Ε.Ε. ΤτΕ αριθμ. πράξης 131/2018 Εξειδίκευση των προϋποθέσεων για την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης ομίλου του εσωτερικού άρθρου 14 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015

Ε.Ε. ΤτΕ αριθμ. πράξης 131/2018 Εξειδίκευση των προϋποθέσεων για την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης ομίλου του εσωτερικού άρθρου 14 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015

Αριθμ. πράξης 131/23-01-2018

(ΦΕΚ Β' 303/02-02-2018)

Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Έχοντας υπόψη:

α) Το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Α' 298/1927),
β) το άρθρο 2 του ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α' 80)» (ΦΕΚ Α' 87), και ιδιαίτερα τις διατάξεις των εσωτερικών άρθρων 3, 10 και 14 αυτού,
γ) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθμ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, ΕΕ L 331 (15.12.2010) 12, και ιδίως το άρθρο 16 αυτού,
δ) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, ΕΕ L 287 (29.10.2013) 63, και ιδίως τα άρθρα 4 και 6 αυτού,
ε) τις Κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών της 8ης Δεκεμβρίου 2015 (EBA/GL/2015/17) σχετικά με τις προϋποθέσεις για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου δυνάμει του άρθρου 23 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
στ) τη σκοπιμότητα εξειδίκευσης των διατάξεων σχετικά με τις προϋποθέσεις για την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης μεταξύ μελών του ίδιου ομίλου,
ζ) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζει:

Να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης από μέλος ενός ομίλου σε άλλο μέλος του ίδιου ομίλου, οι οποίες ορίζονται στο εσωτερικό άρθρο 14 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών της 8ης Δεκεμβρίου 2015 (EBA/GL/2015/17) σχετικά με τις προϋποθέσεις για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου δυνάμει του άρθρου 23 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Ειδικότερα, η παρούσα εξειδικεύει τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων β', δ', στ', ζ', η' του ανωτέρω εσωτερικού άρθρου.

Α. Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί


1. Οι διατάξεις της παρούσας καταλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις οντότητες των περιπτώσεων γ' ή δ' της παραγράφου 1 του εσωτερικού άρθρου 1 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα, υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του εσωτερικού άρθρου 10 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.
 
2. Για τους σκοπούς της παρούσας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α. «χορηγούσα οντότητα»: η οντότητα του ομίλου που παρέχει τη χρηματοδοτική στήριξη,
β. «λαμβάνουσα οντότητα»: η οντότητα του ομίλου που λαμβάνει τη χρηματοδοτική στήριξη,
γ. «συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας»: έχει την έννοια που ορίζεται στην περίπτωση 6 της παραγράφου 1 του άρθρου 121 του ν. 4261/2014,
δ. «θυγατρική»: έχει την έννοια που ορίζεται στο σημείο 16 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ε. «αξία»: i) εάν η χρηματοδοτική στήριξη παρέχεται υπό τη μορφή δανείου, η αξία του δανείου ii) εάν η χρηματοδοτική στήριξη παρέχεται με τη μορφή εγγύησης ή εξασφάλισης, η υποχρέωση που προκύπτει για τη λαμβάνουσα οντότητα εάν καταπέσει η εγγύηση ή γίνει χρήση της εξασφάλισης,
στ. «μέγιστο συμφέρον»: νοείται σύμφωνα με την περιγραφή που ορίζεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 7 του εσωτερικού άρθρου 10 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

Β. Προσδιορισμός των προϋποθέσεων για τη χρηματοδοτική στήριξη ομίλου.

1. Αξιολόγηση αν η παροχή χρηματοδοτικής στήριξης έχει ως στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ολόκληρου του ομίλου και είναι προς το συμφέρον της χορηγούσας οντότητας.

1.1. Προκειμένου να εξετάσει η χορηγούσα οντότητα αν η παροχή χρηματοδοτικής στήριξης έχει ως στόχο να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του ομίλου στο σύνολό του, αναλύει και συγκρίνει τα ακόλουθα:

α. Τα άμεσα και έμμεσα συνολικά οφέλη για ολόκληρο τον όμιλο (δηλαδή το άθροισμα των οφελών για κάθε οντότητα του ομίλου) που απορρέουν από την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας της λαμβάνουσας οντότητας, τους συνολικούς κινδύνους που αναμένεται να απειλήσουν τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου εάν δεν παρασχεθεί στήριξη, καθώς και τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεων της λαμβάνουσας οντότητας σε αυτήν την περίπτωση, σε συνδυασμό με

β. τους κινδύνους για τον όμιλο που απορρέουν από την παροχή της χρηματοδοτικής στήριξης, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων της λαμβάνουσας οντότητας και της ζημίας που θα υποστεί ο όμιλος σε περίπτωση αθέτησης μετά τη λήψη της στήριξης.

1.2. Προκειμένου να αξιολογήσει η χορηγούσα οντότητα κατά πόσον η παροχή χρηματοδοτικής στήριξης αποβαίνει προς το συμφέρον της, θα πρέπει να αναλύσει και να συγκρίνει τα ακόλουθα:

α. Τα άμεσα και έμμεσα συνολικά οφέλη για τη χορηγούσα οντότητα που απορρέουν από την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας της λαμβάνουσας οντότητας, τους συνολικούς κινδύνους που αναμένεται να απειλήσουν τη χρηματοοικονομική θέση της ίδιας εάν δεν παρασχεθεί στήριξη, καθώς και τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεων της λαμβάνουσας οντότητας σε αυτή την περίπτωση, σε συνδυασμό με

β. τους κινδύνους για τη χορηγούσα οντότητα που απορρέουν από την παροχή της χρηματοδοτικής στήριξης, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων της λαμβάνουσας οντότητας και της ζημίας που θα υποστεί η ίδια σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων της λαμβάνουσας οντότητας μετά τη λήψη της στήριξης. Η ανάλυση του κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων της λαμβάνουσας οντότητας θα πρέπει να βασίζεται στα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 33 του Κατ' Εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής της 23ης Μαρτίου 2016 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης.

Αυτό δεν θίγει τη δυνατότητα να εξετάζονται κατά περίπτωση, με σκοπό τη συγκριτική ανάλυση των οφελών και των κινδύνων, συμπληρωματικά σχετικά στοιχεία τα οποία θα εξέταζε η χορηγούσα οντότητα σε μια πιστοληπτική αξιολόγηση προκειμένου να αποφασίσει τη χορήγηση δανείου, με βάση όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της.

1.3. Κατά την ανάλυση που προβλέπεται στις ανωτέρω παραγράφους 1.1. και 1.2., θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις της αποτελεσματικής διαχείρισης κεφαλαίων και ρευστότητας σε επίπεδο μεμονωμένων οντοτήτων και ομίλου, καθώς και οιεσδήποτε υφιστάμενες εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες για τη διαχείριση και τον περιορισμό των ενδοομιλικών συναλλαγών. Στην ανάλυση περιλαμβάνονται η ζημία που ενδέχεται να προκληθεί στη δικαιόχρηση (franchise), στην αναχρηματοδότηση και στη φήμη, καθώς και τα οφέλη από την αποτελεσματική χρήση και την εναλλαξιμότητα των κεφαλαίων του ομίλου, σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις αναχρηματοδότησης του. Εφόσον είναι δυνατό, η χορηγούσα οντότητα θα πρέπει να υπολογίζει τη νομισματική αξία των δαπανών και των οφελών που δεν προσδιορίζονται ποσοτικά.

2. Αξιολόγηση της προοπτικής να καταβληθεί το αντάλλαγμα νια τη χρηματοδοτική στήριξη και να αποπληρωθεί η αξία.

2.1. Όταν η χορηγούσα οντότητα αξιολογεί κατά πόσον υπάρχει εύλογη προοπτική να καταβληθεί το αντάλλαγμα για τη χρηματοδοτική στήριξη και να αποπληρωθεί η αξία στις αντίστοιχες προθεσμίες πληρωμής, αναλύει επαρκώς όλους τους παράγοντες κινδύνου που ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα της λαμβάνουσας οντότητας να εκπληρώσει αυτές τις υποχρεώσεις ή ενδεχόμενες υποχρεώσεις στις αντίστοιχες προθεσμίες πληρωμής, καθώς και τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεων της λαμβάνουσας οντότητας, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τα εξής:

α. κατά πόσον οι κεφαλαιακές ανάγκες και οι ανάγκες ρευστότητας της λαμβάνουσας οντότητας, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί μέσω περιγραφής του επιπέδου κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας και πρόβλεψης των κεφαλαιακών αναγκών και των αναγκών ρευστότητας της λαμβάνουσας οντότητας, καλύπτονται για επαρκές χρονικό διάστημα, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών πηγών από τις οποίες θα μπορούσαν να εκπληρωθούν οι εν λόγω ανάγκες,

β. κατά πόσον τα μέτρα που έχουν σχεδιαστεί για την αναδιάρθρωση της λαμβάνουσας οντότητας και την αναθεώρηση του επιχειρηματικού της μοντέλου και της διαχείρισης κινδύνου μπορούν να υποστηρίξουν αποτελεσματικά την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της λαμβάνουσας οντότητας σύμφωνα με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα, καθώς και να καταστήσουν δυνατή την πλήρη αποπληρωμή της αξίας και του ανταλλάγματος στις αντίστοιχες προθεσμίες πληρωμής και

γ. ανάλυση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της λαμβάνουσας οντότητας, τις εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες των χρηματοοικονομικών δυσχερειών, ειδικότερα το επιχειρηματικό μοντέλο και τη διαχείριση κινδύνου της λαμβάνουσας οντότητας, καθώς και των προγενέστερων, των υφιστάμενων και των αναμενόμενων συνθηκών της αγοράς, προς επίρρωση των συμπερασμάτων των ανωτέρω περιπτώσεων α' και β'.

2.2. Οι υποθέσεις στις οποίες βασίζονται οι περιγραφές και οι προβλέψεις που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις α' έως γ' της παραγράφου 2.1. είναι συνεκτικές και εύλογες ενώ λαμβάνονται υπόψη και οι συνθήκες ακραίων καταστάσεων της λαμβάνουσας οντότητας, οι τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και πιθανές δυσμενείς εξελίξεις.

3. Αξιολόγηση αν η παροχή της χρηματοδοτικής στήριξης θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή νια τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως της Ελλάδας ως κράτος-μέλος εγκατάστασης της χορηγούσας οντότητας.

3.1. Όταν η χορηγούσα οντότητα εξετάζει κατά πόσον η παροχή χρηματοδοτικής στήριξης μπορεί να αποτελέσει απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως της Ελλάδας, αναλύει τουλάχιστον τους εξής παράγοντες:

α. τη σημασία της ίδιας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της Ελλάδας, όσο και των άλλων κρατώνμελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη των αλληλοεξαρτήσεων μεταξύ της ίδιας και άλλων οντοτήτων που είναι σημαντικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εφόσον μάλιστα οι εν λόγω οντότητες υπάγονται σε θεσμικό σύστημα προστασίας σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,

β. τη χρηματοοικονομική κατάσταση της ίδιας και των μελών του ομίλου που είναι σημαντικά για τη σταθερότητά της,

γ. την πιθανότητα οι μελλοντικές εξελίξεις να επηρεάσουν δυσμενώς την ίδια ή μέλη του ομίλου που είναι σημαντικά για τη σταθερότητα της ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ελλάδας, άλλων κρατών-μελών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και

δ. τον κίνδυνο η παροχή της στήριξης να στερήσει από την ίδια ρευστότητα ή περιουσιακά στοιχεία που θα είναι απαραίτητα για τη στήριξη άλλων μελών του ομίλου τα οποία είναι σημαντικά για τη σταθερότητα του ομίλου και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο εγγύς μέλλον.

4. Αξιολόγηση αν η χορηγούσα οντότητα συμμορφώνεται, κατά την παροχή της στήριξης, με τις απαιτήσεις του ν. 4261/2014 όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια ή τη ρευστότητα και με κάθε απαίτηση που επιβάλλεται δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 96 του ν. 4261/2014 καθώς και ότι η παροχή της στήριξης δεν οδηγεί σε μη συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις.

4.1. Όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του ν. 4261/2014, συμπεριλαμβανομένης της παρ. 2 του άρθρου 96 του ν. 4261/2014, καθώς και την ενδεχόμενη μη συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις συνεπεία της παροχής χρηματοδοτικής στήριξης, η χορηγούσα οντότητα υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος τεκμηριωμένη δήλωση ότι η ίδια πληροί αυτές τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και ότι η παροχή της στήριξης δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του δείκτη κεφαλαίου της σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η εκπλήρωση της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ή διαφορετικά καταθέτει αίτημα για να λάβει άδεια μη συμμόρφωσης με αυτές τις απαιτήσεις. Εάν η χορηγούσα οντότητα δεν εκπληρώνει τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας ή αν η χορήγηση της στήριξης θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του δείκτη κεφαλαίου της χορηγούσας οντότητας σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι πλέον αδύνατη η εκπλήρωση της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει αν θα εγκρίνει την παροχή στήριξης, παρότι δεν τηρούνται οι οικείες απαιτήσεις, με βάση το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου για τη χορηγούσα οντότητα. Η παροχή της στήριξης θα πρέπει να συνάδει με το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος εγκρίνει για τη χορηγούσα οντότητα την παροχή στήριξης παρότι δεν τηρούνται οι οικείες απαιτήσεις, στην απόφαση της προσδιορίζει τη μέγιστη διάρκεια και τις προϋποθέσεις της έγκρισης που χορηγείται.

Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη των ενδεχόμενων απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.

4.2. Όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ρευστότητας του ν. 4261/2014, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 98 του ν. 4261/2014, η χορηγούσα οντότητα θα πρέπει είτε να υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος τεκμηριωμένη δήλωση ότι η ίδια πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις ρευστότητας και ότι η παροχή της στήριξης δεν θα οδηγήσει σε τέτοια εκροή ρευστότητας ώστε να μην πληρούνται οι ισχύουσες απαιτήσεις ρευστότητας, ή διαφορετικά θα πρέπει να υποβάλλει αίτημα για να λάβει άδεια μη συμμόρφωσης με τις εν λόγω απαιτήσεις. Εάν η χορηγούσα οντότητα δεν πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις ρευστότητας ή εάν η παροχή της στήριξης θα οδηγούσε σε τέτοια εκροή ρευστότητας ώστε να είναι πλέον αδύνατη η εκπλήρωση των ισχυουσών απαιτήσεων ρευστότητας, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει αν θα εγκρίνει την παροχή στήριξης παρότι δεν τηρούνται οι οικείες απαιτήσεις. Στην περίπτωση αυτή, η χορηγούσα οντότητα καταθέτει στην Τράπεζα της Ελλάδος σχέδιο για την εξάλειψη της μη συμμόρφωσης. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος εγκρίνει για τη χορηγούσα οντότητα την παροχή στήριξης παρότι δεν τηρούνται οι οικείες απαιτήσεις, στην απόφαση της προσδιορίζει τη μέγιστη διάρκεια και τις προϋποθέσεις της έγκρισης που χορηγείται.

Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη των ενδεχόμενων απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.

5. Αξιολόγηση αν η χορηγούσα οντότητα συμμορφώνεται, κατά την παροχή της στήριξης, με τις απαιτήσεις περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και του ν. 4261/2014.

Η χορηγούσα οντότητα αξιολογεί αν η ίδια συμμορφώνεται, κατά τον χρόνο παροχής της στήριξης, με τις απαιτήσεις για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και το ν. 4261/2014 καθώς και κατά πόσον, μετά την παροχή της στήριξης, θα συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις ανωτέρω απαιτήσεις. Εάν λόγω της παροχής στήριξης, η χορηγούσα οντότητα δεν συμμορφώνεται πλέον με τις σχετικές απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και του ν. 4261/2014 όσον αφορά τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει αν θα εγκρίνει την παροχή στήριξης παρά τη μη συμμόρφωση. Στην περίπτωση αυτή, η χορηγούσα οντότητα καταθέτει στην Τράπεζα της Ελλάδος σχέδιο για την εξάλειψη της μη συμμόρφωσης. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος εγκρίνει για τη χορηγούσα οντότητα την παροχή στήριξης παρότι δεν τηρούνται οι οικείες απαιτήσεις, στην απόφαση της προσδιορίζει τη μέγιστη διάρκεια και τις προϋποθέσεις της έγκρισης που χορηγείται.

Γ. Λοιπές διατάξεις

Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παρούσας.

Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.

Αθήνα, 23 Ιανουαρίου 2018

Ο Διοικητής
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ

Πηγή: Taxheaven