ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»
Προς τη Βουλή των Ελλήνων
Α. Γενικά
Με το Πρώτο Μέρος του παρόντος νόμου ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ» (EE L 173/349 12.6.2014). Οι διατάξεις του Πρώτου Μέρους έχουν λάβει υπόψη τις διατάξεις σχετικών ευρωπαϊκών νομοθετημάτων: α) της Οδηγίας (EE) 2016/1034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την τροποποίηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων» (EE L 175/8, 30.6.2016) και β) της κατ' εξουσιοδότηση Οδηγίας (EE) 2017/593 της Επιτροπής «για τη συμπλήρωση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη διατήρηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων που ανήκουν στους πελάτες, τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων και τους κανόνες που ισχύουν για την παροχή ή λήψη αμοιβών, προμηθειών ή άλλων χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών» (EE L 87/500, 31.3.2014). Με το Δεύτερο Μέρος του σχεδίου νόμου ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την αδειοδότηση και τη λειτουργία των Ανωνύμων Εταιρειών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης στο πλαίσιο της εξαίρεσης του άρθρου 3 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και ζητήματα που αφορούν στη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ, τα οποία δεν προβλέπονται στην Οδηγία αλλά αποτελούν ρυθμίσεις εθνικού δικαίου αναγκαίες για την εύθυμη λειτουργία των εταιρειών και της αγοράς.
Η Οδηγία 2014/65/ΕΕ (MiFID II) αποτελεί μέρος της ενωσιακής πρωτοβουλίας που αφορά στην αναθεώρηση της προηγούμενης Οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID) και τη συμπλήρωσή της με τις ρυθμίσεις του Κανονισμού (EE) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (MiFIR). Στη βάση της πρωτοβουλίας, ο παρών νόμος θα αποτελεί συνεπώς, από κοινού με τον Κανονισμό MiFIR, το νέο νομικό πλαίσιο που θα διέπει τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Σε σχέση με το υφιστάμενο πλαίσιο του ν. 3606/2007 (Μέρος Πρώτο, άρθρ. Ιεπ.), το οποίο αντικαθίσταται, ο παρών νόμος διευρύνει το φάσμα των υπηρεσιών και δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, περιλαμβάνοντας σε αυτόν νέες επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, όπως τη λειτουργία των μηχανισμών οργανωμένης διαπραγμάτευσης ή ΜΟΔ (organised trading facilities, OTFs), νέα χρηματοπιστωτικά μέσα και προϊόντα όπως τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων (emission allowances), τις δομημένες καταθέσεις (structured deposits) και τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα (structures finance products), αλλά και νέες απαιτήσεις λειτουργίας για τους κύριους συντελεστές του τομέα αυτού (τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα κ.ά.).
Η χρηματοοικονομική κρίση αποκάλυψε της αδυναμίες του έως τώρα ισχύοντος πλαισίου όσον αφορά τη λειτουργία και τη διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών αγορών και κατέδειξε την ανάγκη ενίσχυσης του πλαισίου για τη ρύθμιση των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των εξωχρηματιστηριακών (OTC) συναλλαγών στις αγορές αυτές (συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων), με σκοπό την αύξηση της διαφάνειας, την καλύτερη προστασία των επενδυτών, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, την αντιμετώπιση των μη ρυθμιζόμενων τομέων και τη διασφάλιση της εκχώρησης επαρκών εξουσιών στους εποπτικούς φορείς για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Μετά την MiFID, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η αναγνώριση της δυνατότητας συναλλαγής εκτός των χρηματιστηρίων, ήτοι μέσω των πολυμερών μηχανισμών διαπραγμάτευσης ή ΠΜΔ (multilateral trading facilities, MTFs), των συστηματικών εσωτερικοποιητών (systematic internalisers), αλλά και αμιγώς εξωχρηματιστηριακώς (OTC), η MiFID II εισάγει νέες απαιτήσεις ως προς τον τρόπο παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και της λειτουργίας των ρυθμιζόμενων αγορών και των ΠΜΔ προς εξυπηρέτηση των παραπάνω δικαιοπολιτικών αιτημάτων. Προς την ίδια κατεύθυνση υπάγει σε ρύθμιση και περιοχές του αμιγώς εξωχρηματιστηριακού τομέα, όπως ιδίως τις συμβάσεις παραγώγων, περιλαμβανομένων ως τέτοιων και των ενεργειακών παραγώγων που προβλέπουν φυσική παράδοση, τις δομημένες καταθέσεις και άλλες, δομώντας τυπολογικά τη λειτουργία τους υπό το νέο τύπο του ΜΟΔ.
Το νομοσχέδιο ακολουθεί, όσο το δυνατό πιστότερα, τις ρυθμίσεις και τις προβλέψεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, δεδομένου ότι σκοπός της εν λόγω Οδηγίας είναι η εναρμόνιση των όρων για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στις επιχειρήσεις επενδύσεων καθώς και των κανόνων για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, ώστε αφενός να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των επενδυτών και αφετέρου να διευκολύνεται η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει της εποπτείας του κράτους μέλους καταγωγής.
Η Οδηγία 2014/65/ΕΕ, προκειμένου να μην εισέλθει σε θέματα που έχουν πολύ τεχνικό και λεπτομερειακό χαρακτήρα και προκειμένου να διευκολύνει την ευχερή προσαρμογή των τεχνικών αυτών ρυθμίσεων στις μεταβαλλόμενες συνθήκες των κεφαλαιαγορών, υιοθετεί σε αρκετές περιπτώσεις ρυθμίσεις που έχουν τον χαρακτήρα γενικών αρχών. Οι ρυθμίσεις αυτές εξειδικεύονται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1287/2006 της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2006 για τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων από τις ανώνυμες εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ), τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς και την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέτρων προς διαπραγμάτευση καθώς και από την Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2006 για τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των ΑΕΠΕΥ. Το νομοσχέδιο ακολουθεί την εν λόγω επιλογή του κοινοτικού νομοθέτη και εξουσιοδοτεί την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και, προκειμένου περί των οργανωτικών ρυθμίσεων που αφορούν πιστωτικά ιδρύματα, την Τράπεζα της Ελλάδος για να εξειδικεύσουν τις γενικές αρχές που θέτει. Με τον τρόπο αυτό δεν επιβαρύνεται ο νόμος με υπερβολικά λεπτομερείς ρυθμίσεις και διασφαλίζεται η προσαρμοστικότητα του κανονιστικού πλαισίου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες των κεφαλαιαγορών.
Ακολουθώντας την αλληλουχία των ρυθμίσεων της MiFID II το Πρώτο Μέρος του παρόντος νόμου (άρθρα 1-86) , που περιέχει διατάξεις με τις οποίες ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία η οδηγία 2014/65/ΕΕ, χωρίζεται σε έξι (VI) Τίτλους. Ο Τίτλος I (Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί) περιλαμβάνει τα άρθρα 1-4 που αναφέρονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, τις εξαιρέσεις, αλλά και τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται. Ο Τίτλος II (Όροι για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων) αποτελείται από 4 Κεφάλαια. Το Κεφάλαιο Α (άρ.5-20) εισάγει γενικές ρυθμίσεις για τους όρους και τις διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας. Το Κεφάλαιο Β (άρ.21-33) ρυθμίζει ειδικά, και επί το αυστηρότερο σε σχέση με το ισχύον και καταργούμενο δίκαιο (ν. 3606/2007), τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων αποβλέποντας στην αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων, την προστασία των επενδυτών, τη διαφάνεια και την ακεραιότητα αγοράς κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, θεσμοθετούνται οι Αγορές Ανάπτυξης ΜμΕ ως περίπτωση ΠΜΔ που ανάγεται σε νέο ειδικό «κανάλι χρηματοδότησης» των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ακολούθως, το Κεφάλαιο 3 (άρ.34-38) οριοθετεί τις ευρωπαϊκές ελευθερίες, όπως έχουν καθιερωθεί ως «ευρωπαϊκά διαβατήρια» (european passports) στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε διασυνοριακή βάση ως και μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος. Ταυτόχρονα στο πλαίσιο της ρύθμισης περιλαμβάνονται και τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων για πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές και συστήματα εκκαθάρισης, κεντρικού αντισυμβαλλομένου και διακανονισμού. Το Κεφάλαιο Δ(άρ.39-43) ορίζει τις προϋποθέσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτης χώρας εισάγοντας και αυτό νέα ρύθμιση σε σχέση με τα ισχύοντα.
Ο Τίτλος III (Ρυθμιζόμενες αγορές) (άρ. 44-56) αναφέρεται στις ρυθμιζόμενες αγορές και καθορίζει την αδειοδότησή τους, τις διοικητικές και οργανωτικές απαιτήσεις ως προς τη λειτουργία τους, τα συστήματα διαπραγμάτευσης, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων και τη διαπραγμάτευσή τους, καθώς και την πρόσβαση στις εν λόγω αγορές. Ακολούθως, ο Τίτλος IV (άρ.57-58) αναφέρεται στη νέα ρύθμιση των ορίων θέσεων και των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων. Ο Τίτλος V (Υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων) (άρ.59-66) ρυθμίζει στη συνέχεια τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων, εισάγοντας νέους όρους αδειοδότησης και λειτουργίας ως προς τους παρόχους σχετικών υπηρεσιών (Τμήμα 1), ήτοι τους οριζόμενους ως «Εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσιοποίησης συναλλαγών» (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.»), «Παρόχους ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» («Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.») και «Εγκεκριμένους μηχανισμούς γνωστοποίησης συναλλαγών» («Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.») (Τμήματα 2, 3 και 4 αντίστοιχα).
Ο Τίτλος VI (Αρμόδιες Αρχές) απαρτίζεται από τρία Κεφάλαια, τα οποία αφορούν ιδίως τον ορισμό, τις εξουσίες αλλά και τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών (Κεφάλαιο Α, άρ. 67- 76), τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών ή ΕΑΚΑΑ (Κεφάλαιο Β, άρ.77-85), αλλά και τη συνεργασία με τρίτες χώρες (Κεφάλαιο Γ, άρ.86). Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Α ορίζονται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδιες αρχές, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, για την εποπτεία εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος σχεδίου νόμου, του Κανονισμού (EE) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση τους, προβλέπονται οι εποπτικές εξουσίες τους καθώς και οι διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που δύναται να επιβάλλει έκαστη αρχή, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς της. Ρυθμίζονται επίσης η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η δημοσιοποίηση των αποφάσεων για την επιβολή κυρώσεων και μέτρων.
Τέλος, ειδικότερες διατάξεις ενθαρρύνουν την καταγγελία παραβάσεων ή ενδεχομένων παραβάσεων και την εξωδικαστική επίλυση διαφορών μέσω φορέων επιφορτισμένων με την υποβολή καταγγελιών και επιβάλλουν την συνεργασία των ελεγκτών που διενεργούν τους υποχρεωτικούς ελέγχους λογαριασμών.
Οι διατάξεις του Κεφαλαίου ακολουθούν τις βασικές ρυθμίσεις του ν. 3606/2007 επί των ιδίων ζητημάτων. Εντούτοις, εισάγονται νέες διατάξεις, ενδεικτικά σε ότι αφορά τις εποπτικές εξουσίες και τις διοικητικές κυρώσεις αλλά και την υποχρέωση δημοσιοποίησης ή την δυνατότητα καταγγελίας παραβάσεων. Σε ό, τι αφορά στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των εποπτικών αρχών το σχέδιο νόμου ακολουθεί το πρότυπο του ν. 3606/2007. Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, οι οργανωτικές προϋποθέσεις για την παροχή εκ μέρους τους επενδυτικών υπηρεσιών εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει την τήρηση των οργανωτικών προϋποθέσεων από τις ΑΕΠΕΥ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παραμένει η μόνη αρμόδια εποπτική αρχή για την τήρηση των διατάξεων για την προστασία των επενδυτών, ενώ έχει επίσης αρμοδιότητα για την λειτουργία των ρυθμιζόμενων αγορών αλλά και για την παροχή της νέας υπηρεσίας αναφοράς δεδομένων.
Στο Δεύτερο Μέρος περιλαμβάνονται ειδικές ρυθμίσεις αναφορικά με τη λειτουργία των Ανωνύμων Εταιριών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ) (άρ. 87) σε εφαρμογή των προαιρετικών εξαιρέσεων του άρθρου 3 της MiFID II, την προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΕΔ (αρ. 88), την προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Αρ. 89), την ειδική εκκαθάριση των ΑΕΠΕΥ (άρ.90), τη διαδικασία για την καταβολή ποσού σε πελάτη ΕΠΕΥ υπό εκκαθάριση (άρ. 91), την παροχή υπηρεσιών από ΑΕΠΕΥ σε τρίτη χώρα (άρ. 92), τη διαδικασία πιστοποίησης στελεχών για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών (άρ. 93), για τις οικονομικές καταστάσεις και τον τακτικό έλεγχο ΑΕΠΕΥ (άρ. 94), για τη διαδικασία μεταφοράς συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (άρ. 95), για τη διαμεσολάβηση σε συμμετοχική χρηματοδότηση (άρ. 96),καθώς και τις μεταβατικές, τροποποιούμενες και καταργούμενες διατάξεις (άρ 97).
Με το Τρίτο Μέρος (άρθρα 100-103) θεσπίζονται διατάξεις για την εφαρμογή εφαρμογή του Κανονισμού (EE) 2015/2365, με τον οποίο ρυθμίζονται ζητήματα διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και της επαναχρησιμοποίησης αυτών.
Στο Τέταρτο Μέρος (άρθρα 104-110) περιλαμβάνονται διατάξεις που τροποποιούν υφιστάμενη χρηματιστηριακή νομοθεσία. Αναλυτικότερα αυτές αφορούν τροποποίηση του ν. 4209/2013 λόγω της ενσωμάτωσης του άρθρου 92 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ (άρθρο 104), την είσπραξη των προστίμων αλλοδαπών προσώπων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 105), τις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητα (άρθρο 106), τροποποίηση του ν. 4335/2015 (άρθρο 107), τροποποίηση του ν. 3461/2006 για τις δημόσιες προτάσεις (άρθρο 108) και τροποποίηση του ν. 2533/1997 για το Συνεγγυητικό (άρθρο 109).
Τέλος, το Παράρτημα I περιλαμβάνει κατάλογο υπηρεσιών, δραστηριοτήτων και χρηματοπιστωτικών μέσων, ενώ το Παράρτημα II ορίζει τους επαγγελματίες πελάτες για τους σκοπούς του παρόντος νόμου σύμφωνα με τα αντίστοιχα παραρτήματα της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Β. Κατ' άρθρον
Στο άρθρο 1 περιγράφεται το αντικείμενο των ρυθμίσεων που εισάγονται με το παρόν Μέρος και ορίζεται ο σκοπός του που είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 (EE L 173/12.6.2014) για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ. Για την ορθή και συνεπή ενσωμάτωση της Οδηγίας, στο ως άνω άρθρο γίνεται επίσης αναφορά στον Κανονισμό (EE) 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 (EE L 173/12.6.2014) για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση του Κανονισμού (EE) 648/2012 , του οποίου οι διατάξεις και τα μέτρα εφαρμογής λαμβάνονται υπόψη για τις ανάγκες εφαρμογής του νόμου.
Στο άρθρο 2 οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής του νόμου, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ (Ανώνυμες Εταιρίες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών) αλλά και στις επιχειρήσεις επενδύσεων άλλων κρατών μελών της EE ως προς την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, στις ρυθμιζόμενες αγορές, στους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και στις επιχειρήσεις τρίτης χώρας που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα . Ορίζεται, ακόμη ότι ο νόμος εφαρμόζεται και στους διαχειριστές αγοράς. Πρόκειται για εθνική ρύθμιση που εμπεριέχεται στη συγκεκριμένη διάταξη, προκειμένου το πεδίο εφαρμογής να καλύπτει και τις εθνικές διατάξεις. Επίσης, καθορίζονται οι διατάξεις του νόμου που τυγχάνουν εφαρμογής στα πιστωτικά ιδρύματα όταν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, συμπληρώνοντας το πλαίσιο λειτουργίας τους σύμφωνα με το ν. 4261/2014 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, οι διατάξεις που αφορούν την πώληση ή παροχή συμβουλής σε πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις, οι διατάξεις που αναφέρονται στα όρια θέσεων και τους ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, οι διατάξεις για τα πολυμερή συστήματα χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες συναφείς.
Ακολούθως, το άρθρο 3 εισάγει τις εξαιρέσεις από το ως άνω πεδίο εφαρμογής, σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις της MiFID II. Εν πολλοίς διατηρείται το αυτό πλαίσιο εξαιρέσεων σε σχέση με τα ισχύοντα (ν. 3606/2007), που περιλαμβάνει τις εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, των συνταξιοδοτικών ταμείων και άλλων. Ειδικά ως προς την νεοεισαχθείσα εξαίρεση της περίπτωσης ιγ) της παραγράφου 1, διευκρινίζεται, για λόγους σαφήνειας, ότι ο παρών νόμος δεν καταλαμβάνει το Σύστημα Άυλων Τίτλων του ν. 2198/1994, το οποίο παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με τον Κανονισμό (EE) 909/2014 και εξαιρείται ρητώς από την υποχρέωση αδειοδότησης σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού.
Επισημάνεται ότι για την διαμόρφωση της παραγράφου 1 έχει ληφθεί υπόψη η παράγραφος 1 του Άρθρου 1 της Οδηγίας (EE) 2016/1034, η οποία τροποποιεί την σχετική παράγραφο της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Το άρθρο 4 θέτει τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου. Στο πλαίσιο αυτό, υιοθετείται ο όρος «επιχείρηση επενδύσεων» αντί του όρου «Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΕΠΕΥ) του ν.3606/2007, καθώς και ο όρος «ρυθμιζόμενη αγορά» ο οποίος αντικαθιστά τον όρο «οργανωμένη αγορά» (regulated market) στη βάση της σχετικής ορολογίας της MiFID II αλλά και της νεώτερης εθνικής νομοθεσίας (ενδεικτικά ν. 4261/2014), ενώ διατηρείται το ακρωνύμιο «ΑΕΠΕΥ» για τις ημεδαπές επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ισχύει και σήμερα. Σημειώνεται ότι ο όρος «διοικητικό όργανο» συμπεριλαμβάνει τόσο τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των ΑΕΠΕΥ όσο και τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν τις δραστηριότητες της ΑΕΠΕΥ. Σε όποιες περιπτώσεις συντρέχει αρμοδιότητα που ανήκει στο διοικητικό συμβούλιο, όπως αυτό ορίζεται στο εταιρικό δίκαιο, χρησιμοποιείται ο όρος «διοικητικό συμβούλιο». Τέλος, οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, οι παρεπόμενες υπηρεσίες, τα χρηματοπιστωτικό μέσα, αλλά και ορισμός των επενδυτών ως ιδιωτών και επαγγελματιών κατά τις αντίστοιχες προϋποθέσεις, ορίζονται πλέον, με βάση τη μεθοδολογική προσέγγιση της MiFID II, σε ειδικό παράρτημα του νόμου και όχι με τη μορφή άρθρων όπως ισχύει σήμερα.
Στο άρθρο 5 προβλέπεται η αδειοδότηση επιχειρήσεων που επιθυμούν να παρέχουν στην Ελλάδα επενδυτικές υπηρεσίες ως ΑΕΠΕΥ. Ειδικότερα, με την παρ. 1 καθίσταται σαφές ότι η απαιτείται χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στην παρ. 2 προβλέπεται επίσης η δυνατότητα του διαχειριστή αγοράς να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΠΔ ύστερα από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και εφόσον εξακριβώνεται η συμμόρφωσή του με τις διατάξεις του οικείου Κεφαλαίου. Στην παρ. 3 προβλέπεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τηρεί μητρώο, στο οποίο καταχωρούνται οι ΑΕΠΕΥ και στο οποίο έχει πρόσβαση το επενδυτικό κοινό. Στην παρ. 4 ορίζεται ότι οι ΑΕΠΕΥ έχουν τη νομική μορφή ανώνυμης εταιρίας, ότι το μετοχικό τους κεφάλαιο ανέρχεται σε τουλάχιστον εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ ή σε τουλάχιστον επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ αν προβαίνουν σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή σε τουλάχιστον πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ αν παρέχουν μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες της λήψης και διαβίβασης εντολών για λογαριασμό πελατών, της εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών, της διαχείρισης χαρτοφυλακίων πελατών και της παροχής επενδυτικών συμβουλών και δεν είναι αδειοδοτημένες να παρέχουν την παρεπόμενη υπηρεσία της φύλαξης κεφαλαίων πελατών και οι οποίες δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια ή τίτλους πελατών τους. Οι ρυθμίσεις των παρ. 5 έως και 7 αποτελούν εθνικές διατάξεις, που, όμως, εμπεριέχονται στο συγκεκριμένο άρθρο χάριν της συνοχής του κειμένου και για λόγους ενότητας του δικαίου. Στην παρ. 5 ορίζεται το ελάχιστο ποσό στο οποίο ανέρχεται το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ και στην παρ. 6 ορίζεται ότι οι μετοχές ΑΕΠΕΥ είναι ονομαστικές. Στην παρ. 7 προβλέπεται ότι για την έκδοση άδειας σύστασης ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΠΕΥ. Επίσης προβλέπεται ότι άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες ανεξάρτητα από το χρόνο λειτουργίας τους εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 5 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου Α. Τα ίδια κεφάλαια της ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας της.
Στο άρθρο 6 διευκρινίζεται το περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ. Ειδικότερα, στην παρ. 1 ορίζεται ότι άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγηθεί για μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο τμήμα Β του Παραρτήματος I και ότι δε μπορεί να χορηγηθεί άδεια μόνο για την παροχή παρεπομένων υπηρεσιών. Στην παρ. 2 προβλέπεται η δυνατότητα των ΑΕΠΕΥ να ζητήσουν επέκταση της άδειας λειτουργίας τους. Στην παρ. 3 προβλέπεται η δυνατότητα των ΑΕΠΕΥ να παρέχουν τις υπηρεσίες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια σε όλη την Ένωση, είτε μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είτε με εγκατάσταση. Στην παρ. 4 ορίζεται ότι οι ΑΕΠΕΥ που έχουν συσταθεί νομίμως αναγράφουν σε κάθε έντυπο, δημοσίευση, ανακοίνωση, διαφήμιση και στην ιστοσελίδα τους ότι εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους. Πρόκειται για εθνική διάταξη, που, όμως, εμπεριέχεται στο συγκεκριμένο όρθρο χάριν της συνοχής του κειμένου.
Στο άρθρο 7 προβλέπεται η διαδικασία έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ.
Στο άρθρο 8 προβλέπονται οι λόγοι ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, όπως ίσχυαν και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3606/2007.
Στο άρθρο 9 ορίζονται οι προϋποθέσεις για τη λειτουργία του διοικητικού οργάνου των ΑΕΠΕΥ. Ειδικότερα, στην παρ. 1 ορίζεται ότι οι προϋποθέσεις του ν. 4261/2014 για το διοικητικό συμβούλιο των πιστωτικών ιδρυμάτων ισχύουν και για το διοικητικό όργανο των ΑΕΠΕΥ. Σύμφωνα με την παρ. 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπει στα μέλη του διοικητικού οργάνου ΑΕΠΕΥ να κατέχουν μία επιπλέον μη εκτελεστική διοικητική θέση από ό,τι επιτρέπεται βάσει του ν. 4261/2014. Στην παρ. 3 προβλέπονται αναλυτικά οι αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου ΑΕΠΕΥ. Στην παρ. 4 προβλέπονται οι προϋποθέσεις καταλληλότητας που πρέπει να πληρούν τα μέλη του διοικητικού οργάνου, οι οποίες εξειδικεύονται στις κατευθυντήριες γραμμές που θα εκδοθούν από την ΕΑΚΑΑ και την EAT στο πλαίσιο του άρθρου 91 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Σύμφωνα με την παρ. 6 η ΑΕΠΕΥ οφείλει να διαθέτει τουλάχιστον δύο πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις για το διοικητικό όργανο και διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητά της και τα οποία οφείλουν να διαθέτουν το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας που προβλέπεται στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 93.
Στο άρθρο 10 προβλέπεται η υποχρέωση έγκρισης της ειδικής συμμετοχής σε ΑΕΠΕΥ, ήτοι της συμμετοχής που υπερβαίνει το 10%. Σύμφωνα με την παρ. 1 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ εφόσον έχει εγκρίνει την καταλληλότητα των μετόχων με ειδική συμμετοχή. Σύμφωνα με την παρ.2 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η ΑΕΠΕΥ έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.
Σύμφωνα με την παρ. 3, εάν η επιρροή των μετόχων με ειδική συμμετοχή είναι πιθανό να αποβεί σε βάρος της διαχείρισης της ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να λάβει μέτρα όπως την επιβολή κυρώσεων ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου.
Στο άρθρο 11 περιγράφονται αναλυτικά οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την αξιολόγηση και έγκριση των μετόχων ΑΕΠΕΥ με ειδική συμμετοχή. Ειδικότερα, στην παρ. 1 ορίζεται η υποχρέωση ενημέρωσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όταν η συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ υπερβαίνει τα ποσοστά του 20 %, 1/3 ή 50 % ή έχει ως αποτέλεσμα να καταστεί η ΑΕΠΕΥ θυγατρική επιχείρηση του υποψήφιου μετόχου με ειδική συμμετοχή ή όταν η συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ κατέρχεται των ορίων αυτών. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρ. 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με την αρμόδια εποπτική αρχή του άλλου κράτους μέλους ή με την Τράπεζα της Ελλάδος. Στην παρ. 2 ορίζεται ότι εάν ΑΕΠΕΥ λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιο της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται των ορίων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά. Έως 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν επίσης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα ονόματα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων ή - προκειμένου για ΑΕΠΕΥ των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά - από τις δημοσιοποιήσεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους.
Στην παρ. 4 προβλέπονται οι συνέπειες της παράλειψης ενημέρωσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την απόκτηση ή αύξηση της ειδικής συμμετοχής, μεταξύ άλλων η επιβολή κυρώσεων και η ακυρότητα της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου.
Στο άρθρο 12 περιγράφεται η διαδικασία αξιολόγησης των μετόχων ΑΕΠΕΥ με ειδική συμμετοχή. Μεταξύ άλλων, ορίζεται η διενέργεια της αξιολόγησης εντός εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής του πλήρους φακέλου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και προβλέπονται οι ειδικότερες απαιτήσεις για όλα τα στάδια της διαδικασίας.
Στο άρθρο 13 ορίζονται τα κριτήρια για την αξιολόγηση των μετόχων με ειδική συμμετοχή, ήτοι μεταξύ άλλων η φήμη, πείρα, η οικονομική ευρωστία και το ενδεχόμενο εμπλοκής σε δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Με το άρθρο 14 καθιερώνεται η υποχρέωση κάθε ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικού ιδρύματος που αιτούνται χορήγηση άδειας λειτουργίας και προτίθενται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες να συμμετέχουν είτε στο Συνεγγυητικό Κεφάλαιο του ν. 2533/1997 είτε στο Σκέλος Κάλυψης
Επενδύσεων του ΤΕΚΕ του ν. 4370/2016, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των άνω νόμων . Η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα δύο ως άνω νομοθετήματα εξακριβώνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικά σε σχέση με τις δομημένες καταθέσεις, η υποχρέωση συμμόρφωσης εκπληρώνεται όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει του ν. 4370/2016.
Με το άρθρο 15 ορίζεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε ΑΕΠΕΥ η πλήρωση από την αιτούσα εταιρεία της απαίτησης να έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού (EE) 575/2013, ανάλογα και με τη φύση των επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που πρόκειται να παρέχει.
Με το άρθρο 16 καθιερώνεται η υποχρέωση τήρησης από τις ΑΕΠΕΥ των οργανωτικών απαιτήσεων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο και στο άρθρο 17 του παρόντος νόμου. Ειδικότερα, στην παράγραφο 2, προβλέπεται ότι, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να εφαρμόζουν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να διασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του νόμου, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των διευθυντικών στελεχών, των υπαλλήλων και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που τυχόν χρησιμοποιούν.
Στην παράγραφο 3 προβλέπεται η υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ να λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών τους λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 23 του παρόντος νόμου. Ειδικότερα, οι ΑΕΠΕΥ που δημιουργούν χρηματοπιστωτικό μέσα προς πώληση σε πελάτες, οφείλουν να διαθέτουν, να χρησιμοποιούν και να επανεξετάζουν διαδικασίες αφενός μεν για την έγκριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου και αφετέρου για τυχόν σημαντικές προσαρμογές στις οποίες προβαίνουν σε υφιστάμενα χρηματοπιστωτικό μέσα, πριν από την προώθησή τους στην αγορά ή τη διανομή τους σε πελάτες. Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων προσδιορίζει μια συγκεκριμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, και διασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτή την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι συνεπής με αυτή την αγορά-στόχο. Επίσης, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να επανεξετάζουν σε τακτική βάση τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρουν ή προωθούν εμπορικά προκειμένου να αξιολογούν κατά πόσο το χρηματοπιστωτικό μέσο παραμένει συνεπές με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και η σκοπούμενη στρατηγική διανομής παραμένει κατάλληλη. Αν μια ΑΕΠΕΥ προσφέρει ή συνιστά χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν δημιουργεί η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα και τη διαδικασία έγκρισής τους, στις οποίες περιλαμβάνεται η προσδιορισμένη αγορά-στόχος των χρηματοπιστωτικών μέσων, και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.
Με την παράγραφο 4 προβλέπεται ότι οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τη διασφάλιση της συνεχούς και κανονικής εκτέλεσης των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων και χρησιμοποιούν κατάλληλα και ανάλογα μέσα, συστήματα και διαδικασίες για την επίτευξη του σκοπού αυτού, ενώ με την παράγραφο 5 ρυθμίζεται η ανάθεση από μια ΑΕΠΕΥ σε τρίτους της εκτέλεσης επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας, κυρίως όσον αφορά στην υποχρέωση διάθεσης από την ΑΕΠΕΥ κατάλληλων διαδικασιών, συστημάτων, μηχανισμών ελέγχου και ασφάλειας προκειμένου να διασφαλίζεται και να εξακριβώνεται η γνησιότητα των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών και η ελαχιστοποίηση του κινδύνου αλλοίωσης των δεδομένων ώστε να τηρείται σε διαρκή βάση η εμπιστευτικότητα των δεδομένων.
Με την παράγραφο 6 καθορίζεται η υποχρέωση καταγραφής από την ΑΕΠΕΥ όλων των υπηρεσιών που παρέχει και των δραστηριοτήτων και συναλλαγών που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ασκεί τις εποπτικές της αρμοδιότητες και να προβαίνει σε ενέργειες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της έναντι των πελατών ή των δυνητικών πελατών της και της ακεραιότητας της αγοράς.
Περαιτέρω, στην παράγραφο 7, ορίζεται συγκεκριμένα το περιεχόμενο των εν λόγω αρχείων, οι υποχρεώσεις ενημέρωσης των πελατών της ΑΕΠΕΥ (νέων και υφιστάμενων) για την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και επικοινωνίας της ΑΕΠΕΥ με αυτούς, οι περιορισμοί που ισχύουν σε ό,τι αφορά τον τρόπο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από τις ΑΕΠΕΥ και ο χρόνος φύλαξης των αρχείων που πρέπει να τηρεί η ΑΕΠΕΥ σχετικά. Η καταγραφή περιλαμβάνει όλες τις συνομιλίες στις οποίες συμμετέχουν εκπρόσωποι ΑΕΠΕΥ όταν διενεργούν ή σκοπεύουν να διενεργήσουν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Όταν οι εντολές δίνονται από τους πελάτες με άλλα μέσα πλην του τηλεφώνου, οι επικοινωνίες αυτές θα πρέπει να πραγματοποιούνται σε σταθερό μέσο, όπως απλό ταχυδρομείο, φαξ, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή τεκμηρίωση των εντολών πελατών που πραγματοποιούνται σε συναντήσεις. Ειδικότερα, το περιεχόμενο διά ζώσης συνομιλιών με πελάτη θα μπορούσε να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται τηλεφωνικά. Στο πλαίσιο της συμμόρφωσης με την υποχρέωση αυτή, απαιτείται από τις ΑΕΠΕΥ να λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι δεν χρησιμοποιείται ιδιωτικός εξοπλισμός στις συναλλαγές.
Στην παράγραφο 8 περιλαμβάνονται διατάξεις για την προστασία των δικαιωμάτων κυριότητας των πελατών, σε περίπτωση που η ΑΕΠΕΥ που κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες τεθεί σε καθεστώς αφερεγγυότητας, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης αποτροπής χρησιμοποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του, όπως για παράδειγμα στις πράξεις δανεισμού τίτλων, ενώ στην παράγραφο 9 προβλέπονται αντίστοιχες διατάξεις για την προστασία των δικαιωμάτων των πελατών σε περίπτωση που η ΑΕΠΕΥ κατέχει κεφάλαια πελατών.
Στην παράγραφο 10, εισάγεται ο περιορισμός της δυνατότητας των ΑΕΠΕΥ να συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 3301/2004 (Α"263) με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.
Με την παράγραφο 11, επεκτείνονται οι υποχρεώσεις των παραγράφων 6 και 7 και στις συναλλαγές που εκτελεί το υποκατάστημα επιχείρησης επενδύσεων στην Ελλάδα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.
Με τις παραγράφους 12 και 13, οι οποίες αποτελούν εθνικό δίκαιο, μεταφέρονται οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του άρθρου 12 του ν. 3606/2007 αναφορικά με την απαγόρευση σε δανειστές μιας ΑΕΠΕΥ να κατάσχουν ή να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία πελατών της ΑΕΠΕΥ και προσδιορίζονται τα περιουσιακά στοιχεία και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης.
Τέλος, με την παράγραφο 14 γίνεται χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται από την Οδηγία αναφορικά με τη δυνατότητα των κρατών μελών, να μπορούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλουν απαιτήσεις σε ΑΕΠΕΥ όσον αφορά στη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, επιπλέον των προβλεπόμενων διατάξεων που αναφέρονται στις παραγράφους 8, 9 και 10 και των αντίστοιχων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι ανάλογες, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι ΑΕΠΕΥ φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπεται στην παράγραφο 15 η υποχρέωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να κοινοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθεται να επιβάλει σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο, τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Τέλος με την παράγραφο 16 δίνεται η εξουσιοδότηση στην αρμόδια εποπτική αρχή κατά περίπτωση να εξειδικεύσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παρ. 2-10, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση Οδηγία (EE) 2017/593.
Με το άρθρο 17 ορίζονται οι υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές τόσο σε ό,τι αφορά τα συστήματα και τους μηχανισμούς ελέγχου κινδύνου που οφείλουν να διαθέτουν και τα αρχεία που πρέπει να τηρούν σχετικό όσο και έναντι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της αρμόδιας αρχής του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο δραστηριοποιούνται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλη ή συμμετέχουσες. Ορίζονται επίσης τα στοιχεία που μπορεί να απαιτεί η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από ΑΕΠΕΥ που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές.
Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου κινδύνων προκειμένου να διασφαλίζουν ότι (α) τα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών τους είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια σε σχέση με τις συναλλαγές, αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, και (β) δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος στον Κανονισμό (EE) 596/2014 ή στους κανόνες τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτές συνδέονται. Επίσης, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις επιχειρηματικής συνέχειας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών τους.
Με την παράγραφο 2 ορίζεται ότι οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο δραστηριοποιούνται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλη ή συμμετέχουσες. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί από ΑΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών αλγοριθμικής διαπραγμάτευσης που εφαρμόζει, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια στα οποία υπόκειται το σύστημα διενέργειας συναλλαγών, τους βασικούς μηχανισμούς ελέγχου συμμόρφωσης και κινδύνων που χρησιμοποιεί, καθώς και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται ανωτέρω προκειμένου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να εποπτεύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
Τέλος, προβλέπεται ότι οι ΑΕΠΕΥ που χρησιμοποιούν τεχνική διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα τηρούν, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία για όλες τις εντολές που εισάγουν, τις εντολές που ακυρώνουν και τις εντολές που εκτελούν, αλλά και για τις προσφορές τιμών που παρέχουν σε τόπους διαπραγμάτευσης. Τα αρχεία αυτά καθίστανται διαθέσιμα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματος.
Με τις παραγράφους 3 και 4 εισάγονται διατάξεις για τις ΑΕΠΕΥ που πραγματοποιούν αλγοριθμικές συναλλαγές στο πλαίσιο στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης. Ειδικότερα, ΑΕΠΕΥ που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης η στρατηγική της, κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων εντολών αγοράς και πώλησης συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς. Ο ορισμός της δραστηριότητας αυτής είναι συνεπώς ανεξάρτητος από άλλους ορισμούς όπως ο ορισμός των «δραστηριοτήτων ειδικής διαπραγμάτευσης» στον Κανονισμό (EE) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Οι ΑΕΠΕΥ που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης μέσω της διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής ασκούν την εν λόγω στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης συνεχώς κατά τη διάρκεια προσδιορισμένου μέρους των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις προκειμένου να παρέχουν ρευστότητα σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, συνάπτουν δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης στην οποία προσδιορίζονται, κατ' ελάχιστο, οι υποχρεώσεις τους, και διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και ελέγχους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής.
Περαιτέρω, με την παράγραφο 5, καθιερώνονται ειδικές υποχρεώσεις για τις ΑΕΠΕΥ που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης. Συγκεκριμένα, οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου προκειμένου να διασφαλίζεται (α) η ορθή αξιολόγηση και επαναξιολόγηση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία,
(β) ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία δεν υπερβαίνουν προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια, (γ) ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως, και τέλος (δ) ότι με κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ΑΕΠΕΥ ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή θα μπορούσαν να έρθουν σε αντίθεση με τον Κανονισμό (EE) 596/2014 ή τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται. Επίσης, ορίζεται ότι την ευθύνη διασφάλισης ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης φέρει η ΑΕΠΕΥ. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι βάσει αυτής της συμφωνίας οι ΑΕΠΕΥ υπέχουν ευθύνη δυνάμει του παρόντος νόμου.
Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης οφείλουν να ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να παρέχουν, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή των συστημάτων και των μηχανισμών ελέγχου καθώς και αποδείξεις για την εφαρμογή τους. Προς τον σκοπό αυτό, οι ΑΕΠΕΥ τηρούν σχετικά αρχεία και διασφαλίζουν ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
Τέλος, στην παράγραφο 6 προβλέπεται ότι οι ΑΕΠΕΥ που ενεργούν ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη, οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης παρέχονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για τις ίδιες τις ΑΕΠΕΥ και την αγορά. Οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ αυτών και των προσώπων στα οποία παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.
Με το άρθρο 18 καθορίζονται οι οργανωτικές απαιτήσεις που οφείλουν να τηρούν οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 16. Ειδικότερα, οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, οφείλουν να (α) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα συστήματά τους, καθώς και διαδικασίες για τη δίκαιη και ομαλή διαπραγμάτευση, (β) καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών, (γ) διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων. Επίσης, παρέχουν, όπου συντρέχει περίπτωση, επαρκείς πληροφορίες, δημόσια διαθέσιμες ή διασφαλίζουν ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες να διαμορφώνουν επενδυτική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων υπό διαπραγμάτευση, και καταρτίζουν, δημοσιεύουν, διατηρούν και εφαρμόζουν διαφανείς και μη μεροληπτικούς, βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες, οι οποίοι διέπουν την πρόσβαση στα συστήματά τους.
Επιπλέον, οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που μπορεί να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε ενδεχόμενη κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων που μπορεί να προκύψει μεταξύ, αφενός, του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και, αφετέρου, της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ. Τέλος, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στο πλαίσιο των συστημάτων του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ και ενημερώνουν με σαφήνεια τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά τον διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.
Με την παράγραφο 2, προβλέπεται επίσης ότι πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει άδεια λειτουργίας, εφόσον πληρούνται οι οργανωτικές απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου και ορίζεται η υποχρέωση γνωστοποίησης από το πιστωτικό ίδρυμα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της πρόθεσής του να λειτουργεί ΠΜΔ ή ΜΟΔ ταυτόχρονα με την υποβολή σχετικής αίτησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διαπιστώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των περιπτώσεων α' έως η' της παραγράφου 1 και να ενημερώσει σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος.
Στην παράγραφο 3 ρυθμίζεται η περίπτωση που κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελέσει επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της. Στην περίπτωση αυτή ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σε σχέση με τον ΠΜΔ ή τον ΜΟΔ ως προς την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών.
Τέλος, με τις παραγράφους 4 έως 6 καθορίζονται οι υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ και των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ως προς τη συμμόρφωσή τους με κάθε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, εφόσον πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα.
Στο άρθρο 19 καθορίζονται οι επιπρόσθετες υποχρεώσεις που οφείλουν να τηρούν οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ, πέραν όσων προβλέπονται στα άρθρα 16 και 18. Ειδικότερα, οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ οφείλουν (α) να έχουν κατάλληλους μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, και κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων, (β) να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής και έγκαιρης οριστικοποίησης των συναλλαγών που εκτελούνται εντός των συστημάτων τους και (γ) να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε διαρκή βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του εύρους και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτές είναι εκτεθειμένες. Προβλέπεται επίσης ότι οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ δεν επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό (matched principal trading).
Στο άρθρο 20 καθορίζονται ειδικές απαιτήσεις για τους ΜΟΔ. Μεταξύ άλλων, με την παρ. 1 ορίζεται ότι η ΑΕΠΕΥ και ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμούς που αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την ΑΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς.
Στις παρ. 2 και 3 προβλέπεται συγκεκριμένα ποιες συναλλαγές επιτρέπεται να διενεργούν οι ΑΕΠΕΥ και ποιες όχι. Ειδικότερα, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοπιστωτικό προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για την εν λόγω διαδικασία, ενώ αντίθετα η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν επιτρέπεται για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων η οποία υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (EE) 648/2012. Αντίστοιχα, ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, εκτός της διενέργειας αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά κρατικούς χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει ρευστή αγορά.
Στην παρ. 4 ορίζεται ότι η λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας δεν επιτρέπεται. Περαιτέρω, ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στον συστηματικό εσωτερικοποιητή. Ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με άλλον ΜΟΔ κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.
Με την παρ. 5 παρέχεται η δυνατότητα στην ΑΕΠΕΥ ή στον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ να αναθέτει σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων την παροχή ειδικής διαπραγμάτευσης στον ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση. Διευκρινίζεται ότι για τους σκοπούς του άρθρου 20, η επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση εάν έχει στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.
Στην παρ. 6 προβλέπεται ότι η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ διεξάγεται με άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Ειδικότερα, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο στην περίπτωση που αποφασίζει την εισαγωγή ή ανάκληση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται, ή όταν αποφασίζει να μην ταυτίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, με την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις του άρθρου 27.
Επίσης, ορίζεται ότι στην περίπτωση συστήματος που διασταυρώνει εντολές πελατών, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να αποφασίζει εάν, πότε και τι τμήμα δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με τις παρ. 1, 2, 4 και 5 και με την επιφύλαξη της παρ. 3, αλλά και των άρθρων 18 και 27, στην περίπτωση συστήματος που διευκολύνει τη διευθέτηση συναλλαγών σε μη μετοχικές αξίες, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ δύναται να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή.
Τέλος, με την παρ. 7 καθορίζεται ότι όταν μια ΑΕΠΕΥ ή ένας διαχειριστής αγοράς αιτείται άδεια για τη λειτουργία ΜΟΔ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί, λεπτομερή αιτιολόγηση των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής, καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, και ιδίως πότε μια εντολή στον ΜΟΔ μπορεί να ανακληθεί και πότε και με ποιον τρόπο δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στο πλαίσιο του ΜΟΔ. Επιπλέον, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς ενός ΜΟΔ παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό που διενεργούνται από την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς, που διαχειρίζεται ΜΟΔ ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούται ο ορισμός της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό και ότι η κατάρτισή τους δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς και των πελατών τους.
Στο άρθρο 21 προβλέπεται η υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ που έχουν αδειοδοτηθεί στην Ελλάδα να συμμορφώνονται σε διαρκή βάση με τους όρους που τίθενται στο Κεφάλαιο I για τη χορήγηση της αρχικής άδειας και η εποπτική αρμοδιότητα σχετικά της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Στο άρθρο 22 προβλέπεται η εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ΑΕΠΕΥ με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και η δυνατότητα πρόσβασής της σε οποιοδήποτε στοιχείο ή έγγραφο απαιτείται ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προς τον σκοπό αυτό.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 ορίζεται ότι οι ΑΕΠΕΥ έχουν καθήκον να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για τον εντοπισμό, την πρόληψη ή τη διαχείριση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων και να περιορίζουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις πιθανές συνέπειες αυτών των κινδύνων.
Στην παράγραφο 2, προβλέπεται ότι στην περίπτωση που παρά τη λήψη των προαναφερθέντων μέτρων εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος εις βάρος των συμφερόντων του πελάτη, θα πρέπει να κοινοποιηθούν στον πελάτη η εν γένει φύση ή οι πηγές σύγκρουσης των συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό των εν λόγω κινδύνων, πριν αναληφθούν δραστηριότητες για λογαριασμό του.
Τέλος, στην παράγραφο 3, αναφέρεται ότι η γνωστοποίηση της παραγράφου 2 θα πρέπει να πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο και να περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του πελάτη προκειμένου ο πελάτης να είναι σε θέση να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση αναφορικά με την παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.
Με το άρθρο 24 καθορίζονται οι γενικές αρχές επαγγελματικής συμπεριφοράς που πρέπει να τηρούν οι ΑΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες τους. Επίσης, καθορίζεται το εύρος της πληροφόρησης που πρέπει να παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών. Εξειδικεύεται περισσότερο, σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, το περιεχόμενο της πληροφόρησης που η ΑΕΠΕΥ οφείλει να παρέχει στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες σχετικά με την ίδια και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, τους τόπους εκτέλεσης και όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις. Επιπλέον, εισάγονται ειδικές υποχρεώσεις για τις ΑΕΠΕΥ σχετικά με τη δημιουργία από αυτές χρηματοπιστωτικών μέσων προς πώληση σε πελάτες και την παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τους πελάτες σε ανεξάρτητη βάση. Επίσης, προβλέπεται ότι όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά τις απαιτήσεις ενημέρωσης, η εν λόγω υπηρεσία δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου αυτού. Προβλέπεται η κατ' αρχήν απαγόρευση καταβολής ή είσπραξης οποιασδήποτε αμοιβής ή προμήθειας ή παροχής ή λήψης οποιουδήποτε μη χρηματικού οφέλους από ΑΕΠΕΥ σε σχέση με την παροχή επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας προς ή από οιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη, καθώς και συγκεκριμένες εξαιρέσεις από την απαγόρευση αυτή. Παράλληλα, εισάγεται η υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ να διασφαλίζουν ότι η ανταμοιβή και αξιολόγηση της απόδοσης του προσωπικού τους γίνεται κατά τρόπο που δεν έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωσή τους να ενεργούν προς το συμφέρον των πελατών τους. Επίσης, προβλέπεται υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ προς παροχή ειδικής πληροφόρησης σε περίπτωση που επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται μαζί με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο. Με την παρ. 13 του ίδιου άρθρου παρέχεται η εξουσιοδότηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να εκδώσει απόφαση για την εξειδίκευση των κανόνων αυτών σύμφωνα με τα εκτελεστικό μέτρα της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ (κατ'εξουσιοδότηση Οδηγία (EE) 2017/593).
Στο άρθρο 25 προβλέπεται η υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ να διασφαλίζουν ότι τα φυσικά πρόσωπα που για λογαριασμό των ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Εξυπακούεται ότι οι προβλέψεις του άρθρου αυτού είναι συμπληρωματικές του άρθρου 93 για την πιστοποίηση των στελεχών, η οποία αποτελεί και βασική προϋπόθεση για την παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών από τα στελέχη των ΑΕΠΕΥ.
Επίσης, προβλέπεται και εξειδικεύεται η υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ προς αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας των πελατών σχετικά με την παροχή από τις ΑΕΠΕΥ επενδυτικών υπηρεσιών προς αυτούς καθώς και το περιεχόμενο της πληροφόρησης που πρέπει οι ΑΕΠΕΥ να αντλούν από τους πελάτες ή δυνητικούς πελάτες στο πλαίσιο της ως άνω αξιολόγησης. Επιπρόσθετα, εξειδικεύεται περαιτέρω ανά κατηγορία επενδυτικής υπηρεσίας το περιεχόμενο της πληροφόρησης που οι ΑΕΠΕΥ υποχρεούνται να παρέχουν στους πελάτες ή δυνητικούς πελάτες. Επιπλέον, προβλέπεται η υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ να τηρούν αρχείο με τα έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ αυτών και των πελατών τους. Τέλος, προβλέπονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες εξαιρείται από τις επιβαλλόμενες με το άρθρο αυτό υποχρεώσεις η παροχή επενδυτικής υπηρεσίας σε σχέση με ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται ειδικά για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης σύμβασης πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, υπαγόμενης στις διατάξεις σχετικά με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας καταναλωτών που προβλέπεται στην Οδηγία 2014/17/ΕΕ. Επισημάνεται ότι για την διαμόρφωση της παραγράφου 4 έχει ληφθεί υπόψη η παράγραφος 2 του Άρθρου 1 της Οδηγίας (EE) 2016/1034, η οποία τροποποιεί την σχετικά παράγραφο της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Στο άρθρο 26 παρέχεται η δυνατότητα παρέκκλισης από τον κανόνα των προηγούμενου άρθρου που προβλέπει τη λήψη πληροφοριών από τον πελάτη προκειμένου να παράσχει η ΑΕΠΕΥ επενδυτικές υπηρεσίες. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι ΑΕΠΕΥ μπορεί να παρέχει επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες για λογαριασμό πελάτη λαμβάνοντας οδηγίες από άλλη ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή από αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους, βασιζόμενη στις πληροφορίες σχετικά με τον πελάτη που της παρέχει η μεσολαβούσα ΕΠΕΥ, η οποία έχει την απευθείας σχέση με τον πελάτη. Υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών είναι σε κάθε περίπτωση η ΕΠΕΥ που διαβίβασε τις πληροφορίες. Σε κάθε περίπτωση, η ΑΕΠΕΥ που παρέχει τις επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες με τη μεσολάβηση άλλης ΕΠΕΥ είναι υπεύθυνη για την παροχή της υπηρεσίας στον πελάτη σύμφωνα με τις διατάξεις του Τμήματος 2ου.
Στο άρθρο 27 θεσπίζονται οι υποχρεώσεις εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους. Αφορά στην υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ για τη λήψη κάθε μέτρου έτσι, ώστε να επιτύχουν για τον πελάτη τη βέλτιστη εκτέλεση σε όρους συνολικού τιμήματος, το οποίο αντιπροσωπεύει την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και τα κόστη που συνδέονται με την εκτέλεση τα οποία περιλαμβάνουν όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται με την εκτέλεση της εντολής, όπως τα τέλη που εισπράττει ο τόπος εκτέλεσης και τα τέλη εκκαθάρισης και διακανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη, στην περίπτωση περισσοτέρων του ενός ανταγωνιστικών τόπων εκτέλεσης, τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν για τον πελάτη με την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους τόπους εκτέλεσης. Σε περίπτωση που υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες και θα πρέπει να θεωρηθεί ότι με τον τρόπο αυτόν έχει συμμορφωθεί με τους κανόνες βέλτιστης εκτέλεσης. Εξυπακούεται ότι μια ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου αυτού υποδεικνύοντας στον πελάτη να της δώσει συγκεκριμένες οδηγίες. Η ΑΕΠΕΥ δεν επιτρέπεται να λαμβάνει καμία αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικό όφελος για να κατευθύνει εντολές πελατών σε συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτέλεσης κατά παράβαση των υποχρεώσεων σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων ή τις αντιπαροχές, που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 και στα άρθρα 23 και 24. Παράλληλα, ειδικά για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται στη σχετική με την κατάρτιση συναλλαγών υποχρέωση των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (EE) 600/2014, εισάγεται υποχρέωση για κάθε τόπο διαπραγμάτευσης και κάθε συστηματικό εσωτερικοποιητή και, για τα λοιπά χρηματοπιστωτικά μέσα, κάθε τόπο εκτέλεσης, να διαθέτει στο κοινό, ατελώς, δεδομένα σχετικά με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στο συγκεκριμένο τόπο τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Στην παράγραφο 4 προβλέπεται ότι οι ΑΕΠΕΥ πρέπει να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της βέλτιστης εκτέλεσης και ιδίως να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους. Σύμφωνα με την παράγραφο 5 πρέπει να γίνεται ειδικότερη πρόβλεψη, όταν η πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Οι πελάτες πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων και να έχουν δώσει προηγουμένως τη ρητή συναίνεσή τους στην ΑΕΠΕΥ είτε με τη μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές. Στην παράγραφο 6 προβλέπεται υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ που εκτελούν εντολές πελατών προς δημοσιοποίηση σ' ετήσια βάση συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με τους τόπους εκτέλεσης, στους οποίους εκτέλεσαν εντολές πελατών.
Το άρθρο 28 εφαρμόζεται ειδικότερα στις ΑΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία της εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών. Στο πλαίσιο παροχής της υπηρεσίας αυτής οι ΑΕΠΕΥ πρέπει να εφαρμόζουν διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών ή με τα συμφέροντα της ΑΕΠΕΥ και κυρίως να επιτρέπουν την εκτέλεση συγκρίσιμων εντολών πελατών με χρονική προτεραιότητα ανάλογα με το χρόνο λήψης κάθε εντολής από την ΑΕΠΕΥ. Τα συμφέροντα της ΑΕΠΕΥ περιλαμβάνουν και τις επενδύσεις της ΑΕΠΕΥ σε χρηματοπιστωτικά μέσα (θέσεις διαπραγμάτευσης).
Με το άρθρο 29 ρυθμίζεται το καθεστώς του συνδεδεμένου αντιπρόσωπου. Ως συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ενεργούν για λογαριασμό μιας και μόνον ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικού ιδρύματος και μπορούν να προβαίνουν σε προώθηση των υπηρεσιών της ΑΕΠΕΥ, την οποία αντιπροσωπεύουν, σε προσέλκυση πελατείας ή σε λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών ή δυνητικών πελατών, σε τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων και σε παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υπηρεσίες που προσφέρει η εν λόγω ΑΕΠΕΥ. Σε καμιά περίπτωση δε δικαιούνται να κατέχουν κεφάλαια ή τίτλους πελατών. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα ευθύνονται πλήρως και άνευ όρων για τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους που ορίζουν και οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στον παρόντα νόμο δραστηριοτήτων του συνδεδεμένου αντιπροσώπου στις δραστηριότητες που ασκεί αυτός για λογαριασμό τους. Επίσης οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλη οργάνωση και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, προκειμένου να μπορούν να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που έχουν ορίσει με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Στην παράγραφο 4 προβλέπεται η τήρηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος μητρώου, στο οποίο εγγράφονται από την ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα που αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Η ως άνω εγγραφή διενεργείται υπό την προϋπόθεση ότι οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτείνουν την εγγραφή συνδεδεμένου αντιπροσώπου στο μητρώο βεβαιώνουν ότι αυτός διαθέτει καλή φήμη και κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις που τους επιτρέπουν να παρέχουν με ακρίβεια στον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπηρεσία. Ακολούθως παρέχεται με την παράγραφο 5 εξουσιοδότηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Τράπεζα της Ελλάδος να καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στο μητρώο, καθώς και τις τεχνικές λεπτομέρειες για την τήρηση και ενημέρωση του μητρώου και την πρόσβαση του επενδυτικού κοινού σε αυτό. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι οργανωτικές απαιτήσεις των ΑΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων, που χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους καθώς και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα σχετικά με τη λειτουργία των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Στο άρθρο 30 καθορίζονται οι όροι για τη διενέργεια συναλλαγών με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους. Ειδικότερα προβλέπεται στην παράγραφο 1 ότι, για τις συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους η ΑΕΠΕΥ δεν έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του άρθρου 24, με εξαίρεση τις παραγράφους 4 και 5, του άρθρου 25 με εξαίρεση την παράγραφο 6, του όρθρου 27 και της παραγράφου 1 του άρθρου 28, όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές. Στις συναλλαγές τους με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό και να επικοινωνούν με τρόπο που είναι ορθός σαφής και μη παραπλανητικός λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου και την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Σύμφωνα με την παράγραφο 2, ως επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι νοούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές εταιρείες οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και οι εταιρείες διαχείρισης τους τα ταμεία συντάξεων και οι εταιρείες διαχείρισής τους άλλοι οργανισμοί του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή ρυθμίζονται με βάση το δίκαιο της Ένωσης ή εθνικό δίκαιο κράτους μέλους οι εθνικές κυβερνήσεις και οι αντίστοιχες υπηρεσίες τους συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες και οι υπερεθνικοί οργανισμοί. Οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την ΑΕΠΕΥ υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28. Με την παράγραφο 3 προβλέπεται ότι το καθεστώς του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου κρίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους - μέλους εγκατάστασής του.
Στο άρθρο 31 ορίζεται η υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ και των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να έχουν και να διατηρούν συνεχώς μηχανισμούς τακτικής παρακολούθησης και αποτελεσματικού ελέγχου της συμπεριφοράς των συμμετεχόντων στην αγορά, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωσή τους με τους κανόνες της, η αποτροπή παράνομων ενεργειών και η εύρυθμη λειτουργία της
Στο πλαίσιο αυτό, οι διαχειριστές ΠΜΔ και ΜΟΔ οφείλουν να παρακολουθούν τις εντολές που διαβιβάζονται στην αγορά και τις συναλλαγές που καταρτίζονται, ώστε να εντοπίζονται περιπτώσεις παράβασης των κανόνων κατάρτισης συναλλαγών, συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενεργειών που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά κατάχρησης αγοράς δυνάμει του κανονισμού (EE) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργιών των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.
Εφόσον δε, εντοπίσουν τέτοιες περιπτώσεις, ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών τις σχετικές πληροφορίες.
Ειδικά όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν κατάχρηση αγοράς δυνάμει του κανονισμού (EE) αριθ. 596/2014: α) οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαβιβάζουν επίσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε κάθε αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς αρχή βοηθώντας τις στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών και β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά.
Στο άρθρο 32 ρυθμίζεται η αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ με απόφαση του διαχειριστή τους. Ο ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ μπορούν να αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψουν χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, εκτός εάν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, διατηρεί την αρμοδιότητά της να απαιτεί από τους διαχειριστές την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση,
Το άρθρο επιβάλλει ενιαία αντιμετώπιση της αναστολής ή διαγραφής όσον αφορά τα συνδεόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα, και αγορές στις οποίες διαπραγματεύονται. Ειδικότερα, όταν η αναστολή ή διαγραφή αποφασίζεται επί χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο συνδέεται ή αποτελεί σημείο αναφοράς με παράγωγα, όπως αυτά ορίζονται στο Παράρτημα I αναστέλλονται ή διαγράφονται κα τα παράγωγα, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.
Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δημοσιοποιούν την απόφαση σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και την κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Σε περίπτωση που το χρηματοπιστωτικό μέσο ή παράγωγο διαπραγματεύεται και σε ρυθμιζόμενες αγορές, άλλους ΠΜΔ ή ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές, που τελούν υπό την εποπτεία της και η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια πρόταση ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του κανονισμού (EE) αριθ. 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου και από τις αγορές αυτές, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί και κοινοποιεί, αμέσως, στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφασή της και εφαρμόζει αντίστοιχα και παραπάνω όταν λαμβάνει κοινοποίηση από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με τις διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 32 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λάβει την κοινοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, διαβιβάζει τη σχετική απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές. Εφόσον αποφάσισε να μην προβεί σε αναστολή, διαπραγμάτευσης ή διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, η κοινοποίηση συνοδεύεται και από την αντίστοιχη αιτιολογία.
Τα οριζόμενα στις παραγράφους 2-4 του άρθρου ισχύουν και όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο.
Η διαδικασία κοινοποίησης των παραπάνω παραγράφων ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Στο άρθρο 33 ορίζονται οι αγορές ανάπτυξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων που λειτουργούν ως ΠΜΔ, προς το σκοπό διευκόλυνσης της πρόσβασης στο κεφάλαιο από μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) μέσω της ανάπτυξης εξειδικευμένων αγορών. Η δημιουργία εντός της κατηγορίας ΠΜΔ μιας νέας υποκατηγορίας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ και η καταγραφή των αγορών αυτών κρίνεται ότι θα αυξήσει τη διαφάνεια και τα χαρακτηριστικά τους και θα συμβάλλει στην ανάπτυξη κοινών ρυθμιστικών προτύπων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις αγορές αυτές.
Οι όροι χαρακτηρισμού της νέας αυτής κατηγορίας αγορών ως αγοράς ΜμΕ πρέπει να είναι τέτοιοι που να παρέχουν επαρκή ευελιξία, και μείωση του περιττού διοικητικού βάρους, διατηρώντας ταυτόχρονα το υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών και την εμπιστοσύνη των επενδυτών στους εκδότες και στις εν λόγω αγορές, με ταυτόχρονη μείωση του περιττού διοικητικού βάρους για τους εκδότες στις αγορές αυτές. Η αρμόδια αρχή δύναται, με απόφασή της, να καταχωρίσει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ εφόσον κρίνει ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου και έχει τηρηθεί η διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 18. Ως αρμόδια αρχή νοείται η εποπτεύουσα αρχή που είναι αρμόδια για την αδειοδότηση του διαχειριστή ΠΜΔ ή ΜΟΔ, σύμφωνα με το άρθρο 18.
Τα άρθρα 34 και 35 αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων αδειοδοτημένες σε ένα κράτος μέλος στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους είτε χωρίς εγκατάσταση είτε με εγκατάσταση (υποκατάστημα ή συνδεδεμένο αντιπρόσωπο). Ειδικότερα:
Στο άρθρο 34 η ενότητα Α (Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος μέλος) αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων ή από πιστωτικά ιδρύματα αδειοδοτημένα στην Ελλάδα, στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους χωρίς εγκατάσταση. Σύμφωνα με την παρ. 1, η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα. Στην παρ. 2 προβλέπεται η υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πρόγραμμα δραστηριοτήτων, με ειδική αναφορά εάν θα χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους στην Ελλάδα. Στην παρ. 3 προβλέπεται η υποχρέωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάσει τις πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εντός μηνός από τη λήψη τους, οπότε η ΑΕΠΕΥ μπορεί να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες στο κράτος μέλος υποδοχής. Στην παρ. 4 ρυθμίζεται η αντίστοιχη διαδικασία για τα πιστωτικά ιδρύματα που επιθυμούν να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων. Στην παρ. 5 προβλέπεται η υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ να ενημερώνουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκαίρως για μεταβολές στις γνωστοποιηθείσες πληροφορίες, ώστε ενημερωθεί αντίστοιχα η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής. Στην παρ. 6 προβλέπεται η ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος από ΑΕΠΕΥ, πιστωτικά ιδρύματα και διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ που προτίθενται να εγκαταστήσουν σε άλλο κράτος μέλος υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, και η ενημέρωση στη συνέχεια, εντός ενός μηνός, της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής.
Στο άρθρο 34 η ενότητα Β (Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων στην Ελλάδα) αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα χωρίς εγκατάσταση από επιχειρήσεις επενδύσεων αδειοδοτημένες σε άλλο κράτος μέλος. Σύμφωνα με την παρ. 1, η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα. Στην παρ. 2 προβλέπεται η υποχρέωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων και τους οποίους η τελευταία σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Στην παρ. 3 ορίζεται ότι η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να αρχίσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα μετά τη διαβίβαση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της του προγράμματος δραστηριοτήτων. Στην παρ. 4 ρυθμίζεται η αντίστοιχη υποχρέωση της Τράπεζας της Ελλάδος να αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος και τους οποίους το τελευταίο σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Στις παρ. 5 και 6 προβλέπεται η δυνατότητα επιχειρήσεων επενδύσεων και διαχειριστών αγοράς άλλων κρατών μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ να εγκαθιστούν στην Ελλάδα υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
Στο άρθρο 35 η ενότητα Α (Εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος) αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων ή από πιστωτικά ιδρύματα αδειοδοτημένα στην Ελλάδα, στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους με εγκατάσταση, και
ειδικότερα είτε με υποκατάστημα είτε με συνδεδεμένο αντιπρόσωπο. Σύμφωνα με την παρ.1, η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα. Στην παρ. 2 και στην παρ. 4 προβλέπονται οι πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η ΑΕΠΕΥ. Σύμφωνα με την παρ. 3 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζει στη συνέχεια τις πληροφορίες αυτές εντός 3 μηνών στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει την ΑΕΠΕΥ. Σύμφωνα με την παρ. 5, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης την ΑΕΠΕΥ εντός 3 μηνών σε περίπτωση που δεν προτίθεται να διαβιβάσει τις πληροφορίες. Στην παρ. 6 ορίζεται το χρονικό σημείο από το οποίο η ΑΕΠΕΥ μπορεί να εγκατασταθεί στην επικράτεια του άλλου κράτους μέλους, ήτοι μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης των πληροφοριών από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής. Στην παρ. 7 ρυθμίζεται η αντίστοιχη διαδικασία για τα πιστωτικά ιδρύματα που επιθυμούν να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος μέσω συνδεδεμένων
αντιπροσώπων. Στην παρ. 8 προβλέπεται η δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα ΑΕΠΕΥ στο κράτος μέλος υποδοχής.
Στην παρ. 9 προβλέπεται η υποχρέωση ενημέρωσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από την ΑΕΠΕΥ για μεταβολές στις γνωστοποιηθείσες πληροφορίες ένα μήνα πριν τη μεταβολή, ώστε να ενημερωθεί στη συνέχεια η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.
Στο άρθρο 35 η ενότητα Β (Εγκατάσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα) αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα από επιχειρήσεις επενδύσεων αδειοδοτημένες σε άλλο κράτος μέλος με εγκατάσταση, και ειδικότερα είτε με υποκατάστημα είτε με συνδεδεμένο αντιπρόσωπο. Σύμφωνα με την παρ. 1, η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα. Σύμφωνα με την 1 παρ. 2, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος της επιχείρησης επενδύσεων που είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα εξομοιώνεται προς υποκατάστημα. Σύμφωνα με την παρ. 3, το υποκατάστημα μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα μόλις λάβει ανακοίνωση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των σχετικών με τη λειτουργία του υποκαταστήματος πληροφοριών. Στην παρ. 4 ρυθμίζεται η αντίστοιχη διαδικασία για τα πιστωτικά ιδρύματα που επιθυμούν να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την παρ. 5, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει την τήρηση από το υποκατάστημα ή τον συνδεδεμένο αντιπρόσωπο της επιχείρησης επενδύσεων στην Ελλάδα των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος νόμου και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (EE) αριθ. 600/2014. Σύμφωνα με την παρ. 6, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα στην Ελλάδα.
Στο άρθρο 36 ρυθμίζεται το δικαίωμα πρόσβασης επιχειρήσεων επενδύσεων άλλου κρότους μέλους σε ρυθμιζόμενες αγορές που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα.
Στο άρθρο 37 ρυθμίζονται το δικαίωμα πρόσβασης επιχειρήσεων επενδύσεων άλλου κράτους μέλους σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού που λειτουργούν στην Ελλάδα για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα καθώς και το δικαίωμα όλων των μελών και των συμμετεχόντων σε ρυθμιζόμενη αγορά να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε αυτές.
Στο άρθρο 38 προβλέπεται το δικαίωμα των ΑΕΠΕΥ και των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούνται στα συστήματα τους. Στην παράγραφο 2 καθορίζονται οι αυστηρές προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέα εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού άλλου κράτους μέλους.
Στα άρθρα 39,40 και 41 προβλέπεται η υποχρέωση επιχείρησης τρίτης χώρας που επιθυμεί να παρέχει στην Ελλάδα επενδυτικές υπηρεσίες να εγκαταστήσει για το σκοπό αυτό υποκατάστημα, το οποίο θα πρέπει να λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, εάν η επιχείρηση της τρίτης χώρας είναι πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και οι προϋποθέσεις και η διαδικασία χορήγησης της άδειας. Στην παρ. 2 του άρθρου 41 προβλέπονται οι υποχρεώσεις που πρέπει να τηρεί το υποκατάστημα.
Στο άρθρο 42 προβλέπεται η εξαίρεση από την υποχρέωση εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα, στις περιπτώσεις που οι επενδυτικές υπηρεσίες παρέχονται στην Ελλάδα με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη, ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη υπό την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II του νόμου.
Στο άρθρο 43 προβλέπονται οι λόγοι ανάκλησης της άδειας λειτουργίας υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας.
Στον Τίτλο 3 (άρθρα 44-56) ρυθμίζεται το ζήτημα του τρόπου αδειοδότησης και των προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στις ρυθμιζόμενες αγορές και τους διαχειριστές αυτών. Ο νόμος ακολουθεί τα πρότυπα του προηγούμενου νόμου 3606/2007 και προβλέπει την αδειοδότηση της ρυθμιζόμενης αγοράς και του διαχειριστή της. Περαιτέρω υπάρχουν αναφορές στις απαιτήσεις που πρέπει να πληροί το διοικητικό όργανο του διαχειριστή της αγοράς, στις προϋποθέσεις καταλληλότητας των προσώπων που ασκούν επιρροή στη διαχείριση της αγοράς, στις οργανωτικές απαιτήσεις της αγοράς και την ανθεκτικότητα των συστημάτων της. Εξάλλου στο ίδιο κεφάλαιο ρυθμίζονται ζητήματα για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων στην ρυθμιζόμενη αγορά, την αναστολή και διαγραφή των μέσων αυτών αλλά και κανόνες για την ισότιμη πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά και εν γένει τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων σε αυτήν. Ειδικότερα:
Στο άρθρο 44 (άρθρο 44 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) προβλέπεται ότι για τη λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς στην Ελλάδα απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθώς επίσης και ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται στην ρυθμιζόμενη αγορά που έχει λάβει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διέπονται από το Ελληνικό Δίκαιο. Στην παράγραφο 3 του άρθρου προβλέπεται ότι η λειτουργία της αγοράς τελεί υπό την διαρκή εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθώς και ότι προϋποθέσεις αρχικής χορήγησης άδειας πρέπει να πληρούνται ανά πάσα στιγμή. Στην παράγραφο 4 προβλέπονται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς που αφορούν είτε την ίδια είτε το διαχειριστή της.
Στο άρθρο 45 (άρθρο 46 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) υφίστανται προβλέψεις σχετικά με την άδεια λειτουργίας του διαχειριστή αγοράς ο οποίος ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της ρυθμιζόμενης αγοράς που διαχειρίζεται και ευθύνεται για τη συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στη νομοθεσία εφόσον η ρυθμιζόμενη αγορά ως σύστημα που αποτελείται από κανόνες δεν έχει νομική προσωπικότητα. Σε συνέχεια της σχετικής ρύθμισης του ν. 3606/2007, η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν ενεργεί υπό την ιδιότητα του Διαχειριστή της ΗΔΑΤ, εξαιρείται της άδειας λειτουργίας Διαχειριστή αγοράς και επομένως από την εφαρμογή των οικείων διατάξεων των άρθρων 45 και 46. Στην παράγραφο 2 εμπεριέχονται ρυθμίσεις εθνικής προέλευσης σχετικά με το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή αγοράς. Στην παράγραφο 3 καθορίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια λειτουργίας (ιδίως καταλληλότητα μελών διοικητικού οργάνου και προσώπων που διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του διαχειριστή της αγοράς). Στην παράγραφο 4 αναφέρεται ότι η έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απαιτείται για τις αλλαγές των μελών του διοικητικού οργάνου και άλλων προσώπων που ασκούν επιρροή στο διαχειριστή. Στην παράγραφο 5 επίσης προβλέπονται διάφορα ποσοστά μετοχικού κεφαλαίου, η υπέρβαση των οποίων προϋποθέτει την λήψη άδειας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενώ στην παράγραφο 6 προβλέπονται υποχρεώσεις του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς σε σχέση με την πληροφόρηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όταν επέρχονται μεταβολές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της ή στα μέλη του διοικητικού της οργάνου. Η παράγραφος 7 περιλαμβάνει ρυθμίσεις αναφορικά με τον τακτικό και έκτακτο έλεγχο του διαχειριστή αγοράς και τέλος η παράγραφος 8 περιλαμβάνει τους όρους ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του διαχειριστή αγοράς οι οποίοι είναι παρόμοιοι με τους όρους ανάκλησης άδειας λειτουργίας αγοράς του προηγούμενου άρθρου.
Στο άρθρο 46 (άρθρο 45 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) καθορίζονται οι απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς, είτε ατομικά είτε συλλογικά. Οι απαιτήσεις αφορούν στην καλή φήμη, γνώσεις, ικανότητες, πείρα και χρόνο που διαθέτουν τα μέλη του διοικητικού οργάνου. Στην παράγραφο 2 καθορίζονται ανώτατα όρια αριθμού θέσεων εκτελεστικού και μη εκτελεστικού μέλους που μπορούν να κατέχουν τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ρυθμιζόμενης αγοράς. Στην παράγραφο 3 εγκαθιδρύεται υποχρέωση παροχής ελάχιστων πόρων για την εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου. Στην παράγραφο 4 εγκαθιδρύεται υποχρέωση για τους διαχειριστές που είναι σημαντικοί από πλευράς μεγέθους να συστήσουν επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων για τη συμμετοχή στο διοικητικό όργανο και καθορίζονται οι αρμοδιότητες αυτής. Στις παραγράφους 5, 6 και 7 καθορίζονται περαιτέρω υποχρεώσεις για την Επιτροπή Αξιολόγησης. Στην παράγραφο 8 περιλαμβάνονται υποχρεώσεις του διοικητικού οργάνου ως προς την παρακολούθηση της τήρησης των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης από το Διαχειριστή Αγοράς ενώ στην παράγραφο 9 προβλέπεται η δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αρνηθεί τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας αν δεν πειστεί για την αξιοπιστία των μελών του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς.
Στο άρθρο 47 (άρθρο 47 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) προβλέπονται οι οργανωτικές απαιτήσεις της ρυθμιζόμενης αγοράς, οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου να χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας της. Η αγορά τόσο κατά την αδειοδότηση όσο και καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της πρέπει να έχει μηχανισμούς για το σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών για τη λειτουργία της ή για τα μέλη της, από κάθε σύγκρουση συμφερόντων, να διαθέτει κατάλληλα μέσα που να της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των κινδύνων που είναι σημαντικοί για τη λειτουργία της και να έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό τους. Επίσης πρέπει να εφαρμόζει διαφανείς κανόνες που δεν επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση για την εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών καθώς και να διαθέτει μηχανισμούς που επιτρέπουν την έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών. Τέλος πρέπει να διαθέτει επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους και Κανονισμό λειτουργίας στον οποίο ρυθμίζονται όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα ζητήματα. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 47 περιλαμβάνεται ρητή απαγόρευση για τους διαχειριστές αγοράς να μην εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή κατάρτισης αντιστοιχισμένων συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό στις αγορές που διαχειρίζονται. Στην παράγραφο 3 καθορίζονται οι όροι βάσει των οποίων η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς καθώς και ότι με τη χορήγηση της άδειας εγκρίνεται ο Κανονισμός Λειτουργίας της Αγοράς ενώ προσδιορίζεται και έναντι ποιων προσώπων είναι αυτός δεσμευτικός. Στην παράγραφο 4 χορηγείται εξουσιοδότηση στο Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να καθορίζει ειδικότερους όρους για τη χορήγηση και ανάκληση άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς και να εξειδικεύεται το περιεχόμενο του Κανονισμού Λειτουργίας και η διαδικασία δημοσιοποίησής του.
Στο άρθρο 48 (άρθρο 48 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) περιέχονται ρυθμίσεις σχετικά με την ανθεκτικότητα των συστημάτων, τα μέτρα διακοπής διαπραγμάτευσης και την ηλεκτρονική διαπραγμάτευση. Στην παράγραφο 1 αναφέρεται ότι η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να διαθέτει αποτελεσματικό συστήματα και μηχανισμούς ώστε να εξυπηρετείται μεγάλος όγκος εντολών και μηνυμάτων και ταυτόχρονα να διασφαλίζεται η εύρυθμη διεξαγωγή συναλλαγών. Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να συνάπτει γραπτή συμφωνία με τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης στη ρυθμιζόμενη αγορά και στην παράγραφο 3 καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο αυτής της γραπτής συμφωνίας. Η παράγραφος 4 θεσπίζει υποχρέωση για τη ρυθμιζόμενη αγορά να έχει συστήματα ώστε να απορρίπτονται εντολές που υπερβαίνουν κάποια όρια ή είναι σαφώς εσφαλμένες ενώ η παράγραφος 5 εμπεριέχει υποχρέωση της ρυθμιζόμενης αγοράς να έχει μηχανισμούς που επιτρέπουν τη διακοπή διαπραγμάτευσης σε περίπτωση απότομων μεταβολών των τιμών. Οι παραπάνω μηχανισμοί πρέπει να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και μέσω αυτής στην ΕΑΚΑΑ. Στην παράγραφο 6 υπάρχουν ρυθμίσεις για τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών και στην παράγραφο 7 ρυθμίσεις για την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση στις συναλλαγές. Με την παράγραφο 9 θεσπίζονται υποχρεώσεις για τη διαφανή, δίκαιη και μη εισάγουσα διακρίσεις διάρθρωση των χρεώσεων της ρυθμιζόμενης αγοράς. Στην παράγραφο 10 υπάρχουν ρυθμίσεις για τις εντολές μέσω συστημάτων διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών και στην παράγραφο 11 ρυθμίσεις για την παροχή προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στοιχείων σχετικά με την πρόσβαση στο βιβλίο εντολών.
Στο άρθρο 49 καθορίζονται ρυθμίσεις σχετικά με το βήμα τιμής σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα και τη μεθοδολογία που είναι αποδεκτή για τον καθορισμό του.
Στο άρθρο 50 (άρθρο 50 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) περιλαμβάνονται ρυθμίσεις τεχνικής φύσεως για το συγχρονισμό των ρολογιών εργασίας μεταξύ των τόπων διαπραγμάτευσης, των μελών και των συμμετεχόντων σε αυτούς προκειμένου να υπάρχει ορθή καταγραφή του χρόνου κάθε κοινοποιητέου συμβάντος.
Στο άρθρο 51 καθορίζονται οι κανόνες που πρέπει να θεσπίζει η ρυθμιζόμενη αγορά σχετικά με την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση. Οι κανόνες καθορίζονται μέσω του Κανονισμού της ρυθμιζόμενης αγοράς υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με τους όρους του παρόντος άρθρου. Στην παράγραφο 2 περιέχονται οι γενικές αρχές των κανόνων εισαγωγής με βασικό γνώμονα την δίκαιη και αποτελεσματική διαπραγμάτευση των εισαγόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων. Στην παράγραφο 3 περιέχονται γενικές αρχές των ρυθμίσεων του Κανονισμού έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση των εκδοτών κινητών αξιών με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών και τον τακτικό έλεγχο του αν τα εισηγμένα χρηματοπιστωτικό μέσα πληρούν τους όρους της αρχικής εισαγωγής. Στην παράγραφο 4 προβλέπεται η δυνατότητα εισαγωγής κινητής αξίας που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη τηρουμένων των διατάξεων του ν.3401/2005. Ο εκδότης σε αυτή την περίπτωση ενημερώνεται από την ρυθμιζόμενη αγορά για την εν λόγω εισαγωγή των κινητών αξιών του χωρίς ωστόσο να υπόκειται σε απευθείας παροχή πληροφοριών στην ρυθμιζόμενη αγορά εφόσον η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Στο άρθρο 52 καθορίζονται οι κανόνες αναστολής και διαγραφής χρηματοπιστωτικών μέσων από το διαχειριστή της αγοράς πέραν της σχετικής αντίστοιχης αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση που το χρηματοπιστωτικό μέσο δεν πληροί πλέον τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς, εκτός εάν το μέτρο αυτό ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Στην παράγραφο 2 προβλέπεται η αναστολή ή διαγραφή των παραγώγων που σχετίζονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο που αναστέλλεται ή διαγράφεται καθώς και η υποχρέωση της ρυθμιζόμενης αγοράς να δημοσιοποιήσει άμεσα την αναστολή ή διαγραφή και να την κοινοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στην παράγραφο 3 προβλέπεται η δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να ζητήσει από άλλους τόπους διαπραγμάτευσης που υπάγονται στην αρμοδιότητά της να αναστείλουν ή διαγράψουν το χρηματοπιστωτικό μέσο που ανεστάλη ή διεγράφη κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα. Στην παράγραφο 4 θεσπίζεται η αντίστοιχη με την παράγραφο 3 υποχρέωση αναστολής ή διαγραφής χρηματοπιστωτικού μέσου όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κοινοποίηση από ομόλογη αρχή της άλλου κράτους μέλους. Στην παράγραφο 5 θεσπίζεται η ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας αναστολής ή διαγραφής και όταν αίρεται η αναστολή.
Στο άρθρο 53 ρυθμίζονται οι κανόνες πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά και απόκτησης της ιδιότητας του μέλους σε αυτήν που απορρέουν από τον Κανονισμό της αγοράς, τους κανόνες των συναλλαγών και τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι στην ρυθμιζόμενη αγορά, εφόσον προβλέπεται στον Κανονισμό της, μπορούν να έχουν πρόσβαση όχι μόνο επιχειρήσεις επενδύσεων και πιστωτικά ιδρύματα αλλά και άλλα πρόσωπα που διαθέτουν εχέγγυα ήθους και ικανότητας, επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας και επάρκειας και όπου συντρέχει περίπτωση επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις και μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν. Στην παράγραφο 4 ορίζεται ποιες υποχρεώσεις του νόμου για την πληροφόρηση των πελατών, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας και συμβατότητας, την υποχρέωση εκτέλεσης εντολών με τους καλύτερους όρους και τους κανόνες χειρισμού των εντολών πελατών δεν χρειάζεται να εφαρμόζουν τα μέλη στις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και αυτές που πρέπει να τηρούν έναντι των πελατών τους όταν εκτελούν εντολές σε ρυθμιζόμενη αγορά. Η παράγραφος 5 ορίζει ότι πρέπει να παρέχεται από τις ρυθμιζόμενες αγορές πρόσβαση άμεσα ή εξ αποστάσεως σε επιχειρήσεις επενδύσεων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς δεν απαιτούν αυτοπρόσωπη παρουσία για τη διενέργεια των συναλλαγών. Οι παράγραφοι 6 και 7 ρυθμίζουν θέματα διευκόλυνσης δημιουργίας συστημάτων σε άλλες χώρες από ρυθμιζόμενη αγορά, αδειοδοτημένη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να διευκολυνθούν μέλη της εγκατεστημένα στις χώρες αυτές αλλά και ρυθμιζόμενων αγορών που έχουν λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος για την ίδια διαδικασία στην Ελλάδα.
Στο άρθρο 54 περιέχονται ρυθμίσεις για τον έλεγχο συμμόρφωσης των μελών προς τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς που συμμετέχουν. Ο έλεγχος αφορά ιδιαίτερα τις εντολές που αποστέλλονται, τις ακυρώσεις αυτών, τις συναλλαγές με σκοπό τον εντοπισμό παραβιάσεων των κανόνων της αγοράς αλλά και πιθανών παραβιάσεων της νομοθεσίας περί κατάχρησης αγοράς. Η παράγραφος 2 αναφέρεται στην υποχρέωση των διαχειριστών αγορών να ενημερώνουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν διαπιστώνουν σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων τους και συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών. Στην παράγραφο 3 προβλέπονται ειδικότερες υποχρεώσεις των διαχειριστών αγοράς να αναφέρονται στις αρχές για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς για την υποβοήθηση του έργου της.
Στο άρθρο 55 περιέχονται διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλόμενου, εκκαθάρισης και διακανονισμού με τα οποία μπορεί να συνάπτει συμφωνίες η ρυθμιζόμενη αγορά καθώς και για τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αντιταχθεί σε τέτοιες συμφωνίες μόνο σε περίπτωση που τούτο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς.
Στο άρθρο 56 προβλέπεται η κατάρτιση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταλόγου ρυθμιζόμενων αγορών για τις οποίες έχει εκδώσει άδεια λειτουργίας και η κοινοποίησή τους στις αρμόδιες αρχές των υπολοίπων κρατών μελών και στην ΕΑΚΑΑ.
Με το άρθρο 57 καθορίζονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όρια θέσης, με βάση τη μέθοδο που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, σχετικά με το μέγεθος της καθαρής θέσης που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο, συνολικά σε επίπεδο ομίλου, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Σκοπός της θέσπισης των ορίων αυτών είναι η αποφυγή φαινομένων κατάχρησης της αγοράς, η επίτευξη ορθών όρων τιμολόγησης και διακανονισμού, και η διασφάλιση της σύγκλισης των τιμών των παραγώγων κατά τον μήνα παράδοσης και των τιμών για άμεση παράδοση του υποκείμενου εμπορεύματος. Τα όρια αυτά δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε θέσεις οι οποίες μειώνουν αντικειμενικά τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων σε σχέση με το εμπόρευμα.
Στην παρ. 5 ορίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το ίδιο παράγωγο εμπορεύματος και οι αρμόδιες αρχές των κατόχων θέσεων στο εν λόγω παράγωγο εμπορεύματος συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής των σχετικών στοιχείων μεταξύ τους προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση και την επιβολή του ενιαίου ορίου θέσης. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να επιτευχθεί ένα εναρμονισμένο καθεστώς ορίων θέσεων, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών παρακολουθεί την εφαρμογή των ορίων θέσεων και οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν ρυθμίσεις συνεργασίας συμπεριλαμβανομένης της μεταξύ τους ανταλλαγής σχετικών δεδομένων, καθώς και να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση και επιβολή των ορίων.
Στην παρ. 6 προβλέπεται ότι οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς οι οποίοι διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων θα πρέπει να καθορίσουν κατάλληλους ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων, προβλέποντας τις αναγκαίες εξουσίες τουλάχιστον για την παρακολούθηση των πληροφοριών σχετικά με τις θέσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων και την πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης από πρόσωπα σχετικά με το μέγεθος και τον σκοπό της θέσης ή της έκθεσης που δημιουργήθηκε, πληροφορίες σχετικό με πραγματικούς ή υποκείμενους δικαιούχους, τυχόν συμφωνίες για συντονισμένες ενέργειες, καθώς και για κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού (assets and liabilities) στην υποκείμενη αγορά, περιλαμβανομένου κάθε περιουσιακού στοιχείου, την απαίτηση της μείωσης ή της παύσης αυτών των θέσεων και την απαίτηση επαναφοράς της ρευστότητας στην αγορά για να μετριασθούν οι επιπτώσεις μιας μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης.
Στην παρ. 9 προβλέπεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει πιο περιοριστικά όρια από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, όπου αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει στον διαδικτυακό της τόπο τις λεπτομέρειες των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων που αποφασίζει να επιβάλει, τα οποία πρέπει να ισχύουν για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους έξι (6) μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στον διαδικτυακό της τόπο. Τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων μπορούν να ανανεωθούν για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι (6) μήνες κάθε φορά, εάν οι λόγοι για τον περιορισμό εξακολουθούν να ισχύουν. Αν δεν ανανεωθούν μετά την πάροδο αυτών των έξι μηνών, λήγουν αυτόματα.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την επιβολή πιο περιοριστικών ορίων θέσεων. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικό όρια θέσεων. Η ΕΑΚΑΑ εντός 24 ωρών εκδίδει γνώμη σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής περίπτωσης, η οποία δημοσιεύεται στον διαδικτυακό της τόπο.
Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στον διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους της εν λόγω επιβολής.
Σύμφωνα με την παρ. 10 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εξουσίες της όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του παρόντος νόμου για παραβάσεις επί των ορίων θέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για:
α) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει θεσπίσει για συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων,
β) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.
Στο άρθρο 58 προβλέπονται οι απαιτήσεις διαφάνειας για τις ΑΕΠΕΥ ή τους διαχειριστές αγοράς οι οποίοι διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων. Οι ανωτέρω τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να δημοσιεύουν σε εβδομαδιαία βάση λεπτομερή συγκεντρωτικά στοιχεία των θέσεων που κατέχουν διάφορες κατηγορίες προσώπων για τις διάφορες συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα αυτών, που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις πλατφόρμες τους. Τα όρια θέσεων θα πρέπει να καθορίζονται για κάθε επιμέρους σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων. Επίσης, θα πρέπει να παρέχεται στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον σε ημερήσια βάση αναλυτική και λεπτομερής περιγραφή των θέσεων που κατέχουν όλα τα πρόσωπα. Οι ρυθμίσεις για την παροχή ενημέρωσης δυνάμει του παρόντος νόμου και του άρθρου 26 του Κανονισμού (EE) αριθ. 600/20104 θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, κατά περίπτωση, τις απαιτήσεις παροχής ενημέρωσης αναφοράς που προβλέπονται ήδη σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (EE) αριθ. 1227/2011.
Στον Τίτλο V άρθρα 59-66 ρυθμίζεται για πρώτη φορά η παροχή βασικών υπηρεσιών δεδομένων, που είναι καίριας σημασίας ώστε οι επενδυτές να αποκτούν μια ικανή επισκόπηση της συναλλακτικής δραστηριότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προκειμένου η αρμόδια αρχή να λαμβάνει ακριβείς και σαφείς πληροφορίες αναφορικά με τις σχετικές συναλλαγές. Για το λόγο αυτό και για τη διασφάλιση του αναγκαίου επιπέδου ποιότητας, η παροχή των υπηρεσιών δεδομένων θα υπόκειται σε χορήγηση προηγούμενης άδειας λειτουργίας, εποπτεία και νομοθετική ρύθμιση. Ειδικότερα:
Στο Τμήμα 1 (άρθρα 59-62) ρυθμίζονται οι γενικές απαιτήσεις και διαδικασίες για την χορήγηση και ανάκληση άδειας λειτουργίας παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που αφορούν σε όλα τα είδη παρόχων αναφοράς δεδομένων (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ., Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.):
Στο άρθρο 59 προβλέπεται η υποχρέωση προηγούμενης χορήγησης άδειας λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Κατά παρέκκλιση του βασικού κανόνα προηγούμενης χορήγησης άδειας λειτουργίας, ΑΕΠΕΥ που διαχειρίζεται τόπο διαπραγμάτευσης ή διαχειριστής αγοράς (που έχει λάβει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) επιτρέπεται να παρέχει υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εξακρίβωσης της συμμόρφωσής τους με το παρόν κεφάλαιο. Διευκρινίζεται, ότι οι ΑΕΠΕΥ, στην άδεια των οποίων δεν περιλαμβάνεται η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων, έπειτα από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας για την παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 59 και εφόσον διαπιστώσει ότι η αιτούσα ΑΕΠΕΥ πληροί όλες τις απαιτήσεις του σχετικού κεφαλαίου. Προβλέπεται επίσης ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τηρεί προσβάσιμο στο κοινό μητρώο με τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που έχουν αδειοδοτηθεί από αυτήν. Στο μητρώο αυτό περιλαμβάνονται και οι ΑΕΠΕΥ που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι διαχειριστές αγοράς που έχουν λάβει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που παρέχουν υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου.
Στο άρθρο 60 (άρθρο 60 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) προβλέπεται ότι στην άδεια λειτουργίας προσδιορίζονται οι υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων που επιτρέπεται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και ορίζεται ότι η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο άρθρο 61 (άρθρο 61 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) προβλέπονται οι απαιτήσεις που πρέπει να διαπιστώσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πως πληροί ο αιτών πριν τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και οι διαδικασίες έγκρισης της αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας. Στην παρ. 3 προβλέπεται ότι οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα και το μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.
Στο άρθρο 62 (άρθρο 62 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγήσει.
Στο άρθρο 63 (άρθρο 63 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) καθορίζονται οι απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του παρόχου αναφοράς δεδομένων, είτε ατομικά είτε συλλογικά. Οι απαιτήσεις αφορούν στην καλή φήμη, γνώσεις, ικανότητες, πείρα και χρόνο που διαθέτουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Ο πάροχος υπηρεσιών γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, κάθε αλλαγή στη σύνθεσή του και όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του παρόχου με τις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου.
Στο Τμήμα 2 (άρθρα 63-66) ρυθμίζονται οι ειδικότερες οργανωτικές απαιτήσεις για καθένα από τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ, Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ., Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ..
Στο άρθρο 64 (άρθρο 64 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) καθορίζονται οι οργανωτικές απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούν κατά τη λειτουργία τους οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ, ώστε η εισαγωγή εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσιοποίησης συναλλαγών να βελτιώνει την ποιότητα των πληροφοριών συναλλακτικής διαφάνειας που δημοσιοποιούνται εκτός των οργανωμένων αγορών και να διασφαλίζει τη δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών κατά τρόπο που διευκολύνει την ενοποίησή τους με δεδομένα που δημοσιεύουν οι τόποι διαπραγμάτευσης.
Στο άρθρο 65 (άρθρο 65 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) καθορίζονται οι οργανωτικές απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούν κατά τη λειτουργία τους οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. για τη συγκέντρωση των δημοσιευμένων πληροφοριών και την ενοποίηση σε συνεχή ροή των δημοσιευμένων ηλεκτρονικών δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20 του Κανονισμού (EE) 600/2014. Στα πλαίσια της παρούσας δομής της αγοράς που επιτρέπει τον ανταγωνισμό μεταξύ περισσότερων τόπων διαπραγμάτευσης, η ρύθμιση της παροχής από ιδιωτικούς φορείς ενός αποτελεσματικού και αναλυτικού ενοποιημένου δελτίου παρακολούθησης για μετοχές και χρηματοπιστωτικά μέσα που προσομοιάζουν σε μετοχές θα συμβάλλει στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς και στη πρόσβαση των συμμετεχόντων στην αγορά σε μια ενοποιημένη εικόνα των διαθέσιμων πληροφοριών συναλλακτικής διαφάνειας. Η προβλεπόμενη ρύθμιση βασίζεται στην αδειοδότηση και εποπτεία με βάση προκαθορισμένες παραμέτρους των παρόχων, με στόχο την παροχή τεχνικά προηγμένων και καινοτόμων λύσεων προς το μέγιστο δυνατό όφελος της αγοράς και τη διάθεση δεδομένων για την αγορά με συνεπή και ακριβή τρόπο. Τέλος, για να εξασφαλιστεί ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των παρόχων θα βασίζεται στην ποιότητα των υπηρεσιών και όχι στο εύρος των καλυπτόμενων δεδομένων, προβλέπεται πως οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. θα πρέπει να ενοποιούν τα δεδομένα από όλους τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και τους τόπους διαπραγμάτευσης.
Στο άρθρο 66 (άρθρο 66 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) καθορίζονται οι οργανωτικές απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούν κατά τη λειτουργία τους οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή, πλήρης και ακριβής γνωστοποίηση των συναλλαγών που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων στην αρμόδια αρχή το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από εκείνη που πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή.
Στον Τίτλο VI (άρθρα 67-86) προβλέπονται οι αρμοδιότητες και η συνεργασία των αρμόδιων αρχών. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 67, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία των διατάξεων του νόμου. Κατ' εξαίρεση, ως προς την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 3, της παρ. 3 του άρθρου 9, των άρθρων 14, 16 έως 23, 29, 34-ενότητα Α εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού, 34-ενότητα Β εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού, 35-ενότητα Α εκτός των παρ. 2 έως 6 και της παρ. 8 του άρθρου αυτού,35-ενότητα Β εκτός των παρ. 2, 3 και 6 του άρθρου αυτού, 36 έως 38 , του άρθρου 42 του Κανονισμού (EE) αριθ. 600/2014, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού και των αντίστοιχων άρθρων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκδοθεισών πράξεων προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, αρμόδια είναι η Τράπεζα της Ελλάδος. Η παράγραφος 2 αποτελεί γενική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία οι εποπτικές αρχές έχουν όλες τις εξουσίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Η παράγραφος 3 προβαίνει σε εξειδίκευση και απαρίθμηση των εξουσιών που ανατίθενται στις δύο αρχές, κατά το λόγο των αρμοδιοτήτων τους, ενώ η παράγραφος 4 περιέχει τις εξουσίες που δύναται να ασκεί αποκλειστικά η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λόγω των εκτεταμένων αρμοδιοτήτων εποπτείας που εξ αντικειμένου της ανατίθενται από το νόμο. Η παράγραφος 5 προβλέπει ότι Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί επιπλέον και τις εξουσίες εποπτείας που της έχουν ανατεθεί βάσει των διατάξεων του ν. 4261/2014. Η παράγραφος 6 προβλέπει την δυνατότητα των εποπτικών αρχών να ασκούν τις αρμοδιότητες τους είτε άμεσα είτε με τη συνεργασία άλλων αρχών ή και με αίτηση στις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Η παράγραφος 7 παρέχει εξουσιοδότηση προς τις εποπτικές αρχές να καθορίζουν, τα στοιχεία που υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι.
Το άρθρο 68 αναφέρεται στην αμοιβαία υποχρέωση συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος και ιδίως στην υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών και παροχής κάθε αναγκαίας συνδρομής. Η παράγραφος 2 αναφέρει ζητήματα που εξειδικεύονται περαιτέρω με το Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ των δύο εποπτικών αρχών. Ειδικότερα, επαναλαμβάνονται τα ζητήματα τα οποία προβλέπονταν ήδη στην οικεία διάταξη του 3606/2007 και τα οποία αποτελούν ήδη αντικείμενο του Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ των δύο αρχών, ενώ προστίθενται ορισμένα επιπλέον ζητήματα που αφορούν την συνεργασία και επικοινωνία μεταξύ των εποπτικών αρχών.
Στο άρθρο 69 προβλέπονται οι διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που δύνανται να επιβάλλουν οι εποπτικές αρχές πέραν των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 67 του σχεδίου νόμου για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος. Επισημαίνεται ότι ενώ η παρ. 3 του άρθρου 70 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ αναφέρει συγκεκριμένες διατάξεις των οποίων η παράβαση πρέπει να θεωρείται παράβαση της Οδηγίας και επομένως να επιβάλλονται κυρώσεις από τις εποπτικές αρχές, το παρόν άρθρο, υιοθετώντας μια πιο αυστηρή προσέγγιση του έλληνα νομοθέτη , προβλέπει ότι η παράβαση κάθε διάταξης του παρόντος νόμου πρέπει να θεωρείται παράβαση δυνάμενη να επιφέρει τις προβλεπόμενες κυρώσεις και μέτρα. Ειδικότερα, η παρ. 1 ορίζει αυτές τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που επιβάλλονται από τις εποπτικές αρχές. Στις υφιστάμενες κυρώσεις του ν. 3606/2007, όπως αναπροσαρμόζονται, έχουν προστεθεί επίσης οι κυρώσεις και μέτρα που προβλέπονται στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ. Σε χωριστή παράγραφο 2 προβλέπεται η δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να επιβάλλει επίπληξη σε όποιο πρόσωπο παραβαίνει τις ως άνω διατάξεις, σύμφωνα με την διακριτική ευχέρεια που παρέχεται από την Οδηγία για τη θέσπιση περαιτέρω κυρώσεων από τον εθνικό νομοθέτη. Προκειμένου περί νομικών προσώπων, η παράγραφος 3 προβλέπει την δυνατότητα επιβολής των κυρώσεων των προηγούμενων παραγράφων, πέραν από το νομικό πρόσωπο, και στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτού ή και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο φέρει ευθύνη για την παράβαση των οικείων διατάξεων. Η παράγραφος 4 ορίζει τις περιστάσεις που λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη κατά τον καθορισμό και την επιμέτρηση των κυρώσεων και μέτρων. Η παράγραφος 5 προβλέπει την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου 1 και σε περίπτωση μη συνεργασίας ή συμμόρφωσης σε έρευνα ή αίτημα της εποπτικής αρχής. Η παράγραφος 6 επαναλαμβάνει, στο πρότυπο της σχετικής διάταξης του άρθρου 8 του ν. 3606/2007, την απαγόρευση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων από μη αδειοδοτημένες από την αρμόδια αρχή οντότητες, ενώ διατηρεί, σύμφωνα με την διακριτική ευχέρεια που παρέχεται από την Οδηγία, και την ποινική διάταξη, σύμφωνα με την οποία, όποιος κατά παράβαση της παραπάνω απαγόρευσης, με πρόθεση προβαίνει σε κατ' επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές. Στις περιπτώσεις αυτές προστίθεται αντίστοιχη απαγόρευση και ποινική διάταξη ως προς την παροχή υπηρεσιών ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ. Τέλος, προβλέπεται υποχρέωση των ελληνικών δικαστηρίων να διαβιβάζουν τις σχετικές καταδικαστικές τους αποφάσεις στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή, ως προς πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου οι τελευταίες να μπορούν να εκπληρώσουν τις σχετικές υποχρεώσεις ενημέρωσης της ΕΑΚΑΑ. Τέλος, με την παράγραφο 7 δίδεται δικαίωμα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας σε δίκες για τις αξιόποινες πράξεις της παραγράφου 6 του παρόντος νόμου, ανεξαρτήτως υποβολής από αυτήν ή μη της μηνυτήριας αναφοράς. Στην ίδια παράγραφο ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση μετά την έκδοση οριστικής απόφασης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δικαιούται να λάβει αντίγραφα του συνόλου της δικογραφίας, καθώς και της αποφάσεως, ανεξαρτήτως αν είχε δηλώσει ή όχι παράσταση πολιτικής αγωγής.
Το άρθρο 70 εισάγει ειδικότερες ρυθμίσεις σχετικά με την δημοσιοποίηση των αποφάσεων των εποπτικών αρχών για την επιβολή κυρώσεων. Στην παράγραφο 1 προβλέπεται η ανάρτηση των ως άνω αποφάσεων στον διαδικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής και οι πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονται κατ' ελάχιστον στην δημοσιοποίηση αυτή. Η παράγραφος 2 προβλέπει εξαίρεση από την δημοσιοποίηση σε περίπτωση που κριθεί ότι η δημοσιοποίηση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων είναι δυσανάλογη ή σε περίπτωση που η δημοσιοποίηση της απόφασης θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διενεργούμενους ελέγχους. Στις περιπτώσεις αυτές οι εποπτικές αρχές έχουν την δυνατότητα είτε να καθυστερήσουν την δημοσιοποίηση έως ότου παύσουν οι λόγοι για τη μη δημοσίευση είτε να δημοσιοποιήσουν την απόφαση χωρίς αναφορά ονομάτων είτε, τέλος, να απέχουν τελείως από την δημοσιοποίηση, αν κρίνουν ότι οι προηγούμενες δυνατότητες δεν επαρκούν για τη διασφάλιση ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή η αναλογικότητα της δημοσιοποίησης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με τα επιβληθέντα μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας. Η παράγραφος 3 επεκτείνει την δημοσιοποίηση σε περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης ή προσφυγής κατά των αποφάσεων των εποπτικών αρχών για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου. Στην περίπτωση αυτή δημοσιεύονται σχετικές πληροφορίες καθώς και περαιτέρω ενημέρωση σχετικά με την έκβαση τους. Η παράγραφος 4 προβλέπει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παραμένουν δημοσιοποιημένες οι πληροφορίες του παρόντος άρθρου. Παράλληλα προβλέπεται η υποχρέωση για την ενημέρωση της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιοποιηθούν, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αιτήσεων ακύρωσης ή προσφυγών κατά αυτών. Τέλος προβλέπεται ότι οι εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις αποφάσεις επιβολής ποινικών κυρώσεων και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ. Σύμφωνα με την παράγραφο 5, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που έχουν επιβάλλει και με τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε ετήσια βάση, ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 6 υποχρεούνται να γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που έχουν δημοσιοποιήσει.
Το άρθρο 71 αναφέρεται στην δυνατότητα καταγγελίας στις εποπτικές αρχές παραβάσεων ή ενδεχόμενων παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (EE) 600/2014, σύμφωνα με διαδικασίες και μηχανισμούς που καθορίζουν. Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι οι μηχανισμοί για την καταγγελία των παραβάσεων πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον ειδικές διαδικασίες για την λήψη των καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις καταγγελίες κατάλληλη προστασία έναντι αντιποίνων για εργαζόμενους σε εποπτευόμενους φορείς που καταγγέλλουν παραβάσεις αλλά και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων που εμπλέκονται. Σύμφωνα με την παράγραφο 3, και οι εποπτευόμενοι φορείς υποχρεούνται να έχουν διαδικασίες ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να καταγγέλλουν εσωτερικά παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.
Το άρθρο 72 προβλέπει το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων των εποπτικών αρχών που επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα.
Στο άρθρο 73 προβλέπεται η εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Στην παράγραφο 1 προβλέπεται η συνεργασία των εποπτευομένων με φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την υποβολή καταγγελιών ή παραπόνων πελατών, ενώ η παράγραφος 2 εισάγει την υποχρέωση των φορέων αυτών να συνεργάζονται με αντίστοιχους φορείς άλλων κρατών μελών για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών. Η παράγραφος 3 επαναλαμβάνει την υποχρέωση γνωστοποίησης στην ΕΑΚΑΑ πληροφοριών που είναι διαθέσιμες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τις διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών.
Η παρ. 1 του άρθρου 74 ορίζει την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, και από κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς τους εντεταλμένους από αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, διατηρώντας τις ίδιες ρυθμίσεις σε σχέση με την οικεία διάταξη του ν. 3606/2007. Ως εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοούνται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα παραπάνω πρόσωπα από τους εποπτευόμενους φορείς που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 12 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991, καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπο. Η υποχρέωση τήρησης απορρήτου αίρεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 13 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991, καθώς και όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κοινοποίησε την πληροφορία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η παράγραφος 3 ορίζει ότι οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται ανάλογα και ως προς την ΤτΕ κατά το λόγο της αρμοδιότητας της.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 75 προβλέπεται η υποχρέωση των ορκωτών ελεγκτών λογιστών και των ελεγκτικών γραφείων που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών εποπτευόμενων φορέων ή κάθε άλλη νόμιμη δραστηριότητα στο πλαίσιο των καθηκόντων τους να αναφέρουν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω φορέα που περιέρχεται σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και το οποίο ενδέχεται να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων του εν λόγω φορέα ή να θέτει σε κίνδυνο τη λειτουργία του ή να οδηγήσει σε άρνηση έκφρασης γνώμης για τις οικονομικές καταστάσεις ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ' αυτών. Η παράγραφος 2 επεκτείνει την υποχρέωση αναφοράς της παραγράφου 1 και ως προς γεγονότα ή αποφάσεις που περιήλθαν σε γνώση των ως άνω ορκωτών ελεγκτών λογιστών ή ελεγκτικών εταιριών στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους σε επιχειρήσεις που έχουν στενούς δεσμούς με τον εποπτευόμενο φορέα τον οποίο ελέγχουν. Η παράγραφος 3 παρέχει νομική προστασία στα παραπάνω πρόσωπα που προβαίνουν σε καλόπιστη αναφορά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, απαλλάσσοντάς τα από κάθε ευθύνη τους που μπορεί να απορρέει από την εν λόγω γνωστοποίηση και κατά παρέκκλιση από οποιοδήποτε συμβατικό ή νόμιμο περιορισμό ως προς τη γνωστοποίηση αυτή.
Τέλος, το άρθρο 76 προβλέπει την υποχρέωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγει κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του ν. 2472/1997 και του Κανονισμού (ΕΚ) 45/2001.
Στο άρθρο 77 προβλέπεται η συνεργασία Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και Τράπεζας της Ελλάδος με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για την ανταλλαγή πληροφοριών και γενικότερα την παροχή συνδρομής. Στην παρ. 1 ορίζεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως σημείο επικοινωνίας για το σκοπό αυτό. Στην παρ. 4 προβλέπεται η υποχρέωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος να ενημερώσει την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους για στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της αναφορικά με τη μη τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου της Οδηγίας 2014/65/ΕΚ ή του Κανονισμού (EE) αριθ. 600/2014 στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της. Στην παρ. 5 προβλέπονται υποχρεώσεις ενημέρωσης της ΕΑΚΑΑ αναφορικά με αιτήματα για τον περιορισμό του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 3 στοιχείο ιβ) και με τυχόν περιορισμούς σχετικά με τη δυνατότητα προσώπων να λαμβάνουν θέση σε παράγωγο επί εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 4 στοιχείο γ). Στην παρ. 6 προβλέπονται ρυθμίσεις συνεργασίας, όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής, μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των δημοσίων φορέων που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών. Στην παρ. 7 αναφορικά με τα παράγωγα επί βασικών γεωργικών προϊόντων προβλέπεται η συνεργασία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών.
Στο άρθρο 78 ρυθμίζεται η συνεργασία μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή Τράπεζας της Ελλάδος και των αρμόδιων αρχών άλλου κράτους μέλους σε εποπτικές δραστηριότητες, σε επιτόπιους ελέγχους ή σε έρευνες.
Στο άρθρο 79 προβλέπεται η διαδικασία για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της εποπτικής αρχής άλλου κράτους μέλους για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους. Στην παρ. 1 προβλέπεται η δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να ορίζει ότι οι χορηγούμενες πληροφορίες μπορούν να γνωστοποιούνται περαιτέρω μόνο με τη ρητή συγκατάθεσή της. Στην παρ. 2 προβλέπεται η δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάζει τις πληροφορίες που λαμβάνει από εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία οφείλει να μη διαβιβάσει περαιτέρω τις πληροφορίες χωρίς τη ρητή συναίνεση της αρχής που τις χορήγησε. Στην παρ. 3 προβλέπονται οι περιπτώσεις για τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιούνται οι ληφθείσες εμπιστευτικές πληροφορίες.
Στο άρθρο 80 προβλέπεται η ενημέρωση της ΕΑΚΑΑ για τις περιπτώσεις άρνησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος επί αιτήματος συνεργασίας της εποπτικής αρχής άλλου κράτους μέλους.
Στο άρθρο 81 προβλέπονται οι περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να αρνηθεί τη συνεργασία σε αίτημα της εποπτικής αρχής άλλου κράτους μέλους για τη διεξαγωγή έρευνας, επιτόπιου ελέγχου ή εποπτικής δραστηριότητας ή για ανταλλαγή πληροφοριών.
Στο άρθρο 82 προβλέπεται η διαβούλευση πριν από την αδειοδότηση ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους.
Στο άρθρο 83 προβλέπονται οι εξουσίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος να ζητούν από τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων στατιστικά και άλλα στοιχεία.
Στο άρθρο 84 προβλέπεται η δυνατότητα λήψης προληπτικών μέτρων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής όταν η επιχείρηση επενδύσεων άλλου κράτους μέλους έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα ή παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα χωρίς εγκατάσταση.
Στο άρθρο 85 προβλέπεται η συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος με την ΕΑΚΑΑ.
Στο άρθρο 86 προβλέπεται η σύναψη συμφωνιών συνεργασίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες, εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου και η ανταλλαγή των πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων των αρμόδιων αρχών και είναι σύμφωνη με τις διατάξεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με την παρ. 2 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν δύναται να κοινοποιήσει τις πληροφορίες χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις διαβίβασαν.
Με το άρθρο 87 προβλέπεται η λειτουργία των Ανωνύμων Εταιρειών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης, στο πλαίσιο των προαιρετικών εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 3 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ιδίως ζητήματα σχετικά με την άδεια λειτουργίας, το μετοχικό κεφάλαιο και τον τακτικό έλεγχο ΑΕΕΔ. Με τη συγκεκριμένη πρόβλεψη οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών που αφορούν κινητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια και χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους. Περαιτέρω, οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μόνο στις επιχειρήσεις που ρητά αναφέρονται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου.
Στην παράγραφο 7 γίνεται ρητή αναφορά στις διατάξεις του νόμου οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά στις ΑΕΕΔ σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας και τις οργανωτικές απαιτήσεις, καθώς και τις υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας, ενώ προβλέπεται ότι με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι και διαδικασία αδειοδότησης και οι οργανωτικές απαιτήσεις των εταιρειών αυτών.
Στο άρθρο 88 επαναλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 38 του ν. 3606/2007 σχετικά με την προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΕΔ και στο άρθρο 89 επαναδιατυπώνεται το άρθρο 22 του ν. 3606/2007 σχετικά με την προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ.
Με το άρθρο 90 προτείνεται η αναμόρφωση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου περί ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, με σκοπό την απλούστευση και επιτάχυνση της διαδικασίας, την εξοικονόμηση δαπανών, την ενδυνάμωση του εποπτικού ρόλου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και εν τέλει την ταχύτερη, πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματικότερη ολοκλήρωση της εξαιρετικής αυτής διαδικασίας, προκειμένου η ΑΕΠΕΥ να μεταβεί ομαλά και έχοντας επιτύχει τη μέγιστη δυνατή προστασία των συμφερόντων των επενδυτών, στην επόμενη φάση της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Η σημαντικότερη αλλαγή είναι η διενέργεια της ειδικής εκκαθάρισης από ένα πρόσωπο, τον Ειδικό Εκκαθαριστή, ο οποίος θα αντικαταστήσει τα έως τώρα δύο όργανα της ειδικής εκκαθάρισης, τον Επόπτη και τον Εκκαθαριστή. Ειδικότερα, στην πλειονότητα ΑΕΠΕΥ υπό ειδική εκκαθάριση, αν και ο νόμος προβλέπει αποκλειστικές προθεσμίες - πενθήμερη προθεσμία τόσο για την εκδίκαση της αίτησης διορισμού εκκαθαριστή από το αρμόδιο δικαστήριο όσο και για την έκδοση της σχετικής απόφασης - καθυστερεί σημαντικά η έναρξη της διαδικασίας λόγω φόρτου εργασίας των δικαστηρίων. Επιπλέον, από την έως τώρα εμπειρία κρίθηκε ότι θα είναι επαρκής η εποπτεία της διαδικασίας από ένα μόνο πρόσωπο, το οποίο - εφόσον προκύψει ανάγκη - θα δύναται να ζητήσει τη συνδρομή συμβούλου. Τέλος, η ύπαρξη ενός μόνο εποπτεύοντος προσώπου συνεπάγεται εξοικονόμηση πόρων για την ΑΕΠΕΥ. Το πρόσωπο αυτό κρίθηκε σκόπιμο να είναι δικηγόρος, ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή οικονομολόγος ώστε να διαθέτει το απαιτούμενο κύρος και κατάρτιση, και δεν ονομάζεται πλέον Επόπτης, αλλά Ειδικός Εκκαθαριστής.
Μία επιπλέον σημαντική αλλαγή είναι η πρόβλεψη ότι ο Ειδικός Εκκαθαριστής αναλαμβάνει καθήκοντα εκκαθαριστή για τη διενέργεια πράξεων εκκαθάρισης του κ.ν. 2190/1920, σε περίπτωση που μετά την ολοκλήρωση της ειδικής εκκαθάρισης δεν καθίσταται δυνατός ο ορισμός εκκαθαριστών με κανέναν από τους προβλεπόμενους τρόπους (εκλογή από τη Γενική Συνέλευση ή ορισμός προσωρινής διοίκησης με δικαστική απόφαση). Με την πρόβλεψη αυτή σκοπείται η αντιμετώπιση των περιπτώσεων, στις οποίες η οριζόμενη από το δικαστήριο προσωρινή διοίκηση δεν αναλαμβάνει καθήκοντα, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται σημαντικά η συνέχιση της διαδικασίας ή ακόμη και να καθίσταται αμφίβολη η ολοκλήρωσή της. Ειδικότερα:
Στο εδάφιο 2 της παραγράφου 2 διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 εφαρμόζονται συμπληρωματικά και εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις περί ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ.
Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, η ειδική εκκαθάριση διενεργείται από ένα πρόσωπο, τον Ειδικό Εκκαθαριστή, ο οποίος αντικαθιστά τα έως τώρα δύο όργανα της ειδικής εκκαθάρισης, ήτοι τον Επόπτη και τον Εκκαθαριστή. Λαμβανομένου υπόψη αφενός ότι κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης κατά κανόνα προκύπτουν πλείστα νομικά και άλλα τεχνικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων προϋποθέτει ειδικές γνώσεις, και αφετέρου ότι σκοπός της ειδικής εκκαθάρισης είναι η προστασία των συμφερόντων των επενδυτών- πελατών της ΑΕΠΕΥ, κρίθηκε σκόπιμο ο Ειδικός Εκκαθαριστής να είναι δικηγόρος, ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή οικονομολόγος, διότι λόγω των επιστημονικών του προσόντων και της ιδιαίτερης λειτουργηματικής φύσης και αποστολής του, παρέχει τα εχέγγυα για την ομαλή και αποτελεσματική διεξαγωγή της διαδικασίας. Περαιτέρω ορίζεται, ότι ο Ειδικός Εκκαθαριστής θα επιλέγεται από κατάλογο 20 τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ' έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Για λόγους σαφήνειας ορίζεται ως χρόνος ανάληψης των καθηκόντων του Ειδικού Εκκαθαριστή, ο χρόνος επίδοσης σε αυτόν της απόφασης διορισμού του.
Στο έβδομο εδάφιο της παραγράφου 3 εισάγεται προϋπόθεση για τον διορισμό συμβούλου του Ειδικού Εκκαθαριστή, ήτοι ο διορισμός να δικαιολογείται από τον όγκο ή τη δυσκολία των εργασιών ειδικής εκκαθάρισης και να αφορά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στο όγδοο εδάφιο της παραγράφου 3 προβλέπεται ρητά η δυνατότητα του Ειδικού Εκκαθαριστή να διατηρεί το υπάρχον προσωπικό της ΑΕΠΕΥ ή να προσλάβει άλλο, το οποίο θα παρέχει συνδρομή κατά την εκτέλεση των εργασιών ειδικής εκκαθάρισης. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 προστέθηκαν με σκοπό την αποτροπή ενδεχόμενης αμέλειας ή ακόμη και κωλυσιεργίας κατά την εκτέλεση των εργασιών ειδικής εκκαθάρισης: ο Ειδικός Εκκαθαριστής θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει την ειδική εκκαθάριση εντός δώδεκα μηνών από τον διορισμό του, άλλως θα πρέπει να ζητήσει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παράταση με βάση αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών. Επίσης, καθορίζεται ρητά η έκταση της εποπτείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία δύναται ανά πάσα στιγμή να επαναξιολογεί το έργο του Ειδικού Εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου του, να αναπροσαρμόζει το ύψος της αμοιβής τους ή και να αποφασίζει την ανάκληση του διορισμού τους.
Όσον αφορά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5, κρίθηκε ότι η απόφαση παράτασης του χρόνου κάλυψης των αναγκαίων λειτουργικών δαπανών της ΑΕΠΕΥ από το Συνεγγυητικό πρέπει να λαμβάνεται λόγω αρμοδιότητας από το ίδιο Συνεγγυητικό, με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, και όχι από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όπως ισχύει σήμερα. Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 5, με το ίδιο σκεπτικό που αναφέρεται ανωτέρω για την παράγραφο 4, προβλέπεται ότι η κάλυψη των αναγκαίων λειτουργικών δαπανών από το Συνεγγυητικό δε θα γίνεται εφάπαξ αλλά τμηματικά, ανά δίμηνο, και εφόσον ο Ειδικός Εκκαθαριστής έχει εκτελέσει το αντίστοιχο τμήμα των εργασιών, όπως έχει δεσμευθεί με βάση το υποβληθέν χρονοδιάγραμμα.
Στην παράγραφο 6, η σφράγιση των κεντρικών γραφείων, των υποκαταστημάτων και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων της ΑΕΠΕΥ δεν είναι πλέον υποχρεωτική, αλλά εναπόκειται στην κρίση του Ειδικού Εκκαθαριστή, ο οποίος θα αξιολογήσει την αναγκαιότητα σφράγισης με βάση τα δεδομένα της ΑΕΠΕΥ. Επίσης προβλέπεται ότι κατά τη διαδικασία σφράγισης δεν διορίζονται πραγματογνώμονες κατ' εξαίρεση των προβλεπομένων στις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ, για λόγους εξοικονόμησης πόρων και δεδομένου ότι ο Ειδικός Εκκαθαριστής αφενός έχει ειδικές γνώσεις και αφετέρου έχει σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να προσλάβει σύμβουλο.
Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7, η προθεσμία αναγγελίας των απαιτήσεων αυξάνεται σε πέντε (5) μήνες, με βάση την αντίστοιχη πρόβλεψη στο άρθρο 66 παρ. 9 του ν. 2533/1997.
Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 7, για λόγους σαφήνειας αναδιατυπώθηκε η διαδικασία διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων: ο Ειδικός Εκκαθαριστής διαχωρίζει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας από τα περιουσιακά στοιχεία αφενός πελατών και αφετέρου τρίτων προσώπων. Επίσης ο ορισμός των περιουσιακών στοιχείων πελατών διευρύνθηκε και περιλαμβάνει επιπλέον τις περιπτώσεις τήρησης τίτλων σε άλλο σύστημα καταχώρησης και παρακολούθησης κινητών αξιών, πλην του Συστήματος Άυλων Τίτλων, και τις περιπτώσεις φύλαξης από τρίτους γενικά, και όχι μόνον από πιστωτικά ιδρύματα. Στην παράγραφο 8 απαριθμούνται αναλυτικά τα καθήκοντα του Ειδικού Εκκαθαριστή. Σε αυτά έχουν προστεθεί και ορισμένα καθήκοντα που προβλέπονται στις διατάξεις περί εκκαθάρισης του κ.ν. 2190/1920, τα οποία συνδέονται άμεσα και κρίνεται αναγκαίο να εκτελεστούν κατά την ειδική εκκαθάριση (π.χ. σύνταξη οικονομικών καταστάσεων, είσπραξη απαιτήσεων, μετατροπή σε χρήμα της εταιρικής περιουσίας). Ειδικά για τις οικονομικές καταστάσεις διευκρινίζεται ότι πρέπει να συντάσσονται τόσο κατά την έναρξη της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης έως και τη θέση της ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, όσο και από την έναρξη της ειδικής εκκαθάρισης έως τη λήξη της σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιριών.. Δεδομένου ότι οι ΑΕΠΕΥ υπό εκκαθάριση δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, κρίθηκε σκόπιμη η απαλλαγή τους από την υποχρέωση σύνταξης των οικονομικών καταστάσεων με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Γενική Συνέλευση προσκαλείται νόμιμα για να εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις και αυτή δεν προσέρχεται επανειλημμένα και για το σκοπό αποφυγής παρέλκυσης της διαδικασίας, εισάγεται - με βάση το σκεπτικό σχετικής γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους - τεκμήριο ότι συντάχθηκαν κατά τους νόμιμους τύπους. Ως επανειλημμένη μη προσέλευση νοείται η μη προσέλευση στην πρώτη Γενική Συνέλευση και στην επαναληπτική της. Για τον ίδιο ως άνω λόγο, προβλέπεται περαιτέρω ότι στις περιπτώσεις που η Γενική Συνέλευση συγκληθεί μεν, αλλά δεν εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις ο Ειδικός Εκκαθαριστής θα τις επανασυντάσσει ενσωματώνοντας τις σχετικές παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις ή δικαιολογώντας τυχόν απόκλιση, και με τη σύμφωνη γνώμη των ελεγκτών, οπότε οι οικονομικές καταστάσεις θα θεωρούνται εγκριθείσες.
Στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 ορίζεται, ότι στα καθήκοντα του Ειδικού Εκκαθαριστή περιλαμβάνονται και όλες οι αναγκαίες πράξεις για την εκπλήρωση των τρεχουσών αναγκών και γενικά την εύρυθμη λειτουργία της ΑΕΠΕΥ. Ως τέτοιες ενδεικτικά αναφέρονται η είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, η μετατροπή σε χρήμα της εταιρικής περιουσίας η μισθοδοσία των υπαλλήλων, η πληρωμή μισθωμάτων κλπ. Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 9, η σύμμετρη ικανοποίηση δύναται να αφορά μόνον περιπτώσεις μη επάρκειας χρηματικών διαθεσίμων και απαλείφθηκε η πρόβλεψη περί σύμμετρης ικανοποίησης σε περίπτωση μη επάρκειας τίτλων, καθώς η απόδοση τίτλων στους δικαιούχους τους γίνεται βάσει της σχετικής καταχώρισης στις μερίδες ΣΑΤ ή σε άλλο σύστημα καταχώρησης και παρακολούθησης κινητών αξιών.
Οι διατάξεις της παραγράφου 11 που αφορούν την περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης συμπληρώθηκαν και επαναδιατυπώθηκαν, με σκοπό την επιτάχυνση της διαδικασίας. Ειδικότερα, καταργείται η προϋπόθεση της έκδοσης δικαστικής απόφασης που κηρύττει την περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης και διατάσσει τη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης για τον ορισμό εκκαθαριστών. Στη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης προβαίνει πλέον ο Ειδικός Εκκαθαριστής με δική του πρωτοβουλία, μετά την ολοκλήρωση της ικανοποίησης απαιτήσεων. Αν δεν καταστεί δυνατή η εκλογή εκκαθαριστών από τη Γενική Συνέλευση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα περί προσωρινής διοίκησης. Αν εντός δώδεκα μηνών δεν καταστεί δυνατός ο ορισμός εκκαθαριστών με κανέναν από τους δύο τρόπους, αναλαμβάνει καθήκοντα εκκαθαριστή του κ.ν. 2190/1920 ο Ειδικός Εκκαθαριστής.
Στις παραγράφους 11 και 12 υπάρχει πρόβλεψη για την τήρηση των αρχείων της ΑΕΠΕΥ σε περίπτωση ολοκλήρωσης της ειδικής εκκαθάρισης ή σε περίπτωση διαγραφής της ΑΕΠΕΥ από το ΓΕΜΗ λόγω έλλειψης περιουσιακών στοιχείων.
Στην παράγραφο 13 προστέθηκε η πρόβλεψη για περιορισμένη ευθύνη του Ειδικού Εκκαθαριστή όσον αφορά τις απαιτήσεις που προκύπτουν μετά τον διορισμό του, μόνον στις περιπτώσεις του δόλου και της βαριάς αμέλειας.
Με το άρθρο 91 επαναλαμβάνεται η διατύπωση του άρθρου 23 του ν. 3606/2007 για την καταβολή ποσού σε πελάτη υπό εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ.
Στο άρθρο 92 προβλέπεται η δυνατότητα των ΑΕΠΕΥ να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτη χώρα, είτε με υποκατάστημα είτε χωρίς εγκατάσταση, εφόσον έχει υπογραφεί Πρωτόκολλο Συνεργασίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένου του Πολυμερούς Πρωτοκόλλου Συνεργασίας των χωρών μελών του Παγκόσμιου Οργανισμού Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (IOSCO). Για τη δραστηριοποίηση της ΑΕΠΕΥ αρκεί γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η υποβολή φακέλου με αναλυτικά στοιχεία για τη δραστηριοποίησή της στην αλλοδαπή.
Με το άρθρο 93 επαναδιατυπώνονται οι κύριες διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3606/2007 σχετικά με την διαδικασία πιστοποίησης των στελεχών όλων των παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών. Ωστόσο με τις περιπτ. στ) και ζ) της παρ. 1 αυξάνεται ο αριθμός των χορηγούμενων πιστοποιητικών καταλληλότητας λόγω εμπλουτισμού των αρμοδιοτήτων των αρμοδίων υπαλλήλων. Επίσης με το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 1 θεσμοθετείται η δυνατότητα των νομικών προσώπων της παραγράφου να μπορούν να χρησιμοποιούν για την παροχή των προαναφερόμενων υπηρεσιών, πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν πιστοποιητικό καταλληλότητας, εφόσον τα τελευταία αυτά πρόσωπα ενεργούν ως ασκούμενοι υπό την εποπτεία και ευθύνη άλλων φυσικών προσώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις των αμέσως προηγουμένων εδαφίων. Με την παρ. 3 ορίζεται η σύνθεση της τριμελής Επιτροπή των εξετάσεων, η θητεία και τα μέλη της
Με το άρθρο 94 επαναλαμβάνεται η διατύπωση του άρθρου 18 του ν. 3606/2007 για την σύνταξη οικονομικών καταστάσεων και τον τακτικό έλεγχο ΑΕΠΕΥ, ενώ με το άρθρο 95 επαναδιατυπώνεται η ρύθμιση του άρθρου 21Α του ν. 3606/2007 για τη μεταφορά συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, με προσαρμογή στις εφαρμοζόμενες διατάξεις του νόμου.
Με το άρθρο 96 επαναλαμβάνονται οι σχετικές διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 12 και της παρ. 11 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 σχετικά με τις οργανωτικές απαιτήσεις ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΟΕΕ ή πιστωτικών ιδρυμάτων και τις υποχρεώσεις πληροφόρησης των πελατών τους, όταν οι παραπάνω φορείς διαμεσολαβούν σε συμμετοχική χρηματοδότηση (Crowdfunding).
Με το άρθρο 97 αναφέρονται οι καταργούμενες διατάξεις, ενώ με το άρθρο 98 αναφέρονται οι μεταβατικές.
Με το άρθρο 99 αναφέρονται τα παραρτήματα I και II ως αναπόσπαστα τμήματα του νόμου.
Με το άρθρο 100 ορίζονται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδιες αρχές για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των εποπτευόμενων από αυτές οντοτήτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, καθώς και των υποκαταστημάτων οντοτήτων που έχουν έδρα σε τρίτη χώρα, βάσει του Κανονισμού (EE) 2015/2365.
Με το άρθρο 101 και το άρθρο 102 θεσπίζονται κανόνες σχετικά με την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του Κανονισμού (EE) 2015/2365. Οι κυρώσεις αυτές περιλαμβάνουν διοικητικά πρόστιμα, που πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.
Με το άρθρο 103 ρυθμίζονται τα ένδικα βοηθήματα κατά των αποφάσεων επιβολής προστίμων ή κυρώσεων.
Με το άρθρο 104 ενσωματώνεται το άρθρο 92 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, με το οποίο προστίθεται σημείο ζζ) στο στοιχείο ιη) της παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013, και τροποποιούνται ο τίτλος και οι παρ. 1 και 2 του όρθρου 33 του ν. 4209/2013
Με το όρθρο 105 αντικαθίσταται η παράγραφος 5 του άρθρου 12 του ν. 2166/1993, για την αποτελεσματικότερη είσπραξη των προστίμων που επιβάλλονται από την Κεφαλαιαγορά, δεδομένου ότι τα πρόστιμα αυτά επιβάλλονται και σε αλλοδαπά πρόσωπα χωρίς άλλη δραστηριότητα ή υποχρέωση στην Ελλάδα, και τα οποία δεν διαθέτουν Αριθμό Φορολογικού Μητρώου στην Ελλάδα.
Με το άρθρο 106 τροποποιούνται άρθρα 22 και 24 του ν.2778/1999 σχετικά με τις Εταιρίες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ)
Συγκεκριμένα, με την παράγραφο 1 τροποποιούνται οι περ. β)-δ) και στ) της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν.2778/199. Αναλυτικότερα, με την περ. β) θεσμοθετείται η δυνατότητα των ΑΕΕΑΠ να επενδύουν σε μακροχρόνιες μισθώσεις ακινήτων ελάχιστης διάρκειας 20 ετών. Επίσης, στο τελευταίο εδάφιο διευκρινίζεται ρητά η δυνατότητα των ΑΕΕΑΠ βάσει της παρ. 2 περ. α. του άρθρου 22 να επενδύουν και σε εμπορικά και βιομηχανικά ακίνητα και όχι μόνο σε ακίνητα τουριστικού ενδιαφέροντος.
Με την περίπτωση γ' προβλέπεται η δυνατότητα των ΑΕΕΑΠ να συνάπτει συμβολαιογραφικά προσύμφωνα ή συμβατικά κείμενα αντίστοιχου τύπου ως προς τη δεσμευτικότητα των μερών, ανάλογα με το εφαρμοστέο δίκαιο, και για επενδύσεις επί δικαιωμάτων, μετοχών ή μεριδίων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, καθώς λόγοι πληρότητας υπαγορεύουν τη δυνατότητα των ΑΕΕΑΠ να συνάπτουν προσύμφωνα για κάθε επένδυση που τους επιτρέπει ο νόμος.
Περαιτέρω, προκειμένου να λειτουργεί αποτελεσματικά η πρόβλεψη του Νόμου περί σύναψης προσυμφώνων για απόκτηση ακίνητης περιουσίας αλλά και για τις επενδύσεις επί δικαιωμάτων, μετοχών ή μεριδίων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου και να μην τίθενται οι ΑΕΕΑΠ σε μειονεκτική θέση έναντι του ανταγωνισμού, χωρίς ωστόσο να τίθενται σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ΑΕΕΑΠ, προβλέπεται η συμβατική διασφάλιση των κάτωθι ελάχιστων προϋποθέσεων των εν λόγω επενδύσεων :
i) του μέγιστου τιμήματος τους,
ii) το μέγιστου χρόνου κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου, ο οποίος δύναται να παρατείνεται με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, κατόπιν εισήγησης της Επενδυτικής Επιτροπής,
iii) τη προκαταβολής τιμήματος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του τιμήματος εφάπαξ ή με τμηματικές καταβολές και υπό την προϋπόθεση ότι η αξία του ακινήτου κατά την ημερομηνία καταβολής της προκαταβολής, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον τακτικό ανεξάρτητο εκτιμητή της παρ. 7 του άρθρου 22, είναι τουλάχιστον ίση με το σύνολο της δοθείσας ως το χρονικό αυτό σημείο προκαταβολής
ϊν) της ποινικής ρήτρας του πωλητή, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) της προκαταβολής ή η λήψη από τον πωλητή εμπράγματων ή/και ενοχικών εξασφαλίσεων για το ίδιο ως ανωτέρω ποσοστό.
Τέλος με γνώμονα πάντα το συμφέρον της ΑΕΕΑΠ, προστίθεται ειδική πρόβλεψη σχετικά με τα ακίνητα της περίπτωσης β' της παραγράφου 2, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος έναρξης των εργασιών δεν μπορεί να απέχει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους από την κατάρτιση του προσυμφώνου. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να παραταθεί για άλλους δώδεκα (12) μήνες με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ, κατόπιν εισήγησης της Επενδυτικής Επιτροπής.
Με την περίπτωση δ' του άρθρου 22 προβλέπεται η δυνατότητα της ΑΕΕΑΠ να επενδύει σε ποσοστό τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών ή μεριδίων εταιρίας εξαιρουμένων των προσωπικών εταιριών, με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο όχι μόνο σε ακίνητη περιουσία αλλά και/ή σε δικαιώματα ή/και απαιτήσεις ακίνητης περιουσίας κατά την έννοια της παραγράφου 2 και των περιπτώσεων α' και β' και γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου ή εταιρίας χαρτοφυλακίου. Με την εν λόγω πρόβλεψη αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα των ΑΕΕΑΠ σε σχέση με άλλους έλληνες ή ξένους επενδυτές ως προς τις επενδύσεις σε ακίνητα, στην περίπτωση που διατίθενται άμεσα ή μέσω κεφαλαιουχικών εταιριών, που έχουν την κυριότητά τους.
Με την παράγραφο 4 τροποποιείται η παράγραφος 3 περίπτωση στ" του άρθρου 22 του ως άνω νόμου. Με την εν λόγω τροποποίηση προβλέπεται η μείωση του υποχρεωτικού ποσοστού συμμετοχής της ΑΕΕΑΠ από 25% σε 10% των μετοχών ή μεριδίων εταιρίας ή οργανισμού της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 3 του άρθρου 22 , εξαιρουμένων των προσωπικών εταιριών, υπό την προϋπόθεση ότι σκοπός της εταιρίας εκτός από την απόκτηση, διαχείριση και εκμετάλλευση ακινήτων είναι και η παροχή υπηρεσιών άμεσα συνδεδεμένων και συναφών με τη χρήση, λειτουργία και εκμετάλλευση των ακινήτων αυτών. Σε κάθε περίπτωση ισχύουν τα όρια των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 22. Επίσης, στον αντίποδα συμμετοχής της ΑΕΕΑΠ σε εταιρία κατά τρόπο που δεν της εξασφαλίζει τον έλεγχο, προβλέπεται η υποχρεωτική συμμετοχή τουλάχιστον ενός μέλους με δικαίωμα ψήφου στο διοικητικό συμβούλιο ή στο αντίστοιχο διοικητικό όργανο στην περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρίας άλλης χώρας.
Με την παράγραφο 2 τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 24 του ν.2778/1999 προκειμένου να εναρμονιστεί με τις διατάξεις περί θεματοφυλακής του ν. 4209/2013 και του
Κανονισμού (EE) αριθ. 231/2013 της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2012, οι οποίες καλύπτουν πλέον όλα τα περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΕΑΠ.
Με το άρθρο 107 τροποποιείται η περίπτωση β της παρ.1 του άρθρου 122 του Κεφαλαίου Κ του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α' 87), με το οποίο ενσωματώθηκε στη νομοθεσία μας η Οδηγία 2014/59/ΕΕ για την ανάκαμψη και εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Στην περίπτωση που η ανάθεση αρμοδιοτήτων αρχής εξυγίανσης γίνεται στην αρμόδια αρχή εποπτείας πρέπει να εξασφαλίζεται ότι υπάρχει οργανωτική ανεξαρτησία μεταξύ της λειτουργίας εξυγίανσης και της εποπτικής ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής τόσο σε επίπεδο λήψης αποφάσεων όσο και σε επίπεδο προσωπικού. Η αρχική διάταξη προέβλεπε στην τριμελή Επιτροπή Λήψης Μέτρων Εξυγίανσης (ΕΛΜΕ) την ex officio συμμετοχή ως τρίτου μέλους του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Μελετών, Πιστοποίησης και Μηχανοργάνωσης της ΕΚ. Με την προτεινόμενη διάταξη, το τρίτο μέλος ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚ και είναι ο Προϊστάμενος μιας εκ των Διευθύνσεων Φορέων, Διεθνών Σχέσεων ή Μελετών της ΕΚ
Με το άρθρο 108 τροποποιούνται διατάξεις του ν. 3461/2006 (Α' 106) που αφορούν το αντάλλαγμα των δημοσίων προτάσεων.
Μέχρι σήμερα, κατ' εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 3461/2006 προβλέπεται η αποκλειστική χρήση από τον προτείνοντα της χρηματιστηριακής τιμής (market value), , χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις, για τον προσδιορισμό του δίκαιου και εύλογου ανταλλάγματος. Ωστόσο, εκτιμάται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το συγκεκριμένο κριτήριο δεν απεικονίζει την εύλογη αξία της εταιρείας και δεν προστατεύει τους μετόχους μειοψηφίας.
Για το λόγο αυτό προτείνεται να ισχύσουν πρόσθετες προϋποθέσεις οι οποίες θα συμβάλουν στον προσδιορισμό του δικαίου και εύλογου ανταλλάγματος σε περιπτώσεις υποχρεωτικής Δημόσιας Πρότασης.
Απαιτείται λοιπόν να προηγηθεί διαδικασία αποτίμηση της πραγματικής αξίας των εισηγμένων εταιρειών που αποτελούν αντικείμενο Δημοσίων Προτάσεων για τον προσδιορισμό του δίκαιου και εύλογου ανταλλάγματος σε περίπτωση που ισχύουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση θα επιλέγεται η μεγαλύτερη τιμή, σαν εύλογο και δίκαιο αντάλλαγμα μεταξύ της τιμής που προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 4 και της τιμής που προσδιορίζεται στην αποτίμηση και αφορά την κινητή αξία της υπό εξαγορά εταιρίας.
Περαιτέρω, η Οδηγία 25/2004/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε με το ν.3461/2006 προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες Εθνικές Αρχές να προσαρμόζουν την τιμή της υποχρεωτικής Δημόσιας Πρότασης.
Αντίστοιχες πολιτικές προσαρμογής της τιμής της υποχρεωτικής δημόσιας πρότασης έχουν υιοθετηθεί από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες με βασικό εργαλείο την επιβολή διαδικασίας αποτίμησης (valuation method) για τον προσδιορισμό της εύλογης τιμής (equitable prices) στο βαθμό που συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις χρησιμοποιώντας διεθνώς αποδεκτές μεθόδους με σκοπό να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των μετόχων (safeguard the rights of shareholders).
Με τις προβλεπόμενες διατάξεις έχουν υιοθετηθεί τρεις προϋποθέσεις όπου η ύπαρξη τουλάχιστον μίας εξ αυτών οδηγεί στον προσδιορισμό του δίκαιου και εύλογου ανταλλάγματος από τη διαδικασία αποτίμησης της εισηγμένης εταιρείας που είναι αντικείμενο υποχρεωτικής δημόσιας πρότασης.
Πρώτη προϋπόθεση είναι η περίπτωση που η τιμή των μετοχών έχει χειραγωγηθεί (have been manipulated) τους τελευταίους δεκαοκτώ (18) μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλλει δημόσια πρόταση. Ανάλογη προϋπόθεση έχει υιοθετηθεί και από άλλες χώρες της Ε.Ε. με τον όρο να έχει διαπιστωθεί η χειραγώγηση και να υπάρχουν σχετικές αποφάσεις από τα Όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με την προϋπόθεση αυτή διασφαλίζεται ότι η τιμή της υποχρεωτικής δημόσιας πρότασης δεν θα υπολογισθεί με βάση την τρέχουσα τιμή σε μετοχή που έχει χειραγωγηθεί, αλλά από τη διαδικασία αποτίμησης της υπό εξαγορά εταιρείας. Δεύτερη προϋπόθεση είναι να υπάρχει σχετική εμπορευσιμότητα στη μετοχή που είναι αντικείμενο δημόσιας πρότασης για το χρονικό διάστημα των τελευταίων έξι (6) μηνών από τη ημερομηνία που ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλλει δημόσια πρόταση. Ανάλογη προϋπόθεση ισχύει και σε άλλη χώρα της Ε.Ε. και σκοπό έχει η τιμή της δημόσιας πρότασης να διαμορφώνεται στη χρηματιστηριακή αγορά σε ανταγωνιστικό περιβάλλον με σχετικά υψηλή εμπορευσιμότητα (60% των ημερών της περιόδου να έχουν πραγματοποιηθεί συναλλαγές ή οι συναλλαγές σε τεμάχια αθροιστικά να μην υπολείπονται του 10% των συνολικών μετοχών) στην κρίσιμη περίοδο των τελευταίων έξι (6) μηνών πριν από την ημερομηνία υποβολής της δημόσιας πρότασης.
Τρίτη προϋπόθεση είναι η τιμή της υποχρεωτικής δημόσιας πρότασης, η οποία προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου 3461/2006 άρθρο 9, παράγραφος 4, να μην υπολείπεται του 80% της λογιστικής αξίας ανά μετοχή, όπως αυτή προσδιορίζεται ως ο μέσος όρος των τελευταίων δύο δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων της υπό εξαγορά εταιρείας σε ενοποιημένη βάση.
Η προϋπόθεση αυτή αποβλέπει στην προστασία των μικρομετόχων καθώς έχει διαπιστωθεί ότι τα τελευταία χρόνια η τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων μετοχών, ειδικά για τις εταιρείες μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης, υπολείπονται σημαντικά της λογιστικής αξίας.
Στην προϋπόθεση αυτή χρησιμοποιήθηκε η λογιστική αξία της εισηγμένης εταιρείας που είναι αντικείμενο δημόσιας πρότασης γιατί το οικονομικό αυτό μέγεθος είναι εύκολα αναγνωρίσιμο, ο υπολογισμός του ακολουθεί συγκεκριμένη μεθοδολογία με βάση τα ΔΠΧΑ και είναι γενικά αποδεκτό σαν μέγεθος που απεικονίζει την εύλογη αξία της εταιρείας. Ο προσδιορισμός του επιπέδου 80% της μέσης καθαρής θέσης της εταιρείας προήλθε από επεξεργασία των οικονομικών στοιχείων του συνόλου των εισηγμένων εταιρειών σε σύγκριση με την τιμή της δημόσιας πρότασης όπως υπολογίζεται με εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 4. Διαπιστώνεται ότι για της μεγάλης κεφαλαιοποίησης μετοχές, πλην των μετοχών των Πιστωτικών Ιδρυμάτων, η μέση σταθμισμένη χρηματιστηριακή τιμή των τελευταίων έξι (6) μηνών είναι μεγαλύτερη από την μέση λογιστική αξία ανά μετοχή των τελευταίων δύο (2) οικονομικών χρήσεων (2014-2015). Ενώ για τις υπόλοιπες μετοχές μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης η μέση σταθμισμένη τιμή των τελευταίων έξι (6) μηνών, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω του 80% της μέσης καθαρής θέσης ανά μετοχή τις τελευταίες δύο οικονομικές χρήσεις.
Με την υιοθέτηση της τρίτης προϋπόθεσης και του κριτηρίου του 80% της λογιστικής αξίας οι τυχόν προτείνοντες σε ένα σημαντικό αριθμό εισηγμένων εταιρειών θα αναγκαστούν να προσδιορίσουν το δίκαιο και εύλογο αντάλλαγμα με την μέθοδο της αποτίμησης.
Σε περίπτωση ύπαρξης αρνητικής καθαρής θέσης έστω σε μία από τις δύο τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές χρήσεις ισχύει η τρίτη προϋπόθεση και για την εταιρεία που είναι αντικείμενο υποχρεωτικής δημόσιας πρότασης θα χρησιμοποιηθεί η διαδικασία της αποτίμησης για τον προσδιορισμό του δίκαιου και εύλογου ανταλλάγματος. Ο προτείνων κατά την έγγραφη ενημέρωση του στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του ν. 3461/2006, θα περιλαμβάνει δήλωση περί της συνδρομής ή μη των ανωτέρω τριών προϋποθέσεων. Η αποτίμηση της εισηγμένης εταιρείας πραγματοποιείται από επαγγελματίες φορείς οι οποίοι καλύπτουν τα κριτήρια του εγνωσμένου κύρους, να διαθέτουν απαραίτητη οργάνωση και στελεχικό δυναμικό, να έχουν εμπειρία σε αποτιμήσεις επιχειρήσεων και της ανεξαρτησίας ως προς τον προτείνοντα και την υπό εξαγορά εταιρεία. Το κόστος της αποτίμησης καλύπτεται από τον προτείνοντα και η έκθεση της αποτίμησης θα πρέπει να ολοκληρώνεται σε τριάντα (30) από την ημερομηνία που ο προτείνων κατέστη υπόχρεος. Στην περίπτωση αυτή ο υπόχρεος υποχρεούται εντός τριάντα (30) ημερών να απευθύνει υποχρεωτική δημόσια πρόταση για το σύνολο των κινητών αξιών όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 του παρόντος. Για την ορθή ενημέρωση του επενδυτικού κοινού η έκθεση αποτίμησης δημοσιοποιείται μαζί με το Πληροφοριακό Δελτίο προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά τα προβλεπόμενα του άρθρου 11 του ν. 3461/2006.
Σε περίπτωση που δεν συντρέχουν οι ανωτέρω τρεις προϋποθέσεις το δίκαιο και εύλογο τίμημα προσδιορίζεται όπως προβλέπεται στο νόμο 3461/2006 άρθρο 9, παράγραφος 4.
Με το άρθρο 109 τροποποιούνται διατάξεις του ν. 2533/1997. Αναλυτικότερα εναρμονίζεται το θεσμικό πλαίσιο του Συνεγγυητικού, με τη νομοθεσία ενσωμάτωσης της οδηγίας 2014/65 που γίνεται στο πρώτο μέρος του παρόντος νομοσχεδίου και κωδικοποιούνται οι διατάξεις για την καταβολή αποζημίωσης μελών με τρόπο συνεπή προς τον αντίστοιχο που προβλέπεται στο ν. 4370/2016 για το ΤΕΚΕ.
Με το άρθρο 110 τροποποιούνται διατάξεις του ν. 2789/2000 που αφορούν το TARGET2Securities (T2S). To T2S αποτελεί την υπηρεσία διακανονισμού συναλλαγών επί άυλων τίτλων σε χρήμα κεντρικής τράπεζας την οποία παρέχει το Ευρωσύστημα σε Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων επί τη βάσει μίας ενιαίας κεντρικής τεχνικής πλατφόρμας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Κατευθυντήρια Γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΚΤ/2012/13 σχετικά με το T2S (OJ. L. 215/11.8.2012) και βάσει της Σύμβασης-Πλαισίου μεταξύ των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και κάθε αποθετηρίου που συμμετέχει στην πλατφόρμα T2S.
Η πλατφόρμα T2S δεν συνιστά «σύστημα» κατά την έννοια της Οδηγίας 98/26/ΕΚ «σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων» (O.J. L.166/11.6.98) και του ν. 2789/2000 (Α' 21), ως ισχύουν. Τα Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων που συμμετέχουν στην πλατφόρμα T2S διατηρούν τις έννομες σχέσεις τους με τους φορείς τους και εξακολουθούν να τηρούν τους λογαριασμούς τίτλων των φορέων τους (ιδίου χαρτοφυλακίου και χαρτοφυλακίου πελατείας αυτών), σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, η οριστικοποίηση των συναλλαγών και το αμετάκλητο του διακανονισμού εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τους κανόνες δικαίου που διέπουν έκαστο εκ των συμμετεχόντων αποθετηρίων, ο δε Διαχειριστής αυτού εξακολουθεί να υπέχει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην Οδηγία 98/26/ΕΚ και στο ν. 2789/2000, όπως ισχύουν. Εντούτοις και με σκοπό να αποτραπεί ο συστημικός κίνδυνος τα συμμετέχοντα στο T2S αποθετήρια έχουν συμφωνήσει να εναρμονίσουν τους κανόνες που ρυθμίζουν το χρονικό σημείο της οριστικοποίησης των συναλλαγών και του αμετάκλητου του διακανονισμού. Η εναρμόνιση αυτή προϋποθέτει την θέση σε εφαρμογή κατάλληλων μηχανισμών ενημέρωσης και συνεργασίας μεταξύ τους.
Σύμφωνα με το πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του T2S, όπως αυτό αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, σε συμφωνίες που έχουν συνάψει οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών με τα συμμετέχοντα αποθετήρια, όταν Διαχειριστής Συστήματος, κατά την έννοια της Οδηγίας 98/26/ΕΚ και του ν. 2789/2000, όπως ισχύουν, που συμμετέχει στην πλατφόρμα T2-S, λαμβάνει, μέσω της πλατφόρμας αυτής, ενημέρωση σχετικά με την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας κατά φορέα συστήματος, οφείλει να σταματήσει άμεσα την εισαγωγή εντολών μεταβίβασης στο σύστημα, χωρίς να περιμένει σχετική ειδοποίηση από την εθνική αρμόδια αρχή.
Η προτεινόμενη τροποποίηση έχει ως σκοπό την εναρμόνιση του ν. 2789/2000 με τους ως άνω κανόνες λειτουργίας του T2S. Στο πλαίσιο αυτό, θεσπίζεται και υποχρέωση του Διαχειριστή Ημεδαπού Συστήματος να ειδοποιεί ο ίδιος την εθνική αρμόδια αρχή, ώστε αυτή με τη σειρά της να ακολουθεί τη διαδικασία ενημέρωσης που προβλέπεται στην Οδηγία 98/26/ΕΚ και στο ν. 2789/2000, όπως ισχύουν. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι οι Διαχειριστές όλων των ημεδαπών συστημάτων, κατά την έννοια του ν. 2789/2000, λαμβάνουν γνώση για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντα φορέα το συντομότερο, ώστε να μπορούν να προβούν άμεσα στις προβλεπόμενες στον ως άνω νόμο ενέργειες.
Η ρύθμιση του άρθρου 111 κρίνεται αναγκαία καθώς σκοπείται με αυτήν η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας ΦΠΑ με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 148 της οδηγίας ΦΠΑ αριθ. 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου. Επίσης ενσωματώνεται και η περίπτωση ια) της παραγράφου 1 προκειμένου να επιτευχθεί η αρτιότερη νομοτεχνική διατύπωση του όρθρου.
Η περίπτωση ια) της παραγράφου 1, καταργείται, καθώς οι απαλλαγές σε υποκείμενους στο φόρο που ασχολούνται με την αλιεία ανεξάρτητα από το καθεστώς Φ.Π.Α. στο οποίο υπάγονται, συμπεριλαμβάνεται στην περίπτωση α) της παραγράφου 1. Η σπογγαλιεία συνεχίζει να περιλαμβάνεται στην απαλλακτική διάταξη, στα πλαίσια της αλιείας.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 112, ρυθμίζεται ο υπολογισμός των τελών κυκλοφορίας των οχημάτων τρίτων χωρών που τελούν στον ανασταλτικό τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, καθώς για τα εν λόγω οχήματα δεν υπάρχει πρόβλεψη στην πρόσφατη αντικατάσταση του εν λόγω άρθρου στον ν.4410/2016.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 113 επέρχονται τροποποιήσεις στο άρθρο 132 του ν. 2960/2001«Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265/Α). Ειδικότερα, το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 7 του ανωτέρω άρθρου αντικαθίσταται, ορίζοντας την επιμήκυνση της προθεσμίας για την τελωνειακή τακτοποίηση - αποδέσμευση των αναπηρικών αυτοκινήτων από τους κληρονόμους των αυτοκινήτων που έχουν παραληφθεί από άτομα με αναπηρίες με απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης από το ένα (1) στα δύο (2) έτη μετά την ημερομηνία θανάτου του αναπήρου δικαιούχου.
Επίσης, η Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής ορίζεται ως η αρμόδια αρχή για την τελωνειακή τακτοποίηση - αποδέσμευση αναπηρικών αυτοκινήτων, ακόμη και στις περιπτώσεις των εκπρόθεσμων αιτήσεων κληρονόμων των αποθανόντων αναπήρων, χωρίς τη μεσολάβηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
Επιπλέον, στην παράγραφο 7 προστίθεται νέο εδάφιο, με το οποίο προβλέπεται η επιβολή προστίμου από την αρμόδια τελωνειακή αρχή για τις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής της αίτησης από τους κληρονόμους των αποθανόντων αναπήρων δικαιούχων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 147 του Ν. 2960/2001, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων.
Τέλος, η παράγραφος 15 του άρθρου 132 αναφορικά με τις εξουσιοδοτικές διατάξεις του εν λόγω άρθρου αναδιατυπώνεται αντίστοιχα.
Η ανωτέρω ρύθμιση κρίνεται επιβεβλημένη για την ταχύτερη εξυπηρέτηση των συναλλασσομένων πολιτών με την απευθείας υποβολή των εκπρόθεσμων αιτήσεων τελωνειακής τακτοποίησης - αποδέσμευσης των κληρονόμων των αποθανόντων αναπήρων δικαιούχων στη Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής, χωρίς να απαιτείται προγενέστερη υποβολή αίτησης στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων για έγκριση παράτασης του χρόνου αποδέσμευσης, με τον παράλληλο ορισμό στις περιπτώσεις αυτές του αναλογούντος προστίμου της παραγράφου 2 του άρθρου 147 του Ν. 2960/2001.
Με την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 114 τροποποιούνται οι διατάξεις της «πάγιας» ρύθμισης της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν.4152/2013, στο πρότυπο των διατάξεων του άρθρου 43 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.,Α' 170), ώστε να είναι δυνατή η χορήγηση ρύθμισης βεβαιωμένων οφειλών στη Φορολογική Διοίκηση, για την πέραν των νομίμων προθεσμιών τμηματική καταβολή τους και πριν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η ταχύτερη είσπραξη των δημοσίων εσόδων, καθώς οι φορολογούμενοι δεν θα είναι υποχρεωμένοι να αναμένουν, ώστε η οφειλή τους να καταστεί ληξιπρόθεσμη, προκειμένου να την ρυθμίσουν. Επιπλέον, η τροποποίηση αυτή κρίνεται απαραίτητη για την ομοιόμορφη αντιμετώπιση των οφειλών που εισπράττονται κατά Κ.Ε.Δ.Ε. με τις οφειλές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), για τις οποίες προβλέπεται ήδη η δυνατότητα ρύθμισης πριν την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής (άρθρο 43 του Κ.Φ.Δ.).
Με την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 115 επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις στην υποπαράγραφο 3 της παραγράφου 1 του άρθρου έκτου του ν. 4303/2014 (Α' 231) καθώς και στο άρθρο 1 του διατάγματος της 5-5-1928 (Α' 87). Συγκεκριμένα, με την εν λόγω διάταξη, προτείνεται:
α. Η άρση της υφιστάμενης, βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 4303/2014, απαγόρευσης της συγκατεργασίας της αιθυλικής αλκοόλης με άλλες πρώτες ύλες παραγωγής ξυδιού, καθώς και της ανάμιξης ξυδιού από αλκοόλη με τις άλλες κατηγορίες ξυδιών. Η υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω, σήμερα απαγόρευση, απολύτως δικαιολογημένη με βάση τη τεχνολογία και τη βιομηχανική πρακτική, είχε τεθεί για λόγους διασφάλισης της ορθής παρακολούθησης και της νόμιμης χρήσης της παραλαμβανόμενης, προς οξοποίηση, με απαλλαγή από τον Ε.Φ.Κ., αιθυλικής αλκοόλης - δηλ. εν τέλει του φορολογικού αντικειμένου - ταυτόχρονα δε και περιορισμού του διοικητικού βάρους για τις αρμόδιες Υπηρεσίες Ελέγχου (Χημικές Υπηρεσίες του Γ.Χ.Κ. και Τελωνεία).
Η, παρά ταύτα, κατάργησή της προτείνεται για λόγους διευκόλυνσης και υποβοήθησης της λειτουργίας ορισμένων εκ των υφισταμένων, στη χώρα μας, οξοποιείων τα οποία υστερούν τεχνολογικά - απαιτουμένου για τον εκσυγχρονισμό τους επενδύσεων σημαντικού ύψους και μάλιστα στη σημερινή δυσμενή για τη χώρα μας οικονομική συγκυρία - αλλά ταυτόχρονα και ως εκ της ανάγκης για την παραγωγή ιδιαίτερου προϊόντος προοριζομένου μάλιστα κατά βάση για εξαγωγή.
Αναφορικά δε με τη διασφάλιση της παρακολούθησης και του ελέγχου της νόμιμης χρήσης της παραλαμβανόμενης, προς οξοποίηση, με απαλλαγή από τον Ε.Φ.Κ., αιθυλικής αλκοόλης, δηλ. εν τέλει του φορολογικού αντικειμένου, προβλέπεται η εφαρμογή επιπρόσθετων διοικητικών μέτρων ως και διαδικασιών ελέγχου, μέσω σχετικής Απόφασης του κ. Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και προς τούτο προβλέπεται, στην προτεινόμενη διάταξη, η παροχή της σχετικής εξουσιοδότησης.
β. Η τροποποίηση των αναφερομένων στις σχετικές διατάξεις (άρθρο 1 παρ. 2 και 3) του διατάγματος της 5-5-1928 ημερομηνιών [1η Απριλίου και 31 Μαρτίου (του επομένου έτους) και η αντικατάστασή τους με εκείνους του οικονομικού έτους για λόγους προσαρμογής και ευθυγράμμισης προς την ισχύουσα σήμερα νομοθεσία (ν. 2969/2001) στην οποία δεν υπάρχει η έννοια της φορολογικής περιόδου εργασίας (1η Απριλίου έως 31 Μαρτίου του επομένου έτους) ήτοι εν τέλει για λόγους συνέπειας, σαφήνειας και διευκόλυνσης των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.
Με τις διατάξεις των άρθρων 116 και 117 τροποποιούνται οι ήδη υφιστάμενες μεταβατικές διατάξεις σε ό,τι αφορά τον χρόνο ισχύος του νέου τρόπου υπολογισμού των τόκων εκπρόθεσμης καταβολής των δημοσίων εσόδων και τη σειρά είσπραξης αυτών τόσο κατά το άρθρο 72 (πρώην 66) του ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής διαδικασίας) όσο και κατ' αναλογία, κατά το άρθρο 6 του ν. 356/74 (Κ.Ε.Δ.Ε.) και δίνεται παράταση για τον χρόνο εφαρμογής τους. Η παράταση αυτή κρίθηκε απαραίτητη δεδομένου ότι πρέπει σε ένα πολύ σύντομο, έως τις 31.12.2017, χρονικό διάστημα, να διενεργηθούν πολλαπλές τροποποιήσεις και προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα ΟΠΣ TAXIS και TAXISnet προκειμένου να υπολογίζονται τόκοι, ανά ημέρα, κατά την είσπραξη για τη χρονική περίοδο από την επόμενη μέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 53 του Κ.Φ.Δ. και την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. και να εφαρμοστεί η σειρά πίστωσης των καταβαλλόμενων ποσών, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 44 του Κ.Φ.Δ. και την παράγραφο 2 του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. Η προτεινόμενη παράταση κρίνεται αναγκαία, επίσης ενόψει της πληθώρας και της προτεραιοποίησης των στόχων και δράσεων του επιχειρησιακού σχεδίου της Α.Α.Δ.Ε. έτους 2017, όπως του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών ν. 4469/2017 κ.α., για τους οποίους απαιτείται η συνδρομή των αρμόδιων για τις μηχανογραφικές εφαρμογές υπηρεσιών της Α.Α.ΔΕ.
Με τις διατάξεις του άρθρου 118 σκοπείται: α) η κατάργηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Καταγγελιών (Ε.Α.Κ.), αφού αυτή δεν δύναται νομίμως να συνεδριάζει από 30.06.2014 μετά την κατάργηση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης (Γ.Δ.Ο.Ε.), δεδομένου του ότι τα μέλη της έπρεπε να έχουν την ιδιότητα του Οικονομικού Επιθεωρητή και να ανήκουν στη Γ.Δ.Ο.Ε., προϋπόθεση που δεν υφίσταται, από την ως άνω κατάργηση και εφεξής και β) η διευθέτηση των εκκρεμών καταγγελιών με τη διαβίβασή τους στις οικείες Υπηρεσίες, κατά λόγο αρμοδιότητας ως εκ του περιεχομένου κάθε καταγγελίας.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 119, ρυθμίζεται εκ νέου το θέμα της εκπόνησης της Έκθεσης φορολογικών δαπανών, η οποία θα υποβάλλεται ετησίως από τον Υπουργό Οικονομικών και θα συνοδεύει τον Κρατικό Προϋπολογισμό κάθε έτους.
Επί του άρθρου 120
1. Το Νομικό Συμβούλιο του Κρότους, θεωρούμενο ως αυτοτελής δημόσια υπηρεσία, κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4369/2016, οφείλει να συστήσει την Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης (ΕΕΑ), που προβλέπεται στο άρθρο 21 του ν. 4369/2016.
Η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης είναι τριμελής και συγκροτείται από δύο Προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης του φορέα στον οποίο ανήκουν οι αξιολογούμενοι υπάλληλοι και ένα Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης από άλλο Υπουργείο ή άλλο φορέα, με ισάριθμους ομοιόβαθμους αναπληρωτές τους, από τον οικείο ή από άλλους φορείς. Η επιλογή αυτού του τελευταίου γίνεται με δημόσια κλήρωση, μεταξύ τουλάχιστον πέντε (5) υποψηφίων που προέρχονται από πέντε (5) διαφορετικούς φορείς.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν στον φορέα που αφορά η αξιολόγηση, θέσεις Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων, ο νόμος προβλέπει, στην παρ. 3 του άρθρου 21, ότι ορίζονται ως μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, προϊστάμενοι Διευθύνσεων, από τους οποίους υποχρεωτικά ένας προέρχεται από άλλο φορέα, οριζόμενος με τη διαδικασία του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 (ήτοι με δημόσια κλήρωση). Εάν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν οι προϊστάμενοι Διευθύνσεων, οι υπάλληλοι των εν λόγω φορέων υπάγονται στην Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης του φορέα που τους εποπτεύει.
Στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους δεν υπάρχει Γενική Διεύθυνση, αλλά μόνο δύο Διευθύνσεις. Επομένως δεν επαρκούν οι Προϊστάμενοι Διευθύνσεων (αφού απαιτούνται τέσσερις, ήτοι δύο τακτικοί και δύο αναπληρωματικοί), ενώ περαιτέρω δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ΝΣΚ εποπτεύεται, κατά κυριολεξία, από τον Υπουργό Οικονομικών. Για τους λόγους αυτούς και για να λειτουργήσει ο νόμος για την αξιολόγηση, στο διοικητικό προσωπικό του Ν.Σ.Κ., πρέπει το κενό του νόμου να καλυφθεί, με την ένταξη του Ν.Σ.Κ. στη ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 21, κατά την οποία η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης στις Ανεξάρτητες Αρχές συγκροτείται από τα τακτικά μη αιρετά μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου αυτών, με την υποχρεωτική συμμετοχή ενός προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης προερχόμενου από άλλο φορέα, κατόπιν επιλογής του, σύμφωνα με τη διαδικασία του πέμπτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου.
2. Με την παράγραφο 2 της προτεινόμενης ρύθμισης αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 23α του ν. 3086/2002, η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 4170/2013 και αντικαταστάθηκε στην ισχύουσα μορφή της, με την παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 4438/2016, προκειμένου να αποσαφηνισθεί η σχετική διάταξη, οριζομένου ρητώς ότι οι δαπάνες που βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και αφορούν αμοιβές και έξοδα φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, κατόπιν σχετικών εντολών λειτουργών του ΝΣΚ (όπως ενδεικτικά δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, μεταφραστών, πραγματογνωμόνων και συμβολαιογράφων), όπως και οι δαπάνες για δημοσιεύσεις στον τύπο και για μετακινήσεις μελών του Ν.Σ.Κ. και γενικότερα οι δαπάνες που σχετίζονται με ενέργειες ενώπιον ημεδαπών δικαστηρίων, υπάγονται στην εξαιρετική διάταξη της παρ. 2 του όρθρου 9 του π.δ. 113/2010 (ήδη παρ. 4 του άρθρου 9 του π.δ. 80/2016), ήτοι δεν επιβάλλεται, για την εξόφλησή τους, ως αναγκαία προϋπόθεση η προηγούμενη ανάληψη υποχρέωσης. Η εν λόγω αποσαφήνιση απαιτείται προκειμένου να αρθεί η ασάφεια της διάταξης, η οποία, όπως έχει, μπορεί να οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι οι ως άνω δαπάνες, οι οποίες ήταν (και εξακολουθούν να είναι) εγγεγραμμένες στον προϋπολογισμό του Ν.Σ.Κ., επιβαρύνουν πλέον τους προϋπολογισμούς των οικείων Υπουργείων.
Προς άρση ενδεχόμενης σύγχυσης ορίζεται ρητά, με την προτεινόμενη διάταξη, ότι οι ως άνω δαπάνες, υπαγόμενες στην εξαιρετική ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 9 του π.δ. 80/2016, εξακολουθούν να βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ν.Σ.Κ., αντίστοιχη δε μεταχείριση (ήτοι υπάγονται στην ως άνω διάταξη, που δεν απαιτεί την προηγούμενη ανάληψη υποχρέωσης) επιφυλάσσεται και για τις ομοειδείς δαπάνες (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αφορώσες νομικές ή τεχνικές γνωμοδοτήσεις που απαιτούνται στα πλαίσια διεξαγωγής εθνικών ή διεθνών διαιτητικών δικών), οι οποίες βαρύνουν, κατά τις οικείες διατάξεις, προϋπολογισμούς άλλων υπουργείων.
Τέλος ορίζεται ότι θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που έχουν εκκαθαριστεί μέχρι σήμερα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων του Ν.Σ.Κ. και αφορούν τις ανωτέρω αμοιβές και έξοδα.
Τέλος, με το άρθρο 121 ορίζεται η έναρξη ισχύος του νόμου.
___________________________________________________________________________________________
Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΙΤΛΟΣ I ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Αρθρο 1 Σκοπός
Σκοπός των διατάξεων του παρόντος Μέρους είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (EE L 173/12.6.2014), όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2016/1034/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016 (EE L175/30.6.2016), λαμβάνοντας υπόψη την κατ' εξουσιοδότηση Οδηγία (EE) 2017/593 της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2016 (EE L 87/500, 31.3.2017).
Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής (Άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στους διαχειριστές αγοράς στους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα.
2. Ο παρών νόμος θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τα εξής:
α) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των Ανώνυμων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ) καθώς και την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους μέλους στην Ελλάδα,
β) την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα,
γ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία διαχειριστών αγοράς και ρυθμιζόμενων αγορών, δ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, ε)την εποπτεία, τη συνεργασία και την εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές.
3. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014 (Α" 107) ή σε άλλο κράτος μέλος βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (EE L 176/27.6.2013), όταν παρέχουν μία ή και περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν μία ή και περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες:
α) της παρ. 2 του άρθρου 3, της παρ. 3 του άρθρου 9 και των άρθρων 14 και 16 έως 20, β) του Κεφαλαίου Β του Τίτλου II,
γ) του Κεφαλαίου Γ του Τίτλου II, εκτός των παρ. 2 και 3 της ενότητας Α του άρθρου 34, των παρ. 2 και 3 της ενότητας Β του άρθρου 34, των παρ. 2 έως 6 και 8 της ενότητας Α του άρθρου 35 και των παρ. 2,3 και 6 της ενότητας Β του άρθρου 35,
δ) των άρθρων 67 έως 73 και των άρθρων 78, 83 και 84.
4. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014 ή σε άλλο κράτος μέλος βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν προβαίνουν σε πώληση ή παροχή συμβουλής σε πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις:
α) της παρ. 3 του άρθρου 9, του άρθρου 14 και των παρ. 2, 3 και 6 του άρθρου 16, β) των άρθρων 23 έως 26, του άρθρου 28, του άρθρου 29 και του άρθρου 30, και γ) των άρθρων 67 έως 73.
5. Οι παρ. 1 έως 6 του άρθρου 17 εφαρμόζονται επίσης στα μέλη ή τους συμμετέχοντες ρυθμιζόμενων αγορών και Πολυμερών Μηχανισμών Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) που δεν έχουν την υποχρέωση να αδειοδοτούνται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, δυνάμει των περιπτ. α', ε', θ' και ι' της παρ. 1 του άρθρου 3, ή την Οδηγία 2014/65/ΕΕ.
6. Τα άρθρα 57 και 58 εφαρμόζονται επίσης στα πρόσωπα που εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 3.
7. Όλα τα πολυμερή συστήματα χρηματοπιστωτικών μέσων λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου II για τους ΠΜΔ ή τους Μηχανισμούς Οργανωμένης Διαπραγμάτευσης ( ΜΟΔ) ή τις διατάξεις του Τίτλου III για τις ρυθμιζόμενες αγορές.
Επιχειρήσεις επενδύσεων, οι οποίες, διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελούν εντολές πελατών, εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λειτουργούν σύμφωνα με τον Τίτλο III του Κανονισμού (EE) 600/2014 (EE L 173/12.6.2014). Με την επιφύλαξη των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (EE) 600/2014, όλες οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο και οι οποίες δεν συνάπτονται σε πολυμερή συστήματα ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές, πρέπει να συμμορφώνονται με τις σχετικές διατάξεις του Τίτλου III του Κανονισμού (EE) 600/2014.
Άρθρο 3 Εξαιρέσεις (Άρθρο 2 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται:
α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης του ν.4364/2016 (Α1 13), όταν ασκούν τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται ο ανωτέρω νόμος
β) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
γ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία περιστασιακά στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής
δ) στα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν είναι παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών και δεν παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν άλλες επενδυτικές δραστηριότητες σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα πλην των παραγώγων επί εμπορευμάτων ή των δικαιωμάτων εκπομπής ή των παραγώγων επί των δικαιωμάτων αυτών, εκτός αν τα πρόσωπα αυτά:
αα) είναι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers),
ββ) είναι μέλη ή συμμετέχουν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ, αφενός ή έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης αφετέρου, εξαιρουμένων των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων που εκτελούν σε τόπο διαπραγμάτευσης συναλλαγές οι οποίες είναι αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης διαθεσίμων των εν λόγω μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων ή των ομίλων τους,
γγ) εφαρμόζουν τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα ή
δδ) διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών.
Τα πρόσωπα που εξαιρούνται βάσει των περιπτ. α', θ' ή ι' δεν είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται με τους όρους της παρούσας περίπτωσης για να ισχύει η εξαίρεση τους
ε) στους διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της Η.Π. 54409/2632/27.12.2004 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β' 1931) ή της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ (EE L 275/25.10.2003), οι οποίοι, όταν διαπραγματεύονται δικαιώματα εκπομπής δεν εκτελούν εντολές πελατών και δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες πέραν του να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα,
στ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων,
ζ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων και στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
η) στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες στην Ένωση, στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του στην Ένωση και σε διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν συγκροτηθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και οι οποίοι έχουν ως σκοπό να κινητοποιούν χρηματοδοτήσεις και να προσφέρουν χρηματοοικονομική υποστήριξη προς όφελος των μελών τους που πλήττονται ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης
θ) στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα ταμεία συντάξεων (pension funds), είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε επίπεδο Ένωσης είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των οργανισμών, ι) στα πρόσωπα:
αα) τα οποία διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβανομένων των ειδικών διαπραγματευτών, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, εξαιρουμένων των προσώπων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, ή
ββ) που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες πλην της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, στους πελάτες ή τους προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους υπό τον όρο ότι:
- σε κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις χωριστά και ως σύνολο αυτό αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα ως προς την κύρια δραστηριότητά τους θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και ότι η εν λόγω κύρια δραστηριότητά τους δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παρόντος νόμου ούτε η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων βάσει του ν. 4261/2014 ή το να δρουν ως ειδικοί διαπραγματευτές για παράγωγα επί εμπορευμάτων,
- τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα,
- τα εν λόγω πρόσωπα κοινοποιούν σε ετήσια βάση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι κάνουν χρήση της εξαίρεσης αυτής και, αν τους ζητηθεί, αναφέρουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τη βάση πάνω στην οποία στηρίζουν την πεποϊθησή τους ότι η δραστηριότητά τους στο πλαίσιο των υποπεριπτ. αα' και ββ' είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά τους
ια) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, με την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών,
ιβ) στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς όπως ορίζονται στην περίπτ. ε' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4001/2011 (Α' 179) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των ανωτέρω, βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 714/2009 (EE L 211/14.8.2009), βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 715/2009 (EE L 211/14.8.2009) ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή κατευθυντήριων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω Κανονισμών, στα πρόσωπα που ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών για λογαριασμό τους για να ασκούν τα καθήκοντα τους βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή των κατευθυντηρίων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των κανονισμών αυτών και σε κάθε φορέα διαχείρισης ή εκμετάλλευσης μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου ή συστήματος αγωγών για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας, όταν ασκούν τα καθήκοντα αυτό.
Η εξαίρεση αυτή ισχύει για πρόσωπα τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες της παρούσας υποπερίπτωσης μόνον όταν ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σχετικές με παράγωγα επί εμπορευμάτων στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει όσον αφορά τη λειτουργία μιας δευτερογενούς αγοράς περιλαμβανομένων των συστημάτων για συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών δικαιωμάτων μεταφοράς στη δευτερογενή αγορά,
ιγ) στα Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων (ΚΑΤ), με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 73 του Κανονισμού (EE) 909/2014 (EE L 257/28.8.2014).
2. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα νόμο δεν εκτείνονται στις υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του ΕΣΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και με το πρωτόκολλο αριθ. 4 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων δυνάμει εθνικών διατάξεων.
Άρθρο 4 Ορισμοί
(Άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ισχύουν οι εξής ορισμοί:
1.α) «Επιχείρηση επενδύσεων»: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή και η άσκηση μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση. Ως επιχείρηση επενδύσεων νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ. β) «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ)»: η επιχείρηση επενδύσεων που έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία του κ.ν. 2190/1920 (Α' 144) και έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. «Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος I οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I.
3. «Παρεπόμενη υπηρεσία»: οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο τμήμα Β του παραρτήματος I.
4. «Επενδυτική συμβουλή»: η παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αίτησής του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα.
5. «Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους.
6. «Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
7. «Ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικό μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος.
8. «Διαχείριση χαρτοφυλακίου»: η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
9. «Πελάτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.
10. «Επαγγελματίας πελάτης»: ο πελάτης που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα II.
11. «Ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης.
12. «Αγορά ανάπτυξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων»: ένας ΠΜΔ που έχει καταχωριστεί ως αγορά για την
ανάπτυξη ΜμΕ σύμφωνα με το άρθρο 33 του παρόντος νόμου και το άρθρο 33 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
13. «Μικρομεσαία επιχείρηση (ΜμΕ)»: για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, μια εταιρεία που έχει μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από 200.000.000 ευρώ με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη.
14. «Οριακή εντολή» (limit order): εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα.
15. «Χρηματοπιστωτικό μέσο»: τα μέσα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος I.
16. «Συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6»: συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης (options), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου που προβλέπεται στο τμήμα Γ.6 του παραρτήματος I, η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση.
17. «Μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής.
18. «Διαχειριστής αγοράς»: η ανώνυμη εταιρεία που διευθύνει ή διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ως διαχειριστής αγοράς νοείται και κάθε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που μπορεί να είναι και η ίδια η ρυθμιζόμενη αγορά το οποίο έχει λάβει σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
19. «Πολυμερές σύστημα»: οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο σύστημα.
20. «Συστηματικός εσωτερικοποιητής» (systematic internaliser): επιχείρηση επενδύσεων η οποία διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα. Ο συχνός και συστηματικός χαρακτήρας μετριέται με τον αριθμό των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο που συνάπτονται από την επιχείρηση επενδύσεων εκτός τόπου διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών. Ο σημαντικός βαθμός μετριέται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της επιχείρησης επενδύσεων σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Ο χαρακτηρισμός ως συστηματικού εσωτερικοποιητή ισχύει μόνο όταν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, τόσο ο συχνός και συστηματικός χαρακτήρας, όσο και ο σημαντικός βαθμός, ή όταν μια επιχείρηση επενδύσεων επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής.
21. «Ρυθμιζόμενη αγορά»: πολυμερές σύστημα το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων - εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια - κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τον τίτλο III του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
"«Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων -εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια - κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
23. «Μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: το πολυμερές σύστημα, που δεν είναι ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων μπορεί να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
24. «Τόπος διαπραγμάτευσης»: ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
25. «Ρευστή αγορά»: αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων:
α) μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας
υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων β) αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου των συμμετεχόντων
στην αγορά προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν γ) μέσο άνοιγμα τιμών όπου είναι διαθέσιμο.
26. «Αρμόδια αρχή»: η αρχή που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 67 του παρόντος νόμου ή η αρχή σύμφωνα με το άρθρο 67 της Οδηγίας 2014/65/ΕΚ κατά περίπτωση.
27. «Πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (EE) 575/2013 (EEL 176/27.6.2013).
28. «Εταιρεία διαχείρισης Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ)»: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια των περιπτ. β' και γ' του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α*250) και της περίπτωσης περίπτ. β' της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ (EE L 302/17.11.2009).
29. «Συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μιας και μόνον επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, προωθεί τις επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, τοποθετεί χρηματοπιστωτικό μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσα ή υπηρεσίες.
30. «Υποκατάστημα»: τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας που αποτελεί τμήμα επιχείρησης επενδύσεων, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή και δραστηριότητες ενδεχομένως δε και παρεπόμενες δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει αδειοδοτηθεί. Όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στην Ελλάδα από επιχείρηση επενδύσεων με την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα.
31. «Ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 του ν. 3556/2007 (Α'91), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στις παρ. 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή.
32. «Μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της μητρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251).
33. «Θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια θυγατρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.
34. «Όμιλος»: ο όμιλος κατά την έννοια του ομίλου του Παραρτήματος του ν. 4308/2014.
35. «Στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:
α) σχέση συμμετοχής: δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων
ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης β) «σχέση ελέγχου»: δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης σε όλες τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης. Κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών, γ) δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτό συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου.
36. «Όργανο διοίκησης»: το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο όργανο ή όργανα μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, που έχουν οριστεί σύμφωνα με την κατά περίπτωση εθνική νομοθεσία και που έχουν εξουσία καθορισμού της στρατηγικής των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της οντότητας κατά περίπτωση και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της περιλαμβανομένων των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες της οντότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
37. «Διευθυντικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο όργανο διοίκησης για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την επιχείρηση και το προσωπικό της.
38. «Αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό»: συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν τον εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ' όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής με αμφότερα τα μέρη της συναλλαγής να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν της προμήθειας αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή που γνωστοποιείται προηγουμένως.
39. «Αλγοριθμικές συναλλαγές»: οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως π.χ. την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής το χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση και δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών που δεν καθορίζουν παραμέτρους για την εκτέλεσή τους ή για την επιβεβαίωση εντολών ή τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν.
40. «Τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα»: τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από:
α)τΠ ΧΡήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων συστημάτων πληροφορικής η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας
β)τον καθορισμό από το σύστημα της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές και
γ)υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές προσφορές ή ακυρώσεις.
41. «Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση»: μηχανισμός στο πλαίσιο του οποίου ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης και περιλαμβάνει ρυθμίσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη, ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά, direct market access) και ρυθμίσεις όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από ένα πρόσωπο κατευθείαν (κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά, sponsored access).
42. «Πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων (cross-selling practices)»: η προσφορά μιας επενδυτικής υπηρεσίας μαζί με μια άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο.
43. «Δομημένη κατάθεση»: κατάθεση, όπως ορίζεται στην περίπτ. 20 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4370/2016 (Α' 37), πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης βάσει όρων υπό τους οποίους τόκοι ή άλλες αποδόσεις (premium) καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως:
α) ένα δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η
απόδοση συνδέεται άμεσα με ένα δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor β) ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων
γ) ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων, υλικών ή μη υλικών, μη ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων ή
δ) μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.
44. «Κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής και ιδίως:
α)μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και άλλων οντοτήτων,
καθώς και αποθετήρια έγγραφα για μετοχές β)ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους καθώς και αποθετήρια έγγραφα για τέτοιες κινητές αξίες γ)κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων κινητών αξιών ή επιδεχόμενη διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα προσδιοριζόμενο κατ' αναφορά προς κινητές αξίες νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη.
45. «Αποθετήρια έγγραφα»: οι κινητές αξίες οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορεί να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη.
46. «Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια»: κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, κατά περίπτωση, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού τους.
47. «Πιστοποιητικά»: τα πιστοποιητικά κατά την έννοια του σημείου 27 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) 600/2014.
48. «Δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα»: τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα κατά την έννοια του σημείου 28 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) 600/2014.
49. «Παράγωγα»: τα παράγωγα κατά την έννοια του σημείου 29 της παρ. 1 του όρθρου 2 του Κανονισμού (EE) 600/2014.
50. «Παράγωγα επί εμπορευμάτων»: τα παράγωγα επί εμπορευμάτων κατά την έννοια του σημείου 30 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) 600/2014.
51. «Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» (CCP): κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) 648/2012 (EE L 201/27.7.2012).
52. «Εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσιοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας δημοσιοποίησης αναφορών συναλλαγών για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του Κανονισμού (EE) 600/2014.
53. «Πάροχος ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» ή «Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας συγκέντρωσης των αναφορών συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στα άρθρα 6, 7, 10, 12, 13, 20 και 21 του Κανονισμού (EE) 600/2014 από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και ενοποίησής τους σε συνεχή ηλεκτρονική ροή δεδομένων απευθείας μετάδοσης, παρέχοντας δεδομένα τιμών και όγκου ανά χρηματοπιστωτικό μέσο.
54. «Εγκεκριμένος μηχανισμός γνωστοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας γνωστοποίησης των λεπτομερειών των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ή την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων.
55. «Κράτος μέλος καταγωγής»:
α) στην περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων : αα) αν η επιχείρηση επενδύσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κρότος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
ββ)αν η επιχείρηση επενδύσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,
γγ)αν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία β) στην περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή, αν, βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς, γ) στην περίπτωση Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.: αα) αν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο
βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία, ββ) αν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο
βρίσκεται η καταστατική του έδρα, γγ)αν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. δεν έχει, βάσει της εθνικής του νομοθεσίας καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία.
56. «Κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ αποστάσεως πρόσβαση μελών ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων σε αυτό το ίδιο κράτος μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές.
57. «Επιχείρηση τρίτης χώρας»: μια επιχείρηση που θα ήταν πιστωτικό ίδρυμα που θα παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες ή θα ασκούσε επενδυτικές δραστηριότητες ή επιχείρηση επενδύσεων αν τα κεντρικό γραφεία της ή η καταστατική έδρα της βρίσκονταν εντός της Ένωσης.
58. «Ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής όπως ορίζονται στο σημείο 4 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) 1227/2011 (EE L 326/8.12.2011).
59. «Παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων»: οι συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με προϊόντα που περιέχονται στο άρθρο 1 και στο παράρτημα I μέρος I έως XX και XXIV/1 του Κανονισμού (EE) 1308/2013 (EE L 347/20.12.2013).
60. «Εκδότης κρατικών/δημόσιων τίτλων»: οιοσδήποτε από τους ακόλουθους φορείς εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:
α) η Ένωση,
β) ένα κρότος μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους,
γ) σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία, δ) εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη,
ε) ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης ή στ) η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
61. «Κρατικός/δημόσιος χρεωστικός τίτλος»: χρεωστικός τίτλος που έχει εκδοθεί από εκδότη κρατικών/δημόσιων τίτλων.
62. «Σταθερό μέσο»: κάθε μέσο το οποίο:
α) παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικό, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα, και β) επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.
63. «Πόροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων»: Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
64. Κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή «ΚΑΤ» : κεντρικό αποθετήριο τίτλων όπως ορίζεται στο σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) 909/2014.
ΤΙΤΛΟΣ II
ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Όροι και διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ
Άρθρο 5
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 5 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ως συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα σε επαγγελματική βάση προϋποθέτει τη χορήγηση προηγούμενης άδειας ΑΕΠΕΥ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο.
2. Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια σε διαχειριστή αγοράς να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται η συμμόρφωσή του προς το παρόν Κεφάλαιο.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγγράφει σε μητρώο όλες τις ΑΕΠΕΥ. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η ΑΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
4. Οι ΑΕΠΕΥ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα. Στην επωνυμία τους προσδιορίζονται ως «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και στο διακριτικό τους τίτλο ως "ΑΕΠΕΥ".
5. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.
Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ, η οποία προβαίνει σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία ΠΜΔ ανέρχεται τουλάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ.
Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ που παρέχει μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες των σημείων 1, 2, 4 και 5 του Τμήματος Α του Παραρτήματος I και δεν είναι αδειοδοτημένη να παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία του σημείου 1 του Τμήματος Β του Παραρτήματος I, και η οποία δεν επιτρέπεται να κατέχει κεφάλαια ή τίτλους πελατών της και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζει οφειλές έναντι αυτών των πελατών, ανέρχεται τουλάχιστον σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ.
6. Οι μετοχές της ΑΕΠΕΥ είναι ονομαστικές.
7. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΠΕΥ. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ.5 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου. Τα ίδια κεφάλαια της ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας της.
Άρθρο 6
Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 6 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει η ΑΕΠΕΥ. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει και μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Τμήμα Β του Παραρτήματος I. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.
2. ΑΕΠΕΥ που ζητά τη χορήγηση άδειας για να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες ή σε παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορήγησης της αρχικής άδειας υποβάλλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας της.
3. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στην ΑΕΠΕΥ να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια, σε όλη την Ένωση, ασκώντας είτε το δικαίωμα εγκατάστασης μεταξύ άλλων και υποκαταστήματος είτε το δικαίωμα της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.
4. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν συσταθεί νομίμως αναγράφουν σε κάθε έντυπο, δημοσίευση, ανακοίνωση, διαφήμιση, καθώς και στην ιστοσελίδα τους ότι εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθώς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους.
Άρθρο 7
Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ
(Άρθρο 7 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ αν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι η αιτούσα επιχείρηση πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου.
2. Η αιτούσα επιχείρηση παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων, το οποίο καθορίζει μεταξύ άλλων τα είδη των σκοπούμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση της επιχείρησης οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να πεισθεί ότι η επιχείρηση έχει θεσπίσει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το παρόν κεφάλαιο.
3. Η αιτούσα επιχείρηση ενημερώνεται, μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή πλήρους αίτησης για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ.
Άρθρο 8
Ανάκληση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, εν άλω ή ως προς ορισμένες επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες ή παρεπόμενες υπηρεσίες αν η ΑΕΠΕΥ:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ' αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο παράτυπο τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας όπως για παράδειγμα τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει ο Κανονισμός (EE) 575/2013,
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ, οι οποίες θεσπίζονται βάσει του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (EE) 600/2014, και κάθε άλλης διάταξης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά. Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
2. Πριν ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΑΕΠΕΥ τις ελλείψεις ή παραβάσεις που διαπιστώθηκαν, καθώς και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της τάσσοντάς της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η ΑΕΠΕΥ οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικά.
Άρθρο 9 Όργανο διοίκησης (Άρθρο 9 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 5, εξασφαλίζει ότι οι ΑΕΠΕΥ και τα όργανα διοίκησής τους συμμορφώνονται με τα άρθρα 80 και 83 του ν. 4261/2014.
2. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια σύμφωνα με το άρθρο 5, μπορεί να επιτρέπει στα μέλη του οργάνου διοίκησης να κατέχουν μία επιπλέον μη εκτελεστική διοικητική θέση από ό,τι επιτρέπεται δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 83 του ν. 4261/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σε τακτική βάση την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις άδειες αυτές.
3. Το διοικητικό συμβούλιο μιας ΑΕΠΕΥ προσδιορίζει, επιβλέπει και έχει την ευθύνη όσον αφορά την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων εντός της ΑΕΠΕΥ και της πρόληψης συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και το συμφέρον των πελατών της.
Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλει η παρ. 1 του άρθρου 80 του ν. 4261/2014, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν επίσης ότι το διοικητικό συμβούλιο προσδιορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει:
α) την οργάνωση της ΑΕΠΕΥ για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εξειδίκευσης που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την ΑΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η ΑΕΠΕΥ,
β) μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες τις δραστηριότητες τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται σύμφωνα με το ανεκτό για την ΑΕΠΕΥ επίπεδο κινδύνου και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών της ΑΕΠΕΥ προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων (stress tests), όπου απαιτείται, γ) μια πολιτική αμοιβών των προσώπων που εμπλέκονται στην παροχή των υπηρεσιών προς τους πελάτες, με στόχο την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς και της δίκαιης μεταχείρισης των πελατών, καθώς και την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων στις σχέσεις με τους πελάτες. Το διοικητικό συμβούλιο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την επάρκεια και την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων της ΑΕΠΕΥ όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της ΑΕΠΕΥ και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας αν δεν έχει πεισθεί ότι τα μέλη του οργάνου διοίκησης της ΑΕΠΕΥ διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν ικανό χρόνο στην άσκηση των καθηκόντων τους στην ΑΕΠΕΥ, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το όργανο διοίκησης της ΑΕΠΕΥ ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείριση της και την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς.
5. Η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλα τα μέλη του οργάνου διοίκησής της και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η ΑΕΠΕΥ πληροί τις απαιτήσεις των παρ. 1, 2 και 3.
6. Η ΑΕΠΕΥ οφείλει να διαθέτει τουλάχιστον δύο (2) πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις της παρ. 1 και διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Τα εν λόγω πρόσωπα οφείλουν να διαθέτουν το πιστοποιητικό καταλληλόλητας που προβλέπεται στην περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 93.
Άρθρο 10 Μέτοχοι με ειδική συμμετοχή (Άρθρο 10 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από ΑΕΠΕΥ εάν δεν έχει πληροφορηθεί την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων με ειδική συμμετοχή, φυσικών ή νομικών προσώπων, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.
Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια αν οι νομοθετικές κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η ΑΕΠΕΥ έχει στενούς δεσμούς ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.
3. Αν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρ.1 είναι πιθανό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διαχείρισης της ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση.
Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την επιβολή των κυρώσεων του άρθρου 69 κατά των μελών του οργάνου διοίκησης και των διευθυντικών στελεχών ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι.
Άρθρο 11
Κοινοποίηση σκοπούμενης απόκτησης ειδικής συμμετοχής (Άρθρο 11 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αποκτών»), το οποίο, μεμονωμένα ή μαζί με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή με αποτέλεσμα η ΑΕΠΕΥ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει προηγουμένως έγγραφη κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με την ΑΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 13.
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, απευθύνει προηγουμένως γραπτή κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το πρόσωπο αυτό ενημερώνει επίσης την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, 1/3 ή 50% ή με αποτέλεσμα η ΑΕΠΕΥ να παύσει να είναι θυγατρική του.
Όταν αξιολογεί αν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές που κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης σύμφωνα με το σημείο 6 του Τμήματος Α του παραρτήματος I, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα αφενός μεν δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ' άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη, αφετέρου δε μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η αρμόδια εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 13 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους αν ο υποψήφιος αποκτών είναι:
α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής
β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής
γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 13 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους αν ο υποψήφιος αποκτών είναι:
α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα,
β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που εδρεύει στην
Ελλάδα,
γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα.
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη ή έχει σημασία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, κατόπιν αιτήματος κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, για την οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση, η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση του υποψήφιου αποκτώντος.
3. Αν ΑΕΠΕΥ λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιο της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται των ορίων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά.
Έως 31 Ιανουαρίου κάθε έτους οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν επίσης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα ονόματα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων ή - προκειμένου για ΑΕΠΕΥ των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά - από τις δημοσιοποιήσεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει μέτρα, παρόμοια με τα αναφερόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 10, κατά των προσώπων που δε συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ανεξάρτητα από τις κυρώσεις του όρθρου 69 που μπορεί να επιβληθούν, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.
Άρθρο 12 Περίοδος αξιολόγησης (Άρθρο 12 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 11, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αποκτώντα ότι τις παρέλαβε.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διενεργεί την αξιολόγηση εντός προθεσμίας εξήντα (60) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που προβλέπεται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 13 («περίοδος αξιολόγησης»).
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τον υποψήφιο αποκτώντα, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή (50η) εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και προσδιορίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζήτησε τις πληροφορίες και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αποκτώντος διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή την αποσαφήνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνει τη διακοπή στην οποία αναφέρεται η παρ. 2 έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες αν ο υποψήφιος αποκτών είναι ένα από τα ακόλουθα:
α) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή που υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης
β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή των νόμων 4099/2012, 4364/2016 ή 4261/2014 ή των Οδηγιών 2014/65/ΕΕ, 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ(ΕΕ L 335/17.12.2009) ή 2013/36/ΕΕ.
4. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αποκτώντα, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος.
5. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν αντιταχθεί εγγράφως στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.
Άρθρο 13 Αξιολόγηση (Άρθρο 13 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 11 και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 12, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ΑΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αποκτώντος στην ΑΕΠΕΥ, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντος και την ορθότητα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντος
β) τη φήμη και την πείρα κάθε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ΑΕΠΕΥ ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής
γ) την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντος ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την ΑΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής δ) την ικανότητα της ΑΕΠΕΥ να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του παρόντος νόμου, καθώς και σχετικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων των ν. 4261/2014 και 3455/2006 ιδίως όσον αφορά το κατά πόσο ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων αρχών,
ε) το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3691/2008 (Α' 166), ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θα μπορούσε να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής μόνο εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι' αυτό, με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τον υποψήφιο αποκτώντα δεν είναι πλήρεις.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.
4. Τηρουμένων των διατάξεων των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 12, αν κοινοποιηθούν δύο ή περισσότερες προθέσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αποκτώντες αμερόληπτα.
5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα πρόσωπα που προτίθενται να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ για τη διενέργεια της αξιολόγησης τους. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψήφιου αποκτώντος και της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και δεν δύνανται να απαιτηθούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.
Άρθρο 14
Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών (Άρθρο 14 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, εξακριβώνει ότι κάθε οντότητα που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ ή κάθε πιστωτικό ίδρυμα που προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει, κατά το χρόνο της αδειοδότησης βάσει του ν. 2533/1997 (Α*228) ή του ν. 4370/2016, αντίστοιχα.
Η υποχρέωση συμμόρφωσης εκπληρώνεται σε σχέση με δομημένες καταθέσεις όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει του ν. 4370/2016.
Άρθρο 15 Αρχικό κεφάλαιο (Άρθρο 15 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ μόνον εφόσον η αιτούσα εταιρεία έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού (EE) 575/2013, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή δραστηριότητας.
Άρθρο 16 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 16 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ συμμορφώνονται με τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παρ. 2 έως 10 και στο άρθρο 17.
2. Η ΑΕΠΕΥ εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να διασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του παρόντος νόμου, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.
3. Η ΑΕΠΕΥ καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα, προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών της λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 23.
Η ΑΕΠΕΥ που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών σε υφιστάμενα χρηματοπιστωτικά μέσα, πριν από την προώθησή τους στην αγορά ή τη διανομή τους σε πελάτες. Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων προσδιορίζει μια συγκεκριμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, και διασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτή την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι συνεπής με αυτή την αγορά-στόχο.
Η ΑΕΠΕΥ επανεξετάζει, επίσης σε τακτική βάση, τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς το δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, προκειμένου να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοπιστωτικό μέσο παραμένει συνεπές με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι κατάλληλη.
Η ΑΕΠΕΥ που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα διαθέτει στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοπιστωτικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισής του, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοπιστωτικού μέσου.
Αν μια ΑΕΠΕΥ προσφέρει ή συνιστά χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν δημιουργεί η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.
Οι πολιτικές διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο ισχύουν με την επιφύλαξη των λοιπών υποχρεώσεων που καθιερώνονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (EE) 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την πληροφόρηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, τον εντοπισμό και τη διαχείριση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.
4. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για τη διασφάλιση της συνεχούς και κανονικής εκτέλεσης των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων και χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.
5. Η ΑΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες καθώς και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, λαμβάνονται εύλογα μέτρα για την αποφυγή αδικαιολόγητης ανάληψης πρόσθετου λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού της ελέγχου ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να εποπτεύει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της.
Η ΑΕΠΕΥ διαθέτει κατάλληλες (sound) διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες αξιολόγησης των κινδύνων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.
Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να απαιτεί να έχει πρόσβαση στις επικοινωνίες σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (EE) 600/2014, η ΑΕΠΕΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και πρόσβασης χωρίς άδεια και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται σε διαρκή βάση η εμπιστευτικότητα των δεδομένων.
6. Η ΑΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να καταγράφονται όλες οι υπηρεσίες που παρέχει και οι δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ασκεί τις εποπτικές της αρμοδιότητες και να προβαίνει σε ενέργειες για τη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τον Κανονισμό (EE) 600/2014, το ν. 4443/2016 (Α'232) και τον Κανονισμό (EE) 596/2014 (EE L 176/12.6.2014), και ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι των πελατών ή των δυνητικών πελατών και της ακεραιότητας της αγοράς.
7. Τα αρχεία περιλαμβάνουν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που έχουν συναφθεί κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ' εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.
Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν, επίσης εκείνες που αποσκοπούν στη σύναψη συναλλαγών κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ' εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμη και αν αυτές οι συνομιλίες ή επικοινωνίες δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη σύναψη των συναλλαγών ή την παροχή υπηρεσιών κατ' εντολή πελατών.
Προς το σκοπό αυτό, η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή των σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η ΑΕΠΕΥ σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη έχει εγκριθεί ή επιτραπεί από την ΑΕΠΕΥ. Η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι θα καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και των πελατών της, οι οποίες έχουν ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση συναλλαγών. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να παρέχεται άπαξ, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.
Η ΑΕΠΕΥ δεν παρέχει από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.
Εντολές μπορεί να δίνονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες πρέπει να πραγματοποιούνται με σταθερό μέσο, όπως επιστολές μέσω ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίες, ηλεκτρονικό μηνύματα ή με τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν διά ζώσης σε συναντήσεις. Ειδικότερα, το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών σε δια ζώσης επικοινωνία με πελάτη μπορεί να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.
Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να εμποδίζει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.
Τα αρχεία της παρούσας παραγράφου παρέχονται στον πελάτη τον οποίο αφορούν κατόπιν αιτήματος του και φυλάσσονται για περίοδο πέντε ετών και, αν ζητηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για μέγιστη περίοδο επτά ετών.
8. Εάν η ΑΕΠΕΥ κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, διαθέτει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΑΕΠΕΥ, και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.
9. Εάν η ΑΕΠΕΥ κατέχει κεφάλαια πελατών, θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.
10. Η ΑΕΠΕΥ δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.
11. Σε περίπτωση υποκαταστήματος επιχείρησης επενδύσεων στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει την υποχρέωση των παρ. 6 και 7 στις συναλλαγές που εκτελεί το υποκατάστημα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.
12. Δανειστές ΑΕΠΕΥ απαγορεύεται να κατάσχουν ή να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία πελατών της ενδεικτικά, υπό μορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών που τηρούνται στο όνομα της εταιρείας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον δικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην εταιρεία βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οι παραπάνω πελάτες.
13. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ, και εκείνα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα στο όνομα της και για λογαριασμό του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ και των οποίων πραγματικός δικαιούχος σύμφωνα με τα τηρούμενα σε αυτήν βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι πελάτης της ανεξάρτητα από το αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι καταχωρισμένα στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέα συστήματος καταχώρισης τίτλων στο όνομα του δικαιούχου πελάτη.
14. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επιβάλλουν απαιτήσεις σε ΑΕΠΕΥ ή σε πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους επιπλέον των διατάξεων των παρ. 8, 9 και 10 και των αντίστοιχων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου 16 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορεί να αιτιολογηθούν αντικειμενικό και να είναι ανάλογες με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι ΑΕΠΕΥ ή τα πιστωτικά ιδρύματα φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς.
15. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35.
16. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα, αντίστοιχα, οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παρ. 2 έωςΙΟ, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση Οδηγία (EE) 2017/593 της Επιτροπής.
Άρθρο 17 Αλγοριθμικές συναλλαγές (Άρθρο 17 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές οφείλουν:
α) να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου κινδύνων, κατάλληλους για τις δραστηριότητες που διενεργούν, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών τους είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς
β) να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου κινδύνων προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών δεν μπορεί να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος στον Κανονισμό (EE) 596/2014 ή στους κανόνες τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτές συνδέονται, γ) να διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις επιχειρηματικής συνέχειας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών της
δ) να διασφαλίζουν ότι τα συστήματά τους έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται κατάλληλα ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.
2. Οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο δραστηριοποιούνται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλη ή συμμετέχουσες.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από ΑΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών αλγοριθμικής διαπραγμάτευσης που εφαρμόζει, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια στα οποία υπόκειται το σύστημα διενέργειας συναλλαγών, τους βασικούς μηχανισμούς ελέγχου συμμόρφωσης και κινδύνων που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων της παρ. 1 και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες από την ΑΕΠΕΥ σχετικά με τη διενέργεια των αλγοριθμικών συναλλαγών της και τα συστήματα που χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος αρμόδιας αρχής τόπου διαπραγμάτευσης ως μέλος ή συμμετέχουσα του οποίου η ΑΕΠΕΥ διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από την ΑΕΠΕΥ που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές.
Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και διασφαλίζουν ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να εποπτεύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
Οι ΑΕΠΕΥ που χρησιμοποιούν τεχνική διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα τηρούν, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία όσον αφορά όλες τις εντολές που έχουν εισαχθεί, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων εντολών, των εντολών που εκτελέστηκαν και των προσφορών τιμών σε τόπους διαπραγμάτευσης και τα διαθέτουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφόσον τους ζητηθούν.
3. Οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές για να ακολουθήσουν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής:
α) διενεργούν αυτήν την ειδική διαπραγμάτευση συνεχώς κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης αναλογίας των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης
β) συνάπτουν δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης στην οποία προσδιορίζονται, κατ' ελάχιστο, οι υποχρεώσεις τους σύμφωνα με την περιπτ. α',
γ) εφαρμόζουν αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσουν ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της συμφωνίας της περιπτ. β' ανά πάσα στιγμή.
4. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 48, ΑΕΠΕΥ που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης η στρατηγική της όταν διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων εντολών αγοράς και πώλησης συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα σε ένα μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς.
5. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης χρησιμοποιούν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου που διασφαλίζουν:
α) την ορθή αξιολόγηση και επαναξιολόγηση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία,
β) ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται να υπερβούν προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια,
γ) ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως δ) ότι με κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ΑΕΠΕΥ ή που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ή να συμβάλουν στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή θα μπορούσαν να έρθουν σε αντίθεση με τον Κανονισμό (EE) 596/2014 ή τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση φέρουν την ευθύνη διασφάλισης ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης.
Οι ΑΕΠΕΥ παρακολουθούν τις συναλλαγές προκειμένου να εντοπίζουν παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή συμπεριφορά που μπορεί να συνιστά κατάχρηση της αγοράς και η οποία πρέπει να αναφερθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι βάσει αυτής της συμφωνίας οι ΑΕΠΕΥ υπέχουν ευθύνη σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
Η ΑΕΠΕΥ που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να παρέχουν, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή των συστημάτων και των μηχανισμών ελέγχου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και αποδείξεις για την εφαρμογή τους.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν σχετικού αιτήματος της αρμόδιας αρχής ενός τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο ΑΕΠΕΥ προσφέρουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από τις ΑΕΠΕΥ. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και διασφαλίζουν ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
6. Οι ΑΕΠΕΥ που ενεργούν ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη, χρησιμοποιούν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης παρέχονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για τις ίδιες τις ΑΕΠΕΥ και την αγορά. Οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ αυτών και των προσώπων στα οποία παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη σχετικά με τα βασικό δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.
Άρθρο 18
Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΜΟΔ
(Άρθρο 18 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 16:
α) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες για τη δίκαιη και ομαλή διαπραγμάτευση, β) καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,
γ) διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
δ) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα συστήματά τους,
ε) παρέχουν, όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες ή διασφαλίζουν ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες ώστε να μπορούν οι χρήστες να διαμορφώνουν επενδυτική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων, στ) καταρτίζουν, δημοσιεύουν, διατηρούν και εφαρμόζουν διαφανείς και μη μεροληπτικούς βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες οι οποίοι διέπουν την πρόσβαση στα συστήματά τους ζ) διαθέτουν μηχανισμούς για το σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που μπορεί να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ, αφενός μεν του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, αφετέρου δε της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, η) διαθέτουν όλα τα απαραίτητα αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να συμμορφώνονται με τα άρθρα 48 και 49,
θ) ενημερώνουν με σαφήνεια τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, ι) διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στο πλαίσιο των συστημάτων του ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
Ο ΠΜΔ και ο ΜΟΔ έχουν τουλάχιστον τρία ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε πιστωτικό ίδρυμα εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1. Το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεσή του να λειτουργεί ΠΜΔ ή ΜΟΔ ταυτόχρονα με την υποβολή σχετικής αίτησης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των περιπτ. α' έως η' της παρ. 1 και ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος.
3. Εάν κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση ως προς την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με τον ΠΜΔ ή τον ΜΟΔ.
4. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται αμέσως με κάθε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 67, για την αναστολή της διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.
5. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, περιλαμβανομένων, με την επιφύλαξη των παρ. 1, 4 και 5 του άρθρου 20, κάθε είδους δεσμού με ή συμμετοχής από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς, καθώς και κατάλογο των μελών, των συμμετεχόντων και των χρηστών τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος εφόσον πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα, διαθέτουν, μετά από σχετικό αίτημα, τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή της αγοράς γνωστοποιείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην ΕΑΚΑΑ.
6. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και οι υποχρεώσεις του άρθρου αυτού που οφείλουν να τηρούν οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
Άρθρο 19 Ειδικές απαιτήσεις για τους ΠΜΔ (Άρθρο 19 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ, επιπροσθέτως της εκπλήρωσης των απαιτήσεων των άρθρων 16 και 18, θεσπίζουν και εφαρμόζουν διαφανείς κανόνες οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.
2. Οι κανόνες που προβλέπονται στην περιπτ. στ' της παρ. 1 του άρθρου 18 και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ πρέπει να είναι συμβατοί με τις προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 53.
3. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ οφείλουν:
α) να έχουν κατάλληλους μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων, β) να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής και έγκαιρης οριστικοποίησης των συναλλαγών που εκτελούνται στο πλαίσιο των συστημάτων τους και γ) να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε διαρκή βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας τους λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του εύρους και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι.
4. Τα άρθρα 24 και 25, οι παρ. 1, 2 και 4 έως 8 του άρθρου 27 και το άρθρο 28 δεν έχουν εφαρμογή στις συναλλαγές που συνάπτονται βάσει των κανόνων που διέπουν έναν ΠΜΔ, μεταξύ των μελών του ΠΜΔ ή των συμμετεχόντων σε αυτόν, ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σε αυτόν σε σχέση με τη χρήση του. Τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτόν συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 24, 25, 27 και 28 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.
5. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ δεν επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό (matched principal trading).
Άρθρο 20 Ειδικές απαιτήσεις για τους ΜΟΔ (Άρθρο 20 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ΑΕΠΕΥ και ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτουν μηχανισμούς που αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς.
2. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη διαδικασία.
Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν επιτρέπεται για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων η οποία υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (EE) 648/2012.
Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτει μηχανισμούς που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον ορισμό της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, σύμφωνα με την περίπτ. 38 του άρθρου 4.
3. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, εκτός της διενέργειας αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά κρατικούς/χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει ρευστή αγορά.
4. Η λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας δεν επιτρέπεται. Ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στο συστηματικό εσωτερικοποιητή. Ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με άλλον ΜΟΔ κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.
5. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ μπορεί να αναθέτει σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων την παροχή ειδικής διαπραγμάτευσης στον ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση εάν έχει στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.
6. Η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ διεξάγεται με άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Ειδικότερα, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο σε μία ή σε δύο από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν αποφασίζει την εισαγωγή ή ανάκληση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται, ή
β) όταν αποφασίζει να μην ταυτίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, με την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις του άρθρου 27.
Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ μπορεί να αποφασίζει εάν, πότε και τι τμήμα δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με τις παρ. 1, 2, 4 και 5 και με την επιφύλαξη της παρ. 3, για σύστημα που διευθετεί συναλλαγές σε μη μετοχικές αξίες η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται το ΜΟΔ μπορεί να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή. Η υποχρέωση αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 27.
7. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί, είτε όταν μια ΑΕΠΕΥ ή ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια για τη λειτουργία ΜΟΔ είτε, κατά περίπτωση, λεπτομερή περιγραφή των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, και ιδίως πότε μια εντολή στον ΜΟΔ μπορεί να ανακληθεί και πότε και με ποιον τρόπο δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στο πλαίσιο του ΜΟΔ. Επιπλέον, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς ενός ΜΟΔ παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό που διενεργούνται από την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούται ο ορισμός της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό και ότι η κατάρτισή τους δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς και των πελατών τους.
8. Τα άρθρα 24, 25, 27 και 28 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται σε έναν ΜΟΔ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' Όροι λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων
Τμήμα 1 Γενικές διατάξεις
Άρθρο 21
Τακτική επανεξέταση των όρων χορήγησης της αρχικής άδειας (Άρθρο 21 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν αδειοδοτηθεί στην Ελλάδα συμμορφώνονται σε διαρκή βάση με τους όρους που τίθενται στο Κεφάλαιο I για τη χορήγηση της αρχικής άδειας.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει κατά πόσον οι ΑΕΠΕΥ συμμορφώνονται με την κατά την παρ. 1 υποχρέωσή τους με βάση κατάλληλες μεθόδους που καταρτίζει και απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να της γνωστοποιούν κάθε ουσιώδη μεταβολή στους όρους χορήγησης της αρχικής άδειας.
Άρθρο 22
Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία (Άρθρο 22 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις δραστηριότητες των ΑΕΠΕΥ προκειμένου να αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα νόμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε στοιχείο ή έγγραφο απαιτείται ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να αξιολογεί τη συμμόρφωση των ΑΕΠΕΥ με αυτές τις υποχρεώσεις.
Άρθρο 23 Συγκρούσεις συμφερόντων (Άρθρο 23 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση των καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, των υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και των πελατών τους ή μεταξύ δύο πελατών τους κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων αυτών που οφείλονται στη λήψη αντιπαροχών από τρίτους ή στην πολιτική αποδοχών της ΑΕΠΕΥ ή παροχής κινήτρων.
2. Αν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 16 εφαρμόζει η ΑΕΠΕΥ για να προληφθούν οι αρνητικές συνέπειες των συγκρούσεων συμφερόντων στα συμφέροντα του πελάτη της δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί με εύλογη βεβαιότητα η αποτροπή του κινδύνου βλάβης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύση ή τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό τους προτού αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό του.
3. Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παρ. 2: α) πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο και
β) περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του πελάτη, ώστε να μπορεί ο πελάτης να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.
Τμήμα 2
Διατάξεις για την προστασία των επενδυτών
Άρθρο 24
Γενικές αρχές και πληροφόρηση των πελατών (Άρθρο 24 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό κατά την παροχή επενδυτικών ή, κατά περίπτωση, παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ιδίως να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 25.
2. ΑΕΠΕΥ που δημιουργούν χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες διασφαλίζουν ότι αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας προσδιορισμένης αγοράς-στόχου τελικών πελατών εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών, ότι η στρατηγική για τη διάθεση των χρηματοπιστωτικών μέσων είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο και ότι η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα διατίθενται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.
Οι ΑΕΠΕΥ κατανοούν τα χρηματοπιστωτικό μέσα που προσφέρουν ή συνιστούν, αξιολογούν τη συμβατότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων με τις ανάγκες των πελατών, στους οποίους παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες λαμβάνοντας υπόψη και την αναφερόμενη στην παρ. 3 του άρθρου 16 προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών και εξασφαλίζουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα προσφέρονται ή συνιστώνται, μόνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη.
3. Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να είναι δυνατό να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.
4. Η ΑΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες εγκαίρως κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με την ίδια και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, τους τόπους εκτέλεσης και το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει τα εξής:
α) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η ΑΕΠΕΥ πρέπει, εγκαίρως πριν από την παροχή των επενδυτικών συμβουλών, να ενημερώνει τον πελάτη για τα ακόλουθα: αα) αν οι συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι,
ββ) αν οι συμβουλές βασίζονται σε ευρεία ή πιο περιορισμένη ανάλυση των διαφόρων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων και, ιδίως αν το εύρος αυτό περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή διατίθενται από οντότητες που έχουν στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ ή οποιεσδήποτε άλλες νομικές ή οικονομικές σχέσεις όπως συμβατικές σχέσεις που είναι τόσο στενές ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των παρεχομένων συμβουλών,
γγ) αν η ΑΕΠΕΥ διαθέτει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που προτείνονται στον πελάτη, β) οι πληροφορίες για τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές περιλαμβάνουν κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση συγκεκριμένων επενδυτικών στρατηγικών και αναφορά για το αν το χρηματοπιστωτικό μέσο απευθύνεται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες λαμβανομένης υπόψη της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου σύμφωνα με την παρ. 2,
γ) η πληροφόρηση για όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις περιλαμβάνει πληροφορίες σχετιζόμενες τόσο με τις επενδυτικές όσο και με τις παρεπόμενες υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένου του κόστους που σχετίζεται με την παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, του κόστους του χρηματοπιστωτικού μέσου που συνιστάται ή διαφημίζεται στον πελάτη και των δυνατών τρόπων πληρωμής του από τον πελάτη, περιλαμβανομένων επίσης όλων των πληρωμών προς τρίτους.
Οι πληροφορίες σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την επενδυτική υπηρεσία και το χρηματοπιστωτικό μέσο, που δεν οφείλονται στην επέλευση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς παρέχονται συγκεντρωτικά για να επιτρέψουν στον πελάτη να κατανοήσει το συνολικό κόστος καθώς και το αθροιστικό αποτέλεσμά του στην απόδοση της επένδυσης και, αν το ζητήσει ο πελάτης συνοδεύονται από αναλυτική καταγραφή του κόστους. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στον πελάτη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, καθ' όλη τη διάρκεια της επένδυσης.
5. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παρ. 4 και 9 παρέχονται σε κατανοητή μορφή κατά τρόπο, ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου είδους του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν ενημερωμένοι επενδυτικές αποφάσεις. Οι πληροφορίες αυτές είναι δυνατόν να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.
6. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη, όσον αφορά στις απαιτήσεις πληροφόρησης η εν λόγω υπηρεσία δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τις παρ. 3, 4 και 5.
7. Όταν η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση, η ΑΕΠΕΥ:
α) αξιολογεί ένα επαρκώς ευρύ φάσμα διαθέσιμων στην αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων, τα οποία πρέπει να είναι επαρκώς διαφοροποιημένα ως προς το είδος και τους εκδότες τους ή τους παρόχους των προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι επενδυτικοί στόχοι του πελάτη μπορεί να επιτευχθούν με κατάλληλο τρόπο και δεν πρέπει να περιορίζονται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται από: αα) την ίδια την ΑΕΠΕΥ ή από οντότητες που συνδέονται με στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ, ή ββ) άλλες οντότητες, με τις οποίες η ΑΕΠΕΥ έχει τόσο στενές νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως συμβατικές σχέσεις ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των παρεχόμενων συμβουλών, β) δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές προμήθειες ή άλλα χρηματικό ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορεί να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με την υποχρέωσή της να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα περίπτωση.
8. Κατά την παροχή της υπηρεσίας της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η ΑΕΠΕΥ δεν αποδέχεται ούτε παρακρατεί αμοιβές προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορεί να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με την υποχρέωσή της να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα παράγραφο.
9. Οι ΑΕΠΕΥ δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 23 ή την παρ. 1 του παρόντος άρθρου, όταν καταβάλλουν ή εισπράττουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή λαμβάνουν οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος σε σχέση με την παροχή επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας προς ή από οιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη ή προσώπου ενεργούντος για λογαριασμό του πελάτη, εκτός αν η πληρωμή ή το όφελος:
α) έχει σχεδιαστεί για τη βελτίωση της ποιότητας της υπηρεσίας προς τον πελάτη και
β) δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με την υποχρέωσή της να ενεργεί με τρόπο έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό, σύμφωνα με τα συμφέροντα των πελατών της.
Η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής ή της προμήθειας που καταβάλλεται ή εισπράττεται ή του οφέλους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή, αν το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μέθοδος υπολογισμού του, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς στον πελάτη, με περιεκτικό, ακριβή και κατανοητό τρόπο, πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας. Αν συντρέχει περίπτωση, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει επίσης τον πελάτη σχετικά με τους μηχανισμούς για την απόδοση στον πελάτη της αμοιβής της προμήθειας ή του χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους που η ΑΕΠΕΥ έχει λάβει σε σχέση με την παροχή της επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας.
Οι αμοιβές ή οι προμήθειες που καταβάλλονται ή εισπράττονται ή το όφελος που επιτρέπουν ή είναι αναγκαία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως έξοδα θεματοφυλακής έξοδα συναλλαγών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, τα θεσμοθετημένα τέλη ή αμοιβές νομικής φύσης και τα οποία δεν μπορεί από τη φύση τους να οδηγήσουν σε σύγκρουση με την υποχρέωση της ΑΕΠΕΥ να ενεργεί με έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της, δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.
10. ΑΕΠΕΥ που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες διασφαλίζει ότι δεν ανταμείβει ούτε αξιολογεί την απόδοση του προσωπικού της κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωσή της να ενεργεί προς το συμφέρον των πελατών της. Ιδίως δεν υιοθετεί πολιτικές αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή άλλης μορφής που θα αποτελούσαν κίνητρο για το προσωπικό της να συστήσει ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο σε ιδιώτη πελάτη, ενώ η ΑΕΠΕΥ θα μπορούσε να προσφέρει διαφορετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.
11. Αν μια επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται μαζί με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως όρος για την ίδια συμφωνία ή πακέτο, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη για το αν υπάρχει ή όχι δυνατότητα αγοράς των επιμέρους στοιχείων του πακέτου ξεχωριστά και παρέχει χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις επιβαρύνσεις κάθε στοιχείου.
Όταν οι κίνδυνοι που απορρέουν από μια τέτοια συμφωνία ή πακέτο που προσφέρεται σε ιδιώτη πελάτη είναι πιθανόν να διαφέρουν από τους κινδύνους που σχετίζονται με κάθε στοιχείο χωριστά, η ΑΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των επιμέρους στοιχείων της συμφωνίας ή του πακέτου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους μεταβάλλει τους κινδύνους.
12. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις στις ΑΕΠΕΥ, σε σχέση με θέματα που καλύπτονται από το παρόν άρθρο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορεί να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται ορισμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς. Οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο τα δικαιώματα των ΑΕΠΕΥ, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35.
13. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση Οδηγία (EE) 2017/593 της Επιτροπής.
Άρθρο 25
Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας και ενημέρωση προς πελάτες
(Άρθρο 25 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 93 οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν και, όταν τους ζητηθεί, αποδεικνύουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή πληροφόρηση σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα, επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες για λογαριασμό των ΑΕΠΕΥ, διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 24 και του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει και δημοσιεύει τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων λαμβάνοντας υπόψη και τις κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδονται από την ΕΑΚΑΑ.
2. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με το συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας σχετικά με τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, περιλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημίες καθώς και σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους του, περιλαμβανομένου του επιπέδου ανοχής κινδύνου, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να του συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του και, ιδίως είναι σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και τη δυνατότητά του να υποστεί ζημίες.
Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές στο πλαίσιο των οποίων συστήνουν πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 24, το συνολικό πακέτο πρέπει να είναι κατάλληλο για τον πελάτη.
3. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες πλην των μνημονευόμενων στην παρ. 2, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με το συγκεκριμένο τύπο του προσφερόμενου ή ζητούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσο η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προϊόν ενδείκνυται για τον πελάτη. Όταν πρόκειται για πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 24, στην αξιολόγηση εξετάζεται κατά πόσο το συνολικό πακέτο είναι ενδεδειγμένο για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη.
Αν οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, τον προειδοποιούν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
Αν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες οι ΑΕΠΕΥ τον προειδοποιούν ότι δεν είναι σε θέση να κρίνουν κατά πόσον η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι ενδεδειγμένα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
4. Οι ΑΕΠΕΥ, όταν παρέχουν στους πελάτες τους επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση ή στη λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες πλην της χορήγησης δανείων ή πιστώσεων, όπως ορίζεται στο σημείο 2 του Τμήματος Β του Παραρτήματος I, που δεν περιλαμβάνονται σε υφιστάμενα πιστωτικά όρια δανείων, τρεχούμενων λογαριασμών και πιστωτικών διευκολύνσεων πελατών, μπορεί να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες ούτε να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπονται στην παρ. 3, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Οι υπηρεσίες αφορούν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα:
αα) μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εφόσον πρόκειται για μετοχές εταιρειών, με την εξαίρεση των μετοχών οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που δεν είναι ΟΣΕΚΑ και μετοχών, οι οποίες ενσωματώνουν παράγωγα, ββ) ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, με την εξαίρεση εκείνων που ενσωματώνουν παράγωγα ή έχουν δομές που καθιστούν την κατανόηση του συναφούς κινδύνου δύσκολη για τον πελάτη, γγ) μέσα χρηματαγοράς με την εξαίρεση εκείνων που ενσωματώνουν παράγωγα ή έχουν δομές που καθιστούν την κατανόηση του συναφούς κινδύνου δύσκολη για τον πελάτη,
δδ) μετοχές ή μερίδια ΟΣΕΚΑ, με την εξαίρεση των δομημένων ΟΣΕΚΑ που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 36 του Κανονισμού (EE) 583/2010 (176/10.7.2010)
εε) δομημένες καταθέσεις με την εξαίρεση εκείνων που έχουν δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου ως προς την απόδοση ή το κόστος της εξόδου από το προϊόν πριν από τη λήξη του,
στστ) άλλα μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου. Για τους σκοπούς της περίπτ. α), μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά, αν έχει εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετική απόφαση ισοδυναμίας υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο του στοιχείου α) της παρ. 4 του άρθρου 25 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφόσον θεωρεί σχετικά με μια αγορά τρίτης χώρας ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο αυτής της τρίτης χώρας πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο, μπορεί να υποβάλει αίτηση προς την Επιτροπή για την έκδοση από την τελευταία απόφασης ισοδυναμίας σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης της παρ. 2 του άρθρου 89α της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφέρει στην αίτησή της τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της σχετικής τρίτης χώρας πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο και παρέχει σχετικές πληροφορίες προς το σκοπό αυτό.
Ένα τέτοιο νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ισοδύναμο, εφόσον πληροί τουλάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
ααα) οι αγορές υπόκεινται σε αδειοδότηση και σε συνεχή αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή της τήρησης των υποχρεώσεων,
βββ) οι αγορές διαθέτουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση, ούτως ώστε αυτές οι κινητές αξίες να αποτελούν αντικείμενο δίκαιης ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης και να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες
γγγ) οι εκδότες κινητών αξιών υπόκεινται σε υποχρεώσεις περιοδικής και διαρκούς πληροφόρησης εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών, και
δδδ) διασφαλίζονται η διαφάνεια και η ακεραιότητα της αγοράς με την πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς υπό τη μορφή πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.
β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη.
γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την καταλληλότητα του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της παρεχόμενης υπηρεσίας και ότι επομένως ο ίδιος δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία που παρέχουν οι σχετικοί κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 23 υποχρεώσεις της.
5. Η ΑΕΠΕΥ τηρεί αρχείο με τα έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορεί να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.
6. Η ΑΕΠΕΥ παρέχει στον πελάτη επαρκή ενημέρωση, σε σταθερό μέσο, σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει περιοδικές αναφορές προς τον πελάτη, ανάλογα με τον τύπο και την πολυπλοκότητα των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων και τη φύση της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη και συμπεριλαμβάνει, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που διενεργούνται και των υπηρεσιών που παρέχονται για λογαριασμό του.
Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών η ΑΕΠΕΥ, πριν από την κατάρτιση της συναλλαγής, παρέχει σε σταθερό μέσο στον πελάτη δήλωση καταλληλότητας, με την οποία προσδιορίζονται οι παρασχεθείσες συμβουλές και ο τρόπος με τον οποίο αυτές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, τους στόχους και τα λοιπά χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.
Αν η συμφωνία για αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου έχει συναφθεί με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως, που δεν επιτρέπει την εκ των προτέρων παράδοση της δήλωσης καταλληλότητας, η ΑΕΠΕΥ παρέχει την έγγραφη δήλωση καταλληλότητας σε σταθερό μέσο, αμέσως μόλις ο πελάτης δεσμευτεί με οποιαδήποτε συμφωνία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ο πελάτης έχει συγκατατεθεί να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας, χωρίς αδικαιολόγητη
καθυστέρηση, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής και β) η ΑΕΠΕΥ έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη συναλλαγή, προκειμένου να
λάβει προηγουμένως τη δήλωση καταλληλότητας. Όταν η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή έχει ενημερώσει τον πελάτη ότι θα πραγματοποιεί περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας η περιοδική ενημέρωση περιέχει επικαιροποιημένη δήλωση σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο η επένδυση ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις τους στόχους και τα λοιπά χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.
7. Αν μια σύμβαση πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, η οποία υπάγεται στις διατάξεις σχετικά με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας καταναλωτών που προβλέπεται στο ν. 4438/2016 (Α' 220), έχει ως προϋπόθεση την παροχή στον ίδιο καταναλωτή μιας επενδυτικής υπηρεσίας σε σχέση με ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται ειδικά για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της εν λόγω σύμβασης πίστωσης και έχουν τους ίδιους όρους με αυτήν η οποία σχετίζεται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, προκειμένου το δάνειο να είναι πληρωτέο, να αναχρηματοδοτείται ή να εξοφλείται, η παροχή της υπηρεσίας αυτής δεν υπόκειται στις επιβαλλόμενες με το παρόν άρθρο υποχρεώσεις.
Άρθρο 26
Παροχή υπηρεσιών μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων (Άρθρο 26 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων οδηγίες για την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη μπορεί να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η τελευταία αυτή επιχείρηση επενδύσεων. Η επιχείρηση επενδύσεων, μέσω της οποίας παρέχονται οι οδηγίες παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.
2. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες για την παροχή υπηρεσιών για λογαριασμό πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων, μπορεί να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις έχουν δοθεί στον πελάτη από την άλλη αυτή επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με την υπηρεσία ή τη συναλλαγή. Η επιχείρηση επενδύσεων, μέσω της οποίας παρέχονται οι οδηγίες, παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα των παρεχόμενων συστάσεων ή συμβουλών για το συγκεκριμένο πελάτη.
3. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων παραμένει υπεύθυνη για την παροχή της υπηρεσίας ή την ολοκλήρωση της συναλλαγής, βάσει αυτών των πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος τίτλου.
Άρθρο 27
Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους
(Άρθρο 27 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν επαρκή μέτρα, ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη την τιμή, το κόστος, την ταχύτητα, την πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, τον όγκο, τη φύση και οποιοδήποτε άλλο παράγοντα που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής. Όταν ο πελάτης έχει δώσει συγκεκριμένες οδηγίες, η ΑΕΠΕΥ εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.
Όταν ΑΕΠΕΥ εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το βέλτιστο αποτέλεσμα προσδιορίζεται με βάση το συνολικό τίμημα, το οποίο αντιστοιχεί στην τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και στο κόστος που σχετίζεται με την εκτέλεση, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών που εισπράττει ο τόπος εκτέλεσης, των εξόδων εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλων των λοιπών αμοιβών που καταβάλλονται σε τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.
Για την επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, σε περίπτωση ανταγωνιστικών τόπων για την εκτέλεση μιας εντολής που αφορά χρηματοπιστωτικό μέσο, η ΑΕΠΕΥ αξιολογεί και συγκρίνει τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν για τον πελάτη με την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών της ΑΕΠΕΥ και στους οποίους μπορεί να εκτελεστεί η σχετική εντολή, λαμβάνοντας κατά την αξιολόγηση αυτή υπόψη τις προμήθειες που εισπράττει η ίδια η ΑΕΠΕΥ και τα κόστη που βαρύνουν τον πελάτη για την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης.
2. Η ΑΕΠΕΥ δεν λαμβάνει οποιαδήποτε αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικό όφελος για να κατευθύνει εντολές πελατών σε συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτέλεσης κατά παράβαση των υποχρεώσεων σχετικό με τις συγκρούσεις συμφερόντων ή τις αντιπαροχές, που ορίζονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου, στην παρ. 3 του άρθρου 16 και στα άρθρα 23 και 24.
3. Για τα χρηματοπιστωτικό μέσα που υπόκεινται στη σχετική με την κατάρτιση συναλλαγών υποχρέωση των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (EE) 600/2014, κάθε τόπος διαπραγμάτευσης και κάθε συστηματικός εσωτερικοποιητής και, για τα λοιπά χρηματοπιστωτικά μέσα, κάθε τόπος εκτέλεσης, διαθέτει στο κοινό, ατελώς, δεδομένα σχετικό με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στο συγκεκριμένο τόπο τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Μετά την εκτέλεση συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, η ΑΕΠΕΥ πληροφορεί τον πελάτη σε ποιον τόπο εκτελέστηκε η εντολή. Οι περιοδικές εκθέσεις περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με την τιμή, τα κόστη, την ταχύτητα και την πιθανότητα εκτέλεσης μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων.
4. Οι ΑΕΠΕΥ θεσπίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς, προκειμένου να συμμορφώνονται με την παρ. 1. Οι ΑΕΠΕΥ θεσπίζουν και εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παρ. 1.
5. Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, πληροφορίες σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η ΑΕΠΕΥ εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή του τόπου εκτέλεσης. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους, οι οποίοι επιτρέπουν στην ΑΕΠΕΥ να επιτυγχάνει συστηματικά το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών.
Η ΑΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί. Οι πληροφορίες επεξηγούν σαφώς, με επαρκείς λεπτομέρειες και με τρόπο εύκολα κατανοητό από τους πελάτες τον τρόπο με τον οποίο η ΑΕΠΕΥ θα εκτελέσει τις εντολές για λογαριασμό του πελάτη. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει εκ των προτέρων τη συναίνεση των πελατών της σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών. Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης η ΑΕΠΕΥ ιδίως ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με τη δυνατότητα αυτή. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών της προτού προβεί στην εκτέλεση εντολών πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να λαμβάνει τη συναίνεση με τη μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές.
6. Οι ΑΕΠΕΥ που εκτελούν εντολές πελατών συνοψίζουν και δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών ("trading volumes"), στους οποίους εκτέλεσαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης που επιτεύχθηκε.
7. Οι ΑΕΠΕΥ που εκτελούν εντολές πελατών παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών και της πολιτικής εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν, ώστε να εντοπίζουν και να διορθώνουν, όπου απαιτείται, τυχόν ελλείψεις. Ιδίως οι ΑΕΠΕΥ εξετάζουν σε τακτική βάση αν οι τόποι εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη και τροποποιούν αναλόγως τους μηχανισμούς εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τις παρ. 3 και 6. Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν στους πελάτες με τους οποίους έχουν διαρκή πελατειακή σχέση, κάθε ουσιαστική αλλαγή των μηχανισμών και της πολιτικής εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν.
8. Η ΑΕΠΕΥ είναι σε θέση να τεκμηριώσει στους πελάτες της κατόπιν αιτήματος τους ότι έχει εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί, καθώς και να τεκμηριώσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματος της τη συμμόρφωσή της με το παρόν άρθρο.
Άρθρο 28
Κανόνες χειρισμού των εντολών πελατών (Άρθρο 28 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. ΑΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια να εκτελεί εντολές για λογαριασμό πελατών εφαρμόζει διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών ή τις θέσεις διαπραγμάτευσης της ίδιας της ΑΕΠΕΥ και επιτρέπουν την εκτέλεση συγκρίσιμων κατά τα λοιπό εντολών πελατών με βάση το χρόνο λήψης τους από την ΑΕΠΕΥ.
2. Σε περίπτωση οριακής εντολής πελάτη επί μετοχών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης η οποία δεν εκτελείται αμέσως με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς η ΑΕΠΕΥ, εκτός αν ο πελάτης δώσει ρητά άλλες οδηγίες λαμβάνει μέτρα για να διευκολύνει την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής ανακοινώνοντάς την αμέσως δημόσια με τρόπο ευπρόσιτο στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Η ΑΕΠΕΥ εκπληρώνει την υποχρέωσή της αυτή διαβιβάζοντας την οριακή εντολή του πελάτη σε τόπο διαπραγμάτευσης. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αίρεται η υποχρέωση δημοσιοποίησης οριακής εντολής η οποία είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού (EE) 600/2014.
Άρθρο 29
Υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ όταν ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους (Άρθρο 29 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εφόσον αυτοί είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο της παρ. 4, και κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα, της ΑΕΠΕΥ. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι μπορούν να προβαίνουν σε προώθηση των υπηρεσιών της ΑΕΠΕΥ, την οποία αντιπροσωπεύουν, σε προσέλκυση πελατείας ή σε λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών ή δυνητικών πελατών, σε τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων και σε παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υπηρεσίες που προσφέρει η ΑΕΠΕΥ. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι δεν επιτρέπεται να κατέχουν χρήματα ή χρηματοπιστωτικά μέσα για λογαριασμό πελατών.
2. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι ενεργούν για λογαριασμό μιας και μόνο ΑΕΠΕΥ. Η ΑΕΠΕΥ ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που έχει ορίσει, όταν αυτοί ενεργούν για λογαριασμό της.
3. Η ΑΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι της γνωστοποιούν ότι ενεργούν ως συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι της συγκεκριμένης ΑΕΠΕΥ, όποτε επικοινωνούν με πελάτη ή δυνητικό πελάτη ή προτού προωθήσουν ή παράσχουν σε αυτόν τις υπηρεσίες της παρ. 1. Η ΑΕΠΕΥ ελέγχει τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της ώστε να διασφαλίζει ότι εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τον παρόντα νόμο, όταν ενεργεί μέσω αυτών. Η ΑΕΠΕΥ που ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους λαμβάνει επαρκή μέτρα, ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στον παρόντα νόμο δραστηριοτήτων των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στις δραστηριότητες που ασκούν αυτοί για λογαριασμό της ΑΕΠΕΥ.
4. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι από την επιχείρηση επενδύσεων ή το πιστωτικό ίδρυμα που αντιπροσωπεύουν σε μητρώο συνδεδεμένων αντιπροσώπων που τηρείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος αντίστοιχα. Το μητρώο αυτό επικαιροποιείται τακτικά και είναι ελεύθερα προσβάσιμο στο κοινό. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτείνουν την εγγραφή συνδεδεμένου αντιπροσώπου στο μητρώο βεβαιώνουν ότι αυτός διαθέτει επαρκώς καλή φήμη και κατάλληλες γενικές εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες που του επιτρέπουν να παρέχει την επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία και να ανακοινώνουν με ακρίβεια στον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπηρεσία.
5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος ανάλογα με την αρμοδιότητά τους καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στο μητρώο το οποίο τηρείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος αντίστοιχα, καθώς και οι τεχνικές λεπτομέρειες για την τήρηση και ενημέρωση του μητρώου και την πρόσβαση του επενδυτικού κοινού σε αυτό. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζονται πρόσθετες απαιτήσεις για την οργάνωση και λειτουργία των ΑΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων, αντίστοιχα, που χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους καθώς και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, και ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα σχετικά με τη λειτουργία των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Άρθρο 30
Συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους (Άρθρο 30 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών ή να διενεργούν συναλλαγέςι για ίδιο λογαριασμό ή να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές πριν ή κατά τη διενέργεια συναλλαγών με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις του άρθρου 24, με εξαίρεση τις παρ. 4 και 5, του άρθρου 25 με εξαίρεση την παρ. 6, του άρθρου 27 και της παρ. 1 του άρθρου 28, όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.
Στις συναλλαγές τους με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους οι ΑΕΠΕΥ ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό και επικοινωνούν με τρόπο που είναι ορθός σαφής και μη παραπλανητικός λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου και της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
2. Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι είναι οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές εταιρείες οι ΟΣΕΚΑ και οι εταιρείες διαχείρισής τους τα ταμεία συντάξεων και οι εταιρείες διαχείρισής τους άλλοι οργανισμοί του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή ρυθμίζονται με βάση το δίκαιο της Ένωσης ή εθνικό δίκαιο κράτους μέλους οι εθνικές κυβερνήσεις και οι αντίστοιχες υπηρεσίες τους συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες και οι υπερεθνικοί οργανισμοί.
Η κατηγοριοποίηση ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου βάσει του πρώτου εδαφίου δεν θίγει το δικαίωμα των οντοτήτων αυτών να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την ΑΕΠΕΥ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28.
3. Σε περίπτωση συναλλαγής στην οποία ο δυνητικός αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, η ΑΕΠΕΥ αποδέχεται το καθεστώς του αντισυμβαλλομένου, όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εγκατάστασής του.
4. Οι ΑΕΠΕΥ, πριν διενεργήσουν συναλλαγές της παρ. 1, λαμβάνουν από το δυνητικό αντισυμβαλλόμενο ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνεται είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.
Τμήμα 3
Διαφάνεια και ακεραιότητα της αγοράς
Άρθρο 31
Παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ και με άλλες εκ του νόμου υποχρεώσεις (Άρθρο 31 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ορίζουν και διατηρούν ως προς τους συγκεκριμένους ΠΜΔ ή ΜΟΔ αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών, συμμετεχόντων ή χρηστών τους με τους κανόνες τους. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που καταρτίζουν τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (EE) 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα αυτού του ελέγχου.
2. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων τους, για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (EE) 596/2014 ή για δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.
Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (EE) 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά.
3. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαβιβάζουν επίσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 2 στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε κάθε αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς αρχή βοηθώντας τες στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.
Άρθρο 32
Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ (Άρθρο 32 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 67, να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ μπορούν να αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψουν χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, εκτός αν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
2. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, όταν αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I, τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ δημοσιοποιούν την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και την κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε περίπτωση αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 1 και 2, απαιτεί από τις ρυθμιζόμενες αγορές άλλους ΠΜΔ ή ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στην αρμοδιότητά της και όπου αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή παράγωγο κατά τα παραπάνω, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς σε δημόσια πρόταση ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (EE) 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί και κοινοποιεί, αμέσως στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση αυτή.
4. Τα οριζόμενα στην παρ. 3 εφαρμόζονται αντίστοιχα και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λαμβάνει κοινοποίηση από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με τις διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 32 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λάβει την κοινοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, διαβιβάζει τη σχετική απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίσει να μην προβεί σε αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, η κοινοποίηση συνοδεύεται και από την αντίστοιχη αιτιολογία.
5. Τα οριζόμενα στις παρ. 2 έως 4 ισχύουν και όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο.
6. Η διαδικασία κοινοποίησης των παραπάνω παραγράφων ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Τμήμα 4 Αγορές ανάπτυξης ΜμΕ
Άρθρο 33 Αγορές ανάπτυξης ΜμΕ (Άρθρο 33 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Ο διαχειριστής ΠΜΔ μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια, κατά τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 18, αρχή αίτηση καταχώρισης του ΠΜΔ ως αγοράς ανάπτυξης ΜμΕ.
2. Η αρμόδια σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο αρχή μπορεί, με απόφασή της να καταχωρίσει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ, εφόσον κρίνει ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις της παρ. 3 και έχει τηρηθεί η διαδικασία της παρ.2 του άρθρου 18.
3. Ο ΠΜΔ διαθέτει αποτελεσματικούς κανόνες, συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι πληρούνται τα εξής:
α) τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) των εκδοτών των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα εντάσσονται προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ είναι ΜμΕ κατά τον χρόνο που ο ΠΜΔ καταχωρίζεται ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος
β) ορίζονται κατάλληλα κριτήρια για την αρχική ένταξη σε διαπραγμάτευση και τη μετέπειτα παραμονή των χρηματοπιστωτικών μέσων των εκδοτών στην αγορά,
γ) κατά την αρχική ένταξη σε διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων στην αγορά, διατίθενται επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που να επιτρέπουν στους επενδυτές να λαμβάνουν απόφαση για το αν θα επενδύσουν ή όχι στα χρηματοπιστωτικά μέσα, είτε διατίθεται κατάλληλο πληροφοριακό δελτίο για την ένταξη σε διαπραγμάτευση είτε ενημερωτικό δελτίο, εφόσον ισχύουν οι απαιτήσεις του ν. 3401/2005 (Α'257) σχετικά με τη δημόσια προσφορά που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την αρχική ένταξη του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ.
δ) υπάρχει κατάλληλη διαρκής περιοδική χρηματοοικονομική πληροφόρηση από ή για λογαριασμό ενός εκδότη στην αγορά, όπως ιδίως ελεγμένες ετήσιες εκθέσεις
ε) οι εκδότες στην αγορά όπως ορίζονται στο σημείο 21 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (EE) 596/2014, τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη όπως ορίζονται στο σημείο 25 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (EE) 596/2014 και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά όπως ορίζονται στο σημείο 26 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (EE) αριθ. 596/2014, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις που ισχύουν για αυτούς βάσει του Κανονισμού (EE) 596/2014,
στ) η προβλεπόμενη στο νομοθετικό πλαίσιο πληροφόρηση σχετικά με τους εκδότες στην αγορά αποθηκεύεται και διαχέεται στο κοινό,
ζ) υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα και έλεγχοι με στόχο την αποτροπή και τον εντοπισμό κατάχρησης αγοράς για τη συγκεκριμένη αγορά, όπως απαιτείται από τον Κανονισμό (EE) 596/2014.
4. Τα κριτήρια της παρ. 3 δε θίγουν τη συμμόρφωση του διαχειριστή ΠΜΔ με άλλες υποχρεώσεις βάσει του παρόντος νόμου σχετικά με τη λειτουργία των ΠΜΔ. Ο διαχειριστής ΠΜΔ μπορεί να επιβάλει πρόσθετες υποχρεώσεις εκτός των καθοριζόμενων στην εν λόγω παράγραφο.
5. Η αρμόδια, σύμφωνα με την παρ. 1, αρχή μπορεί να διαγράψει από το μητρώο της έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 18, σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:
α) ύστερα από αίτηση διαγραφής του διαχειριστή ΠΜΔ,
β) εφόσον δεν πληρούνται πλέον όσον αφορά τον ΠΜΔ οι απαιτήσεις της παρ. 3.
6. Αν η αρμόδια, σύμφωνα με την παρ. 1, αρχή καταχωρίσει ή διαγράψει έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ βάσει του παρόντος άρθρου, ενημερώνει όσο το δυνατόν συντομότερα την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την εν λόγω καταχώριση ή διαγραφή.
7. Το χρηματοπιστωτικό μέσο ενός εκδότη που έχει ενταχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜμΕ μπορεί να ενταχθεί προς διαπραγμάτευση και σε άλλη αγορά ανάπτυξης ΜμΕ μόνον εφόσον ο εκδότης έχει ενημερωθεί και δεν έχει φέρει αντίρρηση. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση, ως προς την εν λόγω αγορά ΜμΕ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
Δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων
Άρθρο 34
Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων (Άρθρο 34 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Α. Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος μέλος
1. ΑΕΠΕΥ, ή πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το ν. 4261/2014, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας τους. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. ΑΕΠΕΥ που επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες ή να ασκήσει δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που ήδη παρέχει με τον τρόπο αυτό, ανακοινώνει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δραστηριοποιηθεί,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που προτίθεται να παρέχει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής και κατά πόσον προτίθεται να το πράξει μέσω της χρήσης συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Αν η ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Αν η ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί, μέσα σε ένα (1) μήνα από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήψη των πληροφοριών αυτών, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Κατόπιν αυτού, η ΑΕΠΕΥ μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής.
4. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παρ. 2, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη μεταβολή.
5. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς επίσης παρεπόμενες υπηρεσίες σύμφωνα με την παρ. 1 μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Αν το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί μέσα σε ένα (1) μήνα από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο κράτος μέλος υποδοχής.
6. Οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ μετά την άδεια λειτουργίας που έλαβαν στην Ελλάδα, γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, το κράτος μέλος στο οποίο προτίθενται να εγκαταστήσουν κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, κοινοποιεί μέσα σε ένα (1) μήνα την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθούν οι υποδομές ΠΜΔ ή ΜΟΔ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ύστερα από αίτηση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής.
Β. Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων στην Ελλάδα
1. Κάθε επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Αν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή στην Ελλάδα επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, αφού λάβει σχετική κοινοποίηση για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων.
3. Μετά τη διαβίβαση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του προγράμματος δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 34 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στην Ελλάδα.
4. Αν πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει, για την παροχή στην Ελλάδα επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής του, η Τράπεζα της Ελλάδος αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, αφού λάβει σχετική κοινοποίηση για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων από την αρμόδια αρχή του κρότους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.
5. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς άλλων κρατών μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ επιτρέπεται να εγκαθιστούν στην Ελλάδα κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς η οποία της έχει γνωστοποιήσει την εγκατάσταση υποδομών σύμφωνα με την παρ. 5, να της γνωστοποιήσει την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
Άρθρο 35 Εγκατάσταση υποκαταστήματος (Άρθρο 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Α. Εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος
1. ΑΕΠΕΥ, καθώς και πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το ν. 4261/2014, μπορούν να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφος άλλου κρότους μέλους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και το ν. 4261/2014 μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης και ειδικότερα είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην ΑΕΠΕΥ ή στο πιστωτικό ίδρυμα. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Κάθε ΑΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα πρέπει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή τα κράτη μέλη στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται,
γ) στην περίπτωση υποκαταστήματος την οργανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος καθώς και αν το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων,
δ) στην περίπτωση συνδεδεμένων αντιπροσώπων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η ΑΕΠΕΥ δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προβλεπόμενης χρήσης των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εντάσσεται στην εταιρική δομή της ΑΕΠΕΥ,
ε) τη διεύθυνση στο κράτος μέλος υποδοχής στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και
στ) τα ονόματα των υπευθύνων διαχείρισης του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου. Αν η ΑΕΠΕΥ χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στο άλλο κράτος μέλος και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος.
3. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ΑΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει, μέσα σε τρεις (3) μήνες αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά την ΑΕΠΕΥ.
4. Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διευκρινίσεις σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η ΑΕΠΕΥ είναι μέλος σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του
κράτους μέλους υποδοχής.
5. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη ΑΕΠΕΥ μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
6. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή, ελλείψει ανακοίνωσης το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητέςτου.
7. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος και της διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 2.
Αν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος μέσα σε τρεις (3) μήνες αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα.
Αν η Τράπεζα της Ελλάδος αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή, ελλείψει ανακοίνωσης το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την Τράπεζα της Ελλάδος ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου σχετικά με τα υποκαταστήματα.
8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα ΑΕΠΕΥ στο κράτος μέλος υποδοχής.
9. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με την παρ. 2, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη μεταβολή αυτή ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.
Β. Εγκατάσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα
1. Επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες μπορεί να παρέχονται στην Ελλάδα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και το ν. 4261/2014, μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο πιστωτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος καταγωγής. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Αν η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στην Ελλάδα, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος νόμου.
3. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής ή, ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κρότους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του προγράμματος δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
4. Πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, μόλις λάβει ανακοίνωση από την Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή, ελλείψει ανακοίνωσης το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος στην Τράπεζα της Ελλάδος του προγράμματος δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος σχετικά με τα υποκαταστήματα.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα στην Ελλάδα συνάδουν με τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (EE) 600/2014 καθώς και της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου 24.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος και των όρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (EE) 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ' εφαρμογή τους, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες που παρέχει στην Ελλάδα το υποκατάστημα.
6. Αν επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτό.
Άρθρο 36 Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές (Άρθρο 36 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους μέλους που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό έχουν δικαίωμα να γίνουν μέλη των ρυθμιζόμενων αγορών που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ή έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε αυτές με κάποιον από τους ακόλουθους τρόπους:
α) άμεσα, με την εγκατάσταση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα,
β) αποκτώντας την ιδιότητα του εξ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς ή το δικαίωμα εξ αποστάσεως πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης στην Ελλάδα, αν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς αυτής δεν απαιτούν φυσική παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.
Άρθρο 37
Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού και δικαίωμα επιλογής του συστήματος διακανονισμού (Άρθρο 37 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (EE) 648/2012, οι επιχειρήσεις επενδύσεων από άλλα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού που λειτουργούν στην Ελλάδα για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.
Η άμεση ή έμμεση πρόσβαση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων στα εν λόγω συστήματα υπόκειται στα ίδια διαφανή και αντικειμενικά χωρίς διακρίσεις κριτήρια, που εφαρμόζονται στα τοπικά μέλη ή τους συμμετέχοντές τους.
2. Οι ρυθμιζόμενες αγορές που λειτουργούν στην Ελλάδα παρέχουν σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντες το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε αυτές, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) υπάρχουν όσοι σύνδεσμοι και συμφωνίες μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής απαιτούνται για την εξασφάλιση αποτελεσματικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναγνωρίζει ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που έχει επιλέξει η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η εν λόγω εκτίμηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως επιβλεπουσών των συστημάτων διακανονισμού ή των άλλων εποπτικών αρχών που έχουν αρμοδιότητα για αυτά τα συστήματα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς ώστε να μην υπάρχει αδικαιολόγητη επικάλυψη της εποπτείας.
Άρθρο 38
Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού άλλου κράτους μέλους από ΠΜΔ (Άρθρο 38 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ μπορούν να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στο πλαίσιο των συστημάτων τους.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέα εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός αν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στην παρ. 2 του άρθρου 37 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για την αποφυγή αδικαιολόγητης α αλληλοεπικάλυψης ων ελέγχων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επιβλέπουσες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες εποπτικές αρχές που διαθέτουν σχετική αρμοδιότητα για τα εν λόγω συστήματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών
Τμήμα 1
Παροχή υπηρεσιών ή άσκηση δραστηριοτήτων μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος
Άρθρο 39 Εγκατάσταση υποκαταστήματος (Άρθρο 39 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει στην Ελλάδα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Τμήματος II του Παραρτήματος II, υποχρεούται να εγκαταστήσει για τον σκοπό αυτό υποκατάστημα στην Ελλάδα.
2. Το υποκατάστημα λαμβάνει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητά άδεια λειτουργίας προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και εποπτεύεται στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας για τη χορήγηση της οποίας η αρμόδια αρχή έχει λάβει δεόντως υπόψη τυχόν συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Financial Action Task Force, FATF),
β) έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος και της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση ρυθμίσεις συνεργασίας που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για τον σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών,
γ) το υποκατάστημα έχει στη διάθεσή του επαρκές αρχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος ή σύμφωνα με το στοιχείο β' της παρ.1 του άρθρου 12 του ν. 4261/2014, εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα,
δ) ορίζονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση του υποκαταστήματος και συμμορφώνονται όλα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 9,
ε) η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με την Ελλάδα, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σχετικά με το εισόδημα και το κεφάλαιο και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών,
στ) η επιχείρηση συμμετέχει σε σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει συσταθεί ή αναγνωριστεί σύμφωνα με το ν. 2533/1997 ή το ν. 4370/2016, εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας όπου είναι πιστωτικό ίδρυμα.
3. Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παρ. 1 υποβάλλει την αίτησή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση.
4. Εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα, εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις του ν. 4261/2014 και οι σχετικές κατ" εξουσιοδότηση αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Άρθρο 40 Υποχρέωση ενημέρωσης (Άρθρο 40 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, ανάλογα με την αρμοδιότητά τους, τα εξής:
α) την επωνυμία της αρμόδιας εποπτικής αρχής στην οικεία τρίτη χώρα. Όταν για την εποπτεία είναι αρμόδιες περισσότερες από μία αρχές παρέχονται λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων, β) όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, έδρα και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, μέτοχοι) και επιχειρησιακό πρόγραμμα με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής οιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών σε τρίτους
γ) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει η τήρηση των απαιτήσεων της παρ. 1 του άρθρου 9
δ) πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του το υποκατάστημα.
Άρθρο 41 Χορήγηση της άδειας λειτουργίας (Άρθρο 41 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο όταν έχει πειστεί ότι:
α) πληρούνται οι όροι του άρθρου 39
β) το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας θα μπορεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις που αναφέρονται στην παρ. 2.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή πλήρους αίτησης για τη χορήγηση ή μη άδειας λειτουργίας.
2. Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 16 έως 20, στα άρθρα 23, 24, 25 και 27, στην παρ. 1 του άρθρου 28 και στα άρθρα 30, 31 και 32, όπως επίσης στα άρθρα 3 έως 26 του Κανονισμού (EE) 600/2014 και στα μέτρα που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή τους και υπόκειται στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή προκειμένου περί υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 67.
Άρθρο 42
Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη (Άρθρο 42 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ) -
Όταν, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη υπό την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ελλάδα, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας η προϋπόθεση της χορήγησης άδειας σύμφωνα με το άρθρο 39 δεν ισχύει για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, συμπεριλαμβανομένης τυχόν υφιστάμενης σχέσης που αφορά την παροχή της υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας. Η πρωτοβουλία των πελατών αυτών δεν δίδει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στο συγκεκριμένο πελάτη νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών με άλλον τρόπο πέραν του υποκαταστήματος.
Τμήμα 2 Ανάκληση άδειας λειτουργίας
Αρθρο 43 Ανάκληση άδειας λειτουργίας (Άρθρο 43 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να ανακαλέσει, εν όλω ή εν μέρει, την άδεια λειτουργίας αν η επιχείρηση της τρίτης χώρας στην οποία χορήγησε άδεια λειτουργίας βάσει του άρθρου 41
α) δεν κάνει χρήση της άδειας μέσα σε δώδεκα (12)μήνες, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο εξάμηνο,
β) έλαβε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων, ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους με τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ διατάξεων του παρόντος ή του Κανονισμού (EE) 600/2014, και κάθε άλλης διάταξης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών.
ΤΙΤΛΟΣ III
Ρυθμιζόμενες αγορές
Άρθρο 44
Άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς και εφαρμοστέο δίκαιο (Άρθρο 44 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς στην Ελλάδα επιτρέπεται ύστερα από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εφόσον η τελευταία έχει πειστεί ότι τόσο ο διαχειριστής όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις και τους όρους που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Τίτλου.
2. Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων του ν. 4443/2016, του Κανονισμού (EE) 596/2014 και της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ (EE L 173/12.6.2014), οι συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς η άδεια λειτουργίας της οποίας έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διέπονται από το ελληνικό δίκαιο.
3. Ο διαχειριστής αγοράς ασκεί τα καθήκοντα του σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς υπό την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως προς τη συμμόρφωση αυτής και του διαχειριστή της προς τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου. Οι ρυθμιζόμενες αγορές οφείλουν να πληρούν συνεχώς τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας που καθορίζονται στον παρόντα Τίτλο.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά, αν:
α) ο διαχειριστής δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας μέσα σε δώδεκα (12) μήνες παραιτηθεί ρητώς απ'
αυτήν ή η ρυθμιζόμενη αγορά δεν έχει λειτουργήσει κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο παράτυπο τρόπο, γ) η ρυθμιζόμενη αγορά δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας δ)ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή του Κανονισμού (EE) 600/2014, ε) ανακληθεί η άδεια λειτουργίας του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς.
5. Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Άρθρο 45 Άδεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς (Άρθρο 46 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Ο διαχειριστής αγοράς λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας ύστερα από άδεια λειτουργίας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της ρυθμιζόμενης αγοράς που διαχειρίζεται και ευθύνεται για τη συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία.
2. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή αγοράς ανέρχεται στο ποσό των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ, τουλάχιστον. Για τη χορήγηση άδειας σύστασης απαιτείται να έχει κατατεθεί προηγουμένως το μετοχικό κεφάλαιο σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ και πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Τίτλου. Τα ίδια κεφάλαια του διαχειριστή αγοράς δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας του. Οι μετοχές του διαχειριστή αγοράς είναι ονομαστικές.
3. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου όσον αφορά την καταλληλότητα των μελών του οργάνου διοίκησης και των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία του διαχειριστή αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει επίσης ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις καταλληλότητας των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή κατά την έννοια της περιπτ. 31 του άρθρου 4 του παρόντος καθώς και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκήσουν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς.
4. Έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απαιτείται για κάθε αλλαγή των μελών του οργάνου διοίκησης των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητά του και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκούν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν εγκρίνει τις προτεινόμενες αλλαγές αν διαπιστώνει αιτιολογημένα ότι οι αλλαγές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς
5. Προκειμένου για τη μεταβίβαση μετοχών του διαχειριστή αγοράς συνεπεία της οποίας το ποσοστό συμμετοχής μετόχου φθάνει ή υπερβαίνει το 20%, 1/3, 50% ή 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου του απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει την καταλληλότητα του προσώπου που αποκτά τις μετοχές σύμφωνα με την παρ. 3. Η απόκτηση μετοχών χωρίς την άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει ως συνέπεια τη στέρηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση.
6. Ο διαχειριστής της ρυθμιζόμενης αγοράς οφείλει να:
α) παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ανακοινώνει στο κοινό πληροφορίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του διαχειριστή της και ιδίως την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων κάθε προσώπου που είναι σε θέση να ασκήσει ουσιαστική επιρροή στη διαχείρισή της β) γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ανακοινώνει στο κοινό κάθε μεταβίβαση κυριότητας που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς
γ) κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ταυτότητα όλων των μελών του διοικητικού του οργάνου και κάθε μεταβολή αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του διαχειριστή αγοράς με τις παρ. 1 έως 4 του επόμενου άρθρου.
7. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος του διαχειριστή αγοράς ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες ασκείται από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές. Οι καταχωρίσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρείες γίνονται στο Μητρώο της παρ. 8 του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920.
8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς αν:
α) ο διαχειριστής δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας μέσα σε δώδεκα (12) μήνες από τη χορήγηση της παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει λειτουργήσει καμία ρυθμιζόμενη αγορά για συνεχόμενο διάστημα έξι (6) μηνών,
β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράτυπο τρόπο, γ) ο διαχειριστής δεν πληροί πλέον τους όρους με τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας δ) ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (EE) 600/2014.
9. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις για την έγκριση της καταλληλότητας των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητά του, των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς και των μετόχων του, και κάθε άλλο τεχνικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 46
Απαιτήσεις που αφορούν το όργανο διοίκησης του διαχειριστή αγοράς (Άρθρο 45 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Τα μέλη του οργάνου διοίκησης του διαχειριστή αγοράς πρέπει να έχουν σε διαρκή βάση επαρκώς καλή φήμη και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις δεξιότητες και πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα επαρκώς ευρύ φάσμα πείρας.
2. Τα μέλη του οργάνου διοίκησης του διαχειριστή αγοράς πρέπει να τηρούν τα εξής:
α) Όλα τα μέλη αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του διαχειριστή αγοράς. Ο αριθμός των θέσεων μέλους διοικητικού συμβουλίου που μπορεί ταυτόχρονα να κατέχει ένα μέλος διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς σε οιαδήποτε νομική οντότητα, συναρτάται με τις ειδικότερες περιστάσεις τη φύση, το μέγεθος και τη πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς, β) Με την εξαίρεση των μελών που εκπροσωπούν το κράτος στο όργανο διοίκησης τα μέλη του διοικητικού οργάνου διαχειριστή αγοράς που είναι σημαντικός από πλευράς μεγέθους εσωτερικής οργάνωσης, φύσεως πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, δεν μπορούν να κατέχουν ταυτόχρονα περισσότερες θέσεις από αυτές που αντιστοιχούν στους παρακάτω συνδυασμούς:
αα) είτε μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο (2) θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου,
ββ) είτε τέσσερις (4) θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.
Θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου σε επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου ή στις οποίες ο διαχειριστής αγοράς έχει ειδική συμμετοχή θεωρούνται ως μία θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπει σε μέλη του διοικητικού οργάνου να διατηρούν μία πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τακτικά την ΕΑΚΑΑ για την παροχή τέτοιων αδειών.
Για την εφαρμογή των περιορισμών της παρούσας περίπτωσης δεν συνυπολογίζεται η συμμετοχή σε θέσεις διοικητικού συμβουλίου οργανισμών που δεν ασκούν κατά κύριο λόγο εμπορική δραστηριότητα, γ) Το όργανο διοίκησης διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του διαχειριστή αγοράς συμπεριλαμβανομένων των βασικών κινδύνων.
δ) Κάθε μέλος του οργάνου διοίκησης ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί αποτελεσματικά και να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτατων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται, καθώς και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων.
3. Οι διαχειριστές αγοράς διαθέτουν επαρκείς ανθρώπινους και χρηματικούς πόρους για τον ορισμό και την εκπαίδευση μελών του οργάνου διοίκησης.
4. Οι διαχειριστές αγοράς που είναι σημαντικοί από πλευράς μεγέθους εσωτερικής οργάνωσης πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, συγκροτούν επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αποτελούμενη από μέλη του οργάνου διοίκησης που δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στο διαχειριστή αγοράς. Η επιτροπή αξιολόγησης:
α) εντοπίζει και προτείνει, προς έγκριση από το όργανο διοίκησης ή προς έγκριση κατά τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη των θέσεων του οργάνου διοίκησης. Για αυτόν το σκοπό, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αξιολογεί συνδυαστικό την επάρκεια των γνώσεων, των δεξιοτήτων, της διαφοροποίησης και της πείρας των μελών του οργάνου διοίκησης. Περαιτέρω, η επιτροπή συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει τον αναμενόμενο χρόνο απασχόλησης. Επιπλέον, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων θέτει τον στόχο όσον αφορά την επαρκή εκπροσώπηση και των δύο φύλων στο διοικητικό συμβούλιο και επεξεργάζεται πολιτική για το πώς θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο όργανο διοίκησης προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός, β) αξιολογεί περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως τη δομή, το μέγεθος τη σύνθεση και την απόδοση του οργάνου διοίκησης και απευθύνει συστάσεις σε αυτό σχετικά με τυχόν μεταβολές.
γ) αξιολογεί περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την πείρα σε ατομικό επίπεδο των μελών του οργάνου διοίκησης και αυτού ως συνόλου, και ενημερώνει σχετικά το όργανο διοίκησης, δ) επανεξετάζει περιοδικά την πολιτική που εφαρμόζει το όργανο διοίκησης για την επιλογή και τον διορισμό ανώτερων στελεχών και κάνει συστάσεις προς αυτό.
5. Η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της στον βαθμό που είναι δυνατόν και σε διαρκή βάση, την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το όργανο διοίκησης δεν καθορίζεται από ένα άτομο ή μικρή ομάδα ατόμων κατά τρόπο που να θίγει τα συμφέροντα του διαχειριστή αγοράς στο σύνολο του.
6. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μέσα κρίνει κατάλληλα, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων.
7. Οι διαχειριστές αγοράς και οι αντίστοιχες επιτροπές αξιολόγησης υποψηφίων οφείλουν να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την επιλογή μελών στο όργανο διοίκησης και να εφαρμόζουν προς τον σκοπό αυτό μια πολιτική που προωθεί την διαφοροποίηση στο όργανο διοίκησης.
8. Το όργανο διοίκησης του διαχειριστή αγοράς ορίζει και εποπτεύει την εφαρμογή ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της εταιρείας συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων, της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων και με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς. Το όργανο διοίκησης παρακολουθεί και αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης του διαχειριστή αγοράς και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών. Τα μέλη του οργάνου διοίκησης έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.
9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας αν δεν έχει πειστεί ότι τα μέλη του οργάνου διοίκησης του διαχειριστή αγοράς διαθέτουν την απαιτούμενη φήμη, έχουν επαρκείς γνώσεις ικανότητες και πείρα, και αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή αν διαπιστώνει αιτιολογημένα ότι το όργανο διοίκησης του διαχειριστή αγοράς μπορεί να αποτελέσει απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείριση καθώς και την επαρκή εξέταση της ακεραιότητας της αγοράς.
10. Κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας στη ρυθμιζόμενη αγορά, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει ήδη λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τεκμαίρεται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1.
Άρθρο 47 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 47 τπς Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει κατ' ελάχιστο να:
α) διαθέτει μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που θα μπορούσε να συνεπάγεται για τη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς ή για τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες σε αυτήν, κάθε σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς, των μετόχων ή του διαχειριστή της αγοράς και της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς ιδίως αν οι συγκρούσεις συμφερόντων ενδέχεται να βλάψουν τις λειτουργίες που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει αναθέσει στη ρυθμιζόμενη αγορά,
β) διαθέτει κατάλληλα μέσα που να της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών κινδύνων για τη λειτουργία της και να έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
γ) διαθέτει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
δ) εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών, και να έχει υιοθετήσει αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,
ε) διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στο πλαίσιο των συστημάτων της
στ) διαθέτει, τόσο κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας της όσο και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη,
ζ) διαθέτει Κανονισμό λειτουργίας με τον οποίο να ρυθμίζονται ιδίως θέματα των περίπτ. α' έως στ', καθώς και ζητήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των μελών και των συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς τους κανόνες πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, τους κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων για διαπραγμάτευση, τους κανόνες διαπραγμάτευσης καθώς και τους κανόνες σχετικά με την αναστολή και τη διαγραφή των χρηματοπιστωτικών μέσων τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 51 έως 53.
2. Οι διαχειριστές αγοράς δεν επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ρυθμιζόμενες αγορές που διαχειρίζονται.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς εφόσον διαπιστώσει ότι πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις των άρθρων 47 έως 54.Ταυτόχρονα με τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει τον Κανονισμό της ρυθμιζόμενης αγοράς ως προς τη νομιμότητά του. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει και κάθε τροποποίηση του Κανονισμού. Οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός και οι τροποποιήσεις του δεσμεύουν, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς τους συμμετέχοντες σε αυτήν, τους εκδότες των κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί ή έχουν υποβάλει αίτηση για την εισαγωγή τους στην ρυθμιζόμενη αγορά και εν γένει τα πρόσωπα τα οποία αφορά ο Κανονισμός.
4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο του Κανονισμού λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς και να καθορίζεται η διαδικασία δημοσιοποίησης του.
Άρθρο 48
Ανθεκτικότητα των συστημάτων, μέτρα διακοπής διαπραγμάτευσης και ηλεκτρονική διαπραγμάτευση (Άρθρο 48 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα συναλλαγών της είναι ανθεκτικά, έχουν επαρκή χωρητικότητα για την εξυπηρέτηση μεγάλων όγκων εντολών και μηνυμάτων, μπορεί να διασφαλίσουν την εύρυθμη διεξαγωγή συναλλαγών υπό συνθήκες έντονης πίεσης στην αγορά, ελέγχονται πλήρως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων αυτών και διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την αδιάλειπτη επιχειρησιακή λειτουργία που διασφαλίζουν τη συνέχιση των υπηρεσιών της σε περίπτωση αστοχίας των συστημάτων συναλλαγών.
2. Η ρυθμιζόμενη αγορά:
α) συνάπτει γραπτή συμφωνία με όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης στη ρυθμιζόμενη αγορά,
β) διαθέτει πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει τη συμμετοχή επαρκούς αριθμού επιχειρήσεων επενδύσεων στις συμφωνίες αυτές, οι οποίες απαιτούν την υποβολή δεσμευτικών προσφορών σε ανταγωνιστικές τιμές έτσι ώστε να παρέχεται ρευστότητα στην αγορά σε τακτική και προβλέψιμη βάση, όπου ενδείκνυται τέτοια απαίτηση με βάση τη φύση και την κλίμακα των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά.
3. Η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στην παρ. 2 καθορίζει τουλάχιστον:
α) τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων σε σχέση με την παροχή ρευστότητας και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που απορρέει από τη συμμετοχή στο πλαίσιο που αναφέρεται στο στοιχείο β' της παρ. 2,
β) οποιαδήποτε κίνητρα, με τη μορφή εκπτώσεων ή σε άλλη μορφή, που προσφέρει η ρυθμιζόμενη αγορά σε μια επιχείρηση επενδύσεων για την παροχή ρευστότητας στην αγορά σε τακτική και προβλέψιμη βάση και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα που απορρέουν για την επιχείρηση επενδύσεων από τη συμμετοχή της στο πλαίσιο που αναφέρεται στο στοιχείο β' της παρ. 2. Η ρυθμιζόμενη αγορά παρακολουθεί και επιβάλλει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων προς τις απαιτήσεις των ανωτέρω γραπτών συμφωνιών. Η ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας και παρέχει, κατόπιν αιτήματος, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε πρόσθετη πληροφορία που είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της συμμόρφωσης της ρυθμιζόμενης αγοράς προς την παρούσα παράγραφο.
4. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για την απόρριψη εντολών που υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια όγκου και τιμών ή είναι σαφώς εσφαλμένες.
5. Η ρυθμιζόμενη αγορά είναι σε θέση να διακόψει ή να περιορίσει προσωρινά τη διαπραγμάτευση σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής σε σύντομο χρονικό διάστημα της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά αυτή ή σε συναφή αγορά και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να είναι σε θέση να προβεί σε ακύρωση, τροποποίηση ή διόρθωση οιασδήποτε συναλλαγής. Η ρυθμιζόμενη αγορά οφείλει να εξασφαλίζει ότι οι παράμετροι για τη διακοπή των συναλλαγών έχουν καθοριστεί κατάλληλα, κατά τρόπο που λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα των διάφορων κατηγοριών και υποκατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων, τη φύση του μοντέλου της αγοράς και τις κατηγορίες των χρηστών και επαρκεί για την αποτροπή σημαντικών διαταράξεων στην εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών.
Η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί τις παραμέτρους για τη διακοπή της διαπραγμάτευσης και οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με τρόπο συνεπή και συγκρίσιμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί τις παραπάνω παραμέτρους και μεταβολές στην ΕΑΚΑΑ. Εφόσον ρυθμιζόμενη αγορά είναι σημαντική από πλευράς ρευστότητας για συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, οφείλει να διαθέτει τα αναγκαία συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν, ότι, σε περίπτωση που διακόψει τη διαπραγμάτευση του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, θα ενημερώσει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, προκειμένου αυτές να συντονίσουν την αντιμετώπιση για το σύνολο της αγοράς και να καθορίσουν κατά πόσο ενδείκνυται να διακόψουν τις συναλλαγές σε άλλους τόπους στους οποίους γίνεται διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου, μέχρι να αρχίσει εκ νέου η διαπραγμάτευση στην αρχική αγορά.
6. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν την απαίτηση από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες να εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες δοκιμαστικής λειτουργίας των αλγορίθμων και την παροχή περιβάλλοντος για τη διευκόλυνση της πραγματοποίησης των δοκιμών αυτών, οι οποίες να εξασφαλίζουν ότι τα συστήματα διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών δεν μπορεί να δημιουργήσουν ή να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών στην αγορά και να διαχειρίζονται τις συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών που ανακύπτουν από αυτά τα συστήματα διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων για τον περιορισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών που μπορεί να εισαχθούν στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα, προς τις συναλλαγές συστημάτων για την επιβράδυνση της ροής των εντολών αν υπάρχει κίνδυνος για εξάντληση της χωρητικότητας του συστήματος και συστημάτων για τον περιορισμό και την εφαρμογή του ελάχιστου βήματος τιμής με το οποίο μπορεί να εκτελεστούν οι συναλλαγές στην αγορά.
7. Εφόσον η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπει την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, πρέπει να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα μέλη ή οι συμμετέχοντες επιτρέπεται να παρέχουν την υπηρεσία αυτή μόνο αν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του παρόντος και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ότι ορίζονται και εφαρμόζονται κατάλληλα κριτήρια ως προς την καταλληλότητα των προσώπων στα οποία μπορεί να δοθεί τέτοια πρόσβαση και ότι το μέλος ή ο συμμετέχων φέρει την ευθύνη των εντολών και των συναλλαγών που εκτελούνται μέσω της υπηρεσίας αυτής σε σχέση με τις απαιτήσεις του παρόντος.
Η ρυθμιζόμενη αγορά ορίζει κατάλληλα πρότυπα σχετικά με τους ελέγχους κινδύνου και τα όρια για τις συναλλαγές μέσω της πρόσβασης αυτής και μπορεί να διακρίνει τις εντολές ή τις συναλλαγές προσώπου που χρησιμοποιεί άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση και, όταν είναι αναγκαίο, να σταματάει την εισαγωγή τέτοιων εντολών ή τη διενέργεια τέτοιων συναλλαγών ξεχωριστά από άλλες εντολές ή συναλλαγές του μέλους ή του συμμετέχοντος.
Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει ρυθμίσεις για την αναστολή ή τη διακοπή της παροχής άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης από μέλος ή συμμετέχοντα σε πελάτη στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την παρούσα παράγραφο.
8. Η ρυθμιζόμενη αγορά εξασφαλίζει ότι οι κανόνες της για τις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων είναι διαφανείς δίκαιοι και δεν επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση.
9. Η ρυθμιζόμενη αγορά εξασφαλίζει ότι η διάρθρωση των χρεώσεών της συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων εκτέλεσης των παρεπόμενων χρεώσεων και τυχόν εκπτώσεων, είναι διαφανής δίκαιη και δεν δημιουργεί διακρίσεις καθώς και ότι δεν δημιουργεί κίνητρα για εισαγωγή, τροποποίηση ή ακύρωση εντολών ή για την εκτέλεση συναλλαγών με τρόπο που συμβάλλει σε συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή σε κατάχρηση αγοράς. Η ρυθμιζόμενη αγορά επιβάλλει ιδίως υποχρεώσεις ειδικής διαπραγμάτευσης σε μεμονωμένες μετοχές ή σε κατάλληλο καλάθι μετοχών, σε αντάλλαγμα τυχόν εκπτώσεων που παρέχονται.
Η ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί να προσαρμόζει τις χρεώσεις της για ακυρωμένες εντολές ανάλογα με το χρονικό διάστημα παραμονής της εντολής και να διαφοροποιεί τις χρεώσεις της για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο αυτές εφαρμόζονται.
Η ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί να καθορίζει υψηλότερη χρέωση για την εισαγωγή εντολής που στη συνέχεια ακυρώνεται από ό,τι για εντολή που εκτελείται, καθώς επίσης υψηλότερη χρέωση σε μέλη ή συμμετέχοντες που εμφανίζουν υψηλή αναλογία ακυρωμένων εντολών προς εκτελεσμένες εντολές και σε όσους εφαρμόζουν τεχνικές κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, προκειμένου να αντανακλάται η πρόσθετη επιβάρυνση για τη χωρητικότητα του συστήματος.
10. Η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει, μέσω επισήμανσης που γίνεται από μέλη ή συμμετέχοντες τις εντολές που παράγονται μέσω συστημάτων διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, τους διάφορους αλγόριθμους που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των εντολών και τα σχετικά πρόσωπα που δίνουν τις εντολές αυτές. Αυτές οι πληροφορίες διατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματος της τελευταίας.
11. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει στοιχεία σχετικά με το βιβλίο εντολών της ή πρόσβαση στο βιβλίο εντολών, ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση των συναλλαγών.
Άρθρο 49 Βήμα τιμής (Άρθρο 49 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει πλαίσιο βήματος τιμής σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της παρ. 4 του άρθρου 49 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
2. Το πλαίσιο βήματος τιμής που αναφέρεται στην παρ. 1:
α) καθορίζεται με τρόπο που να αντικατοπτρίζει το προφίλ ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διάφορες αγορές και το μέσο άνοιγμα τιμής προσφοράς - ζήτησης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση ευλόγως σταθερών τιμών χωρίς να περιορίζουν αδικαιολόγητα περαιτέρω μείωση του ανοίγματος τιμών, β)προσαρμόζει το βήμα τιμής για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.
Άρθρο 50 Συγχρονισμός των ρολογιών εργασίας (Άρθρο 50 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Όλοι οι τόποι διαπραγμάτευσης, τα μέλη τους και οι συμμετέχοντες σε αυτούς οφείλουν να συγχρονίσουν τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν την ημερομηνία και την ώρα κάθε κοινοποιητέου συμβάντος.
Άρθρο 51
Εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση (Άρθρο 51 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση.
2. Οι κανόνες αυτοί διασφαλίζουν:
α) ότι κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά επιδέχεται
δίκαιη, ομαλή και αποτελεσματική διαπραγμάτευση,
β) προκειμένου περί κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες.
γ) προκειμένου περί παράγωγων προϊόντων, οι κανόνες που αναφέρονται στην παρ. 1 διασφαλίζουν ιδίως ότι οι όροι του συμβολαίου του παράγωγου προϊόντος επιτρέπουν την ομαλή διαμόρφωση των τιμών του, καθώς και την ύπαρξη αποτελεσματικών όρων διακανονισμού.
3. Ο Κανονισμός της ρυθμιζόμενης αγοράς της περ. ζ' της παρ. 1 του άρθρου 47 περιλαμβάνει επίσης κατάλληλες ρυθμίσεις για:
α) την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των εκδοτών κινητών αξιών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση στη ρυθμιζόμενη αγορά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση πληροφοριών.
β) τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτή στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
γ) τον έλεγχο σε τακτά χρονικά διαστήματα του αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην ρυθμιζόμενη αγορά πληρούν τους όρους εισαγωγής σε αυτή.
4. Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, τηρουμένων των διατάξεων του ν. 3401/2005 ή της Οδηγίας 2003/71/ΕΚ (EE L 345/31.12.2003). Ο εκδότης ενημερώνεται από τη ρυθμιζόμενη αγορά για το γεγονός ότι οι κινητές αξίες του εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά. Ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία από τις προβλεπόμενες στην περιπτ. α) της παρ. 3 υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών απευθείας σε ρυθμιζόμενη αγορά που έχει εισαγάγει προς διαπραγμάτευση τις κινητές αξίες του χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Άρθρο 52
Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων σε ρυθμιζόμενη αγορά
(Άρθρο 52 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς εκτός αν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
2. Ο διαχειριστής αγοράς όταν αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I, τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου και την κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε περίπτωση αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 1 και 2, απαιτεί από άλλες ρυθμιζόμενες αγορές ΠΜΔ ή ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στην αρμοδιότητά της και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή το παράγωγο κατά τα παραπάνω, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του παραγώγου, όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς σε δημόσια πρόταση ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (EE) 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί και κοινοποιεί, αμέσως στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση αυτή.
4. Τα οριζόμενα στην παρ. 3 εφαρμόζονται αντίστοιχα και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λαμβάνει κοινοποίηση από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 52 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λάβει την κοινοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, διαβιβάζει τη σχετική απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές. Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε να μην προβεί σε αναστολή, διαπραγμάτευση ή διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, η κοινοποίηση συνοδεύεται από την αντίστοιχη αιτιολογία.
5. Τα οριζόμενα στις παρ. 2 έως 4 ισχύουν και όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο.
6. Η διαδικασία κοινοποίησης των παρ. 2 έως 4 ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Άρθρο 53 Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενη αγορά (Άρθρο 53 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει και εφαρμόζει διαφανείς και χωρίς διακρίσεις κανόνες, οι οποίοι βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την ιδιότητα του μέλους της.
2. Οι κανόνες που αναφέρονται στην παρ. 1 ορίζουν όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν, οι οποίες απορρέουν από:
α) τον κανονισμό της ρυθμιζόμενης αγοράς,
β) τους κανόνες που διέπουν τις συναλλαγές στην αγορά,
γ) τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά, δ) τους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με την παρ. 3 για τα πλην των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων μέλη ή συμμετέχοντες της ρυθμιζόμενης αγοράς,
ε) τους κανόνες και διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά.
3. Οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορεί να δέχονται ως μέλη ή συμμετέχοντες επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν:
α) επαρκώς καλή φήμη,
β) επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας γνώσεων και πείρας γ) όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις
δ) επαρκή μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων που έχει ενδεχομένως επιβάλει η ρυθμιζόμενη αγορά για να εγγυάται τον προσήκοντα διακανονισμό των συναλλαγών.
4. Τα μέλη ή οι συμμετέχοντες της ρυθμιζόμενης αγοράς :
α) δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλλήλων τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25 27 και 28 ως προς τις συναλλαγές που διενεργούνται στην αγορά,
β) εφαρμόζουν έναντι των πελατών τους τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25 27 και 28 όταν, ενεργώντας για λογαριασμό πελατών, εκτελούν τις εντολές τους σε ρυθμιζόμενη αγορά.
5. Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της ή τη συμμετοχή σε αυτήν πρέπει να προβλέπουν την άμεση ή εξ αποστάσεως συμμετοχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων.
6. Ρυθμιζόμενη αγορά, η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να δημιουργήσει κατάλληλα συστήματα σε άλλο κράτος μέλος για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος αυτό, ύστερα από γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί την πληροφορία αυτή εντός μηνός στην αρμόδια αρχή του κράτους -μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής γνωστοποιεί, εντός ευλόγου χρόνου, την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς που είναι εγκατεστημένα στο κράτος μέλος υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει στην ΕΑΚΑΑ κατόπιν αιτήματος τις πληροφορίες αυτές με τη διαδικασία και με τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Κανονισμού (EE) 1095/2010 (EE L 331/15.12.2010).
7. Ρυθμιζόμενες αγορές που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος μέλος μπορεί να δημιουργήσουν κατάλληλα συστήματα στην Ελλάδα για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεση της ρυθμιζόμενης αγοράς να δημιουργήσει συστήματα στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει να πληροφορηθεί την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων στην ρυθμιζόμενη αγορά που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα.
8. Ο διαχειριστής της ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιεί σε τακτά χρονικά διαστήματα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον κατάλογο των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτήν.
Άρθρο 54
Έλεγχος της συμμόρφωσης προς τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς και προς άλλες νόμιμες υποχρεώσεις (Άρθρο 54 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών ή συμμετεχόντων τους με τους κανόνες τους. Οι διαχειριστές αγοράς παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντές τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (EE) 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.
2. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων τους για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (EE) 596/2014 ή για δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (EE) 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά.
3. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά διαβιβάζουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 2 στην αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς αρχή βοηθώντας την στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματα τους ή μέσω αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4443/2016.
Άρθρο 55
Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού
(Άρθρο 55 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των Τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (EE) 648/2012, οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορεί να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης με σύστημα διακανονισμού που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στα πλαίσια των συστημάτων τους.
2. Με την επιφύλαξη των Τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (EE) 648/2012, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού άλλου κράτους μέλους μόνο σε περίπτωση που αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στην παρ. 2 του άρθρου 37 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για την αποφυγή αδικαιολόγητης επικάλυψης των ελέγχων η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επιβλέπουσες τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες εποπτικές αρχές που διαθέτουν σχετική αρμοδιότητα.
Άρθρο 56 Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών (Άρθρο 56 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών για τις οποίες έχει εκδώσει άδεια λειτουργίας και τον διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές των υπολοίπων κρατών μελών και στην ΕΑΚΑΑ. Η ίδια υποχρέωση υφίσταται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού.
ΤΙΤΛΟΣ IV
ΟΡΙΑ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΠΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΣΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Αρθρο 57
Όρια θέσεων και έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων
(Άρθρο 57 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 57 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θεσπίζει και εφαρμόζει όρια θέσης σχετικά με το μέγεθος της καθαρής θέσης που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Τα όρια καθορίζονται με βάση όλες τις θέσεις που κατέχει ένα πρόσωπο και εκείνες που κατέχονται για λογαριασμό του συνολικά σε επίπεδο ομίλου, προκειμένου:
α) να αποτρέπεται η κατάχρηση της αγοράς,
β) να υποστηρίζονται ορθοί όροι τιμολόγησης και διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αποτροπής δημιουργίας θέσεων που στρεβλώνουν την αγορά και, κυρίως, να διασφαλίζεται, η σύγκλιση των τιμών των παραγώγων κατά το μήνα παράδοσης και των τιμών για άμεση παράδοση του υποκείμενου εμπορεύματος, με την επιφύλαξη της διαδικασίας διαμόρφωσης τιμής στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος. Όρια θέσεων δεν εφαρμόζονται σε θέσεις που κατέχονται από μη χρηματοοικονομική οντότητα ή για λογαριασμό της και οι οποίες έχει διαπιστωθεί κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας.
2. Τα όρια θέσεων καθορίζουν σαφή ποσοτικά όρια για το ανώτατο μέγεθος θέσης που μπορεί να κατέχει ένα πρόσωπο σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θέτει όρια για κάθε σύμβαση παραγώγου επί εμπορεύματος που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παρ. 1. Το εν λόγω όριο θέσης περιλαμβάνει τις οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επανεξετάζει τα όρια θέσης όταν υπάρχει σημαντική μεταβολή στην παραδοτέα ποσότητα ή στις ανοικτές θέσεις ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στην αγορά, με βάση τον καθορισμό της παραδοτέας ποσότητας και των ανοικτών θέσεων στον οποίο έχει προβεί, και αναπροσαρμόζει το όριο θέσης σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τα ακριβή όρια θέσης που προτίθεται να θέσει σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού της ΕΑΚΑΑ για να λάβει τη γνώμη της. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μεταβάλλει τα όρια θέσης σύμφωνα με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ ή υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ τους λόγους για τους οποίους θεωρεί μη αναγκαία τη συγκεκριμένη μεταβολή. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στο διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους για την απόφασή της αυτή.
5. Όταν το ίδιο παράγωγο επί εμπορεύματος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες το ενιαίο όριο θέσης που εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές επί της συγκεκριμένης σύμβασης καθορίζεται από την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης με τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών (κεντρική αρμόδια αρχή). Η κεντρική αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους το εν λόγω παράγωγο, σχετικά με το ενιαίο όριο θέσης που θα εφαρμόζεται καθώς και για τυχόν αναθεωρήσεις του εν λόγω ενιαίου ορίου θέσης. Οι αρμόδιες αρχές που διαφωνούν δηλώνουν εγγράφως και λεπτομερώς όλους τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις της παρ. 1.
Οι αρμόδιες αρχές των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το ίδιο παράγωγο εμπορεύματος και οι αρμόδιες αρχές των κατόχων θέσεων στο εν λόγω παράγωγο εμπορεύματος συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής των σχετικών στοιχείων μεταξύ τους προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση και την επιβολή του ενιαίου ορίου θέσης.
6. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς οι οποίοι διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων εφαρμόζουν ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων. Οι έλεγχοι αυτοί περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις ακόλουθες εξουσίες του τόπου διαπραγμάτευσης:
α) να παρακολουθεί τις ανοικτές θέσεις των προσώπων,
β) να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης από πρόσωπα σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό της θέσης ή της έκθεσης που δημιουργήθηκε, πληροφορίες σχετικό με πραγματικούς ή υποκείμενους δικαιούχους τυχόν συμφωνίες για συντονισμένες ενέργειες καθώς και για κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού (assets and liabilities) στην υποκείμενη αγορά, γ) να απαιτεί από πρόσωπο να κλείνει ή να περιορίζει θέση, σε προσωρινή ή μόνιμη βάση, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, και να λαμβάνει μονομερώς το ενδεδειγμένο μέτρο για να διασφαλίζεται το κλείσιμο ή ο περιορισμός της θέσης αν το οικείο πρόσωπο δεν συμμορφώνεται, και
δ) να απαιτεί, όπου είναι σκόπιμο, από πρόσωπο να παρέχει ρευστότητα στην αγορά σε συμφωνημένη τιμή και όγκο σε προσωρινή βάση με ρητή πρόθεση τον περιορισμό των επιπτώσεων μιας μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης.
7. Τα όρια θέσεων και οι έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων πρέπει να είναι διαφανείς και να μην επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση, να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίον εφαρμόζονται στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν και να λαμβάνουν υπόψη τη φύση και τη σύνθεση των συμμετεχόντων στην αγορά και τη χρήση από αυτούς των συμβάσεων που υποβάλλονται σε διαπραγμάτευση.
8. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις λεπτομέρειες των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις ίδιες πληροφορίες καθώς και τις λεπτομέρειες των ορίων θέσεων που έχει θεσπίσει.
9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει πιο περιοριστικά όρια από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρ. 1, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, όπου αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει στο διαδικτυακό της τόπο τις λεπτομέρειες των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων που αποφασίζει να επιβάλει, τα οποία πρέπει να ισχύουν για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους έξι (6) μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στο διαδικτυακό της τόπο. Τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων μπορούν να ανανεωθούν για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι (6) μήνες κάθε φορά, αν οι λόγοι για τον περιορισμό εξακολουθούν να ισχύουν. Αν δεν ανανεωθούν μετά την πάροδο των έξι αυτών μηνών, λήγουν αυτόματα.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την επιβολή πιο περιοριστικών ορίων θέσεων. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων.
Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στο διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους της εν λόγω επιβολής.
10. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εξουσίες της όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, για παραβάσεις επί των ορίων θέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για:
α) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει θεσπίσει για συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων,
β) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.
Άρθρο 58
Γνωστοποίηση θέσης ανά κατηγορία κατόχου θέσης (Άρθρο 58 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους:
α) δημοσιεύουν εβδομαδιαία έκθεση ανά κατηγορία προσώπων με τις συνολικές θέσεις τους στα διάφορα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης που διαχειρίζονται, προσδιορίζοντας τον αριθμό των θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπων, τις μεταβολές τους από την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό των συνολικών ανοικτών θέσεων που αντιστοιχεί σε κάθε κατηγορία και τον αριθμό των προσώπων που κατέχουν θέση σε κάθε κατηγορία σύμφωνα με την παρ. 4, και κοινοποιούν την έκθεση αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην ΕΑΚΑΑ.,
β) παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν όλα τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μελών ή των συμμετεχόντων και των πελατών τους, στο συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε ημερήσια βάση.
Η υποχρέωση που περιγράφεται στην περιπτ. α' ισχύει μόνο όταν τόσο ο αριθμός των προσώπων όσο και οι ανοικτές θέσεις τους υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια.
2. Οι ΑΕΠΕΥ που συναλλάσσονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα τους εκτός τόπου διαπραγμάτευσης παρέχουν, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης τα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή τα δικαιώματα εκπομπής ή τα παράγωγά τους, ή στην κεντρική αρμόδια αρχή, όταν τα ανωτέρω χρηματοπιστωτικό μέσα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες, αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν:
(α) στα ανωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και
(β) σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων,
καθώς και των θέσεων των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών μέχρι τον τελικό πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (EE) 600/2014 και, όπου έχει εφαρμογή, το άρθρο 8 του Κανονισμού (EE) 1227/2011.
3. Για να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της τήρησης της παρ. 1 του άρθρου 57, τα μέλη ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς και οι πελάτες των ΜΟΔ οφείλουν να γνωστοποιούν στην ΑΕΠΕΥ ή στο διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης τις λεπτομέρειες σχετικά με τις θέσεις τις οποίες κατέχουν στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, καθώς και τις θέσεις των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών έως τον τελικό πελάτη.
4. Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις σε παράγωγο εμπορεύματος ή σε δικαίωμα εκπομπής ή σε παράγωγά τους ταξινομούνται από την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται το συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ανάλογα με τη φύση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας λαμβάνοντας υπόψη την τυχόν ισχύουσα άδεια λειτουργίας σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα,
β) επενδυτικά κεφάλαια, είτε ως ΟΣΕΚΑ σύμφωνα με το ν. 4099/2012 ή την Οδηγία 2009/65/ΕΚ, είτε ως διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων σύμφωνα με το ν. 4209/2013 (Α' 253) ή την Οδηγία 2011/61/ΕΕ (EE L 174/1.7.2011),
γ) άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με το ν. 4364/2016 ή την Οδηγία 2009/138/ΕΚ και ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης σύμφωνα με το ν. 3029/2002 (Α' 160) ή την Οδηγία 2003/41/ΕΚ (EE L235/23.9.2003), δ) εμπορικές επιχειρήσεις,
ε) στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους, διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης σύμφωνα με την Η.Π. 54409/2632/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β' 1931) ή της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ.
Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α' της παρ. 1 καθορίζουν τον αριθμό θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπου, τις τυχόν μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό του συνόλου των ανοικτών θέσεων ανά κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων σε κάθε κατηγορία. Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α' της παρ. 1 και οι αναλυτικές καταστάσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 διακρίνονται σε:
α) θέσεις που χαρακτηρίζονται ως θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες και β) λοιπές θέσεις.
Στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους, η υποβολή εκθέσεων δεν θίγει τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης που προβλέπονται στην Η.Π. 54409/2632/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ή στην Οδηγία 2003/87/ΕΚ.
ΤΙΤΛΟΣ V ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Τμήμα 1
Διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων
Αρθρο 59 Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας (Άρθρο 59 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, που αναφέρονται στο Παράρτημα I, Τμήμα Δ ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, υπόκειται σε χορήγηση άδειας σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
2. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1, ΑΕΠΕΥ που διαχειρίζεται τον τόπο διαπραγμάτευσης ή διαχειριστής αγοράς που έχει λάβει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιτρέπεται να παρέχει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων ενός Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., με την προϋπόθεση της προηγούμενης εξακρίβωσης της συμμόρφωσής τους με τον παρόντα τίτλο. Η υπηρεσία αυτή περιλαμβάνεται στην άδεια λειτουργίας τους.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τηρεί μητρώο με τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που έχουν αδειοδοτηθεί από αυτήν. Το μητρώο είναι προσβάσιμο από το κοινό και περιέχει πληροφορίες σχετικό με τις υπηρεσίες για τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επικαιροποιεί το μητρώο τακτικά και γνωστοποιεί κάθε άδεια λειτουργίας στην ΕΑΚΑΑ.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τους παρόχους αναφοράς δεδομένων κατά την παροχή των υπηρεσιών τους ελέγχει τακτικά τη συμμόρφωσή τους προς τον παρόντα τίτλο και ελέγχει ότι πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας που ορίζονται στον παρόντα τίτλο.
Άρθρο 60 Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας (Άρθρο 60 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε επιπλέον υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων υποβάλλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας του.
2. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ένωση.
Άρθρο 61
Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας (Άρθρο 61 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια εφόσον πειστεί πλήρως ότι ο αιτών πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα.
2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων παρέχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων, στο οποίο καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα είδη των σχεδιαζόμενων υπηρεσιών και η οργανωτική δομή, προκειμένου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει με βάση τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.
3. Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα. Το μετοχικό τους κεφάλαιο ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδων (125.000) ευρώ. Οι μετοχές είναι ονομαστικές.
4. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό του κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 3 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Τίτλου αυτού. Τα ίδια κεφάλαια παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας του.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τον αιτούντα, μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή πλήρους αίτησης για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας.
Άρθρο 62 Ανάκληση αδειών (Άρθρο 62 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, αν ο πάροχος:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας μέσα σε δώδεκα (12) μήνες από τη χορήγησή της παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο παράτυπο τρόπο, γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια,
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή του Κανονισμού (EE) 600/2014.
Άρθρο 63
Απαιτήσεις για το όργανο διοίκησης παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων (Άρθρο 63 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Όλα τα μέλη του οργάνου διοίκησης των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πρέπει να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα και να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Το όργανο διοίκησης διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Κάθε μέλος του οργάνου διοίκησης ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να μπορεί αποτελεσματικά να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτερων διευθυντικών στελεχών, όποτε αυτό είναι αναγκαίο, και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων από διευθυντικά στελέχη, όταν απαιτείται.
Όταν ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια λειτουργίας για Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. και τα μέλη του διοικητικού οργάνου του Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., του Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή του Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι τα ίδια με τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα πρόσωπα αυτά τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.
2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα μέλη του οργάνου διοίκησης και κάθε μεταβολή στα μέλη του, καθώς και τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του παρόχου με την παρ. 1.
3. Το όργανο διοίκησης ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ορίζει και επιβλέπει την εφαρμογή των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση του παρόχου, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον πάροχο και της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προάγει την ακεραιότητα της αγοράς και τα συμφέροντα των πελατών του.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας αν διαπιστώσει ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δεν διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, ή αν διαπιστώνει αιτιολογημένα ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στο όργανο διοίκησης του παρόχου μπορεί να θέτουν σε κίνδυνο την ορθή και συνετή διαχείριση, το συμφέρον των πελατών του και την ακεραιότητα της αγοράς.
Τμήμα 2 Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.
Άρθρο 64 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 64 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των άρθρων 20 και 21 του Κανονισμού (EE) 600/2014 όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. δημοσιοποιούν αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφότυπο που διευκολύνει την ενοποίηση των πληροφοριών αυτών με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές.
2. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται από Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. σύμφωνα με την παράγραφο περιλαμβάνουν,
τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής στ) την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής
ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC», η) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε ειδικούς όρους.
3. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες. Ιδίως Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή ΑΕΠΕΥ, χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις εφαρμόζει δε και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
4. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να αποτρέπουν τη διαρροή των πληροφοριών πριν από τη δημοσίευσή τους. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να εξασφαλίζουν την παροχή των υπηρεσιών τους ανά πάσα στιγμή.
5. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.
Τμήμα 3 Όροι για τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.
Άρθρο 65 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 65 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνουν τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20 του Κανονισμού (EE) 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό, με εύλογους εμπορικούς όρους.
Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής
στ) την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής
ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC», η) όπου συντρέχει περίπτωση, αναφορά του γεγονότος ότι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής είναι αλγόριθμος ηλεκτρονικού υπολογιστή της επιχείρησης επενδύσεων, θ) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους ι) αν η υποχρέωση δημοσιοποίησης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (EE) 600/2014 έχει αρθεί σύμφωνα με το στοιχείο α' ή β' της παρ. 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού, ένδειξη της συγκεκριμένης εξαίρεσης στην οποία είχε υπαχθεί η εν λόγω συναλλαγή. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. πρέπει να είναι σε θέση να δημοσιοποιούν αποτελεσματικό και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφοτύπους που είναι εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.
2. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνουν τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 21 του Κανονισμού (EE) 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό, υπό εύλογους εμπορικούς όρους, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
α) αναγνωριστικό κωδικό ή άλλα αναγνωριστικά στοιχεία του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) όγκο της συναλλαγής,
δ) χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής
στ) ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής
ζ) κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC», η) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. πρέπει να είναι σε θέση να δημοσιοποιεί αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφότυπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.
3. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διασφαλίζει ότι τα δεδομένα που παρέχει αποτελούν αντικείμενο ενοποίησης από όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές τους ΠΜΔ, τους ΜΟΔ και τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. για τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως τα παραπάνω εξειδικεύονται με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει του στοιχείου γ της παρ. 8 του άρθρου 65 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
4. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων. Ιδίως ο διαχειριστής αγοράς ή ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., που διαχειρίζεται παράλληλα και ενοποιημένο δελτίο, χειρίζεται όλες τις συγκεντρωμένες πληροφορίες με τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις και θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον διαχωρισμό των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
5. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών και να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να εξασφαλίζει την παροχή των υπηρεσιών του ανά πάσα στιγμή.
Τμήμα 4 Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
Άρθρο 66 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 66 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (EE) 600/2014 το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας από εκείνη που πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή. Οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 26 του Κανονισμού (EE) 600/2014.
2. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες τους. Ιδίως, Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή ΑΕΠΕΥ χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις και θεσπίζει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
3. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια και γνησιότητα των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να αποφεύγουν τη διαρροή των πληροφοριών, διατηρώντας πάντοτε την εμπιστευτικότητα των στοιχείων. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να εξασφαλίζουν την παροχή των υπηρεσιών τους ανά πάσα στιγμή.
4. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα που προκαλούνται από την επιχείρηση επενδύσεων και, όπου υπάρχουν τέτοια σφάλματα ή παραλείψεις να κοινοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων τις σχετικές λεπτομέρειες για τα σφάλματα ή τις παραλείψεις και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.
Επίσης, οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν σφάλματα ή παραλείψεις που προκαλούνται από τους ίδιους τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., να διορθώνουν και να διαβιβάζουν ή να διαβιβάζουν εκ νέου, ανάλογα με την περίπτωση, ορθές και πλήρεις γνωστοποιήσεις συναλλαγών στην αρμόδια αρχή.
ΤΙΤΛΟΣ VI ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΧΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' Ορισμός, εξουσίες και διαδικασίες προσφυγής
Άρθρο 67
Ορισμός των αρμόδιων αρχών και αρμοδιότητες (άρθρα 67, 69 και παρ. 1 του άρθρου 72 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (EE) 600/2014 καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 3, της παρ. 3 του άρθρου 9, των άρθρων 14, 16 έως 23, 29, της ενότητας Α του άρθρου 34 εκτός των παρ. 2 και 3 της ενότητας αυτής της ενότητας Β του άρθρου 34 εκτός των παρ. 2 και 3 της ενότητας αυτής της ενότητας Α του άρθρου 35 εκτός των παρ. 2 έως 6 και της παρ. 8 της ενότητας αυτής της ενότητας Β του άρθρου 35 εκτός των παρ. 2, 3 και 6 της ενότητας αυτής των όρθρων 39 έως 42, 93 και 96 του παρόντος του άρθρου 42 του Κανονισμού (EE) 600/2014, καθώς και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση των όρθρων αυτών και των αντίστοιχων άρθρων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα.
2. Στο πλαίσιο της κατά την προηγούμενη παράγραφο εποπτείας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, έχουν όλες τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με τον παρόντα, τον Κανονισμό (EE) 600/2014, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών πράξεων, ιδίως σε περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους σύμφωνα με την παρ. 1, μπορεί να:
α) έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε οιαδήποτε μορφή, τα οποία θεωρεί ότι μπορεί να είναι συναφή με την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της και να λαμβάνει αντίγραφο τους β) απαιτεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλεί και να θέτει ερωτήματα σε οποιοδήποτε πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσει πληροφορίες
γ) διενεργεί γενικούς ή ειδικούς επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες σε εποπτευόμενους σύμφωνα με το νόμο αυτό, φορείς ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί,
δ) απαιτεί πληροφορίες από τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες για τις οικονομικές καταστάσεις των ΑΕΠΕΥ, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων τρίτων χωρών, των ρυθμιζόμενων αγορών, των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και των ΑΕΕΔ, ε) παραπέμπει θέματα στις αρμόδιες αρχές με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης
στ) αναθέτει επαληθεύσεις και ελέγχους σε ορκωτούς ελεγκτές λογιστές, ελεγκτικές εταιρείες και άλλους εμπειρογνώμονες
ζ) απαιτεί ή να ζητά πληροφορίες συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης από οιοδήποτε πρόσωπο σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό θέσης ή έκθεσης που δημιουργήθηκε μέσω παραγώγου επί εμπορευμάτων, και σχετικά με κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή παθητικού στην υποκείμενη αγορά,
η) λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ρυθμιζόμενες αγορές και άλλα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών νόμος ή ο Κανονισμός (EE) 600/2014 εξακολουθούν να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας θ) προβαίνει σε δημόσιες ανακοινώσεις
ι) αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν η ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει αποτελεσματική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή δεν συμμορφώνεται με άλλο τρόπο με την παρ. 3 του άρθρου 16 του παρόντος νόμου, ια) αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 40, 41 ή 42 του Κανονισμού (EE) αριθ. 600/2014, ιβ) απαιτεί την απομάκρυνση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο των ΑΕΠΕΥ, των διαχειριστών αγοράς ή των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, αυτή η εξουσία ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος είτε ύστερα από πρόταση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είτε με δική της πρωτοβουλία κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 67.
ιγ) ζητά από οποιοδήποτε πρόσωπο να λαμβάνει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επιπροσθέτως να:
α) απαιτεί την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) διαγράφει η ίδια ή να απαιτεί τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από την διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε οιοδήποτε άλλο πλαίσιο διενέργειας συναλλαγών,
γ) περιορίζει τη δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου να διενεργεί συναλλαγές σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων στο μέγεθος της θέσης που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμή σύμφωνα με το όρθρο 57 του παρόντος,
δ) απαιτεί τα υφιστάμενα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που κατέχουν οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα εποπτευόμενα πρόσωπα, που υπόκεινται στον παρόντα, στον Κανονισμό (EE) 600/2014 και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και να λαμβάνουν αντίγραφά τους
ε) ζητά τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τη διαδικασία του στοιχείου ε" της παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016,
στ) απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, από φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με εποπτευόμενους φορείς
ζ) απαιτεί την προσωρινή ή οριστική διακοπή κάθε πρακτικής ή συμπεριφοράς την οποία θεωρεί αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος του Κανονισμού (EE) 600/2014, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (EE) 600/2014 και να προλαμβάνει την επανάληψη της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς
η) ζητά, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα υφιστάμενα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούνται από πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όταν υπάρχει εύλογη υπόνοια παράβασης των διατάξεων του παρόντος του Κανονισμού (EE) 600/2014, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (EE) 600/2014, και εφόσον τα εν λόγω αρχεία σχετίζονται ή ενδέχεται να είναι σχετικά με τη διερεύνηση παραβάσεων των ως άνω διατάξεων,
θ) καλεί και να λαμβάνει ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο για την απόκτηση πληροφοριών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην περιπτ. ζ' της παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016.
5. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας της παρ. 1 η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ελέγχει τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων για τις οποίες έχει αρμοδιότητα εποπτείας ασκώντας επιπλέον των αναφερομένων στις παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου, και τις εξουσίες ελέγχου που της παρέχει ο ν. 4261/2014.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, ασκούν τις εποπτικές τους αρμοδιότητες συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο καθώς και τις εξουσίες για την επιβολή κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 69:
α) άμεσα,
β) σε συνεργασία με άλλες αρχές
γ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
7. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους καθώς και κάθε άλλο σχετικό τεχνικό θέμα, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (EE) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του Κανονισμού και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Άρθρο 68
Συνεργασία μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 68 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή για πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, και για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, για τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή για επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι επιχειρήσεις επενδύσεων, για ΟΣΕΚΑ και άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, και για Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης συνεργάζονται στενά, ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους και παρέχουν η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή. Σε Πρωτόκολλο Συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και Τράπεζας της Ελλάδος προσδιορίζονται οι όροι και η διαδικασία της ανωτέρω συνεργασίας.
2. Το Πρωτόκολλο Συνεργασίας προβλέπει μεταξύ άλλων:
α) την κοινοποίηση στην άλλη αρχή των εγγράφων με τα οποία ενημερώνεται η ΕΑΚΑΑ και ιδίως στις περιπτώσεις των άρθρων 5 παρ. 3, 8 παρ. 1, 18 παρ. 5, 31 παρ. 2, 32 παρ. 3 και 4, 44 παρ. 5, 54 παρ. 2, 56, 57, και 70 παρ. 4, 5 και 6 ,
β) τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και αιτημάτων με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών στις περιπτώσεις που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί ως αρμόδια αρχή επικοινωνίας, σύμφωνα με τα άρθρα 77 παρ. 1, τηρουμένων των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος νόμου, του ν. 4261/2014 και του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και με την επιφύλαξη της υποχρέωσης για τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών για την ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών, γ) τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργούν οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές,
δ) την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των εποπτευόμενων από τις ανωτέρω εποπτικές αρχές ΑΕΠΕΥ και πιστωτικών ιδρυμάτων,
ε) τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών για την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 17 και της παρ. 11 του άρθρου 36 του ν. 4099/2012 και του άρθρου 8 του ν. 4209/2013,
στ) τις διαδικασίες με τις οποίες διασφαλίζεται η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος με σκοπό την, κατά το δυνατό, αποφυγή επικαλύψεων ή σύγκρουσης αρμοδιοτήτων στο πεδίο της εποπτείας και της διενέργειας ελέγχων, καθώς και τη μείωση του διοικητικού κόστους εποπτείας
ζ) την παροχή κάθε αναγκαίας συνδρομής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους
η) την αμοιβαία ενημέρωση μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για επιβληθείσες κυρώσεις ή την προηγούμενη διαβούλευσή τους για την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις σημαντικών παραβάσεων, που μπορεί να έχουν επίπτωση στην ομαλή λειτουργία των εποπτευομένων ιδρυμάτων,
θ) την ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα άλλου κράτους- μέλους που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή χωρίς εγκατάσταση,
ι) τη διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για (αα) τη διενέργεια ελέγχων ως προς τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ιδίως με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 24, 25, 27, 28 του παρόντος νόμου καθώς και στους τίτλους II και III του Κανονισμού (EE) 600/2014 και στις κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων και (ββ) την επιβολή κυρώσεων για τις σχετικές παραβάσεις.
ια) τη διαβίβαση στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά το λόγο της αρμοδιότητας της των πληροφοριών που λαμβάνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το άρθρο 86.
ιβ) το περιεχόμενο της διαβούλευσης που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 11 σχετικά με την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 13.
Άρθρο 69 Κυρώσεις και Μέτρα (άρθρο 70 και παρ. 2 του άρθρου 72 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 67 του παρόντος συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος του Κανονισμού (EE) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ" εξουσιοδότησή τους και κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, επιβάλλουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, τα οποία πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά:
α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και η φύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 70,
β) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει στο μέλλον, γ) σε περίπτωση ΑΕΠΕΥ, υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και σε περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 8, 43 και 62 του παρόντος ή, προκειμένου περί πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα, ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 43 του παρόντος και τις λοιπές σχετικές διατάξεις της ισχύουσας για τα πιστωτικά ιδρύματα νομοθεσίας δ) προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου να συμμετέχει σε διοικητικό συμβούλιο ή να ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε ΑΕΠΕΥ, πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας
ε) προσωρινή απαγόρευση σε οποιαδήποτε επιχείρηση επενδύσεων, πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας να είναι μέλος ή να συμμετέχει σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή σε οποιονδήποτε πελάτη να συμμετέχει σε ΜΟΔ,
στ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο ύψους έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση. Στην περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το ν. 4308/2014 και την Οδηγία 2013/34/ΕΕ (EE L 182/29.6.2013), ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών, ορίζεται ως ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή τα αντίστοιχα έσοδα σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί κατάρτισης και παρουσίασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό της,Συμβούλιο κατά την προηγούμενη ΧΡήση,
ζ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο ύψους έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ, η) χρηματικό πρόστιμο έως το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση εφόσον το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' και ζ" της παρούσας παραγράφου.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει, σωρευτικά με τις κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου, επίπληξη σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος του Κανονισμού (EE) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή τους και κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να επιβάλλει τις ανωτέρω διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, πέρα από το νομικό πρόσωπο, και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη, βάσει της κείμενης νομοθεσίας για παράβαση των αναφερομένων στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου διατάξεων.
4. Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και κατά την επιμέτρηση του ύψους των προστίμων που προβλέπονται στην παρ. 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται αναγκαίο:
α) της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης,
β) του βαθμού ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, γ) της οικονομικής επιφάνειας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου,
δ) της σημασίας των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή
νομικό πρόσωπο, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, ε) της ζημιάς που προκλήθηκε σε τρίτους από την παράβαση, στο βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί, στ)του βαθμού συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την
Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη της ανάγκης εξασφάλισης της παραίτησης του υπαίτιου προσώπου από τα αποκτηθέντα κέρδη ή τις αποφευχθείσες ζημίες ζ) της καθ' υποτροπή τέλεσης παραβάσεων ή προηγούμενων παραβάσεων του παρόντος νόμου και της λοιπής νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο,
η) της επίπτωσης της παράβασης στη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στην προστασία των επενδυτών.,
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή Τράπεζα της Ελλάδος κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους επιβάλλουν τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα των παρ. 1 και 2, σε περίπτωση μη συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης σε έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 67.
6. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων της ενότητας Β του άρθρου 34 και της ενότητας Β του άρθρου 35, η με οποιονδήποτε τρόπο κατ' επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις ΑΕΠΕΥ, στα πιστωτικά ιδρύματα, στα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), στις Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) και στις Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΑΕΔΟΕΕ) κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους στην Ελλάδα. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 60, η με οποιονδήποτε τρόπο κατλ επάγγελμα παροχή υπηρεσιών ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ επιτρέπεται μόνο στους παρόχους αυτών των υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και την άδεια λειτουργίας τους.
Όποιος χωρίς την απαιτούμενη άδεια με πρόθεση προβαίνει σε κατ' επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ή παροχή υπηρεσιών ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ στην Ελλάδα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές. Αν οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και οι υπηρεσίες ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ παρέχονται ή ασκούνται από νομικά πρόσωπα, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.
Ο γραμματέας του ποινικού δικαστηρίου διαβιβάζει τις καταδικαστικές αποφάσεις για τις παραβάσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, στην Τράπεζα της Ελλάδος οι οποίες και υποχρεούνται να τις διαβιβάσουν περαιτέρω στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 70.
7. Στις δίκες για τις αξιόποινες πράξεις της προηγούμενης παραγράφου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει δικαίωμα, σε κάθε περίπτωση, να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας. Μετά την έκδοση οριστικής απόφασης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει δικαίωμα να λάβει αντίγραφα της απόφασης και των εγγράφων της δικογραφίας ανεξαρτήτως αν είχε δηλώσει ή όχι παράσταση πολιτικής αγωγής.
Άρθρο 70 Δημοσιοποίηση αποφάσεων (Άρθρο 71 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος αναρτούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο κάθε απόφασή τους σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος του Κανονισμού (EE) 600/2014, καθώς και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή τους και κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ύστερα από ενημέρωση του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση σχετικό με την εν λόγω απόφαση. Στην κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίηση περιλαμβάνονται τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης καθώς και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση ή το μέτρο. Η υποχρέωση δημοσιοποίησης δεν αφορά αποφάσεις σχετικές με την επιβολή μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.
2. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνουν ότι η δημοσιοποίηση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων είναι δυσανάλογη, μετά την κατά περίπτωση αξιολόγηση που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή, αν η δημοσιοποίηση της απόφασης θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διενεργούμενους ελέγχους πράττουν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:
α) καθυστερούν τη δημοσιοποίηση της απόφασης για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση,
β) δημοσιοποιούν την απόφαση για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων, εφόσον η ανώνυμη αυτή δημοσιοποίηση εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
γ) δεν δημοσιοποιούν την απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου αν θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις α' και β' δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί: αα) ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών,
ββ) η αναλογικότητα της δημοσιοποίησης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με τα επιβληθέντα μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.
Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσιοποίηση της διοικητικής κυρώσεως ή μέτρου, η δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσιοποίηση.
3. Σε περίπτωση άσκησης αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου κατά της απόφασης για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, δημοσιεύουν αμέσως στον επίσημο διαδικτυακό τόπο τους τις σχετικές πληροφορίες και κάθε περαιτέρω ενημέρωση σχετικά με την έκβαση της εκδίκασης της αίτησης ακυρώσεως ή προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιοποιείται κάθε μεταγενέστερη απόφαση που ακυρώνει απόφαση επιβολής διοικητικής κυρώσεως ή μέτρου.
4. Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο παραμένουν στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από τη δημοσιοποίησή τους. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δημοσιοποιούνται διατηρούνται στον επίσημο διαδικτυακό τόπο των ανωτέρω αρμόδιων αρχών μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ν. 2472/1997 (Α' 50).
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιοποιηθούν σύμφωνα με την περιπτ. γ' της παρ. 2 συμπεριλαμβανομένων των σχετικών αιτήσεων ακυρώσεως ή προσφυγών και της έκβασής τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, λαμβάνουν πληροφορίες καθώς και τις οριστικές αποφάσεις επιβολής ποινικών κυρώσεων για παραβάσεις της παρ. 6 του άρθρου 69 και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, συγκεντρώνουν και διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβάλει σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 70 του παρόντος. Η υποχρέωση αυτή δεν αφορά διοικητικά μέτρα διερευνητικού χαρακτήρα. Επίσης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν για παραβάσεις της παρ. 6 του άρθρου 69.
6. Όποτε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, δημοσιοποιούν διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, γνωστοποιούν παράλληλα το γεγονός αυτό στην ΕΑΚΑΑ.
Άρθρο 71 Καταγγελίες παραβάσεων (Άρθρο 73 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ )
1. Παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος του Κανονισμού (EE) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ μπορεί να καταγγέλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 67. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση, καθορίζονται οι κατάλληλες διαδικασίες και οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν την υποβολή προς αυτές καταγγελιών παραβάσεων ή ενδεχομένων παραβάσεων των εν λόγω διατάξεων.
2. Με τις αποφάσεις του δευτέρου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου καθορίζονται:
α) ειδικές διαδικασίες για την λήψη καταγγελιών σχετικά με παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις και την παρακολούθηση τους συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω καταγγελίες
β) κατάλληλη προστασία, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης για εργαζομένους σε εποπτευόμενους φορείς οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός των φορέων αυτών,
γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει την παράβαση, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε αυτήν, σε όλα τα στάδια των διαδικασίας εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή απαιτείται από την κείμενη νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερων δικαστικών διαδικασιών.
3. Οι ΑΕΠΕΥ, οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα, όταν παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου οι εργαζόμενοι σε αυτά να μπορούν να καταγγέλλουν εσωτερικά παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις μέσω ειδικού ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.
Άρθρο 72 Δικαίωμα προσφυγής (Άρθρο 74 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος του Κανονισμού (EE) 600/2014, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι επαρκώς αιτιολογημένες και υπόκεινται, κατά περίπτωση, σε αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 3371/2005 (Α'178). Η παράλειψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αποφασίσει σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας η οποία περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή της υπόκειται επίσης σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου.
2. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος του Κανονισμού (EE) 600/2014, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι επαρκώς αιτιολογημένες και υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Άρθρο73 Εξωδικαστική επίλυση διαφορών (Άρθρο 75 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ, τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα, καθώς και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να συνεργάζονται με φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την υποβολή καταγγελιών και παραπόνων από πελάτες τους με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.
2. Οι φορείς της προηγούμενης παραγράφου συνεργάζονται στενό με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων κρατών μελών για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις διαθέσιμες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες για την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.
Άρθρο 74 Επαγγελματικό απόρρητο (Άρθρο 76 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και οι εντεταλμένοι από αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ως εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοούνται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη παρ. 12 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991 ( Α' 167), καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου αίρεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρ. 13 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991, καθώς και όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κοινοποίησε τη σχετική πληροφορία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
2. Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται σε αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορεί να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.
3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος του Κανονισμού (EE) αριθ. 600/2014, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων.
Άρθρο 75 Σχέσεις με ελεγκτές (Άρθρο 77 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Ορκωτοί ελεγκτές λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες που έχουν λάβει επαγγελματική άδεια ή έχουν το δικαίωμα να διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4449/2017(Α' 7), και διενεργούν ελέγχους σε ΑΕΠΕΥ, ρυθμιζόμενες αγορές ή παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, σύμφωνα με την παρ. 1 και τα στοιχεία γ' έως ε' της παρ. 5 της υποπαρ. Α.1 της παρ. Α του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α' 94) ή σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012, ή ασκούν οποιαδήποτε άλλα ελεγκτικά καθήκοντα σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω ελεγχόμενο φορέα που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και το οποίο ενδέχεται:
α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις
χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων του ελεγχόμενου φορέα, β) να θέτει σε κίνδυνο τη συνέχεια της λειτουργίας του ελεγχόμενου φορέα, ή
γ) να οδηγήσει σε άρνηση έκφρασης γνώμης για τις οικονομικές καταστάσεις ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ' αυτών.
2. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των ως άνω καθηκόντων τους της παραγράφου 1 σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τον εποπτευόμενο φορέα τον οποίο ελέγχουν.
3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από τα ως άνω πρόσωπα γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης των πληροφοριών αυτών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.
Άρθρο 76 Προστασία δεδομένων (Άρθρο 78 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση ή στο πλαίσιο της άσκησης εποπτικών εξουσιών, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και του Κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 (EE L 8/12.1.2001).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και με την ΕΑΚΑΑ
Άρθρο 77 Υποχρέωση συνεργασίας (Άρθρο 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, όταν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στον παρόντα, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (EE) 600/2014, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στον παρόντα, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (EE) 600/2014 είτε σε άλλες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ιδίως ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης των προστίμων. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (EE) 600/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στα άλλα κράτη μέλη ότι έχει οριστεί να παραλαμβάνει αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου.
2. Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να συνάπτει ανάλογες ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή υποδοχής του τόπου διαπραγμάτευσης.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνουν τη συνδρομή που προβλέπεται στην παρ. 1.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς της συνεργασίας ακόμα και όταν η ερευνώμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση των κανόνων που ισχύουν στην Ελλάδα.
4. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς τον παρόντα, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον Κανονισμό (EE) 600/2014, διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες και στην ΕΑΚΑΑ. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις αρμοδιότητες της γνωστοποιούσας αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος όταν λαμβάνουν αντίστοιχη γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες και ενημερώνουν την άλλη αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ για τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν και για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις.
5. Με την επιφύλαξη των παρ. 1 και 4, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές τις λεπτομέρειες των εξής:
α) αιτημάτων για τον περιορισμό του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης σύμφωνα με το στοιχείο ιβ 'της παρ. 3 του άρθρου 67,
β) περιορισμούς που έχει θέσει σχετικά με τη δυνατότητα προσώπων να λαμβάνουν θέση σε παράγωγο επί εμπορευμάτων σύμφωνα με το στοιχείο γ' της παρ. 4 του άρθρου 67.
Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τις λεπτομέρειες της απαίτησης ή του αιτήματος σύμφωνα με το στοιχείο ιβ' της παρ. 3 του άρθρου 67, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους υποβολής τους καθώς και το πεδίο εφαρμογής των περιορισμών που έχουν τεθεί σύμφωνα με το στοιχείο γ' της παρ. 4 του άρθρου 67, συμπεριλαμβανομένων του προσώπου και των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορούν, τυχόν ορίων όσον αφορά το μέγεθος των θέσεων που μπορεί να κατέχει το πρόσωπο ανά πάσα στιγμή, τυχόν εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 57 και τους λόγους για τις εξαιρέσεις αυτές.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει στη γνωστοποίηση τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ η δράση ή το μέτρο. Σε εξαιρετικές συνθήκες όταν δεν είναι δυνατό να υπάρξει ειδοποίηση 24 ώρες πριν, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να προβεί στη γνωστοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες πριν από το χρονικό σημείο που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λαμβάνει αντίστοιχη γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το στοιχείο ιβ' της παρ. 3 του άρθρου 67 ή το στοιχείο γ' της παρ. 4, με την προϋπόθεση ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβαίνει επίσης σε γνωστοποίηση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο όταν προτείνει τη λήψη μέτρων.
Αν μια ενέργεια βάσει των στοιχείων α' ή β' του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΟΣΡΑΕ), ο οποίος έχει συσταθεί βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 713/2009 (EE L 211/14.8.2009).
6. Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές τους διαχειριστές των μητρώων και τους λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της συμμόρφωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της 5409/2632/2004 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β' 1931) και την Οδηγία 2003/87/ΕΚ, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να έχουν ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής.
7. Σε ό,τι αφορά τα παράγωγα επί βασικών γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποβάλλει εκθέσεις και συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών βάσει του Κανονισμού (EE) 1308/2013.
Άρθρο 78
Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, σε επιτόπιους ελέγχους ή σε έρευνες (Άρθρο 80 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σε εποπτικές δραστηριότητες ή για επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει απευθείας από επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει, οποιοδήποτε στοιχείο κρίνει απαραίτητο, και στην περίπτωση αυτή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους ή συμμετέχοντος.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος όταν λαμβάνουν από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους αίτημα σχετικό με επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους: α) προβαίνει η ίδια στον έλεγχο ή έρευνα,
β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να διεξαγάγει τον έλεγχο ή την έρευνα, γ) αναθέτει σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν τον έλεγχο ή έρευνα.
Άρθρο 79 Ανταλλαγή πληροφοριών (Άρθρο 81 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει, ως αρμόδια αρχή επικοινωνίας αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών που προβλέπονται από τον παρόντα, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (EE) 600/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κατά την παροχή πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, να ορίζει ότι οι χορηγούμενες πληροφορίες μπορεί να γνωστοποιούνται περαιτέρω μόνο με τη ρητή συγκατάθεσή της και αποκλειστικό για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διαβιβάζει στην Τράπεζα της Ελλάδος τις πληροφορίες που λαμβάνει με βάση την παρ. 1 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 75 και 86. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν διαβιβάζει τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή που έστειλε τις πληροφορίες.
3. Οι αρχές του άρθρου 70 και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικό ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παρ. 1 ή σύμφωνα με τα άρθρα 75 και 86 μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ιδίως:
α) για να εξακριβώσουν αν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας επιχείρησης επενδύσεων και να διευκολύνουν, σε μη ενοποιημένη ή σε ενοποιημένη βάση, τον έλεγχο των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας ειδικά όσον αφορά τις απαιτήσεις επάρκειας κεφαλαίων που επιβάλλει ο ν. 4261/2014, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, β) για να εποπτεύουν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης γ) για την επιβολή κυρώσεων,
δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής ε) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 72,
στ) στο μηχανισμό εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών των επενδυτών που προβλέπεται στο άρθρο 73.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 και τα άρθρα 74 και 86 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), στην Τράπεζα της Ελλάδος όταν ενεργεί με την ιδιότητα της νομισματικής αρχής στις κεντρικές τράπεζες στοΕυρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητά από τις εν λόγω αρχές πληροφορίες για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπει ο παρών νόμος και ο Κανονισμός (EE) 600/2014.
5. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που πρέπει να της υποβάλλουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, η διαδικασία παροχής των στοιχείων και των πληροφοριών αυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα κρίνει απαραίτητο για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της ως νομισματικής αρχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για όλες τις πληροφορίες και όλα τα στοιχεία που περιέχονται σε γνώση της σύμφωνα με την προηγούμενη και την παρούσα παράγραφο.
Άρθρο 80 Δεσμευτική διαμεσολάβηση (Άρθρο 82 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναφέρει στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις στις οποίες απέρριψε ή δεν διεκπεραίωσε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αίτημα σχετικό με ένα από τα ακόλουθα: α) για διεξαγωγή εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας όπως προβλέπεται στο άρθρο 78, ή β) για ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 79.
Άρθρο 81 Άρνηση συνεργασίας (Άρθρο 83 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αιτήματος για συνεργασία σε διεξαγωγή έρευνας επιτόπιου ελέγχου ή εποπτικής δραστηριότητας του άρθρου 82 ή για ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 79 μόνον εάν :
α) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ίδιων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστικών αρχών,
β) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου για τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Σε περίπτωση άρνησης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί.
Άρθρο 82
Διαβουλεύσεις πριν από την αδειοδότηση ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 84 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, η οποία:
α) είναι θυγατρική επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή
β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας επιχείρησης επενδύσεων ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή
γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ελέγχουν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς που είναι:
α) θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση, β) θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 ιδίως κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και της φήμης και εμπειρίας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου. Ανταλλάσσει όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων και τη φήμη και εμπειρία των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση, οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους όρους λειτουργίας.
Άρθρο 83
Εξουσίες των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών υποδοχής (Άρθρο 85 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, για στατιστικούς λόγους, να απαιτεί από όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα την υποβολή περιοδικών εκθέσεων σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους σύμφωνα με την παρ. 5 της ενότητας Β του άρθρου 35.
Άρθρο 84
Λήψη προληπτικών μέτρων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής (Άρθρο 86 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση που η Ελλάδα είναι το κράτος μέλος υποδοχής έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που ασκεί δραστηριότητες στην Ελλάδα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ότι μία επιχείρηση επενδύσεων που έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις της ανωτέρω Οδηγίας πέραν των αναφερομένων στην παρ. 5 της ενότητας Β του άρθρου 35 του παρόντος νόμου, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων.
Αν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η επιχείρηση επενδύσεων εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, ισχύουν τα ακόλουθα: α) αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κρότους μέλους καταγωγής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 1 να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.
2. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι επιχείρηση επενδύσεων η οποία διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τις διατάξεις που αναφέρονται στην παρ. 5 της ενότητας Β του άρθρου 35, απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.
Αν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή συμπεριφορά. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.
Αν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθεί να παραβαίνει τις διατάξεις που αναφέρονται στην παρ. 5 της ενότητας Β του άρθρου 35, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Επιπλέον, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.
3. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ΠΜΔ ή ΜΟΔ έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.
Αν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή επειδή τα μέτρα αυτό αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Επιπλέον, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.
4. Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των παρ. 1, 2 ή 3, τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων ή ρυθμιζόμενης αγοράς αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.
Άρθρο 85
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ (Άρθρο 87 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για την εφαρμογή του παρόντος και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σύμφωνα με τον Κανονισμό (EE) 1095/2010.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τον Κανονισμό (EE) 600/2014 και τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του Κανονισμού και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' Συνεργασία με τρίτες χώρες
Άρθρο 86
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες (Άρθρο 88 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 74. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.
Η ως άνω διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2472/1997.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επίσης να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα:
α) την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοπιστωτικών αγορών,
β) την εκκαθάριση και πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλες παρόμοιες διαδικασίες γ) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους
δ) την εποπτεία των φορέων που συμμετέχουν στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες
ε) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων,
στ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής με στόχο την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης ζ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται στις αγορές παραγώγων επί βασικών γεωργικών προϊόντων με σκοπό την εξασφάλιση της ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.
Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπει το τρίτο εδάφιο δύνανται να συνάπτονται μόνο εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 74 και η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων. Αν η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζεται το άρθρο 9 του ν. 2472/1997 και αν στη διαβίβαση συμμετέχει η ΕΑΚΑΑ, εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001. 2. Αν οι πληροφορίες που πρόκειται να διαβιβάσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προέρχονται από άλλο κράτος μέλος η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να τις κοινοποιήσει χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του εν λόγω κράτους μέλους που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Άρθρο 87
Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης
1. Οι ΑΕΕΔ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας. Στην επωνυμία τους πρέπει να περιλαμβάνονται οι λέξεις «Ανώνυμη Εταιρεία Επενδυτικής Διαμεσολάβησης» και στο διακριτικό τους τίτλο το αρκτικόλεξο «ΑΕΕΔ».
2. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικό στη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών που αφορούν κινητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια και χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους. Οι ΑΕΕΔ μπορούν για τις ανάγκες των επενδυτικών υπηρεσιών που παρέχουν, να χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29.
3. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μόνο σε:
α) επιχειρήσεις επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος β) πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε κράτος μέλος
γ) υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν νομίμως σε κράτος μέλος εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας που κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους κανόνες που ισχύουν για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στο εν λόγω κράτος μέλος όπως ορίζονται στον παρόντα νόμο, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ, στον Κανονισμό (ΕΕ)575/2013, στο ν. 4261/2014 ή στην Οδηγία 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων τους
δ) Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος και μπορούν να διαθέτουν μερίδια στο κοινό, καθώς και σε διαχειριστές τέτοιων οργανισμών.
4. Το μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ποσό του προηγούμενου εδαφίου. Τα ίδια κεφάλαια των ΑΕΕΔ, σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό τους δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερα από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Στις ΑΕΕΔ ασκείται τακτικός και έκτακτος έλεγχος σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί ελέγχου που ασκείται στις ΑΕΠΕΥ.
5. Οι μετοχές των ΑΕΕΔ είναι ονομαστικές.
6. Προϋπόθεση για την έκδοση άδειας σύστασης ΑΕΕΔ ή τη μετατροπή υφιστάμενης ανώνυμης εταιρείας σε ΑΕΕΔ αποτελεί η προηγούμενη χορήγηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικής άδειας λειτουργίας όπου απαριθμούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες που δικαιούται να παρέχει η ΑΕΕΔ.
7. Στις ΑΕΕΔ εφαρμόζονται :
α) όσον αφορά τους όρους και τις διαδικασίες αδειοδότησης και εποπτείας οι παρ. 1 και 3 του άρθρου 5, τα άρθρα 7 έως 10 και τα άρθρα 21, 22 και 23 του παρόντος νόμου. Εξ αυτών, η υποχρέωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 9 για το πιστοποιητικό καταλληλόλητας περί υποχρέωσης πιστοποίησης ισχύει στις ΑΕΕΔ μόνο για ένα πρόσωπο που πραγματικά διευθύνει τις δραστηριότητες της εταιρείας β) όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν, τα εδάφια πρώτο, έκτο και έβδομο της παρ. 3 του άρθρου 16 και τις παρ. 6 και 7 του άρθρου 16 του παρόντος νόμου,
γ) όσον αφορά τις υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας οι παρ. 1, 3, 4, 5, 7 και 10 του όρθρου 24, οι παρ. 2, 5 και 6 του άρθρου 25 και το άρθρο 29 του παρόντος νόμου,
δ) οι σχετικές διατάξεις των πράξεων που εκδίδει η Επιτροπή κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής των περιπτώσεων α έως δ.
8. Οι ΑΕΕΔ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 7α του κ.ν. 2190/1920.
9. Οι ΑΕΕΔ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 61-78 του ν. 2533/1997, εκτός αν διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης μέσω της οποίας λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους του προφίλ κινδύνου και της νομικής φύσης τους εξασφαλίζεται ισοδύναμη προστασία των πελατών τους.
10. Οι ΑΕΕΔ δεν απολαύουν της προβλεπόμενης στα άρθρα 34 και 35 ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων.
Άρθρο 88
Προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΕΔ
1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά την άδεια λειτουργίας ΑΕΕΔ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής της άδειας λειτουργίας μπορεί να τίθεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην ΑΕΕΔ σύντομη προθεσμία, μέσα στην οποία αυτή οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΕΔ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ' ανώτατο όριο μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της πρώτης αναστολής.
2. Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται προσωρινή αναστολή είναι αμέσως εκτελεστή, γνωστοποιείται στην ΑΕΕΔ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής και αφού λάβει υπόψη τις θέσεις της ΑΕΕΔ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΕΔ.
3. Κατά τα λοιπά στην προσωρινή αναστολή λειτουργίας της ΑΕΕΔ εφαρμόζονται οι παρ. 3 έως 7 του άρθρου 89.
Άρθρο 89
Προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου να αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία ΑΕΠΕΥ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η προσωρινή αναστολή μπορεί να αποφασίζεται και για ορισμένες μόνον από τις επενδυτικές υπηρεσίες, ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στην εταιρεία μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΠΕΥ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ" ανώτατο όριο μετά τη λήξη της.
2. Η περί προσωρινής αναστολής απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή, γνωστοποιείται στην ΑΕΠΕΥ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής, και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής και ενδεχομένως την επιβολή κυρώσεων, είτε την ανάκληση της άδειας της λειτουργίας της εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 8.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με την παρ. 1 μπορεί να διορίζει υπάλληλο ή στέλεχος της ή και τρίτο πρόσωπο ως προσωρινό επίτροπο της ΑΕΠΕΥ και να ορίζει τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται ελεύθερα από την ΑΕΠΕΥ, καθώς και τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας του προσωρινού επιτρόπου. Οποιαδήποτε πράξη της διοίκησης της ΑΕΠΕΥ που διενεργείται χωρίς την προηγούμενη άδεια του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτή απαιτείται, είναι άκυρη. Η ευθύνη του προσωρινού επιτρόπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιορίζεται σε δόλο και βαριά αμέλεια.
4. Ο προσωρινός επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα καθήκοντά του διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα η εταιρεία τελεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι το διορισμό επόπτη εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 90. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνεται το έργο του προσωρινού επιτρόπου για σκοπούς παράδοσης στον επόπτη εκκαθάρισης και το πολύ ένα (1) μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επόπτη εκκαθάρισης.
5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντικαθίσταται ο προσωρινός επίτροπος.
6. Η αμοιβή του προσωρινού επιτρόπου καθορίζεται με την απόφαση διορισμού του και βαρύνει την ΑΕΠΕΥ της οποίας η λειτουργία αναστέλλεται προσωρινά. Προκειμένου περί υπαλλήλων ή στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η αμοιβή αυτή καταβάλλεται επιπλέον των τυχόν αποδοχών τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
7. Ο προσωρινός επίτροπος όταν ενάγεται, διώκεται ή κατηγορείται για πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας αυτής δικαιούται νομική κάλυψη σε όλα τα στάδια και τους βαθμούς της αντίστοιχης διαδικασίας. Αυτή η νομική κάλυψη του παρέχεται από τη Νομική Υπηρεσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο προσωρινός επίτροπος δεν υπόκειται σε προσωπική κράτηση ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της ΑΕΠΕΥ που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.
Άρθρο 90 Ειδική εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ
1. Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί αμέσως την απόφαση ανάκλησης στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται περίληψη της απόφασης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.).
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 4335/2015 (Α' 87) περί ανάκαμψης και εξυγίανσης των επιχειρήσεων επενδύσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, με την ίδια απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, να θέσει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος όρθρου. Σε αντίθετη περίπτωση, η ΑΕΠΕΥ λύεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Όταν η άδεια λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ ανακαλείται κατόπιν αιτήματος της, δεν επέρχεται υποχρεωτικά η λύση αυτής.
2. Αν η ΑΕΠΕΥ τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, ημέρα έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης λογίζεται η ημέρα λήψης της σχετικής απόφασης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Κατά την ειδική εκκαθάριση εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί εκκαθάρισης εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές.
Κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωσή της με βάση τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην παρ. 11, η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις καθώς και κάθε ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορίζει, με την ίδια απόφαση με την οποία θέτει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής. Ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με γνώσεις και εμπειρία σε θέματα κεφαλαιαγοράς και επιλέγεται από κατάλογο είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ' έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο ειδικός εκκαθαριστής αναλαμβάνει καθήκοντα από την επίδοση σε αυτόν της ανωτέρω απόφασης. Όταν ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό πρόσωπο, μπορεί να είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής, οικονομολόγος ή δικηγόρος. Ο διορισμός του ειδικού εκκαθαριστή συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΠΕΥ. Στον ειδικό εκκαθαριστή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 για το διοικητικό συμβούλιο. Τυχόν διαπίστωση της ακυρότητας του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή δε θίγει έναντι τρίτων το κύρος των πράξεών του από την επίδοση του διορισμού του μέχρι την ακύρωση αυτού. Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η οποία μπορεί να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο.
Ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να προσλάβει ως σύμβουλο του εξειδικευμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τον όγκο ή το βαθμό δυσκολίας των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης. Επίσης μπορεί είτε να διατηρεί είτε να προσλάβει, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση αυτή, το απαιτούμενο για τις ανάγκες της ειδικής εκκαθάρισης προσωπικό.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζει στην απόφασή της για το διορισμό του ειδικού εκκαθαριστή και την αμοιβή του, καθώς και την αμοιβή του τυχόν συμβούλου, η οποία βαρύνει την ΑΕΠΕΥ και η οποία μπορεί να καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε μηνιαία βάση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει τα ειδικότερα θέματα της διαδικασίας διορισμού των ανωτέρω προσώπων, καθώς και της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης.
4. Αν η ειδική εκκαθάριση δεν έχει ολοκληρωθεί μέσα σε δώδεκα (12) μήνες από την επίδοση του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή, αυτός ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η οποία μπορεί, κατόπιν αιτήματος του, το οποίο συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών, να χορηγεί παράταση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε κάθε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αφού λάβει υπόψη τις εργασίες που έχουν ήδη διενεργηθεί, καθώς και τις υπολειπόμενες εργασίες της ειδικής εκκαθάρισης επαναξιολογεί το έργο του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου του και μπορεί να αναπροσαρμόζει το ύψος της αμοιβής τους να αποφασίζει την αντικατάστασή τους ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αναγκαία ενέργεια.
5. Αν, μετά τη θέση ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, διαπιστωθεί ότι η υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ στερείται των αναγκαίων πόρων για την εκτέλεση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης, το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997, ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση του ειδικού εκκαθαριστή που συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καλύπτει, καταρχάς, από την εισφορά της ΑΕΠΕΥ και, εφόσον αυτή δεν επαρκεί, από το κεφάλαιο του, μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης τις δαπάνες της αμοιβής του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου, καθώς και τις λοιπές αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες της ειδικής εκκαθάρισης για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία επίδοσης στον ειδικό εκκαθαριστή της απόφασης διορισμού του. Το Συνεγγυητικό μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να καλύπτει με τις ίδιες προϋποθέσεις τις ανωτέρω δαπάνες για επιπλέον χρονικό διάστημα, έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Οι δαπάνες καταβάλλονται από το Συνεγγυητικό ανά δίμηνο, με την προϋπόθεση ότι ο ειδικός εκκαθαριστής έχει εκτελέσει το αντίστοιχο τμήμα των εργασιών, όπως έχει δεσμευθεί με βάση το υποβληθέν χρονοδιάγραμμα, ή ότι έχει επαρκώς αιτιολογήσει τυχόν αποκλίσεις.
6. Αμέσως μετά το διορισμό του ο ειδικός εκκαθαριστής παραλαμβάνει τα γραφεία, υποκαταστήματα και περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, προβαίνει σε απογραφή και διαχωρίζει τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, από τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία αφενός πελατών και αφετέρου λοιπών τρίτων προσώπων. Ως περιουσιακά στοιχεία πελατών νοούνται αυτά τα οποία συνδέονται με την παροχή από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4 σε αυτούς είτε βρίσκονται στην κατοχή της ΑΕΠΕΥ είτε τηρούνται στο Σύστημα Αυλών Τίτλων ή σε άλλο σύστημα καταχώρισης και παρακολούθησης κινητών αξιών είτε φυλάσσονται από τρίτους. Με την επίδοση του διορισμού του, ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί να ζητήσει με αίτησή του προς τον Ειρηνοδίκη του τόπου της έδρας της ΑΕΠΕΥ τη σφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκαταστημάτων της ΑΕΠΕΥ, καθώς και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων της. Το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη σφράγιση, ο ειδικός εκκαθαριστής ζητεί από τον ειρηνοδίκη να διατάξει την αποσφράγιση και την απογραφή της ΑΕΠΕΥ. Μετά την απογραφή, τα γραφεία και τα υποκαταστήματα της ΑΕΠΕΥ, καθώς και τα περιουσιακά της στοιχεία παραδίδονται στον ειδικό εκκαθαριστή. Για τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά, οι διατάξεις των άρθρων 826 έως 841 ΚΠολΔ, εκτός από τις διατάξεις που προβλέπουν την υποχρέωση διορισμού πραγματογνωμόνων.
7. Ο ειδικός εκκαθαριστής καλεί, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση του διορισμού του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσεων, με ανακοίνωση που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε δύο (2) ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες από τις οποίες μία (1) τουλάχιστον είναι οικονομική πανελλαδικής κυκλοφορίας καθώς και σε δύο (2) τουλάχιστον ηλεκτρονικές εφημερίδες να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία μέσα σε πέντε (5) μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Η ανωτέρω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγγράφως στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της ΑΕΠΕΥ και αναρτάται στην ιστοσελίδα της ΑΕΠΕΥ, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Συνεγγυητικού.
8. Ο ειδικός εκκαθαριστής καταρτίζει:
α) Οικονομικές καταστάσεις από την έναρξη της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης έως την ημερομηνία που η ΑΕΠΕΥ τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Εξ αυτών, η κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης αποτελεί τον ισολογισμό έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης.
β) Οικονομικές καταστάσεις για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ειδικής εκκαθάρισης έως τη λήξη της σύμφωνα με τον κ.ν. 2190/1920.
γ) Οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, οι οποίες συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι νόμιμα ελεγμένες από ελεγκτές οι οποίοι ορίζονται με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ΑΕΠΕΥ. Σε περίπτωση αδυναμίας ορισμού από τη γενική συνέλευση, οι ελεγκτές ορίζονται από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις δεν απαιτείται να έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται: α) στη γενική συνέλευση των μετόχων της ΑΕΠΕΥ, στην οποία προεδρεύει ο ειδικός εκκαθαριστής για έγκριση, β) στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, γ) στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δ) στο Συνεγγυητικό, καταχωρούνται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στο Γ.Ε.ΜΗ. και γενικά δημοσιεύονται, όπως κάθε φορά ο νόμος ορίζει.
Αν η γενική συνέλευση συγκαλείται νόμιμα για να εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις και δεν επιτυγχάνεται απαρτία ούτε στην πρώτη συνεδρίαση ούτε στην επαναληπτική της προκειμένου να λάβει σχετική απόφαση, τότε λογίζεται ότι οι οικονομικές καταστάσεις συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν κατά τους νόμιμους τύπους και συνεχίζεται η πρόοδος των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης.
Αν στη γενική συνέλευση που συνέρχεται για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων διατυπωθούν παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις επ' αυτών, ο ειδικός εκκαθαριστής επανασυντάσσει τις οικονομικές καταστάσεις ενσωματώνοντας τις παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις ή αιτιολογώντας τυχόν απόκλιση, με τη σύμφωνη γνώμη και των ελεγκτών. Κατόπιν αυτού, οι οικονομικές καταστάσεις θεωρούνται ως εγκριθείσες. Ο ειδικός εκκαθαριστής περαιτέρω, ενεργεί πράξεις της εκκαθάρισης σύμφωνα με τον κ.ν. 2190/1920, στο μέτρο που αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των τρεχουσών αναγκών και γενικά για την εύρυθμη λειτουργία της ΑΕΠΕΥ, όπως η είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων και η ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας. Κατά τα λοιπά, ο ειδικός εκκαθαριστής, μεταξύ άλλων, χειρίζεται θέματα της ειδικής εκκαθάρισης επικοινωνεί με τους αρμόδιους φορείς ενημερώνει γραπτά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πορεία της εκκαθάρισης τουλάχιστον ανά δίμηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί, και υποβάλλει έκθεση μετά τη λήξη της εκκαθάρισης.
9. Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις πελατών που συνδέονται με την παροχή σε αυτούς από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4, επαληθεύονται από τον ειδικό εκκαθαριστή με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο έχει στη διάθεσή του, μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας. Μέσα σε δύο (2) μήνες από την επαλήθευση των απαιτήσεων, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει στην απόδοση των χρηματικών ποσών, χρηματοπιστωτικών μέσων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων στους δικαιούχους πελάτες σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Αν τα χρηματικό διαθέσιμα της ΑΕΠΕΥ δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση όλων των δικαιούχων πελατών, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων χρηματικών απαιτήσεων.
10. Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει την Επιτροπή Αποζημιώσεων του Συνεγγυητικού για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που δεν ικανοποιήθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον ειδικό εκκαθαριστή κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και αναλυτική κατάσταση με τα περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, ήτοι χρήματα και το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας για ποιες από τις μη ικανοποιηθείσες απαιτήσεις συντρέχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζημίωσης σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Το Συνεγγυητικό καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαιούχους πελάτες σύμφωνα με το ν. 2533/1997 και ενημερώνει εγγράφως αμελλητί, τον ειδικό εκκαθαριστή για τα αναλυτικά ποσά των αποζημιώσεων που κατέβαλε. Ο ειδικός εκκαθαριστής μειώνει ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων πελατών κατά της ΑΕΠΕΥ.
11. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες είτε με την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης της παρ. 9, είτε με την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, και το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από την ενημέρωση που λαμβάνει από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων της ΑΕΠΕΥ, προκειμένου να αποφασιστεί η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης και να γίνει η εκλογή νέων εκκαθαριστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού της ΑΕΠΕΥ και του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920. Για το λόγο αυτό, ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντίγραφο των οικονομικών καταστάσεων λήξης της ειδικής εκκαθάρισης του απολογισμού της ειδικής εκκαθάρισης και της δημοσιευθείσας πρόσκλησης της γενικής συνέλευσης. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η σύγκληση γενικής συνέλευσης ή η πραγματοποίησή της ή η εκλογή νέων εκκαθαριστών από τη γενική συνέλευση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα, μετά από υποβολή σχετικής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο από τον ειδικό εκκαθαριστή ή οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατός ο ορισμός εκκαθαριστών είτε από τη γενική συνέλευση είτε από το δικαστήριο μέσα σε δώδεκα (12) μήνες από την ικανοποίηση των απαιτήσεων, σύμφωνα με τα ανωτέρω, καθήκοντα εκκαθαριστή για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 αναλαμβάνει ο ειδικός εκκαθαριστής, ο οποίος ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. η ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή από τον ειδικό εκκαθαριστή. Στην περίπτωση αυτή για τον ειδικό εκκαθαριστή εφαρμόζεται η παρ. 13 του παρόντος άρθρου.
Χρόνος περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης είναι ο χρόνος ανάληψης καθηκόντων από τους εκκαθαριστές που εκλέγονται από τη γενική συνέλευση ή που ορίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο ή η ανάληψη από τον ειδικό εκκαθαριστή καθηκόντων για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης γνωστοποιείται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η ΑΕΠΕΥ εποπτεύεται πλέον αποκλειστικά από τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα.
Κατά τα λοιπά, η περάτωση των εκκρεμών υποθέσεων της ΑΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένης της ικανοποίησης των απαιτήσεων του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το ν. 2533/1997, των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες στην έκταση που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία της απόδοσης ή λήψης αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό, καθώς και κάθε άλλου είδους απαιτήσεων κατά της ΑΕΠΕΥ, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920 από τους εκκαθαριστές.
Το πρόσωπο που αναλαμβάνει, με βάση τα ανωτέρω, τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, μετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον ή τους μετόχους της ΑΕΠΕΥ, στους οποίους θα παραδώσει επί αποδείξει τα αρχεία της οι οποίοι τα φυλάσσουν για διάστημα δεκαπέντε (15) ετών και εν συνεχεία προβαίνουν στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε περίπτωση αδυναμίας παράδοσης αυτών στον ή στους μετόχους ο εκκαθαριστής τηρεί ο ίδιος τα σχετικά αρχεία για διάστημα πέντε (5) ετών και εν συνεχεία προβαίνει στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αν υπάρχουν εκκρεμείς δικαστικές ή άλλες υποθέσεις της ΑΕΠΕΥ, η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων αντίστοιχα.
12. Αν η ΑΕΠΕΥ, μετά την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με το ν. 2533/1997, στερείται παντελώς περιουσιακών στοιχείων και εξ αυτού του λόγου καθίσταται αδύνατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, ο ειδικός εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να βεβαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της ΑΕΠΕΥ από το Γ.Ε.ΜΗ. Η απόφαση του δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή. Σχετικά με τη φύλαξη των αρχείων της ΑΕΠΕΥ, ισχύουν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.
13. Ο ειδικός εκκαθαριστής δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για οποιαδήποτε απαίτηση κατά της υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ που έχει γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής της. Για απαιτήσεις που προκύπτουν μετά το διορισμό του, ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνον για δόλο και βαριά αμέλεια. Η μη τήρηση από τον ειδικό εκκαθαριστή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, που εφαρμόζονται στην ειδική εκκαθάριση, μπορεί να επισύρει την ανάκληση του διορισμού του, καθώς και τις προβλεπόμενες στο άρθρο 69 κυρώσεις.
14. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου:
α) παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή της ΑΕΠΕΥ, καθώς και την παράδοση των γραφείων της των υποκαταστημάτων της και των περιουσιακών της στοιχείων στον ειδικό εκκαθαριστή,
β) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική από την κείμενη νομοθεσία, πριν παρέλθει η προθεσμία που ισχύει για την τήρησή τους με σκοπό να δυσχεράνει τη διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας της γ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία, ελαττώνει την περιουσία της με άλλον τρόπο ή αποκρύπτει τις πραγματικές δικαιοπρακτικές της σχέσεις δ) παριστά ψευδώς ότι η ΑΕΠΕΥ είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων σε βάρος της ΑΕΠΕΥ.
Άρθρο 91
Καταβολή ποσού σε πελάτη ΑΕΠΕΥ υπό εκκαθάριση
1. Κάθε καταβολή οποιουδήποτε ποσού σε επενδυτή πελάτη ΑΕΠΕΥ υπό εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του άρθρου 90 ανακοινώνεται από τον Επόπτη στο Συνεγγυητικό και, αντιστρόφως κάθε καταβολή από το Συνεγγυητικό σε επενδυτή πελάτη ΑΕΠΕΥ υπό εκκαθάριση ανακοινώνεται από το Συνεγγυητικό στον εκκαθαριστή ή τους εκκαθαριστές της εταιρείας.
2. Οι πελάτες ΑΕΠΕΥ των οποίων οι αξιώσεις από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών δεν έχουν ικανοποιηθεί ολοσχερώς από την οφειλέτρια εταιρεία ή από το Συνεγγυητικό κατατάσσονται πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περιπτ. 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ. και ικανοποιούνται προνομιακώς από τυχόν χρηματικό ποσό που επιστρέφεται στην ΑΕΠΕΥ από το Συνεγγυητικό σύμφωνα με την περιπτ. β' της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997.
3. Κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (EE) 575/2013, που υπόκεινται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου, το οποίο καθορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4261/2014, οι αξιώσεις του Συνεγγυητικού από αποζημιώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997, που υπερβαίνουν τις κατά το άρθρο 71 του ν. 2533/1997 εισφορές της επιχείρησης επενδύσεων, κατατάσσονται ύστερα από τις αξιώσεις πελατών κατά την προηγούμενη παράγραφο και πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περιπτ. 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ και πριν από τη διαίρεση κατά το όρθρο 977 του ΚΠολΔ.
4. Αν ΑΕΠΕΥ λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση χωρίς να μεσολαβήσει ειδική εκκαθάριση, τα εν γένει χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους εκτός αν:
α) έχει συσταθεί επ" αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή
β) υφίσταται απαίτηση της ΑΕΠΕΥ κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις
5. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της ΑΕΠΕΥ και αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τους κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου, και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, και τα χρηματικά ποσά που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η ΑΕΠΕΥ για λογαριασμό πελατών, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο.
6. Ο πίνακας των χρηματοπιστωτικών μέσων και χρηματικών ποσών της ΑΕΠΕΥ, τα οποία ανήκουν σε πελάτες της συντάσσεται από τον εκκαθαριστή και κοινοποιείται σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
Άρθρο 92
Παροχή υπηρεσιών από ΑΕΠΕΥ σε τρίτη χώρα
1. ΑΕΠΕΥ μπορεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτη χώρα, είτε με υποκατάστημα είτε χωρίς εγκατάσταση, εφόσον έχει υπογραφεί Πρωτόκολλο Συνεργασίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας. Η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί την πρόθεσή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και υποβάλλει αναλυτικά στοιχεία για τη δραστηριοποίησή της στην αλλοδαπή, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών υπηρεσιών που προτίθεται να παρέχει, του τρόπου δραστηριοποίησής της τυχόν επέκτασης της υφιστάμενης οργανωτικής της δομής και δήλωσης ότι πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται με βάση το νομοθετικό πλαίσιο της τρίτης χώρας.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγορεύσει σε ΑΕΠΕΥ την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτη χώρα, αν κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της ΑΕΠΕΥ, ότι τίθενται σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται τα στοιχεία που υποβάλλει η ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και η διαδικασία υποβολής τους.
Άρθρο 93 Πιστοποίηση
1. Οι ΑΕΠΕΥ, ΑΕΕΔ, ΑΕΔΑΚ και Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου (ΑΕΕΜΚ) της περίπτ. γ' του άρθρου 3 και του άρθρου 4 του ν. 4099/2012 αντίστοιχα, οι ΑΕΕΧ του άρθρου 27 του ν. 3371/2005, οι ΑΕΔΟΕΕ της υποπερίπτ. ββ' της περίπτ. β' της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013, οι οποίες διαχειρίζονται Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ), το ενεργητικό των οποίων επενδύεται μεταξύ άλλων σε κινητές αξίες και παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και οι ΑΕΔΟΕΕ, οι οποίες παρέχουν επιπροσθέτως υπηρεσίες λήψης και διαβίβασης εντολών, παροχής επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίου πελατών, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4209/2013, πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν κατά την:
α) λήψη και διαβίβαση εντολών, β) εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, γ) παροχή επενδυτικών συμβουλών, δ) διαχείριση χαρτοφυλακίου,
ε) έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση,
στ) διάθεση μεριδίων ή μετοχών ΟΣΕΚΑ ή άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,
ζ) εκκαθάριση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων,
να απασχολούν ή να συνεργάζονται με φυσικά πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό καταλληλότητας. Το πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Όταν τα φυσικά πρόσωπα απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές εταιρείες το πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Κατ' εξαίρεση, τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα μπορούν να χρησιμοποιούν για την παροχή των προαναφερόμενων υπηρεσιών πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν πιστοποιητικό καταλληλότητας εφόσον τα τελευταία αυτά πρόσωπα ενεργούν ως ασκούμενοι υπό την εποπτεία και ευθύνη άλλων φυσικών προσώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις των αμέσως προηγουμένων εδαφίων.
Πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε φυσικά πρόσωπα που πρόκειται να απασχοληθούν ή να συνεργαστούν με τις εταιρείες του πρώτου εδαφίου.
2. Η εποπτική αρχή που χορήγησε αρμοδίως το πιστοποιητικό καταλληλότητας παραμένει αρμόδια για την ανανέωσή του, ανεξάρτητα από το είδος της εταιρείας της τελευταίας απασχόλησης του προσώπου που ζητεί την ανανέωσή του.
3. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού καταλληλότητας διενεργούνται, με ευθύνη είτε της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είτε της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από τριμελή Επιτροπή Εξετάσεων, που αποτελείται από πρόσωπα με διδακτική εμπειρία στη χρηματοοικονομική επιστήμη και στη νομοθεσία της κεφαλαιαγοράς. Ο ορισμός των μελών της Επιτροπής γίνεται με κοινή απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος. Ως μέλη της Επιτροπής μπορούν να ορίζονται ένας καθηγητής ΑΕΙ με ειδίκευση στη χρηματοοικονομική επιστήμη, ως Πρόεδρος ένα μέλος που προτείνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ένα μέλος που προτείνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η θητεία των μελών της Επιτροπής Εξετάσεων είναι διετής. Τα μέλη της Επιτροπής Εξετάσεων δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε εκπαιδευτική ή άλλη δραστηριότητα που σχετίζεται με το περιεχόμενο ή τη διεξαγωγή των εξετάσεων πιστοποίησης. Η Επιτροπή Εξετάσεων είναι αρμόδια για την υποβολή προτάσεων σχετικά με τη διαμόρφωση και την επικαιροποίηση της ύλης των εξετάσεων, για τη διατύπωση των θεμάτων των εξετάσεων, για την εποπτεία της διενέργειας αυτών και για την αξιολόγηση των απαντήσεων των συμμετεχόντων.
4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα τυπικά προσόντα και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, αναφορικά με τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται σε εταιρείες της παρ. 1 ή συνεργάζονται με αυτές, εκτός εκείνων που απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, η διαδικασία των εξετάσεων, οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες για τη διοργάνωση των εξετάσεων και των σχετικών σεμιναρίων, η δυνατότητα ανάθεσης εν όλω ή εν μέρει, της διενέργειας των εξετάσεων ή των σεμιναρίων σε άλλους φορείς οι προϋποθέσεις για την παροχή των υπηρεσιών της παρ. 1 από ασκουμένους οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ανανέωσης και ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας τα τέλη που καταβάλλονται για τη χορήγηση ή ανανέωση των πιστοποιητικών, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η διαδικασία αναγνώρισης πιστοποιητικών καταλληλότητας που έχουν χορηγηθεί ή αναγνωριστεί από άλλες εποπτικές αρχές καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
5. Με κοινή απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος:
α) καθορίζονται τα αναφερόμενα στην παρ. 4 αναφορικά με τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις και παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 1, β) συγκροτείται η τριμελής Επιτροπή Εξετάσεων της παρ. 3 και ορίζεται η αμοιβή των μελών της η οποία βαρύνει τους προϋπολογισμούς της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176),
γ) καθορίζεται η ύλη των εξετάσεων για την πιστοποίηση καταλληλότητας του παρόντος άρθρου, δ) ανατίθεται σε τρίτους η διενέργεια των εξετάσεων ή των σεμιναρίων.
Άρθρο 94
Οικονομικές Καταστάσεις και τακτικός έλεγχος ΑΕΠΕΥ
1. Οι ΑΕΠΕΥ συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 (EE L 243/11.9.2002). Οι οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται εντός διμήνου από τη λήξη κάθε διαχειριστικής περιόδου.
2. Ο τακτικός έλεγχος που προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες στις ΑΕΠΕΥ ασκείται από νόμιμο ελεγκτή.
3. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή του να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ την υποβολή κάθε χρόνο έκθεσης των τακτικών ελεγκτών τους σχετικά με την ύπαρξη επαρκών διαδικασιών για τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16 και στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο και ο τρόπος υποβολής της έκθεσης του προηγούμενου εδαφίου και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
4. Οι καταχωρίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920, εφόσον αφορούν ΑΕΠΕΥ, γίνονται στο μητρώο που γίνονται οι καταχωρίσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Άρθρο 95
Μεταφορά συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
1. Πιστωτικό ίδρυμα ή ΑΕΠΕΥ που έχει αποφασίσει να παύσει να παρέχει συγκεκριμένες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ως προς κάποια ή όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα (μεταβιβάζουσα επιχείρηση), μπορεί να μεταβιβάσει σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή ΑΕΠΕΥ (ανάδοχος επιχείρηση), τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών με πελάτες του, ως προς όλες ή κάποιες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες επί κάποιων ή όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων (μεταφορά υπηρεσιών). Με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των συμβάσεων του προηγούμενου εδαφίου οι εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρέχονται πλέον από την ανάδοχο επιχείρηση ως προς τους πελάτες και για τις υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η μεταβίβαση, καθώς επίσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μεταφέρονται και τα χαρτοφυλάκια (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) που αντιστοιχούν στους πελάτες τους οποίους αφορά η μεταφορά. Σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η μεταφορά τους διενεργείται με την αλλαγή του χειριστή λογαριασμού στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ), σύμφωνα με τον Κανονισμό λειτουργίας του ΣΑΤ. Από την ημέρα μεταφοράς που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παρ. 4, εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη μεταβιβάζουσα επιχείρηση ενώ κατά της αναδόχου επιχειρήσεως προβάλλονται αξιώσεις για απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την ημέρα μεταφοράς.
2. Για τη μεταφορά της παρ. 1 τηρείται η εξής διαδικασία:
α) με ευθύνη της αναδόχου και της μεταβιβάζουσας επιχείρησης ενημερώνεται ο πελάτης τον οποίο αφορά η μεταφορά, με τα μέσα του άρθρου 3 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (EE) 565/2017/ (EE L 87/31.3.2017), για τη διενεργούμενη μεταφορά, τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που μεταφέρονται και τα χρηματοπιστωτικά μέσα επί των οποίων η ανάδοχος επιχείρηση θα παρέχει υπηρεσίες. Η ως άνω ενημέρωση περιλαμβάνει κατΛ ελάχιστο: αα) τις πληροφορίες των παρ. 4 και 5 του άρθρου 24 εφόσον διαφοροποιούνται από την ανάδοχο επιχείρηση, πλην της περίπτωσης των οικονομικών όρων που μπορεί να διαφοροποιηθούν μόνον εφόσον υπάρχει σχετική συμβατική πρόβλεψη στη μεταβιβαζόμενη σύμβαση, ββ) το δικαίωμα του πελάτη να αντιταχθεί στη μεταφορά, καθώς και τις συνέπειες της αντίρρησής του, γγ) τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης αυτού, καθώς και δδ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία, προκειμένου οι πελάτες της μεταβιβάζουσας επιχείρησης να διαμορφώσουν τεκμηριωμένη γνώμη για τη μεταφορά. Στην ως άνω ενημέρωση αναφέρεται επίσης υποχρεωτικά και η ημερομηνία μεταφοράς η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής αντιρρήσεων σύμφωνα με την περίπτ. β', β) μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την αποστολή της ενημέρωσης στους πελάτες κατά τα προβλεπόμενα στην περίπτ. α' κάθε πελάτης της μεταβιβάζουσας επιχείρησης μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις κατά της μεταφοράς. Η προβολή αντιρρήσεων συνεπάγεται τη μη μεταφορά της συμβατικής του σχέσης στην ανάδοχο επιχείρηση.
γ) η μεταφορά ολοκληρώνεται με τη σύνταξη λεπτομερούς πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής των χαρτοφυλακίων των πελατών (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) των οποίων οι συμβάσεις μεταβιβάζονται. Το πρωτόκολλο αυτό υπογράφεται αρμοδίως από τη μεταβιβάζουσα και την ανάδοχο επιχείρηση και κοινοποιείται, κατά περίπτωση, στο διαχειριστή του Συστήματος Άυλων Τίτλων για αλλαγή χειριστή στους λογαριασμούς των πελατών ή στα πιστωτικά ιδρύματα και λοιπούς θεματοφύλακες για μεταφορά των λογαριασμών των εν λόγω πελατών.
3. Η μεταφορά της παρ. 1 διενεργείται εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) έχει τηρηθεί η διαδικασία της παρ. 2,
β) η ανάδοχος επιχείρηση έχει την απαιτούμενη άδεια για την παροχή των μεταφερόμενων επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά η μεταφορά, γ) ο πελάτης δεν έχει προβάλει αντιρρήσεις για τη μεταφορά.
4. Η μεταφορά ολοκληρώνεται αυτόματα από την ημερομηνία μεταφοράς όπως αυτή αναφέρεται στην ενημέρωση του πελάτη, χωρίς πρόσθετη υποχρέωση αναγγελίας. Τυχόν μεταβολή στο πρόσωπο της μεταβιβάζουσας επιχείρησης λόγω επέλευσης αποτελεσμάτων εταιρικού μετασχηματισμού, δεν επηρεάζει την ολοκλήρωση της μεταφοράς.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως σε ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα της παρ. 1 και στην περίπτωση απόσχισης κλάδου κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 2166/1993 (Α" 137) εφαρμόζονται το ν.δ. 1297/1972 (Α" 217) και ο ν. 2992/2002 (Α* 54).
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις ΑΕΔΑΚ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4099/2012, στις ΑΕΔΟΕΕ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4209/2013, καθώς και στις ΑΕΕΔ.
7. Κάθε ειδικά ή τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Άρθρο 96
Διαμεσολάβηση σε συμμετοχική χρηματοδότηση
1. Οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτίθενται να διαχειριστούν ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, γνωστοποιούν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, την πρόθεσή τους αυτή, υποβάλλοντας ταυτόχρονα τα σχετικά με τη δραστηριοποίηση αυτή στοιχεία και ιδίως την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου τους με την οποία αποφασίστηκε η δραστηριότητα αυτή, το νέο οργανόγραμμα, τα πρόσωπα που θα απασχολούνται και τα προσόντα τους καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του εσωτερικού κανονισμού που περιγράφει τον τρόπο οργάνωσης, τα κριτήρια επιλογής των εκδοτών, οι κινητές αξίες οι οποίες θα προσφέρονται μέσω των συστημάτων τους καθώς και οι διαδικασίες παρακολούθησης και συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις της παρ.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να αντιταχθεί σε αυτή την πρόθεσή τους αν μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών από την υποβολή όλων των προβλεπόμενων στοιχείων κρίνει ότι δεν πληρούνται οι οργανωτικές προϋποθέσεις του όρθρου αυτού.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να εξειδικεύονται οι παραπάνω οργανωτικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία του συστήματος καθώς και να προσδιορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλουν οι ΑΕΠΕΥ και οι ΑΕΔΟΕΕ της παραγράφου αυτής και τα πιστωτικά ιδρύματα για τη δραστηριότητα αυτή.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 24, οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής: α) πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη, β) επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη, γ) πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη,
δ) πληροφορίες για τους μετόχους/εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο, καθώς και περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά τον έλεγχο του εκδότη, ε) πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη,
στ) πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ διοίκησης μετόχων του εκδότη και ΑΕΠΕΥ που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία του σημείου 1 του τμήματος Β του παραρτήματος I ή ΑΕΔΟΕΕ του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί,
ζ) πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη, όπως ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΕΜΗ,
η) πληροφορίες σχετικό με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς όπως τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς παράδοση κινητών αξίων, θ) περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης) που αποκτά ο επενδυτής
ι) διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητάς του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται,
ια) προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι αμέσως ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου,
ιβ) παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες
ιγ) προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΔΟΕΕ της παραγράφου αυτής και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 97 Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις των όρθρων 1 έως και 70 του ν. 3606/2007 (Α' 195).
Άρθρο 98 Μεταβατικές διατάξεις
1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 70 του ν. 3606/2007 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στις διατάξεις του ν. 3606/2007, νοούνται οι αντίστοιχες προς το περιεχόμενο τους διατάξεις του παρόντος και του Κανονισμού (EE) 600/2014.
3. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ΑΕΠΕΥ λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 5 και, εφόσον πρόκειται να παράσχουν νέες υπηρεσίες ή να διαθέσουν νέα προϊόντα τα οποία δεν διαλαμβάνονταν στην αρχική αδειοδότηση, ι, οφείλουν να προσαρμοστούν στις διατάξεις του παρόντος έως τις 3.1.2018. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 87, και εφόσον πρόκειται να παράσχουν νέες υπηρεσίες ή να διαθέσουν νέα προϊόντα τα οποία δεν διαλαμβάνονταν στην αρχική αδειοδότηση, οφείλουν να προσαρμοστούν στις διατάξεις του παρόντος έως τις 3.1.2018.
4. Οι γνωστοποιήσεις των άρθρων 31 έως 33 του ν. 3606/2007, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος λογίζονται ως γνωστοποιήσεις των άρθρων 34 και 35.
5. Η εταιρεία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» και οι οργανωμένες αγορές αξιών και παραγώγων τις οποίες διαχειρίζεται η εταιρεία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» και οι οποίες έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3371/2005, καθώς και ο Πολυμερής Μηχανισμός Διαπραγμάτευσης που έχει αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3606/2007, εξαιρούνται από την υποχρέωση να λάβουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 44 και την παρ. 1 του άρθρου 45 αντίστοιχα, και, εφόσον ι πρόκειται να παράσχουν νέες υπηρεσίες ή να διαθέσουν νέα προϊόντα τα οποία δεν διαλαμβάνονταν στην αρχική άδεια, οφείλουν να προσαρμοστούν στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018.
6. Η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων του άρθρου 26 του ν. 2515/1997 (Α" 154) , η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 3606/2007, εξαιρείται από την υποχρέωση να λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 44 και, εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλει να προσαρμοστεί στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018. Εξαιρείται της άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς κατά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 45, η Τράπεζα της Ελλάδος.
7. Από την έναρξη ισχύος του ν. 4474/2017 (Α' 80) ανακαλείται αυτοδικαίως ο διορισμός των υφισταμένων εκκαθαριστών της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, ενώ οι υφιστάμενοι Επόπτες της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ λογίζονται ως Ειδικοί Εκκαθαριστές. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά σε «Επόπτη της εκκαθάρισης» ή «εκκαθαριστή» της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, νοείται εφεξής ο Ειδικός Εκκαθαριστής. Ο απερχόμενος εκκαθαριστής παραδίδει αμελλητί στον Ειδικό Εκκαθαριστή οιαδήποτε έγγραφα και λοιπά στοιχεία αφορούν την ειδική εκκαθάριση και βρίσκονται στην κατοχή του και τον ενημερώνει για τις πάσης φύσεως εκκρεμότητες ως προς τις υποθέσεις της ειδικής εκκαθάρισης . Για τα ανωτέρω συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής.
8. Από την έναρξη ισχύος του ν. 4474/2017 εκκρεμείς υποθέσεις για τον διορισμό από το αρμόδιο δικαστήριο εκκαθαριστή της ειδικής εκκαθάρισης ή για την κήρυξη από το αρμόδιο δικαστήριο της περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης καταργούνται. Στη δεύτερη περίπτωση, καθώς και στην περίπτωση που εκκρεμεί στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΑΚ για το διορισμό εκκαθαριστή για τη συνέχιση της εκκαθάρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, ο Ειδικός Εκκαθαριστής προβαίνει άμεσα στις προβλεπόμενες ενέργειες στην παρ. 11 του άρθρου 90.
9. Κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου 90, οι ΑΕΠΕΥ που κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου βρίσκονται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ετών, συντάσσουν μόνον οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, , οι οποίες ελέγχονται νόμιμα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.
Άρθρο 99
Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος νόμου τα Παραρτήματα I και II.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΠΌ
ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (EE) 2015/2365, ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΑΡΜΟΔΙΑ ΑΡΧΗ
Άρθρο 100
Αρμόδιες Αρχές και συνεργασία μεταξύ αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 16,17 και 18 του Κανονισμού (EE) 2015/2365
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του Κανονισμού (EE) 2015/2365(ΕΕ L 23.12.2015) των ΑΕΠΕΥ, των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων επενδύσεων με έδρα σε τρίτη χώρα, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με έδρα στην Ελλάδα, των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων με έδρα στην Ελλάδα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (TEA) των άρθρων 7 και 8 του ν. 3029/2002 , όπως ισχύουν, των ΑΕΔΑΚ και των ΟΣΕΚΑ με έδρα στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ΑΕΔΑΚ και ΟΣΕΚΑ με έδρα σε τρίτη χώρα, καθώς και των ΟΕΕ που τους διαχειρίζονται Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΔΟΕΕ), οι οποίοι έχουν άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα ή είναι εγγεγραμμένοι σύμφωνα με την Οδηγία 2011/61/ΕΕ..
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του Κανονισμού (EE) 2015/2365 των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα, των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα καθώς και των υποκαταστημάτων Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτη χώρα.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των Μη Χρηματοοικονομικών Αντισυμβαλλομένων προς τις διατάξεις του Κανονισμού (EE) 2015/2365.
4. Αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή των προβλεπομένων στα άρθρα 17, 18, στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 22, καθώς και στα άρθρα 24 και 25 του Κανονισμού (EE) 2015/2365, ορίζονται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται στενά μεταξύ τους προκειμένου να διασφαλίσουν την τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού (EE) 2015/2365 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων πράξεων και παρέχουν η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
6. Επιτρέπεται η, μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, αμοιβαία ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών, οι οποίες δεν έχουν ληφθεί από αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους και οι οποίες σχετίζονται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (EE) 2015/2365.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Άρθρο 101
Διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 του Κανονισμού (EE) 2015/2365
1. Με την επιφύλαξη των κυρώσεων και των μέτρων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 28 του Κανονισμού (EE) 2015/2365 και των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της σε όποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο των παρ. 1 και 3 του άρθρου 100 του παρόντος νόμου, παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 και 15 του Κανονισμού (EE) 2015/2365 καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση του Κανονισμού αυτού εκδιδομένων πράξεων, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα:
α) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να παύσει την παράνομη συμπεριφορά και να μη την επαναλάβει στο μέλλον,
β) δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, και η φύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 102 του παρόντος
γ) αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας δ) προσωρινή απαγόρευση της συμμετοχής σε διοικητικό συμβούλιο ή της άσκησης διευθυντικών καθηκόντων στις οντότητες της παρ. 1 του άρθρου 100 σε βάρος κάθε προσώπου που συμμετέχει στο διοικητικό τους συμβούλιο ή ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή σε βάρος κάθε φυσικού προσώπου που θεωρείται υπεύθυνο για μια τέτοια παράβαση,
ε) χρηματικό πρόστιμο έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης εφόσον μπορούν να προσδιοριστούν από την εκάστοτε αρμόδια αρχή, ακόμα και αν το πρόστιμο υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στις περιπτώσεις στ' και ζ', στ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ζ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως και
αα) πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση, για παραβάσεις του άρθρου 4 του Κανονισμού (EE) 2015/2365, ββ) δέκα πέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση, για παραβάσεις του άρθρου 15 του Κανονισμού (EE) 2015/2365.
Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το ν. 4308/2014, όπως ισχύει, και την Οδηγία 2013/34/ΕΕ, ως συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ορίζεται ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή τα αντίστοιχα έσοδα σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί κατάρτισης και παρουσίασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής επιχείρησης, που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο λογιστικής ενοποίησης.
2. Τηρουμένων των διατάξεων του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και με την επιφύλαξη των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει, σε όποιο πρόσωπο της παρ. 2 του άρθρου 100 παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 και 15 του Κανονισμού (EE) 2015/2365, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση του Κανονισμού αυτού εκδιδομένων πράξεων, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα: α) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να παύσει την παράνομη συμπεριφορά και να μη την επαναλάβει στο μέλλον, β) δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση και η φύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 102,
γ) σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος με έδρα σε τρίτη χώρα, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του κατά την ισχύουσα νομοθεσία,
δ) προσωρινή απαγόρευση της συμμετοχής σε διοικητικό συμβούλιο ή της άσκησης διευθυντικών καθηκόντων στις οντότητες της παρ. 2 του άρθρου 100 σε βάρος κάθε προσώπου, που συμμετέχει στο διοικητικό τους συμβούλιο ή ασκεί διευθυντικά καθήκοντα, ή σε βάρος κάθε φυσικού προσώπου που θεωρείται υπεύθυνο για μια τέτοια παράβαση,
ε) χρηματικό πρόστιμο έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης εφόσον μπορούν να προσδιοριστούν από την εκάστοτε αρμόδια αρχή, ακόμα και αν το πρόστιμο υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στις περιπτώσεις στ' και ζ', στ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ζ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως και:
αα) πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση, για παραβάσεις του άρθρου 4 του Κανονισμού (EE) 2015/2365,
ββ) δέκα πέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις, που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση, για παραβάσεις του άρθρου 15 του Κανονισμού (EE) 2015/2365. Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το ν. 4308/2014, όπως ισχύει, και την Οδηγία 2013/34/ΕΕ, ως συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ορίζεται ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή τα αντίστοιχα έσοδα σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί κατάρτισης και παρουσίασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής επιχείρησης που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο λογιστικής ενοποίησης.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε περίπτωση μη συνεργασίας άρνησης χορήγησης ή πλημμελούς παροχής στοιχείων ή μη επαρκούς συνεργασίας σε έρευνα που σχετίζεται με τον Κανονισμό (EE) 2015/2365. Για την επιμέτρηση του προστίμου εφαρμόζεται η παρ. 7.
4. Τυχόν πλημμελής συνεργασία, άρνηση χορήγησης ή πλημμελής παροχή στοιχείων στο πλαίσιο άσκησης των προβλεπόμενων από τον Κανονισμό (EE) 2015/2365 αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος τιμωρείται κατ' εφαρμογή των άρθρων 55Α και 55Γ του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά την επιμέτρηση των ως άνω κυρώσεων λαμβάνονται υπ' όψη τα αναφερόμενα στην παρ. 7.
5. Σε περίπτωση παράβασης των άρθρων 13 και 14 του Κανονισμού (EE) 2015/2365, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει με απόφασή της στις εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, στις εταιρείες επενδύσεων ΟΣΕΚΑ και στους ΔΟΕΕ τις κυρώσεις και τα μέτρα, που προβλέπονται στο άρθρο 94 του ν. 4099/2012 και στο άρθρο 45 του ν. 4209/2013.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να επιβάλλουν, τις ως άνω διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, πέραν του νομικού προσώπου, και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο φέρει ευθύνη, βάσει της κείμενης νομοθεσίας για παράβαση των αναφερομένων στις παραγράφους 1 και 2 , αντιστοίχως διατάξεων.
7. Κατά τον καθορισμό του είδους και της βαρύτητας των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και κατά την επιμέτρηση των διοικητικών χρηματικών προστίμων, που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 , η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται:
α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης
β) ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, γ) η οικονομική επιφάνεια του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από το ετήσιο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου ή από το συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου, αντίστοιχα,
δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,
ε) το βαθμό συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη της εξασφάλισης της παραίτησης του εν λόγω προσώπου από κέρδη που αποκομίσθηκαν ή ζημίες που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης
στ) τυχόν προηγούμενες παραβάσεις των άρθρων του Κανονισμού (EE) 2015/2365 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων πράξεων, καθώς και της λοιπής νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,
ζ) η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στην προστασία των επενδυτών, η) οι ανάγκες της γενικής και ειδικής πρόληψης.
Άρθρο 102
Δημοσίευση αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (EE) 2015/2365
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, αναρτούν στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο κάθε απόφασή τους σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις των άρθρων 4 ή 15 του Κανονισμού (EE) 2015/2365, αμέσως μετά από σχετική ενημέρωση του προσώπου σε βάρος του οποίου επιβλήθηκε η κύρωση ή το μέτρο, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 του ίδιου Κανονισμού. Σε περίπτωση προσβολής της απόφασης ενώπιον εθνικής δικαστικής ή άλλης αρχής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, αναρτούν επίσης αμέσως στο δικτυακό τους τόπο τις πληροφορίες αυτές και τυχόν επακόλουθες πληροφορίες που αφορούν την έκβαση της σχετικής διαδικασίας καθώς και κάθε απόφαση που ακυρώνει απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή διοικητικού μέτρου.
Άρθρο 103
Ένδικα βοηθήματα σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κανονισμού (EE) 2015/2365
Οι αποφάσεις για τις διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (EE) 2015/2365, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ" εξουσιοδότησή του, είναι επαρκώς αιτιολογημένες και υπόκεινται, κατά περίπτωση, σε αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 3371/2005 για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με το άρθρο 64 του ν. 4261/2014 για την Τράπεζα της Ελλάδος.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 104 Τροποποίηση του ν. 4209/2013
(Άρθρο 92 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Μετά την υποπερίπτ. στστ' της περίπτ. ιη' της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 προστίθεται υποπερίπτ. ζζ' ως εξής:
«ζζ) το κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο ένας ΔΟΕΕ της EE παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 6,».
2. Ο τίτλος και οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 33 του ν. 4209/2013 τροποποιούνται ως εξής:
«Άρθρο 33
Προϋποθέσεις για τη διαχείριση ΟΕΕ της EE εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη και για την
παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη (Άρθρο 33 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ)
1. Η ΑΕΔΟΕΕ μπορεί, χωρίς εγκατάσταση ή μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος:
α) να διαχειρίζεται ΟΕΕ της EE εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, με την προϋπόθεση ότι η ΑΕΔΟΕΕ έχει λάβει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια για τη διαχείριση του συγκεκριμένου τύπου ΟΕΕ,
β) να παρέχει σε άλλο κράτος μέλος τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 6 για τις οποίες έχει λάβει άδεια.
2. Η ΑΕΔΟΕΕ που προτίθεται να αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες και να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παρ. 1 κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να διαχειριστεί ΟΕΕ χωρίς εγκατάσταση ή με ίδρυση υποκαταστήματος ή να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 6,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι υπηρεσίες τις οποίες σκοπεύει να παρέχει και στο οποίο προσδιορίζονται οι ΟΕΕ τους οποίους σκοπεύει να διαχειρίζεται.»
Άρθρο 105 Τροποποίηση του ν. 2166/1993
Η παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 2166/1993 (Α' 137) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Τα επιβαλλόμενα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πρόστιμα αποτελούν δημόσια έσοδα και περιέρχονται στο Δημόσιο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για τη διαδικασία είσπραξης αυτών. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται και η διαδικασία μείωσης των προβλεπόμενων στην παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 3943/2011 (Α" 66) προστίμων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.»
Άρθρο 106 Τροποποίηση του ν. 2778/1999
1. Οι περιπτ. β' έως δ' της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 2778/1999 (Α*295) όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
«β) δικαιώματα επιφανείας της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3986/2011, όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και μακροχρόνιες (διάρκειας κατ' ελάχιστον 20 ετών) μισθώσεις και/ή παραχωρήσεις χρήσης ή εμπορικής εκμετάλλευσης ακινήτων των περιπτώσεων α' και β' της παρ. 2, όπως εκτάσεων για ανέγερση ξενοδοχειακών και εν γένει τουριστικού ενδιαφέροντος εγκαταστάσεων, μαρινών ελλιμενισμού, εκτάσεων δυναμένων να υπαχθούν σε προνομιακό ή ιδιαίτερο καθεστώς δόμησης και οικιστικής ανάπτυξης, εκτάσεων ιδιαίτερου φυσικού κάλλους των οποίων η αξιοποίηση είναι επιτρεπτή υπό ιδιαίτερους όρους, εμπορικών ακινήτων, βιομηχανικών ακινήτων, ή/και
γ) απαιτήσεις προς απόκτηση ακίνητης περιουσίας, καθώς και δικαιωμάτων, μετοχών ή μεριδίων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια της παρ. 2 και της παρούσας παραγράφου βάσει συμβολαιογραφικών προσυμφώνων ή συμβατικών κειμένων αντιστοίχου τύπου ως προς τη δεσμευτικότητα των μερών ανάλογα με το εφαρμοστέο δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμβατικώς διασφαλισθεί: αα) το μέγιστο τίμημά τους,
ββ) ο μέγιστος χρόνος κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου, ο οποίος δύναται να παρατείνεται με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, κατόπιν εισήγησης της Επενδυτικής Επιτροπής,
γγ) η προκαταβολή τιμήματος η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού τιμήματος εφάπαξ ή με τμηματικές καταβολές και υπό την προϋπόθεση ότι η αξία του ακινήτου κατά την ημερομηνία καταβολής της προκαταβολής όπως αυτή προσδιορίζεται από τον τακτικό ανεξάρτητο εκτιμητή της παρ. 7, είναι τουλάχιστον ίση με το σύνολο της δοθείσας ως το χρονικό αυτό σημείο προκαταβολής
δδ) η ποινική ρήτρα του πωλητή, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) της προκαταβολής ή η λήψη από τον πωλητή εμπράγματων ή/και ενοχικών εξασφαλίσεων για το ίδιο ως ανωτέρω ποσοστό.
Ειδικά, προκειμένου περί ακινήτων της περίπτωσης β' της παρ. 2, ο χρόνος έναρξης των εργασιών δεν μπορεί να απέχει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους από την κατάρτιση του προσυμφώνου. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να παραταθεί για άλλους δώδεκα (12) μήνες με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ, κατόπιν εισήγησης της Επενδυτικής Επιτροπής, ή/και
δ) τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών ή μεριδίων εταιρείας εξαιρουμένων των προσωπικών εταιρειών, με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο σε ακίνητη περιουσία ή/και δικαιώματα ή/και απαιτήσεις ακίνητης περιουσίας κατά την έννοια των παρ. 2 και των περιπτώσεων α' και β' και γ' της παρούσας παραγράφου, ή εταιρείας χαρτοφυλακίου ή/και».
2. Η περιπτ. στ) της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 2778/1999, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«στ) τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) των μετοχών ή μεριδίων εταιρείας ή οργανισμού της περιπτ. ζ', εξαιρουμένων των προσωπικών εταιρειών, εφόσον:
αα) σκοπός της εταιρείας ή του οργανισμού είναι η απόκτηση, διαχείριση και εκμετάλλευση ακινήτων και παροχής υπηρεσιών άμεσα συνδεδεμένων και συναφών με τη χρήση, λειτουργία και εκμετάλλευση των ακινήτων αυτών, περιλαμβανομένης της διενέργειας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 22, και
ββ) σκοπός της συμμετοχής της ΑΕΕΑΠ στο κεφάλαιο της εταιρείας ή του οργανισμού είναι η εφαρμογή κοινής επιχειρηματικής στρατηγικής ή στρατηγικών για την ανάπτυξη ακινήτου ή ακινήτων ελάχιστης αξίας τουλάχιστον δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, σύμφωνα με επενδυτικό πρόγραμμα, που καταρτίζεται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ή το αντίστοιχο διοικητικό όργανο σε περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρείας άλλης χώρας ή οργανισμού, για το οποίο λαμβάνει γνώση το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕΑΑΠ και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το εν λόγω επενδυτικό πρόγραμμα, μαζί με έκθεση προόδου αυτού, εγκρίνεται ετησίως από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας ή το αντίστοιχο όργανο σε περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρείας άλλης χώρας ή οργανισμού και η σχετική έκθεση προόδου τίθεται υπόψη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ, που τοποθετείται σχετικώς και αξιολογεί την πρόοδο του προγράμματος. Η σχετική έκθεση αξιολόγησης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ υποβάλλεται από την ΑΕΕΑΠ στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Σε περίπτωση που η ΑΕΕΑΠ δεν ελέγχει την εταιρεία, η ΑΕΕΑΠ μετέχει με τουλάχιστον ένα μέλος με δικαίωμα ψήφου στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αυτής ή στο αντίστοιχο διοικητικό όργανο σε περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρείας άλλης χώρας ή οργάνου».
3. Η παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 2778/1999, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι επενδύσεις της εταιρείας φυλάσσονται κατά την έννοια του ν. 4209/2013 σε πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο οργανισμό που εκ του νόμου μπορεί να παρέχει υπηρεσίες θεματοφύλακα, που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Σε περίπτωση κινητών αξιών άλλης χώρας προσκομίζεται στο θεματοφύλακα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας έκδοσής τους, σχετικό αποδεικτικό φύλαξής τους ή στην περίπτωση που δεν απαιτείται η έκδοση φυσικών τίτλων, αποδεικτικό από αρμόδια αρχή που πιστοποιεί την ιδιοκτησία των τίτλων από ΑΕΕΑΠ.»
Άρθρο 107 Τροποποίηση του ν. 4335/2015
Η περίπτ. β' της παρ. 1 του άρθρου 122 του Κεφαλαίου Κ του άρθρου 2 «Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση οδηγίας 2014/59/ΕΕ, EE L 173) και άλλες διατάξεις» του ν. 4335/2015 (Α* 87) αντικαθίσταται, ως εξής:
«β. Τον Προϊστάμενο μιας εκ των Διευθύνσεων Φορέων, Διεθνών Σχέσεων ή Μελετών που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.».
Άρθρο 108 Τροποποίηση του ν. 3461/2006
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3461/2006 (Α* 106) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Κάθε πρόσωπο, το οποίο αποκτά καθ' οιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, κινητές αξίες και, λόγω της απόκτησης αυτής το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει το πρόσωπο αυτό, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, υπερβαίνει το όριο του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας υποχρεούται, εντός είκοσι (20) ημερών και, σε περίπτωση υποχρέωσης υποβολής έκθεσης αποτίμησης σύμφωνα με τις παρ. 6 και 7 του άρθρου 9, εντός τριάντα (30) ημερών από την απόκτηση αυτή, να απευθύνει υποχρεωτική δημόσια πρόταση για το σύνολο των κινητών αξιών της υπό εξαγορά εταιρείας καταβάλλοντος δίκαιο και εύλογο αντάλλαγμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 9.»
2. Στο άρθρο 9 του ν. 3461/2006 προστίθενται παρ. 6 και 7 ως εξής:
«6. Εφόσον συντρέχει μία τουλάχιστον από τις κάτωθι αναφερόμενες περιπτώσεις το εύλογο και δίκαιο αντάλλαγμα της παρ. 1 του άρθρου 7 , όπως προσδιορίζεται κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται της τιμής ανά κινητή αξία, όπως αυτή προκύπτει από αποτίμηση των κινητών αξιών που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης επιλέγεται δε η μεγαλύτερη τιμή μεταξύ της τιμής που προσδιορίζεται κατά την παρ. 4 και της τιμής που προσδιορίζεται στην αποτίμηση, η οποία διενεργείται με επιμέλεια του προτείνοντος σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην επόμενη παράγραφο:
α) Εφόσον έχουν επιβληθεί κυρώσεις από το Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για χειραγώγηση επί των κινητών αξιών που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης και η χειραγώγηση έλαβε χώρα εντός του χρονικού διαστήματος δεκαοκτώ (18) μηνών που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλει δημόσια πρόταση.
β) Επί των κινητών αξιών, που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης έχουν διενεργηθεί συναλλαγές σε λιγότερες από τα 3/5 των ημερών λειτουργίας της οικείας αγοράς ή οι συναλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί δεν υπερβαίνουν το 10% του συνόλου των κινητών αξιών της υπό εξαγοράς εταιρείας κατά τους έξι (6) μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλει δημόσια πρόταση.
γ) Το εύλογο και δίκαιο αντάλλαγμα όπως προσδιορίζεται με τα κριτήρια της παρ. 4, υπολείπεται του 80% της λογιστικής αξίας ανά μετοχή με βάση τα στοιχεία του μέσου όρου των τελευταίων δύο δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων του ν. 3556/2007, σε ενοποιημένη βάση εφόσον καταρτίζονται ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.
Ο προτείνων υποχρεούται να περιλαμβάνει σχετική δήλωση περί της συνδρομής ή μη των ανωτέρω προϋποθέσεων στην έγγραφη ενημέρωσή του προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 10 . Κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία κατά την οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλει δημόσια πρόταση μέχρι την δημοσιοποίηση της αποτίμησης απαγορεύεται στον προτείνοντα να διενεργεί συναλλαγές σε μετοχές της υπό εξαγοράς εταιρείας άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτόν.
7. Η ανωτέρω αποτίμηση διενεργείται από πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΠΕΥ που παρέχει νόμιμα επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος κατά την οικεία νομοθεσία ή από ελεγκτική εταιρεία, μετά από επιλογή του προτείνοντος ο οποίος αναλαμβάνει και το σχετικό κόστος. Ο διενεργών την αποτίμηση πρέπει να είναι εγνωσμένου κύρους να διαθέτει απαραίτητη οργάνωση, στελεχιακό δυναμικό, εμπειρία σε αποτιμήσεις επιχειρήσεων και να είναι ανεξάρτητος από τον προτείνοντα και την υπό εξαγορά εταιρεία και ειδικότερα να μην έχει καμία επαγγελματική σχέση ή συνεργασία τα τελευταία πέντε (5) έτη με τα παραπάνω πρόσωπα, ή με πρόσωπα που ενεργούν συντονισμένα με το υπόχρεο πρόσωπο κατά την έννοια του όρθρου 2 του παρόντος ή που είναι συνδεδεμένα με την υπό εξαγορά εταιρεία. Το Διοικητικό Συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας παρέχει στον αποτιμητή όλα τα αναγκαία οικονομικά στοιχεία.
Για τον προσδιορισμό του εύλογου και δίκαιου ανταλλάγματος η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη διεθνώς αποδεκτά κριτήρια και μεθόδους αποτίμησης που θεωρούνται σχετικές στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η έκθεση αποτίμησης ολοκληρώνεται εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία στην οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος σύμφωνα με το άρθρο 7, υποβάλλεται με μέριμνα του προτείνοντος στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δημοσιοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1.»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν.3461/2006 αντικαθίσταται ως εξής :
«Σε κάθε περίπτωση, η καταβολή μετρητών προβλέπεται ως εναλλακτική δυνατότητα κατ' επιλογή του αποδέκτη, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των παρ. 4, 6 και 7 του άρθρου 9 .».
4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις δημόσιες προτάσεις που έχουν ανακοινωθεί με τις διατάξεις του ν.3461/2006 πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Άρθρο 109 Τροποποίηση του ν. 2533/1997
1. Η παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες νοούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες των περιπτ. 1) έως 4) και 6) έως 7) του Τμήματος Α του Παραρτήματος I του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και η παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτ. 1) του Τμήματος Β του Παραρτήματος I του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ που παρέχονται σε χρηματοπιστωτικά μέσα του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.»
2. Η περίπτ. α) της παρ. 2 του άρθρου 71 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«(α) σε 150.000 ευρώ για τις Ε.Π.Ε.Υ., τις Α.Ε.Δ.Α.Κ. και τις εξωτερικές Α.Ε.Δ.Ο.Ε.Ε. του ν.4209/2013, που έχουν λάβει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια παροχής των υπηρεσιών της παρ. 4 του άρθρου 6 ν. 4209/2013».
3. Οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Σε περίπτωση ανάκλησης εν όλω ή εν μέρει της άδειας λειτουργίας του Μέλους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 53 ν. 4370/2016, ή οριστικής διακοπής της λειτουργίας του υποκαταστήματος του στην Ελλάδα, εφόσον πρόκειται για Μέλος με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συνεγγυητικό με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, προσδιορίζει, αμέσως μετά από τη σχετική ενημέρωσή του από τα όργανα του Μέλους το ποσό επιστροφής κεφαλαίου το οποίο αναλογεί στο Μέλος. Το ποσό επιστροφής που κατατίθεται σε ειδικό και εκτός του κεφαλαίου του Συνεγγυητικού τραπεζικό λογαριασμό, ισούται προς τη διαφορά του συνόλου των εισφορών που έχουν καταβληθεί από το Μέλος στο Συνεγγυητικό πλέον της αναλογίας τυχόν υφισταμένων προς διανομή μερισμάτων, μείον το σύνολο των αποζημιώσεων προς επενδυτές - πελάτες του Μέλους που κατέβαλε το Συνεγγυητικό και των ποσών που αναλογούν στο Μέλος από καταβληθείσες ήδη αποζημιώσεις σε επενδυτές για μέλη του που περιήλθαν σε αδυναμία κατά τις διατάξεις του άρθρου 65 και στα οποία ποσά συμπεριλαμβάνονται και τα πάσης φύσης έξοδα και αμοιβές που καταβλήθηκαν και συνδέονται άμεσα με τις παραπάνω αποζημιώσεις. Με αιτιολογημένη απόφαση του Δ.Σ. του Συνεγγυητικού, από το ποσό επιστροφής παρακρατείται ποσό που ισούται με το ποσοστό που αντιστοιχεί στην αναλογία του Μέλους στις απαιτήσεις εντολέων συμμετεχόντων στο Συνεγγυητικό Μελών, που τυχόν έχουν περιέλθει σε αδυναμία και βασίζονται σε καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί μέχρι το χρόνο αποχώρησής του. Το ποσό αυτό κατατίθεται σε ειδικό και εκτός του κεφαλαίου του Συνεγγυητικού τραπεζικό λογαριασμό και αποδίδεται στο Μέλος μείον οποιοδήποτε μέρος του χρησιμοποιηθεί γιο την ικανοποίηση υποχρεώσεων του Μέλους προς το Συνεγγυητικό, κατά τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, τον πρώτο ημερολογιακό μήνα μετά την πάροδο έξι μηνών από την αμετάκλητη οριστικοποίηση και καταβολή των παραπάνω απαιτήσεων. Το ποσό επιστροφής, μείον το ποσό παρακράτησης, σύμφωνα με τα παραπάνω, καταβάλλεται στο Μέλος τον πρώτο ημερολογιακό μήνα μετά την πάροδο έξι μηνών, από την ενημέρωση του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
5. Σε περίπτωση που η αριθμητική αξία του ποσού επιστροφής, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 4, είναι αρνητικός αριθμός τότε το Συνεγγυητικό θα έχει απαίτηση κατά του Μέλους για τη διαφορά».
Άρθρο 110 Τροποποίηση του ν. 2789/2000
1. Μετά την παρ. ιη' του άρθρου 1 του ν. 2789/2000 (Α' 21), όπως ισχύει, προστίθενται παρ. ιθ' και κ ως εξής: «ιθ. TARGETC-Securities (T2S): η υπηρεσία διακανονισμού συναλλαγών επί τίτλων σε χρήμα κεντρικής τράπεζας η οποία παρέχεται από το Ευρωσύστημα και προβλέπεται στην Κατευθυντήρια Γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας EE 2012/473 (ΕΚΤ/2012/13).
κ. Σύμβαση-Πλαίσιο T2S: η σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και εκάστου συμμετέχοντος στο T2S αποθετηρίου, όπως αυτό ορίζεται στο στοιχείο 1 του άρθρου 2 της Κατευθυντήριας Γραμμής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας EE 2012/473 (ΕΚΤ/2012/13), συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της κατά την έννοια του στοιχ. 5 του άρθρου 2 της εν λόγω Κατευθυντήριας Γραμμής.»
2. Στο όρθρο 5 του ν. 2789/2000 προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Διαχειριστής Ημεδαπού Συστήματος που συμμετέχει στο TARGET2-Securities ειδοποιεί αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας Συμμετέχοντος σε Σύστημα, εφόσον λάβει σχετική ειδοποίηση μέσω του TARGET2-Securities και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο πλαίσιο λειτουργίας του TARGET2-Securities (T2S), περιλαμβανομένης της Σύμβασης- Πλαισίου T2S.»
3. Στο άρθρο 6 του ν. 2789/2000 προστίθενται παρ. 4 και 5 ως εξής:
«4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ειδοποιεί αμελλητί το Διαχειριστή των λοιπών Ημεδαπών Συστημάτων όταν λαμβάνει ενημέρωση για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας Συμμετέχοντος σε αυτά σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 5.
5. Διαχειριστής Ημεδαπού Συστήματος παύει να εισάγει στο Σύστημα Εντολές μεταβίβασης προς διακανονισμό για Συμμετέχοντα στο Σύστημα ως προς τον οποίο έχει ειδοποιηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την παρ. 3 για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητος. Ο Διαχειριστής Ημεδαπού Συστήματος που παρείχε ενημέρωση σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 5 παύει να εισάγει στο Σύστημα που διαχειρίζεται Εντολές μεταβίβασης προς διακανονισμό για τον εν λόγω Συμμετέχοντα, αμέσως μόλις λάβει την σχετική ειδοποίηση μέσω του TARGET2-Securities και χωρίς να περιμένει περαιτέρω ειδοποίηση από την Τράπεζα της Ελλάδος. Την υποχρέωση μη εισαγωγής Εντολών μεταβίβασης προς διακανονισμό για Συμμετέχοντα σε Σύστημα υπέχουν και οι διαχειριστές των λοιπών Ημεδαπών Συστημάτων, αμέσως μόλις λάβουν από την Τράπεζα της Ελλάδος την ενημέρωση της παρ. 4.»
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Άρθρο 111
Τροποποίηση του ν. 2859/2000 και του ν. 4211/2013
1. Η περιπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 2859/2000 «Κώδικας ΦΠΑ» (Α" 248) αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Η παράδοση και η εισαγωγή πλοίων που εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες:
αα) πλοία που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στην ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης και τα οποία εκτελούν μεταφορά επιβατών με κόμιστρο ή με τα οποία ασκείται εμπορική, βιομηχανική ή αλιευτική δραστηριότητα,
ββ) πλοία παράκτιας αλιείας
γγ) πλοία που προορίζονται για διάλυση,
δδ) πολεμικά πλοία και πλοία του Δημοσίου,
εε) ναυαγοσωστικά και άλλα πλοία επιθαλάσσιας αρωγής.
Εξαιρούνται τα πλοία ιδιωτικής χρήσης που προορίζονται για αναψυχή ή αθλητισμό.
Απαλλάσσονται επίσης η παράδοση και εισαγωγή αντικειμένων και υλικών, εφόσον προορίζονται να ενσωματωθούν ή να χρησιμοποιηθούν στα πλοία και πλωτά μέσα της περίπτωσης αυτής.
Για την εφαρμογή της απαλλαγής της υποπερίπτωσης αα), ως πλοία που προορίζονται για την ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης θεωρούνται τα πλοία που πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) έχουν ναυπηγηθεί για την ανοικτή θάλασσα ήτοι στα οποία το μέγιστο εξωτερικό μήκος του κύτους είναι ίσο ή ανώτερο των 12 μέτρων και τα οποία υπάγονται στις δασμολογικές διακρίσεις 8901 10 10, 8901 20 10, 8901 30 10, 8901 90 10, 8902 00 10, 8903 91 10, 8903 92 10, 8904 00 91 και 8906 90 10 του Κοινού Δασμολογίου της Ε.Ε [καν. (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, όπως ισχύει] και
(ii) διενεργούν δραστηριότητα κυρίως στην ανοικτή θάλασσα.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της ανωτέρω υποπερίπτ. (ii).»
2. Η περίπτ. ια'της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 2859/2000 καταργείται.
3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.1.2018.
Άρθρο 112 Τροποποίηση του ν. 2948/2001
1. Η υποπερίπτ. στ', της περίπτ. Α" της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2948/2001 (Α' 242), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«στ) Ειδικά, τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των ιδιωτικής χρήσης επιβατικών οχημάτων που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά σε χώρα της ΕΕ/ΕΟΧ και τελούν στο ανασταλτικό τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, όπως ισχύει, υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα αυτών, όπως ορίζεται από τις διατάξεις της υποπερίπτ. α'. Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζονται τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των ιδιωτικής χρήσης επιβατικών οχημάτων που προέρχονται από τρίτες χώρες και τελούν στο ανασταλτικό τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, λαμβάνοντας όμως ως κριτήριο για την κατάταξη στον ανάλογο πίνακα, την ημερομηνία υπαγωγής του οχήματος στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής στην Ελλάδα. Οι κάτοχοι - δικαιούχοι των οχημάτων αυτών, για κάθε μήνα ή τμήμα μηνός πέραν του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο προβλέπεται απαλλαγή, υποχρεούνται να καταβάλουν το 1/12 των οριζομένων ως ανωτέρω τελών κυκλοφορίας.»
2. Η παρ. 1 ισχύει για τα τέλη κυκλοφορίας έτους 2017 και επόμενων.
Άρθρο 113 Τροποποίηση του ν. 2960/2001
1. Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 132 του ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Α' 26! όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα επιβατικά αυτοκίνητα που έχουν παραληφθεί με απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης με βάση τις διατάξ που ισχύουν για τα άτομα με αναπηρίες και συνεπεία θανάτου αυτών περιέρχονται στους νόμιμους κληρονόμο τους τακτοποιούνται τελωνειακά από την Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από τ ημερομηνία θανάτου του δικαιούχου προσώπου.»
2. Στην παρ. 7 του άρθρου 132 του ν. 2960/2001 προστίθεται πέμπτο εδάφιο ως εξής: «Σε περίπτωση υποβολής αιτημάτων τακτοποίησης - αποδέσμευσης αναπηρικών αυτοκινήτων από το κληρονόμους των αποθανόντων δικαιούχων μετά την πάροδο της διετίας, η εν λόγω τακτοποίηση-αποδέσμευση πραγματοποιείται από την Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής μετά την επιβολή από την αρμόδια τελωνειακή αρ του προβλεπόμενου από την παρ. 2 του άρθρου 147 προστίμου, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορί διατάξεων.»
3. Η παρ. 15 του άρθρου 132 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντ άρθρου.»
Άρθρο 114 Τροποποίηση του ν. 4152/2013
Στο πρώτο εδάφιο της περιπτ. 1 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α'107) μετά τη φράση «κατόπιν αίτησης των οφειλετών» προστίθεται η φράση «πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής αυτών».
Άρθρο 115
Τροποποίηση του ν. 4303/2014 και του διατάγματος της 5.5.1928
1. Η υποπαρ. 3 της παρ. 1 του άρθρου έκτου του ν. 4303/2014 (Α' 231) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Επιτρέπεται η παραγωγή ξυδιού από περισσότερες της μίας πρώτες ύλες και η ανάμιξη ξυδιών των κατηγοριών που περιλαμβάνονται στις περιπτ. α' έως ζ' της προηγουμένης υποπαρ. 2.
Προκειμένου για την αιθυλική αλκοόλη και για σκοπούς ελέγχου της νόμιμης χρήσης αυτής σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 2960/2001, με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις οι περιορισμοί, οι διαδικασίες και οι διατυπώσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η ανάμιξή της με άλλη πρώτη ύλη με σκοπό την εν συνεχεία οξοποίησή της ως και η ανάμιξη του ξυδιού από αλκοόλη με ξύδια των υπολοίπων, κατά τα ανωτέρω, κατηγοριών».
2. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 του διατάγματος της 5.5.1928 (Α' 87), η φράση «ένα μήνα προ της 1 Απριλίου εκάστου έτους» αντικαθίσταται με τη φράση «ένα μήνα προ της 1ης Ιανουαρίου εκάστου έτους».
3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 1 του διατάγματος της 5.5.1928 αντικαθίσταται ως εξής: «Η χορηγηθείσα άδεια ισχύει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους».
Άρθρο 116 Τροποποίηση του ν. 4174/2013
1. Η παρ. 12 του άρθρου 72 (πρώην 66) του ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας» (Α'170) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 ισχύουν από 01.01.2020. Μέχρι και την 31.12.2019, κατά την εκάστοτε καταβολή φόρου, εισπράττονται υποχρεωτικό επί του καταβαλλόμενου ποσού, οι αναλογούντες τόκοι και πρόστιμο λόγω εκπρόθεσμης καταβολής.»
2. Η παρ. 15 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Μέχρι και την 31.12.2019 ο τόκος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 53 υπολογίζεται σε μηνιαία βάση κατά την είσπραξη για ολόκληρο το μήνα.»
Άρθρο 117 Τροποποίηση του ν. 4224/2013
1. Η παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4224/2013 (Α' 288) αντικαθίσταται ως εξής:
«Μέχρι και την 31.12.2019 ο τόκος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 6, όπως αυτό αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, υπολογίζεται μηνιαία κατά την είσπραξη για ολόκληρο το μήνα.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4224/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974, όπως αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2020.»
Άρθρο 118
Κατάργηση της Επιτροπής της παρ. 6 του όρθρου 16 του ν. 2873/2000
1. Η Επιτροπή που συστάθηκε με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 16 του ν. 2873/2000 (Α* 285) για την αξιολόγηση των καταγγελιών που υποβάλλονται σε βάρος των Υπηρεσιών και των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία με τις διατάξεις της παρ. 19 του άρθρου 55 του ν. 4002/2011 (Α' 180) υπήχθη στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης της οποίας η λειτουργία έπαυσε από 30.06.2014 με τη διάταξη της περίπτ. α της υποπαρ. 3 της παρ. Ε του όρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α' 85), καταργείται.
2. Ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός της ως άνω Επιτροπής μετά την κατάργησή της καταγράφεται και περιέρχεται στο Αυτοτελές Τμήμα Γ' Διαχείρισης Πληροφοριακών Συστημάτων και Στρατηγικής της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων (Δ.ΕΣ.ΥΠ.), της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).
3. Το αρχείο περαιωμένων υποθέσεων - καταγγελιών και οι εκκρεμείς υποθέσεις - καταγγελίες ενώπιον της ως άνω Επιτροπής μετά την κατάργησή της καταγράφονται και μεταφέρονται στο ανωτέρω Τμήμα, από το οποίο αξιολογούνται και επιμερίζονται, κατά λόγο αντικειμένου ή περιεχομένου τους και, εφόσον δεν σχετίζονται με τις αρμοδιότητες της Α.Α.Δ.Ε., διαβιβάζονται στις καθ' ύλη αρμόδιες Υπηρεσίες για εξέταση.
Άρθρο 119 Τροποποίηση του ν. 4270/2014
1. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 75 του ν. 4270/2014 (Α' 143) καταργείται.
2. Η παρ. 5 του άρθρου 75 του ν. 4270/2014όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ο Υπουργός Οικονομικών υποβάλλει ετησίως Έκθεση επί των φορολογικών δαπανών, η οποία συνοδεύει τον Κρατικό Προϋπολογισμό και περιλαμβάνει τα εξής:
α) την καταγραφή των φορολογικών δαπανών, οι οποίες έχουν θεσπιστεί μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του εκάστοτε τρέχοντος έτους
β) την ομαδοποίησή τους ανά κατηγορία φορολογίας και ομάδα δικαιούχων, γ) την κατανομή τους σε τομείς πολιτικής
δ) τη δικαιολογητική τους βάση και τη χρονική διάρκεια ισχύος τους, ε) τον αριθμό των ωφελούμενων,
στ) τον προσδιορισμό του κόστους των φορολογικών δαπανών με βάση την απώλεια φορολογικών εσόδων που προκύπτει κατά το προηγούμενο έτος.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να τροποποιηθεί η ανωτέρω Έκθεση κατά τη δομή και το περιεχόμενο της και να ρυθμιστεί κάθε αναγκαία σχετική λεπτομέρεια.»
3. Η παρ. 27 του άρθρου 34 του ν. 4484/2017 (Α' 110) καταργείται.
Άρθρο 120
Τροποποίηση του ν. 4369/2016 και του ν. 3086/2002
1. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4369/2016 (Α' 33) αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τις Ανεξάρτητες Αρχές και το διοικητικό προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης συγκροτείται από τα τακτικά μη αιρετά μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου αυτών με την υποχρεωτική συμμετοχή ενός προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης προερχόμενου από άλλο φορέα, κατόπιν επιλογής σύμφωνα με τη διαδικασία του πέμπτου εδαφίου της παρ. 1.»
2. Η παρ. 1 του άρθρου 23 Α του ν. 3086/2002 (Α' 324), όπως προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 4170/2013 (Α' 163) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 4438/2016 (Α' 220) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. α) Δαπάνες που αφορούν αμοιβές και έξοδα φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, κατόπιν σχετικών εντολών λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως ιδίως δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, μεταφραστών, πραγματογνωμόνων και συμβολαιογράφων, δαπάνες για δημοσιεύσεις στον τύπο και μετακινήσεις μελών του Ν.Σ.Κ. και γενικότερα δαπάνες που σχετίζονται με ενέργειες ενώπιον ημεδαπών δικαστηρίων υπάγονται στην παρ. 4 του άρθρου 9 του π.δ. 80/2016 (Α' 145) και βαρύνουν τους αντίστοιχους Κ.Α.Ε. του προϋπολογισμού του Ν.Σ.Κ., του εκάστοτε οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκκαθαρίζονται. Δαπάνες που έχουν εκκαθαριστεί μέχρι σήμερα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων του Ν.Σ.Κ. και αφορούν τις ανωτέρω αμοιβές και έξοδα θεωρούνται νόμιμες, β) Τα αναφερόμενα στην ανωτέρω περίπτωση εφαρμόζονται και για δαπάνες όμοιες κατ' αντικείμενο με τις ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένων και των νομικών ή τεχνικών γνωμοδοτήσεων που απαιτούνται στα πλαίσια διεξαγωγής εθνικών ή διεθνών διαιτητικών δικών, οι οποίες βαρύνουν τους αντίστοιχους ΚΑΕ των προϋπολογισμών των αρμόδιων Υπουργείων ή άλλων Αρχών, του εκάστοτε οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκκαθαρίζονται.»
Άρθρο 121 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από 3.1.2018, εκτός από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 65, της οποίας η ισχύς αρχίζει από 3.1.2019. Οι διατάξεις της παρ. 16 του άρθρου 16, της παρ. 13 του άρθρου 24, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 100 έως 120 αρχίζουν να ισχύουν από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις του.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α
Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες:
1) λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,
2)εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών,
3) διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό,
4) διαχείριση χαρτοφυλακίου,
5) επενδυτικές συμβουλές,
6) αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης,
7) τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης,
8) λειτουργία ΠΜΔ,
9) λειτουργία ΜΟΔ.
ΤΜΗΜΑ Β
Παρεπόμενες υπηρεσίες:
1) φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων ασφαλειών και με εξαίρεση την πρόβλεψη και τήρηση λογαριασμών αξιόγραφων σε ανώτατο επίπεδο (υπηρεσία κεντρικής διατήρησης), όπως αναφέρεται στο σημείο 2 του τμήματος Α του παραρτήματος του Κανονισμού 909/2014,
2) παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η επιχείρηση που παρέχει την πίστωση ή το δάνειο,
3) παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων,
4) υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών,
5) έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα,
6) υπηρεσίες σχετιζόμενες με την αναδοχή,
7) επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες που αναφέρονται στα τμήματα Α και Β του παρόντος παραρτήματος σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτ. 5, 6, 7 και 10 του τμήματος Γ, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.
ΤΜΗΜΑ Γ
Χρηματοπιστωτικά μέσα:
1) κινητές αξίες,
2) μέσα χρηματαγοράς,
3) μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,
4) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, δικαιώματα εκπομπής ή άλλα μέσα παραγώγων, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικό μεγέθη δεκτικά εκκαθάρισης με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα,
5) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης,
6) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορεί να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, με εξαίρεση τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση,
7) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορεί να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στην περιπτ. 6) και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων,
8) παράγωγα μέσα για τη μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου,
9) χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences),
10) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές ναύλους ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές που πρέπει να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορεί να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν τμήμα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΜΟΔ ή ΠΜΔ,
11) δικαιώματα εκπομπής τα οποία περιλαμβάνουν μονάδες οιουδήποτε τύπου που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (Σύστημα εμπορίας εκπομπών).
ΤΜΗΜΑ Δ
Υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων
1) διαχείριση Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.,
2) διαχείριση Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.,
3) διαχείριση Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΟΔΗΓΙΑΣ
Επαγγελματίας πελάτης για τους σκοπούς του παρόντος νόμου είναι ο πελάτης που διαθέτει την εμπειρία, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Για να θεωρηθεί επαγγελματίας, ο πελάτης πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:
I. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΕΛΑΤΩΝ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ
Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, θεωρούνται επαγγελματίες για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα:
1) οι οντότητες που υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ή να υπόκεινται σε ρυθμίσεις για να ασκήσουν δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο κατωτέρω κατάλογος θεωρείται ότι περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ασκούν τις χαρακτηριστικές για τις αναφερόμενες οντότητες δραστηριότητες: οντότητες που έχουν λάβει άδεια από ένα κράτος μέλος κατ' εφαρμογή οδηγίας, οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις κράτους μέλους χωρίς αναφορά σε οδηγία, και οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις τρίτης χώρας:
α) πιστωτικά ιδρύματα,
β) επιχειρήσεις επενδύσεων,
γ) άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις
δ) ασφαλιστικές εταιρείες
ε) οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρείες διαχείρισης τους
στ) συνταξιοδοτικά ταμεία και εταιρείες διαχείρισής τους
ζ) διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων και συναφών παραγώγων,
η) τοπικές επιχειρήσεις
θ) άλλοι θεσμικοί επενδυτές
2) μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν δύο από τα ακόλουθα κριτήρια μεγέθους σε βάση επιμέρους εταιρείας:
— σύνολο ισολογισμού: 20.000.000 ευρώ
— καθαρός κύκλος εργασιών: 40.000.000 ευρώ
— ίδια κεφάλαια: 2.000.000 ευρώ,
3) εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, κεντρικές τράπεζες διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η ΕΤΕ και άλλοι παρόμοιοι διεθνείς οργανισμοί,
4) άλλοι θεσμικοί επενδυτές των οποίων κύρια δραστηριότητα είναι η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηση στοιχείων ενεργητικού ή άλλες χρηματοδοτικές συναλλαγές.
Οι ανωτέρω οντότητες θεωρούνται επαγγελματίες. Πρέπει ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να αντιμετωπιστούν ως μη επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να δεχθούν να τους προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας. Αν ο πελάτης μιας επιχείρησης επενδύσεων είναι μια από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται ανωτέρω, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει, πριν του παράσχει υπηρεσίες να τον ενημερώσει ότι θεωρείται, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει η επιχείρηση επενδύσεων, επαγγελματίας πελάτης και ότι έτσι θα αντιμετωπιστεί, εκτός αν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πελάτης συμφωνήσουν διαφορετικά. Η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει επίσης να ενημερώσει τον πελάτη ότι μπορεί να ζητήσει τη μεταβολή των όρων της σύμβασης για να τύχει υψηλότερης προστασίας.
Ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας πρέπει να ζητήσει ο ίδιος υψηλότερο επίπεδο προστασίας αν θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί σωστά τους κινδύνους που αναλαμβάνει.
Το υψηλότερο επίπεδο προστασίας θα παρέχεται όταν ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας συνάπτει γραπτή συμφωνία με την επιχείρηση επενδύσεων ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων δεοντολογίας της επιχείρησης επενδύσεων. Η εν λόγω συμφωνία διευκρινίζει αν αυτό ισχύει για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες υπηρεσίες ή συναλλαγές ή για ένα ή περισσότερα είδη προϊόντων ή συναλλαγών.
II. ΠΕΛΑΤΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΑΠΉΣΗ ΤΟΥΣ
II. 1. Κριτήρια κατηγοριοποίησης
Μπορεί επίσης να επιτραπεί σε πελάτες, εκτός εκείνων που αναφέρονται στο τμήμα I, περιλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, των δήμων και των μεμονωμένων ιδιωτών επενδυτών, να παραιτηθούν από μέρος της προστασίας που τους παρέχουν οι κανόνες δεοντολογίας των επιχειρήσεων επενδύσεων.
Επιτρέπεται συνεπώς στις επιχειρήσεις επενδύσεων να αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε από τους ανωτέρω πελάτες ως επαγγελματία, εφόσον τηρούνται τα κριτήρια και οι διαδικασίες που αναφέρονται κατωτέρω. Οι εν λόγω πελάτες δεν θεωρείται ωστόσο ότι έχουν γνώση της αγοράς και πείρα συγκρίσιμη με εκείνη των πελατών που απαριθμώνται στην ενότητα I.
Η παραίτηση από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας θεωρείται ότι ισχύει μόνο αν μια κατάλληλη αξιολόγηση της εξειδίκευσης, της εμπειρίας και των γνώσεων του πελάτη επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να πειστεί σε εύλογο βαθμό ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύνους που αυτές ενέχουν.
Τα τεστ καταλληλότητας που εφαρμόζονται στους διαχειριστές και τους διευθυντές οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των οδηγιών για τον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορεί να θεωρηθούν παράδειγμα τέτοιας αξιολόγησης εμπειρίας και γνώσεων. Στην περίπτωση μικρής οντότητας το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αξιολόγησης είναι το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό της.
Κατά την εν λόγω αξιολόγηση πληρούνται δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:
—ο πελάτης πραγματοποίησε κατά μέσο όρο 10 συναλλαγές επαρκούς όγκου ανά τρίμηνο στη σχετική αγορά στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων,
—η αξία του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη, οριζόμενου ως καταθέσεις μετρητών συν χρηματοπιστωτικά μέσα, υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ,
—ο πελάτης κατέχει ή κατείχε επί ένα έτος τουλάχιστον επαγγελματική θέση στο χρηματοπιστωτικό τομέα, η οποία απαιτεί γνώση των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών. ΙΙ.2. Διαδικασία
Οι εν λόγω πελάτες μπορούν να παραιτηθούν από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας μόνο με την ακόλουθη διαδικασία:
—οι πελάτες γνωστοποιούν γραπτώς στην επιχείρηση επενδύσεων την επιθυμία τους να αντιμετωπιστούν ως πελάτες επαγγελματίες είτε γενικά, είτε για μια συγκεκριμένη επενδυτική υπηρεσία ή συναλλαγή, είτε για ένα είδος συναλλαγών ή προϊόντων,
—η επιχείρηση επενδύσεων τους αποστέλλει γραπτή προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απολέσουν,
—οι πελάτες δηλώνουν γραπτώς σε έγγραφο χωριστό από τη σύμβαση, ότι έχουν επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτών των προστασιών.
Πριν αποφασίσει να δεχθεί την παραίτηση από την προστασία αυτή, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να βεβαιωθεί ότι ο πελάτης που επιθυμεί να αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο τμήμα II. 1.
Ωστόσο, αν οι πελάτες έχουν ήδη ταξινομηθεί ως επαγγελματίες με κριτήρια και διαδικασίες ανάλογα με τα προβλεπόμενα ανωτέρω, δεν υπάρχει πρόθεση οι σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επηρεαστούν από ενδεχόμενους νέους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν παράρτημα. Οι επιχειρήσεις πρέπει να ταξινομούν τους πελάτες με εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες
που έχουν διατυπωθεί εγγράφως. Οι επαγγελματίες πελάτες οφείλουν να γνωστοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την ταξινόμησή τους. Αν η επιχείρηση επενδύσεων διαπιστώσει ότι ένας πελάτης δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων αντιμετωπίστηκε ως επαγγελματίας πελάτης, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κατάλληλα μέτρα.
Πηγή: Taxheaven
15 Dec, 2017