή ή δραστηριότητα»: Η συναλλαγή ή δραστηριότητα από την οποία εκτιμάται ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ή υπόνοιες για πιθανή απόπειρα ή διάπραξη των αδικημάτων του άρθρου 2 ή για εμπλοκή του συναλλασσόμενου ή του πραγματικού δικαιούχου σε εγκληματικές δραστηριότητες, με βάση την αξιολόγηση των στοιχείων της συναλλαγής (φύση της συναλλαγής, κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου, συχνότητα, πολυπλοκότητα και ύψος της συναλλαγής, χρήση ή μη μετρητών) και του προσώπου (επάγγελμα, οικονομική επιφάνεια, συναλλακτική ή επιχειρηματική συμπεριφορά, φήμη, παρελθόν, επίπεδο διαφάνειας του νομικού προσώπου-πελάτη, άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά).
15. «Ασυνήθης συναλλαγή ή δραστηριότητα»: Η συναλλαγή ή δραστηριότητα που δεν συνάδει με τη συναλλακτική, επιχειρηματική ή επαγγελματική συμπεριφορά του συναλλασσομένου ή του πραγματικού δικαιούχου ή με την οικονομική τους επιφάνεια ή που δεν έχει προφανή σκοπό ή κίνητρο οικονομικής, επαγγελματικής ή προσωπικής φύσεως.
16. «Επιχειρηματική σχέση»: Η επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική σχέση, η οποία συνδέεται με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των υπόχρεων προσώπων και η οποία αναμένεται, κατά τον χρόνο σύναψής της, ότι θα έχει κάποια διάρκεια.
17. «Πραγματικός δικαιούχος»: Το ή τα φυσικά πρόσωπα, στα οποία τελικά ανήκει ο πελάτης (νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα) ή τα οποία ελέγχουν αυτόν, καθώς και το ή τα φυσικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων διεξάγεται συναλλαγή ή δραστηριότητα. Ως «πραγματικός δικαιούχος» νοείται ιδίως:
α) Όσον αφορά στις εταιρείες:
αα) το ή τα φυσικά πρόσωπα, στα οποία τελικά ανήκει η εταιρεία ή τα οποία ελέγχουν αυτή δια της κατοχής ή του ελέγχου αμέσως ή εμμέσως ικανού ποσοστού των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή άλλων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων αυτής, μεταξύ άλλων και μέσω μετοχών στον κομιστή, ή μέσω ελέγχου με άλλα μέσα.
Η κατοχή ποσοστού μετοχών άνω του 25% ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος άνω του 25% μιας εταιρείας από φυσικό πρόσωπο αποτελεί ένδειξη άμεσου ελέγχου αυτής. Η κατοχή ποσοστού μετοχών άνω του 25% ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος άνω του 25% μιας εταιρείας από άλλη εταιρεία, ο έλεγχος της οποίας ασκείται από φυσικό ή φυσικά πρόσωπα, ή από περισσότερες εταιρείες που ελέγχονται από το ίδιο ή τα ίδια φυσικά πρόσωπα, αποτελεί ένδειξη έμμεσου ελέγχου.
Ο έλεγχος με άλλα μέσα μπορεί να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων, με βάση τα κριτήρια των παρ. 2 έως και 5 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251).
Τα ανωτέρω δεν αφορούν στην περίπτωση εισηγμένης σε οργανωμένη αγορά εταιρείας, υποκείμενης σε απαιτήσεις γνωστοποίησης κατά την ενωσιακή νομοθεσία ή σε ισοδύναμα διεθνή πρότυπα που εξασφαλίζουν επαρκή διαφάνεια σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο.
ββ) εάν, και μόνο εφόσον εξαντληθούν όλα τα δυνατά μέσα και ελλείψει βάσιμων υποψιών, δεν προσδιορισθεί κανένα πρόσωπο ως πραγματικός δικαιούχος σύμφωνα με την περίπτ. αα) ή εάν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το ότι το πρόσωπο που προσδιορίσθηκε είναι ο πραγματικός δικαιούχος, το ή τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν θέση ανώτατου διοικητικού στελέχους διευθύνοντος την εταιρεία. Τα υπόχρεα πρόσωπα τηρούν αρχεία των δράσεων που ανέλαβαν, προκειμένου να προσδιορισθεί ο πραγματικός δικαιούχος βάσει των ανωτέρω.
β) Όσον αφορά στα εμπιστεύματα (trusts):
αα) ο ιδρυτής,
ββ) ο ή οι εμπιστευματοδόχοι,
γγ) ο προστάτης, εάν υπάρχει,
δδ) οι δικαιούχοι ή, εφόσον οι δικαιούχοι της νομικής οντότητας ή του νομικού μορφώματος δεν έχουν προσδιορισθεί ακόμη, η κατηγορία προσώπων προς το συμφέρον των οποίων κυρίως έχει συσταθεί ή λειτουργεί η νομική οντότητα ή το νομικό μόρφωμα,
εε) οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο στο οποίο τελικά ανήκει ή το οποίο ασκεί άμεσα ή έμμεσα με οποιοδήποτε μέσο τον έλεγχο του εμπιστεύματος.
γ) Όσον αφορά σε λοιπές νομικές οντότητες ή νομικά μορφώματα παρεμφερή με τα εμπιστεύματα, συμπεριλαμβάνονται τα πρόσωπα που κατέχουν αντίστοιχη ή ανάλογη θέση με τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περιπτ. β'.
18. «Ανώτερο διοικητικό στέλεχος»: το διευθυντικό στέλεχος ή ο υπάλληλος με υψηλή ιεραρχική θέση ικανή για την λήψη αποφάσεων ιδρύματος ή οργανισμού που επηρεάζουν την έκθεση σε κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ο οποίος γνωρίζει επαρκώς τον βαθμό έκθεσης του ιδρύματος ή του οργανισμού στον ανωτέρω κίνδυνο χωρίς να είναι απαραίτητα μέλος του διοικητικού συμβουλίου.
19. «Υπηρεσίες τυχερών παιγνίων»: οι υπηρεσίες διοργάνωσης ή διεξαγωγής χρηματικού στοιχήματος σε τυχερά παίγνια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με κάποιο στοιχείο δεξιότητας, όπως λαχεία, παίγνια καζίνο, παίγνια πόκερ και πράξεις στοιχηματισμού, που προσφέρονται σε συγκεκριμένο χώρο ή με οποιοδήποτε μέσο εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα ή με κάθε άλλη τεχνολογία διευκόλυνσης της επικοινωνίας.
20. «Ηλεκτρονικό χρήμα»: οποιαδήποτε νομισματική αξία αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα, συμπεριλαμβανομένου του μαγνητικού, που εμφανίζεται ως απαίτηση έναντι του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος, έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού για τον σκοπό της πραγματοποίησης πράξεων πληρωμών, και γίνεται δεκτή από άλλα πρόσωπα πέραν του εκδότη.
21. «Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ)»: η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
22. « Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών»: για την Ελλάδα η Αρχή Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και για τα άλλα κράτη μέλη, η αρμόδια Μονάδα για την πρόληψη, ανίχνευση και αποτελεσματική αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 5
Υπόχρεα πρόσωπα (άρθρο 2 παρ. 1 , άρθρο 4 παρ. 1 και άρθρο 46 παρ. 1 εδαφ.γ' της Οδηγίας 2015/849)


1. Ως υπόχρεα πρόσωπα, υποκείμενα στις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου, νοούνται τα εξής πρόσωπα:
α) Τα πιστωτικά ιδρύματα.
β) Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί.
γ) Οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών που έχουν εγγραφεί στο δημόσιο μητρώο της Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, καθώς και οι ιδιώτες ελεγκτές.
δ) Οι εξωτερικοί λογιστές-φοροτεχνικοί και τα νομικά πρόσωπα παροχής λογιστικών- φοροτεχνικών υπηρεσιών.
ε) Οι μεσίτες ακινήτων του ν. 4093/2012 (Α'222) , οι μεσίτες πιστώσεων, καθώς και οι πιστωτικοί φορείς του ν.4438/2016 (Α' 220), που δεν περιλαμβάνονται ήδη στα υπόχρεα πρόσωπα βάσει ειδικότερης διάταξης του παρόντος νόμου
στ) Οι επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο που λειτουργούν επί πλοίων στην Ελλάδα ή υπό Ελληνική σημαία, καθώς και οι επιχειρήσεις, οργανισμοί και άλλοι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων και πρακτορεία που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές.
ζ) Οι έμποροι και οι εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας, όταν η σχετική συναλλαγή γίνεται σε μετρητά και η αξία της ανέρχεται τουλάχιστον σε δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, ανεξάρτητα από το εάν αυτή διενεργείται με μία μόνο πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση. Ειδικότερα, ως έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, που είναι υπόχρεα πρόσωπα κατά τον παρόντα νόμο, ορίζονται: αα) Οι επιχειρήσεις εξόρυξης, παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, οι επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων μετάλλων
και παραγώγων προϊόντων, οι επιχειρήσεις εμπορίας μαργαριταριών και κοραλλιών και οι επιχειρήσεις κατασκευής και εμπορίας κοσμημάτων και ρολογιών.
ββ) Οι επιχειρήσεις εμπορίας παλαιών αντικειμένων αξίας (αντίκες), αρχαιοτήτων, μεταλλίων, παλαιών γραμματοσήμων και νομισμάτων και λοιπών συλλεκτικών ειδών αξίας, οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες παραγωγής ή κατασκευής και εμπορίας έργων και αντικειμένων τέχνης γενικά, καθώς και μουσικών οργάνων.
γγ) Οι επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ταπήτων και χαλιών, ειδών γουνοποιίας, δερμάτινων ειδών και ενδυμάτων γενικά, αξίας, ανά μονάδα είδους, μεγαλύτερης των 8.000 (οκτώ χιλιάδων ) ευρώ.
δδ) Οι επιχειρήσεις εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ελικοπτέρων, αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής γενικά.
η) Οι ενεχυροδανειστές και αργυραμοιβοί.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Ανάπτυξης, κατόπιν εισήγησης της Αρχής, δύναται να ορίζονται ειδικότερα κριτήρια για τον προσδιορισμό των υπόχρεων προσώπων των περιπτ. ζ και η, καθώς και οι ειδικότερες υποχρεώσεις στις οποίες αυτά υπόκεινται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 17 επ, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τη φύση και το ύψος των συναλλαγών, καθώς και να αφαιρούνται ή να προστίθενται νέες κατηγορίες επιχειρήσεων.
θ) Οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι, όταν συμμετέχουν, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους, σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ή συναλλαγές επί ακινήτων, και όταν βοηθούν στον σχεδιασμό ή την διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:
αα) την αγορά ή πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων,
ββ) τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους,
γγ) το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων,
δδ) τις αναγκαίες εισφορές για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών,
εε) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, εμπιστευμάτων (trusts) ή αντίστοιχων νομικών μορφωμάτων.
Η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο δικηγόρος ή ο συμβολαιογράφος συμμετέχει ο ίδιος σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή αν εάν οι νομικές συμβουλές του παρέχονται με σκοπό την διάπραξη αυτών των αδικημάτων ή εν γνώσει του γεγονότος ότι ο πελάτης ζητεί νομικές συμβουλές προκειμένου να διαπράξει τα ως άνω αδικήματα.
ι) Τα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες σε εταιρείες ή εμπιστεύματα (trusts), εξαιρουμένων των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία δ' και θ' του παρόντος άρθρου, τα οποία παρέχουν κατά επιχειρηματική δραστηριότητα οποιαδήποτε από τις ακόλουθες υπηρεσίες σε τρίτα μέρη:
αα) συστήνουν εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα,
ββ) ασκούν τα ίδια ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει καθήκοντα διευθυντή, διαχειριστή ή εταίρου εταιρείας ή κατόχου αντίστοιχης θέσης, σε άλλα νομικά πρόσωπα ή μορφώματα,
γγ) παρέχουν καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή μόρφωμα,
δδ) ασκούν τα ίδια ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει καθήκοντα εμπιστευματοδόχου ρητού εμπιστεύματος (express trust) ή αντίστοιχου νομικού μορφώματος, εε) ενεργούν τα ίδια ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ενεργήσει ως πληρεξούσιος μετόχου εταιρείας, εφόσον η εταιρεία αυτή δεν είναι εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά υποκείμενη σε απαιτήσεις γνωστοποίησης κατά την ενωσιακή νομοθεσία ή σε ισοδύναμα διεθνή πρότυπα.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης δύναται να ορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις σύστασης, χορήγησης άδειας λειτουργίας, εγγραφής σε ειδικό μητρώο και άσκησης των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο από φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

2. Όταν υπόχρεο φυσικό πρόσωπο αναλαμβάνει επαγγελματική δραστηριότητα ως υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα νόμο βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι το φυσικό. Αν αναλαμβάνει επαγγελματική δραστηριότητα ως υπάλληλος ή συνεργαζόμενος με οποιαδήποτε σύμβαση ή συμφωνία με μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο, το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο τηρεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα νόμο, σύμφωνα με τις αποφάσεις της αρμόδιας αρχής που εποπτεύει την κατηγορία των υπόχρεων προσώπων στην οποία ανήκει το ανωτέρω φυσικό πρόσωπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΦΟΡΕΙΣ

Άρθρο 6 Αρμόδιες αρχές (άρθρο 2 παρ. 2, άρθρο 5 , άρθρο 46 παρ. 2, άρθρο 47 παρ. 3, άρθρο 48 παρ. 4 έως και 8, άρθρο 50, άρθρο 61 παρ. 1 και 2 , άρθρο 62 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/849)


1. [Αρμόδιες αρχές για την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου από τα υπόχρεα πρόσωπα ορίζονται οι ακόλουθες αρχές και φορείς
α) Η Τράπεζα της Ελλάδος για
αα. τα πιστωτικά ιδρύματα,
ββ.τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές,
γγ.τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης,
δδ. τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων,
εε. τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια και πιστώσεις,
στστ.τις εταιρείες παροχής πιστώσεων,
ζζ. τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος,
ηη, τα ιδρύματα πληρωμών,
θθ.τις ταχυδρομικές εταιρείες, ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες πληρωμών,
ιι. τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος,
ιαια. τις επιχειρήσεις της περίπτωσης ιθ' της παραγράφου 3 του άρθρου 4.
β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για
αα.τις εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου,
ββ.τις εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων,
γγ.τις εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους τους,
δδ. τις εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης,
εε. τις εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών,
στστ. τις εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία,
ζζ. τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων.
γ) Το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας για τους ενεχυροδανειστές και τους αργυραμοιβούς.
δ) Η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων για τους ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και τις εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών.
ε) Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης) γιααα. τους εξωτερικούς λογιστές-φοροτεχνικούς και τα νομικά πρόσωπα παροχής λογιστικών- φοροτεχνικών υπηρεσιών, καθώς και τους ιδιώτες ελεγκτές,
ββ.τους μεσίτες ακινήτων,
γγ. τους εμπόρους και εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας.
στ) Η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων για:
αα. τις επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο που λειτουργούν επί πλοίων στην Ελλάδα ή υπό Ελληνική σημαία,
ββ. τις επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τους άλλους φορείς που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, καθώς και τα πρακτορεία που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές.
ζ) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους συμβολαιογράφους και τους δικηγόρους.
η) Το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης για τα πρόσωπα της περίπτ. ι' της παρ. 1 του άρθρου 5.
θ) Για τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, αρμόδιααρχή είναι η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή των ελληνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι ασκούν αντίστοιχες δραστηριότητες με τους ως άνω χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της αλλοδαπής.

2. Οι αρχές της προηγούμενης παραγράφου εποπτεύουν τα υπόχρεα πρόσωπα για τα οποία είναι αρμόδιες, ως προς τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο παρών νόμος. Η συχνότητα, η ένταση και η κατανομή των πόρων προς διενέργεια της εποπτείας εξαρτώνται από το βαθμό επικινδυνότητας των υπόχρεων προσώπων και τους υφιστάμενους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με βάση ιδίως την Έκθεση Εθνικής Εκτίμησης Κινδύνου, την αντίστοιχη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη γνώμη των ΕΕΑ σχετικά με τον κίνδυνο που χαρακτηρίζει την χρηματοπιστωτική αγορά και τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, τις οποίες εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η αξιολόγηση του βαθμού επικινδυνότητας των υπόχρεων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων μη συμμόρφωσης, επανεξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς και όταν συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα ή εξελίξεις στη διαχείριση ή τη λειτουργία τους.

3. Οι εποπτικές αρμοδιότητες των ανωτέρω αρχών είναι ειδικότερα οι εξής:
α) Καθορίζουν με κανονιστικές αποφάσεις τους τις λεπτομέρειες εφαρμογής των επί μέρους υποχρεώσεων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο για τα εποπτευόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων και στοιχείων που απαιτούνται για τη διενέργεια της πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας των πελατών τους, κατά την εφαρμογή μέτρων συνήθους, απλουστευμένης ή αυξημένης δέουσας επιμέλειας. Οι υποχρεώσεις αυτές δύναται να διαφοροποιούνται, αφού ληφθεί ιδίως υπόψη, η φύση, το μέγεθος και το νομικό πλαίσιο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των ως άνω προσώπων, ο βαθμός κινδύνου που ενέχουν αυτές οι δραστηριότητες και οι διενεργούμενες συναλλαγές, καθώς και η τυχόν αντικειμενική αδυναμία εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων από ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων προσώπων. Ομοίως, δύναται να καθορίζονται πρόσθετες ή αυστηρότερες υποχρεώσεις πέραν των προβλεπομένων στον παρόντα νόμο ή χαμηλότερα ποσοτικά όρια, προκειμένου να αντιμετωπίζονται αυξημένοι κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
β) Καθοδηγούν με κατάλληλες οδηγίες και εγκυκλίους ή άλλες πρόσφορες μεθόδους τα υπόχρεα πρόσωπα ως προς την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων, τον καθορισμό πρακτικών συμπεριφοράς έναντι των πελατών, την επιλογή των κατάλληλων πληροφοριακών συστημάτων και την υιοθέτηση εσωτερικών διαδικασιών και διαδικασιών σε επίπεδο ομίλου για τον εντοπισμό ύποπτων ή ασυνήθων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
γ) Καταρτίζουν ή διανέμουν στα υπόχρεα πρόσωπα ανακοινώσεις και πληροφορίες για υποθέσεις στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν νέες μέθοδοι και πρακτικές για τη διάπραξη των αδικημάτων του άρθρου 2 στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό (τυπολογίες), καθώς και εκθέσεις αναφορικά με κινδύνους που συνδέονται με συγκεκριμένους κλάδους ή δραστηριότητες. Προς τον σκοπό αυτόν συνεργάζονται μεταξύ τους, με τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα, με την Αρχή και ενδεχομένως με αλλοδαπές αντίστοιχες αρχές, και παρακολουθούν τις σχετικές εργασίες διεθνών φορέων.
δ) Ενημερώνουν τα υπόχρεα πρόσωπα για πληροφορίες και ανακοινώσεις που αφορούν στη συμμόρφωση ή μη χωρών προς την ενωσιακή νομοθεσία και τις Συστάσεις της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force, εφεξής: FATF).
ε) Διενεργούν τακτικούς και έκτακτους ελέγχους αναφορικά με την επάρκεια και καταλληλότητα των εσωτερικών πολιτικών, μέτρων και διαδικασιών που έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν τα υπόχρεα πρόσωπα, περιλαμβανομένων επιτοπίων ελέγχων στα κεντρικά γραφεία και τις εγκαταστάσεις αυτών, αλλά και σε υποκαταστήματα και θυγατρικές που εδρεύουν ή λειτουργούν στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, σε συνεργασία ενδεχομένως με τις αρμόδιες αρχές της ξένης χώρας. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζουν δεόντως τις εκτιμήσεις κινδύνου στις οποίες προβαίνουν τα υπόχρεα πρόσωπα κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας κατά την παρ. 11 του άρθρου 13, καθώς και την επάρκεια των εφαρμοζόμενων μέτρων δέουσας επιμέλειας και εσωτερικών διαδικασιών.
στ) Διασφαλίζουν με εποπτικές δράσεις, ότι οι εγκαταστάσεις που λειτουργούν τα υπόχρεα πρόσωπα άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελληνική Επικράτεια τηρούν τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Για τον σκοπό αυτό συνεργάζονται με την εκάστοτε αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του το υπόχρεο πρόσωπο. Στην περίπτωση των εγκαταστάσεων που αναφέρονται στην παρ.6 του άρθρου 36, η εποπτεία μπορεί να περιλαμβάνει την λήψη κατάλληλων και αναλογικών μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών ελλείψεων που απαιτούν άμεσες λύσεις. Τα εν λόγω μέτρα είναι προσωρινά και λήγουν όταν αντιμετωπισθούν οι επισημανθείσες ελλείψεις, με τη συνδρομή ή συνεργασία της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του υπόχρεου προσώπου.
ζ) Απαιτούν από τα υπόχρεα πρόσωπα κάθε στοιχείο ή δεδομένο που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των εποπτικών και ελεγκτικών τους καθηκόντων.
η) Διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που κατέχουν θέση ανώτερου διοικητικού στελέχους ή είναι πραγματικοί δικαιούχοι υπόχρεων προσώπων είναι κατάλληλα και έντιμα πρόσωπα.
θ) Θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση των καταγγελιών, που αφορούν σε παραβάσεις από τα υπόχρεα πρόσωπα των διατάξεων του παρόντος νόμου. Οι μηχανισμοί αυτοί περιλαμβάνουν ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή των σχετικών καταγγελιών και την παρακολούθηση της έκβασής τους, κατάλληλα μέτρα προστασίας των εργαζομένων που καταγγέλλουν παραβάσεις που διεπράχθησαν εντός του υπόχρεου προσώπου και των καταγγελλόμενων προσώπων, μέτρα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτών, καθώς και σαφείς κανόνες ώστε να εξασφαλίζεται στο μέτρο του δυνατού η εμπιστευτικότητα των καταγγελιών.
ι) Επιβάλλουν μέτρα και διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο κατά των υπόχρεων προσώπων και των υπαλλήλων τους, σύμφωνα με το άρθρο 46. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνουν τις ΕΕΑ σχετικά με τα μέτρα και τις διοικητικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει, συμπεριλαμβανομένης κάθε προσφυγής που έχει ασκηθεί και της έκβασής της.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εκτιμώντας τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που δύναται να ενέχουν ορισμένες εργασίες της, καθορίζει με απόφασή της κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή αυτών.

5. Η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, έπειτα από κατάλληλη εκτίμηση κινδύνου, στην οποία επισημαίνεται ο τρόπος με τον οποίο λήφθηκαν υπόψη τα πορίσματα σχετικών εκθέσεων που τυχόν εκπονεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δύναται να αποφασίζει τη συνολική ή μερική εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων από τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου, εφόσον ο κίνδυνος που ενέχει η φύση και ενδεχομένως η έκταση των σχετικών υπηρεσιών, εκτιμάται ως χαμηλός. Ανάμεσα στους παράγοντες που συνεκτιμώνται είναι και το πόσο ευάλωτες εμφανίζονται οι σχετικές συναλλαγές ενόψει των χρησιμοποιούμενων μεθόδων πληρωμής. Η απόφαση εξαίρεσης, μαζί με τη σχετική για την αιτιολόγησή της εκτίμηση κινδύνου, κοινοποιείται μέσω του Κεντρικού Συντονιστικού Φορέα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η διακριτική ευχέρεια της παρούσας παραγράφου δεν υφίσταται προκειμένου για υπηρεσίες τυχερών παιγνίων που παρέχονται από επιχειρήσεις καζίνο.

6. Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και διασφαλίζουν μέσω της συνεχούς ενημέρωσης και εκπαίδευσης του προσωπικού τους, ότι το τελευταίο διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο, μεταξύ άλλων σε ζητήματα εμπιστευτικότητας και προστασίας προσωπικών δεδομένων, διακρίνεται για την ακεραιότητά του και διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων και η Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), συγκροτούν ειδικές υπηρεσιακές μονάδες, με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά και ικανό αριθμό υπαλλήλων, για την αποτελεσματική εκπλήρωση των εποπτικών τους καθηκόντων.

7. Οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν τον πρώτο μήνα κάθε έτους αναλυτική έκθεση στον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα σχετικά με την οργανωτική τους διάρθρωση, τις δραστηριότητες τους, τις κανονιστικές αποφάσεις και εγκυκλίους τους, τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων ελέγχων και της αξιολόγησης των υπόχρεων προσώπων, καθώς και τα τυχόν επιβληθέντα από αυτές μέτρα ή κυρώσεις.

8. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με τις ΕΕΑ και παρέχουν σε αυτές όλες τις πληροφορίες που τους είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 7
Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας (άρθρα 7 και 49 της Οδηγίας 2015/849)


1. Το Υπουργείο Οικονομικών λειτουργεί ως Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου που αφορούν στην αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για την αξιολόγηση και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των σχετικών μηχανισμών και για τον συντονισμό της δράσης των αρμόδιων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) Εξετάζει, αναλύει και συγκρίνει τις ετήσιες εκθέσεις που του υποβάλλουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 6 και προτείνει τη λήψη κατάλληλων μέτρων προς ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας τους.
β) Επιδιώκει τη συνεχή αναβάθμιση του επιπέδου συνεργασίας των αρμόδιων αρχών μεταξύ τους και με την Αρχή, ιδιαίτερα όσον αφορά στην ανταλλαγή πληροφοριών, τη διενέργεια κοινών ελέγχων, την υιοθέτηση κοινών εποπτικών πρακτικών και την παροχή εναρμονισμένων οδηγιών προς τα υπόχρεα πρόσωπα, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στη συγκρότηση, το οικονομικό μέγεθος, τις λειτουργικές δυνατότητες και τις επιχειρηματικές, συναλλακτικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες των κατηγοριών των υπόχρεων προσώπων.
γ) Διοργανώνει συναντήσεις, συσκέψεις και σεμινάρια με εκπροσώπους της Αρχής, των αρμόδιων αρχών, και των υπόχρεων προσώπων για ανταλλαγή απόψεων, αντιμετώπιση συγκεκριμένων θεμάτων και ενημέρωση για τις εξελίξεις σε διεθνείς οργανισμούς και φορείς σχετικά με την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
δ) Συντονίζει τη σύνταξη μελετών, τη συγκρότηση ομάδων εργασίας για την εξέταση επί μέρους θεμάτων και την υποβολή προτάσεων για την αναθεώρηση του ισχύοντος νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου, σε συνεννόηση με την Επιτροπή Στρατηγικής του άρθρου 8, την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές.
ε) Έχει την κεντρική ευθύνη για τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας στα θέματα της αρμοδιότητάς του. Ειδικότερα, είναι αρμόδιο για την προετοιμασία και τον συντονισμό - ο οποίος, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, περιλαμβάνει και την πρόσκληση εμπειρογνωμόνων ή εξειδικευμένου προσωπικού από άλλες υπηρεσίες και φορείς - της συμμετοχής στις διασκέψεις, συνόδους και ομάδες εργασίας των διεθνών οργανισμών και φορέων που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος, ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της FATF. Μεριμνά ακόμα για τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων που οι οργανισμοί αυτοί αποστέλλουν, για την υποβολή σχολίων ή προτάσεων προς αυτούς, για τη σύνταξη και υποβολή σχεδίων δράσης και για τον συντονισμό των απαντήσεων στις διενεργούμενες από αυτούς αξιολογήσεις της χώρας, συνεργαζόμενο με την Αρχή, τις αρμόδιες αρχές και τους φορείς εκπροσώπησης υπόχρεων προσώπων. Ενημερώνεται, τέλος, για τις εξελίξεις σε άλλους διεθνείς οργανισμούς ή φορείς, στους οποίους συμμετέχουν η Αρχή, οι αρμόδιες αρχές, ή φορείς εκπροσώπησης ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προσώπων, και φροντίζει για τη διάχυση σε όλους τους ενδιαφερόμενους των σχετικών πληροφοριών.
στ) Παρέχει στον Πρόεδρο της Επιτροπής Στρατηγικής του άρθρου 8 πλήρη ενημέρωση για την αποτελεσματική εκπλήρωση του έργου της Επιτροπής.
ζ) Επικοινωνεί με τον Φορέα Διαβούλευσης του άρθρου 10, του παρέχει κάθε δυνατή ενημέρωση και υποστήριξη και αξιολογεί τις προτάσεις και εισηγήσεις του.

2. Οι ανωτέρω αρμοδιότητες ασκούνται από την αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής που συνεργάζεται, όταν απαιτείται, με τις υπόλοιπες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών.

Άρθρο 8
Επιτροπή Στρατηγικής για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (άρθρα 7 και 49 της Οδηγίας 2015/849)


1. Η Επιτροπή Στρατηγικής για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (εφεξής: Επιτροπή Στρατηγικής) που συστάθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών με το άρθρο 9 του ν. 3986/2008, είναι ο μηχανισμός συντονισμού σε εθνικό επίπεδο για τις ανωτέρω ενέργειες.

2. Πρόεδρος της Επιτροπής Στρατηγικής είναι ο εκάστοτε Γενικός Γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών και μέλη της οι εκάστοτε κάτοχοι των παρακάτω θέσεων:
α) Ο Πρόεδρος της Αρχής,
β) Ο Γενικός Διευθυντής Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών,
γ) Ο Γενικός Διευθυντής Φορολογικής Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε.,
δ) Ο Γενικός Διευθυντής Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης της Α.Α.Δ.Ε.,
ε) Ο Ειδικός Γραμματέας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος,
στ) Ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη,
ζ) Ο Διευθυντής της Δ1 Διευθύνσεως ΟΗΕ και Διεθνών Ειδικευμένων Οργανισμών και Διασκέψεων του Υπουργείου Εξωτερικών,
η) Ο Γενικός Γραμματέας Καταπολέμησης της Διαφθοράς του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
θ) Ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης,
ι) Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής,
ια) Ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών από την Τράπεζα της Ελλάδος,
ιβ) Ο Γενικός Διευθυντής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς,
ιγ) Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και
ιδ) Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων.

3. Τα μέλη γνωστοποιούν στον Πρόεδρο υψηλόβαθμα στελέχη των φορέων προέλευσής τους ως αναπληρωτές τους. Ο Πρόεδρος δύναται να αναπληρώνεται από υψηλόβαθμο στέλεχος της αρμόδιας Υπηρεσίας. Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής τα μέλη και οι αναπληρωτές τους δύναται να συνεπικουρούνται από στελέχη εξειδικευμένα στα θέματα της εκάστοτε ημερήσιας διάταξης.

4. Η Επιτροπή Στρατηγικής συνεδριάζει ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου, τουλάχιστον ανά εξάμηνο και εκτάκτως, με πρωτοβουλία του ιδίου. Ο Πρόεδρος μπορεί να συγκαλεί έκτακτες συνεδριάσεις με ορισμένα μέλη που συνδέονται με συγκεκριμένο αντικείμενο και να αναθέτει σε ομάδες εργασίας την εξέταση εξειδικευμένων θεμάτων. Η Επιτροπή Στρατηγικής συντάσσει Κανονισμό Λειτουργίας που εγκρίνει ο Υπουργός Οικονομικών. με τον οποίο ορίζεται ο τρόπος κατάρτισης της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων, λήψης αποφάσεων, οργάνωσης της γραμματειακής και επιστημονικής υποστήριξης και άλλα σχετικά θέματα.

5. Η Επιτροπή Στρατηγικής μπορεί να καλεί, κατά περίπτωση, εκπροσώπους άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων, όπως ιδίως του φορέα διαβούλευσης του άρθρου 10 με σκοπό την εξέταση θεμάτων της αρμοδιότητάς τους.

6. Γραμματειακή υποστήριξη στην Επιτροπή Στρατηγικής παρέχει η Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.

7. Το έργο της Επιτροπής Στρατηγικής συνίσταται:
α) Στον εντοπισμό, την ανάλυση, την εκτίμηση και την αντιμετώπιση των εκάστοτε υφιστάμενων κινδύνων σε εθνικό επίπεδο στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με παράλληλη μέριμνα για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για τον σκοπό αυτό η Επιτροπή συντάσσει Έκθεση Εθνικής Εκτίμησης Κινδύνου, η οποία επικαιροποιείται όταν κρίνεται αναγκαίο με αξιοποίηση, μεταξύ άλλων, της σχετικής έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή Στρατηγικής:
αα) Εντοπίζει τομείς ή πεδία που διατρέχουν χαμηλότερο ή υψηλότερο κίνδυνο και σχεδιάζει τη λήψη ενισχυμένων μέτρων από τα υπόχρεα πρόσωπα στις περιπτώσεις υψηλού κινδύνου,
ββ) Χρησιμοποιεί τις ανωτέρω εκτιμήσεις για τη χάραξη συγκεκριμένων πολιτικών και την προώθηση των κατάλληλων μέτρων νομοθετικής, κανονιστικής και οργανωτικής φύσης προς αντιμετώπιση των εντοπισμένων κινδύνων, καθώς και για την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων ως προς την κατανομή των διαθέσιμων πόρων,
γγ) Θέτει στη διάθεση των υπόχρεων προσώπων τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου αυτά να προβούν στις δικές τους εκτιμήσεις κινδύνου, και
δδ) Ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τις ΕΕΑ και τις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα αποτελέσματα των ανωτέρω εκτιμήσεων κινδύνου.
β) Στη διασφάλιση της συμμόρφωσης της χώρας μας με τα διεθνή πρότυπα για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών και φορέων, σχετικά με την αντιμετώπιση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διασποράς όπλων μαζικής καταστροφής,
γ) Στην εξέταση τρόπων ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας της Αρχής, όσον αφορά ιδίως στην στελέχωσή της με εξειδικευμένο προσωπικό, την αναβάθμιση της συνεργασίας της με τις εποπτικές αρχές και την ενεργοποίηση και άλλων δημόσιων φορέων για την υποβολή αναφορών ή διαβίβαση πληροφοριών προς την Αρχή,
δ) Στην υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση της ασκούμενης εποπτείας εκ μέρους των αρμόδιων αρχών και την ανάπτυξη της συνεργασίας των φορέων της παρ. 2, ιδίως μέσω διμερών ή πολυμερών μνημονίων,
ε) Στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα, με σκοπό την ανταλλαγή εμπειριών και τη μελέτη των αναγκαίων προσαρμογών που απαιτούνται για τη βελτίωση της συνεισφοράς των φορέων του ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπιση των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

8. Η Επιτροπή Στρατηγικής αξιοποιεί για τους παραπάνω σκοπούς το έργο του Κεντρικού Συντονιστικού Φορέα, της Αρχής, των αρμοδίων αρχών και άλλων φορέων, και παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις σε διεθνείς οργανισμούς και φορείς, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την FATF. Προς τούτο ενημερώνεται σχετικά από τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα και την Αρχή.

9. Η Επιτροπή Στρατηγικής καταρτίζει ετήσια έκθεση που υποβάλλει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στην οποία περιγράφονται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνου που διενήργησε και οι δραστηριότητές της, και προτείνονται πολιτικές και συγκεκριμένα μέτρα για την αναβάθμιση των εθνικών μηχανισμών που στοχεύουν στην πρόληψη και καταπολέμηση των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η έκθεση υποβάλλεται εντός του πρώτου τριμήνου εκάστου έτους.

10. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής Στρατηγικής και των ομάδων εργασίας της θεωρούνται εμπιστευτικές.

Άρθρο 9
Άλλες δημόσιες αρχές


1. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., οι οποίες συγκεντρώνουν και καταχωρίζουν στοιχεία και έγγραφα για αγοραπωλησίες ακινήτων πάσης φύσεως ή εισπράττουν τους σχετικούς φόρους και τέλη, λαμβάνουν τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα για τον εντοπισμό πιθανών περιπτώσεων διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μέσω αυτών των συναλλαγών. Τα μέτρα αυτά είναι συμπληρωματικά με αυτά που ελέγχουν το πόθεν έσχες των αγοραστών ακινήτων και προβλέπουν διαδικασίες εκτίμησης του βαθμού κινδύνου με κατηγοριοποίηση των συναλλαγών και των συναλλασσομένων προσώπων που παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο και απαιτούν ενδελεχή έλεγχο. Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ορίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες, οι αρμοδιότητες εκάστης, ο τρόπος συνεργασίας με αντίστοιχες υπηρεσίες ή φορείς του εσωτερικού ή του εξωτερικού, καθώς και οι διαδικασίες και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων.

2. Οι αρμόδιες τελωνειακές και φορολογικές υπηρεσίες, καθώς και το Σ.Δ.Ο.Ε. λαμβάνουν τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα για την πρόληψη και καταστολή της διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μέσω του διασυνοριακού και εσωτερικού εμπορίου. Τα μέτρα αυτά προβλέπουν διαδικασίες εκτίμησης του βαθμού κινδύνου αναλόγως του είδους και της ποσότητας των μεταφερόμενων εμπορευμάτων και αγαθών, της χώρας προέλευσης ή προορισμού, της συμβατότητας των ανωτέρω στοιχείων με την οικονομική επιφάνεια και τις επιχειρηματικές, εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες των συναλλασσομένων, της αξιοπιστίας των μεταφορικών εταιρειών και κάθε άλλου σχετικού παράγοντα. Οι ανωτέρω αρχές συνεργάζονται και διασταυρώνουν στοιχεία με άλλες δημόσιες υπηρεσίες και φορείς της ημεδαπής ή αλλοδαπής, καθώς και με τα πιστωτικά ιδρύματα που διενεργούν, άμεσα ή έμμεσα, συναλλαγές συνδεόμενες με τις ως άνω εμπορικές πράξεις ή έχουν επιχειρηματική σχέση με τους συναλλασσομένους. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ορίζονται οι επί μέρους αρμόδιες υπηρεσίες, οι αρμοδιότητες εκάστης, οι διαδικασίες και οι τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων.

3. Οι αρμόδιες φορολογικές υπηρεσίες, καθώς και το Σ.Δ.Ο.Ε., σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και άλλων Υπουργείων, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και καταστολή χρησιμοποίησης εταιρειών ή εταιρικών σχημάτων για σκοπούς διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται ιδίως:
α) ο έλεγχος της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας των εταίρων και μετόχων, μελών διοικητικών συμβουλίων ή διευθυντικών στελεχών,
β) ο καθορισμός διαδικασιών πιστοποίησης της νόμιμης προέλευσης των αρχικών και νέων κεφαλαίων, ιδίως κατά την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών, εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ή μη,
γ) η αυξημένη εποπτεία για την ορθή και νόμιμη χρήση των εθνικών και ενωσιακών επιδοτήσεων, χορηγήσεων και άλλων ενισχύσεων προς εταιρείες και άλλες επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Ανάπτυξης ή των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών και με αποφάσεις των αρμόδιων δημόσιων αρχών και φορέων ορίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες, οι επί μέρους αρμοδιότητες τους, οι διαδικασίες και τεχνικές λεπτομέρειες συγκεκριμένων δράσεων και ενεργειών, με βάση την εκτίμηση του βαθμού κινδύνου και τη σχέση κόστους-οφέλους ως προς την επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων των εταιρειών ή πρόσθετων ελέγχων των αρχών και υπηρεσιών, με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων.

4. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών για την αδειοδότηση, καταχώριση, επιχορήγηση ή έλεγχο των εταιρειών, οργανισμών, οργανώσεων, σωματείων και άλλων μορφών ενώσεων προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθορίζονται τρόποι, μέτρα και διαδικασίες για την αποτροπή χρησιμοποίησης των ανωτέρω για σκοπούς διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται ιδίως η τήρηση μητρώου των ανωτέρω από αρμόδια αρχή, ανά κατηγορία, η υποχρεωτική διεκπεραίωση των κυριότερων συναλλαγών τους μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων και η διενέργεια δειγματοληπτικών ελέγχων επί αυτών από αρμόδιες δημόσιες αρχές, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου.

5. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών ή άλλων Υπουργείων, που είναι αρμόδιες για την εποπτεία και επιχορήγηση μη κερδοσκοπικών οργανώσεων ή μη κυβερνητικών οργανώσεων, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την ορθή διαχείριση των επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων ή χορηγήσεων πάσης φύσεως και ιδίως όταν τα κεφάλαια αυτά διατίθενται για προγράμματα κάθε είδους σε χώρες με υψηλό δείκτη διαφθοράς ή εγκληματικότητας ή ευάλωτες στην τρομοκρατία.

6. Τα Υπουργεία, οι αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες και οι άλλοι δημόσιοι φορείς που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου αναφέρουν χωρίς καθυστέρηση στην Αρχή κάθε περίπτωση για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ή υπόνοιες απόπειρας ή διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ανεξάρτητα από τις άλλες ενέργειες στις οποίες μπορούν αρμοδίως να προβούν.

Άρθρο 10
Φορέας διαβούλευσης ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας


1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών συγκροτείται ειδικός Φορέας από τους φορείς εκπροσώπησης των επί μέρους κατηγοριών υπόχρεων προσώπων, με την επωνυμία «Φορέας διαβούλευσης ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας» (εφεξής: Φορέας Διαβούλευσης). Σε περίπτωση μη ύπαρξης φορέα εκπροσώπησης κάποιας κατηγορίας υπόχρεων προσώπων, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να ορίζει ως μέλος τη μεγαλύτερη σε όρους ενεργητικού ή κύκλου εργασιών επιχείρηση στη συγκεκριμένη κατηγορία.

2. Ως Πρόεδρος του Φορέα Διαβούλευσης ορίζεται ο γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. Τα μέλη προτείνονται από τους επί μέρους φορείς εκπροσώπησης των υπόχρεων προσώπων της απόφασης. Η θητεία των ανωτέρω είναι τριετής και δύναται να ανανεώνεται.

3. Έδρα του Φορέα Διαβούλευσης ορίζονται τα γραφεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. Ο Φορέας συνεδριάζει σε ολομέλεια τακτικώς τουλάχιστον μια φορά το εξάμηνο, εκτάκτως δε με πρωτοβουλία του Προέδρου. Στην πρώτη συνεδρίαση ο Πρόεδρος και τα μέλη γνωστοποιούν τους αναπληρωτές που τους αντικαθιστούν σε περίπτωση κωλύματος.

4. Ο Πρόεδρος μπορεί να καλεί ορισμένα μόνο μέλη σε ειδικές έκτακτες συνεδριάσεις, για εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων που αφορούν αυτά τα μέλη. Μπορεί επίσης να καλεί σε ειδικές έκτακτες συνεδριάσεις υπόχρεα πρόσωπα για τα οποία δεν υπάρχουν φορείς εκπροσώπησης και δεν έχει ορισθεί μέλος σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1, με σκοπό την εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων που τα αφορούν.

5. Η Ολομέλεια του Φορέα Διαβούλευσης καταρτίζει Κανονισμό Λειτουργίας, στον οποίο προσδιορίζονται οι διαδικασίες σύγκλησης των συνεδριάσεων, η τήρηση πρακτικών, ο τρόπος κατάρτισης της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων, η γραμματειακή υποστήριξη και άλλα τεχνικά θέματα και λεπτομέρειες.

6. Ο Κανονισμός περιλαμβάνει τις δραστηριότητες και δράσεις του Φορέα Διαβούλευσης, οι οποίες ενδεικτικά είναι:
α) η συνεργασία των συμμετεχόντων για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που προβλέπονται στον παρόντα νόμο,
β) η ανταλλαγή της εμπειρίας και γνώσης τους επί των εγχώριων και διεθνών εξελίξεων, η μελέτη συγκεκριμένων προβλημάτων και ο εντοπισμός ευάλωτων τομέων ή κλάδων ή καταστάσεων ως προς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
γ) η παροχή διευκρινιστικών οδηγιών, μετά από σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων αρχών, προς τα υπόχρεα πρόσωπα, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν, για την αντιμετώπιση τεχνικών θεμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κανονιστικών αποφάσεων των αρχών αυτών .
δ) η διάχυση των πληροφοριών που περιέχονται σε τυπολογίες και τεχνικά κείμενα ελληνικών φορέων και διεθνών οργανισμών, η μελέτη και ανάλυση αυτών και η υποβολή προτάσεων προς τους αρμόδιους φορείς για την αντιμετώπιση θεμάτων που ανακύπτουν,
ε) η συγκρότηση ομάδων εργασίας για την εξέταση θεμάτων που αφορούν όλους ή μερικούς από τους συμμετέχοντες, ιδίως ως προς την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων διαδικασιών, μέτρων και πρακτικών για τον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων και τη βελτίωση αυτών,
στ) η διοργάνωση σεμιναρίων, ημερίδων ή συναντήσεων και η έκδοση ενημερωτικών φυλλαδίων και εκπαιδευτικού υλικού με σκοπό την ευαισθητοποίηση των υπόχρεων προσώπων ως προς τους κινδύνους που ενέχουν τα αδικήματα του άρθρου 2 για την κοινωνία, την αξιοπιστία και τη φήμη τους, καθώς και την ενημέρωσή τους για ενδεχόμενη πειθαρχική, διοικητική ή ποινική ευθύνη τους λόγω μη ς των υποχρεώσεών τους.

7. Κατά τη διενέργεια αξιολογήσεων της χώρας από διεθνείς οργανισμούς ή φορείς σχετικά με την εφαρμογή των διεθνών προτύπων όσον αφορά στην αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ο Φορέας Διαβούλευσης και οι επιμέρους φορείς εκπροσώπησης των υπόχρεων προσώπων συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές και τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα.

8. Ο Φορέας Διαβούλευσης καταρτίζει εντός του πρώτου εξαμήνου κάθε έτους, ενημερωτική έκθεση για τις δραστηριότητές του κατά το προηγούμενο έτος, την οποία υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές, την Αρχή, τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα και την Επιτροπή Στρατηγικής. Η έκθεση πρέπει να είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

9. Οι πληροφορίες που έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιούνται. Ο Πρόεδρος μπορεί να εισηγηθεί στην Ολομέλεια τα κριτήρια και τις κατηγορίες εμπιστευτικών πληροφοριών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ

Άρθρο 11
Ανώνυμοι λογαριασμοί και μετοχές (άρθρο 10 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν επιτρέπεται να τηρούν μυστικούς, ανώνυμους ή μόνον αριθμημένους λογαριασμούς, ανώνυμα βιβλιάρια καταθέσεων, λογαριασμούς με εικονικά ονόματα ή λογαριασμούς που δεν έχουν το πλήρες όνομα του δικαιούχου τους, σύμφωνα με τα έγγραφα πιστοποίησης της ταυτότητας.

2. Κομιστές ανώνυμων μετοχών εταιρειών που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο έχουν υποχρέωση, κατά την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων, να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α' 75) ότι είναι οι κύριοι ή επικαρπωτές των μετοχών ή πληρεξούσιοί τους, δηλώνοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία των κυρίων ή επικαρπωτών. Αυτός που ενεργεί την εξαργύρωση των μερισματαποδείξεων έχει υποχρέωση να την αρνηθεί, εφόσον δεν προσκομίζεται η πιο πάνω υπεύθυνη δήλωση.

Άρθρο 12
Περιπτώσεις εφαρμογής δέουσας επιμέλειας (άρθρο 11 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στις εξής περιπτώσεις:
α) όταν συνάπτουν επιχειρηματική σχέση,
β) όταν διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή που:
αα) αφορά σε ποσό τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους, ή
ββσυνίσταται σε μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των χιλίων (1.000) ευρώ, σύμφωνα με το σημείο 9 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,
γ) όταν πρόκειται για πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά και διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή σε μετρητά που αφορά σε ποσό τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ανεξάρτητα από το αν διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους,
δ) όταν πρόκειται για παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που διενεργούν συναλλαγή που αφορά σε ποσό τουλάχιστον δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ, κατά την κατάθεση του στοιχήματος, την είσπραξη των κερδών, ή και στις δύο περιπτώσεις, ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους,
ε) όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ανεξάρτητα από κάθε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο ποσού,
στ) όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια, την πληρότητα ή την καταλληλότητα των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως για την πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου.
Τα ως άνω ποσά υπολογίζονται χωρίς ΦΠΑ ή άλλες νόμιμες κρατήσεις που επιβαρύνουν τον πελάτη.

2. Κατά την εκπλήρωση των ανωτέρω υποχρεώσεών τους τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να ενεργούν βάσει της εκτίμησης κινδύνου και δεν βασίζονται αποκλειστικά στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων του άρθρου 20 και 21.

Άρθρο 13
Μέτρα συνήθους δέουσας επιμέλειας (άρθρο 13 παρ. 1-6, άρθρο 14 παρ. 4-5 και Παράρτημα I της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα μέτρα της συνήθους δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν τα υπόχρεα πρόσωπα ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν:
α) Την πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές. Όταν ο πελάτης ενεργεί μέσω εξουσιοδοτημένου προσώπου, το υπόχρεο πρόσωπο πιστοποιεί και επαληθεύει και την ταυτότητα του προσώπου αυτού, όπως και τα στοιχεία νομιμοποίησής του.
β) Την πιστοποίηση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου, την επικαιροποίηση των στοιχείων και τη λήψη εύλογων μέτρων για την επαλήθευση αυτών, ώστε να διασφαλίζεται ότι το υπόχρεο πρόσωπο γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο. Όσον αφορά στα νομικά πρόσωπα, τα εμπιστεύματα ή άλλα νομικά μορφώματα, λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να γίνει γνωστή η διάρθρωση του καθεστώτος ιδιοκτησίας και ελέγχου του πελάτη.
γ) Την αξιολόγηση και ανάλογα με την περίπτωση τη συλλογή πληροφοριών για το αντικείμενο και τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης.
δ) Την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά στην επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές ή δραστηριότητες συνάδουν με τις γνώσεις που έχουν τα υπόχρεα πρόσωπα σχετικά με τον πελάτη, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και το προφίλ κινδύνου του, καθώς και, εφόσον απαιτείται, την προέλευση των κεφαλαίων, σύμφωνα με κριτήρια που δύνανται να ορίζουν οι αρμόδιες αρχές. Τα υπόχρεα πρόσωπα διασφαλίζουν επιπλέον την τήρηση ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.

2. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υπόχρεο πρόσωπο δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στις περίπτ. α', β' και γ' της προηγούμενης παραγράφου, δεν εκτελεί συναλλαγές του, δεν συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή διακόπτει οριστικά αυτήν και εξετάζει αν συντρέχει υποχρέωση αναφοράς στην Αρχή. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται ως προς τους συμβολαιογράφους, δικηγόρους, ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και λογιστές-φοροτεχνικούς συμβούλους, στις περιπτώσεις μόνον που τα εν λόγω πρόσωπα εξακριβώνουν τη νομική θέση των πελατών τους ή εκτελούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της υπεράσπισης ή εκπροσώπησής τους σε δικαστικές διαδικασίες ή σχετικά με αυτές, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών αναφορικά με την κίνηση ή αποφυγή τέτοιων διαδικασιών.

3. Ειδικά τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί συνεκτιμούν, κατ' εφαρμογή και της παρ. 1 του άρθρου 28, το συνολικό χαρτοφυλάκιο το οποίο διατηρεί ο συναλλασσόμενος σε αυτά και ενδεχομένως σε άλλες εταιρείες του ομίλου στον οποίο ανήκει το υπόχρεο πρόσωπο, προκειμένου να εξακριβώσουν τη συμβατότητα της υπό εξέταση συναλλαγής με την οικονομική-συναλλακτική του εικόνα.

4. Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επαληθεύουν, κατά τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης, τα ετήσια εισοδήματα του πελάτη με βάση προσκομιζόμενη πρόσφατη πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, πλην των περιπτώσεων όπου ο πελάτης δεν υποχρεούται να υποβάλει δήλωση φόρου εισοδήματος.

5. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών καταθέσεων, τίτλων ή άλλης φύσεως χρηματοοικονομικών προϊόντων, οι δικαιούχοι των λογαριασμών αυτών θεωρούνται ως πελάτες και εφαρμόζονται γι' αυτούς οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

6. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν, την κατάλληλη χρονική στιγμή και ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας όχι μόνο στους νέους αλλά και στους υφιστάμενους πελάτες. Με αποφάσεις των εποπτικών αρχών δύνανται να καθορίζονται τα κριτήρια και ο τρόπος εφαρμογής των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας στους υπάρχοντες πελάτες.

7. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να εξειδικεύονται διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 2015/847(ΕΕ L 141/5.6.2015) , όσον αφορά στα στοιχεία που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ΕΕΑ.

8. Αν σε μία συναλλαγή ή σε σειρά συνδεόμενων συναλλαγών συμμετέχουν καθ' οιονδήποτε τρόπο δύο ή περισσότερα υπόχρεα πρόσωπα, καθένα από αυτά οφείλει να εφαρμόσει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 19. Τα ανωτέρω ισχύουν ιδίως για ασφαλιστικά συμβόλαια, αγοραπωλησίες μετοχών, συμβολαίων παραγώγων, ομολόγων ή άλλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων και για συναλλαγές με κάρτες οποιασδήποτε φύσεως.

9. Στην περίπτωση ασφαλίσεων ζωής, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν επιπλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας που απαιτούνται για τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, τα ακόλουθα μέτρα δέουσας επιμέλειας για τους δικαιούχους ασφαλίσματος ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής, μόλις ταυτοποιηθούν ή προσδιορισθούν οι δικαιούχοι:
α) στην περίπτωση δικαιούχων ασφαλίσματος που ταυτοποιούνται ως συγκεκριμένα κατονομαζόμενα πρόσωπα ή νομικά μορφώματα, λαμβάνουν το όνομα ή την επωνυμία τους,
β) στην περίπτωση δικαιούχων ασφαλίσματος που προσδιορίζονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους ή ανά κατηγορία ή με άλλα μέσα, λαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους εν λόγω δικαιούχους, ώστε να βεβαιωθούν ότι θα είναι σε θέση να προσδιορίσουν την ταυτότητα του δικαιούχου κατά τον χρόνο της πληρωμής του ασφαλίσματος.

10. Στην περίπτωση δικαιούχων εμπιστευμάτων ή αντίστοιχων νομικών μορφωμάτων, οι οποίοι προσδιορίζονται ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά τους ή ανά κατηγορία, το υπόχρεο πρόσωπο λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον δικαιούχο, ώστε να βεβαιωθεί ότι θα είναι σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητά του κατά τον χρόνο της πληρωμής ή της άσκησης των δικαιωμάτων του δικαιούχου.

11. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας κατά την παρ. 1, αλλά μπορούν να καθορίζουν την έκταση των μέτρων αυτών ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, ο οποίος εξαρτάται μεταξύ άλλων από την επαγγελματική δραστηριότητα και το οικονομικό μέγεθος του πελάτη, τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης, τον τύπο, την συχνότητα και αξία των διενεργούμενων συναλλαγών, καθώς και την αναμενόμενη προέλευση και τον προορισμό των κεφαλαίων, συμμορφούμενα με τις σχετικές αποφάσεις των αρμόδιων αρχών που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6. Τα υπόχρεα πρόσωπα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι η έκταση των μέτρων είναι ανάλογη με τους κινδύνους διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και ότι εφαρμόζουν αυτά τα μέτρα με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.

Άρθρο 14
Χρόνος εφαρμογής δέουσας επιμέλειας(άρθρο 13 παρ.5 και άρθρο 14 παρ. 1-3 της Οδηγίας 2015/849)


1. Με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στις επόμενες παραγράφους, η πιστοποίηση και επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου πραγματοποιείται πριν από τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης ή τη διενέργεια της συναλλαγής.

2. Η επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας των αναφερόμενων στην παρ. 1 προσώπων επιτρέπεται να ολοκληρώνεται κατά τη διάρκεια της σύναψης της επιχειρηματικής σχέσης, εφόσον αυτό απαιτείται για να μη διακοπεί η ομαλή διεξαγωγή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και εφόσον ο κίνδυνος διάπραξης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι μικρός. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω διαδικασίες επαλήθευσης περατώνονται το συντομότερο δυνατόν μετά την αρχική επαφή.

3. Το άνοιγμα λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων λογαριασμών που επιτρέπουν τις συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών μέσων, επιτρέπεται ακόμα και προτού εξασφαλισθεί η πλήρης συμμόρφωση με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στις περιπτ. α' και β' της παρ. 1 του άρθρου13, υπό τον όρο ότι υπάρχουν οι κατάλληλες εγγυήσεις που διασφαλίζουν ότι μέχρι τότε δεν θα πραγματοποιηθούν συναλλαγές από τον πελάτη ή για λογαριασμό του.

4. Στις περιπτώσεις ασφαλίσεων ζωής, η επαλήθευση της ταυτότητας των δικαιούχων ασφαλίσματος που ταυτοποιούνται ή προσδιορίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 13, πραγματοποιείται κατά τον χρόνο πληρωμής. Σε περίπτωση εκχώρησης σε τρίτον, εν όλω ή εν μέρει, των απαιτήσεων που απορρέουν από την ασφάλιση ζωής, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, που έχουν γνώση της εκχώρησης, ταυτοποιούν τον πραγματικό δικαιούχο κατά τον χρόνο της εκχώρησης στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα που λαμβάνει για ίδιο όφελος την αξία του εκχωρούμενου ασφαλιστήριου συμβολαίου.

5. Οι επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο που λειτουργούν επί πλοίων στην Ελλάδα ή υπό Ελληνική σημαία οφείλουν να εξακριβώνουν την ταυτότητα των πελατών τους κατά την είσοδό τους στις εγκαταστάσεις των παιγνίων.

Άρθρο 15
Απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη (άρθρα 15 και 16 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αφού προηγουμένως συγκεντρώσουν επαρκείς πληροφορίες και βεβαιωθούν ότι μια επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στις περιπτώσεις αυτές, τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας των παρ. 1 και 4 του άρθρου 13, προσαρμόζοντας κατάλληλα το ποσοτικό όριο, τον χρόνο ή τον τρόπο εφαρμογής τους.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα, προκειμένου να εκτιμήσουν αν μια επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους παράγοντες δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου του Παραρτήματος Ι, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου, οι οποίοι σχετίζονται με πελάτες, χώρες και γεωγραφικές περιοχές, καθώς και με συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών.

3. Οι εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα εξειδικεύουν περαιτέρω, με αποφάσεις τους, τους παράγοντες δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου και τα μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται σε επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές χαμηλότερου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ΕΕΑ. Οι λοιπές αρμόδιες αρχές δύναται να εκδίδουν αντίστοιχου περιεχομένου αποφάσεις.

Άρθρο 16
Αυξημένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη (άρθρο 18 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που ορίζονται στα άρθρα 17 και18, στις αναφερόμενες στα άρθρα αυτά περιπτώσεις. Ομοίως, τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όταν συναλλάσσονται με πρόσωπα με εγκατάσταση σε τρίτες χώρες, που χαρακτηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως υψηλού κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς επίσης και σε άλλες περιπτώσεις επιχειρηματικών σχέσεων ή συναλλαγών υψηλού κινδύνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα δεν υποχρεούνται εξ ορισμού να εφαρμόζουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας όταν ο ευρισκόμενος σε τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου πελάτης τους είναι υποκατάστημα ή θυγατρική κατά πλειοψηφική συμμετοχή υπόχρεης οντότητας εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον συμμορφώνεται πλήρως με τις πολιτικές και διαδικασίες που εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 36. Τα υπόχρεα πρόσωπα προσεγγίζουν τις περιπτώσεις αυτές με βάση τον εκτιμώμενο κίνδυνο.

3. Τα υπόχρεα πρόσωπα εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή το ιστορικό και τον σκοπό των πολύπλοκων ή ασυνήθιστα μεγάλων συναλλαγών, καθώς και τα ασυνήθιστα είδη συναλλαγών, που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό σκοπό ή νόμιμη αιτία. Τα υπόχρεα πρόσωπα αυξάνουν τον βαθμό και προσαρμόζουν τον τρόπο παρακολούθησης της επιχειρηματικής σχέσης, προκειμένου να προσδιορίσουν αν οι εν λόγω συναλλαγές ή δραστηριότητες είναι ασυνήθεις ή ύποπτες.

4. Τα υπόχρεα πρόσωπα, προκειμένου να εκτιμήσουν αν μια επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή παρουσιάζει υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους παράγοντες δυνητικά υψηλότερου κινδύνου του Παραρτήματος ΙΙ, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου, οι οποίοι σχετίζονται με πελάτες, χώρες και γεωγραφικές περιοχές, καθώς και με συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών.

5. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξειδικεύουν περαιτέρω, με αποφάσεις τους, τους παράγοντες δυνητικά υψηλότερου κινδύνου και τα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται σε επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές υψηλότερου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ΕΕΑ. Οι λοιπές αρμόδιες αρχές δύναται να εκδίδουν αντίστοιχου περιεχομένου αποφάσεις.

Άρθρο 17
Διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης (άρθρα 19 και 24 της Οδηγίας 2015/849)


1. Στις διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης με ίδρυμα πελάτη από τρίτη χώρα, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν, πλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας του άρθρου13:
α) να συγκεντρώνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το ίδρυμα πελάτη για να κατανοήσουν πλήρως την φύση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του και να εκτιμήσουν, από τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, την φήμη του ιδρύματος και την ποιότητα της ασκούμενης επ' αυτού εποπτείας·
β) να αξιολογούν τους ελέγχους που διενεργεί το ίδρυμα πελάτης κατά της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
γ) να λαμβάνουν την έγκριση ανώτερου διοικητικού στελέχους πριν από τη σύναψη νέων σχέσεων ανταπόκρισης·
δ) να προσδιορίζουν ρητά τις αρμοδιότητες του κάθε μέρους στο πλαίσιο της σύμβασης ανταπόκρισης·
ε) επί λογαριασμών πλάγιας πρόσβασης, να διασφαλίζουν ότι το ίδρυμα πελάτης επαληθεύει την ταυτότητα των πελατών και ασκεί συνεχή δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες που έχουν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς του ιδρύματος ανταποκριτή, καθώς και ότι μπορεί να παράσχει στοιχεία και δεδομένα σχετικά με την δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ιδρύματος ανταποκριτή.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν επιτρέπεται να συνάπτουν ή να συνεχίζουν σχέση ανταπόκρισης με εικονική τράπεζα ή με πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό που είναι γνωστό ότι επιτρέπει να χρησιμοποιούνται οι λογαριασμοί του από εικονικές τράπεζες.

Άρθρο 18
Πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα (άρθρα 20, 21, 22 και 23 της Οδηγίας 2015/849)


1. Όσον αφορά στις συναλλαγές ή επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα, μέλη της οικογένειάς τους και στενούς συνεργάτες τους, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν, πλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας του άρθρου 13:
α) να διαθέτουν κατάλληλα συστήματα διαχείρισης κινδύνου και να εφαρμόζουν διαδικασίες ανάλογες με τον βαθμό κινδύνου, για να διαπιστώνουν αν ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος ανήκουν στις ανωτέρω κατηγορίες προσώπων·
β) να λαμβάνουν την έγκριση ανώτερου διοικητικού στελέχους για τη σύναψη ή διατήρηση επιχειρηματικών σχέσεων με τους πελάτες αυτούς·
γ) να λαμβάνουν επαρκή μέτρα για να διαπιστώνουν την πηγή του πλούτου και την προέλευση των κεφαλαίων στα οποία αφορά η επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή·
δ) να διενεργούν στενότερη και συνεχή παρακολούθηση των εν λόγω επιχειρηματικών σχέσεων.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα λαμβάνουν εύλογα μέτρα, προκειμένου να διαπιστώνουν κατά πόσον οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής ή, ενδεχομένως, ο πραγματικός δικαιούχος αυτού είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο, μέλος της οικογένειας ή στενός συνεργάτης του. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται το αργότερο κατά τον χρόνο πληρωμής του ασφαλίσματος ή εκχώρησης, εν όλω ή εν μέρει, του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Όταν εντοπίζεται υψηλότερος κίνδυνος, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν, πλέον της εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας του άρθρου 13:
α) να ενημερώνουν ανώτερο διοικητικό στέλεχος πριν από την πληρωμή του προϊόντος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου·
β) να διενεργούν αυστηρότερο έλεγχο του συνόλου της επιχειρηματικής σχέσης με τον αντισυμβαλλόμενο.

3. Όταν ένα πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο έχει παύσει να ασκεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα σε ένα κράτος ή να κατέχει σημαντική δημόσια θέση σε διεθνή οργανισμό, τα υπόχρεα πρόσωπα απαιτείται να λαμβάνουν υπόψη για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους τον κίνδυνο που συνεχίζει να θέτει το εν λόγω πρόσωπο και να εφαρμόζουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, έως ότου κρίνουν ότι το πρόσωπο αυτό δεν ενέχει πλέον κίνδυνο που χαρακτηρίζει ειδικά τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα.

Άρθρο 19
Εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας από τρίτα μέρη (άρθρα 25, 26, 27, 28 και 29 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα υπόχρεα πρόσωπα μπορούν να βασίζονται σε τρίτα μέρη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στις περιπτ. α', β' και γ' της παρ. 1 και στην παρ. 4 του άρθρου 13 . Η τελική ευθύνη για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων εξακολουθεί να βαρύνει το υπόχρεο πρόσωπο.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως τρίτα μέρη θεωρούνται:
α) τα πιστωτικά ιδρύματα,
β) οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης,
γ) οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων,
δ) οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου,
ε) οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων,
στ) οι εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,
ζ) οι εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης,
η) οι ασφαλιστικές εταιρείες, που εδρεύουν σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα που είναι μέλος της FATF.

3. Τα υπόχρεα πρόσωπα που στηρίζονται σε τρίτο μέρος:
α) λαμβάνουν από το τρίτο μέρος κάθε πληροφορία που αυτό αποκτά, εφαρμόζοντας τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο που προβλέπονται στις περιπτ. α', β' και γ' της παρ. 1 και στην παρ. 4 του άρθρου13,
β) διασφαλίζουν ότι τους διαβιβάζονται αμελλητί, κατόπιν αιτήματός τους, αντίγραφα, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, των εγγράφων που έχει αποκτήσει το τρίτο μέρος κατά την εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων δέουσας επιμέλειας.

4. Τα υπόχρεα πρόσωπα που βασίζονται σε άλλη εταιρεία του ομίλου ως τρίτο μέρος θεωρείται ότι πληρούν τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εφόσον:
α) ο όμιλος εφαρμόζει πολιτική και διαδικασίες καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς το πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον παρόντα νόμο ή σε ισοδύναμες με την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 διατάξεις και
β) η αποτελεσματική εφαρμογή των ανωτέρω, υπό στοιχείο α', προβλέψεων υπόκειται σε εποπτεία σε επίπεδο ομίλου από εποπτική αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας μέλους της FATF.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης ή αντιπροσώπευσης, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δυνάμει της σύμβασης ο φορέας παροχής της εξωτερικής υπηρεσίας ή ο αντιπρόσωπος είναι μέρος του υπόχρεου προσώπου.

6. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται με αποφάσεις τους να εξειδικεύουν τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα εποπτευόμενα από αυτές υπόχρεα πρόσωπα βασίζονται σε τρίτα μέρη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟ

Άρθρο 20
Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων νομικών προσώπων (άρθρο 30 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα νομικά πρόσωπα και άλλες νομικές οντότητες που έχουν έδρα στην Ελλάδα, υποχρεούνται να συλλέγουν και να φυλάσσουν επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο τους, καταχωρίζοντας τες σε ειδικό μητρώο που τηρούν στην έδρα τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον το ονοματεπώνυμο, την ημερομηνία γέννησης, την υπηκοότητα και τη χώρα διαμονής του, καθώς επίσης το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει.

2. Η τήρηση του ειδικού μητρώου της παρ. 1 γίνεται με επιμέλεια του υπεύθυνου εταιρικής συμμόρφωσης προκειμένου για εισηγμένες εταιρείες ή του αρμόδιου ανώτατου στελέχους διοίκησης ανάλογου τμήματος σε κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή οντότητα, εφαρμοζομένων των διατάξεων του ν. 2472/1997 (Α'50) για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.

3. Τα νομικά αυτά πρόσωπα και οντότητες χορηγούν τις πληροφορίες τόσο για τον νόμιμο όσο και για τον πραγματικό δικαιούχο τους στα υπόχρεα πρόσωπα, όταν αυτά λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας, καθώς επίσης στην Αρχή, τις εποπτικές αρχές, και τις αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατόπιν αιτήματός τους.

4. Στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων δημιουργείται Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, το οποίο συνδέεται ηλεκτρονικά με το ΑΦΜ κάθε νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας και δύναται να συνδέεται με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, στο οποίο είναι καταχωρισμένο το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα για τη σύνδεση του Μητρωου με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ.

5. Πρόσβαση στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων έχουν η Αρχή και οι αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας χωρίς κανένα περιορισμό, καθώς και οι αρμόδιες αρχές και τα υπόχρεα πρόσωπα αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας. Η Αρχή, οι αρμόδιες και άλλες δημόσιες αρχές διαβιβάζουν τα στοιχεία στις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός τους.

6. Πρόσβαση στα ελάχιστα στοιχεία του Μητρώου της παρ. 4 μπορεί να έχει κάθε πρόσωπο ή οργανισμός που αποδεικνύει ειδικό έννομο συμφέρον. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Αρχής, δύναται να περιορίζεται η πρόσβαση στα πρόσωπα της παρούσας παραγράφου στο σύνολο ή σε μέρος των πληροφοριών που αφορούν τον πραγματικό δικαιούχο, όταν η πρόσβαση αυτή αιτιολογημένα μπορεί να εκθέσει τον πραγματικό δικαιούχο σε κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, βίας ή εκφοβισμού ή αν ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή με άλλον τρόπο ανίκανος για δικαιοπραξία.

7. Η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση της παρ. 1 συνεπάγεται την αναστολή έκδοσης φορολογικής ενημερότητας των υπόχρεων νομικών προσώπων και οντοτήτων. Η αρμόδια φορολογική διοίκηση, ενημερώνει πάραυτα την Αρχή εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 9 για τη συμμόρφωση των ως άνω υπόχρεων με την τήρηση και ενημέρωση του Μητρώου.

8. Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης της παρ. 1, επιβάλλεται με απόφαση της Αρχής σε βάρος των υπόχρεων νομικών προσώπων και οντοτήτων, καθώς και των νομίμων εκπροσώπων τους πρόστιμο δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και τίθεται προθεσμία για τη συμμόρφωσή τους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή υποτροπής το πρόστιμο διπλασιάζεται. Το πρόστιμο αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).

9. Η λειτουργία του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων τίθεται σε πλήρη ισχύ εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

10. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δύναται να συστήνουν κοινά πληροφοριακά συστήματα, τα οποία επιτρέπουν την καταχώριση, ανταλλαγή και αποθήκευση επαρκών, ακριβών και επίκαιρων πληροφοριών για τους νόμιμους και τους πραγματικούς δικαιούχους των νομικών προσώπων που είναι πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Για τον σκοπό αυτό, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δύναται να ιδρύουν ειδικά νομικά πρόσωπα ή να αξιοποιούν υπάρχοντα νομικά πρόσωπα εξειδικευμένα στη συγκέντρωση, επεξεργασία και διάθεση εμπορικών και διατραπεζικών πληροφοριών. Η Αρχή, η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα της παρούσας παραγράφου. 11. . Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σχετικά με την τήρηση και λειτουργία του Μητρώου της παρ. 4, τον τρόπο καταχώρισης σε αυτό των στοιχείων των ειδικών μητρών της παρ. 1, τυχόν διασύνδεσή τους με τα πληροφοριακά συστήματα της παρ. 10 και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 21
Μητρώο πραγματικών δικαιούχων καταπιστευμάτων (άρθρο 31 της Οδηγίας 2015/849)


1. Οι καταπιστευματοδόχοι σε σχήμα ρητής καταπιστευματικής διαχείρισης (express trust) που διέπεται από την ελληνική νομοθεσία οφείλουν να αποκτούν και να διατηρούν επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους του καταπιστεύματος.
Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν την ταυτότητα: α) του ιδρυτή· β) του ή των καταπιστευματοδόχων· γ) του προστάτη (ενδεχομένως), δ) των δικαιούχων ή της κατηγορίας δικαιούχων· και ε) οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος.

2. Οι καταπιστευματοδόχοι γνωστοποιούν την ιδιότητά τους αυτή και παρέχουν εγκαίρως στις υπόχρεες οντότητες τις πληροφορίες της παρ.1, όταν, ως καταπιστευματοδόχοι, συνάπτουν επιχειρηματική σχέση ή πραγματοποιούν περιστασιακή συναλλαγή που υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στις περιπτ. β), γ) και δ) του άρθρου 12.

3. Στις πληροφορίες της παρ. 1 έχουν ταχεία πρόσβαση η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 6.

4. Σε περίπτωση που το σχήμα καταπιστευματικής διαχείρισης παράγει φορολογικές υποχρεώσεις, οι πληροφορίες της παρ. 1 καταχωρίζονται επίσης, σε ειδική μερίδα του Μητρώου της παρ. 4του άρθρου 20, στην οποία διασφαλίζεται ταχεία και απεριόριστη πρόσβαση της Αρχής, των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών και των αρμόδιων αρχών, χωρίς να ειδοποιείται το ερευνώμενο σχήμα. Οι υπόχρεες οντότητες, έχουν επίσης ταχεία πρόσβαση στο Μητρώο στο πλαίσιο δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη.

5. Οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ παρέχουν εγκαίρως τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 4 στις αρμόδιες αρχές και τις ΜΧΠ άλλων κρατών μελών.

6. Τα μέτρα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται σε άλλα είδη νομικών μορφωμάτων με δομή ή λειτουργία παρεμφερή με τα καταπιστεύματα.

7. Ο κεντρικός φορέας συντονισμού κοινοποιεί στην Επιτροπή τα χαρακτηριστικά των μηχανισμών του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

Άρθρο 22
Αναφορές ύποπτων συναλλαγών προς την Αρχή (άρθρο 33 και άρθρο 34 παρ. 2 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα υπόχρεα πρόσωπα και οι υπάλληλοί τους, στους οποίους περιλαμβάνονται τα διευθυντικά στελέχη, οφείλουν:
α) να ενημερώνουν αμελλητί, με δική τους πρωτοβουλία, την Αρχή όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες, ότι κεφάλαια, ανεξαρτήτως του ύψους τους, συνιστούν έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες ή σχετίζονται με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η υποχρέωση αυτή αφορά και σε κάθε περίπτωση απόπειρας ύποπτης συναλλαγής.
β) να παρέχουν αμελλητί στην Αρχή, στην αρμόδια αρχή και σε άλλες δημόσιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με καθήκοντα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατόπιν αιτήματος αυτών, όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες και στοιχεία, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις.

2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται από τους συμβολαιογράφους, δικηγόρους, ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και λογιστές-φοροτεχνικούς συμβούλους, στις περιπτώσεις μόνον όπου τα εν λόγω πρόσωπα εξακριβώνουν τη νομική θέση των πελατών τους ή εκτελούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της υπεράσπισης ή εκπροσώπησής τους σε δικαστικές διαδικασίες ή σχετικά με αυτές, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών αναφορικά με την κίνηση ή αποφυγή τέτοιων διαδικασιών. Οι δικηγόροι υποβάλλουν τις αναφορές τους στην ειδική επιτροπή του άρθρου29

3. Αν το υπόχρεο πρόσωπο έχει διορίσει υπεύθυνο για τον έλεγχο συμμόρφωσης σε επίπεδο διοίκησης, η αναφορά υπόπτων συναλλαγών προς την Αρχή υποβάλλεται από αυτόν.

4. Η αναφορά υπόπτων συναλλαγών προς την Αρχή από τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους υποβάλλεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο38

Άρθρο 23
Αποχή από συναλλαγές (άρθρο 35 της Οδηγίας 2015/849)


Τα υπόχρεα πρόσωπα απέχουν από τη διενέργεια συναλλαγών, την άσκηση δραστηριοτήτων ή την παροχή υπηρεσιών, για τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, μέχρις ότου ενημερώσουν την Αρχή κατά την περίπτ. α'της παρ. 1 του άρθρου 22 και συμμορφωθούν προς τυχόν οδηγίες της κατά την υποπερίπτ. γγ'της περιπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 48Αν όμως αυτό είναι αδύνατο ή ενδέχεται να εμποδίσει την δίωξη των πελατών, των πραγματικών δικαιούχων ή των προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό τους, τα υπόχρεα πρόσωπα εκτελούν τις συναλλαγές, ασκούν τις δραστηριότητες ή παρέχουν τις υπηρεσίες, ενημερώνοντας ταυτόχρονα την Αρχή.

Άρθρο 24
Υποχρεώσεις αναφοράς των αρμοδίων αρχών, των διαχειριστών αγορών και των γραφείων αντιπροσωπείας (άρθρο 36 της Οδηγίας 2015/849)


1. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν αμελλητί Αρχή αν, κατά τη διάρκεια των ελέγχων που πραγματοποιούν σε υπόχρεα πρόσωπα, πληροφορηθούν ή διαπιστώσουν με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που μπορεί να συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2. Οι διαχειριστές των αγορών μετοχών, ομολόγων, άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, παραγώγων και συναλλάγματος υποχρεούνται να αναφέρουν την Αρχή περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στις ανωτέρω αγορές περιλαμβάνονται η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων (Η.Δ.Α.Τ.), τα σύμφωνα με τον ν. 3606/2007 (Α' 195) Πολυμερή Συστήματα Διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων και οι εσωτερικοποιημένες αγορές τέτοιων μέσων που λειτουργούν εντός πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.

3. Την ίδια υποχρέωση αναφοράς έχουν και τα στερούμενα ιδίας νομικής προσωπικότητας γραφεία αντιπροσωπείας στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, καθώς και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ.26 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, όταν έχουν σοβαρές ενδείξεις ότι επιχειρείται να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των προσώπων των παρ. 2 και 3 με τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 25
Υποβολή αναφορών για αδικήματα ειδικής αρμοδιότητας


1. Ειδικά για τα αδικήματα της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, καθώς και για τα λοιπά αδικήματα αρμοδιότητας ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. που υπάγονται στα βασικά αδικήματα, ορίζονται τα εξής:
α) Το Σ.Δ.Ο.Ε. όταν συντάσσει έκθεση ελέγχου ή πορισματική αναφορά για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, η διερεύνηση της οποίας εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, υποβάλλει αυτήν και στην Αρχή . Επιπροσθέτως, δύναται να αναφέρει στην Αρχή υποθέσεις για τις οποίες έχει συντάξει έκθεση ελέγχου ή πορισματική αναφορά μόνο για το βασικό αδίκημα και να συνεργασθεί με αυτή, ακόμη και με κοινές έρευνες σε υποθέσεις κοινής αρμοδιότητας.
β) Οι Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα ελεγκτικά κέντρα, όταν διαπιστώνουν παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας ή λοιπές παραβάσεις αρμοδιότητάς τους που υπάγονται στα βασικά αδικήματα, υποβάλλουν αναφορές στην Αρχή ενημερώνοντας συγχρόνως και τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης.
γ) Οι Τελωνειακές Υπηρεσίες, όταν διαπιστώνουν παραβάσεις της τελωνειακής νομοθεσίας, ή λοιπές παραβάσεις αρμοδιότητάς τους που υπάγονται στα βασικά αδικήματα, υποβάλλουν αναφορές στην Αρχή , ενημερώνοντας συγχρόνως τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης.

2. Οι αναφορές των ανωτέρω περιπτώσεων β' και γ' υποβάλλονται στην Αρχή για αδικήματα που διαπράχθηκαν από την έναρξη ισχύος του ν. 3691/2008 (Α' 166) και εξής, εφόσον τα οικεία ποσά υπερβαίνουν τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Ειδικά για τα αδικήματα της περίπτωσης γ' λαμβάνονται υπόψη αθροιστικώς τα επιμέρους ποσά που προκύπτουν από μερικότερες πράξεις του ίδιου αδικήματος ή και από διαφορετικά αδικήματα λαθρεμπορίας που διαπιστώνονται κατά τον εκάστοτε έλεγχο.

Άρθρο 26
Μέτρα προστασίας των αναφερόντων προσώπων (άρθρα 37 και 38 της Οδηγίας 2015/849)


1. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση πληροφοριών προς την Αρχή ή εντός του υπόχρεου προσώπου κατά το άρθρο 22 δεν αποτελεί παράβαση τυχόν νομοθετικής, κανονιστικής, διοικητικής ή συμβατικής απαγόρευσης γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για το υπόχρεο πρόσωπο και τους υπαλλήλους του, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι δεν υπήρξε εγκληματική δραστηριότητα.

2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δύναται να ορίζονται περαιτέρω μέτρα για την προστασία των φυσικών προσώπων που αναφέρουν τις υπόνοιες τους για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας από την έκθεση τους σε απειλές ή εχθρικές ενέργειες, ιδίως δε από δυσμενή ή διακριτική μεταχείριση στις εργασιακές τους σχέσεις.

Άρθρο 27
Απαγόρευση γνωστοποίησης (άρθρο 39 παρ. 1 και 6 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα υπόχρεα πρόσωπα, τα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοί τους απαγορεύεται να γνωστοποιούν στον εμπλεκόμενο πελάτη ή σε τρίτους ότι διαβιβάσθηκαν ή θα διαβιβασθούν αρμοδίως πληροφορίες ή ότι διεξάγεται ή ενδέχεται να διεξαχθεί έρευνα ή ανάλυση για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τα μέλη της διοίκησης, τα διευθυντικά στελέχη και τους υπαλλήλους των εποπτικών αρχών και για δημόσιους υπαλλήλους που γνωρίζουν τις πληροφορίες του προηγούμενου εδαφίου. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Η απόπειρα των υπόχρεων προσώπων των περιπτ. γ', δ' και θ' της παρ. 1 του άρθρου 5 να αποτρέψουν πελάτη να εμπλακεί σε εγκληματική δραστηριότητα δεν συνιστά γνωστοποίηση υπό την έννοια του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 28
Εξαιρέσεις της απαγόρευσης γνωστοποίησης (άρθρο 39 παρ. 3,4,5 της Οδηγίας 2015/849)


1. Η απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου δεν εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανήκουν στον ίδιο χρηματοπιστωτικό όμιλο. Το ίδιο ισχύει και για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που εδρεύουν στην Ελλάδα και υποκαταστημάτων ή θυγατρικών τους που εδρεύουν σε τρίτη χώρα, εφόσον αυτά συμμορφώνονται πλήρως προς τις πολιτικές και τις διαδικασίες που ισχύουν σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων στο άρθρο 36 διαδικασιών.

2. Η απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου δεν εμποδίζει, επίσης, την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των υπόχρεων προσώπων των περιπτ. γ', δ' και θ' της παρ. 1 του άρθρου 5, που λειτουργούν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα ασκούν τις επαγγελματικές δραστηριότητες τους, είτε με σχέση εξαρτημένης εργασίας είτε όχι, στο πλαίσιο του ίδιου νομικού προσώπου ή ευρύτερης δομής, στην οποία υπάγεται το νομικό πρόσωπο και η οποία διαθέτει κοινή κυριότητα, διοίκηση ή έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις που διέπουν την λειτουργία των νομικών προσώπων. Το ίδιο ισχύει για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανωτέρω υπόχρεων προσώπων και αντίστοιχων προσώπων από τρίτες χώρες που επιβάλλουν υποχρεώσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος νόμου.

3. Τα υπόχρεα πρόσωπα των περιπτ. α', β', γ', δ' και θ' της παρ. 1 του άρθρου 5 που εδρεύουν ή ασκούν τις δραστηριότητες τους στην Ελλάδα δύναται να ανταλλάσσουν με υπόχρεα πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία ή επαγγελματικό κλάδο με αυτά πληροφορίες που αφορούν στον ίδιο πελάτη και σε συναλλαγή ή δραστηριότητα στην οποία συμμετέχουν από κοινού. Τα ανωτέρω ισχύουν και για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των προαναφερθέντων ημεδαπών υπόχρεων προσώπων και ίδιας κατηγορίας ή επαγγελματικού κλάδου υπόχρεων προσώπων που εδρεύουν ή ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα που επιβάλλει υποχρεώσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος νόμου, καθώς και υποχρεώσεις σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4. Με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα που αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου

Άρθρο 29
Επιτροπή Δικηγόρων (άρθρο 34 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/849)


Συνιστάται Επιτροπή Δικηγόρων, η οποία απαρτίζεται από πέντε μέλη, οριζόμενα με τριετή θητεία από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και εδρεύει στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Η Επιτροπή αυτή λαμβάνει τις αναφορές των δικηγόρων για ύποπτες ή ασυνήθεις δραστηριότητες ή συναλλαγές, ελέγχει αν υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και τις διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση στην Αρχή. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά από γνώμη της ανωτέρω Ολομέλειας, ορίζεται ο τρόπος λειτουργίας της Επιτροπής αυτής, ο τρόπος διαβίβασης των αναφορών των δικηγόρων όλης της Επικράτειας στην Αρχή, καθώς και η διαδικασία συνεργασίας και επικοινωνίας της με την Αρχή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'
ΦΥΛΑΞΗ ΑΡΧΕΙΩΝ, ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Άρθρο 30
Φύλαξη αρχείων και στοιχείων από υπόχρεα πρόσωπα (άρθρα 40 και 42 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να φυλάσσουν τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες για σκοπούς πρόληψης, εντοπισμού και διερεύνησης από την Αρχή, τις εποπτικές αρχές ή κάθε άλλη αρμόδια δημόσια αρχή, ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:
α) τα έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται για την συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο άρθρο13,
β) τα πρωτότυπα ή αντίγραφα παραστατικά που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των συναλλαγών,
γ) τα εσωτερικά έγγραφα που αφορούν σε εγκρίσεις ή διαπιστώσεις ή εισηγήσεις για υποθέσεις που σχετίζονται με την διερεύνηση των ανωτέρω αδικημάτων ή αναφερθείσες ή μη υποθέσεις στην
δ) τα στοιχεία της επιχειρηματικής, εμπορικής και επαγγελματικής αλληλογραφίας με τους πελάτες, όπως αυτά δύνανται να προσδιορίζονται από τις εποπτικές αρχές.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων υποχρεούνται, πέραν των προβλεπόμενων στην παρ. 1, να τηρούν μητρώο για τις πληρωμές απόδοσης κερδών ανά παίκτη, υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τα ποσοτικά όρια που ορίζονται με απόφαση της εποπτικής αρχής. Ειδικά οι επιχειρήσεις καζίνο, εκτός του ανωτέρω μητρώου, τηρούν και μητρώο για την εξόφληση των μαρκών επ' ονόματι πελατών.

3. Τα στοιχεία των παρ. 1 και 2 φυλάσσονται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής σχέσης με τον πελάτη ή την ημερομηνία της περιστασιακής συναλλαγής. Κατά τη λήξη της προθεσμίας αυτής τα υπόχρεα πρόσωπα διαγράφουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός αν επιτρέπεται ή επιβάλλεται αιτιολογημένα από άλλη διάταξη νόμου ή κανονιστικής απόφασης η φύλαξή τους επί μακρότερο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει την δεκαετία. Για στοιχεία που αφορούν σε υποθέσεις για τις οποίες στις 25 Ιουνίου 2015 εκκρεμούσε έλεγχος ή έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και είχαν ζητηθεί πληροφορίες ή έγγραφα από υπόχρεο πρόσωπο, το τελευταίο οφείλει να διατηρήσει όλες τις σχετικές πληροφορίες ή έγγραφα μέχρι τις 25 Ιουνίου 2020, και σε περίπτωση που εκκρεμούσε ήδη ποινική διαδικασία μέχρι τις 25 Ιουνίου 2025.

4. Όλα τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να τηρούνται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το υπόχρεο πρόσωπο να μπορεί να ανταποκρίνεται πλήρως και χωρίς καθυστέρηση, μέσω διαύλων που εξασφαλίζουν το απόρρητο των ερευνών, σε αίτημα της Αρχής, της αρμόδιας ή άλλης δημόσιας αρχής ως προς το αν διατηρεί ή είχε συνάψει κατά την διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα, ως προς το είδος της επιχειρηματικής σχέσης, καθώς και για κάθε σχετική συναλλαγή.

Άρθρο 31
Επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρα 41 και 43 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τα υπόχρεα πρόσωπα βάσει του παρόντος νόμου μόνο με σκοπό την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα παρέχουν στους νέους πελάτες τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997 πριν από την σύναψη επιχειρηματικής σχέσης ή την διενέργεια περιστασιακής συναλλαγής. Στις εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνεται συγκεκριμένα γενική ενημέρωση αναφορικά με τις νομικές υποχρεώσεις των υπόχρεων προσώπων δυνάμει του παρόντος νόμου για επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

3. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος νόμου με σκοπό την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας θεωρείται ζήτημα δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με τον ν. 2472/1997.

4. Η υποχρέωση πληροφόρησης του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 δεν ισχύει για τα υπόχρεα πρόσωπα, τις αρμόδιες αρχές, την Αρχή, και τους υπευθύνους επεξεργασίας των αρχείων που αναφέρονται στις παρ 1 και 4 του άρθρου 20 και στην παρ. 1 του αρθρου 21 εφόσον η επεξεργασία των δεδομένων γίνεται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου.

Άρθρο 32
Συλλογή, τήρηση και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων από δημόσιες αρχές (άρθρο 44 της Οδηγίας 2015/849)


1. Όλες οι εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των αρμόδιων, δικαστικών, εισαγγελικών, αστυνομικών, ι φορολογικών αρχών και υπηρεσιών, τηρούν πλήρη και ενημερωμένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τομείς ή θέματα της αρμοδιότητας τους. Τα στοιχεία αυτά συγκεντρώνονται ετησίως από τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα και διαβιβάζονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

2. Οι στατιστικές αυτές καλύπτουν τουλάχιστον:
α) μετρήσιμα δεδομένα σχετικά με το μέγεθος και τη σημασία των διαφόρων τομέων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των υπόχρεων προσώπων και δεδομένων σχετικά με την οικονομική σημασία εκάστου τομέα·
β) μετρήσιμα δεδομένα από τα επιμέρους στάδια αναφοράς, διερεύνησης και εκδίκασης των υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπου συμπεριλαμβάνονται σε ετήσια βάση:
αα. ο αριθμός των αναφορών υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που υποβλήθηκαν στην Αρχή,
ββ. η κατηγοριοποίηση αυτών των αναφορών ανάλογα με τους αποστέλλοντες,
γγ. ο αριθμός των υποθέσεων που διερευνήθηκαν,
δδ. ο αριθμός των υποθέσεων που τέθηκαν στο αρχείο,
εε. ο αριθμός των πορισμάτων που υποβλήθηκαν στον Εισαγγελέα,
στστ. τα είδη των βασικών αδικημάτων που εντοπίσθηκαν,
ζζ. αριθμός των προσώπων που διώχθηκαν για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
ηη. ο αριθμός των προσώπων που καταδικάσθηκαν για τα ανωτέρω αδικήματα,
θθ. η αξία των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν, κατασχέθηκαν ή δημεύθηκαν·
γ) δεδομένα όσον αφορά στον αριθμό των διασυνοριακών αιτήσεων παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκαν, απορρίφθηκαν και απαντήθηκαν πλήρως ή εν μέρει από τηνΑρχή.
δ) τη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία των στοιχείων του άρθρου 33,
ε) τα στατιστικά στοιχεία, τα οποία αναφέρονται στην παρ. 7 του άρθρου 6 και περιλαμβάνονται στις εκθέσεις των αρμοδίων αρχών.

3. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για την επαρκή ενημέρωση του κοινού.

Άρθρο 33
Συλλογή δικαστικών δεδομένων και στοιχείων


Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται η διαδικασία και οι τεχνικές λεπτομέρειες για τη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις εκδικαζόμενες υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, τον αριθμό των περιπτώσεων που ερευνήθηκαν και των προσώπων που διώχθηκαν, τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις ή βουλεύματα και τα τυχόν κατασχεθέντα ή δημευθέντα περιουσιακά στοιχεία. Με την ίδια απόφαση ορίζεται, επίσης, η διαδικασία παρακολούθησης της δικαστικής εξέλιξης των αναφορών που υποβάλλει η Αρχή στον αρμόδιο Εισαγγελέα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'
ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 34
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών (άρθρο 32 παρ. 5 και άρθρα 53 54, 55 της Οδηγίας 2015/849)


1. Η Αρχή διαβιβάζει και ανταλλάσσει πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των αναλύσεών της, με τις αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και με τις εποπτικές αρχές, εφόσον οι πληροφορίες αυτές κρίνονται αναγκαίες για το έργο τους και για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους. Επίσης, δύναται να ζητεί ενημέρωση για τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήχθησαν από τις εν λόγω αρχές, καθώς και κάθε πληροφορία που προβλέπεται από το άρθρο 49.
Η Αρχή μπορεί να αρνηθεί την παροχή των πληροφοριών στις περιπτώσεις που αυτή θα μπορούσε να έχει αρνητική επίπτωση στις διεξαγόμενες έρευνες ή αναλύσεις ή στην περίπτωση που η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα ήταν σαφώς δυσανάλογη προς τα έννομα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή δεν εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίον ζητείται.
Η Αρχή ενημερώνει μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες την Α.Α.Δ.Ε. για τις περιπτώσεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από φορολογικά αδικήματα, τελωνειακά αδικήματα ή αδικήματα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, καθώς και το Σ.Δ.Ο.Ε. για τις δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων που αφορούν εν γένει σε αδικήματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του.

2. Η Αρχή ανταλλάσσει με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος με Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης που μπορεί να είναι χρήσιμες για τις επιχειρησιακές τους αναλύσεις. Στις περιπτώσεις όπου λαμβάνει αναφορές υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών που αφορούν σε άλλο κράτος μέλος, τις διαβιβάζει αμελλητί στην αντίστοιχη Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών.

3. Τα εκατέρωθεν αιτήματα ανταλλαγής πληροφοριών πρέπει να περιλαμβάνουν τα πραγματικά περιστατικά και το πλαίσιο διενέργειας της έρευνας, τους λόγους υποβολής του αιτήματος και τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν οι ζητούμενες πληροφορίες. Η Αρχή εκτελεί μόνο αιτήματα που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Επιπλέον η Αρχή μπορεί να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών για λόγους εθνικής ασφάλειας και σε εξαιρετικές περιστάσεις παραβίασης του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4. Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών με Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να επιβάλλονται περιορισμοί και προϋποθέσεις ως προς την χρήση τους. Οι πληροφορίες που προέρχονται από Μονάδες άλλων κρατών μελών μπορούν να χρησιμοποιούνται από την Αρχή μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν και με σεβασμό των τυχόν επιβληθέντων περιορισμών ή προϋποθέσεων. Οποιαδήποτε διαβίβαση των πληροφοριών αυτών σε άλλη αρχή ή φορέα ή χρήση αυτών για σκοπούς πέραν των αρχικώς εγκριθέντων, υπόκειται σε προηγούμενη συγκατάθεση της Μονάδας που παρέχει τις πληροφορίες. Σε περίπτωση όπου ζητείται η συγκατάθεση της Αρχής για την διαβίβαση των πληροφοριών που έχει παράσχει, σε άλλες αρχές ή φορείς του αιτούντος κράτους μέλους, η Αρχή δεν αρνείται την σχετική συγκατάθεση, παρά μόνον αν η διαβίβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα μπορούσε να παρακωλύσει την διενέργεια εγχώριας ποινικής έρευνας, να προξενήσει σαφώς δυσανάλογη βλάβη στα έννομα συμφέροντα ενός προσώπου ή στο δημόσιο συμφέρον ή να αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου. Η άρνηση συγκατάθεσης αιτιολογείται δεόντως.

5. Οι αρμόδιες αρχές δύναται ομοίως να ανταλλάσσουν εμπιστευτικής φύσης πληροφορίες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τον παρόντα νόμο και να αλληλοενημερώνονται για τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών. Με διμερή ή πολυμερή μνημόνια συνεργασίας δύναται να εξειδικεύονται οι διαδικασίες και οι τεχνικές λεπτομέρειες της ως άνω ανταλλαγής πληροφοριών.

6. Οι αρχές της παρ. 1 δύναται να διενεργούν κοινούς ελέγχους σε υποθέσεις κοινής αρμοδιότητας και ενδιαφέροντος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τον παρόντα νόμο.

7. Για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης νοούνται εκείνες που αφορούν στην επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική συμπεριφορά προσώπων, τα στοιχεία των συναλλαγών και δραστηριοτήτων τους, τα φορολογικά στοιχεία τους και πληροφορίες σχετιζόμενες με ποινικά αδικήματα και φορολογικές, τελωνειακές ή άλλες διοικητικές παραβάσεις.

Άρθρο 35
Εσωτερικές διαδικασίες (άρθρο 8 και άρθρο 61 παρ. 3 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα υπόχρεα πρόσωπα λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να εντοπίζουν και να εκτιμούν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες κινδύνου, όπως αυτούς που σχετίζονται με τους πελάτες τους, τις χώρες ή τις γεωγραφικές περιοχές, τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, τις συναλλαγές ή τους διαύλους παροχής υπηρεσιών.

2. Οι εκτιμήσεις κινδύνων των υπόχρεων προσώπων τεκμηριώνονται, επικαιροποιούνται και τίθενται στη διάθεση της εποπτικής τους αρχής.

3. Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν εσωτερικές πολιτικές, ελέγχους και διαδικασίες, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου.
Οι ανωτέρω πολιτικές, έλεγχοι και διαδικασίες είναι ανάλογες προς τον χαρακτήρα και το μέγεθος των υπόχρεων προσώπων και αφορούν:
(α) στην αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων, τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, την υποβολή αναφορών ύποπτων συναλλαγών, την τήρηση αρχείου, τον ορισμό υπευθύνου σε επίπεδο διοίκησης για τον έλεγχο της συμμόρφωσης, και τον έλεγχο καταλληλότητας των εργαζομένων.
(β) στη συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης υπηρεσίας ελέγχου για την εξακρίβωση της εφαρμογής των εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών.
Επιπρόσθετα, τα υπόχρεα πρόσωπα θεσπίζουν διαδικασίες που θα επιτρέπουν στους εργαζομένους τους να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και ανώνυμου διαύλου, ανάλογου προς τον χαρακτήρα και το μέγεθος του εκάστοτε υπόχρεου προσώπου.

4. Οι εφαρμοζόμενες εσωτερικές πολιτικές, έλεγχοι και διαδικασίες εγκρίνονται από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, τα οποία παρακολουθούν και, όπου ενδείκνυται, ενισχύουν τα μέτρα που έχουν ληφθεί.

5. Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν με αποφάσεις τους συγκεκριμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στο παρόν άρθρο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το μέγεθος και τη φύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των υπόχρεων προσώπων. Οι αρμόδιες αρχές δύναται να αποφασίσουν ότι δεν χρειάζονται επιμέρους τεκμηριωμένες εκτιμήσεις κινδύνων, όταν οι εγγενείς για την κατηγορία υπόχρεων προσώπων κίνδυνοι είναι σαφείς και κατανοητοί.

Άρθρο 36
Εσωτερικές διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου (άρθρο 45 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα υπόχρεα πρόσωπα που ανήκουν σε όμιλο εφαρμόζουν επαρκείς και κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τους σκοπούς του παρόντος νόμου σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν στην ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η εν λόγω υποχρέωση ισχύει και για τις θυγατρικές και τα υποκαταστήματα που ανήκουν κατά πλειοψηφία στα υπόχρεα πρόσωπα και ευρίσκονται σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτες χώρες.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα που λειτουργούν εγκαταστάσεις σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις τηρούν τις σχετικές εθνικές διατάξεις του κράτους υποδοχής.

3. Τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές εταιρείες που ανήκουν κατά πλειοψηφία στα υπόχρεα πρόσωπα και βρίσκονται σε τρίτες χώρες όπου οι ελάχιστες απαιτήσεις καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι λιγότερο αυστηρές από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζουν τις τελευταίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών για την προστασία των δεδομένων, στον βαθμό που το επιτρέπει η νομοθεσία της τρίτης χώρας. Σε περίπτωση όπου η νομοθεσία της τρίτης χώρας δεν το επιτρέπει, τα υπόχρεα πρόσωπα διασφαλίζουν ότι τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές τους εφαρμόζουν επιπρόσθετα μέτρα, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ενημερώνουν σχετικά την εποπτική τους αρχή. Η αρμόδια αρχή, σε περίπτωση που θεωρεί ότι τα επιπρόσθετα μέτρα δεν επαρκούν, εφαρμόζει συμπληρωματικές εποπτικές δράσεις, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να απαιτήσει από το υπόχρεο πρόσωπο να μη συνάψει ή να τερματίσει επιχειρηματικές σχέσεις και να μην εκτελέσει συναλλαγές και, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να παύσει τις δραστηριότητές του στην τρίτη χώρα.

4. Σε περίπτωση όπου η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών κατά την παρ. 1 σε υποκαταστήματα και θυγατρικές των υπόχρεων προσώπων στην χώρα αυτή, τα υπόχρεα πρόσωπα ενημερώνουν την Αρχή, την κατά περίπτωση, αρμόδια αρχή και τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνουν ακολούθως τις αντίστοιχες ΕΕΑ.

5. Πληροφορίες, οι οποίες περιλαμβάνονται σε αναφορές ασυνήθων ή ύποπτων συναλλαγών που υποβάλλονται στην Αρχή από τα υπόχρεα πρόσωπα και αφορούν σε κεφάλαια που αποτελούν προϊόντα εγκληματικής δραστηριότητας ή σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, επιτρέπεται να ανταλλάσσονται εντός του ομίλου, εκτός αν δοθούν διαφορετικές οδηγίες από την Αρχή.

6. Οι εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος, όπως ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α' 218) και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, όπως ορίζονται στην παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010 (Α' 113), που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα υπό μορφή διαφορετική από υποκατάστημα, και των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επαφής στην Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλίζει για λογαριασμό τους τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και να διευκολύνει την εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εγγράφων και πληροφοριών σε αυτήν κατόπιν σχετικού αιτήματος.

Άρθρο 37
Κατάρτιση και εκπαίδευση (άρθρο 46 παρ. 1 εδ. α'και β'της Οδηγίας 2015/849)


Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα ανάλογα με τους εκτιμώμενους κινδύνους, τη φύση και το μέγεθός τους, ώστε οι υπάλληλοί τους να λάβουν γνώση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των σχετικών κανονιστικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών υποχρεώσεων για την προστασία των δεδομένων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή των υπαλλήλων σε ειδικά προγράμματα κατάρτισης για τον εντοπισμό των δραστηριοτήτων που τυχόν συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και την εκμάθηση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να ενεργούν στις περιπτώσεις αυτές.

Άρθρο 38
Αρμόδια στελέχη (άρθρο 46 παρ. 4 της Οδηγίας 2015/849)


1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει να ορίσει ένα διευθυντικό στέλεχος, στο οποίο τα άλλα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι αναφέρουν κάθε συναλλαγή που θεωρούν ασυνήθη ή ύποπτη για διάπραξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και κάθε γεγονός του οποίου λαμβάνουν γνώση λόγω της υπηρεσίας τους και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη τέτοιων πράξεων. Στα υποκαταστήματα ή σε ειδικές διευθύνσεις ή μονάδες η αναφορά αυτή γίνεται κατευθείαν στον διευθυντή του υποκαταστήματος ή της διεύθυνσης ή της μονάδας, ο οποίος αναφέρεται αμέσως στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος, εφόσον συμμερίζεται τις υπόνοιες. Αν ο διευθυντής ή ο αναπληρωτής του κωλύεται ή αρνείται ή αμελεί ή δεν συμμερίζεται τις υπόνοιες του αναφέροντος υπαλλήλου, τότε ο υπάλληλος μπορεί να αναφερθεί στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος. Το τελευταίο ενημερώνει σχετικά, τηλεφωνικώς ή με εμπιστευτικό έγγραφο ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο, την Αρχή, παρέχοντάς της συγχρόνως κάθε χρήσιμη πληροφορία ή στοιχείο, αν μετά την εξέταση που πραγματοποιεί κρίνει ότι οι πληροφορίες και τα υπάρχοντα στοιχεία δικαιολογούν την αναφορά.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν με αποφάσεις τους να επιβάλλουν αντιστοίχως την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και σε άλλα υπόχρεα νομικά πρόσωπα.

2. Αν περισσότερα υπόχρεα πρόσωπα ανήκουν σε όμιλο, αυτός ορίζει διευθυντικό στέλεχος, από τη μεγαλύτερη εταιρεία του ομίλου, ως συντονιστή για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων του παρόντος νόμου από τις επί μέρους εταιρείες του ομίλου. Προς τούτο το στέλεχος αυτό συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τα διευθυντικά στελέχη των επί μέρους εταιρειών του ομίλου, που ορίζονται σύμφωνα με την παρ. 1, λαμβάνει γνώση των τυχόν αναφορών τους προς την Αρχή και δύναται να υποβάλει αναφορές σε αυτήν και ο ίδιος, παρέχοντας στοιχεία από όλες τις εταιρείες του ομίλου.
Με αποφάσεις των εποπτικών αρχών δύναται να προσδιορίζονται διαδικασίες και υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούν οι όμιλοι και οι εταιρείες κάθε ομίλου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Άρθρο 39
Ποινικές κυρώσεις (άρθρο 58 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/849)


1.α) Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
β) Ο υπαίτιος των πράξεων του προηγούμενου στοιχείου α' τιμωρείται με κάθειρξη και με χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ, αν έδρασε ως υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το βασικό αδίκημα περιλαμβάνεται στα αδικήματα των περιπτ. γ' και ε' του άρθρου 3, ακόμη και αν για αυτά προβλέπεται ποινή φυλάκισης.
γ) Ο υπαίτιος των πράξεων της περιπτ. α' τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, αν ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό, προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας.
δ) Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται ο υπάλληλος του υπόχρεου νομικού προσώπου ή όποιο άλλο υπόχρεο προς αναφορά υπόπτων συναλλαγών πρόσωπο παραλείπει από πρόθεση να αναφέρει αρμοδίως ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή δραστηριότητες ή παρουσιάζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών, διοικητικών ή κανονιστικών διατάξεων και κανόνων, εφόσον για την πράξη του δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλες διατάξεις.
ε) Η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και συμμέτοχων) για τις πράξεις των περιπτ. α', β' και γ' , εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος.
στ) Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, που δεν είναι συμμέτοχος στη διάπραξη του βασικού αδικήματος, εφόσον είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και του β' βαθμού ή σύζυγος, θετός γονέας ή θετό τέκνο του υπαίτιου του βασικού αδικήματος.
ζ) Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό αδίκημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου από τους αναφερόμενους στο δεύτερο εδάφιο της περίπτ. στ' για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από το ίδιο βασικό αδίκημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του βασικού αδικήματος.
η) Οι διατάξεις των περιπτ. στ' και ζ' δεν ισχύουν στις περιστάσεις της περίπτ. γ' και στα βασικά αδικήματα που αναφέρονται στην περίπτ.β'.
θ) Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση και τα προκύψαντα έσοδα δεν υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι φυλάκιση έως δύο ετών. Αν στην περίπτωση αυτή συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαιτίου του βασικού αδικήματος ή τρίτου οι περιστάσεις της περίπτ. γ', η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
ι) Στα εγκλήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για την εφαρμογή των άρθρων 88 έως 93 ΠΚ λαμβάνονται υπόψη και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν δικαστήρια άλλων κρατών μερών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του έτους 2005 για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ν. 4478/2017, Α' 91).

2. Η άσκηση ποινικής δίωξης και η καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν προϋποθέτει ποινική δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό αδίκημα.

3. Στις περιπτώσεις εξάλειψης του αξιόποινου, αθώωσης λόγω του ότι η πράξη κατέστη ανέγκλητη ή απαλλαγής του υπαιτίου από την ποινή λόγω ικανοποίησης του ζημιωθέντος για το βασικό αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ότι η ικανοποίηση του ζημιωθέντος επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, αίρεται το αξιόποινο ή κηρύσσεται αθώος ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος από την ποινή και για τις συναφείς πράξεις νομιμοποίησης εσόδων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το αξιόποινο εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής.

4. Όπου στις διατάξεις του παρόντος άρθρου προβλέπεται αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και χρηματική ποινή, δεν εφαρμόζεται η περιπτ. ε' του άρθρου 83 ΠΚ.

5. Τα κακουργήματα που προβλέπονται στο άρθρο 2 δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Άρθρο 40
Δήμευση περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)


1. Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεως τους στον ιδιοκτήτη κατά την παρ. 2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Σε περίπτωση ανάμειξης του προϊόντος του αδικήματος με περιουσία που προέρχεται από νόμιμες πηγές, η κατάσχεση και η δήμευση επιβάλλονται μέχρι του ποσού της αξίας του προϊόντος αυτού. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά τον χρόνο κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων.

2. Σε περίπτωση όπου η περιουσία ή το προϊόν κατά την παρ. 1 δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους της παρ. 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά τον χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και χρηματική ποινή μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος.
Η δήμευση που επιβάλλεται υπό τους όρους της παρ. 1 και της παρούσας παραγράφου δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί των περιουσιακών στοιχείων. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

3. Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Οι διατάξεις του άρθρου 492 και της παρ. 3 του άρθρου 504 ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση.

4. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση που διατάχθηκε δήμευση κατά της περιουσίας τρίτου, ο οποίος δεν συμμετέσχε στη δίκη ούτε κλητεύθηκε σε αυτήν.

Άρθρο 41
Αποζημίωση υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)


1. Το Δημόσιο μπορεί, ύστερα από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, να αξιώσει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων από τον αμετακλήτως καταδικασμένο σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών ετών για ποινικό αδίκημα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, κάθε άλλη περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από άλλο αδίκημα της παρ.2. έστω και αν δεν ασκήθηκε για το αδίκημα αυτό δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικά ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.

2. Η παρ.1 εφαρμόζεται στα παρακάτω ποινικά αδικήματα, εφόσον αυτά αμέσως ή εμμέσως μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικό όφελος:
α) σε εκείνα των περιπτ. α' έως και θ' του άρθρου 3,
β) σε εκείνα των άρθρων 207 έως 208Α ΠΚ,
γ) σε εκείνα των άρθρων 216, 372, 374 έως 375 και 394 ΠΚ, εφόσον αφορούν σε μέσα πληρωμής πλην των μετρητών,
δ) σε εκείνα των άρθρων 348Α έως 348Γ, 349 παράγραφοι 1-2 ΠΚ και
ε) σε εκείνα των άρθρων 292Β παράγραφοι 2-3 και 381Α παράγραφοι 2-3 ΠΚ.

3. Αν η περιουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 μεταβιβάσθηκε σε τρίτο, ο καταδικασμένος υποχρεούται σε αποζημίωση ίση με την αξία της κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Η παραπάνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί και κατά τρίτου που απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον κατά το χρόνο της κτήσης ήταν σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος κατ' ευθεία γραμμή με τον καταδικασμένο ή αδελφός του ή θετό τέκνο του, καθώς και εναντίον κάθε τρίτου που απέκτησε την περιουσία μετά την άσκηση κατά του καταδικασμένου ποινικής δίωξης για το πιο πάνω έγκλημα, αν κατά το χρόνο που την απέκτησε, γνώριζε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταδικασμένου. Ο τρίτος και ο καταδικασμένος ευθύνονται εις ολόκληρον.

Άρθρο 42
Δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)


1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 43 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα, γνωστοποιείται με κάθε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν την διαπίστωση της γνησιότητάς τους, στο πιστωτικό ίδρυμα ή τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό, και επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων επιδίδεται και στον συνδικαιούχο, σε περίπτωση δε θυρίδων και στον τυχόν πληρεξούσιο του μισθωτή.

2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου τυχόν εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. Η απαγόρευση δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί του λογαριασμού, των τίτλων ή των χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ.1 του παρόντος άρθρου ,μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και γνωστοποιείται με κάθε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν την διαπίστωση της γνησιότητάς τους, κατά περίπτωση στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο κτηματολογικού γραφείου ή νηολογίου ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας προς καταχώρηση της σχετικής εγγραφής, οι οποίοι υποχρεούνται να προβούν την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσουν το έγγραφο που τους κοινοποιήθηκε. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στα βιβλία των ως άνω αρμοδίων υπηρεσιών μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παρούσας παραγράφου.

4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της αίτησης και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.

5. Όταν διεξάγεται έρευνα από τηνΑρχή, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ 1 έως 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης, διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρ. 4.

6. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με αίτησή τους που απευθύνεται στην αρχή που αποφάσισε τη δέσμευση ή με την προβλεπόμενη στις παρ. 4 και 5 προσφυγή, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχείων.

7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών και στα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5.

Άρθρο 43
Εφαρμογή κυρώσεων επιβαλλόμενων από διεθνείς οργανισμούς (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)


1. Όταν για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας επιβάλλεται, με Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή με Αποφάσεις και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων συγκεκριμένων προσώπων και η απαγόρευση της παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε αυτά, ακολουθείται η εξής διαδικασία, μετά από την ένταξη των εν λόγω Αποφάσεων ή Κανονισμών στην ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και όπου αυτή απαιτείται:
α) Οι ανωτέρω Αποφάσεις και Κανονισμοί, καθώς και οι τροποποιητικές ή αναθεωρητικές αυτών Αποφάσεις, διαβιβάζονται άμεσα μετά την έκδοση τους από το Υπουργείο Εξωτερικών στην αρμόδια Μονάδα της Αρχής, η οποία τηρεί αναλυτικούς καταλόγους των κατονομαζόμενων προσώπων.
β) Η Μονάδα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 για τις ανωτέρω Αποφάσεις και Κανονισμούς και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των κατονομαζόμενων προσώπων. Στα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται και αυτά που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν ή ελέγχονται από τα ως άνω πρόσωπα. Η Μονάδα ζητεί, επίσης, αναλυτικά στοιχεία για τις κάθε είδους συναλλαγές ή δραστηριότητες των ανωτέρω προσώπων κατά την τελευταία πενταετία, για το αν αυτά είχαν ή έχουν οποιαδήποτε επιχειρηματική σχέση με το αναφέρον υπόχρεο πρόσωπο, καθώς και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο ή πληροφορία. Επίσης, παρέχει οδηγίες για τη διαδικασία εντοπισμού και διαχωρισμού των προς δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, για τη διαδικασία αποδέσμευσης μέρους ή του συνόλου αυτών, σύμφωνα με την περίπτ. στ', και για τον τρόπο άρσης των μέτρων δέσμευσης κατά διαγραφέντων από τους καταλόγους προσώπων, σύμφωνα με την περίπτ. ζ'.
γ) Η Μονάδα δύναται να διαβιβάσει τους σχετικούς καταλόγους και σε δημόσιες αρχές που τηρούν αρχεία και διαθέτουν ενδεχομένως πληροφορίες για τον εντοπισμό των ανωτέρω προσώπων ή περιουσιακών τους στοιχείων.
δ) Η Μονάδα εκτελεί άμεσα τα μέτρα που προβλέπονται στις Αποφάσεις και στους Κανονισμούς σχετικά με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των κατονομαζόμενων προσώπων, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και του ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων από μέρους τους, την απαγόρευση παροχής χρηματοπιστωτικών ή επενδυτικών υπηρεσιών σε αυτά, καθώς και κάθε άλλο προβλεπόμενο μέτρο. Η εκτελεστική διάταξη της Μονάδας επιδίδεται στα παραπάνω πρόσωπα.
ε) Το πρόσωπο του οποίου δεσμεύθηκαν περιουσιακά στοιχεία, καθώς και οποιοσδήποτε τρίτος έχει έννομο συμφέρον, δικαιούνται να προσβάλουν την ανωτέρω διάταξη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοσή της. Οι προσφεύγοντες μπορούν να αμφισβητήσουν μόνο τη συνδρομή των προϋποθέσεων της δέσμευσης ή της απαγόρευσης.
στ) Η Μονάδα μπορεί να χορηγήσει, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων προσώπων, ειδική άδεια για την επαύξηση, αποδέσμευση ή χρησιμοποίηση του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν, για τους λόγους και με τη διαδικασία που αναφέρονται στις σχετικές Αποφάσεις και Κανονισμούς του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ζ) Σε περίπτωση διαγραφής προσώπου από τους σχετικούς καταλόγους, ύστερα από Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναθεωρεί ή τροποποιεί προηγούμενη Απόφαση ή Κανονισμό, η Μονάδα διατάσσει άμεσα την άρση της δέσμευσης και κάθε άλλου ληφθέντος μέτρου, ενημερώνοντας σχετικά τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα ονόματα των προσώπων που διαγράφηκαν από τον κατάλογο και των οποίων τα οικονομικά στοιχεία αποδεσμεύθηκαν μπορεί να αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Αρχής, με τη συναίνεση των προσώπων αυτών.
η) Όποιο υπόχρεο φυσικό πρόσωπο ή στέλεχος ή υπάλληλος υπόχρεου προσώπου αποκρύπτει την ταυτότητα ή τα στοιχεία ταυτότητας ή την ύπαρξη επιχειρηματικής σχέσης ή όλα ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων, τα οποία ταυτίζονται με πρόσωπα από αυτά που διαλαμβάνονται στις παραπάνω Αποφάσεις και Κανονισμούς ή αρνείται να προβεί στη δέσμευση περιουσιακών τους στοιχείων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Αν από αμέλεια δεν εντοπίσει περιουσιακά τους στοιχεία ή δεν διαπιστώσει επιχειρηματική σχέση με αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) έτη και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
θ) Σε βάρος των υπόχρεων νομικών προσώπων ή οντοτήτων που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν άρθρο, επιβάλλονται από την εκάστοτε αρμόδια αρχή οι διοικητικές κυρώσεις των υποπεριπτ. αα),εε) και στστ) της περιπτ. α της παρ. 1 του άρθρου 46 εφαρμοζομένων αντιστοίχως των όρων, προϋποθέσεων και εκεί διαλαμβανόμενων διακρίσεων .

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για την εφαρμογή του μέτρου της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων προσώπων που επιβάλλεται από Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή Αποφάσεις και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για άλλους - πλην της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας - λόγους, όπως εκάστοτε καθορίζονται στις ανωτέρω Αποφάσεις ή Κανονισμούς.

Άρθρο 44
Πρόσβαση δικαστικών αρχών σε αρχεία και στοιχεία


Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης, ανάκρισης ή δίκης για αδικήματα των άρθρων 2 και 3 επιτρέπεται στον εισαγγελέα, τον ανακριτή και το δικαστήριο να λαμβάνουν γνώση των βιβλίων και στοιχείων, τα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις τηρούν τα υπόχρεα πρόσωπα και να επισυνάπτουν στη δικογραφία μόνο απόσπασμα των βιβλίων ή των στοιχείων με τις σχετικές εγγραφές που αφορούν στο πρόσωπο για το οποίο διεξάγεται η έρευνα. Την ακρίβεια του αποσπάσματος βεβαιώνει ο εκπρόσωπος του υπόχρεου νομικού προσώπου ή οντότητας ή το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο. Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο δικαιούνται να ελέγξουν τα βιβλία και τα στοιχεία αυτά για να διαπιστώσουν την ακρίβεια των περιεχομένων στο απόσπασμα εγγραφών ή την ύπαρξη άλλων εγγραφών που αφορούν στο ως άνω πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να ελέγξει μόνο την ύπαρξη των εγγραφών που ισχυρίζεται ότι το αφορούν.

Άρθρο 45
Ευθύνη νομικών προσώπων και οντοτήτων (άρθρο 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849)


1. Αν αξιόποινη πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή κάποιο από τα βασικά αδικήματα τελείται προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή οντότητας από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της οντότητας και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτών ή έχει εξουσία εκπροσώπησής τους ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό τους ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτών, επιβάλλονται αιτιολογημένα στο νομικό πρόσωπο ή την οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:
α) διοικητικό πρόστιμο από πενήντα χιλιάδες (50.000) μέχρι δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ,
β) οριστική ή προσωρινή για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας,
γ) απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για το ίδιο χρονικό διάστημα,
δ) οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα.
Το διοικητικό πρόστιμο της περίπτωσης α' επιβάλλεται πάντοτε, ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων. Οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και όταν φυσικό πρόσωπο που έχει κάποια από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο ιδιότητες είναι ηθικός αυτουργός ή συνεργός στις ίδιες πράξεις.

2. Όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος ή από εντολοδόχο του νομικού προσώπου ή της οντότητας της πράξης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή του βασικού αδικήματος προς όφελος ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή της οντότητας, επιβάλλονται αιτιολογημένα στο νομικό πρόσωπο ή την οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:
α) διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,
β) οι προβλεπόμενες στις περιπτώσεις β' , γ' και δ' της προηγούμενης παραγράφου κυρώσεις, για χρονικό διάστημα έως ένα (1) έτος.

3. Αν πρόκειται για υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή οντότητα οι ως άνω κυρώσεις επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής. Αν πρόκειται για μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή οντότητα, επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας περιφερειακής διεύθυνσης του Σ.Δ.Ο.Ε.

4. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις και ιδίως:
α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,
β) ο βαθμός ευθύνης του νομικού προσώπου ή της οντότητας,
γ) η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου ή της οντότητας,
δ) το ύψος των παράνομων εσόδων ή του τυχόν προκύψαντος οφέλους,
ε) οι ζημίες τρίτων που προέκυψαν από το αδίκημα,
στ) οι ενέργειες του νομικού προσώπου ή της οντότητας μετά την τέλεση της παράβασης, και
ε) η τυχόν υποτροπή του νομικού προσώπου ή της οντότητας.

5. Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νόμιμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου ή της οντότητας προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον δέκα (10) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ) Για τη διαπίστωση τέλεσης των παραβάσεων και για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες που έχουν σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Σε περίπτωση επιβολής κύρωσης, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή κοινοποιεί την σχετική απόφαση στις αρμόδιες για την τήρηση μητρώου προμηθευτών ή παρόχων υπηρεσιών δημοσίων συμβάσεων υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

6. Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές φυσικών προσώπων.

7. Οι εισαγγελικές αρχές ενημερώνουν αμέσως, κατά περίπτωση, την αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων αρχή για την άσκηση ποινικής δίωξης επί υποθέσεων στις οποίες υπάρχει εμπλοκή νομικού προσώπου ή οντότητας υπό την έννοια των παρ. 1 και 2, και τους αποστέλλουν αντίγραφο της σχετικής δικογραφίας. Σε περίπτωση καταδίκης φυσικού προσώπου για τις αναφερόμενες στις παρ. 1 και 2 αξιόποινες πράξεις, το δικαστήριο μπορεί αντίστοιχα να διατάξει την αποστολή αντιγράφου της καταδικαστικής απόφασης και της σχετικής δικογραφίας στην αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων αρχή.

8. Η ευθύνη των νομικών προσώπων ή οντοτήτων για τα κακουργήματα της παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ καθορίζεται στο άρθρο 41 του ν. 3251/2004 (Α'93). Ειδικές διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται ευθύνη νομικών προσώπων για άλλα βασικά αδικήματα, διατηρούνται σε ισχύ.

Άρθρο 46
Διοικητικές κυρώσεις (άρθρα 58 έως 60 της Οδηγίας 2015/849)


1. Στα υπόχρεα πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 847/2015, των λοιπών Αποφάσεων και Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και των σχετικών κανονιστικών αποφάσεων, επιβάλλονται με αποφάσεις των αρμόδιων εποπτικών αρχών, σωρευτικά ή διαζευκτικά, είτε η λήψη συγκεκριμένων διορθωτικών μέτρων εντός τακτού χρονικού διαστήματος, είτε μία ή περισσότερες από τις κατωτέρω κυρώσεις:
α) Στα υπόχρεα νομικά πρόσωπα ή οντότητες:
αα) πρόστιμο σε βάρος του νομικού προσώπου ή της οντότητας μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ και, αν το υπόχρεο πρόσωπο είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός, μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ.
ββ) πρόστιμο σε βάρος των μελών του διοικητικού συμβουλίου, του διευθύνοντος συμβούλου, των διευθυντικών στελεχών ή άλλων υπαλλήλων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, υπεύθυνων για την τέλεση των παραβάσεων ή ασκούντων ανεπαρκή έλεγχο ή εποπτεία επί των υπηρεσιών, υπαλλήλων και δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, λαμβανομένης υπόψη της θέσης ευθύνης και των εν γένει καθηκόντων τους, μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ και, αν το υπόχρεο πρόσωπο είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός, μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ.
γγ) απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων από τη θέση τους, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, και απαγόρευση ανάληψης άλλης αντίστοιχης θέσης,
δδ) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το νομικό πρόσωπο ή την οντότητα και την φύση της παράβασης,
εε) απαγόρευση της άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, της ίδρυσης νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα ή της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία,
στστ) σε περίπτωση σοβαρών ή επανειλημμένων παραβάσεων, οριστική ή προσωρινή ανάκληση ή αναστολή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της άδειας λειτουργίας του νομικού προσώπου ή της οντότητας ή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
β) Στα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα:
αα) πρόστιμο μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ,
ββ) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το φυσικό πρόσωπο και την φύση της παράβασης,
γγ) οριστική ή προσωρινή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
Οι ανωτέρω κυρώσεις είναι ανεξάρτητες από εκείνες του άρθρου 49 του παρόντος νόμου και του άρθρου 41 του ν. 3251/2004. Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση προς παροχή εξηγήσεων των νόμιμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου ή της οντότητας ή των υπαίτιων φυσικών προσώπων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 49 του παρόντος νόμου. 2. Τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα ή οντότητες δύναται να θεωρηθούν υπαίτια για παραβάσεις που τελούνται προς όφελός τους από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικώς είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της οντότητας και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτού με βάση εξουσία εκπροσώπησής του ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό του ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτού. Δύναται, επίσης, να θεωρηθούν υπαίτια όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο κατέστησε δυνατή την τέλεση της παράβασης από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος προς όφελος του νομικού προσώπου ή της οντότητας.

3. Οι αποφάσεις επιβολής των κυρώσεων δημοσιεύονται, όταν γίνουν αμετάκλητες, με ανάρτησή τους για χρονικό διάστημα πέντε ετών στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της αρμόδιας εποπτικής αρχής. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις στις οποίες η δημοσίευση είναι πιθανό να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή να θέσει σε κίνδυνο την έκβαση διεξαγόμενης έρευνας ή την σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Στις περιπτώσεις αυτές η δημοσίευση μπορεί να γίνει μόνο μετά την έκλειψη των σχετικών λόγων ή ενδεχομένως χωρίς αναφορά της ταυτότητας των υπαίτιων προσώπων.

4. Οι αρμόδιες αρχές, με αποφάσεις τους που δημοσιεύονται α) ταξινομούν, κατά λόγο αρμοδιότητας, τις επί μέρους υποχρεώσεις των εποπτευόμενων από αυτές προσώπων, καθώς και των στελεχών και υπαλλήλων τους, είτε ξεχωριστά είτε ανά κατηγορίες, ιδίως καθόσον αφορά στην εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας, την αναφορά υπόπτων συναλλαγών, την τήρηση αρχείων και τις εσωτερικές διαδικασίες και β) ορίζουν τον βαθμό σπουδαιότητας κάθε υποχρέωσης ή κατηγορίας υποχρεώσεων, με ενδεικτική αναφορά πιθανών κυρώσεων για μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις αυτές, καθώς και γενικά ή ειδικά κριτήρια προσδιορισμού και επιμέτρησης των κυρώσεων, τα οποία λαμβάνει υπόψη της η εκάστοτε αρμόδια αρχή. Στα κριτήρια αυτά περιλαμβάνονται οπωσδήποτε η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου προσώπου, η οικονομική ισχύς του, το κέρδος που αποκόμισε από την παράβαση, οι ζημίες που προκλήθηκαν σε τρίτους, ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την αρμόδια αρχή και τυχόν προηγούμενες παραβάσεις του.

5. Σε περίπτωση που υπόχρεο φυσικό πρόσωπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των σχετικών κανονιστικών αποφάσεων, εφόσον ο πειθαρχικός έλεγχος αυτού ασκείται κατά τις κείμενες διατάξεις από ειδικό πειθαρχικό όργανο, η αρμόδια αρχή παραπέμπει το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο στο παραπάνω όργανο, στο οποίο διαβιβάζει και όλα τα στοιχεία της παράβασης.

6. Οι κυρώσεις των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται, εκτός αν με άλλες διατάξεις προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις, κατά των αναφερόμενων υπόχρεων προσώπων και των υπαλλήλων τους.

7. Τα πρόστιμα που προβλέπονται στο παρόν και στο προηγούμενο άρθρο και επιβάλλονται από τα αναφερόμενα σε αυτά δημόσια όργανα, βεβαιώνονται από τις καθ' ύλην αρμόδιες υπηρεσίες και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) (ν.δ. 356/1974/Α/ 90)

Μέρος Δεύτερο
Οργανωτικές διατάξεις για την Αρχή Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες

Άρθρο 47
Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (άρθρο 32 παρ. 1 και 3 της Οδηγίας 2015/849)


1. Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης», η οποία συστήθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3986/2011 μετονομάζεται σε « Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες» (εφεξής «Αρχή»). Σκοπός της Αρχής είναι α) η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, β) ο προσδιορισμός των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων και η επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων σε βάρος τους και σε βάρος προσώπων που καθορίζονται με Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και των οργάνων του ή με Αποφάσεις και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και γ) ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτ. αα' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 (Α' 309).

2. Η Αρχή απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η έδρα της είναι στον Νομό Αττικής, σε τόπο που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από πρόταση του Προέδρου της. Ο προϋπολογισμός της Αρχής αποτελεί τμήμα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών. Η Αρχή δύναται να συμμετέχει σε συγχρηματοδοτούμενα ή χρηματοδοτούμενα προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή διεθνείς οργανισμούς, με σκοπό την λειτουργική υποστήριξή της σε ελεγκτικό και τεχνολογικό επίπεδο.

3. Η Αρχή μπορεί με απόφασή της να εγκαθιστά και να λειτουργεί γραφεία της και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Για οποιαδήποτε διαφορά διοικητικής ή αστικής φύσης ανακύπτει από τη λειτουργία της αποκλειστικά αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας. Η δικαστική εκπροσώπηση και η καθοδήγηση δια γνωμοδοτήσεων της Αρχής διεξάγονται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Νομική υποστήριξη παρέχει στην Αρχή το Αυτοτελές Γραφείο Νομικής Υποστήριξης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.

4. Η Αρχή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δεκαεπτά (17) Μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις αυτές ιδιότητες και προσόντα με τα Μέλη που αναπληρώνουν. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από τον νόμο και τη συνείδησή τους. Η θητεία τους ορίζεται υποχρεωτικά τριετής και μπορεί να ανανεώνεται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τα έξι έτη. Σε περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας του Προέδρου ή μέλους, διορίζεται νέος Πρόεδρος ή μέλος για το υπόλοιπο της θητείαςτου αποχωρήσαντος μέλους. Μέχρι τον διορισμό του νέου Προέδρου ή τακτικού μέλους, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωτής του από τον αναπληρωτή.

5. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης. Ο διορισμός του Προέδρου και του αναπληρωτή του γίνεται με την απόφαση της παρ. 6 εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου

6. Τα Μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από πρόταση κατά λόγο αρμοδιότητας των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών, Εξωτερικών και Εσωτερικών, του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, οι οποίοι προτείνουν πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επί μέρους Μονάδων της Αρχής. Ο διορισμός των τακτικών Μελών γίνεται αφού προηγηθεί γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για την καταλληλότητα των προτεινόμενων προσώπων.

Άρθρο 48
Μονάδες και αρμοδιότητες της Αρχής (άρθρα 32 παρ. 7, 46 παρ. 3 και άρθρο 52 της Οδηγίας 2015/849)


Η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Οι Μονάδες συνεδριάζουν νόμιμα, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τα μισά τουλάχιστον από τα μέλη τους ή τους αναπληρωτές τους, και αποφασίζουν με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Οι Μονάδες και οι αρμοδιότητες τους έχουν ως εξής:

1. Α' Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών
α) Η Α' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δέκα (10) Μέλη της Αρχής με τους αναπληρωτές τους, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, και ειδικότερα:
αα) ένα στέλεχος από την Ειδική Γραμματεία Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) και ένα από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνονται από τον αρμόδιο Υπουργό,
ββ) ένα στέλεχος από την Α.Α.Δ.Ε. που προτείνεται από τον Διοικητή της,
γγ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό,
δδ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από τον Διοικητή της,
εε) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο,
στστ) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που προτείνεται από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών για θέματα Προστασίας του Πολίτη,
ζζ) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής που προτείνεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
ηη) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων που προτείνεται από τον Πρόεδρό της.
θθ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων που προτείνεται από τον Πρόεδρό της.
β) Η Α' Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή αντίστοιχης σοβαρής οικονομικής εγκληματικότητας, κατά προτίμηση δε και με γνώση της αγγλικής γλώσσας. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή πενήντα (50) θέσεις, από τις οποίες οι είκοσι πέντε (25) τουλάχιστον είναι θέσεις προσωπικού με ειδικές γνώσεις και εμπειρία.
Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τα υπουργεία και τους φορείς από όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας.
Δύο κατ' ανώτατο όριο θέσεις επιστημονικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με πρόσωπα εκτός του δημοσίου τομέα, με εξαιρετικά επιστημονικά ή επαγγελματικά προσόντα και τουλάχιστον πενταετή εμπειρία στο αντικείμενο της Μονάδας. Το εν λόγω προσωπικό προσλαμβάνεται κατ' επιλογή του Προέδρου, κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που λύεται αυτοδικαίως με την αποχώρηση του Προέδρου. Η παροχή υπηρεσίας στις θέσεις αυτές δεν γεννά οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης ή άλλη αξίωση. Η ιδιότητα του επιστημονικού συνεργάτη της Αρχής δεν είναι ασυμβίβαστη με την επαγγελματική του δραστηριότητα. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, τα θέματα που αφορούν στις αποδοχές του εν λόγω προσωπικού, σύμφωνα με την περίπτ. ιστ' της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4354/2015.
γ) Το προσωπικό της Μονάδας είναι αρμόδιο για την:
αα) Λήψη, διερεύνηση, ανάλυση, αξιολόγηση και τυχόν συσχέτιση των αναφορών υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών, που υποβάλλονται στην Αρχή από τα υπόχρεα πρόσωπα, καθώς και των πληροφοριών που διαβιβάζονται σε αυτήν από φορείς της αλλοδαπής και άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς ή περιέρχονται σε αυτήν από τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή οποιαδήποτε άλλη πηγή και αφορούν σε επιχειρηματικές, επαγγελματικές ή συναλλακτικές δραστηριότητες που ενδεχομένως σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
ββ) Συνεργασία με τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών άλλων κρατών.
γγ) Παροχή κατευθύνσεων και οδηγιών στα υπόχρεα πρόσωπα και τους ανωτέρω φορείς αναφορικά με τη διαχείριση μιας υπόθεσης που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της και ενημέρωση αυτών σχετικά με την εξέλιξη των αναφορών τους, όπου αυτό είναι εφικτό.
δδ) Διενέργεια επιχειρησιακών αναλύσεων, όταν υφίστανται ενδείξεις ή υπόνοιες διάπραξης σοβαρής ή οργανωμένης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με στόχο τη διασύνδεση υποθέσεων, τον εντοπισμό εγκληματικών δικτύων ή ομάδων ή μεμονωμένων υπόπτων και την εξακρίβωση του τρόπου δράσης αυτών.
εε) Εκπόνηση στρατηγικών αναλύσεων αναφορικά με τις τάσεις και τις συνήθεις πρακτικές της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
δ) Σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο Πρόεδρος διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, προκειμένου να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας το συντομότερο δυνατόν και πάντως εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών. Εφόσον η έρευνα ολοκληρωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς επιβεβαίωση της υπόνοιας, ο Πρόεδρος αίρει την προσωρινή δέσμευση ή την αναστολή. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή αίρεται αυτοδικαίως. Η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή διατάσσεται υπό τους ίδιους όρους και όταν ζητείται από αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όταν από την έρευνα της Αρχής προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες για τέλεση των ανωτέρω αδικημάτων, ο Πρόεδρος διατάσσει την δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων προσώπων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 42 . Μετά το πέρας της εκάστοτε έρευνας η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί η έρευνα ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.
ε) Η Μονάδα συμμετέχει σε ομάδες εργασίας διεθνών οργανισμών και φορέων που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ιδίως στην FATF, στην ομάδα Έγκμοντ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (Egmont Group of FIUs) και στην Ομάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FIU Platform).
στ) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα συντάσσει έκθεση των πεπραγμένων της, η οποία υποβάλλεται μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του επομένου έτους στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στους Υπουργούς Οικονομικών, Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών για θέματα Προστασίας του Πολίτη.

2. Β' Μονάδα Χρηματοοικονομικών Κυρώσεων
α) Η Β' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο (2) Μέλη της Αρχής με γνώση της αγγλικής γλώσσας, και ειδικότερα:
αα) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που προτείνεται από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών για θέματα Προστασίας του Πολίτη, και
ββ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Εξωτερικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό.
β) Η Β' Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων τρομοκρατίας. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή πέντε (5) θέσεις, από τις οποίες οι δύο (2) είναι θέσεις προσωπικού με ειδικές γνώσεις και εμπειρία. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τα υπουργεία από όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας.
γ) Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ή περιέρχονται σε αυτήν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο και αφορούν στην τέλεση πράξης από αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 187Α του ΠΚ. Ομοίως, διερευνά και αξιολογεί κάθε τέτοια πληροφορία που διαβιβάζεται στην Αρχή από φορείς της αλλοδαπής, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής.
δ) Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Μονάδας είναι αρμόδιοι για τις ενέργειες που προβλέπονται στο άρθρο 43 σχετικά με την εφαρμογή του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλεται με Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και των οργάνων του και με Αποφάσεις και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Μονάδα είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 51.
ε) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα συντάσσει έκθεση των πεπραγμένων της, η οποία υποβάλλεται μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του επομένου έτους στους Υπουργούς Εξωτερικών, Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών για θέματα Προστασίας του Πολίτη.

3. Γ' Μονάδα Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
α) Η Γ' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και πέντε (5) Μέλη της Αρχής και ειδικότερα:
αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης και ένα από τη Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνονται από τον αρμόδιο Υπουργό,
ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος, που προτείνεται από τον Διοικητή της,
γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και
δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό.
β) Η Γ' Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή τριάντα (30) θέσεις, από τις οποίες οι δέκα (10) τουλάχιστον είναι θέσεις προσωπικού με ειδικές γνώσεις και εμπειρία. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τα υπουργεία και τους φορείς από όπου προέρχονται τα μέλη της Μονάδας, καθώς και από την Α.Α.Δ.Ε.
γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στην περιπτ. αα' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 και προβαίνει κατά την κρίση της σε δειγματοληπτικό ή στοχευμένο έλεγχο των δηλώσεων αυτών εφαρμόζοντας κριτήρια και τεχνικές ανάλυσης κινδύνου. Στο πλαίσιο αυτό διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει τη διακρίβωση, κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης τους. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 εφαρμόζεται αναλόγως.
Η Μονάδα προβαίνει κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε έλεγχο των δηλώσεων:
αα) των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης,
ββ) των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Συντονιστών Αποκεντρωμένων Διοικήσεων,
γγ) των Προέδρων, των Αντιπροέδρων, των Διοικητών και των διευθυνόντων συμβούλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών,
δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας,
εε) του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
στστ) των ιδιοκτητών, των βασικών μετόχων, των προέδρων, των διευθυνόντων συμβούλων, των διαχειριστών, καθώς και των γενικών διευθυντών και των διευθυντών ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών, που κατέχουν άδεια λειτουργίας ή εν γένει έχουν την εκμετάλλευση: i) τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, και ii) επιχειρήσεων ή εταιρειών που εκμεταλλεύονται ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας κυκλοφορίας,
ζζ) των Αρχηγών και των Υπαρχηγών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Σε εξαιρετικά σύνθετες περιπτώσεις ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, η Μονάδα μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές εγγεγραμμένους στο μητρώο που τηρείται στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, καθώς και σε ειδικούς επιστήμονες, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία των δηλώσεων και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και συντάσσουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στη Μονάδα για την υποβοήθηση του έργου της. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται η διαδικασία, ο προϋπολογισμός και οι λοιπές λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Η Μονάδα παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες στα υπόχρεα προς δήλωση περιουσιακής κατάστασης πρόσωπα και στους αρμόδιους φορείς για τη σύνταξη καταλόγων υπόχρεων προσώπων, καθώς και για οποιαδήποτε λεπτομέρεια εμπίπτει στην αρμοδιότητά της. Δύναται δε να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία ή να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια σχετίζεται με τον έλεγχο, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003.
δ) Μετά το πέρας ενός ελέγχου, η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο, κατά την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003, Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά το άρθρο 12 του ν. 3213/2003, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, το πόρισμα αποστέλλεται και στην αρχή αυτή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.
ε) Η Γ' Μονάδα συμμετέχει σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς καθώς και σε φορείς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αντίστοιχων με αυτήν αρχών, παρακολουθεί τις εργασίες τους και συμμετέχει σε ομάδες εργασίας των εν λόγω φορέων για θέματα αρμοδιότητάς της.
στ) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα συντάσσει έκθεση των πεπραγμένων της, η οποία υποβάλλεται μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του επομένου έτους στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Άρθρο 49
Εξουσίες των Μονάδων της Αρχής ( άρθρο 56 της Οδηγίας 2015/849)


1. Οι Μονάδες της Αρχής έχουν πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα «Τειρεσίας». Όπου λειτουργούν ηλεκτρονικά συστήματα δημόσιας αρχής ή οργανισμού, η πρόσβαση γίνεται μέσω της απευθείας σύνδεσης με αυτά.

2. Οι Μονάδες μπορούν να ζητούν στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών τους τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής. Ενημερώνουν εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τους διαβιβάζοντες τις πληροφορίες ότι τις έλαβαν και τους παρέχουν άλλα σχετικά στοιχεία, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται το απόρρητο των ερευνών τους και δεν δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Τα αιτήματα της Αρχής εκτελούνται κατά προτεραιότητα.
Οι Μονάδες μπορούν, επιπλέον, σε σοβαρές κατά την κρίση τους υποθέσεις, να διενεργούν ειδικούς επιτόπιους ελέγχους σε οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα , προκειμένου να διευρευνηθεί η τέλεση των εγκλημάτων του παρόντος νόμου, συνεργαζόμενες, αν κριθεί αναγκαίο, με τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.

3. Οι Μονάδες ζητούν από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν σε ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων προσώπων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και στις εγκαταστάσεις των υπόχρεων προσώπων, υπό την προϋπόθεση τήρησης των άρθρων 9 παρ. 1, 9Α και 19 παρ. 1 του Συντάγματος, και ενημερώνουν τις αρμόδιες ς αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης των εν λόγω προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

4. Έναντι των Μονάδων δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

5. Οι Μονάδες δύναται να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τους αναφερόμενους στο άρθρο 34 φορείς και τηρούν στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 32.

6. Για την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλους φορείς της ημεδαπής ή αλλοδαπής οι Μονάδες χρησιμοποιούν διαύλους επικοινωνίας που διασφαλίζουν πλήρως την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και, όπου είναι εφικτό, τεχνολογίες αιχμής που επιτρέπουν την ανώνυμη σύγκριση δεδομένων. Ειδικά η Α' Μονάδα χρησιμοποιεί για την επικοινωνία της με φορείς της αλλοδαπής ασφαλείς διαύλους, όπως ιδίως το δίκτυο FlU.Net ή το διάδοχό του και το δίκτυο ασφαλούς ανταλλαγής πληροφοριών της ομάδας Egmont των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (Egmont Secure Web).

7. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα Μέλη και το προσωπικό της Αρχής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Επίσης, έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά την εκούσια ή ακούσια αποχώρησή τους από την Αρχή. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

Άρθρο 50
Προσωπικό και λειτουργία των Μονάδων της Αρχής


1. Οι αποσπάσεις του προσωπικού των Μονάδων της Αρχής είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης και γίνονται μετά από πρόταση του Πρόεδρου της Αρχής κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων:
α) Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από Υπουργείο ή Γραμματεία Δικαστηρίου ή Εισαγγελίας
β) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, του Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς , του Προέδρου της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από τους φορείς αυτούς.
γ) Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., αν ο αποσπώμενος προέρχεται από την Α.Α.Δ.Ε..

2. Ο Πρόεδρος της Αρχής προτείνει προς απόσπαση υπάλληλους που έχουν την απαιτούμενη επιστημονική κατάρτιση, ακεραιότητα, υπηρεσιακή εμπειρία και ικανότητα για την ανάληψη θέσης σε Μονάδα της Αρχής, καθώς και άριστο υπηρεσιακό μητρώο, κατά προτίμηση δε και γνώση της αγγλικής γλώσσας. Για τον σκοπό αυτό μπορεί να απευθύνει προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος, προσδιορίζοντας τα απαιτούμενα κάθε φορά προσόντα. Οι αρμόδιοι φορείς οφείλουν να μεριμνούν για την επαρκή στελέχωση της Αρχής και την ικανοποίηση των προτάσεων του Προέδρου.
Η διαδικασία της απόσπασης ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός προθεσμίας δύο μηνών από την πρόταση του Προέδρου της Αρχής. Ο χρόνος απόσπασης λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση που ο αποσπώμενος υπάλληλος κατέχει οργανικά. Ο Πρόεδρος με απόφασή του τοποθετεί ή μετακινεί τους υπαλλήλους στις επιμέρους Μονάδες της Αρχής. Η απόσπαση μπορεί να παύει οποτεδήποτε για λόγους αποκλειστικά αναγόμενους στην εύρυθμη λειτουργία της Αρχής, κατόπιν πρότασης του Προέδρου της.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, η αποζημίωση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, καθώς και οι πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν με απόσπαση. Οι υπηρετούντες με απόσπαση λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών και επιδομάτων της οργανικής τους θέσης που δεν συνδέονται άμεσα με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και τις προαναφερόμενες πρόσθετες αμοιβές και τις πραγματοποιούμενες υπερωρίες. Οι πρόσθετες αμοιβές δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ τρίτων. Οι αποδοχές του αποσπασθέντος προσωπικού συνεχίζουν να καταβάλλονται από την υπηρεσία προέλευσής του, κατ' εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 4354/2015.

4. Ο Πρόεδρος της Αρχής αποφασίζει για την κατανομή των υποθέσεων, καθώς και σε ποιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η εμπλοκή δύο ή και όλων των Μονάδων στην έρευνα της ίδιας υπόθεσης.

5. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της κάθε Μονάδας μεριμνούν για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και τη συνεχή κατάρτιση του προσωπικού της, συντονίζουν, επιβλέπουν και αξιολογούν το έργο του και λαμβάνουν μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Μονάδας. Στο τέλος κάθε έτους ο Πρόεδρος συντάσσει έκθεση αναφορικά με την απόδοση και τη συμπεριφορά κάθε αποσπασμένου υπαλλήλου της Αρχής, την οποία αποστέλλει στον φορέα από τον οποίο προέρχεται ο υπάλληλος.

6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα που αφορούν στη λειτουργία των επί μέρους Μονάδων της Αρχής, το οργανόγραμμά τους, ο κανονισμός λειτουργίας τους, οι ειδικότερες αρμοδιότητες του Προέδρου, των Μελών και του προσωπικού τους, ο τρόπος διαχείρισης των υποθέσεων και η συνεργασία τους με τις εθνικές και τις αλλοδαπές αρχές.

7. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής που παραβαίνουν εκ δόλου ή βαρειάς αμέλειας τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου υπέχουν πειθαρχική ευθύνη ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής. Η πειθαρχική δίωξη κατά του Προέδρου ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προβλέπονται στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών. Η πειθαρχική δίωξη κατά των Μελών ασκείται από τον Πρόεδρο της Αρχής. ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων των φορέων προέλευσης των Μελών. Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποφασίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η πειθαρχική δίωξη κατά των υπαλλήλων ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των φορέων από τους οποίους προέρχονται, μετά από σχετική αναφορά του Προέδρου της Αρχής.

Άρθρο 51
Αρμοδιότητες της Β' Μονάδας της Αρχής για την επιβολή κυρώσεων κατά υπόπτων τρομοκρατίας


1. Η Β' Μονάδα της Αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία πρόσωπα, βασιζόμενη σε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ, στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή διαπράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 187Α ΠΚ. Ειδικότερα, στη Μονάδα υποβάλλονται τα εξής:
α) τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι πληροφορίες οποιουδήποτε είδους που προέκυψαν από τη διενέργεια ελέγχων σε βάρος νομικών προσώπων ή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις ή σε βάρος προσώπων που είτε βοηθούν ή παρέχουν οικονομική, υλική, τεχνολογική ή οποιαδήποτε άλλη υποστήριξη με σκοπό την υποβοήθηση τρομοκρατικών ενεργειών, είτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις,
β) οι ασκηθείσες ποινικές διώξεις για τρομοκρατικές πράξεις ή χρηματοδότηση τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων,
γ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων και
δ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για τη χρηματοδότηση μεμονωμένων τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων.
Η Μονάδα συντάσσει και τηρεί κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα των προσδιοριζόμενων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων, καταχωρίζοντας σε αυτόν επαρκή συμπληρωματικά στοιχεία που επιτρέπουν την αποτελεσματική διαπίστωση της ταυτότητας τους, διευκολύνοντας έτσι την αποφυγή λήψης μέτρων κατά εκείνων που φέρουν το αυτό ή παρόμοιο όνομα, επωνυμία ή διακριτικό τίτλο.

2. Η Μονάδα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των αναφερόμενων προσώπων. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να παράσχουν αμελλητί τα αιτούμενα στοιχεία. Σε διαφορετική περίπτωση, υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 46.

3. Με την επιφύλαξη τυχόν ενεργειών των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών, η Μονάδα με απόφασή της διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, καθώς και των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχουν μέσω παρένθετων προσώπων ή κατέχουν μαζί με άλλους, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων, την απαγόρευση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στα ανωτέρω πρόσωπα, υπό την έννοια του στοιχείου 3 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, όπως ισχύει, καθώς και τη λήψη κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου αν συντρέχουν προς τούτο σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι. Η δέσμευση εκτείνεται και στις προσόδους των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Ως δέσμευση, υπό την έννοια του παρόντος, νοείται η απαγόρευση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίησή τους, περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων.

4. Η Μονάδα διαβιβάζει σε αρμόδιες αλλοδαπές αρχές πληροφορίες και στοιχεία, κατά την έννοια της παρ. 1, σε βάρος των προσδιοριζόμενων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων, που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ, στην εδαφική τους επικράτεια και υποβάλλει αιτήματα, προκειμένου να περιληφθούν τα ονόματα αυτών των προσώπων στους αντίστοιχους καταλόγους που τηρούνται στις χώρες αυτές και να δεσμευθούν τα υπάρχοντα περιουσιακά τους στοιχεία. Ομοίως, η Μονάδα εξετάζει αιτήματα που υποβάλλονται από αρμόδιες αλλοδαπές αρχές, ελέγχοντας αν συντρέχουν σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι για να διατάξει με απόφασή της τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που αναφέρονται σε αυτά. Στις περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαίο μπορούν να ζητηθούν από τις αρμόδιες αλλοδαπές αρχές επιπρόσθετα στοιχεία.

5. Οι πληροφορίες που παρέχονται στη Μονάδα ή ανταλλάσσονται με αυτήν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς επιβολής των οικονομικών κυρώσεων. Η Μονάδα εκδίδει οδηγίες για τον εντοπισμό και τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο.

6. Η Μονάδα προβαίνει στην εξέταση των στοιχείων και πληροφοριών που της υποβάλλονται κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 1 ή των αιτημάτων της παρ. 4 και αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση για την ένταξη των προσώπων στον κατάλογο ή τη δέσμευση της περιουσίας τους.

7. Η επίδοση της απόφασης της Μονάδας στα θιγόμενα πρόσωπα γίνεται κατά το εδάφιο α'της παρ. 1 του άρθρου 155 ΚΠΔ, αμέσως μετά την ένταξη των ονομάτων τους στον κατάλογο ή τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων.

8. Η Μονάδα μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της για την ένταξη του ονόματος στον σχετικό κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε προσώπου, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αίτηση του προσδιοριζόμενου στην απόφαση πραγματικού δικαιούχου ή οποιουδήποτε τρίτου έχει έννομο συμφέρον, επί της οποίας αποφαίνεται εντός δέκα (10) ημερών, αν πεισθεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της σχετικής απόφασης.

9. Τα πρόσωπα, των οποίων η ανωτέρω αίτηση δεν έγινε δεκτή, μπορούν μέσα σε διάστημα τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της Μονάδας, να προσφύγουν ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο.

10. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου αποφαίνεται για την προσφυγή που ασκείται κατά την προηγούμενη παράγραφο εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα, που υποβάλλεται στο συμβούλιο εντός δέκα (10) ημερών από την κατάθεση της προσφυγής. Ο αιτών έχει δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του συμβουλίου μαζί με τους συνηγόρους του για να ακουσθεί και να δώσει κάθε διευκρίνιση, καλείται δε για το σκοπό αυτόν πριν από είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες.

11. Η Μονάδα μπορεί μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου, να αποφασίσει εντός δέκα (10) ημερών την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας του, των εξόδων για τη νομική του υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών του στοιχείων. Κατά της απορριπτικής απόφασης επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Η προσφυγή εκδικάζεται κατ' απόλυτη προτεραιότητα, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της. Η εκδιδόμενη επί της προσφυγής απόφαση υπόκειται στα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ένδικα μέσα, η εκδίκαση των οποίων προσδιορίζεται επίσης κατ' απόλυτη προτεραιότητα.

12. Τα ονόματα των προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο είναι δυνατόν να επανεξετάζονται και αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διατήρησή τους στον κατάλογο είναι δικαιολογημένη.

13. Η Μονάδα ενημερώνει τις αρμόδιες Επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών και τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεργάζεται, υπό τον όρο της τήρησης της αρχής της αμοιβαιότητας, με τις αλλοδαπές αρχές που αιτούνται τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, για τις έρευνες και διαδικασίες, τις οποίες διεξάγουν.

14. Οι συνεδριάσεις της Μονάδας είναι μυστικές και πραγματοποιούνται σε ειδικό χώρο ασφαλείας.

15. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, οι δικαστικές αρχές συνεργάζονται στενά με τη Μονάδα για να διασφαλισθεί η προστασία του διαβαθμισμένου υλικού.

16. Σε περίπτωση παραβιάσεως του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται αντίστοιχα οι κυρώσεις του άρθρου 43.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 52
Τροποποίηση του ν. 4170/2013 και άλλες διατάξεις


1. Οι εποπτικές αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε., που αφορούν στον έλεγχο των υπόχρεων προσώπων και στην επιβολή των σχετικών κυρώσεων κατά τα οριζόμενα στις περιπτ. ε', ζ', και θ' της παρ. 3 του άρθρου 6, ασκούνται από τις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. που είναι αρμόδιες για τον φορολογικό έλεγχο των κατά περίπτωση υπόχρεων προσώπων. Ειδικά για την επιβολή των κυρώσεων της περίπτ. θ' της παρ. 4 του άρθρου 6 από τις ανωτέρω ελεγκτικές υπηρεσίες, πλην της επιβολής προστίμων και διορθωτικών μέτρων, απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του Γενικού Διευθυντή Φορολογικής Διοίκησης. Για την άσκηση των ως άνω αρμοδιοτήτων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α' 170).

2. Το άρθρο 62Α του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 62Α Υποχρεώσεις σε σχέση με τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής
1. Στις περιπτώσεις συναλλαγών με χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, όπως ενδεικτικά μέσω μεταφοράς από λογαριασμό ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), μέσω χρήσης κάρτας πληρωμής καθώς και μέσω οποιουδήποτε άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών, όπως ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, ηλεκτρονικό πορτοφόλι, ηλεκτρονικό χρήμα, κουπόνι, voucher, καθίσταται υποχρεωτική η ταυτοποίηση του κατόχου του. Η χρήση μη-ταυτοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών με οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 2 του παρόντος.
Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται στο σύνολο των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4261/2014 (Α'107), των ιδρυμάτων πληρωμών του ν. 3862/2010 (Α' 113), και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος του ν. 4021/2011 (Α' 218) που είτε έχουν αδειοδοτηθεί και εδρεύουν στην Ελλάδα είτε αποτελούν αλλοδαπά Ιδρύματα κράτους μέλους του ΕΟΧ και παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα.
2. Με απόφασή του, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να εξαιρεί από την απαγόρευση χρήσης μη- ταυτοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών, δραστηριότητες δικαιούχων που κατηγοριοποιούνται σε συγκεκριμένους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας.
3. Απαγορεύεται ρητά η διανομή και η καθ' οιονδήποτε τρόπο διάθεση ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και η είσπραξη έναντι τρίτου εν γένει, με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και μετρητά, από παντός είδους οντότητες του ν. 4308/2014, που δεν αποτελούν νομίμως αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ή αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα αυτών, βάσει των οριζόμενων στο ν. 3862/2010 και το ν. 4021/2011. Η αντιπροσώπευση παρόχου υπηρεσιών πληρωμών αφορά μόνο στα ιδρύματα πληρωμών και στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, εξαιρουμένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως προβλέπεται στον ν. 3862/2010 και ν. 4021/2011.
4. Στην περίπτωση ακύρωσης, επιστροφής, αποζημίωσης ή απόδοσης κέρδους που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας συναλλαγής με ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής, η πίστωση του πληρωτή διενεργείται από την οντότητα του ν. 4308/2014 υποχρεωτικά στο ίδιο ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής και δια μέσου του ιδίου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, από το οποίο πραγματοποιήθηκε η αρχική συναλλαγή.»

Άρθρο 53
Μεταβατικές διατάξεις


1. Οι κανονιστικές αποφάσεις και άλλες διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση των ν. 2331/1995 και 3691/2008, παραμένουν σε ισχύ μέχρι την τροποποίηση ή κατάργησή τους, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Όπου στον παρόντα νόμο γίνεται αναφορά στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 νοείται η Αρχή του άρθρου 47.

Άρθρο 54
Τροποποιούμενες -Καταργούμενες διατάξεις (άρθρο 66 της Οδηγίας 2015/849)


1. 3 Η παρ. 5 του άρθρου 8β' του κ.ν. 2190/1920 (Α' 37/30.3.1963) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Οι ανώνυμες μετοχές εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, καθώς και τα δικαιώματα αγοράς αυτών, μεταβιβάζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας. Το έγγραφο αυτό διαβιβάζεται εντός μηνός στην εταιρεία και διατηρείται στο αρχείο της για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από την μεταβίβαση των μετοχών ή των δικαιωμάτων αγοράς αυτών.»

2. Με την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:
α) οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 52 (Κεφάλαια Α'-Η') και 53 παρ. 2 και 3 του ν. 3691/2008,
β) Οι αποφάσεις 37342/Β.1907 (Β' 1554/28.7.2009) του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και 12965/Β.578 (ΥΟΔΔ' 127/19.3.2012) του Υπουργού Οικονομικών,
γ) η αρ. 1077797/20542/ΔΕ-Ε/8.6.2010 κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας « Ορισμός κριτηρίων προσδιορισμού των εμπόρων αγαθών μεγάλης αξίας ως υπόχρεων προσώπων του ν. 3691/2008» (Β' 918)
δ) κάθε άλλη διάταξη νόμου, προεδρικού διατάγματος ή κανονιστικής απόφασης που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I (Παράρτημα II της Οδηγίας 2015/849)
Ενδεικτικός κατάλογος των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου, που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 15


1. Παράγοντες κινδύνου ως προς τον πελάτη:
1) εταιρεία, της οποίας οι μετοχές είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο που λειτουργεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή σε άλλο κράτος με νομοθεσία συμβατή προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ (L 173/12.06.2014), που διασφαλίζει επαρκή διαφάνεια ως προς τον πραγματικό δικαιούχο,
2) δημόσια αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή επιχείρηση που ανήκει κατά πλειοψηφία σε κρατικό φορέα, ή όργανο ή οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δημόσιος διεθνής οργανισμός,
3) πελάτες που είναι κάτοικοι ή εδρεύουν σε γεωγραφικές περιοχές χαμηλότερου κινδύνου, όπως καθορίζονται στο σημείο 3.

2. Παράγοντες κινδύνου ως προς προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής προϊόντων ή υπηρεσιών:
1) ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής, όταν το ποσό των ασφαλίστρων που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους είναι χαμηλό,
2) συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφάλισης, υπό τον όρο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξαγοράς, ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως εγγύηση,
3) προγράμματα συνταξιοδοτικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα οποία οι εισφορές των εργαζομένων καταβάλλονται από τις αποδοχές τους και των οποίων οι όροι δεν επιτρέπουν την εκχώρηση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων,
4) χρηματοοικονομικά προϊόντα ή υπηρεσίες που έχουν σχεδιαστεί για να διευκολύνουν την πρόσβαση ορισμένων κατηγοριών πελατών σε περιορισμένες, κατάλληλα καθορισμένες υπηρεσίες του χρηματοπιστωτικού τομέα,
5) προϊόντα όπου οι κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας περιορίζονται από άλλους παράγοντες, όπως τα χαμηλά όρια των διακινούμενων χρηματικών ποσών ή η διαφάνεια ως προς την ταυτότητα του πελάτη.

3. Γεωγραφικοί παράγοντες κινδύνου:
1) κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
2) τρίτες χώρες που έχουν αναγνωρισθεί με βάση λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης δημόσιων διεθνών οργανισμών ως χαμηλού επιπέδου διαφθοράς, οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων,
3) τρίτες χώρες οι οποίες, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές όπως, λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης δημόσιων διεθνών οργανισμών, έχουν θεσπίσει και εφαρμόζουν αποτελεσματικά ρυθμίσεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνάδουν προς τις αναθεωρημένες συστάσεις της FATF.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II (Παράρτημα III της Οδηγίας 2015/849)
Ενδεικτικός κατάλογος των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά υψηλότερου κινδύνου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 16


1. Παράγοντες κινδύνου ως προς τον πελάτη:
α) επιχειρηματική σχέση που αναπτύσσεται σε ασυνήθιστες περιστάσεις,
β) πελάτες που είναι κάτοικοι γεωγραφικών περιοχών υψηλότερου κινδύνου, όπως καθορίζονται στο στοιχείο 3,
γ) νομικά πρόσωπα ή οντότητες που είναι φορείς κατοχής προσωπικών περιουσιακών στοιχείων,
δ) εταιρείες που έχουν μετόχους ασκούντες καθήκοντα εξ ονόματος άλλου προσώπου ή μετοχές στον κομιστή (ανώνυμες),
ε) επιχειρήσεις έντασης μετρητών,
στ) ιδιοκτησιακή δομή εταιρείας που φαίνεται ασυνήθιστη ή υπερβολικά πολύπλοκη, δεδομένης της φύσης των δραστηριοτήτων της εταιρείας.

2. Παράγοντες κινδύνου ως προς προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής προϊόντων ή υπηρεσιών:
α) ιδιωτική τραπεζική,
β) προϊόντα ή συναλλαγές που ευνοούν την ανωνυμία,
γ) επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλαγές εξ αποστάσεως (χωρίς φυσική παρουσία των μερών), χωρίς διασφαλίσεις, όπως ηλεκτρονικές υπογραφές,
δ) πληρωμές που λαμβάνονται από τρίτους με τους οποίους δεν προκύπτει η ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης,
ε) νέα προϊόντα και νέες επιχειρηματικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων νέων διαύλων παροχής προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και της χρήσης νέων ή αναπτυσσόμενων τεχνολογιών.

3. Γεωγραφικοί παράγοντες κινδύνου:
α) χώρες στις οποίες έχει διαπιστωθεί σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, πέραν των σχετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης δημόσιων διεθνών οργανισμών, η έλλειψη αποτελεσματικών συστημάτων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
β) χώρες στις οποίες έχουν διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, όπως λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης δημόσιων διεθνών οργανισμών, υψηλά επίπεδα διαφθοράς, οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων,
γ) χώρες που υπόκεινται σε κυρώσεις, εμπορικό αποκλεισμό ή παρεμφερή περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών,
δ) χώρες που παρέχουν χρηματοδότηση ή υποστήριξη σε τρομοκρατικές δραστηριότητες ή που στο έδαφός τους δρουν οργανώσεις χαρακτηρισμένες ως τρομοκρατικές.

Άρθρο 55
Έναρξη ισχύος


Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις.

Πηγή: Taxheaven