Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 6/2018 Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 περί χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 6/2018 Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 περί χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017

Αθήνα, 5.2.2018
Αριθ. Πρωτ. Σ50/6/177201

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

Ταχ. Δ/νση: Ακαδημίας 22,
Τ.Κ. 10671 Αθήνα
Πληροφορίες: Μ. Κουτσοπούλου, Π. Δάβου, Κ. Νικολοπούλου, Π. Κοτσώρη, Ευαγγ. Φάγκρα, Κ. Παναγιώτου
Τηλ.: 210/3729 785, 742, 741, 719, 655, 652
FAX: 210/3666010
e-mail : d.sintaxeon@efka.gov.gr

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ.: 6

ΘΕΜΑ: «Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 περί χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ι. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
1. Αναγνώριση δικαιώματος - θεμελιώδεις προϋποθέσεις
α) Ο χρόνος ασφάλισης
β) Ο γάμος- το σύμφωνο συμβίωσης-η ανασύσταση γάμου
2. Δικαιούχοι
3. Έναρξη, διάρκεια, λήξη δικαιώματος συνταξιοδότησης/έκταση εφαρμογής
α) Έναρξη του δικαιώματος συνταξιοδότησης
β) Διάρκεια του δικαιώματος συνταξιοδότησης
i. Για τους συζύγους και τα έτερα μέρη του συμφώνου συμβίωσης
ii. Για τα τέκνα
iii. Για τους διαζευγμένους
γ) Λήξη του δικαιώματος
δ) Έκταση εφαρμογής των διατάξεων
ΙΙ. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΟΣΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
1. Εθνική σύνταξη
2. Ανώτατο ποσό σύνταξης
3. Κατώτατο ποσό σύνταξης
4. Γενικά
5. Κριτήρια που καθορίζουν το ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης λόγω θανάτου
6. Ποσοστά των δικαιούχων
Πίνακας Α'
Πίνακας Β'
Πίνακας Γ'
ΙΙΙ. ΘΕΜΑΤΑ Ο.Γ.Α
Ιν. ΙΣΧΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
V. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με τη με αρ. πρωτ.: Φ80000/οικ. 60272/2196/23.12.2016 εγκύκλιο του ΥΠΕΚΑΑ (ΑΔΑ: ΨΟ4Μ465Θ1Ω-ΡΦΘ), που έχει ήδη αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του ΕΦΚΑ, γνωστοποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 (ΦΕΚ 85Α) περί χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, καθώς και του άρθρου 16 σχετικά με τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων στο σύμφωνο συμβίωσης, οδηγίες για την εφαρμογή του οποίου έχουν δοθεί με την εγκύκλιο 10/2017.

Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Μέρους του Ν. 4499/2017 (ΦΕΚ 176 Α') «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016, ρυθμίσεις για την αγορά παιγνίων, για την "Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας Α.Ε." και άλλες διατάξεις.» συμπληρώθηκε το άρθρο 12 του Ν. 4387/2016.

Σε συνέχεια των οδηγιών του ΥΠΕΚΑΑ, στις οποίες σας παραπέμπουμε κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 πριν από τη συμπλήρωσή του, με την προκείμενη εγκύκλιο αναλύονται περαιτέρω τα ζητήματα ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων, μετά και τη συμπλήρωσή τους με το άρθρο 1 του Ν. 4499/2017, όπως ερμηνεύονται με την κοινοποιούμενη εγκύκλιο του ΥΠΕΚΑΑ με αρ. πρωτ. Φ80000/οικ.58727/74/Δ29.17/29.12.2017 (ΑΔΑ: Ω62Ο465Θ1Ω-ΞΙΕ), ως εξής:

Ι. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ

1. Αναγνώριση δικαιώματος-θεμελιώδεις προϋποθέσεις

α) Ο χρόνος ασφάλισης (παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016)

Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, θεμελιώδης προϋπόθεση για την αναγνώριση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου στα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις Α', Β' και Γ' της παραγράφου αυτής είναι ο θανών ασφαλισμένος να είχε πραγματοποιήσει τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης που απαιτείται σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία εμπίπτει για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος (γήρατος) ή ανικανότητας (αναπηρίας), πλήρους ή μειωμένης. Αυτή η γραμματική διατύπωση ερμηνεύεται ως εξής:

i. Δεν εξετάζεται η θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω γήρατος ή λόγω αναπηρίας από τον ασφαλισμένο (δηλαδή εκτός από τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης να είχε συμπληρώσει συγκεκριμένη ηλικία ή ποσοστό αναπηρίας). Όταν δε εξετάζεται το δικαίωμα στη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου ασφαλισμένου, ο κατά περίπτωση απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή του θανάτου, επειδή πρόκειται για δικαίωμα που αναγνωρίζεται με αυτή την αιτία. Στην περίπτωση που ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα (εργατικό ή εκτός εργασίας), ο χρόνος ασφάλισης που πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι την επέλευση του θανάτου αντιστοιχεί στις αντίστοιχες προϋποθέσεις που ορίζονται κατά περίπτωση από τη νομοθεσία για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους. Ευνόητο είναι ότι στην περίπτωση θανάτου συνταξιούχου, κατά την οποία εξετάζεται το δικαίωμα μεταβίβασης σύνταξης, δεν ελέγχεται εκ νέου ο χρόνος ασφάλισής του.

ii. Έχοντας υπόψη την παρ. 8 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016, με την οποία καθορίζεται ότι κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου αυτού είναι ο θάνατος να έχει επέλθει από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δηλαδή από 13.5.2016 και εξής, είναι σαφές ότι η συμπλήρωση του χρόνου ασφάλισης εκ μέρους του θανόντος ασφαλισμένου εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας που κατά περίπτωση ισχύουν και εφαρμόζονται από την ημερομηνία αυτή και εξής για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου και των φορέων οι οποίοι εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α. πριν από και από την 1.1.1993 και μετά, οι οποίες καθορίζουν τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότηση εξ ιδίου δικαιώματος (γήρατος) ή ανικανότητας (αναπηρίας). Ειδικά όσον αφορά το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας, επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 4387/2016, οι οικείες κατά περίπτωση διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου καθώς και οι γενικές και καταστατικές διατάξεις των φορέων, κλάδων και τομέων των ενταχθέντων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι να τεθεί σε ισχύ νομοθετική ρύθμιση με αντικείμενο τη θέσπιση νέων, ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους. Συνεπώς, η επικείμενη αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου με το οποίο θα καθοριστεί ο απαιτούμενος ελάχιστος χρόνος ασφάλισης για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας όλων των ασφαλισμένων, θα επηρεάσει και την αναγνώριση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου ασφαλισμένου.

iii. Σχετικά με το δικαίωμα αναγνώρισης του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας προκειμένου να συμπληρωθεί ο ελάχιστος χρόνος ασφάλισης που απαιτείται κατά περίπτωση για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή αναπηρίας και να απονεμηθεί σύνταξη λόγω θανάτου, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 34 του νόμου αυτού και τις σχετικές οδηγίες της εγκυκλίου του ΥΠΕΚΑΑ με αρ. πρωτ. Φ80000/οικ.Δ13/22702/966/30.5.2017 (ΑΔΑ: ΩΡ25465Θ1Ω-Χ40) διευκρινίζουμε τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1358/1983, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθ. 23 του Ν. 1539/85 (ΦΕΚ 64 Α'), ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας υπολογίζεται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος «β) Λόγω θανάτου ασφαλισμένου, εφόσον η χήρα έχει υπερβεί το 60έτος της ηλικίας της ή τα τέκνα δεν έχουν υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας τους ή το 24ο, όταν σπουδάζουν, ή έχουν υπερβεί το 18ο έτος αλλά ήταν και παραμένουν ανίκανα για εργασία, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου αυτού και ο θανών ασφαλισμένος είχε πραγματοποιήσει στην ασφάλιση ενός ή περισσότερων ομοειδών ασφαλιστικών οργανισμών μέχρι το χρόνο του θανάτου του 900 ημέρες εργασίας.» (εγκύκλιος τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ 118/1985).

Στην παρ. 3 του άρθρου 1 ορίζεται ότι «το δικαίωμα για την αναγνώριση του χρόνου της στρατιωτικής υπηρεσίας, όπως προσδιορίζεται στις προηγούμενες παραγράφους, έχει ο ασφαλισμένος και σε περίπτωση θανάτου του τα μέλη της οικογένειας του που δικαιούνται σύνταξη λόγω του θανάτου του».

Με το άρθρο 3 του νόμου αυτού επεκτάθηκε το δικαίωμα αναγνώρισης χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού στους συνταξιούχους των οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης και -σε περίπτωση θανάτου τους- στα μέλη της οικογένειάς τους που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου.

Στην εγκύκλιο 24/2017 αναφέρεται ότι σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 34, καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 1358/1983. Ως προς το θέμα αυτό στην εγκύκλιο 29/2017 (3. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ) αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «...Καταργείται το δικαίωμα αναγνώρισης στρατιωτικής υπηρεσίας άρθρου 3 Ν. 1358/1983 από τους συνταξιούχους, και σε περίπτωση θανάτου, από τα μέλη της οικογένειας του θανόντος (παρ. 4 άρθρου 34 Ν. 4387/2016). Κατά τα λοιπά, ως προς το πεδίο εφαρμογής εξακολουθούν να ισχύουν οι εγκύκλιες οδηγίες που έχουν κατά καιρούς δοθεί από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς.».

Διευκρινίζεται, λοιπόν, ότι εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1358/1983, όπως αντικαταστάθηκαν. Επομένως, για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016, όπως ισχύει, δικαίωμα αναγνώρισης του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας έχουν οι δικαιούχοι σύνταξης λόγω θανάτου ασφαλισμένου από 13.5.2016 και μετά, όπως καθορίζονται στις περιπτώσεις Α' και Β' της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 (ο/η επιζών/-ώσα σύζυγος, το έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης και τα τέκνα του θανόντος). Αντίθετα, το δικαίωμα αυτό δεν παρέχεται στους διαζευγμένους, δεδομένου ότι δεν αποτελούν μέλη οικογένειας του θανόντος ασφαλισμένου.

iv. Εξάλλου, εξακολουθούν να ισχύουν οι οδηγίες του Γενικού Εγγράφου του τ.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με αρ. πρωτ. Σ40/114/2.11.2006. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις οδηγίες του ΥΠΕΚΑΑ (Φ80000/21676/1630/23.10.2006), στην περίπτωση της προαιρετικής ασφάλισης των μακροχρόνια ανέργων βάσει της διάταξης του άρθρου 10 του Ν. 2874/2000, οι ημέρες ασφάλισης που πραγματοποιεί ο ασφαλισμένος είναι ισχυρές και μπορούν να αξιοποιηθούν για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, εφόσον ο ασφαλισμένος καταστεί ανάπηρος μετά την υπαγωγή του στην εν λόγω προαιρετική ασφάλιση. «Επομένως, στις περιπτώσεις ασφαλισμένων οι οποίοι υετά την υπαγωγή τους στην προαιρετική ασφάλιση του άρθρου 10 του Ν. 2874/2000 (μακροχρόνια άνεργοι), καθίστανται ανάπηροι και ζητούν να συνταξιοδοτηθούν λόγω αναπηρίας, θα συνυπολογίζετε το χρόνο αυτής της προαιρετικής ασφάλισης για τη συμπλήρωση των γενικών και ειδικών προϋποθέσεων, προκειμένου να θεμελιωθεί το συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Ομοίως θα συνυπολογίζετε τον ανωτέρω χρόνο τόσο για την πλήρωση των γενικών όσο και των ειδικών προϋποθέσεων και στις περιπτώσεις θανάτου ασφαλισμένων, προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν τα μέλη οικογενείας τους.»

β) Ο γάμος- το σύμφωνο συμβίωσης-η ανασύσταση γάμου (παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016)

Η διάταξη αυτή καθορίζει ως ελάχιστη διάρκεια γάμου/συμφώνου συμβίωσης μεταξύ του θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου και του επιζώντος συζύγου/ετέρου μέρους συμφώνου συμβίωσης από τη σύναψή του μέχρι την ημερομηνία θανάτου τα πέντε έτη. Η εν λόγω προϋπόθεση δεν ελέγχεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας (κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους ασφαλισμένους στους τ. φορείς κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., πρόκειται για τις περιπτώσεις ατυχήματος που χαρακτηρίζεται εργατικό) ή σε ανθρωποκτονία.

β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο. Σύμφωνα με το όλο πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 1463 του Α.Κ. και επ., πλήρης εξομοίωση του γεννημένου χωρίς γάμο τέκνου με τέκνο γεννημένο σε γάμο επιτυγχάνεται όταν παράλληλα με την αναγνώριση (εκούσια ή δικαστική) συναφθεί και γάμος των γονέων.

γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.

δ) Συντρέχει η περίπτωση ανασύστασης προϋπάρξαντος γάμου. Ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως γάμος, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, πρέπει να έχουν διαρκέσει συνολικά τουλάχιστον πέντε έτη, ο δε εξ ανασυστάσεως πρέπει να είχε διάρκεια τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Δικαιούχοι (περιπτώσεις Α', Β' και Γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016)

Τα πρόσωπα που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου/-ης ή συνταξιούχου που απεβίωσε από 13.5.2016 και μετά είναι ο/η επιζών/-ώσα σύζυγος και το έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του θανόντος (νόμιμα, νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα, υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά) και ο/η διαζευγμένος/-η.

3. Έναρξη, διάρκεια, λήξη του δικαιώματος/έκταση εφαρμογής των διατάξεων

α) Έναρξη του δικαιώματος συνταξιοδότησης

Ουσιαστικά καθορίζεται από την περ. α της παρ. 5, όπου αναφέρεται ότι η σύνταξη καταβάλλεται από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.

Παράλληλα, ως προς το ζήτημα αυτό θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά περίπτωση και οι οικείες καταστατικές διατάξεις των φορέων οι οποίοι εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και του Δημοσίου, με κριτήριο το φορέα στον οποίο ο ασφαλισμένος που απεβίωσε είχε τον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή λόγω αναπηρίας.

Για παράδειγμα:

- για τους ασφαλισμένους του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ισχύει και το άρθρο 29 του Ν. 3518/2006, το οποίο αντικατέστησε την παρ. 5 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α'), όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4476/1965 (ΦΕΚ 103 Α'), δηλαδή:

• Σε περίπτωση ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, ο οποίος κηρύσσεται άφαντος με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η καταβολή της σύνταξης στους δικαιούχους αρχίζει από το χρόνο έναρξης της αφάνειας, όπως αυτός προσδιορίζεται με την απόφαση αυτή, εφόσον υποβάλουν σχετική αίτηση προς απονομή ή μεταβίβαση της σύνταξης μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης (παρ. 1, περ. γ).

• Η καταβολή της σύνταξης δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρόνο απώτερο του εξαμήνου από την ημέρα υποβολής της αίτησης για απονομή σύνταξης στην περ. β' καθώς και στην περίπτωση που δεν υποβληθεί αίτηση προς απονομή ή μεταβίβαση της σύνταξης εντός της εξάμηνης προθεσμίας από την έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης με την οποία ο ασφαλισμένος ή ο συνταξιούχος κηρύσσεται άφαντος.

- Για τους ασφαλισμένους του τ. ΟΑΕΕ εφαρμόζεται η παρ. 7 του άρθρου 23 σε συνδυασμό με την παρ. δ του άρθρου 30 του ΠΔ 258/2005, όπου όλα τα δικαιώματα που έχουν ως προϋπόθεση το θάνατο γεννώνται και σε περίπτωση ασφαλισμένου ή συνταξιούχου που έχει κηρυχθεί σε αφάνεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Κατά συνέπεια, η σύνταξη των μελών οικογενείας αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα της ημερομηνίας θανάτου, δηλαδή της κήρυξης σε αφάνεια, και αναδρομικά, όχι όμως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα έτος πριν από το τέλος του μήνα στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για συνταξιοδότηση.

Στο σημείο αυτό κρίνουμε απαραίτητο να επισημάνουμε τα εξής:

Κατά γενική αρχή του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, όταν δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη, κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Όταν πρόκειται για συνταξιοδότηση λόγω θανάτου, ο ασφαλιστικός κίνδυνος θεωρείται ότι επέρχεται κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου. Το ισχύον δε κατά το χρονικό σημείο του θανάτου δίκαιο διέπει όχι μόνο τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των μελών οικογενείας του θανόντος, αλλά και τα της ενάρξεως καταβολής της σύνταξης (ΣτΕ 3069/1992 - επταμελούς συνθ., 267/2013, 539/2016 κ.ά.).

β) Διάρκεια του δικαιώματος συνταξιοδότησης των δικαιούχων [παρ. 1 περ. Α', Β' (όπως συμπληρώθηκε με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017), και 3 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016]

i. Για τους συζύγους και τα έτερα μέρη του συμφώνου συμβίωσης με τα εξής κριτήρια:

• ανάλογα με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας σε σχέση με την ημερομηνία θανάτου ή κατά τη διάρκεια της χορήγησης της σύνταξης.
Συγκεκριμένα:

- σε περίπτωση που ο θάνατος επήλθε μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου, η σύνταξη χορηγείται χωρίς χρονικό περιορισμό εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις λήξης του δικαιώματος αυτού, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α και β της παρ. 3 του άρθρου αυτού, δηλαδή:

- λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου,

- λόγω σύναψης γάμου ή συμφώνου συμβίωσης εκ μέρους του επιζώντος συζύγου.

- Σε περίπτωση που ο θάνατος επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου, η διάρκεια της συνταξιοδότησης ορίζεται σε τρία έτη από την πρώτη του επόμενου του θανάτου μήνα.

- Εάν ο/η δικαιούχος συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της τριετίας αυτής, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα και επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του/της.

- Εάν ο/η δικαιούχος δεν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια αυτής της τριετίας, αλλά κατά τη διάρκειά της:

- είτε έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην περίπτωση Β' της παρ. 1 του άρθρου 12, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017

- είτε ο ίδιος είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά ποσοστό 67% και άνω η σύνταξη συνεχίζει να καταβάλλεται για όσο χρόνο πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις και, εάν συντρέχει λόγος διακοπής επειδή δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις συνέχισης καταβολής της, επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου (βλ. σελ. 3 παρ. 2 της σχετικής εγκυκλίου του ΥΠΕΚΑΑ).

- Εάν δεν έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος της ηλικίας του επιζώντος συζύγου ούτε κατά το θάνατο ούτε κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης, η σύνταξη χορηγείται μόνο για τρία έτη.

ii. Για τα τέκνα, για όσο χρόνο παραμένουν άγαμα και δεν έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης

• Μέχρι να συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους.

• Ή μέχρι να συμπληρώσουν το 24ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον και για όσο χρόνο φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης (βλ. και σελ. 18, περ. vi).

• Ή μέχρι να συμπληρώσουν το 24ο έτος της ηλικίας τους εφόσον ο θάνατος επήλθε κατά τη διάρκεια του έτους προετοιμασίας τους για την εισαγωγή σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή. Στη σχετική εγκύκλιο του ΥΠΕΚΑΑ ως προς το σημείο αυτό διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα παρέχεται ανεξαρτήτως της επιτυχούς ή μη έκβασης των εξετάσεων και ισχύει και για τα επόμενα της Γ' Λυκείου έτη. Η προετοιμασία για τις εξετάσεις πιστοποιείται με το πιστοποιητικό συμμετοχής του παιδιού στις πανελλήνιες εξετάσεις. Ως έτος προετοιμασίας για τις πανελλήνιες εξετάσεις ορίζεται το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Ιουλίου και της 30ής Ιουνίου του επόμενου έτους.

Διευκρινίζεται επίσης, ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 20 του Ν. 4019/2011 (για τους ασφαλισμένους του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), καθώς και εκείνες της παρ. 5 του άρθρου 26 του Ν. 4075/2012 (για τους ασφαλισμένους όλων των τ. ΦΚΑ πλην ΙΚΑ και ΟΓΑ), οι οποίες προβλέπουν ότι το δικαίωμα σε σύνταξη παρατείνεται για το χρονικό διάστημα μεταξύ του επόμενου της ενηλικίωσης μήνα και μέχρι το μήνα έναρξης του ακαδημαϊκού έτους, όταν το 18ο έτος της ηλικίας συμπληρώνεται πριν από την εισαγωγή σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και εφόσον η εισαγωγή σε αυτές τις σχολές γίνει μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος με αυτό της ενηλικίωσης.

- Ή και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου:

- δεν έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, και η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Η λήξη του δικαιώματος στην περίπτωση αυτή επέρχεται είτε με τη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβίωσης είτε με τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται πλέον ανικανότητα για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας, εκτίμηση που με βάση τη διατύπωση της περ. δ' της παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 ανατίθεται στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, δεδομένου ότι συναρτάται ως προς το χρόνο επέλευσής της (κατά την ημερομηνία θανάτου και πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας).

iii. Για τους διαζευγμένους, όπως και στους συζύγους.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την περ. δ', το δικαίωμα των διαζευγμένων στη σύνταξη λόγω θανάτου συναρτάται και ως προς το εισοδηματικό κριτήριο που καθορίζεται στη διάταξη αυτή, δηλαδή ότι το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά τους δεν πρέπει να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με το άρθρο 93 του ίδιου νόμου όπως ισχύει (κατά την πρώτη εφαρμογή 360,00€ Χ 2=720,00€). Στο εισόδημα αυτό δεν θα συνυπολογίζεται η διατροφή που κατέβαλε ο πρώην σύζυγος.

Όσον αφορά την απόδειξη καταβολής διατροφής από τον πρώην σύζυγο, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

Καταρχήν, σύμφωνα με τη διατύπωση της υποπερίπτωσης α' της περίπτωσης Γ' της παρ. 1 του άρθρου 12, η πρώτη απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης σε διαζευγμένο είναι ο/η πρώην σύζυγος, κατά το χρόνο του θανάτου να κατέβαλλε ή να υποχρεούτο να καταβάλει διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με σύμβαση μεταξύ των πρώην συζύγων. Ως εκ τούτου, υπάρχουν δύο περιπτώσεις: η πρώτη είναι αυτή κατά την οποία μέχρι την ημερομηνία θανάτου είχε αναγνωριστεί η υποχρέωση καταβολής διατροφής είτε με δικαστική απόφαση είτε με σύμβαση (ιδιωτικό συμφωνητικό) μεταξύ των πρώην συζύγων και η δεύτερη αυτή κατά την οποία δεν υπήρχε τέτοια τυπική υποχρέωση, αλλά πρακτικά κατά την ημερομηνία θανάτου αποδεικνύεται η πραγματική καταβολή διατροφής.

Ανάλογα λοιπόν με την περίπτωση, ισχύουν οι οδηγίες είχαν δοθεί από το ΥΠΕΚΑΑ με τα με αρ. πρωτ. Φ1121/12807/990/26.10.2005 και Φ80000/29660/2180/22.12.2005 έγγραφα, δηλαδή ότι στην περίπτωση που η διατροφή είχε καθοριστεί με δικαστική απόφαση, αποδεικτικό για την καταβολή της είναι η ίδια ή απόφαση, ενώ στην περίπτωση που υπήρξε συμφωνία μεταξύ των συζύγων, αποδεικτικό μπορεί να αποτελέσει το μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο καθορίζει την καταβολή της. Αν δεν υπάρχει ιδιωτικό συμφωνητικό ή δικαστική απόφαση, μόνη απόδειξη καταβολής διατροφής κατά το χρόνο επέλευσης του θανάτου αποτελεί η φορολογική δήλωση, στην οποία υποχρεούται ο φορολογούμενος να δηλώσει ως εισόδημα την καταβαλλόμενη διατροφή (βλ. σχετικές οδηγίες των Γενικών Εγγράφων του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με αρ. πρωτ. Σ50/29/5.12.2005 και Σ50/2/20.1.2006).

γ) Λήξη του δικαιώματος (παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016) Εκτός των ανωτέρω, οι γενικοί λόγοι λήξης του δικαιώματος που απέκτησαν ή διατηρούσαν με τις ανωτέρω προϋποθέσεις τα ανωτέρω πρόσωπα καθορίζονται με τις διατάξεις αυτές, δηλαδή:

με το θάνατο του δικαιούχου,

με την τέλεση γάμου του ή τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης,

με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται για τα τέκνα στην υποπερίπτωση α' της περίπτωσης Β' της παραγράφου 1, όπως ισχύει, iv. από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η ανικανότητα για εργασία που καθορίζει το δικαίωμα (τελ. εδάφιο της περίπτωσης Α' της παρ. 1 και υποπερίπτωση β' της περίπτωσης Β' της παρ. 1).

δ) Έκταση εφαρμογής των διατάξεων

Οι διατάξεις του άρθρου 12 εφαρμόζονται από 13.5.2016, με κριτήριο την ημερομηνία επέλευσης του θανάτου του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου (παρ. 8).

Επομένως, εάν ο θάνατος επήλθε πριν από τις 13.5.2016, εφαρμόζονται οι προϊσχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις που ρυθμίζουν εν γένει το θέμα αυτό.
Όμως, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία οι προϊσχύουσες διατάξεις όριζαν συγκεκριμένη προθεσμία προκειμένου να καθορίσουν την ημερομηνία έναρξης συνταξιοδότησης λόγω θανάτου και παρήλθε αυτή ώστε να εμπίπτει πλέον σε χρόνο από 13.5.2016 και μετά, ο υπολογισμός της σύνταξης λόγω θανάτου θα γίνεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Ν. 4387/2016.

Επισημαίνεται ότι στις καταστατικές διατάξεις του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μόνο στην περίπτωση της αφάνειας υπήρχε συγκεκριμένη καθοριστική για την ημερομηνία έναρξης συνταξιοδότησης προθεσμία. Στην περίπτωση λοιπόν της αφάνειας, εάν δεν έχει υποβληθεί αίτηση προς απονομή ή μεταβίβαση της σύνταξης εντός της εξάμηνης προθεσμίας από την έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης με την οποία ασφαλισμένος ή συνταξιούχος κηρύσσεται άφαντος πριν από τις 13.5.2016 (προκειμένου η σύνταξη να αρχίσει να καταβάλλεται στους δικαιούχους από το χρόνο έναρξης της αφάνειας) και με την εξάμηνη αναδρομή από την ημερομηνία της αίτησης του δικαιούχου η ημερομηνία αυτή εμπίπτει σε χρόνο από 13.5.2016 και μετά, οι μεν προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των μελών οικογενείας θα κριθούν σύμφωνα με τις προϊσχύουσες του Ν. 4387/2016 διατάξεις, ο δε υπολογισμός του ποσού της σύνταξης θα γίνει με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016.

Αντίθετα, δεν θεωρείται προθεσμία η εξάμηνη αναδρομή της έναρξης καταβολής της σύνταξης κατά τις διατάξεις της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 4476/1965, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 του Ν. 3518/2006. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή, εάν ο θάνατος επήλθε πριν από τις 13.5.2016, τόσο οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των μελών οικογενείας όσο και ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης θα γίνουν με τις προγενέστερες του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 διατάξεις.

Ομοίως, δεν θεωρείται προθεσμία η ετήσια αναδρομή της σύνταξης πριν από το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση για συνταξιοδότηση των διατάξεων της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 30 του ΠΔ 258/2005. Επομένως, ως προς το ζήτημα αυτό δεν ισχύουν οι οδηγίες που είχαν δοθεί με τις εγκυκλίους του τ. ΟΑΕΕ 18 και 24/2016.

ΙΙ. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΟΣΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

Το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος και επιμερίζεται στους δικαιούχους (παρ. 4, περ. Α).

1. Εθνική σύνταξη

α) Η εθνική σύνταξη λόγω θανάτου (απονομή ή μεταβίβαση), υπολογίζεται στη βάση των 40 ετών και δεν εφαρμόζεται το εδ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016. Στην περίπτωση απονομής σύνταξης λόγω θανάτου για τον υπολογισμό του ποσού της εθνικής σύνταξης εφαρμόζεται το εδάφιο β' παρ. 6 του άρθρου 7, δηλαδή, το ποσό της εθνικής σύνταξης βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών με όριο τα 15 έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης υπολείπεται των 15 ετών πλήρους ασφάλισης, χορηγείται ποσό εθνικής σύνταξης 345,60€ (όμως, βλ. στη συνέχεια ενότητα 3 για το κατώτατο ποσό σύνταξης).

β) Εξάλλου, σχετικά με την εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 12 του νόμου αυτού, οι οποίες ορίζουν ότι σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη, επισημαίνουμε ότι, σύμφωνα με διευκρίνιση του ΥΠΕΚΑΑ, η διάταξη αναφέρεται στη σώρευση συντάξεων μόνο στην περίπτωση συνταξιοδότησης από ίδιο δικαίωμα λόγω γήρατος ή αναπηρίας, όπως και στην περίπτωση που υπάρχει δικαίωμα στη χορήγηση δύο συντάξεων λόγω θανάτου από 13.5.2016, κατά τις οποίες είναι επιτρεπτό να χορηγηθεί μία εθνική σύνταξη. Αντίθετα, όταν υπάρχει ταυτόχρονα δικαίωμα σε σύνταξη λόγω θανάτου και σε σύνταξη που καταβάλλεται για διαφορετική αιτία (λόγω γήρατος ή αναπηρίας), τα δύο δικαιώματα στην εθνική σύνταξη και ο υπολογισμός του ποσού της αντιμετωπίζονται αυτοτελώς, δηλαδή είναι επιτρεπτό να χορηγηθεί εθνική σύνταξη για κάθε δικαίωμα [βλ. παράδειγμα 5 σελ. 16 της κοινοποιούμενης εγκυκλίου του ΥΠΕΚΑΑ με αρ. πρωτ.: Φ80000/οικ. 60272/2196/23.12.2016 (ΑΔΑ: ΨΟ4Μ465Θ1Ω-ΡΦΘ)].

γ) Στην υποπερίπτωση β' της παρ. 5 της περίπτωσης Γ' του άρθρου 12, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 234 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ-94 Α/27-5-2016) ορίζεται ότι «μετά την πάροδο της τριετίας και υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1Α του άρθρου αυτού, αν ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, καταβάλλεται το 50% της σύνταξης». Εάν, λοιπόν, χορηγούνται περισσότερες της μίας συντάξεις σε σύζυγο/διαζευγμένο/-η (είτε λόγω γήρατος ή αναπηρίας και λόγω θανάτου από 13.5.2016, είτε δύο συντάξεις λόγω θανάτου από 13.5.2016), μετά τη συμπλήρωση τριετίας από την πρώτη του επόμενου του θανάτου μήνα η σύνταξη λόγω θανάτου πρέπει να μειωθεί κατά 50%. Ειδικά στην περίπτωση που χορηγούνται δύο συντάξεις λόγω θανάτου, επειδή, όπως προαναφέρθηκε, καταβάλλεται ποσό εθνικής σύνταξης μόνο στη μία από αυτές, προκειμένου η μείωση να αποβαίνει προς το συμφέρον του συνταξιούχου -ελλείψει δυνατότητας επιλογής από τον ίδιο- είναι θεμιτό η μείωση να υπολογίζεται στη σύνταξη λόγω θανάτου που δεν εμπεριέχει ποσό εθνικής σύνταξης.

Ωστόσο, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα που είναι δικαιούχοι σύνταξης λόγω θανάτου σύμφωνα με την παρ. 4 περ. Γ' (βλ. παρ. 4α της ενότητας ΙΙ της εγκυκλίου). Επισημαίνεται επίσης ότι εάν ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη λόγω θανάτου, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων και δεν μειώνεται μετά τη συμπλήρωση της τριετίας κατά τα ανωτέρω (υποπερ. γ' της παρ. 5 της περίπτωσης Γ' του άρθρου 12).

δ) Όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περ. η της παρ. 5 του άρθρου 28 του ΑΝ 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του Ν. 1902/90 και ισχύει με την παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν. 1976/1991, προκειμένου για μεταβίβαση σύνταξης λόγω θανάτου στις περιπτώσεις παλαιών ασφαλισμένων, το ΥΠΕΚΑΑ με την κοινοποιούμενη εγκύκλιο με αρ. πρωτ. Φ80000/οικ.58727/74/Δ29.17/29.12.2017 (ΑΔΑ: Ω62Ο465Θ1Ω-ΞΙΕ), διευκρινίζει ότι δεν μειώνεται η εθνική σύνταξη που μεταβιβάζεται λόγω θανάτου συνταξιούχου ο οποίος λάμβανε πλήρες ποσό σύνταξης λόγω αναπηρίας. Και τούτο διότι, με βάση το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο έναρξης εφαρμογής του ν.4387/2016, ο συνταξιούχος στην περίπτωση αυτή εξομοιώνονταν ως προς το χορηγούμενο ποσό σύνταξης με τους συνταξιούχους βαριάς αναπηρίας (με ποσοστό τουλάχιστον 80%).

Για παράδειγμα, παλαιός ασφαλισμένος, συνταξιούχος του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ πριν από τις 13.5.2016, ο οποίος λάμβανε πλήρες ποσό σύνταξης επειδή είχε πραγματοποιήσει 6.000 ημέρες ασφάλισης και είχε κριθεί ανάπηρος με ποσοστό τουλάχιστον 67%, εφόσον απεβίωσε από 13.5.2016 και μετά, η εθνική σύνταξη που μεταβιβάζεται στους δικαιούχους δεν επηρεάζεται από το ποσοστό αναπηρίας του, επειδή αυτός ο συνταξιούχος είχε εξομοιωθεί με συνταξιούχο βαριάς αναπηρίας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση παλαιού ασφαλισμένου, συνταξιούχου του τ. ΟΑΕΕ, ο οποίος λάμβανε πλήρη σύνταξη με τη μόνη βαθμίδα αναπηρίας που προέβλεπαν οι καταστατικές διατάξεις του φορέα, δηλαδή με ποσοστό τουλάχιστον 67% (βλ. εγκύκλιο του ΥΠΕΚΑΑ/ΑΔΑ: 7Τ67465Θ1Ω-ΑΝ9, σελίδα 7).

Αντίθετα, στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος καθίσταται συνταξιούχος μετά την 13.5.2016 και κρίνεται από τις Υγειονομικές Επιτροπές με ποσοστό αναπηρίας μικρότερο του 80%, το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 7 και στην περ. α της παρ. 2 του άρθρου 27 του Ν. 4387/2016.

Για παράδειγμα, παλαιός ασφαλισμένος του τ. ΟΑΕΕ, ο οποίος δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας με μία βαθμίδα αναπηρίας (67%) καθίσταται συνταξιούχος από 13.5.2016, με ποσοστό αναπηρίας 70%. Συνεπώς, η εθνική σύνταξη που δικαιούται με βάση τα έτη ασφάλισής του πρέπει να μειωθεί κατά 25% και, σε περίπτωση θανάτου του, να μεταβιβαστεί με τη δεδομένη μείωση (βλ. εγκύκλιο ΥΠΕΚΑΑ/ ΑΔΑ: 7ΝΓΤ465Θ1Ω-0ΗΥ, σελ. 7).

Τα ανωτέρω ισχύουν για όλους τους ασφαλισμένους, δηλαδή ανεξαρτήτως ημερομηνίας πρώτης ασφάλισης (πριν από ή από 1.1.1993 και μετά).

Για τις περιπτώσεις εφαρμογής των Ευρωπαϊκών Κανονισμών και των Διμερών Συμβάσεων Κοινωνικής Ασφάλειας, θα ακολουθήσουν ξεχωριστές οδηγίες από τη Διεύθυνση Διεθνών Ασφαλιστικών Σχέσεων του ΕΦΚΑ.

2. Ανώτατο ποσό σύνταξης

Το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση καταρχήν δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα μόνο το ποσοστό των τέκνων (παρ. 4, περ. Β').

Ωστόσο, όταν χορηγείται το κατώτατο όριο σύνταξης λόγω θανάτου σε τουλάχιστον ένα από τα δικαιοδόχα πρόσωπα δεν εφαρμόζονται τα δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης Β' της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016, δηλαδή το συνολικό ποσό της σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων είναι επιτρεπτό να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος (εδ. β' υποπερ. γ' της παρ 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017).

3. Κατώτατο ποσό σύνταξης

α) Υποπερίπτωση α' της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017: Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 που αντιστοιχεί σε 20 έτη ασφάλισης, δηλαδή των 384,00€. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντος είναι μικρότερος των 20 ετών, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 1,25% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών και μέχρι τη συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο των 15 ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των τριακοσίων 360,00€. Ο χρόνος ασφάλισης που καθορίζει το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου υπολογίζεται με βάση κάθε πλήρες έτος ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ο θανών.

Συνεπώς, το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου, ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης, διαμορφώνεται ως εξής:

Μέχρι και 15 πλήρη έτη ασφάλισης: 360,00€

Μέχρι και 16 πλήρη έτη ασφάλισης:364,80€

Μέχρι και 17 πλήρη έτη ασφάλισης:369,60€

Μέχρι και 18 πλήρη έτη ασφάλισης: 374,40€

Μέχρι και 19 πλήρη έτη ασφάλισης: 379,20€

Από 20 πλήρη έτη ασφάλισης και άνω: 384,00€

Όταν χορηγείται σύνταξη λόγω θανάτου μόνο σε σύζυγο ή μόνο σε διαζευγμένο, τα κατώτατα ποσά σύνταξης χορηγούνται αυτοτελώς στο δικαιούχο, ενώ όταν συμμετέχουν στη σύνταξη και τα δύο αυτά πρόσωπα, τα ανωτέρω ποσά επιμερίζονται μεταξύ επιζώντος και διαζευγμένου, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση β' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 4 του άρθρου 12 (βλ. πίνακες κατωτέρω).

Το κατώτατο ποσό σύνταξης που χορηγείται στα ανωτέρω πρόσωπα δεν μειώνεται βάσει των ρυθμίσεων των υποπερ. α και β της περ. Α της παρ. 4 του άρθρου 12, επειδή αυτές συνιστούν μέρος του υπολογισμού του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης λόγω θανάτου και εφόσον καταλήξει σε ποσό που υπολείπεται των κατά περίπτωση (ανάλογα με τα πλήρη έτη ασφάλισης του θανόντα) κατώτατων ποσών, χορηγείται το κατώτατο ποσό.

β) Υποπερίπτωση β' της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017: Όταν στη σύνταξη συμμετέχουν τέκνα, το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που δικαιούνται σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπολείπεται των ανωτέρω ποσών, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης του θανόντος. Σε περίπτωση δε που υπάρχουν περισσότερα του ενός τέκνα που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου, το ανωτέρω κατώτατο ποσό επιμερίζεται μεταξύ τους, ακολουθώντας τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση γ' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 4 του άρθρου 12.

Σε περίπτωση που συμμετέχουν στη σύνταξη αμφοτεροπλεύρως ορφανά τέκνα, έκαστο δικαιούται αυτοτελώς το κατώτατο ποσό που αντιστοιχεί στα έτη ασφάλισης του θανόντος, όπως προεκτέθηκε, υπό την προϋπόθεση ότι δεν λαμβάνει ή δεν δικαιούται σύνταξη από τον άλλο γονέα.

γ) Οι κοινοποιούμενες διατάξεις που αφορούν τον υπολογισμό και τα κατώτατα ποσά σύνταξης λόγω θανάτου εφαρμόζονται και στην περίπτωση κατά την οποία ο συνταξιούχος που απεβίωσε λάμβανε περισσότερες της μίας συντάξεις από διαφορετικούς φορείς που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α.

δ) Στην περίπτωση που χορηγείται σύνταξη θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος κατά την απασχόληση ή επαγγελματικής ασθένειας, εφαρμόζονται ως ευμενέστερες και ειδικές οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν.4387/2016 και όχι αυτές των κοινοποιούμενων διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017. Συγκεκριμένα, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 31 του Ν. 4387/2016, στις περιπτώσεις αυτές το ποσό της σύνταξης του δικαιούχου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο διπλάσιο ποσό της εθνικής σύνταξης για είκοσι (20) έτη ασφάλισης, στο ύψος που εκάστοτε διαμορφώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 7 του νόμου αυτού, δηλαδή του ποσού των 768,00€ (384,00€ Χ2). Το ποσό αυτό επιμερίζεται μεταξύ των προσώπων που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12.

ε) Υποπερίπτωση γ' της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017: Ειδικά για τον ΟΓΑ, προβλέπεται ότι προκειμένου να καθοριστεί το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου και συνεπώς εάν θα χορηγηθεί το κατώτατο ποσό σύνταξης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της σύνταξης που δικαιούται κάθε συμμετέχον στη σύνταξη πρόσωπο, μετά την εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 99 του Ν. 4387/2016. Για το θέμα αυτό, σας παραπέμπουμε στην παρ. 4 «Υπολογισμός κατώτατου ποσού σύνταξης θανάτου συνταξιούχων πρώην ΟΓΑ» της κοινοποιούμενης εγκυκλίου του ΥΠΕΚΑΑ με αρ. πρωτ.
Φ80000/οικ.58727/74/Δ29.17/29.12.2017 (ΑΔΑ: Ω62Ο465Θ1Ω-ΞΙΕ).

4. Γενικά

α) Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη -για τους λόγους που αναφέρονται στις υποπαραγράφους α' και β' της περ. Α' της παρ. 4, καθώς και της περ. β' της παρ. 5 του άρθρου 12- το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. Σε περίπτωση όμως που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης λόγω θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο (παρ. 4 περ. Γ').

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος/διαζευγμένος λαμβάνει το κατώτατο ποσό σύνταξης της περίπτωσης Β'(παρ. 3 άρθρου 1 Ν.4499/2017). Δηλαδή, εάν χορηγείται στα πρόσωπα αυτά το κατώτατο ποσό και πρέπει να μειωθεί, τα τέκνα δικαιούνται τα ποσά που δεν καταβάλλονται στον επιζώντα/διαζευγμένο, ενώ παράλληλα τους καταβάλλεται και το κατώτατο ποσό που δικαιούνται κατά περίπτωση (ολόκληρο ή επιμερισμένο).

β) Στην περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου που είχε ασφάλιση στα επαγγέλματα του ΚΒΑΕ θα εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν. 4387/2016. Και τούτο διότι η εφαρμογή του άρθρου 24 του Ν. 4445/2016 με την οποία καθορίζονται οι εξαιρούμενες κατηγορίες αφορά τα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 3 της με αρ. Φ.11321/οικ.47523/1570/23.10.2015 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (βλ. εγκύκλιο 24/2017, σελ. 7,8).

Όσον αφορά την τροποποίηση του άρθρου 30 του Ν. 4387/2016 (Προσαύξηση σύνταξης όσων κατέβαλλαν αυξημένες εισφορές) με τις διατάξεις του άρθρου 7 ΤΟΥ Ν. 4488/17 (ΦΕΚ- 137 Α/13-9-17), αναμένονται οδηγίες από το ΥΠΕΚΚΑ.

5. Κριτήρια που καθορίζουν το ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης λόγω θανάτου

i. Το ποσό της σύνταξης που θα δικαιούτο ο θανών ασφαλισμένος με βάση το χρόνο ασφάλισής του. Έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 4387/2016, σύμφωνα με τις οποίες από 13.5.2016 και μετά η κύρια σύνταξη αποτελείται από τα τμήματα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου η εθνική και η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται με βάση το χρόνο ασφάλισης του θανόντα. Εάν δεν είχε συμπληρώσει τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη χορήγηση σύνταξης λόγω γήρατος αλλά το χρόνο ασφάλισης για τη χορήγηση λόγω αναπηρίας, γίνεται δεκτό ότι το ποσό που θα δικαιούτο αντιστοιχεί σε πλήρη σύνταξη, δηλαδή ως αν να είχε ποσοστό 80%).

ii. Σε περίπτωση που ο θανών ήταν συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας μέχρι την 12.5.2016, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης λόγω θανάτου γίνεται με βάση το χρόνο ασφάλισης που είχε συμπληρώσει συνολικά ο συνταξιούχος με την πραγματική και προαιρετική ασφάλιση, καθώς και με τους χρόνους που είχε αναγνωρίσει. Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται αυτές που ορίζονται στα άρθρα 14 και 33 του Ν. 4387/2016 περί αναπροσαρμογής και προστασίας των καταβαλλόμενων συντάξεων -πλην ΟΓΑ και Ταμείου Σύνταξης της Τράπεζας της Ελλάδος [βλ. τη με αρ. πρωτ. Φ80000/οικ.60258/1471/23.12.2016 εγκύκλιο του ΥΠΕΚΑΑ- ΑΔΑ: 7Τ67465Θ1Ω-ΑΝ9, καθώς και τη με αρ. οικ. 26083/887 ΚΥΑ-ΦΕΚ Β1605/7.6.2016, όπως συμπληρώθηκε με τη με αρ. πρωτ. οικ.52331/1861/30.6.2017 ΚΥΑ (ΑΔΑ:6ΣΤΨ465Θ1Ω-760)].

Για παράδειγμα, προκειμένου να υπολογιστεί ο συντάξιμος μισθός συνταξιούχων του τ. ΟΑΕΕ, είτε υπήρξαν παλαιοί είτε νέοι ασφαλισμένοι, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 33 του Ν.4387/2016, θα ληφθεί υπόψη η τρέχουσα τιμή των ασφαλιστικών κατηγοριών ή κλάσεων κατά την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016. Ως τρέχουσα τιμή θεωρείται η τελευταία αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών κατηγοριών/ κλάσεων που έγινε την 1.1.2009, καθώς έκτοτε και μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016 δεν υπήρξε άλλη αναπροσαρμογή ασφαλιστικών κατηγοριών.

Στις περιπτώσεις συνταξιούχων του τ. ΟΑΕΕ για τους οποίους δεν υπήρχαν ασφαλιστικές κατηγορίες, όπως, για παράδειγμα το ΤΠΞ , θα ισχύει η παρ. 2 του άρθρου 33 του ν.4387/2016, όπου ορίζεται ότι σε κάθε άλλη περίπτωση ο συντάξιμος μισθός υπολογίζεται σε τρέχουσες τιμές με τη χρήση των ποσοστών αναπροσαρμογής των συντάξεων όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από την ημερομηνία συνταξιοδότησης ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Και στην περίπτωση αυτή η τελευταία αύξηση-αναπροσαρμογή σύνταξης είναι αυτή που χορηγήθηκε το έτος 2008.

Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων στο τ. ΤΣΑ καθώς και στα συγχωνευθέντα στο τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Ταμεία προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου, θα επανέλθουμε σε επόμενο έγγραφο.

Γενικά, στην περίπτωση που μεταβιβάζεται σύνταξη η οποία καταβαλλόταν μέχρι και την 12.5.2016 τα άρθρα 14 και 33 εφαρμόζονται μόνο ως προς τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών και όχι της τυχόν προκύπτουσας προσωπικής διαφοράς, η οποία δεν μεταβιβάζεται στους δικαιούχους της σύνταξης λόγω θανάτου, οι οποίοι ασκούν ένα νέο δικαίωμα. Συνεπώς, το ποσό της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης που προκύπτει στην περίπτωση αυτή με βάση τα άρθρα 14 και 33 αποτελεί το ποσό της σύνταξης που πρόκειται να μεταβιβαστεί στους δικαιούχους σύνταξης λόγω θανάτου ανάλογα με τα ποσοστά τους, σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου αυτού.

Για αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου από την 13.5.2016 και μέχρι την 31.12.2018 εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 σε συνδυασμό με τα άρθρα 14 και 33 του ίδιου νόμου. Σύμφωνα με τα εδάφια 2 και 3 της παρ. 2 του άρθρου αυτού, «Επί αιτήσεων που θα κατατεθούν εντός του 2016, εάν το ποσό της απονεμόμενης σύνταξης υπολείπεται του ποσού της σύνταξης που θα απονεμόταν κατά το προϊσχύσαν καθεστώς σε ποσοστό άνω του 20%, το ήμισυ της διαφοράς καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 14. Επί αιτήσεων που θα κατατεθούν εντός του 2017 καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά το ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς, και επί αιτήσεων που θα κατατεθούν εντός του 2018 το ένα τέταρτο (1/4) της διαφοράς». Επομένως, η τυχόν προκύπτουσα προσωπική διαφορά με τον υπολογισμό του άρθρου αυτού, συγκρίνοντας το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου που υπολογίζεται με τις διατάξεις του νόμου αυτού (καθαρό ποσό προ φόρου χωρίς την προσωπική διαφορά των άρθρων 14 και 33) με το ποσό της σύνταξης που θα χορηγείτο με την προϊσχύουσα νομοθεσία (καθαρό προ φόρου) αποτελεί τμήμα της σύνταξης λόγω θανάτου και επιμερίζεται στους δικαιούχους του άρθρου 12.

Παράδειγμα:

• Συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας πεθαίνει στις 31/5/2016. Η χήρα καταθέτει αίτηση για σύνταξη λόγω θανάτου η οποία θα χορηγηθεί από 1/6/2016.

• Από τον επανυπολογισμό της σύνταξης του θανόντα έχει προκύψει ένα ποσό Εθνικής και Ανταποδοτικής Σύνταξης, που ονομάζεται Ποσό Α, και μια προσωπική διαφορά του θανόντα (η προσωπική διαφορά δεν λαμβάνεται υπόψη).

• Επειδή η αίτηση για συνταξιοδότηση έχει υποβληθεί εντός του χρονικού διαστήματος από 13/5/2016 έως 31/12/2018, γίνεται διπλός υπολογισμός ποσού σύνταξης.

Το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό με τις προϊσχύουσες διατάξεις (μέχρι 12/5/2016) ονομάζεται Ποσό Β'.

iv. Η διάρκεια του γάμου (στην περίπτωση σύναψης γάμου/συμφώνου συμβίωσης μετά τη χορήγηση σύνταξης λόγω γήρατος)

v. Η διαφορά ηλικίας των συζύγων/μερών συμφώνου συμβίωσης (στην περίπτωση σύναψης γάμου/συμφώνου συμβίωσης μετά τη χορήγηση σύνταξης λόγω γήρατος)

vi. Η εργασία/αυτοαπασχόληση ή η συνταξιοδότηση από οποιαδήποτε πηγή: συνεπάγεται μείωση κατά 50% του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος, μετά τη συμπλήρωση τριετίας από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.
Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η εν λόγω μείωση εφαρμόζεται και στην περίπτωση συνταξιοδότησης από το εξωτερικό. Ωστόσο, όταν πρόκειται για χώρα της Ε.Ε. ή κράτος με το οποίο έχει συναφθεί Διμερής Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας, η εν λόγω μείωση εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που από το άλλο κράτος χορηγείται σύνταξη από άλλη αιτία (λόγω γήρατος ή αναπηρίας). Επισημαίνουμε επιπλέον ότι ως προς το ζήτημα αυτό δεν υφίστανται πλέον οι εξαιρέσεις που προβλέπονταν σε προϊσχύουσες διατάξεις (π.χ., οι εξαιρέσεις του άρθρου 13 του Ν. 3863/2010). Το ποσό της σύνταξης που χορηγείται σε τέκνα δεν επηρεάζεται από εργασία/αυτοαπασχόληση ή συνταξιοδότησή τους από άλλη πηγή.

vii. Η σωματική ή πνευματική αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω του επιζώντος συζύγου/ετέρου μέρους του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένου κατά την ημερομηνία θανάτου: χορηγείται ολόκληρη η σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του εφόσον διατηρεί το δικαίωμα συνταξιοδότησης.

6. Ποσοστά των δικαιούχων

α) Σύμφωνα με την περ. α της της παρ. 4.Α, για τον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης, η σύνταξη καθορίζεται σε ποσοστό 50% επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης λόγω γήρατος του θανόντος, αυτή περιορίζεται ανάλογα με τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης (αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους), ως εξής:

Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς η σύνταξη υφίσταται μείωση που καθορίζεται σε:

• 1% για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό έτος

• 2% για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο έτος

• 3% για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό έτος

• 4% για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο έτος

• 5% για τα έτη από το 36ο και άνω

β) Σύμφωνα με την περ. β' της της παρ. 4.Α για τον/την διαζευγμένο/-η:

• εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% για χήρο και κατά 25% για διαζευγμένο.

• Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο.

• Εάν έγγαμος βίος διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και κατά 50% στον διαζευγμένο.

• Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο/-α, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα δικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον διαζευγμένο κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.

γ) Σύμφωνα με την περ. γ' της της παρ. 4.Α, για κάθε παιδί αναλογεί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται. Αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.

Τα ποσοστά των δικαιούχων, απεικονίζονται στους ακόλουθους πίνακες:


ΠΙΝΑΚΑΣ Α'
Ποσοστά επιζώντων συζύγων/ετέρων μερών συμφώνου συμβίωσης και τέκνων

 

ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ (για όλους τους δικαιούχους) ΠΟΣΟΣΤΑ ΚΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟ
Χήρος /α, ή αντισυμβαλλόμενος συμφώνου συμβίωσης 50% 50%
Χήρος/α ή αντισυμβαλλόμενος συμφώνου συμβίωσης και 1 παιδί 75% 50% - 25%
Χήρος/α ή αντισυμβαλλόμενος συμφώνου συμβίωσης και 2 παιδιά 100% 50% - 25% - 25%
Χήρος/α ή αντισυμβαλλόμενος συμφώνου συμβίωσης και 3 παιδιά 100% 50% - 16,66% - 16,67% - 16,67%
Χήρος/α ή αντισυμβαλλόμενος συμφώνου συμβίωσης και διαζευγμένος/η 50% 37,5% - 12,5%
Χήρος/α ή αντισυμβαλλόμενος συμφώνου συμβίωσης και διαζευγμένος/η και 1 παιδί 75% 37,5% - 12,5% - 25%
Χήρος/α, αντισυμβαλλόμενος συμφώνου συμβίωσης και διαζευγμένος/η και 2 παιδιά 100% 37,5% - 12,5% - 25% - 25%
Χήρος/α, αντισυμβαλλόμενος συμφώνου συμβίωσης και διαζευγμένος/η και 3 παιδιά 100% 37,5% - 12,5% - 16,66% - 16,67% - 16,67%
1 παιδί αμφοτεροπλεύρως ορφανό με δικαίωμα σε σύνταξη από τον ένα γονέα 50% 50%
1 παιδί αμφοτεροπλεύρως ορφανό με δικαίωμα σε σύνταξη και από τους δύο γονείς 25% (σε κάθε σύνταξη) 25% (σε κάθε σύνταξη)
2 παιδιά αμφοτεροπλεύρως ορφανά με δικαίωμα σε σύνταξη από τον ένα γονέα 100% 50% - 50%
2 παιδιά αμφοτεροπλεύρως ορφανά με δικαίωμα σε σύνταξη και από τους δύο γονείς 50% 25% - 25%
3 παιδιά αμφοτεροπλεύρως ορφανά με δικαίωμα σε σύνταξη από τον ένα γονέα 100% 33,33% - 33,33% - 33,34%
3 παιδιά αμφ/ρως ορφανά με δικαίωμα σε σύνταξη και από τους δύο γονείς 75% 25% - 25% - 25%
Χήρα και 1 παιδί (από β' γάμο) αμφοτεροπλεύρως ορφανό με δικαίωμα σε μία σύνταξη 100% 50% - 50%
Χήρα και 1 παιδί (από β' γάμο) αμφοτεροπλεύρως ορφανό με δικαίωμα σε δύο συντάξεις 75% 50% - 25%
Διαζευγμένος/η χωρίς χήρο/α 25% 25%
1 παιδί 25% 25%
2 παιδιά 50% 25% - 25%
3 παιδιά 75% 25% - 25% - 25%


ΠΙΝΑΚΑΣ Β'
Ποσοστά διαζευγμένων- επιζώντων συζύγων/ετέρων μερών συμφώνου συμβίωσης και τέκνων

 

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΓΑΜΟΥ ΔΙΑΖΕΥΓΜΕΝΟΣ/-Η ΔΙΑΖΕΥΓΜΕΝΟΣ/-Η + 1 ΤΕΚΝΟ ΔΙΑΖΕΥΓΜΕΝΟΣ/-Η + 2 ΤΕΚΝΑ ΔΙΑΖΕΥΓΜΕΝΟΣ/-Η + 3 ΤΕΚΝΑ
10 ΕΤΗ 12,50% 12,5% + 25% = 37,5% 12,5% + 25% + 25% = 62,5% 12,5%+ 16,66%+ 2X16,67% = 62,5%
ΑΠΟ 11 ΜΕΧΡΙ 35 ΕΤΗ ΓΑΜΟΥ Αύξηση του ποσοστού του διαζευγμένου, κατά 1 μονάδα για κάθε έτος εγγάμου βίου μετά το 10ο και μέχρι το 35 ο Αυξημένο ποσοστό Αυξημένο ποσοστό διαζευγμένου + 25% +25% Αυξημένο ποσοστό διαζευγμένου + 16,66% + 16,67% + 16,67%
διαζευγμένου +
25%
30 έτη γάμου (παράδειγμα)   22,5%+ 25% = 47,5% 22,5% + 25% + 25%= 72,5% 22,5%+16,66%+16,67%+ 16,67% =72,5%
ΑΝΩ ΤΩΝ 35 ΕΤΩΝ ΓΑΜΟΥ 25% 25% + 25% = 50% 2 5 % + 2 5 % + 2 5 % = 7 5 % 2 5%+ 16,66%+ 16,67% + 16,67% = 75%


ΠΙΝΑΚΑΣ Γ'
 

ΔΙΑΖΕΥΓΜΕΝΟΣ/Η ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΠΟΣΟΣΤΑ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΠΟΣΟΣΤΑ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΠΟΣΟΣΤΑ ΚΑΘΕ ΜΕΛΟΥΣ
ΔΙΑΖ/ΝΟΥ & ΚΑΘΕ ΜΕΛΟΥΣ ΔΙΑΖ/ΝΟΥ/-ΗΣ & ΚΑΘΕ ΜΕΛΟΥΣ ΔΙΑΖ/ΝΟΥ/-ΗΣ &
1 ΤΕΚΝΟΥ   2 ΤΕΚΝΩΝ   3 ΤΕΚΝΩΝ
ΕΩΣ 10 ΕΤΗ ΓΑΜΟΥ 12,5 37,5 12,5 + 25 62,5 12,5+25+25 62,5 12,5+16,66 + 2X16,67
11 ΕΤΗ 13 38 13,0 + 25 63 13,0+25+25 63 13,0+16,66 + 2X16,67
12 ΕΤΗ 13,5 38,5 13,5 + 25 63,5 13,5+25+25 63,5 13,5+16,66 + 2X16,67
13 ΕΤΗ 14 39 14,0 + 25 64 14,0+25+25 64 14,0+16,66 + 2X16,67
14 ΕΤΗ 14,5 39,5 14,5 + 25 64,5 14,5+25+25 64,5 14,5+16,66 + 2X16,67
15 ΕΤΗ 15 40 15,0 + 25 65 15,0+25+25 65 15,0+16,66 + 2X16,67
16 ΕΤΗ 15,5 40,5 15,5 + 25 65,5 15,5+25+25 65,5 15,5+16,66 + 2X16,67
17 ΕΤΗ 16 41 16,0 + 25 66 16,0+25+25 66 16,0+16,66 + 2X16,67
18 ΕΤΗ 16,5 41,5 16,5 + 25 66,5 16,5+25+25 66,5 16,5+16,66 + 2X16,67
19 ΕΤΗ 17 42 17,0 + 25 67 17,0+25+25 67 17,0+16,66 + 2X16,67
20 ΕΤΗ 17,5 42,5 17,5 + 25 67,5 17,5+25+25 67,5 17,5+16,66 + 2X16,67
21 ΕΤΗ 18 43 18,0 + 25 68 18,0+25+25 68 18,0+16,66 + 2X16,67
22 ΕΤΗ 18,5 43,5 18,5 + 25 68,5 18,5+25+25 68,5 18,5+16,66 + 2X16,67
23 ΕΤΗ 19 44 19,0 + 25 69 19,0+25+25 69 19,0+16,66 + 2X16,67
24 ΕΤΗ 19,5 44,5 19,5 + 25 69,5 19,5+25+25 69,5 19,5+16,66 + 2X16,67
25 ΕΤΗ 20 45 20,0 + 25 70 20,0+25+25 70 20,0+16,66 + 2X16,67
26 ΕΤΗ 20,5 45,5 20,5 + 25 70,5 20,5+25+25 70,5 20,5+16,66 + 2X16,67
27 ΕΤΗ 21 46 21,0 + 25 71 21,0+25+25 71 21,0+16,66 + 2X16,67
28 ΕΤΗ 21,5 46,5 21,5 + 25 71,5 21,5+25+25 71,5 21,5+16,66 + 2X16,67
29 ΕΤΗ 22 47 22,0 + 25 72 22,0+25+25 72 22,0+16,66 + 2X16,67
30 ΕΤΗ 22,5 47,5 22,5 + 25 72,5 22,5+25+25 72,5 22,5+16,66 + 2X16,67
31 ΕΤΗ 23 48 23,0 + 25 73 23,0+25+25 73 23,0+16,66 + 2X16,67
32 ΕΤΗ 23,5 48,5 23,5 + 25 73,5 23,5+25+25 73,5 23,5+16,66 + 2X16,67
33 ΕΤΗ 24 49 24,0 + 25 74 24,0+25+25 74 24,0+16,66 + 2X16,67
34 ΕΤΗ 24,5 49,5 24,5 + 25 74,5 24,5+25+25 74,5 24,5+16,66 + 2X16,67
35 ΕΤΗ ΚΑΙ ΑΝΩ 25 50 25,0 + 25 75 25,0+25+25 75 25,0+16,66 + 2X16,67


ΙΙΙ. ΘΕΜΑΤΑ Ο.Γ.Α.

Όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 σε συνδυασμό με τις διατάξεις που ισχύουν για τους ασφαλισμένους του Ο.Γ.Α, εκτός των αναφερομένων στη σελίδα 15 της παρούσας εγκυκλίου, σας παραπέμπουμε στις οδηγίες της σελ. 18 της εγκυκλίου του ΥΠΕΚΑΑ με αρ. πρωτ.: Φ80000/οικ. 60272/2196/23.12.2016 (ΑΔΑ: ΨΟ4Μ465Θ1Ω-ΡΦΘ). Επιπλέον, διευκρινίζουμε ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του Ν. 4169/1961 περί χορήγησης βασικής σύνταξης λόγω γήρατος στους ασφαλισμένους του. Στις περιπτώσεις, λοιπόν, που υποβάλλεται αίτηση συνταξιοδότησης λόγω θανάτου από δικαιούχο βασικής σύνταξης του Ο.Γ.Α., προκειμένου να προστατεύονται τα δικαιώματα των ασφαλισμένων, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις να χορηγηθεί και η σύνταξη λόγω θανάτου και έχει υπολογιστεί το ποσό της σύνταξης που δικαιούνται, θα πρέπει να καλούνται προκειμένου να ενημερωθούν για το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που δικαιούται και στη συνέχεια να δηλώσουν υπεύθυνα εάν επιθυμούν να εκδοθεί η απόφαση χορήγησης της σύνταξης του Ε.Φ.Κ.Α. από την αιτία αυτή ή εάν επιλέγει να παραιτηθεί της αιτήσεώς του, προκειμένου να εξακολουθήσει να τους καταβάλλεται η βασική σύνταξη του Ο. Γ. Α.

IV. ΙΣΧΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ

Η ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016, καθώς των διατάξεων του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017 είναι η 13.5.2016.

V. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ (παρ. 7 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016)

Σύμφωνα με την παρ. 7, κάθε διάταξη που ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο τα οριζόμενα στο άρθρο 12 καταργείται, αλλά οι καταβαλλόμενες συντάξεις στις 13.5.2016 διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 14 του ίδιου νόμου (βλ. τη με αρ. πρωτ. Φ80000/οικ.60258/1471/23.12.2016 -ΑΔΑ: 7Τ67465Θ1Ω-ΑΝ9 εγκύκλιο του ΥΠΕΚΑΑ). Επομένως, στις συντάξεις που χορηγούνται λόγω θανάτου από 13.5.2016 και μετά δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις (ενδεικτικά):

• των άρθρων 12 και 13 του Ν. 3863/2010 σχετικά με τους γενικούς και ειδικούς όρους συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, τα οποία εφαρμόζονταν στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου ο οποίος επήλθε μέχρι τις 12.5.2016,

• της παρ. 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998, όπως ισχύει. Ειδικά ως προς την εν λόγω διάταξη, σας παραπέμπουμε στις διευκρινίσεις της με αρ. πρωτ.: Φ80000/οικ. 60272/2196/23.12.2016 εγκυκλίου του ΥΠΕΚΑΑ (σελ. 19),

• της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 3863/2010, όπου εφαρμόζονταν σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 3865/2010, δηλαδή περί συνταξιοδότησης θυγατέρων,

• της παρ. 6 του άρθρου 29 του ΑΝ 1846/1951, η οποία καθόριζε με διαφορετικό τρόπο τις προϋποθέσεις λήξης του δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, και του άρθρου 20 του Ν. 2556/1997,

• του άρθρου 3 του Ν. 1358/1983 (βλ. ανωτέρω σελ. 4-5),

• της παρ. 2 του άρθρου 61 του Ν.3518/2006, στην οποία προβλεπόταν ότι προκειμένου να υπάρχει δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω θανάτου σε παιδιά, εγγονούς, προγονούς, που πάσχουν από νευροψυχιατρικές παθήσεις, η ανικανότητα για κάθε εργασία που οφείλεται στις παθήσεις αυτές θα έπρεπε να έχει επέλθει πριν από τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας τους.

Όλοι οι υπάλληλοι που είναι αρμόδιοι για την έκδοση αποφάσεων συνταξιοδότησης θα πρέπει να λάβουν γνώση αυτής της εγκυκλίου καθώς και των συνημμένων της ενυπογράφως.


Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΦΚΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
________________________

1 Σχετικά με την ημερομηνία έναρξης ισχύος του συμφώνου συμβίωσης των διατάξεων του Ν. 4356/2015 , βλ. την εγκύκλιο 10/2017.
2 Σχετικά με τις προϋποθέσεις διακοπής χορήγησης κάθε παροχής λόγω της σύναψης σύμφωνου συμβίωσης των διατάξεων του Ν. 4356/2015 βλ. την εγκύκλιο 10/2017.
3 Η εκτίμηση της ανικανότητας του επιζώντος συζύγου να ασκήσει κάθε βιοποριστική εργασία κατά ποσοστό 67% και άνω θα πρέπει να βασίζεται σε γνωμάτευση των αρμόδιων υγειονομικών επιτροπών.

Πηγή: Taxheaven