Σχέδιο Νόμου Πλαίσιο Για την Εποπτεία των Οικονομικών Δραστηριοτήτων και την Εποπτεία αγοράς προϊόντων

Σχέδιο Νόμου Πλαίσιο Για την Εποπτεία των Οικονομικών Δραστηριοτήτων και την Εποπτεία αγοράς προϊόντων

Νόμος Πλαίσιο
Για την Εποπτεία των Οικονομικών Δραστηριοτήτων και την Εποπτεία αγοράς προϊόντων


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α': ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Άρθρο 1 Σκοπός


1. Με τις διατάξεις του παρόντος θεσπίζεται το γενικό πλαίσιο και οι γενικές αρχές για την άσκηση εποπτείας και τη διαδικασία ελέγχου των οικονομικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων.

2. Με τις διατάξεις του παρόντος ορίζονται:

α) Οι κοινές αρχές και το πλαίσιο για την άσκηση εποπτείας €«ί των οικονομικών δραστηριοτήτων και προϊόντων.

β) Οι γενικοί κανόνες και οι διαδικασίες που ισχύουν για την άσκηση εποπτείας.

γ) Η μεθοδολογία και τα εργαλεία άσκησης της εποπτείας.

δ) Οι αρμοδιότητες και υποχρεώσεις των εποπτευουσών αρχών, καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των ελεγχόμενων οικονομικών φορέων.

ε) Όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της άσκησης εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων και κυρώσεων.
στ) Άλλα ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος άσκησης εποπτείας, πλην αυτών που ορίζονται στις παραγράφους α-ε του παρόντος.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) Οικονομική δραστηριότητα: η δραστηριότητα που ασκείται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με σκοπό τον προσπορισμό εισοδήματος και κέρδους στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, όπως ενδεικτικά η παραγωγή και διακίνηση αγαθών, η παροχή υπηρεσιών, η διεξαγωγή εμπορίου, και η εκτέλεση έργων.

β) Τομέας δραστηριότητας: το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που προσδιορίζονται με έναν τετραψήφιο Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας (ΚΑΔ).

γ) Οικονομικός φορέας: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην Ελληνική Επικράτεια.

δ) Προϊόν: αντικείμενο που διατίθεται στην αγορά για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας.

ε) Εγκατάσταση: ο χώρος όπου ασκείται οικονομική δραστηριότητα που φέρει έναν ή περισσότερους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας και η οποία μπορεί να ταξινομηθεί ως προς τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, το περιβάλλον ή άλλες πτυχές του δημόσιου συμφέροντος. Στην έννοια της εγκατάστασης για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοείται και το κινητό μέσο στο οποίο ή μέσω του οποίου ασκείται οικονομική δραστηριότητα.

στ) Εποπτεία: Οι ενέργειες που πραγματοποιούνται από Δημόσια Αρχή προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι οικονομικοί φορείς, οι εγκαταστάσεις και τα προϊόντα συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που ορίζει η κείμενη νομοθεσία και δε θέτουν σε κίνδυνο την υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον ή άλλες πτυχές του δημοσίου συμφέροντος. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ο όρος εποπτεία περιλαμβάνει όλες τις ενέργειες που πραγματοποιούνται από την Αρχή προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση όπως, ο σχεδιασμός, προγραμματισμός και η διενέργεια του ελέγχου, υποστήριξη της συμμόρφωσης, παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης κ.λπ. όπως αναλυτικά ορίζονται στο άρθρο 5 κατωτέρω.

ζ) Εποπτεύουσα αρχή: η δημόσια αρχή που έχει αρμοδιότητα άσκησης εποπτείας στους οικονομικούς φορείς και τα προϊόντα. Με τον όρο εποπτεύουσα νοείται είτε η Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού είτε η Αρχή Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης Ελέγχου όπως αυτές περαιτέρω ορίζονται στον παρόντα νόμο.

η) Πεδίο εποπτείας: Μια συγκεκριμένη πτυχή δημοσίου συμφέροντος που απαιτεί εποπτεία και για την οποία έχουν τεθεί κανόνες δικαίου ως προς τις απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται για να μην επέλθει κίνδυνος σε αυτήν.

θ) Έλεγχος: Αποτελεί μέρος της εποπτείας και ορίζεται ως η κάθε ενέργεια που πραγματοποιείται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης μιας οικονομικής δραστηριότητας και περιλαμβάνει τη γενική οργανωμένη εξέταση ή αξιολόγηση της συμμόρφωσης των προϊόντων, υπηρεσιών ή εργασιών των δραστηριοτήτων με τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας και περιλαμβάνει την υποστήριξη για τη βελτίωση της συμμόρφωσης. Στην έννοια του ελέγχου περιλαμβάνεται κάθε ενέργεια κατά την παραπάνω έννοια ανεξάρτητα από το τόπο ή χρονικό σημείο που λαμβάνει χώρα.

ι) Ελεγκτής: δημόσιος υπάλληλος με αρμοδιότητα διενέργειας ελέγχου στο αντικείμενο αρμοδιότητας της εποπτεύουσας αρχής. Ως ελεγκτής νοείται κάθε υπάλληλος που ασκεί τις παραπάνω ενέργειες ανεξαρτήτως αν φέρει άλλο τίτλο στην κείμενη νομοθεσία ή στην ανάθεση των καθηκόντων του από την Υπηρεσία στην οποία ανήκει. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ως ελεγκτές, πέραν των ως άνω δημοσίων υπαλλήλων, νοούνται και τα φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν εγγραφεί σε μητρώα που τηρούνται από τις εποπτεύουσες αρχές και δύνανται υπό προϋποθέσεις να συνεπικουρούν τις εποπτεύουσες αρχές στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

ια) Εντολή διενέργειας ελέγχου: έγγραφο που περιγράφει το περιεχόμενο του ελέγχου που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε συγκεκριμένη επιχείρηση από τον ελεγκτή στον οποίο έχει ανατεθεί.

ιβ) Φύλλο ελέγχου: φύλλο αξιολόγησης συμμόρφωσης που περιέχει κατ' ελάχιστο τις κύριες απαιτήσεις ή τις κατηγορίες απαιτήσεων που υποχρεούνται να τηρούν οι φορείς οικονομικών δραστηριοτήτων σχετικά με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους.

ιγ) Έκθεση ελέγχου: η αναφορά ή κάθε έγγραφο που συντάσσεται σε συνέχεια του ελέγχου και καταγράφει τα αποτελέσματά του. Η έκθεση ελέγχου μπορεί να έχει τη μορφή φύλλου ελέγχου.

ιδ) Αρχείο ελέγχου: βάση δεδομένων του πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης και ελέγχων όπου καταχωρούνται οι εκθέσεις ελέγχων.

ιε) Κίνδυνος: η πιθανή βλάβη που δύναται να προκληθεί σε μια πτυχή του δημοσίου συμφέροντος, ως αποτέλεσμα οικονομικής δραστηριότητας ή/και της προοριζόμενης χρήσης των προϊόντων. Ο κίνδυνος προσδιορίζεται ιδίως από το μέγεθος της πιθανότητας επέλευσης της βλάβης, τη σοβαρότητα και το μέγεθος αυτής καθώς και από τη συχνότητα επανάληψης της μη συμμορφούμενης συμπεριφοράς του οικονομικού φορέα.

ιστ) Αξιολόγηση κινδύνου: η διαδικασία αναγνώρισης, ανάλυσης και εκτίμησης της επικινδυνότητας των οικονομικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων που αποσκοπεί στην οργάνωση και την άσκηση των κατάλληλων ενεργειών ελέγχου και εποπτείας.

ιζ) Κριτήρια κατάταξης σε κατηγορία κινδύνου: τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά οικονομικών δραστηριοτήτων και προϊόντων που χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για την κατάταξη των οικονομικών φορέων σε κατηγορίες κινδύνου.

ιη) Ανάληψη διορθωτικών ενεργειών/ Επιβολή μέτρων συμμόρφωσης: οι συστάσεις, τα μέτρα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται από τις αρχές για την τήρηση της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.

ιθ) Συλλογή και αξιολόγηση δεδομένων εποπτείας: η οργανωμένη επαλήθευση ή μελέτη ορισμένου τύπου κινδύνου που αποσκοπεί στη συλλογή δεδομένων για την αναγνώριση υφιστάμενων ή δυνητικών προβλημάτων σε διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες και, όταν καθίσταται αναγκαίο, στη προετοιμασία στρατηγικής με στόχο τη πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη συγκεκριμένου επαπειλούμενου κινδύνου και τη στατιστική αξιοποίηση αυτών.

Άρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής


Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε όλες τις ενέργειες που συνδέονται με την άσκηση εποπτείας των οικονομικών δραστηριοτήτων και επί των προϊόντων με εξαίρεση τις φορολογικές, τραπεζικές, χρηματιστηριακές δραστηριότητες, την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας καθώς και την εργατική νομοθεσία εκτός από την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, οι οποίες εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος.

Άρθρο 4 Αρχές εποπτείας

1. Η άσκηση εποπτείας διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, την αρχή της χρηστής διοίκησης, την αρχή της καλής πίστης και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου (εποπτευόμενου) καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της επιείκειας, την αρχή της ισότητας.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, η άσκηση της εποπτείας διέπεται από τους κάτωθι κανόνες:

α) Προτεραιότητα της υποστήριξης της συμμόρφωσης από την Εποπτεύουσα Αρχή: Οι Αρχές και Υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία οφείλουν, πρωτίστως, να υποστηρίζουν τη συμμόρφωση των οικονομικών φορέων και να προτάσσουν την παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης για τη συμμόρφωση, υποδείξεων για την ανάληψη τυχόν διορθωτικών ενεργειών από τους οικονομικούς φορείς καθώς και κάθε άλλου θέματος που κατά την κρίση τους απαιτείται για να πραγματωθεί η συμμόρφωση πριν την επιβολή μέτρων και κυρώσεων.

β) Επιλογή ενεργειών για τη μείωση ή αποτροπή του κινδύνου: Οι Αρχές και Υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία διαθέτουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων ενεργειών έτσι ώστε να επιλέξουν αυτή που κρίνουν απολύτως αναλογική και αναγκαία, προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση ή η αποτροπή κινδύνου.

γ) Δημοσιότητα των νομικών απαιτήσεων: Οι εποπτεύουσες αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε ενέργειες εφόσον έχουν προηγουμένως μεριμνήσει για τη δημοσιότητα/δημοσιοποίηση των απαιτήσεων συμμόρφωσης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία που ελέγχουν με τρόπο σαφή και κατανοητό προς τους εποπτευόμενους και με παροχή ερμηνειών όπου απαιτείται. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να εξαντλούνται οι ως άνω αρχές πριν την επιβολή μέτρων εις βάρος των εποπτευόμενων.

δ) Αποτελεσματικότητα: Οι Αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία θα πρέπει κατά τον προγραμματισμό και σχεδιασμό των ενεργειών εποπτείας να διασφαλίζουν την χρηστή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και να διασφαλίζουν ότι τα αποτελέσματα της εποπτείας επιτυγχάνονται με το λιγότερο δυνατό κόστος τόσο για τις ίδιες τις Αρχές όσο και για τους εποπτευόμενους.

ε) Αρωγή και επικουρία μεταξύ των εποπτευουσών αρχών: Οι Αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία συγκεκριμένου πεδίου βοηθούν και παρέχουν πληροφορίες προς άλλες Αρχές για την υποβοήθηση του αντικειμένου τους και για την μείωση του χρόνου και διοικητικού βάρους προς τους εποπτευόμενους για την εκ νέου συλλογή των πληροφοριών που απαιτούνται.

στ) Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα του εποπτεύοντος οργάνου. Οι αρχές και οι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία θα πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από κάθε είδους σύγκρουση συμφερόντων και να δρουν με τρόπο ανεξάρτητο. Επιπλέον, η δράση τους θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αμεροληψία και αντικειμενικότητα.

ζ) Τήρηση των κανόνων δεοντολογίας: Οι Εποπτεύουσες αρχές διασφαλίζουν ότι οι δράσεις τους διενεργούνται σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας που υιοθετούνται και παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και πληροφόρηση για τη συμμόρφωση για το σκοπό αυτό.

η) Επιλογή του λιγότερου επαχθούς μέτρου έτσι ώστε να μην βλάπτεται υπέρμετρα η ανάπτυξη της δραστηριότητας και να μην αναστέλλεται αναιτιολόγητα η λειτουργία της (καθήκον θετικής επίπτωσης στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων). Οι εποπτεύουσες αρχές ασκούν τις ενέργειες εποπτείας κατά τρόπο που στοχεύει στην αύξηση του επιπέδου συμμόρφωσης των εποπτευόμενων φορέων και της ευημερίας των πολιτών. Μεταξύ των περισσοτέρων μέτρων που διαθέτουν οι Αρχές και Υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία, για την επίτευξη της συμμόρφωσης, οφείλουν να επιλέγουν τα λιγότερο επαχθή για τον εποπτευόμενο μέτρα προκειμένου να μην βλάπτεται υπέρμετρα η ανάπτυξη της δραστηριότητας και να μην αναστέλλεται αναιτιολόγητα η λειτουργία της. Για το σκοπό αυτό οι Αρχές και Υπάλληλοι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις των μέτρων στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας, και ιδίως τα λειτουργικά κόστη, τη βιωσιμότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της αύξησης του επιπέδου συμμόρφωσης και να επιλέγουν το μέτρο που θα έχει τη μικρότερη δυνατή βλάβη στην οικονομική δραστηριότητα ενώ παράλληλα επιτυγχάνει επαρκή επίπεδα συμμόρφωσης και προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Άρθρο 5
Ενέργειες που συνιστούν Εποπτεία


1. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ως ενέργειες εποπτείας ορίζονται οι εξής:

α) Ο σχεδιασμός, προγραμματισμός και η διενέργεια ελέγχων

β) Η υποστήριξη της συμμόρφωσης των οικονομικών φορέων μέσω της ενημέρωσης, της παροχής πληροφόρησης, κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση καθώς και η διενέργεια προληπτικών δράσεων με στόχο τον περιορισμό ή τη μείωση των κινδύνων. H παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης για τη συμμόρφωση αποτελούν τον πυρήνα του συστήματος εποπτείας και συνιστούν αφετηρία για όλες τις ενέργειες εποπτείας.

γ) Η απόφαση και η επιβολή μέτρων και κυρώσεων μετά τον έλεγχο.

δ) Η αξιολόγηση των πληροφοριών και δεδομένων που συλλέγονται και αφορούν τις οικονομικές δραστηριότητες, τους οικονομικούς φορείς και τα προϊόντα, καθώς και η διενέργεια παρακολούθησης και μελετών όπου απαιτείται για την εκτίμηση νέων κινδύνων ή πιθανών αλλαγών σε υφιστάμενους κινδύνους.

ε) Η αξιολόγηση από την εποπτεύουσα αρχή του ασκούμενου ελεγκτικού έργου από τους ελεγκτές.

Άρθρο 6
Σχεδιασμός και Στόχευση των Ελέγχων


1. Πρωταρχικός στόχος των ελέγχων είναι ο περιορισμός ή η μείωση των πιθανών κινδύνων μέσω της αξιολόγησης συμμόρφωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και η παροχή κατευθυντήριων γραμμών , οδηγιών και πληροφόρησης για τη συμμόρφωση στον οικονομικό φορέα για τον περιορισμό ή τη μείωση των πιθανών κινδύνων.

2. Οι έλεγχοι διεξάγονται σύμφωνα με το πρόγραμμα ελέγχων που σχεδιάζεται από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή.

3. Το πρόγραμμα ελέγχων καταρτίζεται από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή σε ετήσια ή πολυετή βάση και στηρίζεται σε πληροφορίες που συλλέγονται κατά τη διαδικασία αδειοδότησης της οικονομικής δραστηριότητας, περιλαμβάνονται σε μητρώα, συλλέγονται μέσω των ελέγχων από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή, ή προκύπτουν μέσω καταγγελιών ή άλλων εισερχόμενων στοιχείων εφόσον κρίνονται επαρκώς αξιόπιστες και φανερώνουν άμεσο κίνδυνο σημαντικής βλάβης.

4. Το πολυετές πρόγραμμα ελέγχων περιλαμβάνει τον όγκο των δραστηριοτήτων εποπτείας που πρέπει να διενεργηθούν καθώς και τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Περιλαμβάνει επίσης τα γενικά χαρακτηριστικά των οικονομικών φορέων που υπόκεινται σε εποπτεία, το σύνολο των ενεργειών εποπτείας που πρέπει να υλοποιηθούν ανά έτος, τους ειδικούς στόχους και τους σχετικούς δείκτες ανά πεδίο εποπτείας καθώς και πρόβλεψη για τη διενέργεια κοινών ελέγχων. Τα πολυετή προγράμματα ελέγχων κοινοποιούνται στην Ομάδα Διαχείρισης Έργου του άρθρου 15.

5. Η μεθοδολογία κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων των εγκαταστάσεων βασίζεται στο συνδυασμό του μεγέθους και της πιθανότητας επέλευσης κινδύνου από τη λειτουργία της συγκεκριμένης εγκατάστασης.

Η μεθοδολογία κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων εγκαταστάσεων βασίζεται ιδίως σε τέσσερα ειδικά κριτήρια:

5.1 Το βαθμό κινδύνου που ενέχει κάθε οικονομική δραστηριότητα.

5.2 Το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας μιας συγκεκριμένης εγκατάστασης.

5.3 Το ιστορικό συμμόρφωσης του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα ή της εγκατάστασης.

5.4 Την ύπαρξη συστήματος διαχείρισης κινδύνων ή την έλλειψη αυτού.

6. H μεθοδολογία κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων των προϊόντων βασίζεται στο συνδυασμό της σοβαρότητας και της πιθανότητας της βλάβης που το προϊόν δύναται να επιφέρει στην υγεία του καταναλωτή και περιλαμβάνει ιδίως δύο κριτήρια:

6.1. Τον βαθμό κινδύνου του προϊόντος ο οποίος προσδιορίζεται με βάση την περιγραφή, τα χαρακτηριστικά και τη σκοπούμενη χρήση του, το συνολικό χρόνο ζωής του και την ύπαρξη ή μη προειδοποιητικών ετικετών και επισημάνσεων, στο προϊόν. Για τον προσδιορισμό του βαθμού κινδύνου λαμβάνονται υπόψη πληροφορίες από την αξιολόγηση της συμμόρφωσης για παρόμοια προϊόντα μέσω των διαφόρων ενωσιακών μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών.

6.2 Την ομάδα και τον αριθμό των καταναλωτών για τους οποίους προορίζεται το προϊόν. Ιδίως εξετάζεται εάν το προϊόν χρησιμοποιείται ή όχι από ευάλωτες ομάδες καταναλωτών.

7. Με απόφαση του καθ' ύλην αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης προσδιορίζεται η μεθοδολογία σχεδιασμού των ενεργειών εποπτείας που περιλαμβάνει:

7.1 Τη γενική διαδικασία προγραμματισμού

7.2 Τη μεθοδολογία για την παρακολούθηση μετά τη διενέργεια του ελέγχου, τον προσδιορισμό των περιπτώσεων για τις οποίες η επανάληψη του επιτόπιου ελέγχου κρίνεται απαραίτητη και των περιπτώσεων στις οποίες οι εποπτεύουσες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον οικονομικό φορέα.

Άρθρο 7 Διαχείριση καταγγελιών

1. Η διαχείριση καταγγελιών γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο και όσα περαιτέρω ορίζονται με την πράξη της παραγράφου 9, κατόπιν εισήγησης της εκάστοτε αρμόδιας εποπτεύουσας Αρχής.

2. Καταγγελίες σχετικά με τη δραστηριότητα οικονομικού φορέα ή εγκατάστασης μπορεί να υποβληθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο προς την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή με κάθε δυνατό μέσο επικοινωνίας (ηλεκτρονικά, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με επιστολή, τηλεφωνικώς κ.λπ.)

3. Η καταγγελία καταρχήν υποβάλλεται επώνυμα. Οι επώνυμες καταγγελίες αξιολογούνται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια αξιολόγησης που θεσπίζονται κατά την επόμενη παράγραφο. Ανώνυμες καταγγελίες μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ωστόσο αξιολογούνται και εντάσσονται στον γενικότερο σχεδιασμό των ελέγχων της εποπτεύουσας αρχής χωρίς να απαιτείται άμεσος επιτόπιος έλεγχος, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που η αρχή κρίνει ότι χρήζουν άμεσης διερεύνησης. Η εποπτεύουσα αρχή δύναται να αξιολογεί αυτεπαγγέλτως και άλλες πληροφορίες που τίθενται σε γνώση της, όπως δημοσιεύσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε άλλο μέσο, η διαχείριση των οποίων πραγματοποιείται αναλογικά με τον τρόπο που η εποπτεύουσα αρχή θα αξιολογούσε τις ανώνυμες καταγγελίες κατά το προηγούμενο εδάφιο, εκτός αν η πηγή αυτής είναι επώνυμη.

4. Κριτήρια αξιολόγησης που δύνανται να τίθενται κατά την αξιολόγηση των καταγγελιών είναι τα ακόλουθα:

4.1 Η συμβατότητα με το πεδίο αρμοδιότητας της εποπτεύουσας αρχής.

4.2 Το προφανώς αβάσιμο και αστήρικτο του περιεχομένου τους.

4.3 Η ολοκληρωμένη κατάθεση περιστατικού, με ακριβή και συγκεκριμένα στοιχεία που επιτρέπει ή όχι την διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας.

4.4 Η κατ' αρχήν εκτίμηση ότι η αναφορά στοιχειοθετεί παράβαση νομοθεσίας.

4.5 Η επαναληψιμότητα του περιστατικού.

4.6 Χρόνος που έχει παρέλθει από την διαπίστωση του προβλήματος.

4.7 Η εκτίμηση του βαθμού κινδύνου ως προς τις άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις στο κοινό ή σε άλλη πτυχή δημοσίου συμφέροντος.

4.8 Η ομάδα καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο, και η τυχόν χρήση από ευαίσθητες ομάδες.

4.9 Η συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων εξέτασης προσκομισθέντος δείγματος.

4.10 Η αξιοπιστία τους όταν προέρχονται από επανειλημμένη υποβολή τους από τον ίδιο καταγγέλλοντα χωρίς να αποδεικνύεται σε προγενέστερους ελέγχους η ακρίβειά τους.

4.11 Η αξιοπιστία τους προσώπου που καταγγέλλει και συγκεκριμένα εάν προέρχεται από πρόσωπο που πιθανολογείται ότι έχει θιγεί από την φερόμενη παράβαση και δεν πρόκειται για κατάχρηση του δικαιώματος άσκησης της καταγγελίας για άλλους σκοπούς.

5. Η αρμόδια αρχή αποφασίζει για την διαβάθμιση της καταγγελίας βάσει των ως άνω κριτηρίων, αλλά και ειδικότερων που μπορεί να υφίστανται για το συγκεκριμένο πεδίο εποπτείας και αναλόγως επιλέγει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ενέργειες:

α) αρχειοθέτηση της καταγγελίας,

β) καταγραφή της καταγγελίας για την εν λόγω δραστηριότητα που ενδεχομένως να εξετασθεί στο πλαίσιο του ευρύτερου προγραμματισμού ελέγχων,

γ) άμεση διερεύνηση κατά προτεραιότητα η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και τη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου και

δ) ενημέρωση της αρμόδιας αρχής εάν πρόκειται για καταγγελία που υποβλήθηκε αναρμοδίως.

6. Όλες οι ενέργειες της προηγούμενης παραγράφου συνιστούν ενέργεια στην οποία προβαίνει η Διοίκηση κατά την έννοια του ΚΔΔ χωρίς να δεσμεύεται για την διεξαγωγή άμεσου επιτόπιου ελέγχου αν δεν συντρέχουν τα κριτήρια γι' αυτό. Οι αρχές δεν υποχρεούνται να απαντούν μεμονωμένα σε κάθε καταγγελία και να κοινοποιούν απάντηση προς τον καταγγέλλοντα εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην κείμενη νομοθεσία για κάποιο πεδίο εποπτείας.

7. Κάθε εποπτεύουσα αρχή οφείλει να παρέχει τους απαραίτητους ανθρώπινους και υλικούς πόρους για τη διαχείριση και την αξιολόγηση των καταγγελιών που σχετίζονται με τη δραστηριότητα των οικονομικών φορέων. Η εποπτεύουσα αρχή οφείλει να παρέχει κατάλληλη εκπαίδευση στο προσωπικό που εκτελεί την αξιολόγηση των καταγγελιών.

8. Με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής καθορίζονται οι απαραίτητες διαδικασίες και τα ειδικότερα κριτήρια πέραν των γενικών που περιγράφονται στην παράγραφο 4 καθώς και ο συνδυασμός αυτών για την αξιολόγηση της καταγγελίας και για την παραπομπή της, εφ' όσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, στο επόμενο στάδιο διαχείρισης και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

Άρθρο 8
Γενικοί κανόνες ελέγχων


8.1 Προετοιμασία επικείμενου ελέγχου

8.1.1 Οι έλεγχοι διενεργούνται κατόπιν σχετικής απόφασης της εποπτεύουσας αρχής. Η απόφαση αναφέρει το νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπει την διεξαγωγή ελέγχου και περιλαμβάνει τουλάχιστον τις βασικές πληροφορίες για την εποπτευόμενη δραστηριότητα, ήτοι το προϊόν και την εγκατάσταση, το αντικείμενο του ελέγχου, την ημερομηνία του ελέγχου, τα ονόματα των υπαλλήλων που θα διενεργήσουν τον έλεγχο, καθώς και τα φύλλα ελέγχου που θα χρησιμοποιηθούν.

8.1.2 Αντίγραφο της απόφασης διενέργειας ελέγχου, η οποία περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εποπτευόμενου φορέα αποστέλλεται στον φορέα αυτό πριν τη διενέργεια του ελέγχου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ματαιώνεται για το λόγο αυτό ο σκοπός του ελέγχου της συγκεκριμένης δραστηριότητας.

8.1.3 Η προετοιμασία του ελέγχου γίνεται από τον αρμόδιο υπάλληλο με τη μελέτη του ιστορικού του οικονομικού φορέα καθώς και τα χαρακτηριστικά της εγκατάστασης ή του προϊόντος χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα δεδομένα των προηγούμενων ελέγχων και ειδικά όσων περιλαμβάνονται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) όταν αυτό καταστεί λειτουργικό σύμφωνα με το άρθρο 14 ν. 4442/2016. Μέχρι την ολοκλήρωση του ΟΠΣ-ΑΔΕ τα δεδομένα δύνανται να καταχωρούνται στο ηλεκτρονικό πληροφοριακό σύστημα της εκάστοτε αρχής ή άλλα διαθέσιμα αρχεία.

8.2 Διαδικασία διενέργειας ελέγχου

8.2.1 Κατά την έναρξη του ελέγχου, ο ελεγκτής επιδεικνύει τα έγγραφα ταυτοποίησής του ως εντεταλμένος της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής, την εντολή ελέγχου ή άλλα διοικητικά έγγραφα που αποδεικνύουν την σχετική εντολή διεξαγωγής ελέγχου. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία η διεξαγωγή ελέγχου χωρίς την αποκάλυψη των στοιχείων των ελεγκτών.

8.2.2 Κατά την έναρξη του ελέγχου ο ελεγκτής υποχρεούται να ενημερώνει τον οικονομικό φορέα για τα κύρια σημεία του επικείμενου ελέγχου. Αντίστοιχα, μετά το πέρας του ελέγχου ενημερώνει για τα αποτελέσματα και ευρήματα του ελέγχου και παρέχει κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και πληροφόρηση για την συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του νόμου.

8.2.3 Ο έλεγχος διενεργείται με τη χρήση του σχετικού φύλλου ελέγχου. Το φύλλο ελέγχου υπογράφεται από όλα τα μέρη στο τέλος του ελέγχου. Σε περίπτωση μη υπογραφής του φύλλου ελέγχου από τον εποπτευόμενο, ο ελεγκτής το σημειώνει ως παρατήρηση στο φύλλο ελέγχου άλλως στην έκθεση ελέγχου. Εφόσον είναι εφικτό, ο ελεγκτής χρησιμοποιεί το φύλλο ελέγχου σε ηλεκτρονική μορφή.

8.2.4 Ο ελεγχόμενος οικονομικός φορέας ή εκπρόσωπος αυτού, υποβάλλει στον ελεγκτή όλα τα έγγραφα ή αποδεικτικά μέσα που σχετίζονται με το αντικείμενο του ελέγχου και παρέχει γραπτή ή προφορική εξήγηση για τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο. Σε περίπτωση παράδοσης πρωτότυπων εγγράφων στον ελεγκτή, αυτά επιστρέφονται στον φορέα μετά το πέρας του ελέγχου. Εκτός των περιπτώσεων που τα μέτρα ή οι κυρώσεις επιβάλλονται επιτόπου και αμέσως μετά το πέρας του ελέγχου, οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν θίγουν το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του διοικούμενου.

8.2.5 Οι έλεγχοι διενεργούνται κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα εκτός κι αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που σχετίζονται με το σκοπό του ελέγχου, τα ειδικά χαρακτηριστικά του εν λόγω οικονομικού φορέα ή την επικινδυνότητα των προϊόντων και δικαιολογούν τυχόν παρέκκλιση. Ο διενεργούμενος έλεγχος δεν θα πρέπει να παρακωλύει ή να επιδρά στην συνήθη λειτουργία του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα ή τουλάχιστον να λαμβάνεται μέριμνα από τον ελεγκτή ώστε η επίδραση να είναι η λιγότερο δυνατή.

8.2.6 Για την στοιχειοθέτηση της απόφασης επί του διενεργηθέντος ελέγχου και για την διασταύρωση των στοιχείων που παρέχονται από τον οικονομικό φορέα, ο ελεγκτής θα πρέπει να εξετάζει όλα τα δεδομένα και διατιθέμενα στοιχεία. Ο ελεγκτής δύναται να προβαίνει σε έλεγχο των διαφόρων τμημάτων της εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των χώρων επεξεργασίας, παρασκευής, αποθήκευσης, διακίνησης, πώλησης καθώς και των οχημάτων που χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν λειτουργίες της εγκατάστασης και να υποβάλει ερωτήσεις για τις διαδικασίες που ακολουθούνται. Εφόσον κρίνεται απαραίτητο και δικαιολογείται από τη φύση του ελέγχου, ο ελεγκτής μπορεί να λαμβάνει δείγματα, να φωτογραφίζει το συγκεκριμένο σημείο ελέγχου ή τα συγκεκριμένα προϊόντα.

8.2.7 Η εποπτεύουσα αρχή μεριμνά για την κάλυψη των εξόδων της διενέργειας ελέγχου, τη δειγματοληψία, τη δειγματοληπτική εξέταση εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικότερες διατάξεις. Οι δαπάνες για τον εργαστηριακό έλεγχο βαρύνουν τον ελεγχόμενο οικονομικό φορέα μόνο στην περίπτωση που αποδειχθεί μη συμμόρφωση, άλλως βαρύνουν την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή.

Εάν δεν προβλέπονται ειδικότεροι κανόνες στην κείμενη νομοθεσία συγκεκριμένου πεδίου εποπτείας, με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού ορίζονται οι κανόνες και οι διαδικασίες λήψης δείγματος, εργαστηριακής ή άλλης εξέτασης του δείγματος, η διαδικασία και τα δικαιώματα προσφυγής ή ένστασης του ελεγχομένου και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

8.2.8 Η άρνηση του οικονομικού φορέα να παραχωρήσει πρόσβαση στους διάφορους χώρους της εγκατάστασης, στα οχήματα που εξυπηρετούν λειτουργίες της εγκατάστασης και στις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την εγκατάσταση και τα ελεγχόμενα προϊόντα ή η άρνηση του οικονομικού φορέα για λήψη εκ μέρους του ελεγκτή δειγμάτων ή άλλων τεχνικών μέσων όπως φωτογραφιών, εφόσον αυτά κρίνονται δικαιολογημένα και απαραίτητα, επισημαίνεται στις παρατηρήσεις ή το αντίστοιχο τμήμα της έκθεσης του ελέγχου.

8.2.9 Εάν κατά τη διάρκεια του ελέγχου ανευρεθεί παράβαση ή υπάρχει υπόνοια παράβασης η οποία ελέγχεται από άλλη εποπτεύουσα αρχή, η αρχή που διεξάγει τον έλεγχο ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή. Η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή είναι υπεύθυνη για να αποφασίσει εάν η συγκεκριμένη πληροφορία σχετίζεται με την ύπαρξη κινδύνου ο οποίος να δικαιολογεί την διενέργεια ελέγχου.

8.3 Διαδικασία ενεργειών συμμόρφωσης - Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης (ΜΕΣ)

8.3.1 Κάθε Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού καταρτίζει Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης («ΜΕΣ») που περιλαμβάνει τις σχετικές διαδικασίες και οδηγίες για την καθοδήγηση των ενεργειών και των αποφάσεων των ελεγκτών που λαμβάνονται σε συνέχεια του ελέγχου. Το ΜΕΣ υιοθετείται με απόφαση της αρχής ή του ιεραρχικώς προϊσταμένου της αρχής και δημοσιοποιείται στον ηλεκτρονικό ιστότοπο της αρχής.

8.3.2 Το ΜΕΣ καταρτίζεται με τρόπο που προάγει την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας και το ενιαίο της αντιμετώπισης των ελέγχων και λοιπών δραστηριοτήτων εποπτείας θέτοντας τα βασικά στοιχεία και τις παραμέτρους για την λήψη αποφάσεων. Το ΜΕΣ θα πρέπει τουλάχιστον:

α. Να εγγυάται την νομιμότητα των αποφάσεων διασφαλίζοντας την έκδοσή τους αποκλειστικά επί τη βάσει των τεθειμένων κριτηρίων κινδύνου.

β. Να εγκαθιστά ένα πλαίσιο διαφάνειας για τη λήψη αποφάσεων προκειμένου να είναι εφικτός ο έλεγχος της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για τη λήψη απόφασης.

γ. Να παρέχει καθοδήγηση προς τους ελεγκτές μετά τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης του ελεγχομένου στην διαδικασία επιβολής μέτρων και κυρώσεων όπως ορίζονται στην παράγραφο 844.4.4. και στην κείμενη νομοθεσία, παρέχοντας κριτήρια και ενδείξεις για την επιλογή του ορθότερου και αναλογικότερου μέτρου.

δ. Να προωθεί τις καλές πρακτικές.

8.3.3 Η λήψη αποφάσεων για τις ενέργειες επί του ελέγχου θα πρέπει να λαμβάνεται με τέτοιο τρόπο που να οδηγεί στη μείωση των πιθανών κινδύνων και στην αποτροπή ή μείωση των παραβάσεων και των παρατυπιών ή την άρση τους, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, προθεσμίες για την παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης για τη συμμόρφωση.

8.3.4 Η λήψη αποφάσεων για τις ενέργειες επί του ελέγχου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά και το βαθμό συνεργασίας του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα και διεξαγωγή των εργασιών της εγκατάστασης πριν αποφασίσει να παρέμβει.

8.3.5 Η απόφαση επί του ελέγχου θα πρέπει να στηρίζεται στα συμπεράσματα του ελέγχου, τα έγγραφα που εξετάσθηκαν, τα αποτελέσματα του φύλλου ελέγχου, και την ανάλυση που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας του ελέγχου. Επιπλέον, η απόφαση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ελεγχόμενου και να καθορίζει τις διοικητικές διαδικασίες προστασίας του ελεγχόμενου (π.χ. μέσα υπεράσπισης, προσφυγή κ.λπ.).

8.3.6 Τα αποτελέσματα του ελέγχου, οι επιβληθείσες διοικητικές κυρώσεις και τα χρηματικά πρόστιμα καταγράφονται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ). Μέχρι την ολοκλήρωση του ΟΠΣ-ΑΔΕ όλα τα αποτελέσματα καταγράφονται στα ηλεκτρονικά πληροφοριακά συστήματα της εκάστοτε αρχής ή σε άλλα διαθέσιμα αρχεία.

8.3.7 Σε περίπτωση που από τον έλεγχο διαπιστώνεται σοβαρός κίνδυνος, η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή μεριμνά για την άμεση ενημέρωση και προειδοποίηση του κοινού ακολουθώντας τις σχετικές διαδικασίες που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της παράβασης, τις ανάγκες ενημέρωσης του κοινού και τα νόμιμα δικαιώματα του ελεγχόμενου.

8.4 Κοινά μέτρα επιβολής και κυρώσεις

8.4.1 Όταν σε συνέχεια ελέγχου διαπιστώνεται απειλή ή πρόκληση βλάβης πτυχής του δημοσίου συμφέροντος λόγω έλλειψης συμμόρφωσης με τις κείμενες διατάξεις, ο αρμόδιος ελεγκτής επιβάλλει τη λήψη των αναγκαίων μέτρων και κυρώσεων.

8.4.2 Εάν η μη συμμόρφωση είναι ήσσονος σημασίας ή δεν δημιουργεί κίνδυνο στην ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια, στο περιβάλλον ή σε οποιαδήποτε άλλη πτυχή του Δημοσίου Συμφέροντος ο ελεγκτής μπορεί να παράσχει προφορικές κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και πληροφόρηση για τη συμμόρφωση για το πώς θα μπορούσε να αρθεί ή διορθωθεί η έλλειψη συμμόρφωσης.

8.4.3 Όλα τα μέτρα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται πρέπει να ακολουθούνται από σχετική πράξη (απόφαση) που εκδίδεται από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή η οποία επικυρώνει την επιβολή τους. Από την υποχρέωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι προειδοποιήσεις προς συμμόρφωση.

8.4.4 Ο ελεγκτής δύναται να επιβάλει τα μέτρα και τις κυρώσεις της παραγράφου 8.4.5. Τα μέτρα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται πρέπει να είναι αναλογικά και εύλογα και να στηρίζονται στην αξιολόγηση του κινδύνου που προκαλείται από την παράβαση. Ο ελεγκτής που πρόκειται να επιβάλει μέτρο ή κύρωση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την σοβαρότητα του κινδύνου (βαθμό επικινδυνότητας) που υφίσταται από τη μη συμμόρφωση. Ο ελεγκτής θα πρέπει να δίδει προτεραιότητα και βαρύτητα στην παροχή ορθής πληροφόρησης και παροχή κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση και να αυξάνει βαθμιαία το επιβαλλόμενο μέτρο ή κύρωση όταν η μη συμμόρφωση εξακολουθεί να υφίσταται. Η βαθμιαία αύξηση του επιβαλλόμενου μέτρου ή κύρωσης δύναται να μην εφαρμόζεται όταν πρόκειται για παράβαση που ενέχει κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ή μη αναστρέψιμης βλάβης για κάποια πτυχή του Δημοσίου Συμφέροντος η οποία δεν μπορεί να αποτραπεί χωρίς άμεση ενέργεια εκ μέρους του ελεγκτή.

8.4.5 Τα μέτρα και οι κυρώσεις είναι τα ακόλουθα:

α. Γραπτή σύσταση για συμμόρφωση ή άρση της παράβασης εντός προθεσμίας (όπως προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία), θέση προθεσμίας επανελέγχου εάν απαιτείται ή προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων όπου προβλέπεται.

β. Προσωρινή ή οριστική διακοπή λειτουργίας, όπου προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία

γ. Προσωρινή και οριστική κατάσχεση, δέσμευση, σφράγιση, απόσυρση, ανάκληση, περιορισμός και απαγόρευση της κυκλοφορίας και της διαθεσιμότητας στην αγορά ή καταστροφή των προϊόντων που προκαλούν κίνδυνο στην ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και στο περιβάλλον ή διατίθενται χωρίς να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, όπου προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

δ. Επιβολή προστίμου όπου προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

ε. Αναφορά στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή εφόσον από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται ποινική κύρωση για τη συγκεκριμένη παράβαση.
στ. Άλλα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.

8.4.6 Ο ελεγκτής ενημερώνει τον ελεγχόμενο για τους τρόπους συμμόρφωσης ή άρσης της παράβασης . Ο ελεγκτής δύναται να ζητά τη συνδρομή της εποπτεύουσας αρχής εφόσον απαιτείται.

8.4.7 Το μέτρο της αναστολής λειτουργίας (υπόπ. β) ή τα μέτρα της υποπερίπτωσης γ (υπόπ. γ) θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε περιπτώσεις που κρίνονται αναγκαία για την άρση του κινδύνου και μόνον εφόσον αυτός κρίνεται σοβαρός και κανένα άλλο μέτρο δεν επαρκεί για την αποτροπή του. Η επιβολή των ως άνω μέτρων δύναται να αφορά μόνο στο τμήμα της επιχείρησης ή των προϊόντων που τελεί σε μη συμμόρφωση.

Όπου η κείμενη νομοθεσία προβλέπει την απευθείας επιβολή των μέτρων αυτών από τον ελεγκτή, τα ως άνω μέτρα θα πρέπει να ακολουθούνται από σχετική πράξη του οργάνου ή του ανώτερου ιεραρχικώς οργάνου που επικυρώνει την επιβολή τους αμελλητί. Μετά την επιβολή του μέτρου και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος η εποπτεύουσα αρχή υποχρεούται να εξετάσει εάν εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι που οδήγησαν στην επιβολή του μέτρου ώστε να επανεξετάζεται ο περιορισμός και να αίρεται εάν δεν κρίνεται πλέον αναγκαίος για το σκοπό που επεβλήθη.

8.4.8 Εφόσον είναι εφικτό, ο ελεγχόμενος μεριμνά επιτόπου για τη συμμόρφωσή του ή άρση της παράβασης. Σε αντίθετη περίπτωση ή εάν η συμμόρφωση ή άρση της παράβασης δεν μπορεί να επιτευχθεί επιτόπου, τίθεται προθεσμία για επανέλεγχο λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές συνθήκες και τη φύση της παράβασης.

8.4.9 Σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα και οι κυρώσεις θα επιβάλλονται αφού ληφθούν υπόψη η σοβαρότητα της παράβασης και ο βαθμός του υφιστάμενου κινδύνου καθώς και η ανταπόκριση και συμπεριφορά του ελεγχόμενου.

8.4.10. Με απόφαση του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εξειδικεύονται και προσαρμόζονται τα μέτρα και οι κυρώσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία σύμφωνα με τις επιταγές του παρόντος άρθρου, ορίζονται οι διαδικασίες επιβολής μέτρων ή κυρώσεων, ορίζονται τα πρόσθετα μέτρα που δεν προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και οι όροι επιβολής τους καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

8.5 Πρώτος χρόνος (ή έλεγχος) λειτουργίας

Κατά τον έλεγχο που λαμβάνει χώρα εντός του πρώτου έτους λειτουργίας ενός φορέα οικονομικής δραστηριότητας, η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή προτάσσει την διαδικασία υποστήριξης της συμμόρφωσης που προβλέπεται στο άρθρο 12 καθώς και την λήψη επιεικέστερων μέτρων έναντι της επιβολής κυρώσεων, εκτός αν υφίσταται κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον. Ως εναρκτήριο χρονικό σημείο του διαστήματος του ενός έτους ορίζεται η ημερομηνία γνωστοποίησης ή λήψης έγκρισης ή άδειας. Για τις περιπτώσεις που η έναρξη λειτουργίας δεν απαιτεί προηγούμενη γνωστοποίηση ή έγκριση, εναρκτήριο σημείο ορίζεται η δήλωση έναρξης στην αρμόδια φορολογική αρχή.

8.6 Διεξαγωγή κοινών ελέγχων

8.6.1 Οι αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές δύνανται να αποφασίζουν τη διεξαγωγή κοινών ελέγχων.

8.6.2 Ο κοινός έλεγχος διεξάγεται σε μέρος ή στο σύνολο της εγκατάστασης προκειμένου να εκτιμηθεί η συμμόρφωση του ελεγχόμενου φορέα με τις κείμενες διατάξεις ή/και να αντιμετωπιστούν θέματα που αφορούν περισσότερα από ένα πεδία εποπτείας ιδίως για τις οικονομικές δραστηριότητες και τα προϊόντα υψηλού κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον.

Άρθρο 9 Υποστήριξη συμμόρφωσης

9.1 Υποστήριξη συμμόρφωσης μέσω παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση και πληροφόρησης προς τους φορείς και το κοινό.

9.1.1 Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

α. «Κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση» είναι η επίσημη πληροφορία της εποπτεύουσας αρχής ή των ελεγκτών που δίδεται σε συγκεκριμένη περίπτωση προς τον οικονομικό φορέα καθώς και οι επεξηγήσεις που παρέχει η εποπτεύουσα αρχή ή οι ελεγκτές για την ορθή εφαρμογή και συμμόρφωση με τις κείμενες διατάξεις είτε παρέχονται σε συνέχεια του ελέγχου που διενεργήθηκε είτε παρέχονται σε ανεξάρτητο χρόνο.

β. «Πληροφόρηση» είναι η επικοινωνία και ανακοίνωση των δεδομένων που παρέχονται από την εποπτεύουσα αρχή προς τους οικονομικούς φορείς και το ευρύ κοινό.

9.1.2 Παροχή κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση

α. Οι εποπτεύουσες αρχές παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση προκειμένου να συνδράμουν στην κατανόηση και εφαρμογή των κείμενων διατάξεων από τους ελεγχόμενους. Η παροχή κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές εάν η προτεινόμενη ενέργεια είναι δεσμευτική βάσει της κείμενης νομοθεσίας ή αποτελεί μη δεσμευτική πρόταση του ελεγκτή σύμφωνα με τις καλές πρακτικές.

β. Οι εποπτεύουσες αρχές παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση στους ελεγχόμενους, στο πεδίο εποπτείας τους. Η εκάστοτε εποπτεύουσα αρχή ορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση η οποία μπορεί να λαμβάνει χώρα με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email), με ηλεκτρονικές αναρτήσεις (online), με ανταλλαγή επιστολών ή με τηλεφωνική επικοινωνία καθώς και με επιτόπου επίσκεψη του χώρου δραστηριότητας, ανάλογα με τους ανθρώπινους πόρους της εκάστοτε αρχής.

γ. Οι κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση από την εποπτεύουσα αρχή είναι δεσμευτικές εντός της ίδιας αρχής ή άλλης αντίστοιχης αρχής. Σε περίπτωση που οι κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση κριθούν σε μεταγενέστερο έλεγχο μη επαρκείς και παρασχεθούν νέες, ο ελεγχόμενος θα πρέπει να συμμορφωθεί με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση, ωστόσο, εφόσον ο ελεγχόμενος ενήργησε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες που του παρασχέθηκαν δεν επιβάλλονται μέτρα και κυρώσεις.

9.1.3 Πληροφόρηση

α. Οι Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού πληροφορούν το κοινό για θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας τους, εκδίδοντας γενικές οδηγίες οι οποίες είναι κατανοητές και προσβάσιμες στο κοινό.

β. Οι αρχές πληροφορούν για τα κάτωθι:

i. Νομικές απαιτήσεις και τον τρόπο ερμηνείας τους

ii. Διαδικασίες συμμόρφωσης και αξιολόγησης κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση που αφορούν στις νομικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται από τους ελεγχόμενους

iii. Μέσα και διαδικασίες επικοινωνίας με τις αρχές

iv. Παροχή πληροφοριών, κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση από τις αρχές

v. Διεξαγωγή των ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων τους, των ειδών του ελέγχου, των λιστών ελέγχου και της διαδικασίας

vi. Ενέργειες σε περίπτωση διαπίστωσης παραβάσεων

vii. Δικαιώματα προστασίας ελεγχόμενου [προσφυγή, ένσταση κ.λπ.]

γ. Η πληροφόρηση και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση μπορεί να λαμβάνει τις κάτωθι μορφές:

i. Πρόβλεψη κοινής πληροφόρησης για συγκεκριμένα ζητήματα

ii. Επεξεργασία και δημοσιοποίηση οδηγών ορθής πρακτικής και άλλων εγγράφων παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση που επεξηγούν στους φορείς με ποιους τρόπους μπορούν να συμμορφώνονται με τις κείμενες διατάξεις σε κάθε κλάδο

iii. Οργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων

iv. Πρόβλεψη συστάσεων και παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση για το πώς επιτυγχάνεται η συμμόρφωση και για την μείωση και αποφυγή παραβάσεων κατά τη διάρκεια του ελέγχου

9.2. Φύλλα ελέγχου

9.2.1 Τα φύλλα ελέγχου καταρτίζονται από τις αρμόδιες Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού για το πεδίο ή τα πεδία της εποπτείας τους και είναι διαθέσιμα στη βάση δεδομένων της κάθε αρχής και προσβάσιμα στο κοινό και τους ελεγχόμενους. Οι εποπτεύουσες αρχές μπορούν να καταρτίζουν τα φύλλα ελέγχου και ανά αντικείμενο (π.χ. τομέας, κλάδος, δραστηριότητα, κατηγορία προϊόντων,) εάν κάποιο αντικείμενο ελέγχου απαιτεί διαφορετικό φύλλο ελέγχου για να καταστεί η εποπτεία αποτελεσματικότερη ή εάν διαφορετικά αντικείμενα ελέγχου ανήκουν στην εποπτεία που ασκείται από άλλη αρχή.

9.2.2 Τα φύλλα ελέγχου περιλαμβάνουν τα στοιχεία που προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις και αποσκοπούν στην αποτροπή ή μείωση του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον σε σχέση με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και το συγκεκριμένο είδος ελέγχου. Τα φύλλα ελέγχου σχεδιάζονται έτσι ώστε να ελεγχθούν τα στοιχεία, υλικά, πρακτικές και συστήματα διαχείρισης που είναι άμεσα συνδεδεμένα με τους ως άνω κινδύνους.

9.2.3 Τα φύλλα ελέγχου χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια του ελέγχου με σκοπό να διασφαλίσουν τη συνοχή της διαδικασίας, τη συλλογή πληροφοριών, την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Τα φύλλα ελέγχου αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο για την αξιολόγηση του κινδύνου που εντοπίζεται στο πλαίσιο της εκάστοτε δραστηριότητας ή εγκατάστασης και έχουν σκοπό να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια των ελεγκτικών διαδικασιών.

9.2.4 Η διαδικασία του ελέγχου περιλαμβάνει τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ή τις κατηγορίες απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου. Εάν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με απαιτήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου, και μόνον εφόσον εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας του ελεγκτή ο ελεγκτής σημειώνει τη μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές στην έκθεση ελέγχου και ακολούθως παρέχονται συστάσεις για συμμόρφωση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

9.2.5 Τα φύλλα ελέγχου διατίθενται ελεύθερα στους οικονομικούς φορείς και το κοινό μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της εποπτεύουσας αρχής.

9.2.6 Τα φύλλα ελέγχου υιοθετούνται με απόφαση του Υπουργού ή με πράξη του ανώτατου ιεραρχικά προϊσταμένου ή διοικητικού οργάνου της αρμόδιας αρχής.

9.3 Κατάταξη κινδύνου

9.3.1 Η μεθοδολογία βαθμολογίας (scoring) σχεδιάζεται από την κάθε εποπτεύουσα αρχή υπό τη μορφή πυραμίδας κινδύνου (risk-pyramid), κατατάσσοντας και ιεραρχώντας τους κινδύνους από τον υψηλότερο στον χαμηλότερο κατά τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.

9.3.2 Κάθε αρχή πρέπει να διεξάγει αξιολογήσεις κινδύνου βασιζόμενες στο επίπεδο της πιθανότητας επέλευσης σε σχέση με το εύρος της επίπτωσης που δύναται να προκαλείται από τις δραστηριότητες και τη λειτουργία των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων καθώς και από τη διάθεση των προϊόντων στην υγεία, ασφάλεια, το περιβάλλον και σε οποιαδήποτε άλλη πτυχή του Δημοσίου Συμφέροντος.

9.3.3 Οι αξιολογήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν κριτήρια που επιτρέπουν την κατάταξη οικονομικών φορέων, εγκαταστάσεων και προϊόντων ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητάς τους.

9.3.3.1 Τα κριτήρια που επιτρέπουν την κατάταξη των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων επί τη βάσει του βαθμού επικινδυνότητας, είναι κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα:

α. Ο εγγενής κίνδυνος των δραστηριοτήτων και των διαδικασιών τους

β. Το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας της εγκατάστασης.

γ. Το ιστορικό συμμόρφωσης του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα ή της εγκατάστασης.

δ. Το προφίλ επικινδυνότητας της εγκατάστασης βάσει των φύλλων ελέγχου και των αναθεωρημένων χαρακτηριστικών που ανευρέθηκαν κατά τον έλεγχο.

ε. Η ύπαρξη αξιόπιστου συστήματος διαχείρισης και λειτουργίας.

στ. Οι συστάσεις που έχουν γίνει στον οικονομικό φορέα, τα μέτρα καθώς και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί.

9.3.3.2 Τα κριτήρια που επιτρέπουν την κατάταξη των προϊόντων και των οικονομικών φορέων που τα εισάγουν, τα κατασκευάζουν, τα διακινούν στην ελληνική αγορά επί τη βάσει του βαθμού επικινδυνότητάς τους είναι κατ'ελάχιστον τα ακόλουθα:

α. Η εγγενής επικινδυνότητα του προϊόντος.

β. Η ομάδα και ο αριθμός των καταναλωτών για τους οποίους προορίζεται το προϊόν.

γ. Το ιστορικό συμμόρφωσης του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα.

δ. Το προφίλ επικινδυνότητας του προϊόντος ή του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα βάσει των φύλλων ελέγχου και των αναθεωρημένων χαρακτηριστικών που ανευρέθησαν κατά τον έλεγχο.

ε. Η ύπαρξη αξιόπιστου συστήματος διαχείρισης και λειτουργίας.

στ. Οι συστάσεις που έχουν γίνει στον οικονομικό φορέα, τα μέτρα καθώς και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί.

9.3.4 Η κατάταξη των οικονομικών φορέων και των εγκαταστάσεων που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, θα πρέπει να προβλέπει τουλάχιστον τρεις κατηγορίες κινδύνου (χαμηλού-μεσαίου-υψηλού) για τους σκοπούς του ορθού προγραμματισμού και της υλοποίησης των ελέγχων..

9.3.5 Τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου και η κατάταξη των δραστηριοτήτων καθορίζονται από την εποπτεύουσα αρχή εντός της σφαίρας του αντικειμένου και των αρμοδιοτήτων της.

Με απόφαση του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εγκρίνονται τα κριτήρια και η κατάταξη που εισηγήθηκε η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή και ο τρόπος με τον οποίο επελέγησαν τα συγκεκριμένα κριτήρια και επήλθε συγκεκριμένη κατάταξη. Η ίδια ως άνω απόφαση μπορεί να τροποποιεί τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου και την κατάταξη των δραστηριοτήτων εφόσον δεν είναι σύμφωνα με τις αρχές του παρόντος νόμου. Τα κριτήρια και η κατάταξη αναθεωρούνται κάθε 5 έτη το ανώτερο.

9.3.6 Τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου, ο τρόπος επιλογής τους και ο τρόπος κατάταξης των δραστηριοτήτων δημοσιεύονται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Ωστόσο, εάν δικαιολογείται από το αντικείμενο συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να περιγράφεται μόνο η γενική προσέγγιση της ανάπτυξης των κριτηρίων και του τρόπου κατάταξης.

9.3.7 Πληροφορίες για τον βαθμό επικινδυνότητας των δραστηριοτήτων αναρτώνται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή και είναι διαθέσιμες προς όλες τις εποπτεύουσες αρχές και τους οικονομικούς φορείς.

9.4 Συχνότητα ελέγχων

9.4.1 Κάθε εποπτεύουσα αρχή καθορίζει τη συχνότητα των ελέγχων βασιζόμενη στην αξιολόγηση του βαθμού επικινδυνότητας που αφορά τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή εγκατάσταση ή προϊόν.

9.4.2 Ενδεικτικά, η συχνότητα των ελέγχων θα πρέπει να βασίζεται στα παρακάτω στοιχεία:

α. Βαθμό κινδύνου.

β. Αναμενόμενη διάρκεια ελέγχου στην εκάστοτε κατηγορία κινδύνου. γ. Διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων.

δ. Υποχρεωτική προτεραιότητα ελέγχου δραστηριοτήτων υψηλού κινδύνου.

9.4.3 Κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου, η εποπτεύουσα αρχή μπορεί να προσαρμόζει τη συχνότητα των ελέγχων σε σχέση με τις υπάρχουσες συνθήκες και να πραγματοποιεί δειγματοληπτικούς ελέγχους σε χαμηλού ρίσκου δραστηριότητες, καθώς και άλλους ελέγχους που ανεξαρτήτως της κατηγοριοποίησης κινδύνου προκύπτουν στο πλαίσιο άμεσης αντιμετώπισης και διαχείρισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

Άρθρο 10
Κατανομή του προϋπολογισμού και του προσωπικού


1. Η άσκηση της εποπτείας χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για το σκοπό αυτό οι αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές και οι ανώτεροι προϊστάμενοι αυτών μεριμνούν για την κατανομή και την εγγραφή πιστώσεων που θα καλύπτουν το κόστος της εποπτείας.

2. Το ύψος του προϋπολογισμού και ο αριθμός θέσεων που κατανέμονται σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πεδία εποπτείας, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 25 του παρόντος, προσδιορίζονται κατόπιν μελέτης η οποία βασίζεται σε ετήσιο ή πολυετές πρόγραμμα εποπτείας για την εποπτευόμενη περιοχή και καταγράφονται τμηματικά και σε ετήσια βάση στον κρατικό προϋπολογισμό .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ': ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 11
Γενικές λειτουργίες εποπτευουσών αρχών


Οι αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές επιτελούν τις κάτωθι γενικές λειτουργίες, εντός του πεδίου εποπτείας εκάστης.

1. Προωθούν και ελέγχουν τη συμμόρφωση, με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

2. Ενημερώνουν το κοινό για τους πιθανούς κινδύνους.

3. Καταρτίζουν πρόγραμμα ελέγχων με σκοπό την επίτευξη των στόχων για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και μεριμνούν για την έγκρισή του. Το πρόγραμμα ελέγχων περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο τον αριθμό των προγραμματισμένων ελέγχων, τις προτεραιότητες της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και τα κριτήρια κινδύνου που λαμβάνονται υπόψη.

4. Καταρτίζουν τις φύλλα ελέγχου και άλλα αρχεία παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση.

5. Αναλύουν τα αποτελέσματα μεμονωμένων ελέγχων, καθώς και όλων των ελέγχων που πραγματοποιούνται ετησίως και δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα της σχετικής ανάλυσης.

6. Διεξάγουν αξιολόγηση κινδύνου, αναπτύσσουν κριτήρια κατάταξης σε κατηγορία κινδύνου και μεριμνούν για την έγκρισή τους.

7. Διοργανώνουν και παρέχουν κατάλληλη εκπαίδευση στους ελεγκτές και σε άλλα πρόσωπα.

8. Διεξάγουν έρευνες και μελέτες για την αξιολόγηση νέων κινδύνων ή αλλαγών σε υφιστάμενους κινδύνους.

9. Συνεργάζονται με άλλες εποπτεύουσες αρχές και φορείς της Διοίκησης για τους σκοπούς της δράσης τους.

10. Συλλέγουν και ενημερώνουν τα δεδομένα ελέγχου των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων και τις πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο αυτών για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών και της αξιολόγησης κινδύνου.

11. Προτείνουν τροποποιήσεις της σχετικής νομοθεσίας που αφορά στις απαιτήσεις συμμόρφωσης.

12. Συντάσσουν αναφορά για τη δράση και λειτουργία τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12.

13. Υποστηρίζουν τη συμμόρφωση, μέσω παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση και πληροφόρησης των οικονομικών φορέων και του κοινού.

14. Ορίζουν τους ελεγκτές που ασκούν την εποπτεία των φορέων οικονομικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων.

Οι ως άνω λειτουργίες εκτελούνται με πρωταρχικό στόχο τη μείωση του κινδύνου που δύναται να προκαλείται από τη λειτουργία οικονομικών δραστηριοτήτων ως προς την ανθρώπινη υγεία, ασφάλεια, περιβάλλον και για οποιαδήποτε άλλη πτυχή του Δημοσίου Συμφέροντος. Οι λειτουργίες επιτελούνται με τρόπο που προάγει τη σχέση εμπιστοσύνης με τους οικονομικούς φορείς και βασίζονται στην ορθή επικοινωνία μεταξύ τους.

Άρθρο 12 Αξιολόγηση Απόδοσης

1. Κάθε εποπτεύουσα αρχή συντάσσει αναφορές αυτό-αξιολόγησης σχετιζόμενες με τις δράσεις και λειτουργίες της οι οποίες κοινοποιούνται στον καθ' ύλην αρμόδιο Υπουργό .

2. Με κοινή απόφαση του καθ' ύλην αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, ορίζονται οι μακροπρόθεσμοι και ετήσιοι στόχοι και τα κριτήρια επί των οποίων αξιολογείται η απόδοση των εποπτευουσών αρχών και η επίτευξη των στόχων. Πρωταρχικός στόχος είναι η μείωση και αποτροπή των κινδύνων και η προαγωγή της συμμόρφωσης των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων.

3. Οι δείκτες απόδοσης που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της παραγράφου 1 αντικατοπτρίζουν την επίτευξη των στόχων των εποπτευουσών αρχών όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο Χ και κατά συνέπεια το επίπεδο συμμόρφωσης, αποτροπής κινδύνου και διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος. Τα δεδομένα που συλλέγονται για το σκοπό αυτό πρέπει να είναι αξιόπιστα, αντικειμενικά και ακριβή και ως εκ τούτου προέρχονται από διάφορες πηγές.

4. Τα κριτήρια περιλαμβάνουν κατ' ελάχιστον:

4.1 Πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των ενεργειών εποπτείας της εποπτεύουσας αρχής όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο Χ.

4.2 Τα αποτελέσματα σχετικά με τη συμμόρφωση των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων

4.3 Τα αποτελέσματα σχετικά με την επίτευξη των στόχων ως προς τη σταδιακή μείωση του επιπέδου κινδύνου και τη βελτίωση δεικτών ασφάλειας στο συγκεκριμένο πεδίο εποπτείας.

5. Η συχνότητα των ελέγχων, ο αριθμός και το ύψος των κυρώσεων καθώς και άλλοι δείκτες που σχετίζονται με την επιβολή κυρώσεων σε οικονομικούς φορείς δεν δύναται να αποτελούν κριτήρια για την αξιολόγηση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας των εποπτευουσών αρχών και των ελεγκτών τους.

6. Στο τέλος του έτους, κάθε εποπτεύουσα αρχή προετοιμάζει και καταθέτει στον καθ' ύλην αρμόδιο υπουργό ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων η οποία δημοσιεύεται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ). Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

6.1 Πληροφορίες και λεπτομέρειες σχετικά με τις ασκηθείσες δραστηριότητες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των δραστηριοτήτων αυτών, καθώς και προτάσεις για αναγκαίες αλλαγές εντός του επόμενου έτους,

6.2 Αριθμό, είδος και διάρκεια των ελέγχων που διενεργήθηκαν εντός του έτους,

6.3 Αξιολόγηση του κινδύνου και του επιπέδου της ασφάλειας και άλλων δημοσίων αγαθών εντός του πεδίου εποπτείας για το οποίο είναι αρμόδια η εποπτεύουσα αρχή

6.4 Τις πιο συχνά διαπιστούμενες παραβάσεις καθώς και την έκταση και την αιτία διάπραξής τους

6.5 Προτάσεις που αφορούν:

α. Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος

β. Τροποποίηση της κείμενης νομοθεσίας ή υιοθέτηση νέων ρυθμίσεων

γ. Μέτρα που αποσκοπούν στην εξάλειψη των νομικών κενών, επικαλύψεων ή αντιφάσεων, ή στη μείωση του διοικητικού φόρτου για τους οικονομικούς φορείς, ή τη βελτίωση της οργάνωσης, του συντονισμού, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της εποπτείας.

Οι προτάσεις αυτές διατυπώνονται μετά από τακτική συγκέντρωση πληροφοριών από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

6.6 Πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες εποπτείας που είχαν αντίκτυπο στους δείκτες των αποτελεσμάτων.

Άρθρο 13
Πεδία Εποπτείας και αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές


1. Η εποπτεία ασκείται από τις αρμόδιες αρχές στα ακόλουθα πεδία:

α) Ασφάλεια και συμμόρφωση προϊόντων

β) Ασφάλεια τροφίμου

γ) Προστασία καταναλωτή και σύννομη (ή προσήκουσα) παροχή υπηρεσιών γ) Ασφάλεια υποδομών και κατασκευών

δ) Δημόσια υγεία

ε) Ασφάλεια και υγεία εργαζομένων

στ) Προστασία του περιβάλλοντος

ζ) Προστασία δημοσίων εσόδων

Τα ως άνω πεδία εποπτεύονται είτε στο πλαίσιο της ευρύτερης λειτουργίας της εκάστοτε οικονομικής δραστηριότητας είτε κατά τον έλεγχο που διεξάγεται από τις τελωνειακές υπηρεσίες στα σημεία ελέγχου των τελωνείων. Εάν ο έλεγχος διεξάγεται από μια αρχή ταυτόχρονα για πεδία εποπτείας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου και για πεδία που δεν εμπίπτουν κατά το προηγούμενο εδάφιο, ο έλεγχος των πρώτων θα πρέπει να τηρεί τις επιταγές του παρόντος νόμου και ο έλεγχος των τελευταίων ακολουθεί τις επιταγές της εκάστοτε κείμενης νομοθεσίας.

2. Η εποπτεία και ο έλεγχος των ως άνω πεδίων διενεργείται από την εκάστοτε εποπτεύουσα αρχή του άρθρου 14,όπως αυτή ορίζεται στην κείμενη νομοθεσία. Ειδικότερα για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, η εκάστοτε εποπτεύουσα αρχή διακρίνεται σε δύο επίπεδα,στην Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού και στην Αρχή Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης .

3. Ως Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού ορίζεται η αρμόδια αρχή για το σύνολο ενός πεδίου εποπτείας σύμφωνα και με την κείμενη νομοθεσία. Για το σκοπό αυτό, η Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού είναι αρμόδια για τον συντονισμό και την οργάνωση των θεμάτων που αφορούν πρωτίστως σε οριζόντια ζητήματα υλοποίησης του παρόντος νόμου, όπως: ενέργειες εποπτείας και υποστήριξη συμμόρφωσης, κατανομή προϋπολογισμού και προσωπικού, μεθοδολογία σχεδιασμού ενεργειών εποπτείας (σχεδιασμός κ στόχευση ελέγχων), αξιολόγηση και κατάταξη κινδύνου, σχεδιασμός συστήματος διαχείρισης καταγγελιών, κατάρτιση φύλλων ελέγχου. Εάν δικαιολογείται από τη φύση του πεδίου εποπτείας, δύναται να ορίζονται περισσότερες από μία αρχές με τις αρμοδιότητες της Αρχής Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού εφόσον εξειδικεύονται ρητά τα υποπεδία αρμοδιότητάς τους. Ως Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού μπορεί να ορίζεται και το εκάστοτε Υπουργείο ή φορέας που συνιστά εποπτεύουσα αρχή κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση α της παραγράφου 3 του άρθρου 14.

4. Ως Αρχή Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης ορίζεται η αρχή στην οποία η Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού αναθέτει τον έλεγχο συγκεκριμένου τομέα οικονομικών δραστηριοτήτων ή υποκατηγορίας αυτού για συγκεκριμένο πεδίο εποπτείας σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία. Η Αρχή Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης συνεργάζεται με την Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού για την απρόσκοπτη υποστήριξη και εφαρμογή του συνόλου των ενεργειών εποπτείας ανά πεδίο εποπτείας καθώς και για την εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος.

5. Με Προεδρικά Διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ορίζεται για κάθε ένα από τα πεδία της παραγράφου 1 του παρόντος η Αρχή ή οι Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού καθώς και η Αρχή ή οι Αρχές Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Με το ίδιο διάταγμα καθορίζεται το πεδίο εποπτείας κάθε εποπτεύουσας αρχής, το αντικείμενο εποπτείας και το σύνολο των ενεργειών εποπτείας επί των οποίων οι αρχές αυτές έχουν αρμοδιότητα για την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Τα ως άνω μπορούν να ορίζονται σε ένα ή σε επιμέρους Προεδρικά Διατάγματα για κάθε ένα πεδίο εποπτείας.

Άρθρο 14
Υπηρεσίες επιφορτισμένες με την Εποπτεία


1. Εποπτεύουσες αρχές για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος είναι οι οριζόμενες στην παράγραφο 2. Με τον όρο εποπτεύουσες νοούνται όλες οι υπηρεσίες που πριν την θέση σε ισχύ του παρόντος, είναι επιφορτισμένες με κάθε είδους εποπτεία κατά την έννοια του παρόντος νόμου.

2. Εποπτεύουσες αρχές είναι:

α) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

β) Ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων

γ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης

δ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και Εμπορίου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

ε) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών

στ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας

ζ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας

η) Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης

θ) Οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

ι) Το Σώμα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων (ΣΕΠΔΕΜ)

ια) Το Πυροσβεστικό Σώμα Ελλάδος

ιβ) Η Ελληνική Αστυνομία

ιγ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών

ιδ) Οι αρμόδιες Υπηρεσίες των κατά τόπο Περιφερειών και Περιφερειακών Ενοτήτων

ιε) Οι αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπο Δήμων

ιστ) Οι Υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος, στη ζώνη δικαιοδοσίας τους.

ιζ) Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων

ιη) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Τουρισμού

κα) Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες Τουρισμού (ΠΥΤ)

κβ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού

3.1-Εποπτεύουσα αρχή νοείται και το εκάστοτε Υπουργείο ή φορέας που εποπτεύει τις αρχές που μνημονεύονται στην παράγραφο 2

3.2. Τυχόν φορείς που εποπτεύονται από τις αρχές της παραγράφου 2 και δεν μνημονεύονται ρητά, εμπίπτουν στο παρόν άρθρο στο βαθμό που ασκούν εποπτεία κατά την έννοια του παρόντος νόμου εμπίπτουν στο άρθρο 3 του παρόντος .

4. Νέες υπηρεσίες, αρχές ή φορείς που αποκτούν αρμοδιότητες εποπτείας ή νέες αρμοδιότητες εποπτείας που κατανέμονται και καθορίζονται σε υφιστάμενες υπηρεσίες, αρχές ή φορείς μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου προστίθενται στην παράγραφο 2 με Κοινή Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού εντός 30 ημερών από την ανάληψη της αρμοδιότητας.

5. Στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δύνανται να προστίθενται αρχές με Κοινή Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού.

Άρθρο 15
Σύσταση Ομάδας Διαχείρισης Έργου για την εποπτεία (Ο.Δ.Ε.)


1. Με πράξη Υπουργικού Συμβουλίου συνίσταται Ομάδα Διαχείρισης Έργου για την εποπτεία, στην οποία μετέχουν ο Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας, ως Πρόεδρος, εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού, εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και, καθώς και οι ακόλουθοι εκπρόσωποι των συναρμόδιων Υπουργείων και φορέων όπως ορίζονται στη παράγραφο 2 του άρθρου 26 του παρόντος.

i. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

ii. Ο Πρόεδρος του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων

iii. Ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή

iv. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών

v. Ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας

vi. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης

vii. Ο Ειδικός Γραμματέας Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας , Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

viii. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

ix. Ο Γενικός Γραμματέας Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

x. Ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

xi. Ο Ειδικός Γραμματέας Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

xii. Ο Προϊστάμενος του Σώματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων (ΣΕΠΔΕΜ)

xiii. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών

xiv. Ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη/Εσωτερικών

xv. Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας

xvi. Ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος

xvii. Ο Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος

xviii. Ο Γενικός Γραμματέας Τουριστικής Πολιτικής και Ανάπτυξης

xix. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού

xx. Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

2. Η Ομάδα Διαχείρισης Έργου για την εποπτεία προγραμματίζει, παρακολουθεί, συντονίζει και προωθεί τις απαραίτητες δράσεις για την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Η ΟΔΕ αποτελεί γνωμοδοτικό, επιτελικό και συμβουλευτικό όργανο προς τους αρμόδιους υπουργούς για τον στρατηγικό σχεδιασμό και τη συντονισμένη χάραξη της εθνικής πολιτικής για την εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων και της αγοράς προϊόντων για το σύνολο των πεδίων εποπτείας του παρόντος νόμου, την παρακολούθηση της ενιαίας εφαρμογής της καθώς και για κάθε θέμα σχετικό με την βελτίωση του συστήματος εποπτείας αγοράς και οικονομικών δραστηριοτήτων.

Η Ομάδα Διαχείρισης Έργου για την εποπτεία προσδιορίζει τους βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους για την εποπτεία και τις απαραίτητες δράσεις του παρόντος νόμου.

Η Ομάδα Διαχείρισης Έργου για την εποπτεία είναι αρμόδια για την υποβολή προτάσεων σχετικών με τη χρηματοδότηση των ενεργειών εποπτείας και συνεργάζεται προς τούτο με το Υπουργείο Οικονομικών.

Άρθρο 16
Διεύθυνση Συντονισμού Κανονιστικού Πλαισίου Εποπτείας Οικονομικών Δραστηριοτήτων και Προϊόντων


1. Στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης συστήνεται η Διεύθυνση Συντονισμού Κανονιστικού Πλαισίου Εποπτείας Οικονομικών Δραστηριοτήτων και Προϊόντων, με στόχο την υποστήριξη του συντονισμού των ενεργειών εποπτείας που ανήκουν και ασκούνται από τις εκάστοτε εποπτεύουσες αρχές.

2. Η Διεύθυνση Συντονισμού Κανονιστικού Πλαισίου Εποπτείας Οικονομικών Δραστηριοτήτων και Προϊόντων είναι επιφορτισμένη με τις εξής αρμοδιότητες:

2.1 Υποστήριξη της προώθησης και διάδοσης των καλών πρακτικών.

2.2 Προώθηση της ανάπτυξης εργαλείων υποστήριξης των ελεγκτών και των ελεγχόμενων οικονομικών φορέων.

2.3 Διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων εποπτευουσών αρχών, ιδίως μέσω της δημιουργίας και της λειτουργίας βάσης δεδομένων

2.4 Συντονισμό του έργου και των δραστηριοτήτων των εποπτευουσών αρχών στο πεδίο εποπτείας που διαθέτουν.

2.5 Υποστήριξη της Ομάδας Διαχείρισης Έργου (Ο.Δ.Ε.) μέσω της παρακολούθησης εφαρμογής της νομοθεσίας της εποπτείας, συγκέντρωσης και επεξεργασίας των αποτελεσμάτων της άσκησης της εποπτείας.

2.6 Σχεδιασμός και προετοιμασία επιμορφωτικών δράσεων σε συνεργασία με τις εποπτεύουσες αρχές κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ορίζονται η σύνθεση, ο τρόπος λειτουργίας, οι ειδικές αρμοδιότητες, οι στόχοι της Διεύθυνσης Συντονισμού Κανονιστικού Πλαισίου κατ Εποπτείας Οικονομικών Δραστηριοτήτων καθώς και τα επιμέρους σχετικά ζητήματα.

4. Η Διεύθυνση εκτελεί τα καθήκοντα και τις λειτουργίες της, σύμφωνα με τις αρχές εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 4.

Άρθρο 17
Πληροφοριακό Σύστημα Διαχείρισης Ελέγχου


1. Η υποστήριξη του θεσμικού πλαισίου που τίθεται με τον παρόντα νόμο πραγματοποιείται μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Διαχείρισης Ελέγχων (ΠΣ- ΔΕ), το οποίο λειτουργεί ως υπο-σύστημα Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) του άρθρου 14, του Ν.4442/2016.

2. Το ΟΠΣ-ΑΔΕ αποτελεί μια ολοκληρωμένη πλατφόρμα όλων των ενεργειών ελέγχων που καλύπτει το εύρος από τον προγραμματισμό των ελέγχων, επί τη βάσει του κινδύνου, μέχρι την καταγραφή των αποτελεσμάτων ελέγχου με τη χρήση των φύλλων ελέγχου. Ειδικότερα, με το ΠΣ-ΔΕ προάγονται:

2.1 Η λειτουργία ενός ενιαίου μητρώου που περιλαμβάνει όλα τα σχετικά στοιχεία που αφορούν στη λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων, μέσω της ανταλλαγής δεδομένων με το ΓΕΜΗ, το Υπουργείο Οικονομικών - Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, την Ελληνική Στατιστική Αρχή, τις αρμόδιες αρχές που εκδίδουν άδειες/εγκρίσεις καθώς και με κάθε άλλη αρμόδια αρχή και μητρώο.

2.2 Ο μηχανισμός που θα ενισχύσει την ακρίβεια των στοιχείων του ΓΕΜΗ καθώς και του μητρώου καταγραφής γνωστοποιήσεων και εγκρίσεων του ΟΠΣ-ΑΔΕ μέσω της παροχής πληροφοριών σχετικά με τυχόν αλλαγές στις επιχειρήσεις που καταγράφονται κατά τη διάρκεια των ελέγχων.

2.3 Ο αποτελεσματικός σχεδιασμός των ελέγχων με βάση την αξιολόγηση του επιπέδου του κινδύνου της κάθε εγκατάστασης και κάθε προϊόντος ώστε να αποφεύγονται οι επαναλαμβανόμενοι έλεγχοι στις περιπτώσεις που δεν παρατηρούνται υψηλά ποσοστά μη συμμόρφωσης ή υψηλά επίπεδα κινδύνου.

2.4 Ο συντονισμός των ελέγχων μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εποπτευόντων αρχών καθώς και την παροχή δυνατότητας συνδυασμένων ελέγχων μεικτών κλιμακίων ώστε να ελαχιστοποιούνται οι διαρκείς διαφορετικοί έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων.

2.5 Η εισαγωγή ενιαίου τρόπου προσέγγισης μεταξύ των ελεγκτών με την εισαγωγή υποχρέωσης χρήσης φύλλων ελέγχου καθώς και με την παροχή γνώσης για την υποστήριξη λήψης αποφάσεων κατάλληλων και αναλογικών μέτρων συμμόρφωσης.

2.6 ΟΙ αποτελεσματικοί επιτόπιοι έλεγχοι υποστηρίζοντας τους ελεγκτές να επικεντρώνονται στις συγκεκριμένες απαιτήσεις, στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης ή κινδύνων που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια προηγούμενων ελέγχων και κάνοντας απλουστευμένη καταγραφή των αποτελεσμάτων ελέγχου ενώ παράγει αυτόματα τις εκθέσεις ελέγχων.

2.7 Ο εντοπισμός και η ηλεκτρονική δημοσίευση όλων των νομοθετικών απαιτήσεων, των υποχρεωτικών τεχνικών κανόνων και η παροχή οδηγιών για τον τρόπο εφαρμογής των εν λόγω απαιτήσεων.

2.8 Η διαχείριση της απόδοσης, ο έλεγχος της ποιότητας και η ανταλλαγή πληροφοριών με τις επιχειρήσεις μέσω παροχής σχολίων σχετικά με τους ελέγχους, παρέχοντας ταυτόχρονα στοιχεία απόδοσης για τη χρήση του ΟΠΣ-ΑΔΕ από τους ελεγκτές.

2.9 Η εφαρμογή προληπτικών δράσεων και μηχανισμών αυτό-συμμόρφωσης, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις την ηλεκτρονική πρόσβαση στα αποτελέσματα των ελέγχων τους και παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με διάφορους τρόπους επίτευξης καλύτερης συμμόρφωσης και μείωσης των κινδύνων.

2.10 Η παραγωγή ακριβών στατιστικών στοιχείων για τους ελέγχους που συμβάλλουν στην ανάλυση των αποτελεσμάτων των ελέγχων και τον καλύτερο σχεδιασμό μελλοντικών ελέγχων.

3. Η χρήση του ΟΠΣ-ΑΔΕ είναι υποχρεωτική για όλες τις εποπτεύουσες αρχές. Στο ΠΣ-ΔΕ καταγράφονται όλα τα δεδομένα σχετικά με τον προγραμματισμό των ελέγχων καθώς και τα αποτελέσματα αυτών. Σε περίπτωση που κάποια εποπτεύουσα αρχή χρησιμοποιεί το δικό της πληροφοριακό σύστημα, το σύστημα αυτό πρέπει να διασυνδεθεί ή να ενσωματωθεί υποχρεωτικά με το ΟΠΣ-ΑΔΕ.
(υπό εξέταση)

4. Στις περιπτώσεις που διενεργούνται έλεγχοι κατόπιν παραγγελίας των ίδιων των επιχειρήσεων, το ποσό που αντιστοιχεί στο 20% του κόστους τους αποδίδεται στον προϋπολογισμό για τη συντήρηση του ΟΠΣ-ΑΔΕ.

5. Η παροχή πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση και τους κινδύνους μέσω του ΠΣ-ΔΕ χωρίς προηγούμενη ταυτοποίηση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή προϊόντος δύναται να παρέχεται μέσω εμπορικής συμφωνίας. Τα έσοδα από την παροχή πληροφοριών αποδίδονται στον προϋπολογισμό για τη συντήρηση του ΟΠΣ-ΑΔΕ.

Άρθρο 18 Μηχανισμός Ανατροφοδότησης

1. Οι εποπτεύουσες αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη για την άσκηση κάθε ενέργειας εποπτείας και προγραμματισμού πληροφορίες και σχόλια από τους εκπροσώπους των οικονομικών φορέων, δημόσιων φορέων και κάθε νομικά κατοχυρωμένης πηγής.

2. Οι πληροφορίες μπορεί να προκύπτουν και από την αξιολόγηση των καταγγελιών του άρθρου 7.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ': ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΝΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ

Άρθρο 19
Ελεγκτές


1. Οι εποπτεύοντες υπάλληλοι (ελεγκτές) ορίζονται πάντοτε από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή.

2. Καθήκοντα εποπτείας ανατίθενται αποκλειστικά σε δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι πληρούν τα προσόντα που προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις και επιπροσθέτως διαθέτουν επαρκή εμπειρία στη διεξαγωγή του ελέγχου ή επαρκή εμπειρία στο αντικείμενο εποπτείας της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας ή ομάδων οικονομικών δραστηριοτήτων ή προϊόντων. Οι αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές μεριμνούν ώστε οι υπάλληλοί τους να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για την άσκηση εποπτείας των οικονομικών φορέων και αιτιολογούν τον ορισμό των εποπτευόντων υπαλλήλων βάσει της επαρκούς εμπειρίας, των απαραίτητων γνώσεων και των απαραίτητων δεξιοτήτων.

3. Οι αρμοδιότητες των εποπτευόντων υπαλλήλων περιορίζονται στις αρμοδιότητες της εποπτεύουσας αρχής. Οι εποπτεύοντες υπάλληλοι (ελεγκτές) δεν ασκούν ενέργειες εποπτείας εκτός του αντικειμένου αρμοδιότητας εποπτείας της εποπτεύουσας αρχής την οποία αντιπροσωπεύουν και δεν εξετάζουν στοιχεία που σχετίζονται με ζητήματα εκτός του αντικειμένου αρμοδιότητας.

4. Όλοι οι υπάλληλοι στους οποίους ανατίθενται καθήκοντα εποπτείας παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια σχετικά με συγκεκριμένες διαδικασίες ελέγχου και ζητήματα επαγγελματικής δεοντολογίας προκειμένου να πραγματοποιούν ελέγχους.

Η Διεύθυνση Συντονισμού Κανονιστικού Πλαισίου και Εποπτείας Οικονομικών Δραστηριοτήτων και Προϊόντων σε συνεργασία με τις εποπτεύουσες αρχές λαμβάνει πρωτοβουλία για την διοργάνωση τακτικών επιμορφωτικών σεμιναρίων για την βελτίωση των δεξιοτήτων και γνώσεων των υπαλλήλων τους και συντονίζει το ενιαίο του περιεχομένου τους. Οι εποπτεύουσες αρχές στη συνέχεια μεριμνούν για τη διοργάνωση εξειδικευμένων σεμιναρίων για υπαλλήλους σε περιπτώσεις αλλαγών της κείμενης νομοθεσίας και των προβλεπόμενων διαδικασιών του αντικειμένου αρμοδιότητάς τους.

5. Κατά τους πρώτους 6 μήνες οι εποπτεύοντες υπάλληλοι (ελεγκτές) λειτουργούν υπό την επίβλεψη εποπτευόντων υπαλλήλων (ελεγκτών) με μεγαλύτερη εμπειρία.

6. Οι εποπτεύουσες αρχές είναι υπεύθυνες για την ποιότητα της εργασίας των υπαλλήλων (ελεγκτών) τους. Πρωταρχικός στόχος, όπως ορίζεται στο άρθρο 11 αποτελεί η πρόληψη και μείωση του κινδύνου που πραγματοποιείται κυρίως με τη προώθηση της συμμόρφωσης στις κείμενες απαιτήσεις. Οι εποπτεύουσες αρχές παρακολουθούν το έργο των υπαλλήλων (ελεγκτών) που υπάγονται σε αυτές ως μέρος της εσωτερικής διαχείρισης προσωπικού τους και παρέχουν συστάσεις για βελτίωση με βάση αναλύσεις των κάτωθι κριτηρίων απόδοσης:

6.1 την αποτελεσματικότητα της εργασίας,

6.2 την αποδοτικότητα της εργασίας,

7. H αξιολόγηση της απόδοσης του εποπτεύοντος υπαλλήλου βασίζεται σε όλες τις σχετικές πληροφορίες. Η αξιολόγηση μπορεί να οδηγήσει στη διατύπωση συστάσεων σχετικά με την επιμόρφωση ή καθοδήγηση του υπαλλήλου.

Άρθρο 20 Δικαιώματα των ελεγκτών

Κατά την άσκηση εποπτείας οι εποπτεύοντες υπάλληλοι απολαμβάνουν τα ακόλουθα δικαιώματα σύμφωνα με τη διαδικασία και εντός των ορίων που ορίζει ο παρών Νόμος και η κείμενη νομοθεσία:

1. Ελεύθερη πρόσβαση κατά περίπτωση και εφόσον σχετίζεται με το αντικείμενο εποπτείας για τον έλεγχο της σχετικής περιοχής, των κτιρίων, εγκαταστάσεων, γραφείων, εξοπλισμού, προϊόντων, βιβλίων, εγγράφων, και άλλων στοιχείων εφόσον αυτό δικαιολογείται για τους σκοπούς του ελέγχου όπως προβλέπονται και εντός των ορίων που ορίζονται από ειδική νομοθεσία.

2. Δυνατότητα πρόσβασης στις απαιτούμενες πληροφορίες, λήψης αντιγράφων τους και ελέγχου των βιβλίων της επιχείρησης, των εγγράφων της επιχείρησης και άλλων σχετικών στοιχείων για τους σκοπούς του ελέγχου.

3. Δυνατότητα λήψης εξηγήσεων από τον οικονομικό φορέα υπό έλεγχο ή το νόμιμο εκπρόσωπό του.

4. Δυνατότητα λήψης δειγμάτων των ελεγχόμενων προϊόντων και άλλων υλικών της συγκεκριμένης παραγωγής, της υπηρεσίας ή του εμπορίου για ανάλυση, πραγματοποίηση δοκιμών και διεξαγωγή μετρήσεων στους χώρους εργασίας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία.

5. Βιντεοσκόπηση και λήψη φωτογραφιών με σκοπό τη τεκμηρίωση των παραβάσεων εφόσον είναι εις γνώση του ελεγχόμενου και καταγράφεται στην έκθεση ελέγχου.

6. Άλλα δικαιώματα που περιγράφονται στη σχετική νομοθεσία.

Άρθρο 21
Καθήκοντα ελεγκτών /ελεγκτικών αρχών-αρχών εποπτείας


Κατά την άσκηση ενεργειών εποπτείας οι ελεγκτές έχουν τα εξής καθήκοντα και περιορίζονται από τις ακόλουθες απαγορεύσεις:

1. Να ασκούν τις ενέργειες εποπτείας σύμφωνα με τις διαδικασίες και εντός των ορίων που ορίζονται από τον παρόντα νόμο ή και άλλες σχετικές νομοθεσίες, μόνο μετά από υπηρεσιακή (έγγραφη ή προφορική) εντολή και ανάθεση διεξαγωγής ελέγχου.

2. Να ασκούν τα επίσημα καθήκοντα που εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς τους χωρίς να επηρεάζονται από τρίτους, και να τηρούν τους κανόνες δεοντολογίας.

3. Να προτείνουν την εξαίρεσή τους από τη συμμετοχή σε άσκηση δραστηριοτήτων εποπτείας οικονομικού φορέα αν υπάρχουν γεγονότα που εγείρουν εύλογη αμφιβολία για την αμεροληψία του λόγω της σχέσης του με τον οικονομικό φορέα ή άλλων περιστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος.

4. Να σέβονται το (έννομο) συμφέρον και τη φήμη των οικονομικών φορέων και να τηρούν εχεμύθεια για τα εμπιστευτικά στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των ενεργειών εποπτείας. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό είναι δυνατή σε περιπτώσεις που ρητά προβλέπεται από την εθνική ή ευρωπαϊκή νομοθεσία.

5. Να μην παρεμβαίνουν και να μην εμποδίζουν τη δραστηριότητα του οικονομικού φορέα εφόσον αυτή, δεν προκαλεί σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον.

6. Να πληροφορούν τον εποπτευόμενο οικονομικό φορέα σχετικά με τα δικαιώματά του όσον αφορά τη διαδικασία εποπτείας και τις έννομες συνέπειες των πράξεων ή παραλείψεών του σε σχέση με τη διαδικασία.

7. Να διεξάγουν τον έλεγχο με βάση το φύλλο ελέγχου, όπου αυτό είναι απαιτητό ή άλλες σχετικές οδηγίες και να καταγράφουν τα αποτελέσματα του ελέγχου με τρόπο που προβλέπει η σχετική νομοθεσία.

8. Να παρέχουν στον οικονομικό φορέα ή και στους υπαλλήλους του κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση κατά τα οριζόμενα παραπάνω.

9. Σε περίπτωση που απαιτείται η ερμηνεία διάταξης που προβλέπει υποχρεώσεις του οικονομικού φορέα, αυτή να παρέχεται τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας.

10. Να είναι πλήρως υπεύθυνοι εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους για τον έλεγχο που διεξάγεται, τα συναγόμενα συμπεράσματα, το περιεχόμενο των εγγράφων που συντάσσονται, την ορθότητα των αποδεικτικών στοιχείων και να γνωστοποιούν τα αποτελέσματα του ελέγχου στην αρμόδια αρχή η οποία στη συνέχεια μεριμνά για την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων και τυχόν σχετικής απόφασης στον οικονομικό φορέα ή το νόμιμο εκπρόσωπό του εντός της προθεσμίας που θέτει ο νόμος.

11. Να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας επί των αποφάσεων για την επιβολή επιβαλλομένων μέτρων και κυρώσεων λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου καθώς και τα στοιχεία που τηρούνται από τον οικονομικό φορέα και υποδείχθηκαν στους ελεγκτές.

12. Να καταρτίζουν έκθεση ελέγχου ή αναφοράς όσον αφορά τα αιτήματα και τα συμπεράσματα, που προέκυψαν από τον έλεγχο.

13. Να τηρεί κάθε άλλο καθήκον και απαγόρευση που προβλέπεται σε σχετική νομοθεσία.

Άρθρο 22
Δικαιώματα των εποπτευόμενων οικονομικών φορέων


Κατά τη διενέργεια εποπτείας ο οικονομικός φορέας, ο εκπρόσωπός του και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει τα ακόλουθα δικαιώματα:

1. Να λαμβάνει γνώση των φύλλων ελέγχου που θα χρησιμοποιηθούν σε πιθανό μελλοντικό έλεγχο, τα οποία πρέπει να είναι δημοσιευμένα και προσβάσιμα στους οικονομικούς φορείς.

2. Με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται σε ειδικότερη νομοθεσία για την αδικαιολόγητη άρνηση του ελέγχου ή την παρακώλυση του έργου των ελεγκτών, να αρνείται την υποβολή του σε έλεγχο ή σε τμήμα του ελέγχου, εφόσον ο ελεγκτής προβαίνει σε έλεγχο εκτός του πεδίου εποπτείας ή αρμοδιότητάς του. Στην περίπτωση αυτή, η ένσταση του ελεγχόμενου καταγράφεται στην έκθεση ελέγχου και υπογράφεται από τον ίδιο.

3. Να συμμετέχει ο ίδιος ή ο εκπρόσωπός του σε όλες τις ενέργειες -άσκησης εποπτείας και να παρέχει εξηγήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες που καλύπτονται από τον έλεγχο.

4. Να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες, να παρέχει εξηγήσεις και να εκφράζει τη γνώμη του σε ζητήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια του ελέγχου.

5. Να αρνείται να συμμορφωθεί σε αίτημα ελεγκτή σχετικά με την επίδειξη εγγράφων και υλικών σε περίπτωση που δεν σχετίζονται με τον έλεγχο ή όταν ο ελεγκτής δεν έχει το δικαίωμα να ελέγξει τα έγγραφα αυτά.

6. Να μην υποβάλει ένα έγγραφο, το οποίο έχει ήδη υποβληθεί στην ίδια ή σε άλλη δημόσια υπηρεσία.

7. Να απαιτεί την τήρηση εχεμύθειας σχετικά με πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα στις οποίες ο ελεγκτής έχει πρόσβαση κατά τη διάρκεια του ελέγχου.

8. Να δύναται να προβεί σε καταγγελία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 όταν ο ελεγκτής που διεξήγε τον έλεγχο υπέπεσε σε ανάρμοστη ή παράνομη συμπεριφορά, ή σε περίπτωση σύγκρουσης ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος.

9. Να δύναται να αιτείται την εξαίρεση του ελεγκτή όταν υπάρχουν γεγονότα που εγείρουν εύλογη αμφιβολία για την αμεροληψία του λόγω της σχέσης του με τον οικονομικό φορέα ή άλλων περιστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος.

10. Να λαμβάνει γνώση των σχολίων και συμπερασμάτων των ελεγκτών προκειμένου να διατυπώσει απόψεις, εξηγήσεις ή ενστάσεις επί των ευρημάτων του ελέγχου καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων του ελέγχου (σύμφωνα με το άρθ. 5 ΚΔΔ). Τα ως άνω δύνανται να λαμβάνουν χώρα και επιτόπου εφόσον ολοκληρώνονται την ίδια στιγμή με το πέρας του ελέγχου.

11. Να λαμβάνει γνώση των αποτελεσμάτων των ελέγχων και των σχετικών εγγράφων και αναφορών που παράγονται και χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ελέγχου.

12. Να λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση σχετικά με τη διαδικασία ελέγχου.

13. Να προσφεύγει κατά της απόφασης του ελέγχου σύμφωνα με τον ΚΔΔ εφόσον ο έλεγχος δεν διεξήχθη κατά τις επιταγές του παρόντος νόμου

14. Να αξιώνει αποζημίωση για απώλεια ή ζημία που προκαλείται λόγω εσφαλμένων ενεργειών ή παραλείψεων των ελεγκτών1 ή εξαιτίας παράνομης απόφασης της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής σύμφωνα με τον ΚΔΔ.

15. Να λαμβάνει πληροφορίες, κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση, να λαμβάνει γνώση των διαδικασιών, της μεθοδολογίας και των εντύπων που απαιτούνται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και την εκτέλεση των καθηκόντων του και την εφαρμογή των σχετικών νόμων και κανονισμών από τις αρμόδιες εποπτεύουσες αρχές ή υπαλλήλους των.

16. Άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία.

Άρθρο 23
Καθήκοντα εποπτευόμενων οικονομικών φορέων


Κατά την άσκηση της εποπτείας ο εποπτευόμενος οικονομικός φορέας ή ο εκάστοτε εκπρόσωπός του , έχει τα εξής καθήκοντα:

1. Να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία για τη μείωση και άμβλυνση των κινδύνων, και, όπου αυτό είναι εφικτό, να διαθέτει εσωτερικές διαδικασίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των εργαζομένων με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας.

2. Να διευκολύνει και να μην παρακωλύει με οποιοδήποτε τρόπο τους ελεγκτές κατά την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με τη προβλεπόμενη διαδικασία και εντός των ορίων που καθορίζονται από τον παρόντα Νόμο ή και άλλες ισχύουσες διατάξεις.

3. Εφόσον δικαιολογείται για τον σκοπό του ελέγχου, να παρέχει τα απαιτούμενα έγγραφα και υλικά, καθώς και την αναγκαία πρόσβαση σε οχήματα, εμπορικές περιοχές, αποθήκες, χώρους επεξεργασίας και άλλους χώρους και εγκαταστάσεις.

4. Να εξασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες για τη διεξαγωγή του ελέγχου συμπεριλαμβανομένης της παροχής δυνατότητας στους ελεγκτές για λήψη δειγμάτων, φωτογραφιών κλπ.

5. Να παρέχει γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις επί θεμάτων σχετικών με τον έλεγχο μετά από αίτημα των ελεγκτών.

6. Να υποδεικνύει το επίπεδο εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που συλλέγονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου.

7. Να ακολουθεί τις συστάσεις και να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των ελεγκτών σχετικά με την παύση παράνομων ενεργειών, να λαμβάνει τα σχετικά μέτρα και να αναφέρει τα αποτελέσματα της λήψης μέτρων εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας.

8. Να τηρεί άλλα καθήκοντα που προβλέπονται σε σχετική νομοθεσία.

9. Καταγγελία που αφορά τη συμπεριφορά ελεγκτή.

9.1 Ένας οικονομικός φορέας ή ο εκπρόσωπός του ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο δύναται να υποβάλει καταγγελία σχετικά με τη συμπεριφορά ενός ελεγκτή στην αρμόδια εποπτεύουσα αρχή με κάθε δυνατό μέσο επικοινωνίας (ηλεκτρονικά, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με επιστολή, τηλεφωνικώς κλπ).

9.2 Η αξιολόγηση καταγγελιών που αφορούν τη συμπεριφορά ελεγκτών πραγματοποιείται από ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο προσωπικό της αντίστοιχης εποπτεύουσας αρχής.

9.3 Ο ελεγκτής, κατά του οποίου ασκείται καταγγελία τεκμαίρεται αθώος μέχρι το πέρας της σχετικής διαδικασίας.

9.4 Τόσο ο καταγγέλλων όσο και ο ενδιαφερόμενος ελεγκτής δύνανται να προσφύγουν κατά της αρχικής απόφασης στην εκάστοτε αρμόδια αρχή.

9.5 Η αξιολόγηση των καταγγελιών που αφορούν τη συμπεριφορά ελεγκτών διενεργείται με βάση τα οριζόμενα στη κείμενη νομοθεσία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε': ΕΦΑΡΜΟΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 24
Προθεσμίες έκδοσης δευτερογενούς νομοθεσίας και συναφών αποφάσεων για την εφαρμογή του παρόντος νόμου


1. Η απόφαση της παραγράφου 7 του άρθρου 6 εκδίδεται εντός 12 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. [Στόχευση ελέγχων, μεθοδολογία προγραμματισμού]

2. Η απόφαση της παραγράφου 8 του άρθρου 7 εκδίδεται εντός 12 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. [διαχείριση καταγγελιών]

3. Η απόφαση της παραγράφου 8.3.1 του άρθρου 8 εκδίδεται εντός 12 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. [υιοθέτηση ΜΕΣ]

4. Η απόφαση της παραγράφου 8.4.10. του άρθρου 8 εκδίδεται εντός 24 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. [κυρώσεις]

5. Η απόφαση της παραγράφου 8.2.7 του άρθρου 8 εκδίδεται εντός 12 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. [λήψη δειγμάτων].

6. Η απόφαση της παραγράφου 2 του άρθρου 9 εκδίδεται εντός 24 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. [φύλλα ελέγχου].

7. Η απόφαση της παραγράφου 3 του άρθρου 9 εκδίδεται εντός 18 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. [κατάταξη κινδύνου].

8. Η απόφαση της παραγράφου 2 του άρθρου 12 εκδίδεται εντός 18 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. [αξιολόγηση απόδοσης].

9. Το Προεδρικό Διάταγμα του άρθρου 13 εκδίδεται εντός 24 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. [πεδία εποπτείας - αρχές].

10. Οι κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου αποφάσεις μπορούν να περιλαμβάνονται σε ενιαία απόφαση εφόσον η τυπική ισχύς των κανονιστικών πράξεων είναι ίδια ή ανώτερη κι εφόσον τηρούνται οι ως άνω μέγιστες προθεσμίες ακόμη κι αν εκδίδονται νωρίτερα από την μέγιστη προθεσμία.

Άρθρο 25
Μεταβατικές διατάξεις


Με την επιφύλαξη της έκδοσης της δευτερογενούς νομοθεσίας και των αποφάσεων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους, η εποπτεία ασκείται κατά τις επιταγές του παρόντος νόμου.

Εκκρεμείς υποθέσεις διεκπεραιώνονται με την κείμενη νομοθεσία που ίσχυε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Ως εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται οι υποθέσεις για τις οποίες έχει ξεκινήσει έστω μία πράξη εποπτείας οικονομικής δραστηριότητας ή προϊόντος με εντολή ελέγχου.

Με την έκδοση της δευτερογενούς νομοθεσίας και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εφαρμογή του παρόντος νόμου ή σε περίπτωση μη έκδοσής τους με την άπρακτη παρέλευση των προθεσμιών που τίθενται στο προηγούμενο άρθρο, καταργούνται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που έρχονται σε αντίθεση με τις επιταγές του παρόντος νόμου. Λοιπές διατάξεις που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις επιταγές του παρόντος νόμου και των κατ' εφαρμογή αυτού πράξεων, συνεχίζουν να ισχύουν.

Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης των προθεσμιών του προηγούμενου άρθρου, και εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παρέλευσης των προθεσμιών, τα αρμόδια υπουργεία υποχρεούνται να κωδικοποιήσουν σε υπουργική απόφαση τις διατάξεις νόμων, κανονιστικές πράξεις και ερμηνευτικές εγκυκλίους αρμοδιότητάς τους που έχουν καταργηθεί δυνάμει των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.

Μέχρι την έκδοση του ΠΔ κατά το άρθρο 23 ως εποπτεύουσα αρχή νοείται η καθ' ύλην αρμόδια αρχή κατά την κείμενη νομοθεσία. Μετά την έκδοση του ΠΔ, οι αρχές εξειδικεύονται περαιτέρω κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23 και κατανέμονται αντίστοιχα οι δραστηριότητές τους για την εφαρμογή του παρόντος νόμου.

Τα οριζόμενα στο άρθρο 17 σχετικά με το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα και οι περαιτέρω ενέργειες των αρχών σε σχέση με αυτό ξεκινούν μετά τη θέση σε λειτουργία του ΟΠΣ-ΑΔΕ. Η θέση σε λειτουργία του ΟΠΣ-ΑΔΕ διαπιστώνεται με πράξη του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης.

Άρθρο 26 Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του παρόντος.

Πηγή: Taxheaven