ΔΕΕ - Yπόθεση C‑306/16 Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 5 – Εβδομαδιαία ανάπαυση – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα τουλάχιστον μία ημέρα αναπαύσεως ανά περίοδο επτά ημερών – Περίοδοι άνω των έξι συνεχόμενων ημε

ΔΕΕ - Yπόθεση C‑306/16 Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 5 – Εβδομαδιαία ανάπαυση – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα τουλάχιστον μία ημέρα αναπαύσεως ανά περίοδο επτά ημερών – Περίοδοι άνω των έξι συνεχόμενων ημε

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2017  «Προδικαστική παραπομπή – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 5 – Εβδομαδιαία ανάπαυση – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα τουλάχιστον μία ημέρα αναπαύσεως ανά περίοδο επτά ημερών – Περίοδοι άνω των έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας»

Στην υπόθεση C‑306/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal da Relação do Porto (εφετείο του Πόρτο, Πορτογαλία) με απόφαση της 23ης Μαΐου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Μαΐου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

António Fernando Maio Marques da Rosa

κατά

Varzim Sol – Turismo, Jogo e Animação SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, C. Toader, A. Prechal (εισηγήτρια) και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Απριλίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο António Fernando Maio Marques da Rosa, εκπροσωπούμενος από τον J. Carvalho, advogado,

–        η Varzim Sol – Turismo, Jogo e Animação SA, εκπροσωπούμενη από τους C. Santos Silva και N. Guedes Vaz, advogados,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και L. C. Oliveira,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Pálfy καθώς και από τους M. Z. Fehér και G. Koós,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz, H. Shev, U. Persson και N. Otte Widgren, καθώς και από τον F. Bergius,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και G. Braga da Cruz, καθώς και από την P. Costa de Oliveira,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (EE 1993, L 307, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 2000 (EE 2000, L 195, σ. 41) (στο εξής: οδηγία 93/104), του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (EE 2003, L 299, σ. 9), καθώς και του άρθρου 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του A. F. Maio Marques de Rosa και της Varzim Sol – Turismo, Jogo e Animação SA (στο εξής: Varzim Sol) σχετικά με τη χορήγηση στον πρώτο, υπό την ιδιότητά του ως εργαζομένου, μίας ημέρας υποχρεωτικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως ανά περίοδο επτά ημερών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 93/104

3        Το άρθρο 5 της οδηγίας 93/104, με τίτλο «Εβδομαδιαία ανάπαυση», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως είκοσι τεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3.

[...]»

4        Η οδηγία 93/104 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2003/88, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 2 Αυγούστου 2004.

 Η οδηγία 2003/88

5        Η αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2003/88 έχει ως εξής:

«Λαμβάνοντας υπόψη τα θέματα που είναι δυνατόν να ανακύψουν από την οργάνωση του χρόνου εργασίας, φαίνεται σκόπιμο να προβλέπεται μια κάποια ελαστικότητα στην εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της παρούσας οδηγίας, εξασφαλίζοντας παράλληλα την τήρηση των αρχών της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.»

6        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.      “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

2.      “περίοδος ανάπαυσης”: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας·

[...]

5.       “εργασία κατά βάρδιες”: κάθε μέθοδος οργάνωσης της ομαδικής εργασίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον στις ίδιες θέσεις εργασίας με ορισμένο ρυθμό, περιλαμβανομένου του ρυθμού περιτροπής, και η οποία μπορεί να είναι συνεχής ή ασυνεχής, πράγμα το οποίο υποχρεώνει τους εργαζόμενους να επιτελούν μια εργασία σε διαφορετικές ώρες σε μια δεδομένη περίοδο ημερών ή εβδομάδων·

6.       “εργαζόμενος σε βάρδιες”: κάθε εργαζόμενος με ωράριο που εντάσσεται σε πρόγραμμα εργασίας κατά βάρδιες·

[...]

9.      “επαρκής χρόνος ανάπαυσης”: η πραγματική κατάσταση κατά την οποία οι εργαζόμενοι έχουν τακτικές περιόδους ανάπαυσης, η διάρκεια των οποίων εκφράζεται σε μονάδες χρόνου και οι οποίες είναι επαρκώς μακρές και συνεχείς, ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα προκαλούν σωματικές βλάβες στους ίδιους, σε συναδέλφους τους ή σε τρίτους και ότι δεν θα βλάπτουν την υγεία τους, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, λόγω κόπωσης ή άτακτων ρυθμών εργασίας.»

7        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ημερήσια ανάπαυση», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά εικοσιτετράωρο, περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συναπτών ωρών.»

8        Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Εβδομαδιαία ανάπαυση», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως είκοσι τεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3.

Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας, μπορεί να ορίζεται ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης 24 ωρών.

9        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/88, με τίτλο «Μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας», ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε συνάρτηση με τις επιταγές προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων:

[...]

β)      ο χρόνος εργασίας να μην υπερβαίνει, ανά επταήμερο, τις 48 ώρες, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών.»

10      Το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.»

11      Το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Περίοδοι αναφοράς», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν:

α)      για την εφαρμογή του άρθρου 5 (εβδομαδιαία ανάπαυση), περίοδο αναφοράς η οποία δεν υπερβαίνει τις 14 μέρες·

β)      για την εφαρμογή του άρθρου 6 (ανώτατη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας), περίοδο αναφοράς η οποία δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες.

[...]»

12      Το άρθρο 17 της ιδίας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«[...]

2.       Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 3, 4 και 5 επιτρέπεται να θεσπίζονται μέσω της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής οδού ή με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων, υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται κατάλληλη προστασία στους οικείους εργαζομένους.

[...]

4.       Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3 και 5 είναι δυνατόν να επιτρέπονται:

α)      για την εργασία κατά βάρδιες, κάθε φορά που ο εργαζόμενος αλλάζει βάρδια και δεν μπορεί να έχει ανάμεσα στο τέλος μιας βάρδιας και στην αρχή της επόμενης περιόδου[ς] ημερήσιας ή/και εβδομαδιαίας ανάπαυσης·

[...]».

13      Το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/88 προβλέπει τα εξής:

«Παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16 επιτρέπονται με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο ή, σύμφωνα με τους κανόνες που θέτουν αυτοί, με συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ τους σε κατώτερο επίπεδο.

Τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν νομικό σύστημα που να εξασφαλίζει τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο στα θέματα που καλύπτει η παρούσα οδηγία ή τα κράτη μέλη που διαθέτουν ειδικό προς τούτο νομικό πλαίσιο και εντός των ορίων αυτών, δύνανται, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, να επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16 με συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ κοινωνικών εταίρων στο κατάλληλο συλλογικό επίπεδο.

Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο γίνονται δεκτές μόνον εφόσον χορηγούνται στους οικείους εργαζομένους ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή εφόσον, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται στους εν λόγω εργαζομένους κατάλληλη προστασία.

[...]»

14      Το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Ένα κράτος μέλος δύναται να μην εφαρμόζει το άρθρο 6, τηρώντας πάντα τις γενικές αρχές προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, εφόσον λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι:

α)      ο εργοδότης δεν ζητά από τον εργαζόμενο να εργασθεί περισσότερες από 48 ώρες ανά επταήμερο, περίοδο που υπολογίζεται ως μέσος όρος της κατά το άρθρο 16 στοιχείο β) περιόδου αναφοράς, εκτός αν ο εργαζόμενος συναινεί για την παροχή της εργασίας αυτής·

[...]».

 Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου

15      Το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει τα εξής:

«Πλην του κειμένου των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο προδικαστικών ερωτημάτων, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιλαμβάνει:

[...]

γ)      έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσεως μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.»

 Το πορτογαλικό δίκαιο

  Ο εργατικός κώδικας του 2003

16      Ο Código do Trabalho 2003 (εργατικός κώδικας του 2003), ο οποίος θεσπίστηκε με τον νόμο 99/2003, της 27ης Αυγούστου 2003, περί μεταφοράς της οδηγίας 93/104 στο εσωτερικό δίκαιο, προέβλεπε τα εξής στο άρθρο 205, παράγραφος 1:

«Ο εργαζόμενος δικαιούται, κατ’ ελάχιστον, μία ημέρα εβδομαδιαίας αναπαύσεως.»

17      Το άρθρο 207, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού είχε ως ακολούθως:

«Στην ημέρα υποχρεωτικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως προστίθεται περίοδος ένδεκα ωρών, η οποία αντιστοιχεί στην ελάχιστη διάρκεια ημερήσιας αναπαύσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 176.»

 Ο εργατικός κώδικας του 2009

18      Ο Código do Trabalho 2009 (εργατικός κώδικας του 2009), ο οποίος θεσπίστηκε με τον νόμο 7/2009, της 12ης Φεβρουαρίου 2009, περί μεταφοράς της οδηγίας 2003/88 στο εσωτερικό δίκαιο, προβλέπει τα εξής στο άρθρο 221, με τίτλο «Οργάνωση της εργασίας κατά βάρδιες»:

«[...]

5.      Η εργασία κατά βάρδιες με καθεστώς συνεχούς εργασίας και οι εργαζόμενοι οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες οι οποίες δεν δύνανται να διακοπούν, δηλαδή οι περιπτώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 207, παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και εʹ, πρέπει να οργανώνονται κατά τρόπον ώστε κάθε εργαζόμενος κατά βάρδιες να λαμβάνει τουλάχιστον μία ημέρα αναπαύσεως ανά περίοδο επτά ημερών, με την επιφύλαξη του πλεονάσματος ημερών αναπαύσεως που δικαιούται ο εργαζόμενος.»

19      Το άρθρο 232 του εργατικού κώδικα του 2009 προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο εργαζόμενος δικαιούται, κατ’ ελάχιστον, μία ημέρα αναπαύσεως ανά εβδομάδα.

2.      Πέραν των περιπτώσεων που προβλέπονται σε ειδικά νομοθετήματα, η ημέρα υποχρεωτικής αναπαύσεως δεν μπορεί να είναι η Κυριακή εάν ο εργαζόμενος ασκεί τη δραστηριότητά του:

α)      σε επιχείρηση ή τομέα επιχειρήσεων που δεν υποχρεούται σε παύση ή αναστολή της δραστηριότητάς της μία πλήρη ημέρα ανά εβδομάδα, ή εάν η παύση ή η αναστολή της δραστηριότητας είναι υποχρεωτική για ημέρα πλην της Κυριακής·

[...]

3.      Με πράξη που αποτελεί προϊόν συλλογικής διαπραγματεύσεως ή σύμβαση εργασίας μπορεί να αναγνωριστεί πρόσθετη περίοδος, συνεχούς ή μη, εβδομαδιαίας αναπαύσεως για όλες ή μερικές εβδομάδες του έτους.»

 Οι επιχειρησιακές συμβάσεις

20      Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της επιχειρησιακής συμβάσεως μεταξύ της Varzim Sol και του Sindicato dos Profissionais de Banca de Casinos e outros (σωματείο επαγγελματιών καζίνο κ.λπ., Πορτογαλία), η οποία δημοσιεύθηκε στο Boletim do Trabalho e do Emprego αριθ. 22 του 2002, προβλέπει τα εξής:

«Όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι καλύπτονται από την παρούσα επιχειρησιακή σύμβαση δικαιούνται δύο συνεχόμενες ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως, με εξαίρεση εκείνους οι οποίοι εργάζονται στις αίθουσες bingo, οι οποίοι παραμένουν υπό το ισχύον κατά την υπογραφή της παρούσας επιχειρησιακής συμβάσεως καθεστώς.»

21      Η επιχειρησιακή σύμβαση μεταξύ της Varzim Sol και του σωματείου επαγγελματιών καζίνο κ.λπ., η οποία δημοσιεύθηκε στο Boletim do Trabalho e do Emprego αριθ. 29 του 2003, και με τροποποιήσεις και ενοποιημένο κείμενο στο Boletim do Trabalho e do Emprego αριθ. 31 του 2007, προβλέπει στο άρθρο 36 τα εξής:

«1.      Όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι καλύπτονται από την παρούσα επιχειρησιακή σύμβαση δικαιούνται δύο συνεχόμενες ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως.

[…]

5.      Στις υπηρεσίες/Στα τμήματα που έχουν επιλέξει ή θα επιλέξουν ωράρια με εκ περιτροπής περιόδους αναπαύσεως, αυτές θα πρέπει, περιοδικώς, να συμπίπτουν, τουλάχιστον ανά τέσσερις εβδομάδες, με το Σάββατο και/ή την Κυριακή, με εξαίρεση τις δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης της επιχειρήσεως.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22      Ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης, A. F. Maio Marques da Rosa, υπήρξε, από το 1991 έως το 2014, εργαζόμενος της Varzim Sol, εταιρίας η οποία έχει στην ιδιοκτησία της ένα καζίνο στην Póvoa de Varzim (Πορτογαλία). Το εν λόγω καζίνο είναι ανοικτό καθημερινά, με εξαίρεση την 24η Δεκεμβρίου, από τις 15:00 έως τις 03:00 από Κυριακή έως Πέμπτη και από τις 16:00 έως τις 04:00 τις υπόλοιπες ημέρες.

23      Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η εργασία του εκκαλούντος στην υπόθεση της κύριας δίκης ήταν οργανωμένη βάσει εκ περιτροπής περιόδων εργασίας και αναπαύσεως, κατά τη διάρκεια των οποίων οι υπάλληλοι καταλάμβαναν διαδοχικώς τις ίδιες θέσεις βάσει προκαθορισμένου ρυθμού. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, κατά τα έτη 2008 και 2009, ο A. F. Maio Marques da Rosa εργάστηκε σε ορισμένες περιπτώσεις επί επτά συνεχόμενες ημέρες. Επισημαίνει, επίσης, ότι οι υπάλληλοι της Varzim Sol οι οποίοι εργάζονταν στις αίθουσες παιγνίων δικαιούνταν, από το 1988, δύο συνεχόμενες ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως, την πρώτη δυνάμει του εργατικού κώδικα και τη δεύτερη, συμπληρωματικώς, δυνάμει των επιχειρησιακών συμβάσεων μεταξύ του σωματείου επαγγελματιών καζίνο κ.λπ. και της Varzim Sol.

24      Πάντως, από το 2010 η Varzim Sol τροποποίησε την οργάνωση του χρόνου εργασίας, προκειμένου οι υπάλληλοι να μην εργάζονται πλέον περισσότερες από έξι συνεχόμενες ημέρες.

25      Στις 16 Μαρτίου 2014, η σύμβαση εργασίας του εκκαλούντος στην υπόθεση της κύριας δίκης έληξε, στο πλαίσιο διαδικασίας συλλογικών απολύσεων.

26      Ο ανωτέρω άσκησε τότε αγωγή, ζητώντας να υποχρεωθεί η Varzim Sol να του καταβάλει το ποσό των 18 602 ευρώ ως αποζημίωση, δεδομένου ότι οι έβδομες ημέρες που εργάστηκε θα έπρεπε να είχαν αμειφθεί ως πρόσθετες ώρες και ότι δεν έλαβε ημέρες αντισταθμιστικής αναπαύσεως. Ζήτησε επίσης να του καταβληθεί το ποσόν των 7 679 ευρώ, λόγω του ότι η δεύτερη μέρα εβδομαδιαίας αναπαύσεως δεν του χορηγήθηκε πάντα στον δέοντα χρόνο, το δε άθροισμα των δύο ποσών να του καταβληθεί εντόκως.

27      Μετά την απόρριψη της αγωγής του, ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης άσκησε έφεση ενώπιον του Tribunal da Relação do Porto (εφετείου του Πόρτο, Πορτογαλία).

28      Προς στήριξη της εφέσεώς του, ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης προβάλλει ότι τα άρθρα 221 και 232 του πορτογαλικού εργατικού κώδικα έχουν την έννοια, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88 και των συμβάσεων αριθ. 14 και 106 του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, ότι επιβάλλουν τη χορήγηση μίας ημέρας αναπαύσεως το αργότερο μετά από έξι συνεχόμενες ημέρες εργασίας.

29      Αντιθέτως, κατά τη Varzim Sol, ούτε το δίκαιο της Ένωσης ούτε η εθνική νομοθεσία επιβάλλουν περιορισμό των συνεχόμενων ημερών εργασίας, αρκεί ο εργαζόμενος να λαμβάνει περίοδο αναπαύσεως ανά περίοδο εργασίας επτά ημερών. Επομένως, κατά τη Varzim Sol, η οδηγία 2003/88 δεν επιβάλλει να παρέχεται το δικαίωμα εβδομαδιαίας αναπαύσεως σε εργαζόμενο μετά από έξι συνεχόμενες ημέρες εργασίας, ήτοι την έβδομη ημέρα. Εξάλλου, θα ήταν πρακτικώς αδύνατον να χορηγούνται στους εργαζομένους ημέρες αναπαύσεως κάθε έβδομη και όγδοη ημέρα.

30      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunal da Relação do Porto (εφετείο του Πόρτο), έχοντας αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 93/104 και του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 5 της οδηγίας 93/104 και του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88, καθώς και του άρθρου 31 του Χάρτη, στην περίπτωση εργαζομένων που εργάζονται με βάρδιες και εκ περιτροπής περιόδους αναπαύσεως, σε επιχείρηση ανοικτή καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, η οποία δεν έχει ωστόσο συνεχή 24ωρη παραγωγική δραστηριότητα, είναι υποχρεωτικό να χορηγείται η υποχρεωτική ημέρα αναπαύσεως την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος εντός κάθε περιόδου επτά ημερών, δηλαδή, τουλάχιστον την έβδομη ημέρα που έπεται έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας;

2)      Συνάδει με τις προαναφερθείσες οδηγίες και διατάξεις ερμηνεία κατά την οποία, όσον αφορά τους συγκεκριμένους εργαζομένους, ο εργοδότης μπορεί να επιλέγει ελεύθερα τις ημέρες στις οποίες χορηγεί στον εργαζόμενο, εντός κάθε εβδομάδας, την ανάπαυση την οποία αυτός δικαιούται, με αποτέλεσμα να μπορεί να υποχρεωθεί ο εργαζόμενος να εργαστεί, χωρίς υπερωριακή αμοιβή, έως δέκα συνεχόμενες ημέρες (παραδείγματος χάριν, από την Τετάρτη μιας εβδομάδας, κατόπιν αναπαύσεως τη Δευτέρα και την Τρίτη, έως την Παρασκευή της επόμενης εβδομάδας, με ανάπαυση το Σάββατο και την Κυριακή που ακολουθούν);

3)      Συνάδει με τις προαναφερθείσες οδηγίες και διατάξεις ερμηνεία κατά την οποία η περίοδος συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών μπορεί να χορηγηθεί σε οποιαδήποτε ημερολογιακή ημέρα καθορισμένης περιόδου επτά ημερολογιακών ημερών και η επόμενη περίοδος συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών (στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως) μπορεί επίσης να χορηγηθεί σε οποιαδήποτε από τις ημερολογιακές ημέρες της περιόδου επτά ημερολογιακών ημερών που έπεται της προαναφερθείσας περιόδου;

4)      Συνάδει με τις προαναφερθείσες οδηγίες και διατάξεις, λαμβανομένου επίσης υπόψη του άρθρου 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88, ερμηνεία κατά την οποία ο εργαζόμενος, αντί να λαμβάνει περίοδο συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών (στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως) ανά περίοδο επτά ημερών, μπορεί να λαμβάνει δύο, διαδοχικές ή μη, περιόδους συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών σε οποιαδήποτε από τις τέσσερις φυσικές ημέρες ορισμένης περιόδου αναφοράς δεκατεσσάρων φυσικών ημερών;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου, δευτέρου και τρίτου ερωτήματος

31      Με τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, που πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 31 του Χάρτη, το άρθρο 5 της οδηγίας 93/104 και το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν να χορηγείται η ελάχιστη περίοδος συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών, την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος, το αργότερο την ημέρα που έπεται της περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας.

32      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα οποία ανάγονται στο χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2004 και Ιανουαρίου 2010, εμπίπτουν εν μέρει στις διατάξεις της οδηγίας 93/104, η οποία ίσχυε έως την 1η Αυγούστου 2004, και εν μέρει στις διατάξεις της οδηγίας 2003/88, με την οποία κωδικοποιήθηκαν, με έναρξη ισχύος τη 2α Αυγούστου 2004, οι διατάξεις της οδηγίας 93/104. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι κρίσιμες διατάξεις των οδηγιών αυτών έχουν συνταχθεί με ταυτόσημη, κατ’ ουσίαν, διατύπωση και ότι οι απαντήσεις που πρέπει να δοθούν στα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο είναι, λόγω της ταυτοσημίας αυτής, οι ίδιες ανεξαρτήτως της εφαρμοστέας οδηγίας, πρέπει, στο πλαίσιο της απαντήσεως στα ερωτήματα αυτά, να γίνεται αναφορά μόνο στις διατάξεις της οδηγίας 2003/88 (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C-429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 32).

33      Κατά το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/88, «τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως είκοσι τεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3».

34      Η οδηγία αυτή περιλαμβάνει επίσης διατάξεις οι οποίες παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις που διέπουν τον ρυθμό εργασίας. Συναφώς, το άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από το άρθρο 5 της οδηγίας, όσον αφορά την εργασία κατά βάρδιες, κάθε φορά που ο εργαζόμενος αλλάζει βάρδια και δεν μπορεί να τύχει, ανάμεσα στο τέλος μιας βάρδιας και στην αρχή της επόμενης περιόδου, εβδομαδιαίας αναπαύσεως. Ομοίως, το άρθρο 18 της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι επιτρέπεται παρέκκλιση από το άρθρο 5 μέσω συλλογικών συμβάσεων. Ωστόσο, το άρθρο 17, παράγραφος 2, και το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/88 επιβάλλουν τη χορήγηση αντισταθμιστικής αναπαύσεως ή, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, άλλη κατάλληλη προστασία.

35      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο και όπως επιβεβαιώθηκε από την Πορτογαλική Κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν έκανε χρήση της δυνατότητας που της παρείχε το άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88, να παρεκκλίνει από τους κανόνες περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως που προβλέπονται στο άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας αυτής όσον αφορά την εργασία κατά βάρδιες. Εξάλλου, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι οι επιχειρησιακές συμβάσεις, οι οποίες παρατέθηκαν στις σκέψεις 20 και 21 της παρούσας αποφάσεως, περιλαμβάνουν διατάξεις παρεκκλίνουσες από το άρθρο 5.

36      Κατά συνέπεια, οι προπαρατεθείσες διατάξεις οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88 όσον αφορά την εργασία κατά βάρδιες δεν είναι κρίσιμες στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, χρήζει ερμηνείας μόνο το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88 και ιδίως η φράση «ανά περίοδο επτά ημερών».

38      Δεδομένου ότι στο άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88 δεν υπάρχει καμία παραπομπή στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, η φράση «ανά περίοδο επτά ημερών», που χρησιμοποιείται σε αυτήν, πρέπει να εκλαμβάνεται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και να ερμηνεύεται με ενιαίο τρόπο στο έδαφός της, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που δίδεται εντός των κρατών μελών, λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2017, J. D., C-4/16, EU:C:2017:153, σκέψεις 23 και 25, καθώς και της 11ης Μαΐου 2017, Krijgsman, C-302/16, EU:C:2017:359, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88, εξ αυτού προκύπτει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, «ανά περίοδο επτά ημερών», μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2003/88. Εντούτοις, το εν λόγω άρθρο δεν προσδιορίζει το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να χορηγείται αυτή η ελάχιστη περίοδος αναπαύσεως, παρέχοντας, συνεπώς, στα κράτη μέλη ορισμένη ευελιξία όσον αφορά την επιλογή του εν λόγω χρονικού σημείου.

40      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, αυτή η ερμηνεία του επίμαχου άρθρου ενισχύεται από τις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2003/88. Έτσι, στην πλειονότητα των γλωσσικών αποδόσεων του εν λόγω άρθρου, μεταξύ των οποίων στην αγγλική, στη γερμανική και στην πορτογαλική, προβλέπεται ότι η ελάχιστη περίοδος συνεχούς αναπαύσεως πρέπει να χορηγείται «για» κάθε περίοδο επτά ημερών. Άλλες γλωσσικές αποδόσεις είναι εγγύτερα στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα, στην οποία αναφέρεται ότι η εβδομαδιαία ανάπαυση πρέπει να χορηγείται «ανά» περίοδο επτά ημερών.

41      Επομένως, από αυτό καθαυτό το γράμμα του άρθρου 5 της προαναφερθείσας οδηγίας προκύπτει ότι τούτο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι χορηγείται σε κάθε εργαζόμενο, ανά περίοδο επτά ημερών, ελάχιστη περίοδος συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως που προβλέπονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2003/88, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να χορηγείται αυτή η ελάχιστη περίοδος αναπαύσεως.

42      Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το γράμμα της επίμαχης διατάξεως, αυτό ενισχύει την προπαρατεθείσα γραμματική ερμηνεία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει χρησιμοποιήσει, σε πλείστες όσες διατάξεις της οδηγίας 2003/88, τον όρο «περίοδος αναφοράς» προκειμένου να καθορίσει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να χορηγείται η ελάχιστη περίοδος αναπαύσεως. Τούτο ισχύει ιδίως για το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν περίοδο αναφοράς η οποία δεν υπερβαίνει τις δεκατέσσερις ημέρες για την εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας. Εντούτοις, καίτοι δεν κατονομάζεται ρητώς ως τέτοια, η περίοδος των επτά ημερών που μνημονεύεται στο άρθρο 5 δύναται επίσης να θεωρηθεί ως περίοδος αναφοράς (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1996, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, C-84/94, EU:C:1996:431, σκέψη 62).

43      Στο πλαίσιο αυτό, ως περίοδος αναφοράς δύναται να ορισθεί συγκεκριμένη περίοδος εντός της οποίας πρέπει να χορηγείται ορισμένος αριθμός ωρών συνεχούς αναπαύσεως, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου κατά το οποίο χορηγούνται αυτές οι ώρες αναπαύσεως. Ο ορισμός αυτός ενισχύεται, mutatis mutandis, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 16, στοιχείο βʹ, και 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88. Κατά την πρώτη διάταξη, τα κράτη μέλη μπορούν, για την εφαρμογή του άρθρου 6, να ορίζουν περίοδο αναφοράς η οποία δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες. Η δεύτερη διάταξη προβλέπει ότι ο εργοδότης δεν ζητεί από τον εργαζόμενο να εργασθεί περισσότερες από 48 ώρες ανά επταήμερο, περίοδος που υπολογίζεται ως μέσος όρος της κατά το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, περιόδου αναφοράς. Συνεπώς, δεν απαιτείται ισομερής κατανομή των ωρών εργασίας.

44      Επομένως, η ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88 κατά την οποία η ελάχιστη περίοδος συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως που προβλέπονται στο άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, δύναται να χορηγηθεί οποτεδήποτε εντός κάθε περιόδου επτά ημερών ενισχύεται από τη συστημική ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας.

45      Τρίτον, όσον αφορά τον σκοπό της οδηγίας 2003/88, υπενθυμίζεται ότι αυτή αποβλέπει στην αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Λαμβανομένου υπόψη αυτού του ουσιώδους σκοπού, κάθε εργαζόμενος πρέπει μεταξύ άλλων να απολαύει επαρκούς χρόνου αναπαύσεως (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger, C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 92, και της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-180/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:840, σκέψη 51). Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, μια ελάχιστη περίοδο εβδομαδιαίας συνεχούς αναπαύσεως για κάθε εργαζόμενο.

46      Εντούτοις, όπως προκύπτει από την εν λόγω οδηγία, και ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 15, παρέχεται επίσης μια κάποια ελαστικότητα στην εφαρμογή των διατάξεων αυτής. Για τον λόγο αυτόν η οδηγία περιλαμβάνει πλείονες διατάξεις, όπως αυτές που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, δυνάμει των οποίων είναι δυνατή η παρέκκλιση, με την πρόβλεψη αντισταθμιστικών μέτρων, από τις απαιτούμενες ελάχιστες περιόδους αναπαύσεως, ιδίως για την εργασία κατά βάρδιες ή για την εργασία που χαρακτηρίζεται από την ανάγκη διασφαλίσεως της συνέχειας της υπηρεσίας ή της παραγωγής. Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν μεγαλύτερη περίοδο αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας, το οποίο αφορά την εβδομαδιαία ανάπαυση. Άλλωστε, ο επιδιωκόμενος με την οδηγία αυτή σκοπός, ο οποίος συνίσταται στη δέουσα προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, με ταυτόχρονη παροχή ορισμένης ευελιξίας στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας, προκύπτει επίσης από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 5, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως.

47      Εξάλλου, αυτή η ερμηνεία του άρθρου 5 βαίνει προς όφελος όχι μόνο του εργοδότη αλλά και του εργαζομένου, καθιστώντας δυνατή τη χορήγηση πολλών συνεχόμενων ημερών αναπαύσεως σε αυτόν, κατά τη λήξη μιας περιόδου αναφοράς και κατά την έναρξη της επόμενης. Εξάλλου, στην περίπτωση επιχειρήσεως που παραμένει ανοικτή καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, όπως η Varzim Sol, η υποχρέωση σταθερών ημερών αναπαύσεως θα μπορούσε, κατά το αιτούν δικαστήριο, να έχει ως συνέπεια να στερούνται ορισμένοι εργαζόμενοι τη δυνατότητα να τους χορηγηθούν αυτές οι μέρες αναπαύσεως κατά τη διάρκεια του Σαββάτου και της Κυριακής. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εργαζόμενοι της Varzim Sol ουδέποτε ζήτησαν να έχουν σταθερές ημέρες αναπαύσεως.

48      Επομένως, το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88, καθόσον υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι χορηγείται σε κάθε εργαζόμενο ελάχιστη περίοδος συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως που προβλέπονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2003/88, ανά περίοδο επτά ημερών, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να χορηγείται αυτή η ελάχιστη περίοδος, παρέχει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως. Η διάταξη αυτή δεν αντιτίθεται μεν σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν εγγυάται σε εργαζόμενο τη δυνατότητα να απολαύσει ελάχιστης περιόδου αναπαύσεως το αργότερο την έβδομη ημέρα που έπεται της περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο εν λόγω εργαζόμενος δεν απολαύει υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις της προστασίας που προβλέπεται στην οδηγία 2003/88 σχετικά με την ημερήσια ανάπαυση και με τη μέγιστη διάρκεια εβδομαδιαίας εργασίας.

49      Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, η οδηγία αυτή θεσπίζει ελάχιστους κανόνες προστασίας του εργαζομένου όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διερευνήσει εάν, και σε ποιο βαθμό, η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση προβλέπει τέτοια μεγαλύτερη προστασία.

50      Όσον αφορά το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, του οποίου το αιτούν δικαστήριο επίσης ζητεί την ερμηνεία, διαπιστώνεται ότι κατά τη διάταξη αυτή κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβομένων διακοπών. Όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17) , η διάταξη αυτή βασίζεται στην οδηγία 93/104, καθώς και στο άρθρο 2 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος υπογράφηκε στις 18 Οκτωβρίου 1961 στο Τορίνο και αναθεωρήθηκε στις 3 Μαΐου 1996 στο Στρασβούργο, και στο σημείο 8 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, που εγκρίθηκε κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 1989. Το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως, επίσης παραπέμπει στις οδηγίες 93/104 και 2003/88. Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών του, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη δεν είναι ικανό να παράσχει χρήσιμα συμπληρωματικά στοιχεία όσον αφορά τη ζητούμενη ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88.

51      Κατά συνέπεια, στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 93/104 και το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι δεν επιβάλλουν να χορηγείται η ελάχιστη περίοδος εβδομαδιαίας συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών, την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος, το αργότερο την ημέρα που έπεται μιας περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας, αλλά ότι επιβάλλουν να χορηγείται αυτή εντός κάθε περιόδου επτά ημερών.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

52      Με το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι οι δύο ημέρες άδειας στις οποίες το εν λόγω άρθρο παρέχει δικαίωμα δύνανται να κατανεμηθούν αδιακρίτως εντός της περιόδου αναφοράς των 14 ημερών.

53      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει εάν ο Πορτογάλος νομοθέτης έχει μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο αυτήν τη διάταξη, δυνάμει της οποίας δύναται να προβλέπεται μεγαλύτερη περίοδος αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής. Επιπροσθέτως, τόσο ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης όσο και η Πορτογαλική Κυβέρνηση αναφέρουν ότι η Πορτογαλία δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής.

54      Εν πάση περιπτώσει, δυνάμει του άρθρου 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκθέτει επακριβώς τους λόγους που το οδήγησαν να διερωτηθεί περί της ερμηνείας ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και να κρίνει αναγκαία την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Επομένως, είναι απαραίτητο το εθνικό δικαστήριο να παρέχει έναν ελάχιστο αριθμό διευκρινίσεων όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία και τη σχέση που υφίσταται, κατά το εν λόγω δικαστήριο, μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί εθνικής νομοθεσίας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár, C-73/16, EU:C:2017:725, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)

55      Εξάλλου, οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνονται και στο έγγραφο «Συστάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων» (ΕΕ 2016, C 439, σ. 1) (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár, C-73/16, EU:C:2017:725, σκέψη 121).

56      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το τέταρτο ερώτημα δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88 για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του.

57      Επομένως, το τέταρτο ερώτημα είναι απαράδεκτο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 5 της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 2000, καθώς και το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχουν την έννοια ότι δεν επιβάλλουν να χορηγείται η ελάχιστη περίοδος εβδομαδιαίας συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών, την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος, το αργότερο την ημέρα που έπεται μιας περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας, αλλά ότι επιβάλλουν να χορηγείται αυτή εντός κάθε περιόδου επτά ημερών.

Πηγή: Taxheaven