ΔΕΕ- υπόθεση C‑98/15 Συμφωνία-πλαίσιο της UNICE, του CEEP και της CES για την εργασία μερικής απασχολήσεως – Ρήτρα 4 – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Ίση μεταχείριση σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως – Οδηγία 79/7/ΕΟΚ – Άρθρο 4 – Εργαζόμενη κάθετης μερικ

ΔΕΕ- υπόθεση C‑98/15 Συμφωνία-πλαίσιο της UNICE, του CEEP και της CES για την εργασία μερικής απασχολήσεως – Ρήτρα 4 – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Ίση μεταχείριση σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως – Οδηγία 79/7/ΕΟΚ – Άρθρο 4 – Εργαζόμενη κάθετης μερικ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2017

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 97/81/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο της UNICE, του CEEP και της CES για την εργασία μερικής απασχολήσεως – Ρήτρα 4 – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Ίση μεταχείριση σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως – Οδηγία 79/7/ΕΟΚ – Άρθρο 4 – Εργαζόμενη κάθετης μερικής απασχολήσεως – Επίδομα ανεργίας – Εθνική ρύθμιση αποκλείουσα τις μη δεδουλευμένες ημέρες από τις περιόδους καταβολής ασφαλιστικών εισφορών για τον υπολογισμό της διάρκειας καταβολής του επιδόματος ανεργίας»

Στην υπόθεση C‑98/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Social n° 33 de Barcelona (δικαστήριο εργατικών διαφορών αριθ. 33 της Βαρκελώνης, Ισπανία) με απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Φεβρουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

María Begoña Espadas Recio

κατά

Servicio Público de Empleo Estatal (SPEE),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), προεδρεύοντα του τμήματος, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, E. Levits, A. Borg Barthet και M. Berger, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: V. Tourrès, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιουνίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Maria Begoña Espadas Recio, εκπροσωπούμενη από τον A. Calvo Calmache, abogado,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Gavela Llopis και V. Ester Casas, καθώς και από τους L. Banciella Rodríguez‑Miñón και A. Rubio González,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις S. Pardo Quintillán και A. Szmytkowska, καθώς και από τον M. van Beek,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, αφενός, της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), η οποία προσαρτάται στην οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (EE 1998, L 14, σ. 9), και, αφετέρου, του άρθρου 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της María Begoña Espadas Recio και της Servicio Público de Empleo Estatal (δημόσιας υπηρεσίας απασχολήσεως, Ισπανία) (στο εξής: SPEE), σχετικά με τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού της περιόδου καταβολής του επιδόματος ανεργίας στους εργαζομένους κάθετης μερικής απασχολήσεως [κάθετης κατανομής του χρόνου εργασίας που παρέχεται σε συγκεκριμένες μόνον ημέρες της εβδομάδας].

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

«[Ε]κτιμώντας ότι στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνήλθ[ε] στο Έσσεν επισημαίνεται η ανάγκη λήψης μέτρων για την προώθηση της απασχόλησης και των ίσων ευκαιριών για άνδρες και γυναίκες και ζητείται η λήψη μέτρων με στόχο “την αύξηση της πυκνότητας σε απασχόληση της οικονομικής ανάπτυξης, ειδικότερα μέσω μιας πιο ευέλικτης οργάνωσης της εργασίας, που θα πρέπει να ανταποκρίνεται τόσο στις επιθυμίες των εργαζομένων όσο και στις απαιτήσεις του ανταγωνισμού”».

4        Κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της είναι «η εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων μερικής απασχόλησης και η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας με μερική απασχόληση».

5        Κατά τη ρήτρα 2, σημείο 1, η συμφωνία-πλαίσιο «εφαρμόζεται για όλους τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος».

6        Η ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τον «εργαζόμενο με μερική απασχόληση» ως τον εργαζόμενο του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε εβδομαδιαία βάση ή κατά μέσο όρο για περίοδο απασχολήσεως ενός έτους, είναι λιγότερες από τις κανονικές ώρες εργασίας ενός συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση.

7        Η ρήτρα 4, παράγραφοι 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:

«1.      Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για το λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2.      Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.»

8        Η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

«Στα πλαίσια της ρήτρας 1 της παρούσας συμφωνίας και της αρχής της μη διάκρισης μεταξύ εργαζομένων με μερική απασχόληση και εργαζομένων με πλήρη απασχόληση:

α)      τα κράτη μέλη μπορούν, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, να εντοπίζουν, να αντιμετωπίζουν και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφουν εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσης που μπορεί να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας μερικής απασχόλησης».

9        Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 79/7, η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στους εργαζομένους των οποίων η δραστηριότητα έχει διακοπεί λόγω μη ηθελημένης ανεργίας.

10      Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν επίσης τα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά της ανεργίας.

11      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

–        το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

–        την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

–        τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.»

 Το ισπανικό δίκαιο

12      Τα άρθρα 203 έως 234 του Ley General de la Seguridad Social (γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφαλίσεως), όπως εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 1/1994 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1994), της 20ής Ιουνίου 1994 (BOE αριθ. 154, της 29ης Ιουνίου 1994, σ. 20658) (στο εξής: LGSS), ρυθμίζουν τα της προστασίας των ανέργων.

13      Σύμφωνα με το άρθρο 204, παράγραφος 1, του LGSS, η προστασία έναντι της ανεργίας διαρθρώνεται σε ανταποδοτικό επίπεδο και σε επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας, αμφότερα δημοσίου και υποχρεωτικού χαρακτήρα. Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά το ανταποδοτικό επίπεδο.

14      Το άρθρο 204, παράγραφος 2, του LGSS καθορίζει το ανταποδοτικό επίπεδο ως «[έχον] αντικείμενο τη χορήγηση παροχών που υποκαθιστούν τις προσόδους από μισθωτή εργασία οι οποίες έπαψαν να λαμβάνονται συνεπεία απώλειας της προηγούμενης εργασίας ή μειώσεως του ωραρίου».

15      Όσον αφορά τη διάρκεια καταβολής του επιδόματος ανεργίας ανταποδοτικού χαρακτήρα, το άρθρο 210, παράγραφος 1, του LGSS έχει ως εξής:

«Η διάρκεια καταβολής του επιδόματος ανεργίας τελεί σε συνάρτηση προς τις περιόδους απασχολήσεως για τις οποίες καταβλήθηκαν εισφορές κατά τα έξι χρόνια που προηγούνται της έννομης καταστάσεως ανεργίας ή του χρονικού σημείου λήξεως της υποχρεώσεως ασφαλίσεως, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

Περίοδος ασφαλίσεως (σε ημέρες)/Περίοδος παροχής (σε ημέρες)

Από 360 έως 539: 120

Από 540 έως 719: 180

Από 720 έως 899: 240

Από 900 έως 1 079: 300

Από 1 080 έως 1 259: 360

Από 1 260 έως 1 439: 420

Από 1 440 έως 1 619: 480

Από 1 620 έως 1 799: 540

Από 1 800 έως 1 979: 600

Από 1 980 έως 2 159: 660

Από 2 160: 720».

16      Όσον αφορά τους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως, οι νομοθετικές διατάξεις θεσπίστηκαν με το Real Decreto 625/1985 por el que se desarrolla la Ley 31/1984, de 2 de agosto, de Protección por Desempleo (βασιλικό διάταγμα 625/1985 περί εφαρμογής του νόμου 31/1984, της 2ας Αυγούστου 1985, περί της προστασίας των ανέργων), της 2ας Απριλίου 1985 (BOE αριθ. 109, της 7ης Μαΐου 1985, σ. 12699, στο εξής: ΒΔ 625/1985).

17      Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του ΒΔ 625/1985 ορίζει ότι, όταν οι καταβληθείσες εισφορές αντιστοιχούν σε εργασία μερικής απασχολήσεως ή σε εργασία πραγματοποιηθείσα στις περιπτώσεις μειώσεως του ωραρίου, κάθε δεδουλευμένη ημέρα υπολογίζεται ως ημέρα ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας του ωραρίου εργασίας.

 Το ιστορικό της διαφοράς της υποθέσεως κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18      Η Μ. Β. Espadas Recio εργάσθηκε με μερική απασχόληση ως καθαρίστρια αδιαλείπτως από τις 23 Δεκεμβρίου 1999 έως τις 29 Ιουλίου 2013. Το ωράριο εργασίας της είχε κατανεμηθεί ως εξής: δυόμιση ώρες τη Δευτέρα, Τετάρτη και Πέμπτη εκάστης εβδομάδας, και 4 ώρες την πρώτη Παρασκευή εκάστου μήνα.

19      Μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας της, η Μ. Β. Espadas Recio ζήτησε την καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Με την από 30 Σεπτεμβρίου 2013 απόφαση της SPEE, της χορηγήθηκε το επίδομα αυτό για περίοδο 120 ημερών.

20      Θεωρώντας ότι δικαιούνταν του επιδόματος αυτού για περίοδο 720 ημερών και όχι μόνον 120 ημερών, η Μ. Β. Espadas Recio υπέβαλε ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής.

21      Με απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2013, η SPEE χορήγησε στην Μ. Β. Espadas Recio το επίδομα ανεργίας για 420 ημέρες. Για να καταλήξει στην περίοδο των 420 ημερών, η SPEE βασίστηκε στο γεγονός ότι, κατ’ εφαρμογήν του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 210 του LGSS και του άρθρου 3, παράγραφος 4, του ΒΔ 625/1985, σε περίπτωση εργασίας μερικής απασχολήσεως, αν η διάρκεια καταβολής του επιδόματος ανεργίας καθορίζεται σε συνάρτηση προς τις ημέρες καταβολής ασφαλιστικών εισφορών κατά τα έξι προηγούμενα έτη, έπρεπε να ληφθούν υπόψη μόνον οι πράγματι δεδουλευμένες ημέρες, εν προκειμένω 1 387, και όχι το σύνολο των έξι ετών καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.

22      Η Μ. Β. Espadas Recio, θεωρώντας ότι έχει καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές για το σύνολο των έξι τελευταίων ετών, άσκησε αγωγή ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 33 de Barcelona (δικαστήριο εργατικών διαφορών αριθ. 33 της Βαρκελώνης, Ισπανία) αμφισβητώντας την ατομική ανάλυση των περιόδων ασφαλίσεώς της, όπως καταρτίστηκαν από την SPEE.

23      Η αγωγή της Μ. Β. Espadas Recio αφορά την περίοδο καταβολής του επιδόματος ανεργίας που της αναγνώρισε η SPEE. Η Μ. Β. Espadas Recio εκτιμά ότι, δεδομένου ότι εργάσθηκε αδιαλείπτως επί έξι έτη, καταβάλλοντας ασφαλιστικές εισφορές για 30 ή 31 ημέρες μηνιαίως (για σύνολο 2 160 ημερών), δικαιούται την καταβολή επιδόματος ανεργίας για περίοδο 720 ημερών αντί των 420 ημερών που της αναγνωρίστηκαν, ήτοι τα τρία πέμπτα της μέγιστης περιόδου [καταβολής του επιδόματος ανεργίας]. Κατά την άποψή της, ο αποκλεισμός των μη δεδουλευμένων ημερών, για τον υπολογισμό του επιδόματος ανεργίας, καταλήγει σε διαφορετική μεταχείριση εις βάρος των εργαζομένων κάθετης μερικής απασχολήσεως. Η εργασία μερικής απασχολήσεως αποκαλείται «κάθετη» όταν το πρόσωπο που την ασκεί εργάζεται ορισμένες εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και «οριζόντια» όταν το πρόσωπο που την ασκεί εργάζεται όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Εν προκειμένω, το ωράριο εργασίας της Μ. Β. Espadas Recio συγκεντρωνόταν ουσιαστικά σε τρεις ημέρες εβδομαδιαίως.

24      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η ενδιαφερομένη αποδεικνύει ότι έχει καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές κατά τη διάρκεια του συνόλου των έξι τελευταίων ετών πριν από τη λύση της σχέσεως εργασίας της και ότι οι ασφαλιστικές εισφορές, που καταβάλλονταν μηνιαίως, υπολογίστηκαν βάσει του ληφθέντος μισθού ενός πλήρους μήνα (ήτοι 30 ή 31 ημέρες) και όχι βάσει των δεδουλευμένων ωρών ή ημερών. Ωστόσο, το ίδιο αυτό δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στην περίπτωση εργαζομένου κάθετης μερικής απασχολήσεως όπως η ενάγουσα, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση επιτρέπει τον συνυπολογισμό μόνον των δεδουλευμένων ημερών και όχι του συνόλου της περιόδου των έξι ετών καταβολής ασφαλιστικών εισφορών. Επομένως, για τον καθορισμό της περιόδου καταβολής του επιδόματος ανεργίας, δεν λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των ημερών υποχρεωτικής καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.

25      Στην πραγματικότητα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, επιβάλλεται διπλή κύρωση στην κατηγορία αυτή εργαζομένων, δεδομένου ότι η αρχή pro rata temporis εφαρμόζεται δις στην περίπτωση της κάθετης μερικής απασχολήσεως: καταρχάς, ο χαμηλότερος μηνιαίος μισθός λόγω της εργασίας μερικής απασχολήσεως συνεπάγεται την καταβολή αναλογικώς χαμηλότερου επιδόματος ανεργίας και, περαιτέρω, η περίοδος καταβολής του επιδόματος αυτού μειώνεται εφόσον λαμβάνονται υπόψη μόνον οι δεδουλευμένες ημέρες, ενώ η περίοδος καταβολής ασφαλιστικών εισφορών είναι μεγαλύτερη.

26      Αντιθέτως, στους λοιπούς εργαζομένους, οι οποίοι είναι μερικής απασχολήσεως με οριζόντια κατανομή του χρόνου εργασίας (εργασία όλες τις εργάσιμες ημέρες) ή πλήρους απασχολήσεως (ανεξαρτήτως της κατανομής των ωρών εργασίας εβδομαδιαίως), αναγνωρίζεται το δικαίωμα καταβολής του επιδόματος ανεργίας για περίοδο υπολογιζόμενη επί του συνόλου των ημερών καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.

27      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι αποδεδειγμένα η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση θίγει σαφώς μεγαλύτερη αναλογία γυναικών παρά ανδρών.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Social n° 33 de Barcelona (δικαστήριο εργατικών διαφορών αριθ. 33 της Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας η οποία διαμορφώθηκε με την απόφαση [της 10ης Ιουνίου 2010,] Bruno κ.λπ. (C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329), έχει η ρήτρα 4 της [συμφωνίας-πλαισίου] την έννοια ότι έχει εφαρμογή σε ανταποδοτικό επίδομα ανεργίας όπως αυτό του άρθρου 210 του [LGSS], το οποίο χρηματοδοτείται αποκλειστικώς από τις εισφορές που καταβάλλουν ο εργαζόμενος και οι επιχειρήσεις στις οποίες έχει εργαστεί, σε συνάρτηση προς τις περιόδους απασχολήσεως για τις οποίες έχουν καταβληθεί εισφορές κατά τα έξι έτη που προηγούνται της έννομης καταστάσεως της ανεργίας;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας η οποία διαμορφώθηκε με την απόφαση [της 10ης Ιουνίου 2010,] Bruno κ.λπ. (C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329), έχει η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα, ο οποίος, όπως το άρθρο 3, παράγραφος 4, του [ΒΔ 625/1985], στο οποίο παραπέμπει ο κανόνας 4 της παραγράφου 1 της έβδομης συμπληρωματικής διατάξεως του [LGSS] –στις περιπτώσεις “κάθετης” μερικής απασχολήσεως (εργασία τρεις μόνον ημέρες την εβδομάδα)–, για τον υπολογισμό της διάρκειας καταβολής του επιδόματος ανεργίας αποκλείει τις μη δεδουλευμένες ημέρες παρά το ότι έχουν καταβληθεί γι’ αυτές ασφαλιστικές εισφορές, με συνακόλουθη μείωση της διάρκειας καταβολής του επιδόματος ανεργίας;

3)      Έχει η απαγόρευση άμεσης ή έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου του άρθρου 4 της [οδηγίας 79/7] την έννοια ότι εμποδίζει ή αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα, όπως το άρθρο 3, παράγραφος 4, του [ΒΔ 625/1985], ο οποίος, στις περιπτώσεις “κάθετης” μερικής απασχολήσεως (εργασία τρεις μόνον ημέρες την εβδομάδα), δεν συνυπολογίζει τις μη δεδουλευμένες ημέρες ως ημέρες καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, με συνακόλουθη μείωση της διάρκειας καταβολής του επιδόματος ανεργίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

29      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχει εφαρμογή σε ανταποδοτικό επίδομα ανεργίας όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

30      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει, όσον αφορά τους όρους απασχολήσεως, να αντιμετωπίζονται οι εργαζόμενοι μερικής απασχολήσεως με λιγότερο ευνοϊκό τρόπο απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχολήσεως, εκτός αν η διαφορετική μεταχείρισή τους δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Kleinsteuber, C‑354/16, EU:C:2017:539, σκέψη 25).

31      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι από το προοίμιο της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι η εν λόγω συμφωνία αφορά τις «συνθήκες εργασίας των εργαζομένων με μερική απασχόληση, αναγνωρίζοντας ότι θέματα που αφορούν την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών» (απόφαση της 14ης Απριλίου 2015, Cachaldora Fernández, C‑527/13, EU:C:2015:215, σκέψη 36).

32      Το Δικαστήριο διαπίστωσε, αφετέρου, ότι εμπίπτουν στην έννοια των «συνθηκών απασχολήσεως» της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου οι συντάξεις που καταβάλλονται βάσει της σχέσεως εργασίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, αποκλειομένων των συντάξεων που προβλέπει υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, οι οποίες δεν καταβάλλονται στο πλαίσιο της σχέσεως αυτής αλλά προς εξυπηρέτηση επιδιώξεων κοινωνικής πολιτικής (αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno, C‑385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 21, και της 14ης Απριλίου 2015, Cachaldora Fernández, C‑527/13, EU:C:2015:215, σκέψη 37).

33      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, καίτοι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα χρηματοδοτείται αποκλειστικώς από τις εισφορές του εργαζομένου και του εργοδότη, οι εισφορές αυτές καταβάλλονται κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας και, ως εκ τούτου, δεν υπάγονται στη συναφθείσα μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη σύμβαση εργασίας. Επομένως, όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών της, η κατάσταση αυτή ομοιάζει περισσότερο με σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως υπό κρατική διαχείριση, κατά την έννοια της παρατεθείσας στην προηγούμενη σκέψη νομολογίας. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω εισφορές δεν εμπίπτουν στην έννοια των «συνθηκών απασχολήσεως».

34      Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου δεν έχει εφαρμογή σε ανταποδοτικό επίδομα εργασίας όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

35      Δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

36      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία, στην περίπτωση εργασίας που παρέχεται υπό μορφή κάθετης μερικής απασχολήσεως, αποκλείει τις μη δεδουλευμένες ημέρες από τον υπολογισμό των ημερών για τις οποίες έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, με αποτέλεσμα τη συνακόλουθη μείωση της περιόδου καταβολής του επιδόματος ανεργίας, όταν διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα των εργαζομένων υπό καθεστώς κάθετης μερικής απασχολήσεως αποτελείται από γυναίκες οι οποίες επηρεάζονται αρνητικώς από τα εθνικά αυτά μέτρα.

37      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι δεν αμφισβητείται μεν ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και, ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, πλην όμως τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2006, Watts, C‑372/04, EU:C:2006:325, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Somova, C‑103/13, EU:C:2014:2334, σκέψεις 33 έως 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον ορισμένη νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ενέχει, όπως παρατηρείται από το αιτούν δικαστήριο, έμμεση διάκριση εις βάρος των γυναικών, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι έμμεση διάκριση υφίσταται οσάκις η εφαρμογή εθνικού μέτρου, έστω και αν αυτό εμφανίζεται ως ουδέτερο, θίγει στην πράξη πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών (αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2011, Brachner, C‑123/10, EU:C:2011:675, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno, C‑385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 29).

39      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική διάταξη αφορά την κατηγορία των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως η οποία στη συντριπτική πλειονότητα αποτελείται από γυναίκες εργαζόμενες, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου. Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση βάσει των διαπιστώσεων αυτών.

40      Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η υπόθεση της κύριας δίκης διακρίνεται από αυτή επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Απριλίου 2015, Cachaldora Fernández (C‑527/13, EU:C:2015:215), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία, σχετικά με τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού συντάξεως λόγω μόνιμης ολικής αναπηρίας, δεν συνεπαγόταν διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγία 79/7. Πράγματι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι δεν είχε στη διάθεσή του αμάχητα στατιστικά στοιχεία ως προς τον αριθμό των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως των οποίων οι εισφορές είχαν διακοπεί ή αποδεικνύοντα ότι η εν λόγω κατηγορία εργαζομένων αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Απριλίου 2015, Cachaldora Fernández, C‑527/13, EU:C:2015:215, σκέψη 30) και, αφετέρου, ότι το επίμαχο μέτρο είχε απρόβλεπτα αποτελέσματα, εφόσον ορισμένοι εργαζόμενοι μερικής απασχολήσεως, που αποτελούσαν την κατηγορία η οποία εφέρετο ότι περιερχόταν σε δυσμενέστερη θέση από το εν λόγω μέτρο, μπορούσαν ακόμα και να ευνοηθούν από την εφαρμογή του ίδιου αυτού μέτρου.

41      Εν προκειμένω όμως, πέραν του ότι τα στατιστικά στοιχεία που προσκόμισε το αιτούν δικαστήριο δεν αμφισβητούνται, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει σαφώς ότι οι εργαζόμενοι κάθετης μερικής απασχολήσεως, οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικού μέτρου επηρεάζονται όλοι αρνητικώς από το εθνικό αυτό μέτρο, εφόσον, εξαιτίας του, η περίοδος κατά την οποία μπορούν να λαμβάνουν επίδομα ανεργίας μειώνεται σε σχέση με αυτήν που αναγνωρίζεται στους εργαζομένους οριζόντιας μερικής απασχολήσεως. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι κανένας εργαζόμενος που αποτελεί μέρος της κατηγορίας αυτής δεν μπορεί να αποκομίσει όφελος από την εφαρμογή αυτού του μέτρου.

42      Επιπλέον, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την εργασία μερικής απασχολήσεως καλύπτουν κατά τον ίδιο τρόπο όλους τους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως, ανεξαρτήτως του αν ο χρόνος εργασίας τους διαρθρώνεται υπό οριζόντια ή κάθετη μορφή. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, ναι μεν το 70 % έως 80 % των εργαζομένων κάθετης μερικής απασχολήσεως είναι γυναίκες, πλην όμως το ίδιο ποσοστό απαντά και όσον αφορά τους εργαζομένους οριζόντιας μερικής απασχολήσεως. Από τις πληροφορίες αυτές συνάγεται ότι σαφώς σημαντικότερος αριθμός γυναικών απ’ ό,τι ανδρών επηρεάζεται αρνητικώς από το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικό μέτρο.

43      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστά διαφορετική μεταχείριση εις βάρος των γυναικών κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη [38] της παρούσας αποφάσεως νομολογίας.

44      Επομένως, μέτρο τέτοιας φύσεως προσκρούει στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, εκτός αν δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Τούτο συμβαίνει όταν τα επιλεγέντα μέτρα εξυπηρετούν θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής και είναι πρόσφορα και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno, C‑385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 32).

45      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει μεν καμία μνεία του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο, το Βασίλειο, όμως, της Ισπανίας υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η αρχή της «καταβολής εισφορών στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως» δικαιολογεί την ύπαρξη της διαπιστωθείσας διαφορετικής μεταχειρίσεως. Επομένως, εφόσον το δικαίωμα για καταβολή του επιδόματος ανεργίας και η διάρκεια καταβολής του αποτελούν συνάρτηση μόνον της περιόδου κατά την οποία ο εργαζόμενος εργαζόταν ή ήταν εγγεγραμμένος στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, προς τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνον οι πράγματι δεδουλευμένες ημέρες.

46      Συναφώς, και ενώ εναπόκειται τελικώς στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν ο εθνικός νομοθέτης επιδιώκει πράγματι τον σκοπό αυτόν, αρκεί η παρατήρηση ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικό μέτρο δεν φαίνεται κατάλληλο προς διασφάλιση της αντιστοιχίας που πρέπει να υφίσταται, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, μεταξύ των καταβληθεισών από τον εργαζόμενο ασφαλιστικών εισφορών και των δικαιωμάτων που μπορεί να προβάλει ως προς την καταβολή του επιδόματος ανεργίας.

47      Πράγματι, όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών της, εργαζόμενος κάθετης μερικής απασχολήσεως ο οποίος έχει καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές για κάθε μέρα όλων των μηνών του έτους λαμβάνει επίδομα ανεργίας επί συντομότερη περίοδο από ό,τι εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως ο οποίος έχει καταβάλει τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές. Επομένως, ως προς τον πρώτο από τους δύο αυτούς εργαζομένους, η προβαλλόμενη από την Ισπανική Κυβέρνηση αντιστοιχία προδήλως δεν διασφαλίζεται.

48      Όπως, όμως, παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών της, η αντιστοιχία αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί αν, όσον αφορά τους εργαζομένους κάθετης μερικής απασχολήσεως, οι εθνικές αρχές λάμβαναν υπόψη άλλα στοιχεία, όπως, παραδείγματος χάρη, την περίοδο κατά την οποία οι εργαζόμενοι αυτοί και οι εργοδότες τους κατέβαλλαν εισφορές, το συνολικό ποσό των καταβληθεισών εισφορών ή το σύνολο των ωρών εργασίας τους, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες από το αιτούν δικαστήριο διευκρινίσεις, λαμβάνονται υπόψη για όλους τους εργαζομένους των οποίων ο χρόνος εργασίας διαρθρώνεται υπό μορφή οριζόντιας κατανομής, ανεξαρτήτως του αν εργάζονται με πλήρη ή μερική απασχόληση.

49      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία, στην περίπτωση κάθετης μερικής απασχολήσεως, αποκλείει τις μη δεδουλευμένες ημέρες από τον υπολογισμό των ημερών για τις οποίες καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές και, επομένως, μειώνει την περίοδο καταβολής του επιδόματος ανεργίας, όταν διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα των εργαζομένων κάθετης μερικής απασχολήσεως είναι γυναίκες οι οποίες επηρεάζονται αρνητικώς από τη νομοθεσία αυτή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997, η οποία προσαρτάται στην οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, δεν έχει εφαρμογή σε ανταποδοτικό επίδομα ανεργίας όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

2)      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία, στην περίπτωση κάθετης μερικής απασχολήσεως, αποκλείει τις μη δεδουλευμένες ημέρες από τον υπολογισμό των ημερών για τις οποίες καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές και, επομένως, μειώνει την περίοδο καταβολής του επιδόματος ανεργίας, όταν διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα των εργαζομένων κάθετης μερικής απασχολήσεως είναι γυναίκες οι οποίες επηρεάζονται αρνητικώς από τη νομοθεσία αυτή.

(υπογραφές)

Πηγή: Taxheaven