Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου «Υπηρεσίες πληρωμών-Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ»

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου «Υπηρεσίες πληρωμών-Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ»

Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου
«Υπηρεσίες πληρωμών-Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ»


Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ

Α. Γενικό Μέρος

Με το σχέδιο νόμου που προτείνεται για ψήφιση ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των Οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ (L 337). Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών οφείλουν να εφαρμόσουν την πλειονότητα των διατάξεων της εν λόγω Οδηγίας από τις 13 Ιανουαρίου 2018.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αξιολογώντας τις ιδιαίτερα σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες που έχουν υλοποιηθεί στην αγορά πληρωμών, την ταχεία ανάπτυξη στον αριθμό των ηλεκτρονικών πληρωμών και των πληρωμών μέσω κινητού τηλεφώνου, την εμφάνιση νέων υπηρεσιών πληρωμών στην αγορά, εκτίμησε ότι αρκετά καινοτόμα προϊόντα ή υπηρεσίες πληρωμών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας. Προκειμένου να εξαλειφθούν τα προβλήματα αυτά, αναθεωρήθηκε η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών, η οποία ενσωματώθηκε με τον ν. 3862/2010 (άρθρα 1 έως 83, ΦΕΚ Α' 113), και θεσπίστηκαν νέοι κανόνες με την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ που θα εφαρμοστούν με το παρόν σχέδιο νόμου.

Σε σχέση με το υφιστάμενο πλαίσιο του ν. 3862/2010, το παρόν σχέδιο νόμου με το οποίο αυτός καταργείται και αντικαθίσταται, επιφέρει σημαντικές αλλαγές που αφορούν τα εξής σημεία:

■ διευρύνει το φάσμα των υπηρεσιών πληρωμών ώστε να λάβει υπόψη τις υπηρεσίες εκκίνησης πράξης πληρωμής και τις υπηρεσίες πληροφοριών λογαριασμού, οι οποίες μέχρι σήμερα ήταν αρρύθμιστες. Η ένταξή τους στο νέο θεσμικό πλαίσιο ενισχύει τη διαφάνεια και την ασφάλεια στην ενιαία αγορά και δημιουργεί ένα ισότιμο περιβάλλον παροχής υπηρεσιών πληρωμών σε όλους τους παρόχους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (εφεξής ΕΟΧ),

■ διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του πλαισίου περιλαμβάνοντας πράξεις πληρωμής με τρίτες χώρες όταν ο ένας από τους δύο παρόχους βρίσκεται στον ΕΟΧ. Πιο συγκεκριμένα, αυξάνεται η διαφάνεια των συναλλαγών καθώς και τα δικαιώματα των καταναλωτών όταν πραγματοποιούν πράξεις πληρωμής εκτός ΕΟΧ (και το αντίστροφο) για το μέρος της πληρωμής που εκτελείται στον ΕΟΧ και όταν διενεργούν πληρωμές σε νομίσματα κρατών που δεν ανήκουν στον ΕΟΧ, καθώς με το προηγούμενο πλαίσιο ρυθμίζονταν μόνο πληρωμές εντός ΕΟΧ και νομίσματα κρατών μελών του ΕΟΧ,

■ επικαιροποιεί τις εξαιρούμενες υπηρεσίες πληρωμών με στόχο τη νομική σαφήνεια, την ενίσχυση της διαφάνειας και τη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου μέχρι σήμερα είχαν υιοθετηθεί διαφορετικές προσεγγίσεις και είχαν πιθανώς δημιουργήσει στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό,

■ ενισχύει τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών του ΕΟΧ,

■ εισάγει ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας για όλους τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Η προστασία του καταναλωτή αυξάνεται ενάντια στην απάτη και σε άλλες παράνομες πράξεις με τα νέα μέτρα ασφαλείας,

■ καθιερώνει την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να θεσπίζουν διαδικασίες για τη διαχείριση παραπόνων καθώς και προθεσμίες για την επίλυσή τους.

Η θέσπιση των νέων διατάξεων θα οδηγήσει σε αύξηση του ανταγωνισμού στην αγορά των πληρωμών ενώ οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να φροντίσουν αναπόφευκτα να προβούν σε αντίστοιχες αλλαγές και προσαρμογές των συστημάτων που διαθέτουν καθώς και σε αλλαγή των εντύπων και αναθεώρηση των διαδικασιών που χρησιμοποιούν.

Ακολουθώντας την αλληλουχία των ρυθμίσεων της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, το παρόν σχέδιο νόμου διαρθρώνεται σε έξι (VI) Τίτλους.

Ο Τίτλος Ι «Σκοπός, αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί» (άρ. 1-4) αποτυπώνει τον σκοπό της παρούσας νομοθετικής πρωτοβουλίας, που είναι η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ. Επιπλέον, αναφέρεται το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου, οι εξαιρούμενες υπηρεσίες πληρωμών από την εφαρμογή του σχεδίου νόμου, αλλά και οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται.

Ο Τίτλος ΙΙ «Πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών» (άρ. 5-37) αποτελείται από 2 Κεφάλαια. Το Κεφάλαιο 1 «Ιδρύματα πληρωμών» (άρ. 5-34), καθορίζει νέους όρους και προϋποθέσεις, αυστηρότερους σε σχέση με το ισχύον και καταργούμενο δίκαιο του ν. 3862/2010, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας των ιδρυμάτων πληρωμών καθώς και τις προϋποθέσεις για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους, προσθέτει διατάξεις για την απόκτηση, αύξηση ή μείωση ειδικών συμμετοχών, εισάγει νέους κανόνες για την τήρηση μητρώου από την Τράπεζα της Ελλάδος καθώς επίσης και την υποχρέωση ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (εφεξής ΕΑΤ) η οποία πρόκειται να συστήσει και να διαχειρίζεται μητρώο για τα αδειοδοτημένα και εγγεγραμμένα σε εθνικά μητρώα ιδρύματα πληρωμών, θεσπίζει τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και διασφάλισης των ιδρυμάτων πληρωμών, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων για την κεφαλαιακή επάρκεια (αρχικό κεφάλαιο και ίδια κεφάλαια) των εν λόγω ιδρυμάτων, και καθορίζει τις υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών των ιδρυμάτων πληρωμών (Τμήμα 1). Επίσης, προβλέπονται εκ νέου, καθώς αντίστοιχες διατάξεις υπήρχαν στο ν. 3862/2010, θέματα ευθύνης και τήρησης αρχείου, η διαδικασία για τον ορισμό αντιπροσώπων και την ίδρυση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από ίδρυμα πληρωμών που εδρεύει στην Ελλάδα, ενώ για την εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτους στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη μέλη εισάγεται ειδική πρόβλεψη (Τμήμα 2).

Σε ό, τι αφορά στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρχών που έχουν οριστεί το σχέδιο νόμου ακολουθείται το πρότυπο του ν. 3862/2010. Η Τράπεζα της Ελλάδος (Τμήμα 3) παραμένει αρμόδια εποπτική αρχή για την αδειοδότηση και την εποπτεία ιδρυμάτων πληρωμών και ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως 37 (ορισμένοι κανόνες εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος). Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται αρμόδια για την εφαρμογή και τον έλεγχο συμμόρφωσης με ορισμένες νέες διατάξεις που εισάγονται με το παρόν σχέδιο νόμου, ήτοι με την παράγραφο 6 του άρθρου 68 και άρθρα 94 έως 96 του Τίτλου IV. Μεταξύ αυτών των αρμοδιοτήτων, περιλαμβάνεται η αρμοδιότητα ελέγχου εφαρμογής των απαιτήσεων για την ισχυρή ταυτοποίηση πελατών, καθώς και δύο νέες αρμοδιότητες οι οποίες συνίστανται στην αξιολόγηση αναφορών σχετικά με: α) περιστατικά που σχετίζονται με ενδεχόμενη μη εγκεκριμένη ή απατηλή πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών, και β) ουσιώδη λειτουργικά συμβάντα ή συμβάντα που αφορούν την ασφάλεια (παράγραφος 6 του άρθρου 68 και παράγραφος 2 του άρθρου 95 αντίστοιχα του Τίτλου IV). Βάσει αυτών των αναφορών δύναται να αναλάβει κατάλληλη δράση εφόσον συντρέχει περίπτωση. Πέραν των ανωτέρω, η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται αρμόδια και για την παραλαβή και τη διαχείριση καταγγελιών επί υποθέσεων παραβίασης αποκλειστικά των άρθρων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.

Για τα λοιπά άρθρα αρμόδια ορίζεται η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης (εφεξής ΓΓΕΠΚ) η οποία συνεχίζει να ελέγχει την τήρηση των διατάξεων περί διαφάνειας των όρων και απαιτήσεων ενημέρωσης που διέπουν τις υπηρεσίες πληρωμών (Τίτλος ΙΙΙ) και περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σχετικά με την παροχή και τη χρήση υπηρεσιών πληρωμών (Τίτλος IV), εκτός από τις ανωτέρω διατάξεις που αναφέρονται σε αρμοδιότητες της Τράπεζα της Ελλάδος (παράγραφος 6 του άρθρου 68 και άρθρα 94 έως 96). Επίσης, σχετικά με τα ανωτέρω άρθρα η ΓΓΕΠΚ διατηρεί επίσης την αρμοδιότητα για τη διαχείριση καταγγελιών σύμφωνα με το άρθρο 97, της επίλυσης διαφορών σύμφωνα με τα άρθρα 99 και 100, καθώς και της επιβολής κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 101.

Παράλληλα, στο Τμήμα 3 θεσπίζονται νέες διατάξεις για την επιβολή κυρώσεων και τη λήψη μέτρων και εξειδικεύεται περαιτέρω η διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τα οποία αφορούν τα ιδρύματα πληρωμών και τους παρόχους υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος- μέλος του ΕΟΧ («ευρωπαϊκά διαβατήρια») κι επιθυμούν να παρέχουν διασυνοριακά υπηρεσίες πληρωμών. Επίσης, ρυθμίζει εκ νέου, καθώς αντίστοιχες διατάξεις υπήρχαν στο ν. 3862/2010, το επαγγελματικό απόρρητο, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος άλλων εθνικών ή ενωσιακών αρχών στις οποίες προστίθεται η ΕΑΤ. Επιπρόσθετα, εισάγονται ρυθμίσεις για την επίλυση διαφορών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, για τις οποίες μπορεί να ζητείται η συνδρομή της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, καθώς και για τη λήψη μέτρων στο πλαίσιο αυτό που μπορούν να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές, τα οποία πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένα και να κοινοποιούνται στον εμπλεκόμενο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών. Στο Τμήμα 3 του Κεφαλαίου 1 περιγράφονται, περαιτέρω, οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των εκάστοτε αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προέλευσης και του κράτους-μέλους υποδοχής, καθώς και ο τρόπος συνεργασίας μεταξύ των κατά περίπτωση αρμοδίων αρχών. Οι προβλεπόμενες διατάξεις ασκούνται και εκ μέρους της ΓΓΕΠΚ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης για τη λήψη αναγκαίων μέτρων ως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους προέλευσης ή υποδοχής, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς της σύμφωνα με το παρόν σχέδιο νόμου. Επιπλέον, προβλέπεται ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας για τους παρόχους υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού λόγω της ειδικής φύσης της ασκούμενης δραστηριότητας και των κινδύνων που συνδέονται με την εν λόγω παροχή υπηρεσιών (Τμήμα 4).

Ακολούθως, το Κεφάλαιο 2 «Κοινές Διατάξεις» του Τίτλου ΙΙ (άρ. 35-37) ρυθμίζει την πρόσβαση που έχουν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών στα συστήματα πληρωμών και την πρόσβαση των ιδρυμάτων πληρωμών στους λογαριασμούς πληρωμών που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα, ενώ απαγορεύει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ούτε είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ούτε εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος σχεδίου νόμου να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών. Επιπλέον, επιβάλλεται η υποχρέωση γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, εκ μέρους των παρόχων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος σχεδίου νόμου δυνάμει των υποπερ. i) και ii) της περ. ια) ή της περ. ιβ) του άρθρου 3 αυτού, για τη συμμόρφωση τους με τα κατά περίπτωση όρια που καθορίζονται στο παρόν σχέδιο νόμου προκειμένου να επαληθεύεται η δυνατότητα ισχύος της εξαίρεσής τους.

Ο Τίτλος ΙΙΙ «Διαφάνεια των όρων και απαιτήσεις ενημέρωσης που διέπουν τις υπηρεσίες πληρωμών» (άρ. 38-60), ο οποίος απαρτίζεται από 4 Κεφάλαια, ακολουθεί τις βασικές ρυθμίσεις του ν. 3862/2010 επί των ιδίων ζητημάτων τα οποία αφορούν τόσο τις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής όσο και τις πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο. Εντούτοις, εισάγονται νέες διατάξεις, ενδεικτικά σε ότι αφορά την παροχή πληροφοριών από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στον πληρωτή και, όπου απαιτείται, στον δικαιούχο, όταν η εκκίνηση εντολής πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής αμέσως μετά από την εκκίνηση της εντολής πληρωμής (άρ. 46), καθώς επίσης και την παροχή των στοιχείων ταυτοποίησης της πράξης πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή εφόσον συντρέχει περίπτωση (άρ. 47). Επίσης, ο πληρωτής υποχρεούται να πληρώσει για τις επιβαρύνσεις αναφορικά με τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών που επιβάλλεται από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή από άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην πράξη μόνο εάν του γνωστοποιήθηκε ολόκληρο το ποσό πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής.

Η επιβολή των εν λόγω επιβαρύνσεων για τη χρήση οιουδήποτε μέσου πληρωμών απαγορεύεται πλέον να πραγματοποιείται εκ μέρους των δικαιούχων εις βάρος των πληρωτών (άρ. 60 όπως επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 62).

Ακολούθως, ο Τίτλος IV «Δικαιώματα και υποχρεώσεις σχετικά με την παροχή και τη χρήση υπηρεσιών πληρωμών» (άρ. 61-101) απαρτίζεται από 6 Κεφάλαια, περιλαμβάνει παρόμοιου περιεχομένου διατάξεις που αποτελούσαν αντίστοιχα ενσωμάτωση της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ. Ωστόσο, εισάγονται επίσης νέες διατάξεις αναφορικά με την επιβεβαίωση διαθεσιμότητας χρηματικών ποσών (αρ.65), την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών σε περίπτωση υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής (αρ. 66), την πρόσβαση και χρήση των πληροφοριών λογαριασμού πληρωμών στην περίπτωση χρήσης υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού (αρ. 67), τους περιορισμούς στη χρήση μέσου πληρωμών και στην πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών (άρ. 68), την υποχρέωση ειδοποίησης και αποκατάστασης σε σχέση με μη εγκεκριμένες ή εσφαλμένα εκτελεσθείσες πράξεις πληρωμής (άρ. 71), την ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής (άρ. 73 και 74), τις πράξεις πληρωμής όπου το ποσό δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό (άρ. 75), την επιστροφή χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής που εκκινούνται από δικαιούχο ή μέσω αυτού (άρ. 76), το αίτημα επιστροφής χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής που εκκινούνται από δικαιούχο ή μέσω αυτού (άρ. 77), την ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής (άρ. 88), την ευθύνη στην περίπτωση των υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής (άρ. 89). Με το Κεφάλαιο 5 του Τίτλου IV (άρ. 94-96) απαιτείται πλέον από όλους τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να αξιολογούν τους λειτουργικούς κινδύνους, τους κινδύνους ασφαλείας και τα μέτρα που λαμβάνουν σε ετήσια βάση και να εφαρμόζουν ισχυρή ταυτοποίηση πελάτη σε καθορισμένες περιπτώσεις. Επίσης, με ειδικότερες διατάξεις καθιερώνεται η καταγγελία παραβάσεων ή ενδεχομένων παραβάσεων, καθώς και η εξωδικαστική επίλυση διαφορών μέσω φορέων επιφορτισμένων με την υποβολή καταγγελιών.

Ο Τίτλος V «Υποχρέωση ενημέρωσης των καταναλωτών για τα δικαιώματα του» (άρ. 102) εισάγει νέα υποχρέωση ενημέρωσης των καταναλωτών εκ μέρους της ΓΓΕΠΚ και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών σχετικά με το φυλλάδιο για τα δικαιώματά τους, το οποίο θα καταρτίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 106 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ.

Ο Τίτλος VI «Τελικές και μεταβατικές διατάξεις» (άρ. 103-109) περιέχει τις μεταβατικές διατάξεις για τα ιδρύματα πληρωμών και για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τις τελικές και καταργούμενες διατάξεις και καθορίζει την έναρξη ισχύος του παρόντος σχεδίου νόμου. Ειδικότερα, τα άρθρα 105 έως 107 περιλαμβάνουν τις τροποποιήσεις των νόμων 2251/1994, 4021/2011 και 4261/2014, με τους οποίους ενσωματώθηκαν στην ελληνική νομοθεσία οι αντίστοιχες Οδηγίες (2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ). Οι τροποποιήσεις αυτές είναι αναγκαίες, προκειμένου το περιεχόμενο των περιεχόμενο των διατάξεών τους να συμβαδίζει με το σχέδιο το παρόν σχέδιο νόμου.

Παρακάτω παρατίθεται η ανάλυση των διατάξεων του σχεδίου νόμου.

Β. Επί των άρθρων

Το άρθρο 1 αναφέρεται στο αντικείμενο και το σκοπό του σχεδίου νόμου που είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των Οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ (EE L 337). Περαιτέρω, προσδιορίζονται οι κατηγορίες παρόχων υπηρεσιών πληρωμών οι οποίες εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου.

Στο άρθρο 2, τίθεται το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου. Ειδικότερα, οι Τίτλοι ΙΙΙ και IV εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται σε νόμισμα κράτους μέλους εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ενώ επιμέρους διατάξεις του σχεδίου νόμου εφαρμόζονται, επίσης, σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται: α) είτε σε νόμισμα που δεν αντιστοιχεί σε κράτος μέλος, όταν τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής, βρίσκονται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, σε ό,τι αφορά τα μέρη της πράξης πληρωμής που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη, είτε β) σε όλα τα νομίσματα όταν μόνο ο ένας από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών βρίσκεται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, σε ό,τι αφορά τα μέρη της πράξης πληρωμής που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη.

Με τις διατάξεις του άρθρου 3 εισάγονται οι υπηρεσίες πληρωμών που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου.

Στο άρθρο 4, παρατίθενται οι έννοιες τις οποίες λαμβάνουν οι όροι που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του παρόντος σχεδίου νόμου.

Η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 5 ρυθμίζει τους όρους για τη χορήγηση και διατήρηση της άδειας λειτουργίας ιδρυμάτων πληρωμών, θεσμοθετώντας τα κατάλληλα εχέγγυα και τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ώστε να διασφαλίζονται αφενός η σοβαρότητα και αφετέρου η ευρωστία αυτών, οι οποίες απαιτούνται για την προσήκουσα διεκπεραίωση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Οι αναλυτικά αναφερόμενοι στη συγκεκριμένη διάταξη όροι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και είναι ανάλογοι με τους λειτουργικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι εν λόγω οντότητες. Προς τούτο, προβλέπεται η ίδρυση και η λειτουργία αυτών με συγκεκριμένο νομικό τύπο, ο οποίος διασφαλίζει ένα υγιές καθεστώς αρχικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με μόνιμο κεφάλαιο. Στο πλαίσιο αυτό, εισάγονται - μεταξύ άλλων - συγκεκριμένες διαδικασίες για την αντιμετώπιση και την αποτροπή λειτουργικών κινδύνων, επιχειρηματικό σχέδιο, καταγεγραμμένη πολιτική ασφαλείας, καθώς επίσης συγκεκριμένο πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχοντας την καταλληλότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων για τη διαχείριση εργασιών του ιδρύματος πληρωμών. Η αρμόδια για την αδειοδότηση εποπτική αρχή, ήτοι η Τράπεζα της Ελλάδος, εξουσιοδοτείται να προσδιορίσει το περιεχόμενο της αίτησης άδειας λειτουργίας, καθώς επίσης να συγκεκριμενοποιήσει τις προϋποθέσεις και τη σχετική διαδικασία αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων στοιχείων και δικαιολογητικών που συνοδεύουν την εν λόγω αίτηση. Επικουρικοί όροι, συμπληρωματικές προϋποθέσεις και συνοδευτικά έγγραφα προς απόδειξη των προβλεπόμενων όρων και προϋποθέσεων δύνανται να εισαχθούν από την κανονιστικώς δρώσα Τράπεζα της Ελλάδος.

Στο άρθρο 6, κατ' αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα στο ν. 4261/2014 αναφορικά με την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, προβλέπεται ο έλεγχος κατά την απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε ίδρυμα πληρωμών, εφόσον υπερβεί συγκεκριμένα ποσοστά επί του μετοχικού κεφαλαίου ή επί των δικαιωμάτων ψήφου. Αντίστοιχη διαδικασία εισάγεται και κατά τη διάθεση των εν λόγω δικαιωμάτων, έτσι ώστε να μειωθεί κάτω από ορισμένα ποσοστά. Προς τούτο, ορίζεται η προηγούμενη ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εξουσιοδοτείται να ενεργήσει τόσο κανονιστικά, όσο και κυρωτικά. Η κανονιστική παρέμβαση συνίσταται στη διαμόρφωση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων έγκρισης των εν λόγω αποκτήσεων ή διαθέσεων, στη ρύθμιση των υποβαλλόμενων στοιχείων και δικαιολογητικών, στον ορισμό των υπόχρεων προσώπων, στην πρόβλεψη των κριτηρίων αξιολόγησης και των σχετικών προθεσμιών, καθώς επίσης στην πρόβλεψη κάθε άλλης αναγκαίας λεπτομέρειας ή διεκπεραιωτικής ρύθμισης. Η κυρωτική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος συνίσταται στη δυνατότητα αυτής να αντιταχθεί στις εν λόγω αποκτήσεις ή εκποιήσεις, να επιβάλλει κυρώσεις ή να λάβει μέτρα σε βάρος του υφιστάμενου ή του υποψήφιου μετόχου, αλλά και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των διευθυντικών στελεχών ή των υπευθύνων για τη διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών.

Στο άρθρο 7 καθορίζεται το ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο που απαιτείται από τα ιδρύματα πληρωμών κατά τη στιγμή της αδειοδότησης, το οποίο διαφοροποιείται ανάλογα με τις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται και κυμαίνεται από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ. Διευκρινίζεται ότι για την παροχή της νέας υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής το αρχικό κεφάλαιο ορίζεται σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ενώ για την υπηρεσία πληροφοριών λογαριασμού δεν απαιτείται αρχικό κεφάλαιο.

Στο άρθρο 8 προβλέπεται το είδος και το πόσο των ελάχιστων απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων.

Στο άρθρο 9 ορίζεται ο τρόπος υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων πληρωμών, εξαιρουμένων των ιδρυμάτων που παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμών και/ή των προσώπων που παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες πληροφοριών λογαριασμού, οι οποίοι λόγω της φύσης της εργασίας τους απαλλάσσονται από τον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ο υπολογισμός υλοποιείται σύμφωνα με τη μέθοδο που η Τράπεζα της Ελλάδος θα επιλέξει, μεταξύ των τριών διαφορετικών μεθόδων που παρέχει το σχέδιο νόμου. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί υψηλότερο ή να επιτρέψει χαμηλότερο ποσό ιδίων κεφαλαίων από αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται, βασιζόμενη στην αξιολόγηση των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος πληρωμών.

Στο άρθρο 10 καθορίζονται οι αρχές και οι απαιτήσεις διασφάλισης που υποχρεούνται να εφαρμόζουν τα ιδρύματα πληρωμών που παρέχουν οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών του σχεδίου νόμου, εξαιρουμένων των υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών και/ ή πληροφοριών λογαριασμού, για τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση των πράξεων άμεσης ή μελλοντικής πληρωμής. Ειδικότερα, καθιερώνεται η αρχή του διαχωρισμού των χρηματικών ποσών μεταξύ διαφορετικών χρηστών καθώς και από την περιουσία του ιδρύματος πληρωμών. Τα χρηματικά ποσά κατατίθενται σε λογαριασμό ή επενδύονται ασφαλώς ή καλύπτονται από ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση από ασφαλιστική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα που δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο με το ίδρυμα πληρωμών.

Με τη συγκεκριμένη πρόβλεψη του άρθρου 11 καθορίζεται - σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 - η παροχή άδειας λειτουργίας, προκειμένου να δύναται να ασκηθεί επιτρεπτώς η παροχή υπηρεσιών πληρωμών από ιδρύματα πληρωμών. Στο πλαίσιο αυτό, ρυθμίζονται οι ενέργειες και οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μεριμνά για την ορθή και συνετή διακυβέρνηση, την ορθολογική και άρτια οργάνωση, διαχείριση κινδύνων και πολιτική ασφαλείας, καθώς επίσης για την οικονομική ευρωστία των ιδρυμάτων πληρωμών. Στο πλαίσιο αυτό, προσδιορίζεται η ευρεία διακριτική ευχέρεια αυτής κατά την εκτίμηση των συγκεκριμένων προϋποθέσεων, γεγονός που καθιστά δυνατή ακόμη και την άρνηση χορήγησης άδειας, εφόσον δεν έχει ληφθεί η κατάλληλη, προσήκουσα, πλήρης και ενδελεχής ενημέρωση προς τεκμηρίωση της πλήρωσης τούτων.

Το άρθρο 12 ρυθμίζει την προθεσμία για την έκδοση σχετικής απόφασης περί χορήγησης ή απόρριψης της αίτησης αδειοδότησης από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς επίσης τη δημοσιότητα αυτής.

Η προκείμενη ρύθμιση στο άρθρο 13 καθορίζει του λόγους ανάκλησης της χορηγηθείσας (είτε με το νεοεισαγόμενο, είτε με το προγενέστερο καθεστώς) άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών κατ' αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία περί προληπτικής εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων, ήτοι τον ν. 4261/2014. Η εν λόγω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος αιτιολογείται, κοινοποιείται στο εμπλεκόμενο ίδρυμα πληρωμών και δημοσιεύεται στο δικτυακό της τόπο και την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η διάταξη του άρθρου 14 καθορίζει το «εθνικό μητρώο» που τηρείται από την Τράπεζα της Ελλάδος αναφορικά με τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην ημεδαπή. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται ειδική μνεία των υπηρεσιών πληρωμών για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ή για τις οποίες ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει εγγραφεί σε αυτό. Το μητρώο είναι διαθέσιμο στο κοινό, προσβάσιμο ηλεκτρονικά και ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποκλείεται η ανάρτηση πρόσθετης πληροφόρησης στο διαδικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος.

Με την προκείμενη ρύθμιση στο άρθρο 15 καθορίζεται η συνεργασία της Τράπεζας της Ελλάδος με την ΕΑΤ αναφορικά με τη διαμόρφωση, ενημέρωση και επικαιροποίηση του ηλεκτρονικού κεντρικού μητρώου που τηρεί η τελευταία. Η κοινοποίηση των αναγκαίων πληροφοριών οφείλει να λαμβάνει χώρα χωρίς καθυστέρηση.

Το άρθρο 16 επιβάλλει στα ιδρύματα πληρωμών την τήρηση σε διαρκή βάση όλων εκείνων των προϋποθέσεων, βάσει των οποίων έλαβαν την άδεια λειτουργίας τους. Οποιαδήποτε μεταβολή αναφορικά με τις προϋποθέσεις ή τα δικαιολογητικά που απαριθμούνται από το άρθρο 5, πρέπει να κοινοποιείται άνευ υπαίτιας καθυστέρησης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Λοιπές λεπτομέρειες μπορούν να εξειδικευθούν με κανονιστική απόφαση της τελευταίας.

Με τη συγκεκριμένη πρόβλεψη του άρθρου 17 παρουσιάζονται οι λογιστικές απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις αναφορικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο των ιδρυμάτων πληρωμών. Ειδικότερα, οι ετήσιοι και οι ενοποιημένοι λογαριασμοί των ιδρυμάτων πληρωμών ελέγχονται από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες. Τα ιδρύματα πληρωμών παρέχουν λογιστικά στοιχεία και πληροφορίες για τις υπηρεσίες πληρωμών χωριστά από άλλες παρεχόμενες υπηρεσίες, για τα οποία συντάσσεται έκθεση από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία.

Στο άρθρο 18 περιγράφονται οι πρόσθετες δραστηριότητες, πέραν των υπηρεσιών πληρωμών, που τα ιδρύματα πληρωμών δύνανται να ασκούν. Διευκρινίζεται ότι η τήρηση λογαριασμών πληρωμής και η αποδοχή χρηματικών ποσών για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, δραστηριότητες που αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος αντίστοιχα. Απαγορεύεται δε ρητά η αποδοχή καταθέσεων από ιδρύματα πληρωμών. Επίσης, δίνεται η δυνατότητα στα ιδρύματα πληρωμών να παρέχουν πιστώσεις στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών αποκλειστικά για την εκτέλεση πράξης πληρωμής και με περιορισμένο χρόνο αποπληρωμής μέχρι δώδεκα μήνες. Οι πιστώσεις απαγορεύεται να χορηγούνται από χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί για εκτέλεση συναλλαγών πληρωμής, ενώ τα ιδρύματα πληρωμών πρέπει να διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια για την άσκηση της δραστηριότητας χορήγησης πιστώσεων.

Με το άρθρο 19 ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία παροχής υπηρεσιών πληρωμών στην ημεδαπή από αντιπροσώπους και υποκαταστήματα ιδρυμάτων πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα. Η παροχή υπηρεσιών μέσω αντιπροσώπων στην Ελλάδα, προϋποθέτει την υποβολή στοιχείων στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία κατόπιν αξιολόγησης ενημερώνει για την εγγραφή αυτών ή μη στο αντίστοιχο μητρώο. Μετά την εγγραφή στο μητρώο οι αντιπρόσωποι δύνανται να παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών. Λοιπές λεπτομέρειες μπορούν να εξειδικεύονται με κανονιστική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στο άρθρο 20, με το οποίο ενσωματώνονται οι παράγραφοι 6 και 8 του άρθρου 19 και οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου 28 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτους, στην ημεδαπή και σε άλλα κράτη μέλη, από ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα. Σκοπός της υιοθέτησης αυτού του ξεχωριστού άρθρου για την εξωτερική ανάθεση είναι τόσο η αντιμετώπιση προβλημάτων ερμηνείας που ενδέχεται να δημιουργηθούν εάν ακολουθείτο η δομή της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, καθότι προσιδιάζει στην αντίστοιχη διάταξη του ν. 3862/2010 που ενσωμάτωσε την καταργούμενη Οδηγία, όσο και την καλύτερη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Οποιαδήποτε αλλαγή που επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και τα δικαιολογητικά που προβλέπονται σε σχέση με τα πρόσωπα στα οποία ανατίθενται εξωτερικά δραστηριότητες γνωστοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η εξωτερική ανάθεση να γίνεται με τρόπο που να βλάπτει ουσιαστικά την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών ή το εποπτικό έργο της Τράπεζας της Ελλάδος. Λοιπές λεπτομέρειες μπορούν να εξειδικεύονται με κανονιστική απόφαση της τελευταίας.

Με το άρθρο 21 ορίζεται η υποχρέωση των ιδρυμάτων πληρωμών να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των προσώπων στα οποία γίνεται εξωτερική ανάθεση προς τις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου. Περαιτέρω, στα ιδρύματα πληρωμών παραμένει η πλήρης ευθύνη για πράξεις που εκτελούνται από υπαλλήλους τους, αντιπροσώπους, υποκαταστήματα ή οντότητες στις οποίες έχουν κάνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων.

Η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 22 ρυθμίζει την τήρηση αρχείου για τους σκοπούς άσκησης εποπτείας επί ιδρυμάτων πληρωμών. Η διάρκεια τήρησης ανέρχεται σε πέντε έτη υπό την επιφύλαξη έτερης ειδικότερης πρόβλεψης.

Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση στο άρθρο 23 συγκεκριμενοποιείται η έκταση της αρμοδιότητας της αρμόδιας αρχής, ήτοι της Τράπεζας της Ελλάδος, εν αναφορά προς την παροχή άδειας λειτουργίας και την άσκηση εποπτείας επί ιδρυμάτων πληρωμών, αλλά και επί των λοιπών παρόχων υπηρεσιών πληρωμών. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος διαθέτει την αρμοδιότητα να επιληφθεί επί καταγγελιών που αφορούν σε παραβάσεις των άρθρων 7 έως 35, της παραγράφου 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 94 έως 96 από ιδρύματα πληρωμών και λοιπούς παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Πέραν τούτου, εξουσιοδοτείται, όπως προβεί στη ρύθμιση και εξειδίκευση όλων των θεμάτων που αφορούν στην εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και κάθε αναγκαίας σχετικής λεπτομέρειας. Οι εν λόγω αρμοδιότητες ασκούνται με Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου. Με τον αυτό τρόπο, υλοποιείται επίσης η προσαρμογή και συμμόρφωση προς κατευθυντήριες γραμμές, αποφάσεις, κανονισμούς, οδηγίες και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΤ, για θέματα που αφορούν τις κατά το παρόν σχέδιο νόμου αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος.

Η προκείμενη πρόβλεψη στο άρθρο 24 ρυθμίζει το περιεχόμενο των ελέγχων και των μέτρων που δύναται να λάβει η Τράπεζα της Ελλάδος. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να ληφθούν, μεταξύ άλλων, και προκειμένου να εξασφαλισθεί η ύπαρξη επαρκών κεφαλαίων για τις υπηρεσίες πληρωμών, ιδίως όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή ενδέχεται να βλάψουν την οικονομική του ευρωστία. Τα μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την παροχή πληροφοριών, την πραγματοποίηση επιτόπιων ελέγχων, την έκδοση κατευθυντηρίων γραμμών ή συστάσεων, καθώς επίσης την ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Κατ' αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα από τον ν. 4261/2014 αναφορικά με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, προβλέπεται το αντικείμενο, το περιεχόμενο και το ύψος των δυνάμενων να επιβληθούν διοικητικών κυρώσεων σε βάρος των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, καθώς επίσης σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και σε βάρος άλλων προσώπων τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση, πράξη ή παράλειψη, εφόσον αυτή έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί. Οι εν λόγω κυρώσεις αφορούν σε παραβάσεις των προβλέψεων που έχουν ανατεθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 23 στον κύκλο αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η συγκεκριμένη κυρωτική αρμοδιότητα αφορά και τους λοιπούς παρόχους υπηρεσιών πληρωμών (δηλαδή πέραν των ιδρυμάτων πληρωμών) προκειμένου να καλυφθούν παραβάσεις διατάξεων των Τίτλων ΙΙΙ και IV της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, στο μέτρο που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος (ήτοι της παραγράφου 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 95 έως 97), προκειμένου να διασφαλιστεί η αναγκαία μέγιστη αποτελεσματικότητα του εν λόγω νομοθετήματος του παράγωγου ενωσιακού δικαίου. Ομοίως προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων ή λήψης μέτρων για την περίπτωση παραβάσεων των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών. Επιπροσθέτως, θεσπίζονται ποινικές κυρώσεις για τον Διοικητή, τον Πρόεδρο, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τους ελεγκτές, τους αρμόδιους διευθυντές και τους υπαλλήλους, κάθε παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, εφόσον προβαίνουν σε συγκεκριμένες ιδιαίτερης βαρύτητας παραβάσεις προς τον σκοπό παρεμπόδισης της άσκησης προληπτικής εποπτείας.

Η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 25 θεσπίζει το καθεστώς επαγγελματικού απορρήτου που διέπει την εποπτική δράση της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και των προσώπων που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των εμπειρογνωμόνων που ενεργούν εξ ονόματός της. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνονται δεόντως υπόψη, τηρουμένων των αναλογιών, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 54 του ν. 4261/2014.

Στο άρθρο 26, κατ' αντιστοιχία προς τα οριζόμενα από τον ν. 4261/2014, προβλέπεται ότι οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ' εφαρμογή του παρόντος σχεδίου νόμου και των κανονιστικών πράξεων αυτής υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Το άρθρο 27 εισάγει εξαιρέσεις στο καθεστώς του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπει το παρόν σχεδίου νόμου, ρυθμίζοντας την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα αφενός στην Τράπεζα της Ελλάδος και τη ΓΓΕΠΚ και αφετέρου σε έτερες αρχές της ημεδαπής και της αλλοδαπής προς τον σκοπό ομαλής και απρόσκοπτης συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό ρυθμίζεται η συνεργασία και με ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η ΕΑΤ.

Η διάταξη του άρθρου 28 εξουσιοδοτεί την Τράπεζα της Ελλάδος και τη ΓΓΕΠΚ - κατά τον λόγο των αρμοδιοτήτων τους - όπως παραπέμψουν συγκεκριμένο θέμα στην ΕΑΤ και όπως ζητήσουν τη συνδρομή της, εφόσον θεωρούν ότι η διασυνοριακή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους δεν είναι σύμφωνη με τις σχετικές προϋποθέσεις των άρθρων 26, 28, 29, 30 ή 31 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος και η ΓΓΕΠΚ υποχρεούνται να αναβάλλουν την έκδοση απόφασης εν αναμονή επίλυσης του θέματος από την ΕΑΤ βάσει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Σύμφωνα με το άρθρο 29, με το οποίο ενσωματώνεται το άρθρο 28 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, τα ιδρύματα πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτη-μέλη του ΕΟΧ προβλέπεται ότι μπορούν να ασκούν, σε ολόκληρο τον ΕΟΧ, το σύνολο ή μέρος των υπηρεσιών πληρωμών για τις οποίες έχουν αδειοδοτηθεί. Προς τούτο, με το άρθρο αυτό θεσμοθετείται για τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα το πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης και το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών πληρωμών σε άλλα κράτη μέλη του ΕΟΧ. Η άσκηση αυτών των δικαιωμάτων θα πραγματοποιείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και με τον σχετικό κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου 28 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ. Τα ιδρύματα πληρωμών ενημερώνουν την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για κάθε τυχόν μεταβολή που επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και τα δικαιολογητικά που προβλέπονται

Το άρθρο 30 ενσωματώνεται, επίσης, το άρθρο 28 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ και προβλέπει τους όρους τους προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών πληρωμών, τον ορισμό αντιπροσώπων και την ίδρυση υποκαταστημάτων στην ημεδαπή από ιδρύματα πληρωμών με έδρα σε άλλα κράτη μέλη του ΕΟΧ. Η εν λόγω διαδικασία, όπου η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί ως αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, θα συμπληρωθεί και από κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου 28 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ.

Στο άρθρο 31 περιγράφονται οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΓΓΕΠΚ, λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο 4 του άρθρου 98 του παρόντος σχεδίου νόμου, είτε ως αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης είτε ως αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, να διενεργούν ελέγχους σε ιδρύματα πληρωμών με έδρα σε άλλο κράτος μέλος ή στην Ελλάδα αντίστοιχα που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών στην ημεδαπή ή σε άλλο κράτος μέλος, είτε ασκώντας το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, προκειμένου να διασφαλισθεί η ανεμπόδιστη άσκηση των αρμοδιοτήτων και των δύο αρχών στην Ελλάδα. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, μπορεί και για λόγους σταθερότητας του ελληνικού χρηματοοικονομικού συστήματος να διενεργεί ελέγχους και να απαιτεί πληροφόρηση σχετικά με τις δραστηριότητές τους από ιδρύματα πληρωμών σε άλλα κράτη μέλη που λειτουργούν μέσω αντιπροσώπων και υποκαταστημάτων στην ημεδαπή. Περαιτέρω, θεσπίζεται η ιδιαίτερη υποχρέωση για ανταλλαγή πληροφοριών που αφορούν σχετικές ή ουσιώδεις πληροφορίες μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος ή της ΓΓΕΠΚ και των αρμόδιων αρχών άλλων κρατών μελών καθώς και η δυνατότητα της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΓΓΕΠΚ, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους, να μπορούν να απαιτούν πληροφόρηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα από το εκάστοτε υποκατάστημα ή αντιπρόσωπο ιδρύματος πληρωμών με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που δραστηριοποιείται στην ημεδαπή σχετικά με τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα για σκοπούς στατιστικούς, ενημερωτικούς ή ελέγχου συμμόρφωσης με τις διατάξεις των Τίτλων III, IV και V. Επισημαίνεται ότι με την παράγραφο 7 επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων και στα πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να καλυφθούν περιπτώσεις σχετικές με την εφαρμογή της παραγράφου 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 95 έως 97 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ. Τέλος, τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα σε άλλα κράτη μέλη που λειτουργούν στην Ελλάδα μέσω αντιπροσώπου ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επικοινωνίας στην Ελλάδα, προκειμένου να διευκολύνεται ο έλεγχος της συμμόρφωσης των Τίτλων III και IV εκ μέρους των αρμόδιων αρχών κρατών μελών προέλευσης, της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΓΓΕΠΚ, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους. Η εν λόγω υποχρέωση θα συμπληρωθεί και από κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 29 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ.

Στο άρθρο 32 προβλέπεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ή η ΓΓΕΠΚ, ενεργώντας είτε ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης είτε ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής συνεργάζονται, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, με τις αρχές άλλων κρατών μελών, προκειμένου να ληφθούν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης προβλέπεται η δυνατότητα της Τράπεζας της Ελλάδος να λαμβάνει προληπτικά μέτρα σε βάρος ιδρυμάτων πληρωμών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ενόσω εκκρεμεί η λήψη αντίστοιχων προληπτικών μέτρων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνοντας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές του κάθε εμπλεκόμενου κράτους- μέλους προέλευσης. Με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω αρμοδιοτήτων προκειμένου να καλυφθούν περιπτώσεις σχετικές με την εφαρμογή των Τίτλων Ill, IV και V της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ σε πιστωτικά ιδρύματα.

Στο άρθρο 33 θεσπίζεται η υποχρέωση να αιτιολογείται επαρκώς κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή των άρθρων 24, 29, 30, 31 ή 32 του σχεδίου νόμου και να κοινοποιείται στον εμπλεκόμενο, κατά περίπτωση, πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

Με το άρθρο 34 εισάγεται νέο άρθρο που αφορά τους κανόνες προληπτικής εποπτείας της νέας κατηγορίας παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού.

Στο άρθρο 35 ρυθμίζεται η πρόσβαση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου, στα συστήματα πληρωμών.

Στο άρθρο 36 καθορίζεται η δυνατότητα πρόσβασης των ιδρυμάτων πληρωμών σε λογαριασμούς πληρωμών που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα.

Στο άρθρο 37 απαγορεύεται σε πρόσωπα που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ή που δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών. Σε αντίθετη περίπτωση επιβάλλονται κυρώσεις. Περαιτέρω, αναφέρεται η υποχρέωση γνωστοποίησης, εκ μέρους των ενδιαφερομένων παρόχων, στην Τράπεζα της Ελλάδος των υπηρεσιών πληρωμών των υποπερ. i) και ii) της περ. ια) και της περ. ιβ) του άρθρου 3 του σχεδίου νόμου, οι οποίες εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής αυτού εφόσον πληρούνται τα σχετικά καθοριζόμενα κριτήρια. Εν συνεχεία οι εν λόγω πάροχοι εγγράφονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14 και ενημερώνεται η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 15. Λοιπές λεπτομέρειες μπορούν να εξειδικεύονται με κανονιστική απόφαση της τελευταίας.

Στο άρθρο 38 ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του Τίτλου III (άρθρα 38 έως 60) του σχεδίου νόμου σε μεμονωμένες πράξεις πληρωμής, σε συμβάσεις-πλαίσιο και σε πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από αυτές. Στις περιπτώσεις δε, που ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, δίνεται η δυνατότητα στα συμβαλλόμενα μέρη να συμφωνήσουν τη μη εφαρμογή μέρους ή του συνόλου του εν λόγω τίτλου. Επίσης, διευκρινίζεται ότι γίνεται χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 2 του άρθρου 38 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ για την εφαρμογή του Τίτλου III του σχεδίου νόμου και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στους καταναλωτές.

Στο άρθρο 39 προβλέπεται ότι στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4θ του ν. 2251/1994 (Α' 191) (Οδηγία 2002/65/ΕΚ), οι διατάξεις περί πληροφόρησης της περ. α) της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, εκτός των σημείων 3 έως 7 της υποπερ. ii), των σημείων 1, 4 και 5 της υποπερ. iii), και του σημείου 2 της υποπερ. iv) της ανωτέρω περ. α), αντικαθίστανται από τα άρθρα 44, 45, 51 και 52 του σχεδίου νόμου, χωρίς οι διατάξεις του Τίτλου III να θίγουν οποιαδήποτε διάταξη του ενωσιακού δικαίου που περιλαμβάνει επιπλέον απαιτήσεις περί προηγούμενης ενημέρωσης.

Στο άρθρο 40 καθορίζονται οι χρεώσεις που δύναται να επιβάλλει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την παροχή πληροφοριών.

Στο άρθρο 41 διευκρινίζεται ότι το βάρος απόδειξης για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις πληροφόρησης έχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών.

Στο άρθρο 42 προσδιορίζονται οι περιπτώσεις παρέκκλισης από τις απαιτήσεις πληροφόρησης όταν πρόκειται για μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα, και συγκεκριμένα μέσα πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σχετική σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα τριάντα (30) ευρώ ή είτε έχουν όριο δαπανών εκατόν πενήντα (150) ευρώ είτε αποθηκεύουν χρηματικά ποσά που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Όσον αφορά σε εγχώριες πράξεις πληρωμών, περιλαμβανόμενων των προπληρωμένων μεσών πληρωμών, τα ανωτέρω ποσά διπλασιάζονται.

Στο άρθρο 43 θεσπίζεται ότι στις μεμονωμένες πράξεις πληρωμών, οι οποίες δεν καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο, αλλά για τη διενέργεια τους διαβιβάζεται εντολή πληρωμής με μέσο πληρωμής που καλύπτεται από σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να παρέχει ή να καταστήσει διαθέσιμες πληροφορίες, οι οποίες έχουν ήδη δοθεί ή πρόκειται να δοθούν στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών βάσει της σύμβασης-πλαίσιο με άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

Στο άρθρο 44 καθορίζεται η υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να ενημερώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σχετικά με τις πληροφορίες και τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 45 του σχεδίου νόμου, σε ευπρόσιτη μορφή, και προτού ο τελευταίος δεσμευθεί από σύμβαση ή προσφορά μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμής. Σε περίπτωση που η σύμβαση παροχής μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών έχει συναφθεί με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως, η ανωτέρω υποχρέωση εκπληρώνεται αμέσως μετά από την εκτέλεση της πράξης πληρωμής. Η εν λόγω υποχρέωση δύναται να εκπληρώνεται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών ή του σχεδίου της εντολής πληρωμής, όπου και θα περιλαμβάνονται οι πληροφορίες και οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 45 του σχεδίου νόμου.

Στο άρθρο 45 περιλαμβάνονται οι πληροφορίες και οι όροι που υποχρεούται ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει ή να θέτει στη διάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, καθώς και τις πληροφορίες που υποχρεούται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, πριν από την εκκίνηση της πληρωμής.

Στο άρθρο 46 εισάγονται οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται αμέσως μετά την εκκίνηση της πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής προς τον πληρωτή και, όπου απαιτείται, στον δικαιούχο, στην περίπτωση που η εκκίνηση εντολής πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής.

Στο άρθρο 47 θεσπίζεται η υποχρέωση παροχής στοιχείων ταυτοποίησης από τον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή στην περίπτωση υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής.

Στο άρθρο 48 περιγράφονται οι πληροφορίες που παρέχονται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή στον πληρωτή μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής.

Στο άρθρο 49 καθορίζονται οι πληροφορίες που παρέχονται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου στον δικαιούχο μετά από την εκτέλεση της εντολής πληρωμής.

Στο άρθρο 50 καθορίζεται ότι το Κεφάλαιο 3 του Τίτλου ΙΙΙ (άρθρα 50 έως 58) του σχεδίου νόμου εφαρμόζεται στις πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από σύμβαση- πλαίσιο.

Στο άρθρο 51 προβλέπεται η υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, σε εύθετο χρόνο πριν αυτός δεσμευθεί από σύμβαση-πλαίσιο ή προσφορά, σε έντυπη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο, τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 52 του παρόντος σχεδίου νόμου. Περαιτέρω, ορίζεται ότι η διατύπωση των πληροφοριών και όρων πρέπει να είναι εύκολα κατανοητή, με σαφή και εύληπτη μορφή και στην ελληνική γλώσσα, εφόσον οι υπηρεσίες πληρωμών παρέχονται στην ημεδαπή ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες πληρωμής πληρωμών ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη. Επιπροσθέτως αναφέρεται ό,τι εάν, κατόπιν αίτησης αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, η σύμβαση-πλαίσιο έχει συναφθεί με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμμορφωθεί με την προηγούμενη παράγραφο 1, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εκπληρώνει την υποχρέωσή του σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης- πλαίσιο. Ορίζεται επιπλέον ό,τι οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 μπορούν επίσης να εκπληρώνονται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης-πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 52.

Στο άρθρο 52 αποτυπώνεται η υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών πληροφορίες και όρους σχετικά με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, τη χρήση των υπηρεσιών πληρωμών, για τις επιβαρύνσεις, τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, την επικοινωνία, για τις προφυλάξεις και τα διορθωτικά μέτρα, τις αλλαγές και τη λήξη της σύμβασης-πλαίσιο και για την επίλυση διαφορών.

Στο άρθρο 53 ορίζεται το δικαίωμα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, κατόπιν αιτήματός του, να λαμβάνει τους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαίσιο καθώς και τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 52 σε έντυπη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο.

Στο άρθρο 54 περιγράφονται οι όροι και οι προϋποθέσεις τροποποίησης της σύμβασης-πλαίσιο που έχουν συναφθεί μεταξύ των μερών. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει επίσης τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι, σε περίπτωση που απορρίψει τις αλλαγές αυτές, έχει το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση-πλαίσιο ατελώς χωρίς επιβάρυνση και με ισχύ από οποιαδήποτε χρονική στιγμή μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία θα είχε εφαρμοστεί η τροποποίηση.

Στο άρθρο 55 διατυπώνεται η δυνατότητα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να λύσει τη σύμβαση-πλαίσιο ανά πάσα στιγμή, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει προθεσμία προειδοποίησης η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον έναν (1) μήνα. Επίσης, καθορίζεται ότι η λύση της σύμβασης-πλαίσιο δεν προβλέπεται επιβάρυνση για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν αυτή η σύμβαση τελεί εν ισχύ για λιγότερο από έξι (6) μήνες. Εάν προβλεφθούν χρεώσεις για τη λύση της σύμβασης-πλαίσιο πρέπει να είναι εύλογες και σύμφωνες με το κόστος.

Στο άρθρο 56 εξειδικεύεται η πληροφόρηση που πρέπει να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών στον πληρωτή κατόπιν αιτήματος του τελευταίου πριν την εκτέλεση επιμέρους πράξης πληρωμής και της οποίας η εκκίνηση διενεργείται από τον πληρωτή και καλύπτεται από σύμβαση-πλαίσιο. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής υποχρεούται να παρέχει σαφείς πληροφορίες σχετικά με τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης, τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβληθούν από τον πληρωτή και ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των τυχόν επιβαρύνσεων.

Στο άρθρο 57 ορίζονται οι προϋποθέσεις της πληροφόρησης που πρέπει να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών στον πληρωτή μετά από τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή με το ποσό της επιμέρους πράξης πληρωμής ή, όταν ο πληρωτής δεν χρησιμοποιεί λογαριασμό πληρωμών, μετά την παραλαβή λήψη της εντολής πληρωμής και με τον τρόπο που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 51. Ειδικότερα η πληροφόρηση αφορά το στοιχείο αναφοράς που επιτρέπει στον πληρωτή να ταχτοποιήσει κάθε πράξη πληρωμής και κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο, το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή ή στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την εντολή πληρωμής, το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών, ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο πληρωτής όπου απαιτείται, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος και τέλος την ημερομηνία αξίας για τη χρέωση ή την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής. Επιπλέον καθορίζεται ότι η σύμβαση-πλαίσιο περιλαμβάνει όρο ότι ο πληρωτής μπορεί να απαιτεί οι πληροφορίες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο να παρέχονται ή να καθίστανται διαθέσιμες περιοδικά τουλάχιστον μία (1) φορά τον μήνα, χωρίς επιβάρυνση με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στον πληρωτή να αποθηκεύει και να αναπαράγει αυτούσιες τις πληροφορίες. Επιπρόσθετα, προβαίνοντας σε χρήση της διακριτικής ευχέρειας που μας παρέχει η παρούσα διάταξη, αποτυπώνεται η υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει πληροφορίες σε έντυπη μορφή ή άλλο σταθερό μέσο χωρίς επιβάρυνση τουλάχιστον μία (1) φορά ανά τρίμηνο, όπως ορίζεται αντιστοίχως με την παράγραφο 3 του άρθρου 44 και με την παράγραφο 3 του άρθρου 45 του ν. 3862/2010 και τον ν. 4465/2017 (Οδηγία 2014/92/ΕΕ). Κατ' αυτόν τον τρόπο, θα διασφαλίζεται η συνεκτικότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης και θα αποφεύγονται φαινόμενα σύγχυσης που θα μπορούσαν να προκληθούν από την παροχή πληροφοριών σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα.

Στο άρθρο 58 ορίζονται οι προϋποθέσεις της πληροφόρησης που πρέπει να παρέχεται στον δικαιούχο για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής. Καθορίζεται ότι μετά την εκτέλεση επιμέρους πράξης πληρωμής ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου παρέχει αμελλητί στον δικαιούχο, με τον τρόπο που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 51 πληροφορίες σχετικές με στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής, το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο πιστώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του δικαιούχου, το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών, ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο δικαιούχο, όπου απαιτείται, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν τη μετατροπή του νομίσματος και τέλος την ημερομηνία αξίας για την πίστωση. Περαιτέρω ορίζεται ότι η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες περιοδικά τουλάχιστον μία (1) φορά τον μήνα, με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στον δικαιούχο να αποθηκεύει και να αναπαράγει αυτούσιες τις πληροφορίες. Επιπρόσθετα αποτυπώνεται η υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει πληροφορίες σε έντυπη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο τουλάχιστον μία (1) φορά ανά τρίμηνο, χωρίς επιβάρυνση, ασκούντες κατ' αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα της αντίστοιχης διακριτικής ευχέρειας με το άρθρο 57 του σχεδίου νόμου, που απορρέει και από το συγκεκριμένο άρθρο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, θα διασφαλίζεται η συνεκτικότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης και θα αποφεύγονται φαινόμενα σύγχυσης που θα μπορούσαν να προκληθούν από την παροχή πληροφοριών σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα.

Στο άρθρο 59 παρέχονται οι διευκρινίσεις αναφορικά με το νόμισμα με το οποίο διενεργούνται οι πληρωμές. Ορίζεται πως οι πληρωμές διενεργούνται στο νόμισμα το οποίο έχουν συμφωνήσει τα μέρη. Περαιτέρω ορίζεται ότι όταν, πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής, προσφέρεται υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων σε αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές (ΑΤΜ), στο σημείο πώλησης ή εκ μέρους του δικαιούχου, το μέρος που προσφέρει την υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων στον πληρωτή υποχρεούται να του γνωστοποιήσει κάθε σχετική επιβάρυνση, καθώς και τη συναλλαγματική ισοτιμία που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μετατροπή. Τέλος, αποτυπώνεται η υποχρέωση του πληρωτή να αποδέχεται την παροχή της υπηρεσίας μετατροπής νομισμάτων πάνω σε αυτή τη βάση.

Στο άρθρο 60 προβλέπεται ενημέρωση του πληρωτή πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής σχετικά με τυχόν έκπτωση που προσφέρει ο δικαιούχος για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών. Ο δικαιούχος απαγορεύεται να προβαίνει σε οιαδήποτε επιβάρυνση. Περαιτέρω, όταν, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην πράξη πληρωμής επιβάλλει επιβάρυνση, το εν λόγω πρόσωπο ενημερώνει σχετικά τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής. Επιπλέον, αναφέρεται η υποχρέωση του πληρωτή να πληρώσει μόνο για τις επιβαρύνσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 εάν του γνωστοποιήθηκε ολόκληρο το ποσό πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής.

Στο άρθρο 61 ορίζεται το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Τίτλου IV (άρθρα 61 έως 101) του σχεδίου νόμου. Επίσης, διευκρινίζεται ότι γίνεται χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 3 του άρθρου 61 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ για την εφαρμογή των άρθρων 61 έως 101 και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στους καταναλωτές, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 100 του σχεδίου νόμου αναφορικά με τις διαδικασίες ΕΕΔ. Οι εν λόγω διαδικασίες δεν καταλαμβάνουν περιπτώσεις όπου διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου εφαρμόζονται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς οι διαδικασίες ΕΕΔ της Οδηγίας 2013/11/ΕΕ αφορούν αποκλειστικά τους καταναλωτές με τη στενή του όρου έννοια.

Στο άρθρο 62 θεσπίζονται διατάξεις για τις επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις. Ειδικότερα, καθιερώνεται η αρχή της μη χρέωσης του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την ενημέρωση ή τα διορθωτικά και προληπτικά μέτρα που οφείλει να λαμβάνει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 61 έως 101. Μόνο σε τρεις περιπτώσεις επιτρέπονται, κατ'εξαίρεση, χρεώσεις και, εφόσον έχουν αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας και είναι εύλογες και ανάλογες με το πραγματικό κόστος. Περαιτέρω, για πράξεις πληρωμής που παρέχονται εντός των κρατών μελών, όταν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών τόσο του πληρωτή όσο και του δικαιούχου ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής είναι εγκατεστημένοι σε αυτά, ο μεν δικαιούχος πληρώνει τις χρεώσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, ο δε πληρωτής πληρώνει τις χρεώσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών. Έτσι, δεν γίνεται χρήση της δυνατότητας αποκλειστικής κάλυψης των εξόδων μιας συναλλαγής πληρωμής από τον δικαιούχο ή τον πληρωτή. Οι δύο χρεώσεις που θα επιβάλλουν οι οικείοι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών στον πληρωτή και στο δικαιούχο μιας πράξης πληρωμής δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να είναι ισομερείς. Μάλιστα, δεν αποκλείεται μια από τις δύο χρεώσεις ή και οι δύο να είναι μηδενικές. Με το άρθρο αυτό θεσπίζονται άλλοι δύο σημαντικοί κανόνες στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του ανταγωνισμού στην αγορά των καρτών πληρωμών και ενθάρρυνσης της χρήσης αποτελεσματικών μέσων πληρωμών, αποτροπής της χρήσης μετρητών και μείωση των επιβαρύνσεων των υπηρεσιών πληρωμών. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν δικαιούται να θέτει περιορισμούς στο δικαίωμα του δικαιούχου να προσφέρει στον πληρωτή έκπτωση ή άλλως να τον κατευθύνει προς τη χρήση του συγκεκριμένου μέσου πληρωμών. Περαιτέρω, γίνεται χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 5 του άρθρου 62 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ και θεσπίζεται απαγόρευση στον δικαιούχο να ζητεί ή να επιβάλλει επιβαρύνσεις για τη χρήση οιουδήποτε μέσου πληρωμών, περιλαμβανομένων των μέσων πληρωμών στα οποία εφαρμόζονται διατραπεζικές προμήθειες δυνάμει του Κεφαλαίου ΙΙ του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 και των υπηρεσιών πληρωμών που διέπονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012. Η απαγόρευση αυτή είναι σύμφωνη με το άρθρο 4γ του ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών.

Με το άρθρο 63 προβλέπεται παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις ορισμένων διατάξεων για τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα εφόσον, σύμφωνα με τη σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα τριάντα (30) ευρώ ή έχουν όριο είτε δαπανών εκατόν πενήντα (150) ευρώ είτε αποθήκευσης χρηματικών ποσών έως εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Περαιτέρω, γίνεται χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 2 του άρθρου 63 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ για τις εγχώριες πράξεις πληρωμών και προβλέπεται διπλασιασμός των παραπάνω ποσών, ενώ για τα προπληρωμένα μέσα πληρωμών δεν γίνεται χρήση της διακριτικής ευχέρειας της ως άνω παραγράφου για αύξηση των παραπάνω ποσών έως πεντακοσίων (500) ευρώ. Επιπλέον, γίνεται χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 3 του άρθρου 63 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ για το ηλεκτρονικό χρήμα και θεσπίζεται παρέκκλιση στις περιπτώσεις που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε δέσμευση του λογαριασμού πληρωμών στον οποίο είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα ή σε αναστολή χρήσης του μέσου πληρωμών.

Στο άρθρο 64 ρυθμίζεται η διαδικασία συγκατάθεσης και ανάκλησης αυτής για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής, καθόσον σύμφωνα με τον βασικό κανόνα αυτού του άρθρου μια πράξη πληρωμής θεωρείται ως εγκεκριμένη, μόνον εφόσον ο πληρωτής έχει δώσει την συγκατάθεσή του στην εκτέλεσή της.

Στο άρθρο 65 αναφέρεται στην επιβεβαίωση διαθεσιμότητας χρηματικών ποσών σε λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, η οποία δίνεται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών έκδοσης καρτών πληρωμών για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής. Περαιτέρω, καθορίζονται τα εκατέρωθεν δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των προαναφερθέντων παρόχων.

Στο άρθρο 66 καθορίζονται οι κανόνες για την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών που τηρεί ο πληρωτής σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού από πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής στην περίπτωση χρήσης υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής. Περαιτέρω, καθορίζονται τα εκατέρωθεν δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των προαναφερθέντων προσώπων.

Στο άρθρο 67 περιγράφεται το πλαίσιο για την πρόσβαση και χρήση πληροφοριών σε λογαριασμό πληρωμών που τηρεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού από πάροχο υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού στην περίπτωση χρήσης υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού. Περαιτέρω, καθορίζονται τα εκατέρωθεν δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των προαναφερθέντων προσώπων.

Στο άρθρο 68 τίθενται οι περιορισμοί της χρήσης μέσων πληρωμών για λόγους ασφαλείας, μεταξύ των οποίων είναι ο καθορισμός ποσοτικού ορίου χρέωσης για τις πράξεις πληρωμών και το δικαίωμα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να αναστέλλει την χρήση του μέσου πληρωμών. Περαιτέρω, προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής της πρόσβασης σε λογαριασμούς πληρωμών που τηρούνται σε παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού από παρόχους υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ή παρόχους υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, για αντικειμενικά δικαιολογημένους και δεόντως τεκμηριωμένους λόγους που σχετίζονται με τη μη εγκεκριμένη ή απατηλή πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών, περιλαμβανομένης της μη εγκεκριμένης ή απατηλής εκκίνησης πράξης πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού υπέχει την υποχρέωση αναφοράς περιστατικών όπου αρνείται σε πάροχο υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού ή σε πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών, για αντικειμενικά δικαιολογημένους και δεόντως τεκμηριωμένους λόγους που σχετίζονται με τη μη εγκεκριμένη ή απατηλή πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών. Οι εν λόγω αναφορές υποβάλλονται στην Τράπεζα της Ελλάδος εφόσον η έδρα του παρόχου υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού ή του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής βρίσκεται στην Ελλάδα. Σε διαφορετική περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσίας εξυπηρέτησης λογαριασμού με έδρα στην Ελλάδα ενημερώνει την αρμόδια εποπτική αρχή όπως αυτή έχει οριστεί από την αντίστοιχη εθνική νομοθεσία που ενσωματώνει την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του ο εμπλεκόμενος πάροχος υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού ή παρόχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής. Όταν υποβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος η κατά τα ανωτέρω αναφορά, στην οποία περιέχονται οι λεπτομέρειες των περιστατικών και οι λόγοι για ανάληψη δράσης, προβαίνει στην αξιολόγηση της αναφοράς του περιστατικού και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα κατά το λόγο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 23.

Στο άρθρο 69 καθορίζονται οι υποχρεώσεις του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών αναφορικά με τη χρήση μέσων πληρωμών, μεταξύ των οποίων είναι η ασφαλής φύλαξη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας και η αμελλητί ειδοποίηση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σε περίπτωση απώλειας, κλοπής, ή μη εγκεκριμένης χρήσης του μέσου πληρωμών.

Στο άρθρο 70 θεσπίζονται οι υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών αναφορικά με μέσα πληρωμών, μεταξύ των οποίων είναι η απαγόρευση αποστολής μέσου πληρωμών χωρίς προηγούμενο αίτημα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν πρόκειται για αντικατάσταση υφιστάμενου μέσου πληρωμών. Επίσης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών πρέπει να παρέχει τα μέσα επικοινωνίας για να είναι δυνατή η γνωστοποίηση σε περίπτωση απώλειας, κλοπής, υπεξαίρεσης ή μη εγκεκριμένης χρήσης του μέσου πληρωμών. Το αρχείο των αναφορών απώλειας, κλοπής, υπεξαίρεσης ή μη εγκεκριμένης χρήσης των μέσων πληρωμών πρέπει να διατηρείται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών τουλάχιστον για δεκαοκτώ (18) μήνες.

Στο άρθρο 71 θεσπίζεται η υποχρέωση ειδοποίησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε σχέση με μη εγκεκριμένες ή εσφαλμένες πράξεις πληρωμής, προκειμένου να δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση ζημιάς που έχει υποστεί, εντός προθεσμίας δεκατριών (13) μηνών από την ημερομηνία χρέωσης του οικείου λογαριασμού πληρωμών. Στην περίπτωση που σε πράξη πληρωμής εμπλέκεται πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 73, της παραγράφου 1 του άρθρου 88 και του άρθρου 89 του σχεδίου νόμου, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών λαμβάνει αποκατάσταση ζημιάς που έχει υποστεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού.

Με το άρθρο 72, το βάρος απόδειξης της γνησιότητας και της ορθής εκτέλεσης πράξεων πληρωμής έχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, σε περίπτωση αμφισβήτησης και άρνησης του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι έχει εγκρίνει πράξη πληρωμής.

Στο άρθρο 73 θεσπίζεται η αρχή της ευθύνης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής. Ωστόσο, όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι πρόκειται για μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής που προκύπτει από δόλια συμπεριφορά του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, η οποία στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους που γνωστοποιούνται στη ΓΓΕΠΚ, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να είναι σε θέση να διενεργεί, εντός ευλόγου διαστήματος, έρευνα πριν από την τυχόν επιστροφή του χρηματικού ποσού στον πληρωτή.

Με το άρθρο 74, κατά παρέκκλιση του άρθρου 73 του σχεδίου νόμου, θεσπίζεται ευθύνη του πληρωτή μέχρι του ποσού των πενήντα (50) ευρώ, για τις ζημίες που σχετίζονται με τη διενέργεια μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, οι οποίες προκύπτουν είτε από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών είτε από υπεξαίρεσή του. Περαιτέρω, η ευθύνη του πληρωτή για ποσό πέραν των πενήντα (50) ευρώ προϋποθέτει δόλο ή βαριά αμέλεια. Το άρθρο 74 της Οδηγίας2015/2366/ΕΕ, και συγκεκριμένα το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1, παρέχει διακριτική ευχέρεια για περαιτέρω μείωση της ευθύνης του πληρωτή σε περίπτωση που δεν υφίσταται δόλος. Δεν γίνεται όμως χρήση της διακριτικής ευχέρειας, αφενός γιατί το ποσό των πενήντα (50) ευρώ είναι μικρό, αφετέρου επειδή ο πληρωτής είναι εξαιρετικά ευνοημένος με τη θέσπιση ευθύνης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και αντίστοιχα ευθύνης για τον πληρωτή.

Το άρθρο 75 αναφέρεται σε πράξεις πληρωμής που εκκινούνται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού με κάρτα πληρωμών και το ακριβές χρηματικό ποσό δεν είναι γνωστό κατά το χρονικό σημείο που ο πληρωτής συναινεί στην εκτέλεση αυτών των πράξεων πληρωμής.

Με το άρθρο 76 θεσπίζεται δικαίωμα του πληρωτή να ζητήσει επιστροφή χρηματικών ποσών για πράξη πληρωμής που εκκινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού (π.χ. άμεσες χρεώσεις), εφόσον το ποσό της πράξης πληρωμής προσδιορίστηκε από το δικαιούχο και υπερέβη το ποσό που ανέμενε εύλογα ο πληρωτής. Διευκρινίζεται ότι δεν γίνεται όμως χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 4 του άρθρου 76 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, το οποίο ενσωματώνεται με το παρόν άρθρο με την οποία παρέχεται διακριτική ευχέρεια επέκτασης των ευνοϊκότερων δικαιωμάτων επιστροφής χρηματικών ποσών στους πληρωτές για τις υπηρεσίες άμεσων χρεώσεων σε άλλα νομίσματα εκτός από το ευρώ καθότι αφορά τα κράτη μέλη του ΕΟΧ, των οποίων εθνικό νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

Στο άρθρο 77 καθορίζεται η διαδικασία και οι σχετικές προθεσμίες του αιτήματος επιστροφής χρηματικών ποσών σύμφωνα με το άρθρο 76 του σχεδίου νόμου.

Στο άρθρο 78 καθορίζεται ο χρόνος λήψης εντολής πληρωμής.

Το άρθρο 79 αναφέρεται στην άρνηση εντολών πληρωμής καθορίζοντας τη διαδικασία γνωστοποίησης από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε περίπτωση άρνησης εκτέλεσης της εντολής πληρωμής ή της εκκίνησης πράξης πληρωμής, εκτός αν αυτό απαγορεύεται από άλλες διατάξεις της νομοθεσίας, όπως οι διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Στο άρθρο 80 θεσπίζεται ο γενικός κανόνας του ανέκκλητου της εντολής πληρωμής, ενώ γίνεται επιπλέον αναφορά και στις, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα, περιπτώσεις ανάκλησης της εντολής πληρωμής και στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται.

Στο άρθρο 81 ρυθμίζεται η μεταφορά του πλήρους ποσού της συναλλαγής, από τον πληρωτή στον δικαιούχο χωρίς να αφαιρούνται επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου δύναται να χρεώσει σε αυτόν επιβαρύνσεις μόνο κατόπιν σχετικής συμφωνίας με τον δικαιούχο οπότε και εμφανίζεται ξεχωριστά στις πληροφορίες που παρέχονται στον δικαιούχο.

Στο άρθρο 82 ορίζεται το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 82 έως 86, ήτοι καθορίζονται τα είδη των πράξεων πληρωμής για τα οποία εφαρμόζονται τα ανωτέρω άρθρα.

Με τις διατάξεις του άρθρου 83 καθορίζεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή διασφαλίζει ότι μετά τη λήψη της εντολής (άρθρο 78) το ποσό της πράξης πληρωμής πιστώνεται στο λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου μέχρι το τέλος της επόμενης ημέρας. Για πράξεις πληρωμής που διενεργούνται σε έντυπη μορφή η ανωτέρω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά μία επιπλέον εργάσιμη ημέρα.

Στο άρθρο 84 ορίζεται ότι η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 83 ισχύει όταν ο δικαιούχος δεν έχει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

Στο άρθρο 85 θεσπίζεται η υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, όταν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι καταναλωτής κατά την έννοια του παρόντος σχεδίου νόμου και τοποθετεί μετρητά σε λογαριασμό πληρωμών τηρούμενο από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στο νόμισμα τήρησης του λογαριασμού, να έχει το ποσό άμεσα διαθέσιμο σε αυτόν μετά από τη λήψη του, με την αντίστοιχη ημερομηνία αξίας. Αν όμως ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, το ποσό καθίσταται διαθέσιμο με ημερομηνία αξίας το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά από τη λήψη του.

Στο άρθρο 86 προβλέπεται ότι η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου είναι το αργότερο η εργάσιμη ημέρα κατά την οποία πιστώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου. Θεσπίζεται δε, η υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου να έχει στη διάθεση του δικαιούχου το ποσό της πράξης πληρωμής αμέσως μόλις πιστωθεί το ποσό αυτό, εφόσον δεν υπάρχει μετατροπή συναλλάγματος ή υπάρχει και είναι μεταξύ του ευρώ και νομίσματος κράτους μέλους ή μεταξύ δύο νομισμάτων κρατών μελών. Επιπροσθέτως, καθορίζεται ότι, η ημερομηνία αξίας για τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν μπορεί να είναι προγενέστερη του χρόνου κατά τον οποίο γίνεται η χρέωση του εν λόγω λογαριασμού με το ποσό της πράξης πληρωμής.

Στο άρθρο 87 προβλέπεται η απαλλαγή της ευθύνης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, εφόσον το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών είναι εσφαλμένο. Ωστόσο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών πράξης πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου συνεργάζεται με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχοντάς του όλες τις σχετικές πληροφορίες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών. Περαιτέρω, σε περίπτωση που η ανάκτηση των χρηματικών ποσών δεν είναι εφικτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή προσκομίζει στον πληρωτή, κατόπιν γραπτού αιτήματος, όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες που είναι σημαντικές για τον πληρωτή, προκειμένου ο τελευταίος να ασκήσει, εφόσον το επιθυμεί, νομική αξίωση για ανάκτηση των χρηματικών ποσών.

Στο άρθρο 88 παρουσιάζονται λεπτομερείς διατάξεις για την ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξης πληρωμής.

Στο άρθρο 89 θεσπίζεται η ευθύνη του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξης πληρωμής στην περίπτωση χρήσης υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής.

Στο άρθρο 90 ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη των διατάξεων του εφαρμοστέου δικαίου, δεν αποκλείεται να συμφωνείται τυχόν πρόσθετη αποζημίωση μεταξύ του χρήστη και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών από όσα προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 87 έως 92 του σχεδίου νόμου.

Στο άρθρο 91 καθιερώνεται δικαίωμα προσφυγής μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών ή των μεσαζόντων (π.χ. κεντρικές τράπεζες, γραφεία συμψηφισμού, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 85 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ) που εμπλέκονται και υπέχουν ευθύνη σε μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξης πληρωμής. Η εν λόγω ευθύνη περιλαμβάνει, επίσης, την καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση που πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν προβαίνει σε ισχυρή ταυτοποίηση πελάτη.

Στο άρθρο 92 θεσπίζεται η απουσία ευθύνης σε μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις. Με το άρθρο αυτό επαναλαμβάνεται διάταξη όμοιου περιεχομένου με αυτής του άρθρου 388 Α.Κ. για την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών.

Στο άρθρο 93 προβλέπεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από συστήματα πληρωμών και παρόχους υπηρεσιών πληρωμών αφενός επιτρέπεται, εφόσον είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της πρόληψης, διερεύνησης και του εντοπισμού περιστατικών απάτης σχετικά με τις πληρωμές, και αφετέρου διεξάγεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (Α' 50) (Οδηγία 95/46/ΕΚ η οποία θα καταργηθεί από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ("General Data Protection Regulation", 'GDPR') και τίθεται σε ισχύ από 25 Μαΐου 2018) και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Η ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών συνιστά, επίσης, προϋπόθεση για την πρόσβαση, επεξεργασία και διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που είναι αναγκαία για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

Στο άρθρο 94 ρυθμίζονται οι υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών σε σχέση με την ασφάλεια των παρεχόμενων υπηρεσιών. Θεσπίζεται η κατάρτιση πλαισίου το οποίο περιλαμβάνει μέτρα και διαδικασίες για τον περιορισμό των λειτουργικών κινδύνων και των κινδύνων ασφαλείας και τη διαχείριση σχετικών συμβάντων. Περαιτέρω, καθορίζει την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών αναφορικά με την υποβολή στην Τράπεζα της Ελλάδος ενημερωμένων αξιολογήσεων των εν λόγω κινδύνων και των αντίστοιχων μέτρων που λαμβάνουν προς αντιμετώπισή τους.

Στο άρθρο 95 καθορίζονται οι υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών σε σχέση με τη γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος και, κατά περίπτωση, στους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών των ουσιωδών λειτουργικών συμβάντων ή συμβάντων που αφορούν την ασφάλεια. Περαιτέρω, προβλέπει τις υποχρεώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος στη διαχείριση των εν λόγω συμβάντων σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο δίνοντάς της την αρμοδιότητα να αξιολογεί, να ενημερώνει και να συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης της ΕΑΤ και της ΕΚΤ.

Στο άρθρο 96 προβλέπεται η ασφαλής εξακρίβωση από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών της ταυτότητας των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και της γνησιότητας των ηλεκτρονικών πράξεων πληρωμής. Ειδικότερα, καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούνται να εφαρμόζουν διαδικασίες για την ισχυρή ταυτοποίηση και την προστασία της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών.

Με το άρθρο 97 θεμελιώνεται το δικαίωμα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών να υποβάλλουν καταγγελίες στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης (ΓΓΕΠΚ) σχετικά με ισχυρισμούς περί παραβάσεων των άρθρων 38 έως 102 του σχεδίου νόμου, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Ανάλογα με την περίπτωση και με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, η ΓΓΕΠΚ ενημερώνει με την απάντησή της τον καταγγέλλοντα για τις προβλεπόμενες διαδικασίες ΕΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 100 του σχεδίου νόμου. Για την παραλαβή και τη διαχείριση καταγγελιών επί υποθέσεων παραβίασης της παραγράφου 6 του άρθρου 68, των άρθρων 94 έως 96 καθώς και των άρθρων 5 έως 37, αρμόδια έχει οριστεί η Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 23.

Στο άρθρο 98 η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης (ΓΓΕΠΚ) ορίζεται αρμόδια αρχή για τη διασφάλιση και παρακολούθηση της αποτελεσματικής συμμόρφωσης παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, προς τις απαιτήσεις των άρθρων 38 έως 102, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, περιλαμβανομένης της διαχείρισης καταγγελιών σύμφωνα με το άρθρο 97, της επίλυσης διαφορών σύμφωνα με τα άρθρα 99 και 100, και της επιβολής κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 101 του σχεδίου νόμου. Παράλληλα, διευκρινίζεται η αρμοδιότητα της ΓΓΕΠΚ ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης ή υποδοχής, σε σχέση με παραβάσεις ή εικαζόμενες παραβάσεις των προαναφερόμενων διατάξεων της αρμοδιότητάς της εκ μέρους παρόχων υπηρεσιών πληρωμών. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και των άρθρων 97, 99, 100 και 101, ισχύουν αναλόγως και για τους παρόχους υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 34. Οι εν λόγω αρμοδιότητες ασκούνται με Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Με τον αυτό τρόπο, υλοποιείται επίσης η προσαρμογή και συμμόρφωση προς κατευθυντήριες γραμμές, αποφάσεις, κανονισμούς, οδηγίες και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΤ, για θέματα που αφορούν τις κατά το παρόν σχέδιο νόμου αρμοδιότητες της ΓΓΕΠΚ.

Στο άρθρο 99 καθορίζεται το πλαίσιο για τη διευθέτηση των καταγγελιών των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 38 έως 101 του παρόντος σχεδίου νόμου.

Στο άρθρο 100 προσδιορίζονται οι διαδικασίες Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ΕΕΔ) που εφαρμόζονται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών για την επίλυση διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ χρηστών και παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και οι οποίες αφορούν τα απορρέοντα εκ των άρθρων 38 έως 101 του παρόντος σχεδίου νόμου στην περίπτωση των αντιπροσώπων. Οι διαδικασίες ΕΕΔ εφαρμόζονται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και καλύπτουν, επίσης, τις δραστηριότητες των αντιπροσώπων. Οι εν λόγω διαδικασίες δεν καταλαμβάνουν περιπτώσεις όπου διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου εφαρμόζονται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς οι διαδικασίες ΕΕΔ της Οδηγίας 2013/11/ΕΕ αφορούν αποκλειστικά τους καταναλωτές με τη στενή του όρου έννοια.

Στο άρθρο 101 καθορίζεται ότι οι κυρώσεις εκ μέρους της ΓΓΕΠΚ επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 13Α του ν. 2251/1994 σε βάρος των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών για παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 38 έως 102 εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, καθώς επίσης και η δημοσιοποίησή τους, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη. Οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και σε βάρος των δικαιούχων υπηρεσιών πληρωμών για παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 62 του παρόντος σχεδίου νόμου.

Στο άρθρο 102 ορίζεται η υποχρέωση ενημέρωσης των καταναλωτών για τα δικαιώματά τους μέσω ηλεκτρονικού φυλλαδίου που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΓΓΕΠΚ αναρτά στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μεριμνούν ώστε το φυλλάδιο να είναι διαθέσιμο και εύκολα προσβάσιμο σε ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή στους πελάτες τους.

Με το άρθρο 103 κατ' εφαρμογή του άρθρου 107(3) της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ απαγορεύεται η παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου παρά μόνο σε περιπτώσεις που προβλέπεται ρητά. Ωστόσο, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δύνανται να προβλέπουν ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών.

Με το άρθρο 104 ρυθμίζονται θέματα μεταβατικών διατάξεων αναγκαίων για την εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων πληρωμών που ξεκίνησαν τις εργασίες τους πριν από την έναρξη ισχύος του προς ψήφιση νόμου. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα τα οποία ασκούν ήδη δραστηριότητες σύμφωνα με τον ν. 3862/2010 (Οδηγία 2007/64/ΕΚ) πριν από την έναρξη ισχύος του προς ψήφιση νόμου επιτρέπεται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές έως τις 13 !ουλίου 2018 στην ημεδαπή ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ν. 3862/2010, που μεταφέρει την οδηγία 2007/64/ΕΚ, χωρίς να απαιτείται η εκ νέου χορήγηση άδειας λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος σχεδίου νόμου ή η συμμόρφωσή τους με τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 37 του παρόντος νόμου. Ωστόσο, τα ανωτέρω ιδρύματα πληρωμών υποβάλλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος σχεδίου νόμου και τουλάχιστον μέχρι τις 13 Απριλίου 2018, προκειμένου να αξιολογηθεί έως τις 13 !ουλίου 2018, η συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις των άρθρων 5 έως 37 του παρόντος σχεδίου νόμου. Σε περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογήσει ότι συμμορφώνονται με τις προαναφερόμενες απαιτήσεις, τα εν λόγω ιδρύματα λαμβάνουν νέα άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου, εγγράφονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14 και ενημερώνεται η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 15. Σε περίπτωση που μέχρι και τις 13 !ουλίου 2018 διαπιστώνεται ότι δεν έχουν συμμορφωθεί σχετικά, τα εν λόγω ιδρύματα απαγορεύεται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 37 του παρόντος σχεδίου νόμου και η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε τα μέτρα που είναι απαραίτητο αυτά να λάβουν προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13. Κατ' εξαίρεση, τα ιδρύματα πληρωμών λαμβάνουν αυτομάτως άδεια λειτουργίας, εγγράφονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14 και ενημερώνεται η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 15, εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος έχει στη διάθεσή της στοιχεία με τα οποία τεκμηριώνεται η συμμόρφωση των ανωτέρω ιδρυμάτων πληρωμών με τις απαιτήσεις των άρθρων 5 και 11 του παρόντος. Επιπλέον, όσον αφορά τα ιδρύματα πληρωμών στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας για την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών της περ. ζ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010, ορίζεται ότι διατηρούν την εν λόγω άδεια λειτουργίας για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πληρωμών που θεωρούνται ως υπηρεσίες πληρωμών της περ. γ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος σχεδίου νόμου, εφόσον έως τις 13 Ιανουαρίου 2020 έχουν τεθεί στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος στοιχεία εκ των οποίων προκύπτει ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της περ. γ) του άρθρου 7 και του άρθρου 9 του παρόντος σχεδίου νόμου. Τέλος, ορίζεται στην τελευταία παράγραφο, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με αποφάσεις της να καθορίζει λεπτομέρειες σχετικά με την διαδικασία και τις προθεσμίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένης της προθεσμίας υποβολής και του περιεχομένου των υποβαλλόμενων στοιχείων και πληροφοριών ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας τροποποίησης των ως άνω καταληκτικών προθεσμιών.

Στο άρθρο 105 προβλέπεται η αναγκαία τροποποίηση του ν. 2251/1994 που αφορά την πληροφόρηση του καταναλωτή πριν από τη σύναψη σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση, όταν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του παρόντος σχεδίου νόμου. Ειδικότερα, μέρος της πληροφόρησης που λαμβάνει ο καταναλωτής αντικαθίσταται από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 44, 45, 51 και 52 του παρόντος σχεδίου νόμου.

Το άρθρο 106 αφορά τις τροποποιήσεις του ν. 4021/2011 ως προς το πλαίσιο αδειοδότησης και προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος το οποίο αναθεωρείται λόγω της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ στην ελληνική νομοθεσία, προκειμένου να ανταποκρίνεται περισσότερο αποτελεσματικά στους κινδύνους που αυτά αναλαμβάνουν και να ευθυγραμμιστεί με τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για τα ιδρύματα πληρωμών δυνάμει του παρόντος σχεδίου νόμου. Στις περιπτώσεις αυτές η αναφορά στον όρο «ιδρύματα πληρωμών» στο ν. 3862/2010 εκλαμβάνεται ως αναφορά σε «ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος» στο παρόν σχέδιο νόμου.

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 106 τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του ν. 4021/2011 για να οριστούν οι σχετικές διατάξεις του προς ψήφιση νόμου που θα εφαρμόζονται κατ' αναλογία στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος αναφορικά με την αδειοδότηση και τους γενικούς κανόνες προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, ήτοι διατάξεις του άρθρου 5, των άρθρων 11 έως 17 και των άρθρων 20 έως 33 του παρόντος σχεδίου νόμου. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι εφαρμόζονται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος οι διατάξεις που αφορούν τις διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας και την ανάκληση άδειας λειτουργίας, την εγγραφή σε μητρώο ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που τηρείται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΑΤ, τη λογιστική και τον υποχρεωτικό έλεγχό τους, τον ορισμό αντιπροσώπων, την εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και την αντίστοιχη ευθύνη των ιδρυμάτων που προβαίνουν στην ανάθεση, την τήρηση αρχείου από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, την εποπτεία τους και την επιβολή κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος, το επαγγελματικό απόρρητο, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, την ανταλλαγή πληροφοριών, τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση, την επίλυση διαφορών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών στην Ελλάδα για την άσκηση εποπτείας ως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους προέλευσης και κράτους μέλους υποδοχής, τα μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης περιλαμβανομένων των προληπτικών μέτρων της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, καθώς και την αιτιολόγηση και κοινοποίησή τους.

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 106 αντικαθίσταται η παράγραφος 4 του άρθρου 13 του ν. 4021/2011 προκειμένου για τη διανομή ηλεκτρονικού χρήματος σε άλλο κράτος μέλος με ορισμό αντιπροσώπου να εφαρμόζονται, κατ' αναλογία στα εν λόγω ιδρύματα, τα άρθρα 28 έως 33 του παρόντος σχεδίου νόμου, εκτός από την παράγραφο 8 του άρθρου 31. Επίσης, αντικαθίσταται η παράγραφος 5 του άρθρου 13 του ν. 4021/2011 , όπου προβλέπεται ότι ο ορισμός αντιπροσώπου από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών στην ημεδαπή ή σε άλλο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 19 και το άρθρο 29 του παρόντος σχεδίου νόμου.

Με την παράγραφο 3 του άρθρου 106, για λόγους ασφάλειας δικαίου, ρυθμίζονται θέματα μεταβατικών διατάξεων αναγκαίων για την εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που ξεκίνησαν τις εργασίες τους πριν από την έναρξη ισχύος του προς ψήφιση νόμου. Για λόγους συστηματικής συνέπειας τροποποιείται το άρθρο 28 του ν. 4021/2011 που αφορά παλαιότερη μεταβατική διάταξη για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που είχαν εξαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 58 του ν. 3601/2007 από την εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων, προκειμένου στο άρθρο αυτό να περιλαμβάνει και οι νέες μεταβατικές διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος με έδρα στην Ελλάδα τα οποία ασκούν ήδη δραστηριότητες σύμφωνα με τον ν. 4021/2011 (Οδηγία 2009/110/ΕΚ) και το ν. 3862/2010 (Οδηγία 2007/64/ΕΚ) πριν από την έναρξη ισχύος του προς ψήφιση νόμου επιτρέπεται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές έως τις 13 Ιουλίου 2018 στην ημεδαπή ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομοθεσία, χωρίς να απαιτείται η εκ νέου χορήγηση άδειας λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 του ν. 4021/2011 ή η συμμόρφωσή τους με τις διατάξεις των άρθρων 12 έως 19 του ν. 4021/2011. Ωστόσο, τα ανωτέρω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποβάλλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος σχεδίου νόμου και τουλάχιστον μέχρι τις 13 Απριλίου 2018, προκειμένου να αξιολογηθεί έως τις 13 Ιουλίου 2018, η συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις των άρθρων 12 έως 19 του ν. 4021/2011. Σε περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογήσει ότι συμμορφώνονται με τις προαναφερόμενες απαιτήσεις, τα εν λόγω ιδρύματα λαμβάνουν νέα άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου, εγγράφονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14 και ενημερώνεται η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 15. Σε περίπτωση που μέχρι και τις 13 Ιουλίου 2018 διαπιστώνεται ότι δεν έχουν συμμορφωθεί σχετικά, τα εν λόγω ιδρύματα απαγορεύεται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4021/2011 και η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε τα μέτρα που είναι απαραίτητο αυτά να λάβουν προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος σχεδίου νόμου. Τέλος, ορίζεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με αποφάσεις της να καθορίζει λεπτομέρειες σχετικά με την διαδικασία και τις προθεσμίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένης της προθεσμίας υποβολής και του περιεχομένου των υποβαλλόμενων στοιχείων και πληροφοριών ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας τροποποίησης των ως άνω καταληκτικών προθεσμιών.

Το άρθρο 107 αφορά τροποποίηση της βασικής τραπεζικής νομοθεσίας αναγκαία για τη συμβατότητά της με την υπό ενσωμάτωση Οδηγία. Για λόγους συστηματικής συνέπειας, τροποποιείται του άρθρο 11 του ν. 4261/2014 που αφορά τις τραπεζικές υπηρεσίες που υπάγονται σε αμοιβαία αναγνώριση προκειμένου να περιλαμβάνει και τις νέες υπηρεσίες πληρωμών του σχεδίου νόμου, οι οποίες έχουν οριστεί στο σημείο 3 του άρθρου 4 αυτού.

Με το άρθρο 108 καταργούνται τα άρθρα 1 έως 83 του ν. 3862/2010, στα οποία είχε ενσωματωθεί η προηγούμενη Οδηγία 2007/64/ΕΚ, καθώς με την υπό ενσωμάτωση Οδηγία οι διατάξεις αυτής καταργούνται. Οι κατ' εξουσιοδότηση των καταργηθέντων διατάξεων εκδοθείσες κανονιστικές πράξεις, περιλαμβανομένων των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, διατηρούνται σε ισχύ έως την αντικατάστασή τους από νεώτερες, εκτός αν το περιεχόμενό τους αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Το άρθρο 109 ορίζει ότι η ισχύς των διατάξεων του παρόντος σχεδίου νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 65, 66, 67 και 96, αναφορικά με τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία τίθενται σε ισχύ δεκαοκτώ (18) μήνες μετά από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 98 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ. Επίσης, το άρθρο 109 περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις για τις περιπτώσεις παρόχων υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής και παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού που ασκούν δραστηριότητες στην ημεδαπή πριν από τις 12 Ιανουαρίου 2016. Τα εν λόγω πρόσωπα επιτρέπεται να συνεχίσουν να ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες μέχρι και την ημερομηνία έναρξης ισχύος των ανωτέρω μέτρων ασφαλείας. Τέλος, με το άρθρο 109 απαγορεύεται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να επικαλούνται τη μη συμμόρφωσή τους προς τον εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να παρεμποδίζουν τη χρήση υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής και υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού για τους λογαριασμούς πληρωμών που εξυπηρετούν.



ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
Υπηρεσίες πληρωμών - Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ


ΜΕΡΟΣ Α' ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2015/2366/ΕΕ

ΤΙΤΛΟΣ I ΣΚΟΠΟΣ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1 Αντικείμενο-Σκοπός
(άρθρο 1 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Με τα άρθρα 1 έως και 109 αυτού του νόμου σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των Οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού αριθ. 1093/2010/ΕΕ και την κατάργηση της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ (EE L 337).

2. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 109 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις ακόλουθες κατηγορίες παρόχων υπηρεσιών πληρωμών:
α) πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του σημείου 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (EE L 176), περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους κατά την έννοια του σημείου 17 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού είτε η έδρα τους βρίσκεται εντός κράτους μέλους, είτε σε τρίτη χώρα, καθώς και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
β) ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια του σημείου 3 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α' 218) (Οδηγία 2009/110/ΕΚ), περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος με καταστατική έδρα εκτός Ελλάδος τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα, και μόνο στον βαθμό που οι υπηρεσίες πληρωμών τις οποίες προσφέρουν τα εν λόγω υποκαταστήματα συνδέονται με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
γ) γραφεία ταχυδρομικών επιταγών τα οποία εξουσιοδοτούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών,
δ) ιδρύματα πληρωμών κατά την έννοια του σημείου 4 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, ε) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (εφεξής ΕΚΤ) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικές ή άλλες δημόσιες αρχές,
στ) το Ελληνικό Δημόσιο και τα άλλα κράτη μέλη ή οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως δημόσιες αρχές.

3. Ο παρών νόμος θεσπίζει επίσης κανόνες σχετικά με τη διαφάνεια των όρων και τις απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών και καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα.

Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 2 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται στις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται στην Ελλάδα.

2. Τα άρθρα 38 έως 101 εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται σε νόμισμα κράτους μέλους όταν τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής βρίσκονται εντός των κρατών μελών.

3. Τα άρθρα 38 έως 60 εκτός από την περ. β) της παραγράφου 1 του άρθρου 45, την περ. ε) του σημείου 2 του άρθρου 52 και την περ. α) του άρθρου 56, καθώς και τα άρθρα 61 έως 101, εκτός από τα άρθρα 81 έως 85, εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται σε νόμισμα που δεν είναι νόμισμα κράτους μέλους όταν τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής, βρίσκονται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, σε ό,τι αφορά τα μέρη της πράξης πληρωμής που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη.

4. Τα άρθρα 38 έως 60, εκτός από την περ. β) της παραγράφου 1 του άρθρου 45, την περ. ε) του σημείου 2 και την περ. ζ) του σημείου 5 του άρθρου 52 και την περ. α) του άρθρου 56, καθώς και τα άρθρα 61 έως 101, εκτός από τις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 62, τα άρθρα 76, 77, 81, την παράγραφο 1 του άρθρου 83, τα άρθρα 88 και 91 εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται σε όλα τα νομίσματα όταν μόνο ο ένας από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών βρίσκεται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, σε ό,τι αφορά τα μέρη της πράξης πληρωμής που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη.

Άρθρο 3 Εξαιρέσεις
(άρθρο 3 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Ο παρών νόμος δεν έχει εφαρμογή στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) σε πράξεις πληρωμής που διενεργούνται αποκλειστικά σε μετρητά με απευθείας καταβολή από τον πληρωτή στον δικαιούχο, χωρίς οποιαδήποτε ενδιάμεση μεσολάβηση,
β) σε πράξεις πληρωμής από τον πληρωτή στον δικαιούχο μέσω εμπορικού αντιπροσώπου εξουσιοδοτημένου μέσω συμφωνίας να διαπραγματεύεται ή να συνάπτει την πώληση ή αγορά αγαθών ή υπηρεσιών εκ μέρους μόνο του πληρωτή ή μόνο του δικαιούχου,
γ) στην κατ' επάγγελμα υλική μεταφορά τραπεζογραμματίων και κερμάτων, περιλαμβανομένης της συλλογής, επεξεργασίας και παράδοσής τους,
δ) σε πράξεις πληρωμής συνιστάμενες σε μη επαγγελματική συγκέντρωση και παράδοση μετρητών στο πλαίσιο μη κερδοσκοπικής ή φιλανθρωπικής δραστηριότητας,
ε) σε υπηρεσίες κατά τις οποίες καταβάλλονται μετρητά από τον δικαιούχο στον πληρωτή ως μέρος πράξης πληρωμής, κατόπιν ρητής αίτησης του χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών ακριβώς πριν την εκτέλεση πράξης πληρωμής, μέσω πληρωμής για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών,
στ) στις εργασίες μετατροπής συναλλάγματος οι οποίες συνίστανται σε ανταλλαγή μετρητών (μετρητά αντί μετρητών/cash to cash), εφόσον τα μετρητά δεν τηρούνται σε λογαριασμό πληρωμών,
ζ) στις πράξεις πληρωμής που βασίζονται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αξιόγραφα, τα οποία εκδίδονται επί του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για να τεθούν χρηματικά ποσά στη διάθεση του δικαιούχου:
i) έντυπες επιταγές, σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης της 19ης Μαρτίου 1931, με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις επιταγές,
ii) έντυπες επιταγές, ανάλογες με εκείνες που αναφέρονται στο σημείο i), οι οποίες διέπονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών που δεν έχουν υπογράψει τη σύμβαση της Γενεύης της 19ης Μαρτίου 1931, για τον ενιαίο νόμο για τις επιταγές,
iii) έντυπες εντολές πληρωμών, σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης της 7ης Ιουνίου 1930, με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις συναλλαγματικές και τα γραμμάτια,
iv) έντυπες εντολές πληρωμών παρόμοιες με αυτές του σημείου iii) που διέπονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών που δεν είναι μέλη της σύμβασης της Γενεύης της 7ης Ιουνίου 1930, με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις συναλλαγματικές και τα γραμμάτια,
v) έντυπα παραστατικά,
vi) έντυπες ταξιδιωτικές επιταγές,
vii) έντυπες ταχυδρομικές επιταγές όπως αυτές ορίζονται από την Παγκόσμια Ταχυδρομική Ένωση,
η) σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συστήματος πληρωμών ή διακανονισμού τίτλων μεταξύ αντιπροσώπων διακανονισμού, κεντρικών αντισυμβαλλομένων, γραφείων εκκαθάρισης και/ή κεντρικών τραπεζών και άλλων συμμετεχόντων στο σύστημα, και παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, με την επιφύλαξη του άρθρου 35 παρόντος νόμου,
θ) σε πράξεις πληρωμής οι οποίες αφορούν την εξυπηρέτηση περιουσιακών στοιχείων αποτελούμενων από τίτλους, περιλαμβανομένων μερισμάτων, εισοδήματος ή άλλων διανεμόμενων ποσών, ή της εξαγοράς ή πώλησης, οι οποίες διενεργούνται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περ. η), ή από επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή επιχειρήσεις διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που παρέχουν υπηρεσίες επενδύσεων και κάθε άλλη οντότητα η οποία νομίμως παρέχει υπηρεσίες θεματοφυλακής σε χρηματοπιστωτικά μέσα,
ι) στις υπηρεσίες παρόχων τεχνικών υπηρεσιών, οι οποίοι υποστηρίζουν την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς ποτέ να περιέρχονται στην κατοχή τους τα υπό μεταφορά χρηματικά ποσά. Στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονται η επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης και προστασίας της ιδιωτικότητας, η ταυτοποίηση δεδομένων και εμπλεκόμενων οντοτήτων, η παροχή τεχνολογίας πληροφορικής (ΙΤ) και δικτύου επικοινωνιών, καθώς και η παροχή και συντήρηση τερματικών και συσκευών που χρησιμοποιούνται για υπηρεσίες πληρωμών, με εξαίρεση τις υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμής και τις υπηρεσίες πληροφοριών λογαριασμού,
ια) στις υπηρεσίες οι οποίες βασίζονται σε συγκεκριμένα μέσα πληρωμών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο με περιορισμένο τρόπο και που πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) μέσα πληρωμών που επιτρέπουν στον κάτοχο να αποκτήσει αγαθά ή υπηρεσίες, μόνο στην επαγγελματική στέγη που χρησιμοποιεί ο εκδότης ή εντός περιορισμένου δικτύου παρόχων υπηρεσιών, στο πλαίσιο απευθείας εμπορικής συμφωνίας με επαγγελματία εκδότη,
ii) μέσα πληρωμών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την απόκτηση ενός πολύ περιορισμένου φάσματος αγαθών ή υπηρεσιών,
iii) μέσα πληρωμών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο στην Ελλάδα, παρέχονται κατ' αίτηση επιχείρησης ή οντότητας του δημόσιου τομέα και ρυθμίζονται από κεντρική ή περιφερειακή δημόσια αρχή για ειδικούς κοινωνικούς ή φορολογικούς σκοπούς προς απόκτηση συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών από προμηθευτές που έχουν συνάψει εμπορική συμφωνία με τον εκδότη,
ιβ) σε πράξεις πληρωμής οι οποίες παρέχονται από πάροχο δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε συνδρομητή του δικτύου ή της υπηρεσίας επιπλέον των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών:
αα) με σκοπό την αγορά ψηφιακού περιεχομένου ή φωνητικών υπηρεσιών ή και των δύο, ανεξάρτητα από τη συσκευή που χρησιμοποιείται για την αγορά ή την κατανάλωση του ψηφιακού περιεχομένου, με χρέωση του σχετικού λογαριασμού ή
ββ) οι οποίες πραγματοποιούνται από ή μέσω ηλεκτρονικής συσκευής με χρέωση του σχετικού λογαριασμού στο πλαίσιο φιλανθρωπικής δραστηριότητας ή για την αγορά εισιτηρίων, υπό την προϋπόθεση ότι η αξία κάθε μεμονωμένης πράξης πληρωμής η οποία αναφέρεται στα σημεία αα) και ββ) δεν υπερβαίνει τα πενήντα (50) ευρώ και
(i) η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής για έναν μεμονωμένο συνδρομητή δεν υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ ανά συμβατικό μήνα, ή,
(ii) στην περίπτωση συνδρομητή που προχρηματοδοτεί τον λογαριασμό του στον πάροχο ηλεκτρονικού επικοινωνιακού δικτύου ή υπηρεσίας, η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής δεν υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ ανά συμβατικό μήνα,
ιγ) σε πράξεις πληρωμής οι οποίες πραγματοποιούνται για ίδιο λογαριασμό μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, των αντιπροσώπων ή των υποκαταστημάτων τους,
ιδ) σε πράξεις πληρωμής και σχετικές υπηρεσίες μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης ή μεταξύ θυγατρικών επιχειρήσεων της ίδιας μητρικής επιχείρησης, χωρίς καμία ενδιάμεση μεσολάβηση παρόχου υπηρεσίας πληρωμών εκτός από επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο,
ιε) σε υπηρεσίες ανάληψης μετρητών που παρέχονται μέσω αυτόματων ταμειολογιστικών μηχανών (ΑΤΜ) από παρόχους οι οποίοι ενεργούν εκ μέρους ενός ή περισσότερων εκδοτών καρτών, εφόσον οι εν λόγω πάροχοι δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης-πλαισίου με τον πελάτη που προβαίνει σε ανάληψη μετρητών από λογαριασμό πληρωμών και δεν παρέχουν άλλες υπηρεσίες πληρωμών του σημείου 3 του άρθρου 4. Εντούτοις, στον πελάτη παρέχεται πληροφόρηση σχετικά με τυχόν χρεώσεις των αναλήψεων που αναφέρεται στα άρθρα 45, 48, 49 και 59 πριν την πραγματοποίηση της ανάληψης, καθώς και με τη λήψη των μετρητών στο τέλος της συναλλαγής μετά την ανάληψη.

Άρθρο 4 Ορισμοί
(άρθρο 4 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Για τους σκοπούς των άρθρων 1 έως 109 του παρόντος νόμου, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:

1) «κράτος μέλος προέλευσης»:
α) το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή
β) εάν, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν διαθέτει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του,

2) «κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος, πλην του κράτους μέλους προέλευσης, στο οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διαθέτει αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες πληρωμών,

3) «υπηρεσίες πληρωμών»: οι ακόλουθες επιχειρηματικές δραστηριότητες:
α) υπηρεσίες που επιτρέπουν τις τοποθετήσεις μετρητών σε λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών,
β) υπηρεσίες που επιτρέπουν τις αναλήψεις μετρητών από λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών,
γ) εκτέλεση πράξεων πληρωμής, περιλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων, σε λογαριασμό πληρωμών που τηρείται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του χρήστη ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών:
i) εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, περιλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης,
ii) εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο,
iii) εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, περιλαμβανομένων των πάγιων εντολών,
δ) εκτέλεση πράξεων πληρωμής στο πλαίσιο των οποίων τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από πιστωτικό όριο για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών:
i) εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, περιλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης,
ii) εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο,
iii) εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, περιλαμβανομένων των πάγιων εντολών,
ε) έκδοση μέσων πληρωμής και/ή αποδοχή πράξεων πληρωμής,
στ) υπηρεσίες εμβασμάτων,
ζ) υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμής,
η) υπηρεσίες πληροφοριών λογαριασμού,

4) «ίδρυμα πληρωμών»: το νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 11 να παρέχει και να εκτελεί υπηρεσίες πληρωμών σε όλα τα κράτη μέλη,

5) «πράξη πληρωμής»: πράξη η εκκίνηση της οποίας διενεργείται από τον πληρωτή ή για λογαριασμό του ή από τον δικαιούχο και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου,

6) «εξ αποστάσεως πράξη πληρωμής»: πράξη πληρωμής η εκκίνηση της οποίας διενεργείται μέσω του διαδικτύου ή μέσω συσκευής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επικοινωνία εξ αποστάσεως,

7) «σύστημα πληρωμών»: σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών το οποίο διέπεται από επίσημες τυποποιημένες διαδικασίες και κοινούς κανόνες για την επεξεργασία, την εκκαθάριση και/ή τον διακανονισμό πράξεων πληρωμής,

8) «πληρωτής»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτό τον λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής,

9) «δικαιούχος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής,

10) «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής, δικαιούχος ή και με τις δύο ιδιότητες,

11) «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών»: οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 ή στο άρθρο 34,

12) «λογαριασμός πληρωμών»: ο λογαριασμός που τηρείται στο όνομα ενός ή περισσότερων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής,

13) «εντολή πληρωμής»: κάθε οδηγία εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής,

14) «μέσο πληρωμών»: εξατομικευμένη συσκευή και/ή σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που χρησιμοποιείται για την εκκίνηση εντολής πληρωμής,

15) «υπηρεσία εκκίνησης πληρωμής»: η υπηρεσία για την εκκίνηση εντολής πληρωμής κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε σχέση με λογαριασμό πληρωμών που τηρείται σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών,

16) «υπηρεσία πληροφοριών λογαριασμού»: η σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση (online) υπηρεσία για την παροχή συγκεντρωτικών πληροφοριών σχετικά με έναν ή περισσότερους λογαριασμούς πληρωμών που τηρεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είτε σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών είτε σε περισσότερους του ενός παρόχους υπηρεσιών πληρωμών,

17) «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος παρέχει και τηρεί λογαριασμό πληρωμών για πληρωτή,

18) «πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες σύμφωνα με την περ. ζ) του σημείου 3,

19) «πάροχος υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες σύμφωνα με την περ. η) του σημείου 3,

20) «καταναλωτής»: το φυσικό πρόσωπο που δεν ενεργεί για εμπορικούς, επιχειρηματικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς, όσον αφορά συμβάσεις υπηρεσιών πληρωμών που καλύπτονται από τον παρόντα νόμο,

21) «σύμβαση-πλαίσιο»: η σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών που διέπει τη μελλοντική εκτέλεση μεμονωμένων και διαδοχικών πράξεων πληρωμής και η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την υποχρέωση και τους όρους για το άνοιγμα λογαριασμού πληρωμών,

22) «υπηρεσία εμβασμάτων»: η υπηρεσία πληρωμών κατά την οποία λαμβάνεται χρηματικό ποσό από πληρωτή, χωρίς να δημιουργείται λογαριασμός πληρωμών στο όνομα του πληρωτή ή του δικαιούχου, με μοναδικό σκοπό τη μεταφορά αντίστοιχου ποσού σε δικαιούχο ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ενεργεί για λογαριασμό του δικαιούχου και/ή κατά την οποία αυτά τα χρηματικά ποσά λαμβάνονται για λογαριασμό του δικαιούχου και τίθενται στη διάθεσή του,

23) «άμεση χρέωση»: η υπηρεσία πληρωμών με την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή, όταν η εκκίνηση της πράξης πληρωμής διενεργείται από τον δικαιούχο βάσει της συναίνεσης του πληρωτή προς τον δικαιούχο, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ίδιου του πληρωτή,

24) «μεταφορά πίστωσης»: η υπηρεσία πληρωμών για την πίστωση λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου με πράξη πληρωμής ή σειρά πράξεων πληρωμής από λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή μέσω του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που τηρεί τον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, βάσει εντολής του πληρωτή,

25) «χρηματικά ποσά»: τραπεζογραμμάτια και κέρματα, λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011,

26) «ημερομηνία αξίας»: το χρονικό σημείο αναφοράς που χρησιμοποιεί ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τον υπολογισμό των τόκων επί των χρηματικών ποσών που χρεώνεται ή πιστώνεται ένας λογαριασμός πληρωμών,

27) «συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς»: η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται ως βάση για τον υπολογισμό κάθε ανταλλαγής νομισμάτων και η οποία καθίσταται διαθέσιμη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό,

28) «επιτόκιο αναφοράς»: το επιτόκιο που χρησιμοποιείται ως βάση για τον υπολογισμό των τόκων και το οποίο προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό την οποία να μπορούν να ελέγξουν αμφότερα τα μέρη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών,

29) «ταυτοποίηση»: η διαδικασία που επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να επαληθεύει την ταυτότητα χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ή την εγκυρότητα χρήσης συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, περιλαμβανομένης της χρήσης των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφάλειας του χρήστη,

30) «ισχυρή ταυτοποίηση πελάτη»: η ταυτοποίηση με βάση τη χρήση δύο ή περισσότερων στοιχείων που αφορούν γνώση (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης υπηρεσίας πληρωμών γνωρίζει), κατοχή (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης κατέχει) και κάποιο μοναδικό εγγενές χαρακτηριστικό του (μοναδικό σύμφυτο στοιχείο του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών), τα οποία είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι η παραβίαση του ενός δεν θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία των υπολοίπων και η διαδικασία της οποίας είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο που να προστατεύεται η εμπιστευτικότητα των δεδομένων ταυτοποίησης,

31) «εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφάλειας»: εξατομικευμένα στοιχεία που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών σε χρήστη υπηρεσιών πληρωμών με σκοπό την ταυτοποίηση,

32) «ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών»: δεδομένα, τα οποία περιλαμβάνουν και τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφάλειας, και τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάπραξη απάτης. Για τις δραστηριότητες των παρόχων υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής και των παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού και ο αριθμός του λογαριασμού πληρωμών δεν συνιστούν ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών,

33) «αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης»: ο συνδυασμός γραμμάτων, αριθμών ή συμβόλων που ορίζει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και τον οποίο παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για τη βέβαιη ταυτοποίηση άλλου χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και/ή του λογαριασμού πληρωμών του τελευταίου για μια πράξη πληρωμής,

34) «μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως»: η μέθοδος η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών,

35) «σταθερό μέσο»: το μέσο που επιτρέπει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να αποθηκεύει τις πληροφορίες που του απευθύνονται προσωπικά κατά τρόπο ώστε να συνεχίζει να έχει πρόσβαση σε αυτές μελλοντικά επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες, και να αναπαράγει αυτούσιες τις αποθηκευμένες πληροφορίες,

36) «πολύ μικρή επιχείρηση»: επιχείρηση η οποία, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών, εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 1 και των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 2 του Παραρτήματος της Σύστασης 2003/361/ΕΚ (EE L 124),

37) «εργάσιμη ημέρα»: η ημέρα κατά την οποία εργάζεται ο σχετικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου που συμμετέχει στην εκτέλεση πράξης πληρωμής, όπως απαιτείται για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής,

38) «αντιπρόσωπος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών εξ ονόματος ενός ιδρύματος πληρωμών,

39) «υποκατάστημα»: τόπος διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας εκτός των κεντρικών γραφείων, ο οποίος συνιστά τμήμα ιδρύματος πληρωμών, δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα και στον οποίο διενεργούνται απευθείας μερικές ή όλες οι πράξεις που συνιστούν τις δραστηριότητες ενός ιδρύματος πληρωμών. Όλοι οι τόποι διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας που έχουν συσταθεί στο ίδιο κράτος μέλος από ίδρυμα πληρωμών με κεντρικά γραφεία σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ένα και μοναδικό υποκατάστημα,

40) «όμιλος»: σύνολο επιχειρήσεων που συνδέονται μεταξύ τους κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 ή 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251) (Οδηγία 2013/34/ΕΕ) ή επιχειρήσεων όπως ορίζονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 241/2014 της Επιτροπής (EE L 74), οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 10, ή της παραγράφου 6 ή της παραγράφου 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

41) «δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών»: το δίκτυο, κατά την έννοια της περ. ιδ) του άρθρου 2 του ν. 3431/2006 (Α' 13) (Οδηγία 2002/21/ΕΚ),

42) «υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών»: οι υπηρεσίες κατά την έννοια της περ. μζ) του άρθρου 2 του ν. 3431/2006,

43) «ψηφιακό περιεχόμενο»: τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που παράγονται και διατίθενται σε ψηφιακή μορφή, των οποίων η χρήση ή κατανάλωση περιορίζεται σε συσκευή τεχνολογίας και που δεν περιλαμβάνουν με κανέναν τρόπο τη χρήση ή κατανάλωση φυσικών αγαθών ή υπηρεσιών,

44) «αποδοχή πράξεων πληρωμής»: υπηρεσία πληρωμών παρεχόμενη από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος συνάπτει σύμβαση με έναν δικαιούχο για την αποδοχή και επεξεργασία πράξεων πληρωμής, η οποία καταλήγει σε μεταφορά χρηματικών ποσών στον δικαιούχο,

45) «έκδοση μέσων πληρωμών»: υπηρεσία πληρωμών από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που αναλαμβάνει με σύμβαση να παρέχει στον πληρωτή μέσο πληρωμών για την εκκίνηση και την επεξεργασία των πράξεων πληρωμής του πληρωτή,

46) «ίδια κεφάλαια»: τα ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο σημείο 118) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όπου τουλάχιστον το 75 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 έχει τη μορφή κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως αναφέρεται στο άρθρο 50 του εν λόγω Κανονισμού, και το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 είναι ίσο ή μικρότερο του ενός τρίτου του κεφαλαίου της κατηγορίας 1,

47) «εμπορικό σήμα πληρωμής»: κάθε υλική ή ψηφιακή επωνυμία, όρος, σήμα, σύμβολο ή συνδυασμός τους, το οποίο δηλώνει το σύστημα καρτών πληρωμής, βάσει του οποίου πραγματοποιούνται οι πράξεις πληρωμής με κάρτα ,

48) «περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα»: η συμπερίληψη δύο ή περισσότερων εμπορικών σημάτων πληρωμών ή εφαρμογών πληρωμών του ίδιου εμπορικού σήματος πληρωμής στο ίδιο μέσο πληρωμών,

49) «κράτος μέλος»: κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.),

50) «τρίτες χώρες»: οι λοιπές, πέραν των κρατών μελών, χώρες.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ ΠΑΡΟΧΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

Τμήμα 1 Γενικοί κανόνες

Άρθρο 5 Άδεια λειτουργίας
(άρθρο 5 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Τα ιδρύματα πληρωμών ιδρύονται και λειτουργούν με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 (EE L 294) κατόπιν άδειας λειτουργίας, η οποία χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Για να αποκτήσει άδεια λειτουργίας ως ίδρυμα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αίτηση, συνοδευόμενη από τα ακόλουθα στοιχεία:
α) πρόγραμμα δραστηριοτήτων, στο οποίο αναφέρεται ειδικότερα το είδος των προβλεπόμενων υπηρεσιών πληρωμών,
β) επιχειρηματικό σχέδιο που περιλαμβάνει πρόβλεψη προϋπολογισμού για τα τρία πρώτα οικονομικά έτη, όπου καταδεικνύεται η ικανότητα του αιτούντος ιδρύματος πληρωμών να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του,
γ) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει το αρχικό κεφάλαιο όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παρόντος νόμου και έχει καταβληθεί το αργότερο κατά τη στιγμή της αδειοδότησης, δ) για τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών των περ. α) έως στ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται για να διασφαλίζονται τα κεφάλαια των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 10,
ε) περιγραφή του οργανωτικού πλαισίου διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του αιτούντος, περιλαμβανομένης της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και της διαχείρισης κινδύνου, η οποία καταδεικνύει ότι το εν λόγω οργανωτικό πλαίσιο και οι μηχανισμοί είναι αναλογικοί, κατάλληλοι, άρτιοι και επαρκείς,
στ) περιγραφή της υφιστάμενης διαδικασίας ελέγχου, διαχείρισης και παρακολούθησης ενός περιστατικού ασφαλείας, καθώς και των παραπόνων των πελατών για ζητήματα σχετικά με την ασφάλεια, περιλαμβανομένου του μηχανισμού αναφοράς περιστατικών, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις υποχρεώσεις κοινοποίησης του ιδρύματος πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 95,
ζ) περιγραφή της υφιστάμενης διαδικασίας αρχειοθέτησης, παρακολούθησης, εντοπισμού και περιορισμού της πρόσβασης σε ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών,
η) περιγραφή των ρυθμίσεων επιχειρησιακής συνέχειας, με σαφή προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών, αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης και της διαδικασίας για τη δοκιμή και επανεξέταση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των εν λόγω σχεδίων σε τακτά χρονικά διαστήματα,
θ) περιγραφή των αρχών και των ορισμών που εφαρμόζονται για τη συλλογή στατιστικών στοιχείων απόδοσης, συναλλαγών και απάτης,
ι) καταγεγραμμένη περιγραφή αναφορικά με την πολιτική ασφάλειας, περιλαμβανομένης της λεπτομερούς αξιολόγησης των κινδύνων που σχετίζονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες πληρωμών και περιγραφής του ελέγχου της ασφάλειας και των μέτρων μείωσης κινδύνων που θα ληφθούν για την επαρκή προστασία των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών έναντι των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί, περιλαμβανομένης της απάτης και της παράνομης χρήσης ευαίσθητων και προσωπικών δεδομένων,
ια) για ιδρύματα πληρωμών που υπόκεινται στις υποχρεώσεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που προβλέπει η Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 141) όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία και ο Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου (EE L 141), περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που έχει θεσπίσει ο αιτών ώστε να τηρεί τις εν λόγω υποχρεώσεις,
ιβ) περιγραφή της οργανωτικής δομής του αιτούντος και, όπου ενδείκνυται, της σχεδιαζόμενης χρήσης αντιπροσώπων και υποκαταστημάτων καθώς και των επιτόπιων και μη επιτόπιων ελέγχων αυτών, τους οποίους δεσμεύεται να πραγματοποιεί ο αιτών τουλάχιστον ετησίως, καθώς και περιγραφή των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων και της συμμετοχής του σε εθνικό ή διεθνές σύστημα πληρωμών,
ιγ) ταυτότητα των προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδικές συμμετοχές στο αιτούν ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια του σημείου 36) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το μέγεθος της συμμετοχής, καθώς και στοιχεία για την καταλληλότητά τους ενόψει της ανάγκης να εξασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών,
ιδ) ταυτότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων για τη διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών και, ενδεχομένως, των υπευθύνων διαχείρισης των δραστηριοτήτων υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος, καθώς και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι έχουν καλή φήμη και διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και εμπειρία εν αναφορά προς την παροχή υπηρεσιών πληρωμών όπως προβλέπεται στην ημεδαπή,
ιε) ταυτότητα των ορκωτών ελεγκτών λογιστών ή των ελεγκτικών εταιρειών όπως ορίζονται στον ν. 4449/2017 (Α' 7) (Οδηγία 2006/43/ΕΚ), όπου απαιτείται,
ιστ) νομική μορφή και καταστατικό του αιτούντος,
ιζ) διεύθυνση των κεντρικών γραφείων του αιτούντος.

2. Για τους σκοπούς των περ. δ), ε), στ) και ιβ) της παραγράφου 1, ο αιτών περιγράφει τις ελεγκτικές και οργανωτικές ρυθμίσεις που έχει θεσπίσει ώστε να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των χρηστών του και να διασφαλίζεται η αδιάλειπτη και αξιόπιστη παροχή των υπηρεσιών πληρωμών.

3. Ο έλεγχος ασφάλειας και τα μέτρα μείωσης κινδύνων που αναφέρονται στην περ. ι) της παραγράφου 1 καταδεικνύουν τον τρόπο διασφάλισης υψηλού επιπέδου τεχνικής ασφάλειας και προστασίας των δεδομένων, περιλαμβανομένου του λογισμικού και του υλικού των συστημάτων πληροφορικής που χρησιμοποιούνται από τον αιτούντα ή τις επιχειρήσεις στις οποίες αναθέτει το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν επίσης τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 94. Τα εν λόγω μέτρα λαμβάνουν υπόψη τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές για τα μέτρα ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (εφεξής ΕΑΤ).

4. Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 έως 9, επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για την απόκτηση άδειας λειτουργίας για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών της περ. ζ) του σημείου 3 του άρθρου 4 αποδεικνύουν κατά την υποβολή της εν λόγω αίτησης ότι διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, η οποία καλύπτει την ελληνική επικράτεια και τα κράτη μέλη όπου παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση κατά της ευθύνης ώστε να είναι σε θέση να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους, όπως ορίζεται στα άρθρα 73, 88, 89 και 91.

5. Επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για παροχή υπηρεσιών πληρωμών της περ. η) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, αποδεικνύουν κατά την υποβολή της εν λόγω αίτησης ότι διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, η οποία καλύπτει την ελληνική επικράτεια και τα κράτη μέλη όπου παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση κατά της ευθύνης τους έναντι του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού ή του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών που προκύπτει από μη εγκεκριμένη ή παράνομη πρόσβαση σε πληροφορίες λογαριασμού πληρωμών ή τη μη εγκεκριμένη ή την παράνομη χρήση των πληροφοριών αυτών.

6. Η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να καθορίζει τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και ιδίως το περιεχόμενο της αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας, τα συνυποβαλλόμενα προς τούτο αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 6 Έλεγχος ειδικής συμμετοχής
(άρθρο 6 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1.Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή κατά την έννοια του σημείου 36) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ίδρυμα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα («υποψήφιος αγοραστής»), ούτως ώστε να αποκτήσει ποσοστό επί του εταιρικού κεφαλαίου ή επί των δικαιωμάτων ψήφου, το οποίο φθάνει ή υπερβαίνει το 20 %, το 30 % ή το 50 %, ή ούτως ώστε το ίδρυμα πληρωμών να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με την πρόθεσή του παρέχοντας τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο. Το ίδιο ισχύει για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή ή να μειώσει την ειδική συμμετοχή του ούτως ώστε το ποσοστό επί του εταιρικού κεφαλαίου ή επί των δικαιωμάτων ψήφου να μειωθεί κάτω από το 20%, το 30% ή το 50% ή ούτως ώστε το ίδρυμα πληρωμών να πάψει να είναι θυγατρική του επιχείρηση.

2. Ο υποψήφιος αγοραστής ειδικής συμμετοχής παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν το μέγεθος της συμμετοχής που προτίθεται να αποκτήσει και τις λοιπές πληροφορίες, που θα ορίσει η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας. Οι εν λόγω πληροφορίες είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη, κλπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση του ιδρύματος πληρωμών και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.

3. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του Ποινικού Δικαίου και των λοιπών κυρωτικών διατάξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 24, σε περίπτωση όπου η επιρροή ενός υποψήφιου αγοραστή, είναι πιθανό να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος πληρωμών, ή εάν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει λάβει επαρκή στοιχεία ως προς την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, με απόφασή της, να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής ή να λάβει άλλα κατάλληλα μέτρα. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται εντολές, προσωρινά μέτρα ή κυρώσεις κατά των προσώπων της παραγράφου 1, των μελών Διοικητικού Συμβουλίου, των διευθυντών ή των υπευθύνων για τη διαχείριση, ή η αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου. Η εν λόγω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της ή κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.

4. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.

5. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των περ. ιγ) και ιδ) της παραγράφου 1 του άρθρου 5, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητεί τη γνωστοποίηση στοιχείων σχετικών ιδίως με το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων.

6. Η διάταξη της περίπτωσης α) της παραγράφου 6 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014 (Α' 107) (Οδηγία 2013/36/ΕΕ) ισχύει αναλόγως.

7. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ρυθμίζει ειδικά θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως αναφορικά με το περιεχόμενο της γνωστοποίησης, τα υπόχρεα πρόσωπα, τα υποβαλλόμενα στοιχεία ή πληροφορίες, τη διαδικασία, την προθεσμία και τα κριτήρια αξιολόγησης.

Άρθρο 7 Αρχικό κεφάλαιο
(άρθρο 7 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Τα ιδρύματα πληρωμών έχουν, κατά τη στιγμή της αδειοδότησης, αρχικό κεφάλαιο το οποίο απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που ορίζονται στις περ. α) έως ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως εξής:
α) όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει αποκλειστικά την υπηρεσία πληρωμών της περ. στ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, το κεφάλαιό του δεν είναι ποτέ χαμηλότερο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ,
β) όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών της περ. ζ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, το κεφάλαιό του δεν είναι ποτέ χαμηλότερο από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ,
γ) όταν το ίδρυμα πληρωμών ασκεί οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των περ. α) έως ε) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, το κεφάλαιό του δεν είναι ποτέ χαμηλότερο από εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.

Άρθρο 8 Ίδια κεφάλαια
(άρθρο 8 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών, τα οποία αποτελούνται από ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που ορίζονται στις περ. α) έως ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν υπολείπονται του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ του αρχικού κεφαλαίου όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του παρόντος νόμου.

2. Δεν επιτρέπεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων ως ίδια κεφάλαια εφόσον το ίδρυμα πληρωμών ανήκει στον ίδιο όμιλο με άλλο ίδρυμα πληρωμών, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή ασφαλιστική επιχείρηση. Η παράγραφος αυτή ισχύει επίσης όταν ένα ίδρυμα πληρωμών είναι υβριδικού χαρακτήρα και ασκεί άλλες δραστηριότητες εκτός της παροχής υπηρεσιών πληρωμών.

3. Εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιλέξει να μην εφαρμόσει το άρθρο 9 του παρόντος νόμου στα ιδρύματα πληρωμών που περιλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το ν. 4261/2014.

Άρθρο 9 Υπολογισμός ιδίων κεφαλαίων
(άρθρο 9 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων αρχικού κεφαλαίου του άρθρου 7, τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων πληρωμών, εκτός όσων παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες που αναφέρονται στην περ. ζ) και/ή στην περ. η) του σημείου 3 του άρθρου 4, υπολογίζονται πάντοτε σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες τρεις μεθόδους, όπως αυτή ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος:

Μέθοδος Α

Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το 10 % των πάγιων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να προσαρμόζει την απαίτηση αυτή σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων του ιδρύματος πληρωμών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Εάν το ίδρυμα πληρωμών δεν έχει συμπληρώσει τις δραστηριότητες ενός ολόκληρου έτους κατά την ημερομηνία υπολογισμού, η απαίτηση είναι τα ίδια κεφάλαιά του να ισοδυναμούν με τουλάχιστον το 10 % των αντίστοιχων πάγιων εξόδων που προβλέπονται στο επιχειρηματικό του σχέδιο, εκτός εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ζητήσει αναπροσαρμογή του σχεδίου αυτού.

Μέθοδος Β

Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή προσαύξησης k, ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 2, όπου ο όγκος πληρωμών (ΟΠ) αντιπροσωπεύει το ένα δωδέκατο του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμής που εκτέλεσε το ίδρυμα πληρωμών κατά το προηγούμενο έτος:
α) 4,0 % του μεριδίου του ΟΠ μέχρι πέντε (5) εκατ. ευρώ συν
β) 2,5 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των πέντε (5) εκατ. ευρώ μέχρι δέκα (10) εκατ. ευρώ συν
γ) 1 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των δέκα (10) εκατ. ευρώ μέχρι εκατό (100) εκατ. ευρώ συν
δ) 0,5 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των εκατό (100) εκατ. ευρώ μέχρι διακόσια πενήντα (250) εκατ. ευρώ συν
ε) 0,25 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των διακόσια πενήντα (250) εκατ. ευρώ.

Μέθοδος Γ

Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται με ποσό τουλάχιστον ίσο με τον σχετικό δείκτη που ορίζεται στην περ. α) πολλαπλασιαζόμενο επί τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή που ορίζεται στην περ. β) και επί τον συντελεστή προσαύξησης k που ορίζεται στην παράγραφο 2.
α) Ο σχετικός δείκτης είναι το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:
i) τόκοι έσοδα,
ii) τόκοι έξοδα,
iii) προμήθειες και τέλη εισπρακτέα και
iv) άλλα έσοδα εκμετάλλευσης.
Κάθε στοιχείο περιλαμβάνεται στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό. Έσοδα από έκτακτα ή μη τακτικά στοιχεία δεν χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη. Οι δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών σε τρίτους επιτρέπεται να μειώνουν τον κατάλληλο δείκτη, αν καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που εποπτεύονται υπό την έννοια του παρόντος νόμου. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται βάσει του τελευταίου οικονομικού έτους. Ωστόσο, τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται με τη μέθοδο Γ δεν πρέπει να είναι μικρότερα του 80 % του μέσου όρου των τριών τελευταίων οικονομικών ετών για τον σχετικό δείκτη. Εάν δεν υπάρχουν ελεγμένα στοιχεία, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται επιχειρηματικές εκτιμήσεις.
β) Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής είναι:
i) 10 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη μέχρι δυόμιση (2,5) εκατ. ευρώ,
ii) 8 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη από δυόμιση (2,5) εκατ. ευρώ μέχρι πέντε (5) εκατ. ευρώ,
iii) 6 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη από πέντε (5) εκατ. ευρώ μέχρι είκοσι πέντε (25) εκατ. ευρώ,
iv) 3 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη από είκοσι πέντε (25) εκατ. ευρώ μέχρι 50 εκατ. ευρώ,
ν) 1,5 % άνω των πενήντα (50) εκατ. ευρώ.

2. Ο συντελεστής προσαύξησης k που χρησιμοποιείται στις μεθόδους Β και Γ είναι:
α) 0,5 όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει αποκλειστικά την υπηρεσία πληρωμών της περ. στ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου,
β) 1 όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των περ. α) έως ε) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.

3. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων αρχικού κεφαλαίου του άρθρου 7, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, βασιζόμενη στην αξιολόγηση των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, της βάσης δεδομένων κινδύνου ζημίας και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του ανώτερο έως 20 % του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, ή να του επιτρέπει να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του κατώτερο έως 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 10 Απαιτήσεις διασφάλισης
(άρθρο 10 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών των περ. α) έως στ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:
α) τα εν λόγω χρηματικά ποσά δεν πρέπει να αναμειγνύονται ποτέ με τα χρηματικά ποσά φυσικών ή νομικών προσώπων διαφορετικών από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών στο όνομα των οποίων λαμβάνονται αυτά τα χρηματικά ποσά και, εάν λαμβάνονται ακόμη από το ίδρυμα πληρωμών και δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στον δικαιούχο ούτε έχουν μεταφερθεί σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της ημέρας παραλαβής τους, κατατίθενται σε χωριστό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα ή επενδύονται σε ασφαλή και ρευστά στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία καθορίζονται από την εκάστοτε αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, και προστατεύονται διά του εθνικού δικαίου, προς το συμφέρον αυτών των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος πληρωμών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή
β) τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από ασφαλιστήριο ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση από ασφαλιστική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα που δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο με το ίδρυμα πληρωμών για ποσό ισοδύναμο προς εκείνο που θα είχε διαχωριστεί ελλείψει ασφαλιστηρίου ή άλλης συγκρίσιμης εγγύησης, πληρωτέο αν το ίδρυμα πληρωμών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του.

2. Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διασφαλίζει χρηματικά ποσά δυνάμει της παραγράφου 1 και τμήμα αυτών των χρηματικών ποσών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμών και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται επίσης στις απαιτήσεις της παραγράφου 1. Όταν το εν λόγω τμήμα κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέπει στα ιδρύματα πληρωμών να εφαρμόζουν την παρούσα παράγραφο βάσει αντιπροσωπευτικού τμήματος το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για υπηρεσίες πληρωμών, εφόσον το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί ευλόγως βάσει ιστορικών δεδομένων κατά τρόπο ικανοποιητικό για την Τράπεζα της Ελλάδος.

Άρθρο 11 Χορήγηση άδειας λειτουργίας
(άρθρο 11 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Επιχειρήσεις, εκτός των αναφερομένων στις περιπτώσεις α), β), γ), ε) και στ) της παραγράφου 2 του άρθρου 1, και εκτός παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού του άρθρου 34, οι οποίες σκοπεύουν να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, υποχρεούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας ως ιδρύματα πληρωμών πριν αρχίσουν την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών. Η άδεια λειτουργίας χορηγείται μόνο σε ανώνυμες εταιρείες ή Ευρωπαϊκές Εταιρείες (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 εγκατεστημένες εντός της ελληνικής επικράτειας.

2. Άδεια λειτουργίας χορηγείται, εάν οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πληρούν όλες τις απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 5 και εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, έπειτα από ενδελεχή εξέταση της αίτησης, καταλήξει σε ευνοϊκή συνολική αξιολόγηση.

3. Κάθε ίδρυμα πληρωμών με καταστατική έδρα στην Ελλάδα διατηρεί τα κεντρικά του γραφεία στην Ελλάδα και διεξάγει τουλάχιστον ένα τμήμα των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών στην ημεδαπή.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες που αφορούν τις υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με σαφείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών. Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί καταλαμβάνουν το σύνολο των παρεχόμενων υπηρεσιών και είναι ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.

5. Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στις περ. α) έως ζ) του σημείου 3 του άρθρου 4 και, ταυτόχρονα, ασκεί άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί τη σύσταση χωριστού φορέα για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή υπάρχει κίνδυνος να βλάψουν είτε την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος είτε την ικανότητα εποπτείας αναφορικά με τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου.

6. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχει λάβει επαρκή στοιχεία ως προς την καταλληλότητα των φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή.

7. Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί, όπως καθορίζονται στο σημείο 38) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

8. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς, ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, δεν παρεμποδίζουν την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

9. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και επιτρέπει στο ίδρυμα πληρωμών να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών που καλύπτονται από την άδειά του σε όλα τα κράτη μέλη, με το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή με το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης.

Άρθρο 12 Κοινοποίηση της απόφασης για την άδεια λειτουργίας
(άρθρο 12 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τριών μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για τη λήψη απόφασης, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει τον αιτούντα εάν η αίτησή του έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε. Η απόρριψη της αίτησης αιτιολογείται επαρκώς.

2. Η απόφαση με την οποία χορηγείται άδεια λειτουργίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 13 Ανάκληση της άδειας λειτουργίας
(άρθρο 13 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών μόνο εάν το ίδρυμα:
α) δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, ή παραιτείται ρητώς απ' αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών,
β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας ή παραλείπει να ενημερώσει την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με σημαντικές εξελίξεις ως προς το θέμα αυτό,
δ) η συνέχιση των εργασιών παροχής υπηρεσιών πληρωμών θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη στο σύστημα πληρωμών,
ε) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
στ) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του,
ζ) τίθεται ή πρόκειται να τεθεί σε καθεστώς λύσης και εκκαθάρισης ή έχει κινηθεί σε βάρος του διαδικασία αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένων των προπτωχευτικών διαδικασιών,
η) εμπίπτει στις λοιπές περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.

2. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας αιτιολογείται και κοινοποιείται στο εμπλεκόμενο ίδρυμα πληρωμών.

3. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δημοσιεύονται αυθημερόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο.

Άρθρο 14 Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος
(άρθρο 14 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Καταρτίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο δημόσιο μητρώο στο οποίο εγγράφονται τα ακόλουθα:
α) τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα, οι αντιπρόσωποί τους στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη μέλη, τα υποκαταστήματά τους τα οποία έχουν ιδρυθεί σε άλλο κράτος μέλος,
β) οι πάροχοι υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού του άρθρου 34 με έδρα στην Ελλάδα, οι αντιπρόσωποί τους σε άλλα κράτη μέλη και τα υποκαταστήματά τους τα οποία έχουν ιδρυθεί σε άλλο κράτος μέλος,
γ) τα ιδρύματα με έδρα στην Ελλάδα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ και δικαιούνται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.

2. Το δημόσιο μητρώο προσδιορίζει τις υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο ίδρυμα πληρωμών ή για τις οποίες έχει εγγραφεί το φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Τα ιδρύματα πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας απαριθμούνται στο μητρώο χωριστά από τους παρόχους υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού του άρθρου 34. Το μητρώο είναι διαθέσιμο στο κοινό, προσβάσιμο ηλεκτρονικά και ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει το δημόσιο μητρώο για κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας.

4.Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ τους λόγους για κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 15 Μητρώο της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών
(άρθρο 15 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Προς τον σκοπό διαμόρφωσης και ενημέρωσης του ηλεκτρονικού κεντρικού μητρώου που τηρεί η ΕΑΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί σε αυτήν χωρίς καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που εγγράφονται στο δημόσιο μητρώο του προηγούμενου άρθρου, χρησιμοποιώντας γλώσσα εύχρηστη στον χρηματοοικονομικό τομέα

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι υπεύθυνη για την ακρίβεια και την επικαιροποίηση των πληροφοριών της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 16 Διατήρηση άδειας λειτουργίας
(άρθρο 16 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Εάν επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή η οποία επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και των δικαιολογητικών που προβλέπονται κατά το άρθρο 5, το ίδρυμα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την Τράπεζα της Ελλάδος. Λοιπές λεπτομέρειες αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος μπορούν να ρυθμιστούν με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρθρο 17 Λογιστική και υποχρεωτικός έλεγχος
(άρθρο 17 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Οι διατάξεις του ν. 2190/1920 (Α' 37) (Οδηγία 86/635/ΕΟΚ), του ν. 4308/2014 και του ν. 4403/2016 (Α' 125) (Οδηγία 2014/95/ΕΕ) και ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 243) εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στα ιδρύματα πληρωμών.

2. Οι ετήσιοι και οι ενοποιημένοι λογαριασμοί των ιδρυμάτων πληρωμών ελέγχονται από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες κατά την έννοια του ν. 4449/2017 εφόσον δεν εξαιρούνται δυνάμει του ν. 2190/1920, του ν. 4308/2014 και του ν. 4403/2016.

3. Για εποπτικούς σκοπούς, τα ιδρύματα πληρωμών παρέχουν χωριστά λογιστικά στοιχεία και πληροφορίες για τις υπηρεσίες πληρωμών και τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 18 του παρόντος για τα οποία συντάσσεται έκθεση ελεγκτή. Η εν λόγω έκθεση εκπονείται από τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες.

4. Οι υποχρεώσεις του άρθρου 55 του ν. 4261/2014 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες των ιδρυμάτων πληρωμών αναφορικά με τις δραστηριότητες της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 18 Δραστηριότητες
(άρθρο 18 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, τα ιδρύματα πληρωμών μπορούν να ασκούν τις ακόλουθες δραστηριότητες:
α) παροχή λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, όπως εξασφάλιση της εκτέλεσης των πράξεων πληρωμής, υπηρεσίες συναλλάγματος, υπηρεσίες φύλαξης, καθώς και αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων,
β) λειτουργία συστημάτων πληρωμών, με την επιφύλαξη του άρθρου 35,
γ) επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, τηρουμένου του ισχύοντος ενωσιακού και εθνικού δικαίου υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 11.

2. Όταν τα ιδρύματα πληρωμών παρέχουν μία ή περισσότερες υπηρεσίες πληρωμών του σημείου 3 του άρθρου 4, μπορούν να τηρούν μόνο λογαριασμούς πληρωμών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πράξεις πληρωμής.

3. Η παραλαβή εκ μέρους των ιδρυμάτων πληρωμών τυχόν χρηματικών ποσών από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών με σκοπό την παροχή υπηρεσιών πληρωμών δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 9 του ν. 4261/2014, ούτε ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του σημείου 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011.

4. Τα ιδρύματα πληρωμών μπορούν να παρέχουν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των περ. δ) ή ε) του σημείου 3 του άρθρου 4 μόνον αν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η πίστωση είναι επικουρική και χορηγείται αποκλειστικά σε συνδυασμό με την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής,
β) ανεξαρτήτως των διατάξεων για τη χορήγηση πίστωσης μέσω πιστωτικών καρτών, η πίστωση που χορηγείται σε συνδυασμό με πληρωμή και εκτελείται σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 11 και το άρθρο 29 αποπληρώνεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τους δώδεκα (12) μήνες,
γ) η πίστωση αυτή δεν χορηγείται από χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί ή κρατούνται για την εκτέλεση πράξης πληρωμής,
δ) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών είναι πάντοτε, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατάλληλα ενόψει της συνολικής χορηγούμενης πίστωσης.

5. Τα ιδρύματα πληρωμών δεν επιτρέπεται να ασκούν, κατ' επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 9 του ν. 4261/2014.

6. Ο παρών νόμος ισχύει υπό την επιφύλαξη της Κοινής Υπουργικής Απόφασης υπ' αριθ. Ζ1-699/2010 των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β' 917) (Οδηγία 2008/48/ΕΚ), άλλης σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας ή εθνικών μέτρων που είναι σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και αφορούν τις προϋποθέσεις χορήγησης πιστώσεων στους καταναλωτές οι οποίες δεν ρυθμίζονται διά του παρόντος νόμου.

Τμήμα 2 Άλλες απαιτήσεις

Άρθρο 19 Ορισμός αντιπρόσωπων και ίδρυση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από ίδρυμα πληρωμών που εδρεύει στην Ελλάδα
(παρ. 1, 2, 3, 4, 7 και 8 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ίδρυμα πληρωμών που εδρεύει στην Ελλάδα και προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου στην Ελλάδα, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία και τον διακριτικό τίτλο, καθώς και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου,
β) την περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που θα χρησιμοποιεί ο αντιπρόσωπος για την τήρηση των διατάξεων σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με την Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, για τους οποίους μηχανισμούς υπόκειται σε υποχρέωση ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, σε περίπτωση που επέρχονται σημαντικές αλλαγές στα στοιχεία που έχουν διαβιβαστεί με την αρχική γνωστοποίηση,
γ) την ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων προσώπων για τη διαχείριση του αντιπροσώπου που θα χρησιμοποιηθεί για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και, για τους αντιπροσώπους που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, στοιχεία που τεκμηριώνουν την καταλληλότητά τους ,
δ) τις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχει ο αντιπρόσωπος του ιδρύματος πληρωμών, και
ε) όπου ενδείκνυται, τον μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό ή αριθμό του αντιπροσώπου.

2. Ίδρυμα πληρωμών που εδρεύει στην Ελλάδα και προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα στην Ελλάδα ή να τερματίσει τη λειτουργία του το γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, τηρώντας κατ' αναλογία τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου.

3. Μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει το ίδρυμα πληρωμών σχετικά με την εγγραφή ή μη του αντιπροσώπου στο μητρώο του άρθρου 14. Ο αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μόλις εγγραφεί στο εν λόγω μητρώο.

4. Πριν από την εγγραφή του αντιπροσώπου στο μητρώο του άρθρου 14, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, εάν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την ορθότητα των στοιχείων που της παρασχέθηκαν, να προβαίνει σε περαιτέρω ενέργειες προκειμένου για την επιβεβαίωσή τους.

5. Εφόσον, η Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από τις ενέργειες της προηγούμενης παραγράφου, εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα των πληροφοριών που της παρασχέθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1, αρνείται να εγγράψει τον αντιπρόσωπο στο μητρώο του άρθρου 14 και ενημερώνει σχετικά το ίδρυμα πληρωμών χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

6. Το ίδρυμα πληρωμών μεριμνά ώστε οι αντιπρόσωποι του και τα υποκαταστήματά του να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών.

7. Τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, οποιαδήποτε αλλαγή σχετικά με τη χρήση των αντιπροσώπων, περιλαμβανομένης της περίπτωσης χρήσης επιπλέον αντιπροσώπων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις ανωτέρω παραγράφους 3, 4 και 5.

8. Η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να καθορίζει τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και ιδίως το περιεχόμενο της γνωστοποίησης των παραγράφων 1, 2 και 7, τα συνυποβαλλόμενα προς τούτο αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία γνωστοποίησης των εν λόγω πληροφοριών. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητεί τη γνωστοποίηση στοιχείων σχετικών με το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των σχετικών φυσικών προσώπων.

Άρθρο 20 Εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτους στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη μέλη από ίδρυμα πληρωμών που εδρεύει στην Ελλάδα
(παρ. 6 και 8 του άρθρου 19 και παρ. 1 και 4 του άρθρου 28 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ίδρυμα πληρωμών που προτίθεται να αναθέσει εξωτερικά λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε τρίτους στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος, ενημερώνει σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος. Όταν η εξωτερική ανάθεση αφορά τρίτους που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος τότε εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 29.

2. Η ανάθεση σημαντικών λειτουργικών δραστηριοτήτων σε τρίτους, περιλαμβανομένων των πληροφοριακών συστημάτων, δεν γίνεται με τρόπο που βλάπτει ουσιαστικά την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών και την ικανότητα της Τράπεζας της Ελλάδος να παρακολουθεί και να εξακριβώνει τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με όλες τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου.

3. Για τους σκοπούς της προηγούμενης παραγράφου, μια λειτουργική δραστηριότητα θεωρείται σημαντική εφόσον η πλημμελής εκτέλεση ή η παράλειψή της θα έβλαπτε ουσιαστικά τη συνεχή συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις απαιτήσεις που υπέχει βάσει της άδειας λειτουργίας του ή τις λοιπές υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις οικονομικές του επιδόσεις ή την ευρωστία ή τη συνέχεια των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει.

4. Τα ιδρύματα πληρωμών αναθέτουν σε τρίτους σημαντικές λειτουργικές δραστηριότητες εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτους δεν οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διοικητικών στελεχών,
β) δεν μεταβάλλεται η σχέση και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος πληρωμών έναντι των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει δυνάμει του παρόντος νόμου,
γ) δεν θίγονται οι όροι που οφείλει να πληροί το ίδρυμα πληρωμών προκειμένου να λάβει και να διατηρήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 37,
δ) δεν καταργείται ούτε τροποποιείται κανένας από τους άλλους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας του ιδρύματος πληρωμών.

5. Τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα ενημερώνουν την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε αλλαγή σχετικά με τη χρήση τρίτων στους οποίους έχει γίνει εξωτερική ανάθεση στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος. Όταν η αλλαγή αφορά εξωτερική ανάθεση σε τρίτους που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος τότε εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 29.

6. Η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να καθορίζει τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και ιδίως το περιεχόμενο της γνωστοποίησης των παραγράφων 1 και 5, τα συνυποβαλλόμενα προς τούτο αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία γνωστοποίησης των εν λόγω πληροφοριών.

Άρθρο 21 Ευθύνη
(άρθρο 20 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία αναθέτουν σε τρίτους την άσκηση λειτουργικών δραστηριοτήτων λαμβάνουν εύλογα μέτρα προς τήρηση των απαιτήσεων του παρόντος νόμου.

2. Τα ιδρύματα πληρωμών έχουν πλήρη ευθύνη για τις πράξεις των υπαλλήλων, των αντιπροσώπων, των υποκαταστημάτων τους και των οντοτήτων προς τις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων.

Άρθρο 22 Τήρηση αρχείου
(άρθρο 21 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Τα ιδρύματα πληρωμών τηρούν όλα τα κατάλληλα αρχεία για τους σκοπούς των άρθρων 5 έως 37 του παρόντος νόμου επί τουλάχιστον πέντε (5) έτη, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία ή άλλων σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου.

Τμήμα 3 Αρμόδιες αρχές και εποπτεία

Άρθρο 23 Ορισμός αρμόδιας αρχής
(άρθρο 22 και παρ. 1 του άρθρου 99 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως αρμόδια αρχή επιφορτισμένη με την αδειοδότηση και την προληπτική εποπτεία ιδρυμάτων πληρωμών. Επίσης, ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως 37, στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, περιλαμβανομένου του χειρισμού καταγγελιών σχετικών με τα εν λόγω άρθρα.

2. Η άσκηση των καθηκόντων από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία ορίστηκε ως αρμόδια αρχή σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αφορά την αρμοδιότητα των αρχών του κράτους μέλους προέλευσης.

3. Η κατά την παράγραφο 1 εποπτική αρμοδιότητα δεν συνεπάγεται την αρμοδιότητα για την εποπτεία και των λοιπών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων πληρωμών πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών και των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην περ. α) της παραγράφου 1 του άρθρου 18.

4. Οι κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της (ΦΕΚ Α' 298/1927), όπως ισχύει, ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου.

5. Με όμοια Πράξη μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς κατευθυντήριες γραμμές, αποφάσεις, κανονισμούς, οδηγίες και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΤ, για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων.

6. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορούν να εξειδικεύονται τα σχετικά θέματα και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 24 Εποπτεία
(άρθρο 23 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Οι έλεγχοι που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαπίστωση της συνεχούς τήρησης των διατάξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 είναι αναλογικοί, επαρκείς και προσαρμοσμένοι στους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα ιδρύματα πληρωμών.

2. Κατά την άσκηση της εποπτικής της αρμοδιότητας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, ιδίως, μεταξύ άλλων να λαμβάνει τα εξής μέτρα:
α) να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να παρέχει κάθε πληροφορία απαραίτητη για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης, διευκρινίζοντας τον σκοπό του αιτήματος, κατά το δέον, και την προθεσμία για την παροχή των πληροφοριών,
β) να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους στο ίδρυμα πληρωμών, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του ιδρύματος, ή σε κάθε οντότητα στην οποία ανατίθενται δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών,
γ) να εκδίδει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές και, εφόσον ενδείκνυται, δεσμευτικές διοικητικές πράξεις,
δ) να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 13.

3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, των διαδικασιών ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών και των διατάξεων του Ποινικού Δικαίου, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ή να λαμβάνει μέτρα κατά των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, καθώς επίσης σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και σε βάρος άλλων προσώπων τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση, πράξη ή παράλειψη, εφόσον αυτή έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, σε περίπτωση παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικών με τις κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου αρμοδιότητες αυτής αναφορικά με την εποπτεία ή την άσκηση των δραστηριοτήτων τους σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών κατ' αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 57 και των άρθρων 60, 62 και 96 του ν. 4261/2014. Σκοπός των μέτρων ή κυρώσεων είναι να παύσουν οι παραβάσεις ή να εκλείψουν τα αίτιά τους.

4. Τηρουμένων των διατάξεων του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου κανονιστικών πράξεων, η Τράπεζα της Ελλάδος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση παράβασης του παρόντος νόμου και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων, επιβάλλει με απόφασή της, διαζευκτικά ή σωρευτικά, διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής:
α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο και η φύση της παράβασης,
β) εντολή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,
γ) στην περίπτωση ιδρύματος πληρωμών, περιλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους κατά την ισχύουσα νομοθεσία,
δ) προσωρινή απαγόρευση κατά των φυσικών προσώπων της προηγούμενης παραγράφου να ασκούν καθήκοντα σε ιδρύματα,
ε) στην περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα ελάχιστου ύψους πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και μέγιστου ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη χρήση,
στ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα ελάχιστου ύψους πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ,
ζ) χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.

5. Ο Διοικητής ή ο Πρόεδρος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι ελεγκτές, οι αρμόδιοι διευθυντές και οι υπάλληλοι, κάθε παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή, εφόσον:
α) παραλείπουν ή παραποιούν εκ προθέσεως την εγγραφή σημαντικής συναλλαγής στα βιβλία του,
β) υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ψευδείς ή ανακριβείς εκθέσεις ή παρέχουν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία.
Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα αρνούνται ή παρακωλύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο, που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.

6 Ανεξαρτήτως των απαιτήσεων του άρθρου 7, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 και του άρθρου 9, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να λαμβάνει τα μέτρα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, για να εξασφαλίζεται η ύπαρξη επαρκών κεφαλαίων για τις υπηρεσίες πληρωμών, ιδίως όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή ενδέχεται να βλάψουν την οικονομική του ευρωστία.

7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 59 του ν. 4261/2014, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ή να λαμβάνει μέτρα για την περίπτωση παραβάσεων των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών κατ' αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 58 και των άρθρων 60 και 62 του ν. 4261/2014.

8. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται τα σχετικά θέματα και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 25 Επαγγελματικό απόρρητο
(άρθρο 24 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματος αυτής, υποχρεούνται να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις του Ποινικού Δικαίου.

2. Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 27, τηρείται αυστηρά το επαγγελματικό απόρρητο ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών και των επιχειρήσεων.

3. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται λαμβάνοντας υπόψη, τηρουμένων των αναλογιών, το άρθρο 54 του ν. 4261/2014.

Άρθρο 26 Δικαίωμα δικαστικής προστασίας
(άρθρο 25 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ' εφαρμογή του παρόντος νόμου και των κανονιστικών πράξεων αυτής υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

2. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση παραλείψεως.

Άρθρο 27 Ανταλλαγή πληροφοριών
(άρθρο 26 της Οδηγίας 2015/2366)

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης (εφεξής ΓΓΕΠΚ) συνεργάζονται, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους, μεταξύ τους και με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και, εφόσον χρειάζεται, με την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, την ΕΑΤ και άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές που έχουν ορισθεί βάσει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου που εφαρμόζεται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος τηρουμένων των ρυθμίσεων του άρθρου 54 του ν. 4261/2014 και η ΓΓΕΠΚ μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους μεταξύ τους και με τους ακόλουθους φορείς:
α) τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που έχουν αναλάβει την αδειοδότηση και την εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών,
β) την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών και εποπτικών αρχών, και, κατά περίπτωση, τις άλλες εθνικές δημόσιες αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού,
γ) τις άλλες εθνικές αρμόδιες αρχές που έχουν ορισθεί βάσει του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, και άλλων ενωσιακών διατάξεων που εφαρμόζονται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών,
δ) την ΕΑΤ, υπό την ιδιότητά της να συμβάλλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των εποπτικών μηχανισμών, όπως αναφέρεται στην περ. α) της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (EE L 331).

Άρθρο 28 Επίλυση διαφορών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών
(άρθρο 27 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η ΓΓΕΠΚ, ενεργώντας υπό την ιδιότητα είτε της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης, είτε της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, θεωρεί ότι, για ένα συγκεκριμένο θέμα, η διασυνοριακή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους που αναφέρεται στα άρθρα 26, 28, 29, 30 ή 31 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ δεν είναι σύμφωνη με τις σχετικές προϋποθέσεις των εν λόγω διατάξεων, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

2. Όταν η ΕΑΤ ενεργεί κατόπιν αιτήματος δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου ή ενεργεί για την επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η ΓΓΕΠΚ, κατά περίπτωση, αναβάλλει την έκδοση αποφάσεώς της εν αναμονή επίλυσης βάσει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 29 Παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση σε άλλα κράτη μέλη από ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα
(άρθρο 28 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ίδρυμα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα που επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών για πρώτη φορά σε άλλο κράτος μέλος, ασκώντας είτε το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος τις εξής πληροφορίες:
α) την επωνυμία και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος κατά περίπτωση,
β) το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη όπου προτίθεται να δραστηριοποιηθεί,
γ) την υπηρεσία ή τις υπηρεσίες πληρωμών που προτίθεται να παρέχει,
δ) στην περίπτωση ορισμού αντιπροσώπου, τις πληροφορίες της παραγράφου 1 του άρθρου 19,
ε) στην περίπτωση ίδρυσης υποκαταστήματος, τις πληροφορίες των περ. β) και ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 5 όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής, την περιγραφή της οργανωτικής δομής του υποκαταστήματος καθώς και την ταυτότητα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκησή του.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος εντός ενός (1) μηνός από την γνωστοποίηση όλων των πληροφοριών και των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, προβαίνει σε κοινοποίηση τούτων στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί τις παρατηρήσεις της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, αναφορικά με τις πληροφορίες που της κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Οι εν λόγω παρατηρήσεις αφορούν την παροχή υπηρεσιών πληρωμών από το εμπλεκόμενο ίδρυμα πληρωμών στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και ιδίως τυχόν εύλογες επιφυλάξεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος δεν συμφωνεί με τις παρατηρήσεις της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, αιτιολογεί και ενημερώνει σχετικά την εν λόγω αρχή. Στην περίπτωση όπου συμφωνεί, η Τράπεζα της Ελλάδος είτε αρνείται να προβεί σε σχετική εγγραφή στο μητρώο του άρθρου 14, είτε προβαίνει σε διαγραφή εφόσον σχετική εγγραφή έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την γνωστοποίηση της παραγράφου 1, κοινοποιεί την απόφασή της στο ίδρυμα πληρωμών και στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής αναφέροντας στην τελευταία την ημερομηνία από την οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος ότι θα αρχίσει να ασκεί ο αντιπρόσωπος ή το υποκατάστημα πράγματι δραστηριότητες στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής. Σε κάθε περίπτωση, η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να προηγείται της εγγραφής του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος στο μητρώο του άρθρου 14. Στην περίπτωση που η ανωτέρω απόφαση αφορά την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ακολουθείται η ίδια διαδικασία και η ημερομηνία από την οποία το ίδρυμα πληρωμών επιτρέπεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να προηγείται της κοινοποίησης της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

4. Το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή στο περιεχόμενο των πληροφοριών που της κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1, περιλαμβανομένης της ενημέρωσης σχετικά με πρόσθετους αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα ή της παύσης δραστηριοτήτων στο κράτος μέλος υποδοχής. Στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3.

Άρθρο 30 Παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα από ιδρύματα πληρωμών με έδρα σε άλλα κράτη μέλη
(άρθρο 28 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ίδρυμα πληρωμών, με έδρα σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να παρέχει για πρώτη φορά υπηρεσίες πληρωμών στην ημεδαπή είτε ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον οι εν λόγω υπηρεσίες πληρωμών καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του ιδρύματος πληρωμών στο κράτος μέλος προέλευσης και υπό την προϋπόθεση της κοινοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 29.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης της προηγούμενης παραγράφου, αξιολογεί τις εν λόγω πληροφορίες και, παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης παρατηρήσεις αναφορικά με την προβλεπόμενη παροχή υπηρεσιών πληρωμών από το οικείο ίδρυμα πληρωμών στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ιδίως τυχόν εύλογες επιφυλάξεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία.

3. Στην περίπτωση της παραγράφου 1, το υποκατάστημα και ο αντιπρόσωπος του εν λόγω ιδρύματος πληρωμών μπορούν να αρχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητές τους στην ημεδαπή από την ημερομηνία την οποία η ανωτέρω αρχή κοινοποιεί με την απόφασή της αυτή στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να προηγείται της εγγραφής του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος στο μητρώο του άρθρου 14 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ το οποίο τηρείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης. Στην περίπτωση άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το ίδρυμα πληρωμών απαγορεύεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών στην ημεδαπή πριν από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης στην Τράπεζα της Ελλάδος.

4. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή στο περιεχόμενο των πληροφοριών που της κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 31 Αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος για την άσκηση εποπτείας ως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους προέλευσης και κράτους μέλους υποδοχής
(άρθρο 29 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους προέλευσης συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών στα οποία τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών είτε ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, προκειμένου να διενεργούνται έλεγχοι και να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου. Στο πλαίσιο της εν λόγω συνεργασίας, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ότι επιθυμεί να διενεργήσει είτε η ίδια είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτήν προσώπων επιτόπιο έλεγχο στο έδαφος του τελευταίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναθέσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στο εμπλεκόμενο ίδρυμα πληρωμών.

2. Οι αρμοδιότητες της προηγούμενης παραγράφου μπορούν να ασκούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής. Μετά από προηγούμενη σχετική ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ιδρύματος πληρωμών που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών στην Ελλάδα μέσω αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος νόμου, να προβαίνουν είτε οι ίδιες είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων στη διενέργεια ελέγχων. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, μπορεί να αναλάβει κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στο υποκατάστημα ή στον αντιπρόσωπο του εμπλεκόμενου ιδρύματος πληρωμών.

3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως εποπτικής αρχής του κράτους μέλους υποδοχής να διενεργεί προς το σκοπό σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ελέγχους των δραστηριοτήτων των αντιπροσώπων και του υποκαταστήματος ιδρύματος πληρωμών στην Ελλάδα και να απαιτεί πληροφόρηση σχετικά με τις δραστηριότητές τους. Πριν από τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων, η Τράπεζα της Ελλάδος διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης. Μετά από τη διενέργεια των ελέγχων η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες και τα ευρήματα που είναι σημαντικά για την αξιολόγηση κινδύνου του ιδρύματος πληρωμών ή για τη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

4. Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας για την άσκηση της εποπτείας των ιδρυμάτων πληρωμών, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.

5. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που έχουν ορίσει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στην Ελλάδα να υποβάλλουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες που ασκούν στην ημεδαπή. Οι εκθέσεις αυτές ζητούνται για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς καθώς επίσης προς το σκοπό ελέγχου της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 94 έως 96 του παρόντος νόμου. Η τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 25 ισχύει και για τους εν λόγω αντιπροσώπους και υποκαταστήματα.

6. Η Τράπεζα της Ελλάδος, είτε ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης είτε ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης αντίστοιχα όλες τις σχετικές και/ή τις ουσιώδεις πληροφορίες, ιδίως σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης εκ μέρους αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος, ακόμα και όταν τέτοιες παραβάσεις συνέβησαν στο πλαίσιο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί, κατόπιν αιτήματος, όλες τις σχετικές πληροφορίες και, με ιδία πρωτοβουλία, όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες, περιλαμβανομένων των πληροφοριών αναφορικά με τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 11.

7. Οι παράγραφοι 1 έως 6 εφαρμόζονται αναλογικά για την παράγραφο 6 του άρθρου 68 και για τα άρθρα 94 έως 96 και στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή.

8. Τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα μέσω αντιπροσώπων ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επικοινωνίας στην ημεδαπή, προκειμένου να διασφαλίζεται κατάλληλη κι επαρκής επικοινωνία καθώς και ενημέρωση σχετικά με τη συμμόρφωσή τους με τα άρθρα 38 έως 101, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, προκειμένου να διευκολύνεται η εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και την Τράπεζα της Ελλάδος ή τη ΓΓΕΠΚ υπό την ιδιότητα αυτών ως αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, μεταξύ άλλων, με την παροχή εγγράφων και πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήσεώς τους.

Άρθρο 32 Μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης περιλαμβανομένων των προληπτικών μέτρων της Οδηγίας 2015/2366
(άρθρο 30 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνει ότι ένα ίδρυμα πληρωμών με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που έχει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στην ημεδαπή δεν συμμορφώνεται με τις προβλέψεις των άρθρων 5 έως 37, της παραγράφου 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 94 έως 96, περιλαμβανομένου του χειρισμού καταγγελιών σχετικών με τα εν λόγω άρθρα, παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης σχετική ενημέρωση, βάσει της οποίας της γνωστοποιούνται από την τελευταία τα τυχόν μέτρα που θα ληφθούν για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσής του.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης, εφόσον διαπιστώσει με βάση πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ότι ίδρυμα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα το οποίο έχει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στο προαναφερόμενο κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με τις εθνικές διατάξεις που ενσωματώνουν τις προβλέψεις των άρθρων 5 έως 37, της παραγράφου 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 95 έως 97 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ στο εν λόγω κράτος μέλος, περιλαμβανομένου του χειρισμού καταγγελιών σχετικών με τα εν λόγω άρθρα, λαμβάνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσής του. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών υποδοχής.

3. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπου απαιτείται άμεση δράση ώστε να αντιμετωπισθεί σοβαρή απειλή για τα συλλογικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί, παράλληλα με τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και εν αναμονή της λήψης μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 31, να λαμβάνει προληπτικά μέτρα.

4. Τα προληπτικά μέτρα της προηγούμενης παραγράφου είναι κατάλληλα και αναλογικά προς τον σκοπό τους, δηλαδή την προστασία από ενδεχόμενη σοβαρή απειλή των συλλογικών συμφερόντων των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στην Ελλάδα. Τα εν λόγω μέτρα δεν πρέπει να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών στην Ελλάδα έναντι των χρηστών του σε άλλα κράτη μέλη. Τα προληπτικά μέτρα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και παύουν να ισχύουν όταν η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι οι σοβαρές απειλές που εντοπίστηκαν πλέον αντιμετωπίζονται, μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια ή σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ή με την ΕΑΤ όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 28.

5. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενημερώνει, εκ των προτέρων και σε κάθε περίπτωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης και την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου εμπλεκόμενου κράτους μέλους, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ, σχετικά με τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου 3 και την αιτιολόγησή τους.

6. Οι παράγραφοι 1 έως 5 εφαρμόζονται αναλογικά για την παράγραφο 6 του άρθρου 68 και για τα άρθρα 94 έως 96 του παρόντος νόμου ή για την παράγραφο 6 του άρθρου 68 και για τα άρθρα 95 έως 97 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, και στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή.

7. Οι αρμοδιότητες των παραγράφων 1 και 2 ασκούνται από τη ΓΓΕΠΚ για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εν αναφορά προς τη συμμόρφωση με τις προβλέψεις των άρθρων 38 έως 102 του παρόντος νόμου, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, ή των άρθρων 38 έως 103 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 95 έως 97 της εν λόγω Οδηγίας, αντιστοίχως.

Άρθρο 33 Αιτιολόγηση και κοινοποίηση
(άρθρο 31 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή των άρθρων 24, 29, 30, 31 ή 32 και αφορά επιβολή κυρώσεων ή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελεύθερης εγκατάστασης είναι επαρκώς αιτιολογημένο και κοινοποιείται στον εμπλεκόμενο, κατά περίπτωση, πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

2. Τα άρθρα 29, 30, 31 και 32 εφαρμόζονται χωρίς να θίγουν την άσκηση των αρμοδιοτήτων που απορρέουν από την Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, ιδίως σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 48 αυτής, και από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/847, ιδιαίτερα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847, αναφορικά με την εποπτεία και τον έλεγχο συμμόρφωσης προς τα εν λόγω νομοθετήματα.

Τμήμα 4 Εξαίρεση

Άρθρο 34 Πάροχοι υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού
(άρθρο 33 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η παροχή αποκλειστικά και μόνον της υπηρεσίας πληρωμών της περ. η) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου γίνεται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία εξαιρούνται από την εφαρμογή της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως 22, εκτός από τις αναφερόμενες στις περ. α), β), ε) έως η), ι), ιβ), ιδ), ιστ) και ιζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 5, στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 και στα άρθρα 13, 14, 15 και 16, διατάξεις. Οι διατάξεις των άρθρων 23 έως 33 εφαρμόζονται στα ανωτέρω πρόσωπα, με εξαίρεση της παραγράφου 6 του άρθρου 24.

2. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα οποία αντιμετωπίζονται ως ιδρύματα πληρωμών, εξαιρούνται από την εφαρμογή των άρθρων 38 έως 101, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στα άρθρα 41, 45 και 52 εφόσον τυγχάνουν εφαρμογής, καθώς επίσης εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στα άρθρα 67, 69 και 94 έως 96.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 35 Πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών
(άρθρο 35 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών που έχουν οι αδειοδοτημένοι ή οι εγγεγραμμένοι στα μητρώα πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών και οι οποίοι είναι νομικά πρόσωπα, γίνεται με τρόπο αντικειμενικό, αναλογικό και αμερόληπτο και δεν παρεμποδίζει την πρόσβαση, πέραν του αναγκαίου για τη διασφάλιση έναντι συγκεκριμένων κινδύνων, όπως ο κίνδυνος διακανονισμού, ο λειτουργικός κίνδυνος και ο επιχειρηματικός κίνδυνος, και για την προστασία της χρηματοοικονομικής και λειτουργικής σταθερότητας του συστήματος πληρωμών.

2. Τα συστήματα πληρωμών δεν επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή σε άλλα συστήματα πληρωμών καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) περιοριστικούς κανόνες για την αποτελεσματική συμμετοχή σε άλλα συστήματα πληρωμών,
β) κανόνες με τους οποίους θεσπίζονται διακρίσεις μεταξύ των αδειοδοτημένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών ή μεταξύ των εγγεγραμμένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων,
γ) περιορισμούς βάσει του νομικού καθεστώτος.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται:
α) στα συστήματα πληρωμών που ορίζονται δυνάμει του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ Α' 21) (Οδηγία 98/26/ΕΚ),
β) στα συστήματα πληρωμών που συνίστανται αποκλειστικά από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που ανήκουν σε όμιλο.

4. Για τους σκοπούς της περ. α) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που συμμετέχων σε ορισμένο σύστημα πληρωμών δυνάμει του ν. 2789/2000 επιτρέπει σε αδειοδοτημένο ή εγγεγραμμένο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που δεν είναι συμμετέχων στο σύστημα να δίνει εντολές μεταβίβασης μέσω του συστήματος πληρωμών, ο εν λόγω συμμετέχων παρέχει, όταν ζητηθεί, την ίδια δυνατότητα με αντικειμενικό, αναλογικό και αμερόληπτο τρόπο και σε άλλους αδειοδοτημένους ή εγγεγραμμένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

5. Ο συμμετέχων παρέχει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών πλήρη αιτιολόγηση σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος του τελευταίου.

6. Η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να διασφαλίζει την τήρηση των προβλεπομένων σε αυτό το άρθρο, στο πλαίσιο αρμοδιοτήτων της για την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών.

Άρθρο 36 Πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα
(άρθρο 36 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Τα ιδρύματα πληρωμών έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες λογαριασμών πληρωμών που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα με αντικειμενικό, αμερόληπτο και αναλογικό τρόπο προκειμένου να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών με απρόσκοπτο και αποτελεσματικό τρόπο. Το πιστωτικό ίδρυμα αιτιολογεί επαρκώς στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε τυχόν απόρριψη.

Άρθρο 37 Απαγόρευση σε πρόσωπα πλην των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών και υποχρέωση γνωστοποίησης
(άρθρο 37 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Απαγορεύεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ούτε είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ούτε εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.

2. Η αυτή απαγόρευση ισχύει και για την παροχή υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού από πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου ή άλλης ειδικής διάταξης, καθώς επίσης για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, πέραν της περ. η) του σημείου 3 του άρθρου 4, από πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 34. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, παραβάσεις της εν λόγω απαγόρευσης τιμωρούνται με τις κυρώσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 59 του ν. 4261/2014.

3. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν σωρευτικά ή διαζευκτικά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στις υποπερ. i) και ii) της περ. ια) του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, των οποίων η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής των προηγούμενων δώδεκα (12) μηνών υπερβαίνει το ποσό του ενός (1) εκατομμυρίου ευρώ, γνωστοποιούν την εν λόγω υπέρβαση στην Τράπεζα της Ελλάδος περιγράφοντας τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προσδιορίζοντας την υποπερίπτωση δυνάμει της οποίας θεωρούν ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου. Βασιζόμενη σε αυτή τη γνωστοποίηση, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή της, να αντιταχθεί εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την παραλαβή της ή εάν η γνωστοποίηση δεν είναι πλήρης από τη λήψη όλων των πληροφοριών που απαιτούνται. Η εν λόγω απόφαση λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στην περ. ια) του άρθρου 3 και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο πάροχο των ανωτέρω υπηρεσιών.

4. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην περ. ιβ) του άρθρου 3 γνωστοποιούν το γεγονός αυτό στην Τράπεζα της Ελλάδος και υποβάλλουν, σε ετήσια βάση, έκθεση ελέγχου ορκωτών ελεγκτών λογιστών ή ελεγκτικής εταιρείας που να πιστοποιεί ότι η εν λόγω δραστηριότητα συμμορφώνεται με τα όρια που καθορίζονται στην περ. ιβ) του άρθρου 3.

5. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις υπηρεσίες που της γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4, αναφέροντας την εξαίρεση της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ βάσει της οποίας παρέχονται οι εν λόγω υπηρεσίες.

6. Η περιγραφή των εξαιρούμενων δραστηριοτήτων που γνωστοποιούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται νομίμως σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4, δημοσιοποιείται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 14. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί την εν λόγω πληροφορία στην ΕΑΤ προκειμένου να δημοσιευτεί και στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 15.

7. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται τα σχετικά θέματα και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Άρθρο 38 Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 38 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Τα άρθρα 38 έως 60 εφαρμόζονται σε μεμονωμένες πράξεις πληρωμής, σε συμβάσεις-πλαίσιο και σε πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από αυτές. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι τα εν λόγω άρθρα δεν εφαρμόζονται εν όλω ή εν μέρει εφόσον ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής.

2. Οι διατάξεις των άρθρων 38 έως 60 εφαρμόζονται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στους καταναλωτές.

3. Ο παρών νόμος ισχύει υπό την επιφύλαξη της Κοινής Υπουργικής Απόφασης υπ' αριθ. Ζ1-699/2010 των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, άλλης σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας ή εθνικών μέτρων που είναι σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και αφορούν τις προϋποθέσεις χορήγησης πιστώσεων στους καταναλωτές οι οποίες δεν ρυθμίζονται διά του παρόντος νόμου.

Άρθρο 39 Λοιπές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου
(άρθρο 39 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Οι διατάξεις των άρθρων 38 έως 60 δεν θίγουν οποιαδήποτε διάταξη του ενωσιακού δικαίου που περιλαμβάνει επιπλέον απαιτήσεις περί προηγούμενης ενημέρωσης. Ωστόσο, όταν εφαρμόζεται, επίσης, το άρθρο 4θ του ν. 2251/1994 (Α' 191) (Οδηγία 2002/65/ΕΚ), οι διατάξεις περί πληροφόρησης της περ. α) της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, εκτός των σημείων 3 έως 7 της υποπερ. ii), των σημείων 1, 4 και 5 της υποπερ. iii), και του σημείου 2 της υποπερ. iv) της ανωτέρω περ. α), αντικαθίστανται από τα άρθρα 44, 45, 51 και 52 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 40 Χρέωση για παροχή πληροφοριών
(άρθρο 40 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν επιτρέπεται να χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για παροχή πληροφοριών δυνάμει των άρθρων 38 έως 60.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν για τη χρέωση της παροχής επιπλέον πληροφοριών ή της πιο συχνής αποστολής τους, ή της διαβίβασής τους με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που προσδιορίζεται στη σύμβαση-πλαίσιο, και οι οποίες αποστέλλονται κατόπιν αιτήματος του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών.

3. Όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει χρέωση για πληροφορίες δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου, η χρέωση αυτή είναι εύλογη και ανάλογη με το πραγματικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 41 Βάρος της απόδειξης όσον αφορά τις απαιτήσεις πληροφόρησης
(άρθρο 41 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Το βάρος της απόδειξης φέρει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, προκειμένου να αποδείξει ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις πληροφόρησης των άρθρων 38 έως 60.

Άρθρο 42 Παρέκκλιση από τις απαιτήσεις πληροφόρησης για τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα
(άρθρο 42 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Στις περιπτώσεις μέσων πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σχετική σύμβαση- πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα τριάντα (30) ευρώ ή είτε έχουν όριο δαπανών εκατόν πενήντα (150) ευρώ είτε αποθηκεύουν χρηματικά ποσά που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα εκατόν πενήντα (150) ευρώ:
α) κατά παρέκκλιση των άρθρων 51, 52 και 56, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον πληρωτή μόνον πληροφορίες για τα κύρια χαρακτηριστικά των υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίον μπορεί να χρησιμοποιείται το μέσο πληρωμών, την ευθύνη, τα επιβαλλόμενα τέλη και άλλες ουσιώδεις πληροφορίες που απαιτούνται για τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης, καθώς και ενδείξεις για το πού υπάρχουν άλλες πληροφορίες και όροι που προσδιορίζονται στο άρθρο 52 και οι οποίες είναι διαθέσιμες με ευπρόσιτο τρόπο,
β) είναι δυνατόν να συμφωνείται ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρου 54, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να προτείνει τροποποιήσεις των όρων της σύμβασης-πλαίσιο όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 51,
γ) είναι δυνατόν να συμφωνείται ότι, κατά παρέκκλιση των άρθρων 57 και 58, μετά από την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής:
i) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμο μόνον έναν αριθμό αναφοράς που επιτρέπει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να αναγνωρίζει την πράξη πληρωμής, το ποσό της και τα σχετικά τέλη και/ή, στην περίπτωση πολλαπλών πράξεων πληρωμής του ίδιου είδους προς τον ίδιο δικαιούχο, μόνον πληροφορίες σχετικά με το συνολικό ποσό και τα τέλη αυτών των πράξεων πληρωμών,
ii) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να παρέχει ή να καθιστά διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στην υποπερ. i), εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή εάν ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι τεχνικώς σε θέση να τις παρέχει. Ωστόσο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον πληρωτή τη δυνατότητα να ελέγχει το ποσό των αποθηκευμένων χρηματικών ποσών.

2. Για τις εγχώριες πράξεις πληρωμών τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διπλασιάζονται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Άρθρο 43 Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 43 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Τα άρθρα 43 έως 49 εφαρμόζονται στις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής που δεν καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο.

2. Όταν εντολή πληρωμής για τη διενέργεια μεμονωμένης πράξης πληρωμής διαβιβάζεται με μέσο πληρωμής που καλύπτεται από σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να παρέχει ή να καταστήσει διαθέσιμες πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη δοθεί ή πρόκειται να δοθούν στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών βάσει της σύμβασης-πλαίσιο με άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 44 Προηγούμενη γενική ενημέρωση
(άρθρο 44 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θέτει στη διάθεση του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών σε ευπρόσιτη μορφή τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 45 όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχει, πριν ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών δεσμευθεί από σύμβαση ή προσφορά μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμής. Κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει τις πληροφορίες και τους όρους σε έντυπη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο. Η διατύπωση των πληροφοριών και όρων πρέπει να είναι εύκολα κατανοητή, με σαφή και εύληπτη μορφή και στην ελληνική γλώσσα, εφόσον οι υπηρεσίες πληρωμών παρέχονται στην ημεδαπή, ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες πληρωμών ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη.

2. Εάν, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, έχει συναφθεί σύμβαση παροχής μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμμορφωθεί με την προηγούμενη παράγραφο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο αμέσως μετά από την εκτέλεση της πράξης πληρωμής.

3. Οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 μπορούν επίσης να εκπληρώνονται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών ή του σχεδίου της εντολής πληρωμής όπου περιέχονται οι, κατά το άρθρο 45, πληροφορίες και όροι.

Άρθρο 45 Πληροφορίες και όροι
(άρθρο 45 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή θέτει στη διάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τις ακόλουθες πληροφορίες και όρους:
α) τον προσδιορισμό των πληροφοριών ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που πρέπει να παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή εκκίνηση ή εκτέλεση της εντολής πληρωμής,
β) τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης, μέσα στην οποία οφείλει να παρασχεθεί η υπηρεσία πληρωμών,
γ) όλες τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των εν λόγω επιβαρύνσεων,
δ) ανάλογα με την περίπτωση, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ή τη συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς που πρόκειται να εφαρμοσθεί στην πράξη πληρωμής.

2. Επιπλέον, οι πάροχοι υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής παρέχουν ή καθιστούν διαθέσιμες στον πληρωτή, πριν από την εκκίνηση της πληρωμής, τις ακόλουθες σαφείς και ολοκληρωμένες πληροφορίες:
α) την επωνυμία του παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, την ταχυδρομική διεύθυνση της έδρας και, ανάλογα με την περίπτωση, την ταχυδρομική διεύθυνση του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματός του που λειτουργούν στην ημεδαπή, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο επικοινωνίας, περιλαμβανομένης της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την επικοινωνία με τον πάροχο των υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, και
β) τα στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας εποπτικής αρχής.

3. Κατά περίπτωση, κάθε άλλη σχετική πληροφορία και σχετικοί όροι που προβλέπονται στο άρθρο 52, διατίθενται στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε ευπρόσιτη μορφή.

Άρθρο 46 Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή και τον δικαιούχο της πληρωμής μετά από την εκκίνηση εντολής πληρωμής
(άρθρο 46 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Εκτός από τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 45, όταν η εκκίνηση εντολής πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, αμέσως μετά από την εκκίνηση, παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες όλες τις ακόλουθες πληροφορίες στον πληρωτή και, όπου απαιτείται, στον δικαιούχο:
α) επιβεβαίωση για την επιτυχή εκκίνηση της εντολής πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή,
β) στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή και στον δικαιούχο να ταυτοποιήσουν την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής,
γ) το ποσό της πράξης πληρωμής,
δ) ανάλογα με την περίπτωση, το ποσό τυχόν επιβαρύνσεων καταβλητέων στον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής για την πράξη πληρωμής, και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών.

Άρθρο 47 Πληροφορίες που παρέχονται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή στην περίπτωση υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής
(άρθρο 47 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Όταν η εκκίνηση εντολής πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, αυτός καθιστά διαθέσιμα στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή τα στοιχεία ταυτοποίησης της πράξης πληρωμής.

Άρθρο 48 Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής
(άρθρο 48 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Αμέσως μετά από τη λήψη της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον πληρωτή, με τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 44, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες:
α) τα στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο,
β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής,
γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών,
δ) ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή σχετική αναφορά, σε περίπτωση που διαφέρει από την ισοτιμία που παρασχέθηκε σύμφωνα με την περ. δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 45, και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά από τη μετατροπή του νομίσματος, και
ε) την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής.

Άρθρο 49 Πληροφορίες που παρέχονται στον δικαιούχο μετά από την εκτέλεση της εντολής πληρωμής
(άρθρο 49 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Αμέσως μετά από την εκτέλεση της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον δικαιούχο, με τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 44, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες:
α) τα στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και, αν χρειάζεται, τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής,
β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο τα χρηματικά ποσά τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου,
γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο δικαιούχος και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών,
δ) ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν τη μετατροπή του νομίσματος, και
ε) την ημερομηνία αξίας για την πίστωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ-ΠΛΑΙΣΙΟ

Άρθρο 50 Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 50 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Τα άρθρα 50 έως 58 εφαρμόζονται στις πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο.

Άρθρο 51 Προηγούμενη γενική ενημέρωση
(άρθρο 51 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, σε εύθετο χρόνο πριν αυτός δεσμευθεί από σύμβαση-πλαίσιο ή προσφορά, σε έντυπη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο, τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 52. Η διατύπωση των πληροφοριών και όρων πρέπει να είναι εύκολα κατανοητή, με σαφή και εύληπτη μορφή και στην ελληνική γλώσσα, εφόσον οι υπηρεσίες πληρωμών παρέχονται στην ημεδαπή ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες πληρωμών ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη.

2. Εάν, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, η σύμβαση-πλαίσιο έχει συναφθεί με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμμορφωθεί με την προηγούμενη παράγραφο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εκπληρώνει την υποχρέωσή του σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης-πλαίσιο.

3. Οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 μπορούν επίσης να εκπληρώνονται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης-πλαίσιο, περιλαμβανομένων των πληροφοριών και των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 52.

Άρθρο 52 Πληροφορίες και όροι
(άρθρο 52 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τις εξής πληροφορίες και όρους:

1) για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών:
α) την επωνυμία του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, την ταχυδρομική διεύθυνση της έδρας του και, ανάλογα με την περίπτωση, την ταχυδρομική διεύθυνση του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματός του που λειτουργούν ημεδαπή, καθώς και κάθε άλλη διεύθυνση, περιλαμβανομένης της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την επικοινωνία με τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών,
β) τα στοιχεία των αρμόδιων εποπτικών αρχών και του μητρώου που ορίζεται στο άρθρο 14 ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού δημόσιου μητρώου στο οποίο καταχωρήθηκε η άδεια λειτουργίας του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και ο αριθμός εγγραφής ή αντίστοιχο μέσο ταυτοποίησης στο εν λόγω μητρώο,

2) για τη χρήση των υπηρεσιών πληρωμών:
α) περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των υπηρεσιών πληρωμών που πρόκειται να του παρασχεθούν,
β) καθορισμό των πληροφοριών ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που πρέπει να παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή εκκίνηση ή εκτέλεση της εντολής πληρωμής, γ) τον τύπο και τη διαδικασία κοινοποίησης της συγκατάθεσης για την εκκίνηση εντολής πληρωμής ή την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής, καθώς και της άρσης της συγκατάθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 80,
δ) αναφορά του χρόνου λήψης της εντολής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 78 και του χρονικού σημείου λήξης των ημερήσιων εργασιών του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, εφόσον υφίσταται,
ε) τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης εντός της οποίας πρέπει να παρέχονται οι υπηρεσίες πληρωμών,
στ) την ύπαρξη δυνατότητας συμφωνίας σχετικά με το όριο δαπανών για τη χρήση του μέσου πληρωμών σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 68,
ζ) στην περίπτωση των μέσων πληρωμών με κάρτα που φέρει περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα, τα δικαιώματα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751,

3) για τις επιβαρύνσεις, τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες:
α) όλες τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένων αυτών που συνδέονται με τον τρόπο και τη συχνότητα με την οποία παρέχονται ή διατίθενται πληροφορίες δυνάμει του παρόντος νόμου και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών,
β) ανάλογα με την περίπτωση, το εφαρμοστέο επιτόκιο και την εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία ή, εάν πρόκειται να εφαρμοστεί επιτόκιο και συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς, τη μέθοδο υπολογισμού του πραγματικού επιτοκίου και τη σχετική ημερομηνία, καθώς και το δείκτη ή τη βάση προσδιορισμού αυτού του επιτοκίου ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας αναφοράς,
γ) εάν έχει συμφωνηθεί, την άμεση εφαρμογή αλλαγών στο επιτόκιο ή τη συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς και τις απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τις αλλαγές σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 54,

4) για την επικοινωνία:
α) ανάλογα με την περίπτωση, τα μέσα επικοινωνίας, περιλαμβανομένων των τεχνικών απαιτήσεων ως προς τον εξοπλισμό και το λογισμικό του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, που έχουν συμφωνήσει τα μέρη για τη διαβίβαση των πληροφοριών ή ειδοποιήσεων στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, β) τον τρόπο με τον οποίον παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες οι πληροφορίες δυνάμει του παρόντος νόμου, καθώς και τη σχετική συχνότητα,
γ) τη γλώσσα ή τις γλώσσες σύναψης και επικοινωνίας της σύμβασης-πλαίσιο κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης,
δ) το δικαίωμα του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών να λαμβάνει τους όρους της σύμβασης-πλαίσιο και τις πληροφορίες και προϋποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 53,

5) για τις προφυλάξεις και τα διορθωτικά μέτρα:
α) ανάλογα με την περίπτωση, περιγραφή των μέτρων που πρέπει να λαμβάνει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ασφαλή φύλαξη του μέσου πληρωμών, καθώς και τους τρόπους ειδοποίησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με την περ. β) της παραγράφου 1 του άρθρου 69,
β) την ασφαλή διαδικασία με την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ειδοποιεί τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε περίπτωση υπόνοιας ή πραγματικής τέλεσης απάτης ή απειλής της ασφάλειας,
γ) εάν έχει συμφωνηθεί, τους όρους με τους οποίους ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διατηρεί το δικαίωμα να αναστείλει ένα μέσο πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 68,
δ) την ευθύνη του πληρωτή σύμφωνα με το άρθρο 74, περιλαμβανομένων των πληροφοριών για το σχετικό ποσό,
ε) τον τρόπο και την προθεσμία εντός της οποίας ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών οφείλει να ειδοποιεί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για τυχόν μη εγκεκριμένες ή εσφαλμένα εκτελεσθείσες πράξεις πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 71 καθώς και την ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 73,
στ) την ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκκίνηση ή την εκτέλεση των πράξεων πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 88,
ζ) τους όρους επιστροφής χρηματικών ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 76 και 77,

6) για τις αλλαγές και τη λήξη της σύμβασης-πλαίσιο:
α) εφόσον συμφωνηθεί, πληροφορίες τις οποίες ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί σχετικά με τις τροποποιήσεις των όρων της σύμβασης- πλαίσιο, σύμφωνα με το άρθρο 54, εκτός εάν γνωστοποιήσει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών πριν την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους ότι δεν τις αποδέχεται,
β) τη χρονική διάρκεια της σύμβασης-πλαίσιο,
γ) το δικαίωμα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να καταγγέλλει τη σύμβαση- πλαίσιο, καθώς και κάθε συμφωνία που αφορά στην καταγγελία σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 54 και το άρθρο 55,

7) για την επίλυση διαφορών:
α) κάθε συμβατική ρήτρα σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση-πλαίσιο και/ή τα αρμόδια δικαστήρια,
β) τις διαδικασίες Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (εφεξής ΕΕΔ) που έχει στη διάθεσή του ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με τα άρθρα 97 έως 100.

Άρθρο 53 Δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες και στους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαίσιο
(άρθρο 53 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών έχει το δικαίωμα, κατόπιν αιτήματός του, να λαμβάνει τους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαίσιο καθώς και τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 52 σε έντυπη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο.

Άρθρο 54 Τροποποίηση των συμβατικών όρων της σύμβασης-πλαίσιο
(άρθρο 54 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Κάθε τροποποίηση της σύμβασης-πλαίσιο ή των πληροφοριών και των όρων που προσδιορίζονται στο άρθρο 52 προτείνεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών με τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 51 και τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί είτε να αποδεχθεί είτε να απορρίψει τις τροποποιήσεις πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους. Όπου συντρέχει η περίπτωση της περ. α) του σημείου 6 του άρθρου 52, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι θα θεωρηθεί ότι έχει αποδεχθεί τις εν λόγω τροποποιήσεις εάν ο τελευταίος δεν γνωστοποιήσει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ότι δεν τις αποδέχεται πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει επίσης τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι, σε περίπτωση που απορρίψει τις αλλαγές αυτές, έχει το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση- πλαίσιο χωρίς επιβάρυνση και με ισχύ από οποιαδήποτε χρονική στιγμή μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία θα είχε εφαρμοστεί η τροποποίηση.

2. Αλλαγές των επιτοκίων ή των συναλλαγματικών ισοτιμιών μπορούν να εφαρμόζονται αμέσως και χωρίς προειδοποίηση, εφόσον το δικαίωμα αυτό έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο και οι αλλαγές των επιτοκίων ή των συναλλαγματικών ισοτιμιών βασίζονται στα επιτόκια ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς που έχουν συμφωνηθεί σύμφωνα με τις περ. β) και γ) του σημείου 3 του άρθρου 52. Ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνεται το ταχύτερο δυνατόν για κάθε αλλαγή του επιτοκίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 51, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει για συγκεκριμένη συχνότητα ή τρόπο παροχής ή διάθεσης των πληροφοριών στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών. Ωστόσο, οι αλλαγές στα επιτόκια ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που είναι ευνοϊκότερες για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, μπορούν να εφαρμόζονται χωρίς προειδοποίηση.

3. Οι αλλαγές του επιτοκίου ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που χρησιμοποιούνται κατά τις πράξεις πληρωμής εφαρμόζονται και υπολογίζονται κατά τρόπο ουδέτερο χωρίς διακρίσεις εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 55 Λύση της σύμβασης-πλαίσιο
(άρθρο 55 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να λύσει τη σύμβαση-πλαίσιο ανά πάσα στιγμή, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει προθεσμία προειδοποίησης. Η εν λόγω προθεσμία δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.

2. Η λύση της σύμβασης-πλαίσιο δεν συνεπάγεται επιβάρυνση για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν αυτή βρίσκεται σε ισχύ για λιγότερο από έξι (6) μήνες. Τυχόν χρεώσεις για τη λύση της σύμβασης-πλαίσιο πρέπει να είναι εύλογες και σύμφωνες με το κόστος.

3. Εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να καταγγείλει σύμβαση-πλαίσιο αορίστου χρόνου με ειδοποίηση τουλάχιστον δύο (2) μήνες πριν, με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 51.

4. Οι επιβαρύνσεις για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που χρεώνονται σε τακτική βάση καταβάλλονται από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών μόνον κατ' αναλογία προς τον χρόνο μέχρι τη λύση της σύμβασης-πλαίσιο. Εάν οι επιβαρύνσεις καταβληθούν προκαταβολικά, επιστρέφονται κατ' αναλογία.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν τα δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών να υπαναχωρούν από τη σύμβαση-πλαίσιο ή να την κηρύσσουν άκυρη.

Άρθρο 56 Πληροφόρηση πριν την εκτέλεση επιμέρους πράξης πληρωμής
(άρθρο 56 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Για κάθε επιμέρους πράξη πληρωμής της οποίας η εκκίνηση διενεργείται από τον πληρωτή και η οποία καλύπτεται από σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, κατόπιν αιτήματος του πληρωτή, για τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής, παρέχει σαφείς πληροφορίες σχετικά με όλα τα ακόλουθα:
α) τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης,
β) τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβληθούν από τον πληρωτή,
γ) ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των τυχόν επιβαρύνσεων.

Άρθρο 57 Πληροφόρηση του πληρωτή για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής
(άρθρο 57 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Μετά από τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή με το ποσό της επιμέρους πράξης πληρωμής ή, όταν ο πληρωτής δεν χρησιμοποιεί λογαριασμό πληρωμών, μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει αμελλητί στον πληρωτή και με τον τρόπο που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 51, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) στοιχείο αναφοράς που επιτρέπει στον πληρωτή να ταυτοποιήσει κάθε πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο,
β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή ή στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την εντολή πληρωμής, γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών, ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο πληρωτής,
δ) όπου απαιτείται, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος,
ε) την ημερομηνία αξίας για τη χρέωση ή την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής.

2. Η σύμβαση-πλαίσιο περιλαμβάνει όρο ότι ο πληρωτής μπορεί να απαιτεί οι πληροφορίες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο να παρέχονται ή να καθίστανται διαθέσιμες περιοδικά τουλάχιστον μία (1) φορά τον μήνα, χωρίς επιβάρυνση με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στον πληρωτή να αποθηκεύει και να αναπαράγει αυτούσιες τις πληροφορίες.

3. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει πληροφορίες σε έντυπη μορφή ή άλλο σταθερό μέσο τουλάχιστον μία (1) φορά ανά τρίμηνο, χωρίς επιβάρυνση.

Άρθρο 58 Πληροφόρηση του δικαιούχου για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής
(άρθρο 58 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Μετά την εκτέλεση επιμέρους πράξης πληρωμής ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου παρέχει αμελλητί στον δικαιούχο, με τον τρόπο που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 51, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής,
β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο πιστώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του δικαιούχου,
γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο δικαιούχος,
δ) όπου απαιτείται, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν τη μετατροπή του νομίσματος, ε) την ημερομηνία αξίας για την πίστωση.

2. Η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες περιοδικά τουλάχιστον μία (1) φορά τον μήνα, με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στον δικαιούχο να αποθηκεύει και να αναπαράγει αυτούσιες τις πληροφορίες.

3. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει πληροφορίες σε έντυπη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο τουλάχιστον μία (1) φορά ανά τρίμηνο, χωρίς επιβάρυνση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 59 Νόμισμα και μετατροπή νομίσματος
(άρθρο 59 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Οι πληρωμές διενεργούνται στο νόμισμα το οποίο έχουν συμφωνήσει τα μέρη.

2. Όταν, πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής, προσφέρεται υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων σε αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές (ΑΤΜ), στο σημείο πώλησης ή εκ μέρους του δικαιούχου, το μέρος που προσφέρει την υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων στον πληρωτή υποχρεούται να του γνωστοποιήσει κάθε σχετική επιβάρυνση, καθώς και τη συναλλαγματική ισοτιμία που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μετατροπή. Ο πληρωτής αποδέχεται την παροχή της υπηρεσίας μετατροπής νομισμάτων πάνω σε αυτή τη βάση.

Άρθρο 60 Ενημέρωση σχετικά με τυχόν πρόσθετη επιβάρυνση ή έκπτωση
(άρθρο 60 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Όταν, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο δικαιούχος προσφέρει έκπτωση, ενημερώνει σχετικά τον πληρωτή πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής.

2. Όταν, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην πράξη επιβάλλει επιβάρυνση, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνεται σχετικά από τα εν λόγω πρόσωπα πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής.

3. Ο πληρωτής υποχρεούται μόνο να πληρώσει για τις επιβαρύνσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 εάν του γνωστοποιήθηκε ολόκληρο το ποσό πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής.

ΤΙΤΛΟΣ IV ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 61 Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 61 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Όταν ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν ότι δεν εφαρμόζονται εν όλω ή εν μέρει η παράγραφος 1 του άρθρου 62, η παράγραφος 3 του άρθρου 64 και τα άρθρα 72, 74, 76, 77, 80 και 88. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν επίσης να συμφωνούν χρονικά περιθώρια διαφορετικά από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 71.

2. Οι διατάξεις των άρθρων 61 έως 101 , εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 100, εφαρμόζονται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στους καταναλωτές.

3. Ο παρών νόμος ισχύει υπό την επιφύλαξη της Κοινής Υπουργικής Απόφασης υπ'αριθ. Ζ1-699/2010 των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, άλλης σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας ή εθνικών μέτρων που είναι σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και αφορούν τις προϋποθέσεις χορήγησης πιστώσεων στους καταναλωτές οι οποίες δεν ρυθμίζονται δια του παρόντος νόμου.

Άρθρο 62 Επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις
(άρθρο 62 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων ενημέρωσης που υπέχει ή για τα διορθωτικά και προληπτικά μέτρα που οφείλει να λαμβάνει δυνάμει των άρθρων 61 έως 101, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην παράγραφο 1 του άρθρου 79, στην παράγραφο 5 του άρθρου 80 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 87. Οι επιβαρύνσεις αυτές συμφωνούνται μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και είναι εύλογες και ανάλογες με το πραγματικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών.

2.Για πράξεις πληρωμής που παρέχονται εντός των κρατών μελών, όταν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών τόσο του πληρωτή όσο και του δικαιούχου ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής είναι εγκατεστημένοι σε αυτήν, ο δικαιούχος επωμίζεται τις επιβαρύνσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο πληρωτής επωμίζεται τις επιβαρύνσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών.

3. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν δικαιούται να θέτει περιορισμούς στο δικαίωμα του δικαιούχου να προσφέρει στον πληρωτή έκπτωση ή άλλως να τον κατευθύνει προς τη χρήση του συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.

4. Ο δικαιούχος δεν δικαιούται να ζητεί ή να επιβάλλει επιβαρύνσεις για τη χρήση οιουδήποτε μέσου πληρωμών, περιλαμβανομένων των μέσων πληρωμών στα οποία εφαρμόζονται διατραπεζικές προμήθειες δυνάμει του Κεφαλαίου II του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 και των υπηρεσιών πληρωμών που διέπονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

Άρθρο 63 Παρέκκλιση για τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα
(άρθρο 63 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Στις περιπτώσεις μέσων πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα τριάντα (30) ευρώ ή έχουν όριο είτε δαπανών εκατόν πενήντα (150) ευρώ είτε αποθήκευσης χρηματικών ποσών που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα εκατόν πενήντα (150) ευρώ, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν με τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών τους ότι:
α) η περ β) της παραγράφου 1 του άρθρου 69, οι περ. γ) και δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 70 και η παράγραφος 3 του άρθρου 74 δεν εφαρμόζονται εάν το μέσο πληρωμής δεν μπορεί να ανασταλεί ή δεν μπορεί να αποτραπεί περαιτέρω χρήση του,
β) τα άρθρα 72 και 73 και οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 74 δεν εφαρμόζονται εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι σε θέση, για άλλους λόγους που είναι εγγενείς στο μέσο πληρωμής, να αποδείξει ότι μια πράξη πληρωμής είναι εγκεκριμένη,
γ) κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του άρθρου 79, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να ενημερώσει τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών για την άρνηση εκτέλεσης εντολής πληρωμής, εάν o λόγος μη εκτέλεσης είναι πρόδηλος εκ των συνθηκών,
δ) κατά παρέκκλιση του άρθρου 80, ο πληρωτής δεν μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής μετά από τη διαβίβαση της εντολής πληρωμής ή από τη συγκατάθεσή του να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής προς τον δικαιούχο,
ε) κατά παρέκκλιση των άρθρων 83 και 84, ισχύουν άλλες προθεσμίες εκτέλεσης πράξεων πληρωμής.

2. Για τις εγχώριες πράξεις πληρωμών τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διπλασιάζονται.

3. Τα άρθρα 73 και 74 εφαρμόζονται επίσης στο ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011, εκτός εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε δέσμευση του λογαριασμού πληρωμών στον οποίο είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα ή σε αναστολή χρήσης του μέσου πληρωμών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΕΓΚΡΙΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Άρθρο 64 Συγκατάθεση και ανάκληση συγκατάθεσης
(Άρθρο 64 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Μια πράξη πληρωμής θεωρείται ως εγκεκριμένη, μόνον εφόσον ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του στην εκτέλεσή της. Μια πράξη πληρωμής μπορεί να εγκρίνεται από τον πληρωτή είτε πριν, είτε εφόσον υπάρχει συμφωνία του πληρωτή με τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μετά από την εκτέλεσή της.

2. Η συγκατάθεση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής ή σειράς πράξεων πληρωμής παρέχεται με τον τύπο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του πληρωτή και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Η συγκατάθεση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής μπορεί, επίσης, να παρέχεται μέσω του δικαιούχου ή του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής. Αν δεν έχει παρασχεθεί συγκατάθεση, η πράξη πληρωμής θεωρείται ως μη εγκεκριμένη.

3. Ο πληρωτής μπορεί να ανακαλεί τη συγκατάθεσή του σε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά όχι αργότερα από το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος του ανεκκλήτου σύμφωνα με το άρθρο 80. Ο πληρωτής μπορεί να ανακαλεί τη συγκατάθεσή του για την εκτέλεση σειράς πράξεων πληρωμής, οπότε κάθε μελλοντική πράξη πληρωμής θεωρείται ως μη εγκεκριμένη.

4. Η διαδικασία για την παροχή συγκατάθεσης αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ του πληρωτή και του οικείου παρόχου ή των οικείων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 65 Επιβεβαίωση διαθεσιμότητας χρηματικών ποσών
(Άρθρο 65 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έκδοσης μέσων πληρωμών με κάρτα» νοείται ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες σύμφωνα με την υποπερ. ii) της περ. γ), την υποπερ. ii) της περ. δ) και την περ. ε) του σημείου 3 του άρθρου 4. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιβεβαιώνει αμέσως, κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών έκδοσης μέσων πληρωμών με κάρτα, αν το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την εκτέλεση πράξης πληρωμής με κάρτα είναι διαθέσιμο στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή είναι προσβάσιμος σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση (online) κατά το χρονικό σημείο υποβολής του αιτήματος,
β) ο πληρωτής έχει δώσει ρητή συγκατάθεση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να ανταποκρίνεται στα αιτήματα από συγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και να επιβεβαιώνει ότι το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες πράξεις πληρωμής με κάρτα είναι διαθέσιμο στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή,
γ) η συγκατάθεση της προηγούμενης περίπτωσης έχει δοθεί πριν από την υποβολή του πρώτου αιτήματος επιβεβαίωσης διαθεσιμότητας χρηματικών ποσών.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να αιτείται την επιβεβαίωση διαθεσιμότητας χρηματικών ποσών που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ο πληρωτής έχει δώσει ρητή συγκατάθεση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να αιτείται την επιβεβαίωση διαθεσιμότητας χρηματικών ποσών που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο,
β) ο πληρωτής διενεργεί την εκκίνηση της πράξης πληρωμής με κάρτα για το εν λόγω χρηματικό ποσό μέσω μέσου πληρωμών με κάρτα που εκδίδεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών,
γ) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επαληθεύει την ταυτότητά του στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού πριν από κάθε αίτημα επιβεβαίωσης διαθεσιμότητας χρηματικών ποσών και επικοινωνεί με ασφάλεια με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδίδεται δυνάμει της περ. δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 98 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ.

3. Σύμφωνα με το ν. 2472/1997 (Α' 50) (Οδηγία 95/46/ΕΚ), η επιβεβαίωση διαθεσιμότητας χρηματικών ποσών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνίσταται σε μια απλή θετική ή αρνητική απάντηση και σε καμία περίπτωση σε προσκόμιση αντιγράφου υπολοίπου λογαριασμού πληρωμών. Η εν λόγω απάντηση δεν αποθηκεύεται και δεν χρησιμοποιείται για σκοπούς εκτός της εκτέλεσης πράξης πληρωμής με κάρτα.

4. Η επιβεβαίωση διαθεσιμότητας χρηματικών ποσών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να προβαίνει σε δέσμευση χρηματικών ποσών σε λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή.

5. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματος του πληρωτή, υποχρεούται να του κοινοποιεί την ταυτότητα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τη σχετική απάντηση.

6. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις πράξεις πληρωμής των οποίων η εκκίνηση διενεργείται μέσω μέσων πληρωμών με κάρτα, στα οποία αποθηκεύεται ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του σημείου 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011.

Άρθρο 66 Κανόνες για την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών στην περίπτωση υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής
(Άρθρο 66 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πληρωτής δικαιούται να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμής, από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής. Το δικαίωμα χρήσης υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής δεν υφίσταται, όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν είναι προσβάσιμος σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση (online).

2. Όταν ο πληρωτής δίνει ρητή συγκατάθεση για την εκτέλεση πράξης πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 64, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού εκτελεί τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, προκειμένου να διασφαλίζει το δικαίωμα του πληρωτή να χρησιμοποιεί την υπηρεσία εκκίνησης πληρωμής.

3. Ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, υπέχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) δεν διακρατά σε καμία περίπτωση χρηματικά ποσά του πληρωτή αναφορικά με την παροχή υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής,
β) διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, δεν είναι, πέραν του χρήστη και του εκδότη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας, προσβάσιμα σε τρίτους και διαβιβάζονται από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής μέσω ασφαλών και αποτελεσματικών δίαυλων επικοινωνίας,
γ) διασφαλίζει ότι οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες για τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, που λαμβάνονται κατά το χρονικό σημείο παροχής υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, καθίστανται διαθέσιμες μόνο στον δικαιούχο υπό την προϋπόθεση ρητής συγκατάθεσης του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών,
δ) κάθε φορά που διενεργείται εκκίνηση πληρωμής, επαληθεύει την ταυτότητά του στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή και επικοινωνεί με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, τον πληρωτή και το δικαιούχο με ασφαλή τρόπο, σύμφωνα με την περ. δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 98 της Οδη γίας 2015/2366/ΕΕ,
ε) δεν αποθηκεύει τα ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών, του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών,
στ) δεν απαιτεί από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών κανένα άλλο στοιχείο πέραν αυτών που είναι αναγκαία για την παροχή της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής,
ζ) δεν προβαίνει σε χρήση, πρόσβαση και αποθήκευση δεδομένων για σκοπούς άλλους εκτός της εκτέλεσης της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής που αιτείται με ρητό τρόπο ο πληρωτής,
η) δεν μεταβάλλει το ποσό, τον δικαιούχο ή κάθε άλλο στοιχείο της συναλλαγής.

4. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού υπέχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) επικοινωνεί με ασφάλεια με τους παρόχους υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής σύμφωνα με την περ. δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 98 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ,
β) αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον τελευταίο όλες τις πληροφορίες σχετικά με την εκκίνηση της πράξης πληρωμής και όλες τις πληροφορίες στις οποίες έχει πρόσβαση για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής,
γ) αντιμετωπίζει, χωρίς καμία διάκριση, τις εντολές πληρωμής που διαβιβάζονται μέσω των υπηρεσιών παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, ιδίως όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα (timing), την προτεραιοποίηση ή τις επιβαρύνσεις, σε σχέση με τις εντολές πληρωμών που διαβιβάστηκαν απευθείας από τον πληρωτή.

5. Η παροχή υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των παρόχων υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 67 Κανόνες για την πρόσβαση και χρήση πληροφοριών λογαριασμού πληρωμών στην περίπτωση χρήσης υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού
(Άρθρο 67 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται να χρησιμοποιεί τις υπηρεσία πληροφοριών λογαριασμού που επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες λογαριασμού. Το εν λόγω δικαίωμα δεν υφίσταται όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν είναι προσβάσιμος σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση (online).

2. Ο πάροχος υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού υπέχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) παρέχει υπηρεσίες μόνο με βάση τη ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών,
β) διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, δεν είναι, πέραν του χρήστη και του εκδότη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας, προσβάσιμα σε τρίτους και διαβιβάζονται από τον πάροχο υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού μέσω ασφαλών και αποτελεσματικών διαύλων επικοινωνίας,
γ) για κάθε σύνοδο επικοινωνίας (communication session), επαληθεύει την ταυτότητά του στον πάροχο ή τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και επικοινωνεί με ασφάλεια με τον πάροχο ή τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού και τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με την περ. δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 98 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ,
δ) έχει πρόσβαση μόνον στις πληροφορίες από καθορισμένους λογαριασμούς πληρωμών και τις σχετικές πράξεις πληρωμής,
ε) δεν απαιτεί ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών,
στ) δεν προβαίνει σε χρήση, πρόσβαση ή αποθήκευση δεδομένων για σκοπούς άλλους εκτός της εκτέλεσης υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού που αιτείται με ρητό τρόπο ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων.

3. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού υπέχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις αναφορικά με λογαριασμούς πληρωμών:
α) επικοινωνεί με ασφάλεια με τους παρόχους υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, σύμφωνα με την περ. δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 98 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ και
β) αντιμετωπίζει, χωρίς καμία διάκριση, τα αιτήματα που διαβιβάζονται μέσω παρόχου υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

4. Η παροχή υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 68 Περιορισμοί στη χρήση μέσου πληρωμών και στην πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών
(Άρθρο 68 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Στις περιπτώσεις που η συγκατάθεση κοινοποιείται με τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο πληρωτής και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του μπορούν να συμφωνήσουν την εφαρμογή ποσοτικού ορίου δαπάνης για τις πράξεις πληρωμής που εκτελούνται μέσω αυτού του μέσου πληρωμών.

2. Εφόσον υπάρχει σχετικός όρος στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να προβαίνει σε αναστολή της δυνατότητας χρήσης του μέσου πληρωμών, για αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους που σχετίζονται με την ασφάλεια του μέσου πληρωμών, με την ύπαρξη υπόνοιας περί μη εγκεκριμένης ή απατηλής χρήσης του μέσου πληρωμών ή, στην περίπτωση μέσου πληρωμών που συνδέεται με παροχή πιστωτικού ορίου, με τον σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ενδεχόμενης αδυναμίας του πληρωτή να προβεί σε εκπλήρωση της υποχρέωσης αποπληρωμής.

3. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον πληρωτή για την αναστολή της δυνατότητας χρήσης του μέσου πληρωμών και για τους λόγους που επιβάλλουν την ενέργεια αυτή κατά τον συμφωνηθέντα τρόπο, εφόσον είναι εφικτό, πριν ανασταλεί η δυνατότητα χρήσης του μέσου πληρωμών και, το αργότερο, αμέσως μετά, εκτός αν η εν λόγω ενημέρωση προσκρούει σε αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους ασφαλείας ή απαγορεύεται από την κείμενη ευρωπαϊκή ή εθνική νομοθεσία.

4. Εφόσον εκλείψουν οι λόγοι της αναστολής της δυνατότητας χρήσης του μέσου πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών προβαίνει είτε σε άρση της εν λόγω αναστολής, είτε σε αντικατάσταση του υφιστάμενου μέσου πληρωμών από νέο.

5. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού μπορεί να αρνηθεί σε πάροχο υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού ή σε πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών, για αντικειμενικά δικαιολογημένους και δεόντως τεκμηριωμένους λόγους που σχετίζονται με τη μη εγκεκριμένη ή απατηλή πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών, περιλαμβανομένης της μη εγκεκριμένης ή απατηλής εκκίνησης της πράξης πληρωμής, είτε από τον πάροχο υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού είτε από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού ενημερώνει τον πληρωτή για την άρνηση πρόσβασης στο λογαριασμό πληρωμών και τους λόγους που επιβάλλουν την ενέργεια αυτή, κατά τον συμφωνηθέντα τρόπο. Η εν λόγω ενημέρωση παρέχεται στον πληρωτή, εφόσον είναι εφικτό, πριν την άρνηση πρόσβασης και, το αργότερο, αμέσως μετά, εκτός αν η εν λόγω ενημέρωση προσκρούει σε αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους ασφαλείας ή απαγορεύεται από την κείμενη ευρωπαϊκή ή εθνική νομοθεσία. Εφόσον εκλείψουν οι λόγοι της άρνησης κατά τα ανωτέρω ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιτρέπει την πρόσβαση στο λογαριασμό πληρωμών.

6. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού αναφέρει αμέσως το περιστατικό που σχετίζεται με τον πάροχο υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού ή τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής στην Τράπεζα της Ελλάδος εφόσον η έδρα του παρόχου υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού ή του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής βρίσκεται στην Ελλάδα. Σε διαφορετική περίπτωση ενημερώνεται η αρμόδια εποπτική αρχή όπως αυτή έχει οριστεί από την αντίστοιχη εθνική νομοθεσία που ενσωματώνει την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ του κράτους μέλους προέλευσης του εμπλεκόμενου παρόχου υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού ή του εμπλεκόμενου παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής. Η αναφορά περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες του περιστατικού και τους λόγους για την ανάληψη δράσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει στην αξιολόγηση της αναφοράς περιστατικού και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα κατά το λόγο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 23.

Άρθρο 69 Υποχρεώσεις του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών αναφορικά με τα μέσα πληρωμών και τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας (Άρθρο 69 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που έχει δικαίωμα χρήσης του μέσου πληρωμών υπέχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του, οι οποίοι πρέπει να είναι αντικειμενικοί, χωρίς διακρίσεις και αναλογικοί.
β) ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή τον φορέα που ο τελευταίος ορίζει, μόλις αντιληφθεί απώλεια, κλοπή, υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών, ή μη εγκεκριμένη χρήση του.

2. Για τους σκοπούς της περ. α) της προηγούμενης παραγράφου, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, μόλις παραλάβει το μέσο πληρωμών, λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας αυτού.

Άρθρο 70 Υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών αναφορικά με τα μέσα πληρωμών
(Άρθρο 70 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμών υπέχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας δεν είναι προσβάσιμα σε τρίτους παρά μόνο στο νόμιμο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών του μέσου πληρωμών, τηρουμένων των υποχρεώσεων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών βάσει του άρθρου 69.
β) δεν αποστέλλει μέσο πληρωμών χωρίς προηγούμενο σχετικό αίτημα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η εν λόγω αποστολή αφορά αντικατάσταση υφιστάμενου μέσου πληρωμών.
γ) διασφαλίζει ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών έχει στη διάθεσή του, σε διαρκή βάση, τα κατάλληλα μέσα που του επιτρέπουν να προβαίνει σε γνωστοποίηση σύμφωνα με την περ. β) της παραγράφου 1 του άρθρου 69 ή σε υποβολή αιτήματος για την άρση της αναστολής της δυνατότητας χρήσης του μέσου πληρωμών, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 68. Κατόπιν αιτήματος, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει, για δεκαοκτώ (18) μήνες από τη γνωστοποίηση, στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τα μέσα για να αποδείξει ότι πράγματι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προέβη στην εν λόγω γνωστοποίηση.
δ) παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τη δυνατότητα να προβεί σε γνωστοποίηση χωρίς επιβάρυνση και επιτρέπεται να επιβάλλει χρέωση, αν όχι καθόλου, μόνο για το κόστος αντικατάστασης του μέσου πληρωμών, σύμφωνα με την περ. β) της παραγράφου 1 του άρθρου 69.
ε) αποτρέπει κάθε χρήση του μέσου πληρωμών από το χρονικό σημείο της γνωστοποίησης, σύμφωνα με την περ. β) της παραγράφου 1 του άρθρου 69.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αναλαμβάνει τον κίνδυνο της αποστολής στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών του μέσου πληρωμών ή κάθε σχετικού εξατομικευμένου διαπιστευτηρίου ασφαλείας.

Άρθρο 71 Υποχρέωση ειδοποίησης και αποκατάστασης σε σχέση με μη εγκεκριμένες ή εσφαλμένα εκτελεσθείσες πράξεις πληρωμής
(Άρθρο 71 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποκαθιστά μία μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο αν ο τελευταίος ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόλις αντιληφθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, περιλαμβανομένης εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 88, και το αργότερο εντός προθεσμίας δεκατριών (13) μηνών από την ημερομηνία χρέωσης. Η ανωτέρω προθεσμία ειδοποίησης δεν ισχύει όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν χορήγησε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για την συγκεκριμένη πράξη πληρωμής, σύμφωνα με τα άρθρα 38 έως 60.

2. Σε περίπτωση που στην πράξη πληρωμής εμπλέκεται ένας πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών λαμβάνει αποκατάσταση της ζημίας από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 73 και της παραγράφου 1 του άρθρου 88.

Άρθρο 72 Στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γνησιότητα και την εκτέλεση πράξεων πληρωμής
(Άρθρο 72 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Σε περίπτωση που χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής ή ισχυρίζεται ότι η πράξη πληρωμής δεν εκτελέσθηκε ορθά, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποδεικνύει ότι ταυτοποιήθηκε η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι αυτή καταγράφηκε με ακρίβεια, καταχωρίστηκε στους λογαριασμούς πληρωμών και δεν επηρεάσθηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία της υπηρεσίας που παρέχεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών. Εφόσον η εκκίνηση της πράξης πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο τελευταίος φέρει το βάρος να αποδείξει ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει ταυτοποιηθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι αυτή καταγράφηκε με ακρίβεια και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με την υπηρεσία πληρωμών με την οποία έχει επιφορτισθεί.

2. Εφόσον ένας χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής, η χρήση ενός μέσου πληρωμών που έχει καταγραφεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένου του παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής ανάλογα με την περίπτωση, δεν αποτελεί αναγκαστικά, αφ' εαυτής, επαρκή απόδειξη ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής ή ενήργησε με δόλο ή δεν εκπλήρωσε από πρόθεση ή βαριά αμέλεια μια ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 69. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη απάτης ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 73 Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής
(Άρθρο 73 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 71, σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, κατόπιν διαπίστωσης ή ειδοποίησης, επιστρέφει αμέσως και σε κάθε περίπτωση, το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, στον πληρωτή το χρηματικό ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, εκτός αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή έχει βάσιμες υπόνοιες ότι έχει διαπραχθεί απάτη και κοινοποιεί γραπτώς τους λόγους αυτούς στη ΓΓΕΠΚ. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην πρότερη κατάσταση και διασφαλίζει, επίσης, ότι η ημερομηνία αξίας για την πίστωση λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη του χρονικού σημείου χρέωσης αυτού του λογαριασμού πληρωμών με το χρηματικό ποσό της πράξης πληρωμής.

2. Όταν πράξη πληρωμής έχει εκκινηθεί μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιστρέφει αμέσως και σε κάθε περίπτωση, το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας στον πληρωτή το χρηματικό ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, επαναφέρει τον χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην πρότερη κατάσταση. Όταν ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής υπέχει ευθύνη για τη μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, αποζημιώνει αμέσως τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματός του τελευταίου, για ζημίες που υπέστη ή για χρηματικά ποσά που κατέβαλε ως αποτέλεσμα της επιστροφής του χρηματικού ποσού μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής στον πληρωτή, περιλαμβανομένου του χρηματικού ποσού της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 72, ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος απόδειξης ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει ταυτοποιηθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι αυτή καταγράφηκε με ακρίβεια και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με την υπηρεσία πληρωμών με την οποία έχει επιφορτισθεί.

3. Περαιτέρω αποζημίωση δεν αποκλείεται, εφόσον θεμελιώνεται σχετικό δικαίωμα στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, εφόσον συντρέχει περίπτωση.

Άρθρο 74 Ευθύνη του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής
(Άρθρο 74 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 73, ο πληρωτής ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των πενήντα (50) ευρώ για τις ζημίες από τη διενέργεια μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, οι οποίες προκύπτουν είτε από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών είτε από υπεξαίρεσή του. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει, εφόσον:
α) η απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών δεν ήταν εφικτό να εντοπιστεί από τον πληρωτή πριν από τη διενέργεια πράξης πληρωμής, εκτός αν ο πληρωτής ενήργησε με δόλο ή
β) η ζημία προκλήθηκε από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλου, αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή οντότητας στην οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε προβεί στην ανάθεση δραστηριοτήτων του.
Ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με κάθε μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, εφόσον οι ζημίες αυτές οφείλονται είτε σε δόλο είτε στη μη τήρηση μιας ή περισσοτέρων από τις υποχρεώσεις που υπέχει, σύμφωνα με το άρθρο 69, από πρόθεση ή βαριά αμέλεια. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν ισχύει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου.

2. Εφόσον ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν απαιτεί ισχυρή ταυτοποίηση του πελάτη, ο πληρωτής ευθύνεται για τυχόν οικονομικές συνέπειες, μόνον εφόσον ενήργησε με δόλο. Σε περίπτωση που ο δικαιούχος ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου αδυνατούν να δεχτούν ισχυρή ταυτοποίηση του πελάτη, οφείλει να αποζημιώσει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή για την οικονομική ζημία που υπέστη.

3. Από το χρονικό σημείο ειδοποίησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με την περ. β) της παραγράφου 1 του άρθρου 69, ο πληρωτής δεν επωμίζεται οποιαδήποτε οικονομική συνέπεια που απορρέει από τη χρήση απολεσθέντος, κλαπέντος ή υπεξαιρεθέντος μέσου πληρωμών, εκτός αν ενήργησε με δόλο. Εφόσον ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέχει στον πληρωτή τα κατάλληλα μέσα που του επιτρέπουν να προβεί σε ειδοποίηση, σε διαρκή βάση, αναφορικά με την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών, σύμφωνα με την περ. γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 70, ο πληρωτής δεν ευθύνεται για τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του εν λόγω μέσου πληρωμών, εκτός αν ενήργησε με δόλο.

Άρθρο 75 Πράξεις πληρωμής όπου το ποσό δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό
(Άρθρο 75 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Εφόσον διενεργείται εκκίνηση πράξη πληρωμής από το δικαιούχο ή μέσω αυτού στο πλαίσιο πράξης πληρωμής με κάρτα και το ακριβές χρηματικό ποσό δεν είναι γνωστό κατά τη χρονική στιγμή που ο πληρωτής συναινεί στην εκτέλεσή της, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή μπορεί να δεσμεύσει χρηματικά ποσά στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή μόνον εφόσον ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για το ακριβές ύψος του χρηματικού ποσού που πρόκειται να δεσμευθεί.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή αποδεσμεύει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, τα δεσμευμένα χρηματικά ποσά στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόλις λάβει πληροφόρηση για το ακριβές χρηματικό ποσό της πράξης πληρωμής και σε κάθε περίπτωση το αργότερο αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής.

Άρθρο 76 Επιστροφή χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής που εκκινούνται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού
(Άρθρο 76 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πληρωτής δικαιούται να ζητήσει από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών την επιστροφή χρηματικών ποσών, που αφορούν εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, η οποία εκκινήθηκε από το δικαιούχο ή μέσω αυτού και έχει ήδη εκτελεσθεί, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) κατά το χρονικό σημείο της έγκρισης δεν προσδιορίστηκε το ακριβές χρηματικό ποσό της πράξης πληρωμής, και
β) το χρηματικό ποσό της πράξης πληρωμής υπερέβη το χρηματικό ποσό που θα ανέμενε εύλογα ο πληρωτής, λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες συνήθειες εξόδων του, τους όρους της σύμβασης-πλαίσιο και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης.
Κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο πληρωτής φέρει το βάρος απόδειξης της εκπλήρωσης των ως άνω όρων. Η υποχρέωση επιστροφής χρηματικών ποσών αφορά ολόκληρο το χρηματικό ποσό της εκτελεσθείσας πράξης πληρωμής. Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας χρέωσης του λογαριασμού πληρωμών με το ποσό της πράξης πληρωμής. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, ο πληρωτής διατηρεί, επιπλέον του δικαιώματος που καθορίζεται στην παρούσα παράγραφο για τις άμεσες χρεώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 (ΕΕ L 94), ανεπιφύλακτο δικαίωμα επιστροφής χρηματικών ποσών εντός των χρονικών ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 77 του παρόντος νόμου.

2. Ωστόσο, για τους σκοπούς της περ. β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο πληρωτής δεν δικαιούται να επικαλεστεί λόγους που συνδέονται με μετατροπή συναλλάγματος, αν εφαρμόστηκε η συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς, την οποία έχει συμφωνήσει με τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με την περ. δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 45 και την περ. β) του σημείου 3 του άρθρου 52.

3. Μπορεί να συμφωνείται στη σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ότι ο πληρωτής δεν δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή χρηματικών ποσών αν:
α) ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής απευθείας στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του, και
β) εφόσον συντρέχει περίπτωση, οι πληροφορίες για τη μελλοντική πράξη πληρωμής έχουν παρασχεθεί ή έχουν τεθεί στη διάθεση του πληρωτή, κατά το συμφωνηθέντα
τρόπο, τουλάχιστον τέσσερις (4) εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εξόφλησης είτε από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών είτε από το δικαιούχο.

Άρθρο 77 Αίτημα επιστροφής χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής που εκκινούνται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού
(Άρθρο 77 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πληρωτής μπορεί να υποβάλλει αίτημα επιστροφής χρηματικών ποσών, σύμφωνα με το άρθρο 76, το οποίο αφορά εγκεκριμένη πράξη πληρωμής που εκκινήθηκε από το δικαιούχο ή μέσω αυτού, εντός προθεσμίας οκτώ (8) εβδομάδων από την ημερομηνία χρέωσης του λογαριασμού πληρωμών του με τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά.

2. Εντός προθεσμίας δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής αιτήματος επιστροφής χρηματικών ποσών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται είτε να επιστρέψει ολόκληρο το χρηματικό ποσό της πράξης πληρωμής είτε να αιτιολογεί την άρνησή του για ανταπόκριση στο αίτημα επιστροφής χρηματικών ποσών, υποδεικνύοντας στον πληρωτή τους φορείς στους οποίους μπορεί να προσφύγει , σύμφωνα με τα άρθρα 97 έως 100, αν ο πληρωτής δεν αποδέχεται την αιτιολόγηση που παρέχεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών. Το δικαίωμα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου να αρνείται την επιστροφή χρηματικών ποσών δεν υφίσταται στην περίπτωση που καθορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 76.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Τμήμα 1 Εντολές πληρωμής και μεταφερόμενα ποσά

Άρθρο 78 Λήψη εντολών πληρωμής
(άρθρο 78 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ως χρόνος λήψης εντολής πληρωμής ορίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή λαμβάνει την εντολή πληρωμής. Ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή δεν χρεώνεται πριν από τη λήψη της εντολής πληρωμής. Εάν ο χρόνος λήψης δεν είναι εργάσιμη ημέρα για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, η εντολή πληρωμής θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ορίσει ένα οριακό χρονικό σημείο προς το τέλος της εργάσιμης ημέρας, πέραν του οποίου κάθε λαμβανόμενη εντολή πληρωμής θα λογίζεται ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

2. Εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που εκκίνησε εντολή πληρωμής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του συμφωνήσουν ότι η εκτέλεση της εντολής πληρωμής αρχίζει σε συγκεκριμένη ημέρα ή στο τέλος συγκεκριμένης περιόδου ή την ημέρα που ο πληρωτής θα έχει θέσει χρηματικά ποσά στη διάθεση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του, χρόνος λήψης της εντολής πληρωμής για τους σκοπούς του άρθρου 83 θεωρείται η συμφωνηθείσα ημέρα. Εάν η συμφωνηθείσα ημέρα δεν είναι εργάσιμη ημέρα για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, η εντολή πληρωμής που λαμβάνεται θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Άρθρο 79 Άρνηση εντολών πληρωμής
(άρθρο 79 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνηθεί να εκτελέσει εντολή πληρωμής ή να εκκινήσει πράξη πληρωμής, η άρνηση καθώς και, εάν είναι δυνατόν, οι λόγοι της άρνησης και η διαδικασία αποκατάστασης των τυχόν λαθών που οδήγησαν στην άρνηση γνωστοποιούνται στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν αυτό απαγορεύεται από άλλη σχετική διάταξη ενωσιακού ή εθνικού δικαίου. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμη κατά τον συμφωνηθέντα τρόπο τη γνωστοποίηση, με την πρώτη ευκαιρία, και σε κάθε περίπτωση εντός των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 83. Η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλλει εύλογη επιβάρυνση για την άρνηση αυτή, εάν η άρνηση είναι αντικειμενικώς αιτιολογημένη.

2. Εφόσον πληρούνται όλοι οι όροι που προβλέπονται στη σύμβαση-πλαίσιο του πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή δεν αρνείται να εκτελέσει εγκεκριμένη εντολή πληρωμής, ανεξαρτήτως του αν η εκκίνηση της εντολής πληρωμής διενεργήθηκε από πληρωτή, καθώς και μέσω παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής ή από δικαιούχο ή μέσω αυτού, εκτός αν η εκτέλεσή της απαγορεύεται από άλλη σχετική διάταξη ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

3. Για τους σκοπούς των άρθρων 83 και 88, εντολή πληρωμής της οποίας η εκτέλεση απορρίφθηκε θεωρείται ως μη ληφθείσα.

Άρθρο 80 Ανέκκλητο εντολής πληρωμής
(άρθρο 80 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν μπορεί να ανακαλέσει εντολή πληρωμής εάν ληφθεί από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση στο παρόν άρθρο.

2. Όταν διενεργείται εκκίνηση πράξης πληρωμής από πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ή από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πληρωτής δεν ανακαλεί την εντολή πληρωμής μετά από τη χορήγηση της συγκατάθεσής του στον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής να διενεργήσει την εκκίνηση της πράξης πληρωμής ή μετά από την παραχώρηση της συγκατάθεσης του να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής προς το δικαιούχο.

3. Στην περίπτωση άμεσης χρέωσης και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων επιστροφής χρηματικών ποσών, ο πληρωτής μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της ημέρας που συμφωνήθηκε για τη χρέωση των χρηματικών ποσών.

4. Στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 78, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ανακαλέσει εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της συμφωνηθείσας ημέρας.

5. Μετά τα χρονικά όρια που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4, η εντολή πληρωμής μπορεί να ανακληθεί μόνο με συμφωνία μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και των οικείων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών. Στην περίπτωση των παραγράφων 2 και 3, απαιτείται επίσης και η συμφωνία του δικαιούχου. Εάν προβλέπεται στη σύμβαση-πλαίσιο, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει χρέωση σε περίπτωση ανάκλησης.

Άρθρο 81 Μεταφορά και λήψη χρηματικών ποσών
(άρθρο 81 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και οι τυχόν ενδιάμεσοι των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών μεταφέρουν το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και δεν αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό.

2. Εντούτοις, ο δικαιούχος και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν ότι ο τελευταίος αφαιρεί τη χρέωσή του από το μεταφερόμενο ποσό πριν αυτό πιστωθεί στον δικαιούχο. Στην περίπτωση αυτή, το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και οι επιβαρύνσεις εμφανίζονται χωριστά στις πληροφορίες που παρέχονται στον δικαιούχο.

3. Εάν από το μεταφερόμενο ποσό αφαιρούνται επιβαρύνσεις άλλες πλην εκείνων της παραγράφου 2, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του πληρωτή διασφαλίζει ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής της οποίας η εκκίνηση διενεργήθηκε από τον πληρωτή. Όταν διενεργείται εκκίνηση πράξης πληρωμής από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου διασφαλίζει ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής.

Τμήμα 2 Προθεσμία εκτέλεσης και ημερομηνία αξίας

Άρθρο 82 Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 82 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Τα άρθρα 82 έως 86 εφαρμόζονται όσον αφορά:
α) πράξεις πληρωμής σε ευρώ,
β) εθνικές πράξεις πληρωμής στο νόμισμα του κράτους μέλους εκτός της ζώνης ευρώ,
γ) πράξεις πληρωμής που απαιτούν μόνο μία μετατροπή νομίσματος μεταξύ του ευρώ και του επισήμου νομίσματος κράτους μέλους εκτός της ζώνης ευρώ, εφόσον η απαιτούμενη μετατροπή νομίσματος πραγματοποιείται στο κράτος μέλος εκτός της ζώνης ευρώ και στην περίπτωση διασυνοριακών πράξεων πληρωμών, η διασυνοριακή μεταφορά πραγματοποιείται σε ευρώ.

2. Τα άρθρα 82 έως 86 εφαρμόζονται και σε πράξεις πληρωμής που δεν αναφέρονται στην παράγραφο 1, εκτός αν υπάρχει διαφορετική συμφωνία μεταξύ του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, με εξαίρεση το άρθρο 86 η εφαρμογή του οποίου δεν εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των μερών. Ωστόσο, εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του συμφωνούν περίοδο μεγαλύτερη από την οριζόμενη στο άρθρο 83, για πράξεις πληρωμής εντός των κρατών μελών, η εν λόγω μεγαλύτερη περίοδος δεν υπερβαίνει τις τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες μετά από το χρόνο λήψης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 78.

Άρθρο 83 Πράξεις πληρωμής προς λογαριασμό πληρωμών
(άρθρο 83 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή διασφαλίζει ότι, μετά τη λήψη της εντολής όπως προβλέπεται στο άρθρο 78, το ποσό της πράξης πληρωμής πιστώνεται στον λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά μία επιπλέον εργάσιμη ημέρα για τις πράξεις πληρωμής των οποίων η εκκίνηση διενεργείται σε έντυπη μορφή.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου καθορίζει ημερομηνία αξίας και καθιστά διαθέσιμο το ποσό της πράξης πληρωμής στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου μετά από την λήψη των χρηματικών ποσών από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 86.

3. Ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου διαβιβάζει την εντολή πληρωμής της οποίας η εκκίνηση διενεργήθηκε από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή εντός της προθεσμίας που συμφωνήθηκε μεταξύ του δικαιούχου και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, καθιστώντας δυνατό το διακανονισμό της, όσον αφορά την άμεση χρέωση, κατά τη συμφωνηθείσα καταληκτική ημερομηνία.

Άρθρο 84 Περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δικαιούχος δεν διαθέτει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών
(άρθρο 84 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Όταν ο δικαιούχος δεν διαθέτει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, τα χρηματικά ποσά τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος τα λαμβάνει για λογαριασμό του δικαιούχου εντός της προθεσμίας του άρθρου 83.

Άρθρο 85 Μετρητά που τοποθετούνται σε λογαριασμό πληρωμών
(άρθρο 85 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Όταν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος είναι καταναλωτής, τοποθετεί μετρητά σε λογαριασμό πληρωμών τηρούμενο από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στο νόμισμα του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διασφαλίζει ώστε το ποσό να καθίσταται διαθέσιμο αμέσως μετά από τη λήψη του ποσού με την αντίστοιχη ημερομηνία αξίας. Αν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, το ποσό καθίσταται διαθέσιμο με ημερομηνία αξίας το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά από τη λήψη του.

Άρθρο 86 Ημερομηνία αξίας και διαθεσιμότητα των χρηματικών ποσών
(άρθρο 87 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου είναι το αργότερο η εργάσιμη ημέρα κατά την οποία πιστώνεται ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου με το ποσό της πράξης πληρωμής.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου διασφαλίζει ότι το ποσό της πράξης πληρωμής είναι στη διάθεση του δικαιούχου αμέσως μόλις ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου πιστωθεί με το ποσό της πράξης πληρωμής, όταν από την πλευρά του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου:
α) δεν υπάρχει μετατροπή συναλλάγματος ή
β) υπάρχει μετατροπή συναλλάγματος μεταξύ του ευρώ και νομίσματος κράτους μέλους ή μεταξύ δύο νομισμάτων κρατών μελών.
Η υποχρέωση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται επίσης στις πληρωμές όπου ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και του πληρωτή ταυτίζονται.

3. Η ημερομηνία αξίας για τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν μπορεί να είναι προγενέστερη του χρόνου κατά τον οποίο γίνεται η χρέωση του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών με το ποσό της πράξης πληρωμής.

Τμήμα 3 Ευθύνη

Άρθρο 87 Λανθασμένα αποκλειστικά μέσα ταυτοποίησης
(Άρθρο 88 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Εφόσον εντολή πληρωμής εκτελείται σύμφωνα με το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης, τεκμαίρεται ότι έχει εκτελεστεί ορθά, όσον αφορά το δικαιούχο που προσδιορίζεται στο αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.

2. Εφόσον το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης που παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι εσφαλμένο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν φέρει ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 88, για τη μη εκτέλεση ή την εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής.

3. Ωστόσο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών που αφορούν την πράξη πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου συνεργάζεται σε αυτές τις προσπάθειες παρέχοντας, επιπρόσθετα, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όλες τις σχετικές πληροφορίες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών. Σε περίπτωση που η ανάκτηση των χρηματικών ποσών σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια δεν είναι εφικτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή προσκομίζει στον πληρωτή, κατόπιν γραπτού αιτήματος, όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του που είναι σημαντικές για τον πληρωτή προκειμένου αυτός να ασκήσει νομική αξίωση για ανάκτηση των χρηματικών ποσών.

4. Εφόσον υπάρχει σχετικός όρος στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλλει χρέωση στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών.

5. Εφόσον ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προσκομίσει πρόσθετες πληροφορίες πέραν εκείνων που καθορίζονται στην περ. α) της παραγράφου 1 του άρθρου 45 ή στην περ. β) του σημείου 2 του άρθρου 52, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ευθύνεται μόνο για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής, σύμφωνα με το παρασχεθέν από το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.

Άρθρο 88 Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής
(Άρθρο 89 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. α) Όταν η εντολή πληρωμής εκκινείται απευθείας από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87 και του άρθρου 92, ευθύνεται έναντι του πληρωτή για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής, εκτός αν αποδείξει στον πληρωτή και, ανάλογα με την περίπτωση, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 83. Στην περίπτωση αυτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ευθύνεται έναντι του δικαιούχου για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής.
β) Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ευθύνεται σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση επιστρέφει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον πληρωτή τα χρηματικά ποσά της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην πρότερη κατάσταση.
γ) Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας χρέωσης του χρηματικού ποσού της πράξης πληρωμής.
δ) Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ευθύνεται σύμφωνα με την περ. α), θέτει αμέσως το ποσό της πράξης πληρωμής στη διάθεση του δικαιούχου και, ανάλογα με την περίπτωση, πιστώνει το αντίστοιχο πόσο στο λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου.
ε) Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας πίστωσης του χρηματικού ποσού στο σχετικό λογαριασμό πληρωμών σε περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 86.
στ) Σε περίπτωση που πράξη πληρωμής εκτελεστεί με καθυστέρηση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου διασφαλίζει, κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή που ενεργεί για λογαριασμό του πληρωτή, ότι η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας πίστωσης του χρηματικού ποσού στο σχετικό λογαριασμό πληρωμών σε περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.
ζ) Σε περίπτωση που η εντολή πληρωμής εκκινείται από τον πληρωτή και η πράξη πληρωμής δεν εκτελεσθεί ή εκτελεσθεί εσφαλμένα, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, κατόπιν αιτήματος και ανεξάρτητα από ευθύνη στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, προσπαθεί αμέσως να εντοπίσει την πράξη πληρωμής και ειδοποιεί τον πληρωτή αναφορικά με το αποτέλεσμα. Στην παρούσα περίπτωση δεν επιβάλλεται καμία επιβάρυνση στον πληρωτή.

2. α) Όταν εντολή πληρωμής εκκινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87και του άρθρου 92, ευθύνεται έναντι του δικαιούχου για την ορθή διαβίβαση της εντολής πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 83. Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ευθύνεται, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, επαναδιαβιβάζει αμέσως την εν λόγω εντολή πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή.
β) Σε περίπτωση που η εντολή πληρωμής διαβιβαστεί με καθυστέρηση, το χρηματικό ποσό θα έχει ημερομηνία αξίας στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου όχι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας πίστωσης του χρηματικού ποσού ως εάν η πράξη πληρωμής είχε εκτελεσθεί ορθά.
γ) Με την επιφύλαξη του άρθρου 71, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87 και του άρθρου 92, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ευθύνεται έναντι του δικαιούχου για τη διεκπεραίωση της πράξης πληρωμής, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 86. Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ευθύνεται, σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, διασφαλίζει ότι το χρηματικό ποσό της πράξης πληρωμής καθίσταται διαθέσιμο στο δικαιούχο αμέσως μόλις αυτό πιστωθεί στον λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου. Το χρηματικό ποσό έχει ημερομηνία αξίας στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου όχι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας πίστωσης του χρηματικού ποσού ως εάν η πράξη πληρωμής είχε εκτελεσθεί ορθά.
δ) Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής για την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου δεν ευθύνεται, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α) και β), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ευθύνεται έναντι του πληρωτή. Εφόσον ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ευθύνεται, επιστρέφει, ανάλογα με την περίπτωση και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον πληρωτή τα χρηματικά ποσά της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην πρότερη κατάσταση. Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας χρέωσης του χρηματικού ποσού της πράξης πληρωμής.
ε) Η υποχρέωση της περ. δ) δεν ισχύει για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, εφόσον αυτός αποδεικνύει ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έχει λάβει το ποσό της πράξης πληρωμής, ακόμη και στην περίπτωση που η πράξη πληρωμής εκτελεσθεί με ελάχιστη καθυστέρηση . Στην περίπτωση αυτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ορίζει για το ποσό ημερομηνία αξίας στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου όχι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας πίστωσης του χρηματικού ποσού ως εάν η πράξη πληρωμής είχε εκτελεσθεί ορθά.
στ) Σε περίπτωση που η εντολή πληρωμής εκκινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού και η πράξη πληρωμής δεν εκτελεσθεί ή εκτελεσθεί εσφαλμένα, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, κατόπιν αιτήματος και ανεξάρτητα από ευθύνη στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, προσπαθεί αμέσως να εντοπίσει την πράξη πληρωμής και ειδοποιεί το δικαιούχο αναφορικά με το αποτέλεσμα. Στην παρούσα περίπτωση δεν επιβάλλεται καμία επιβάρυνση στον δικαιούχο.

3. Επιπλέον, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ευθύνονται έναντι των οικείων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών τους για τυχόν χρεώσεις για τις οποίες φέρουν ευθύνη, καθώς και για τόκους που επιβαρύνουν τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ως συνέπεια της μη εκτέλεσης ή της εσφαλμένης, περιλαμβανομένης της καθυστερημένης, εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.

Άρθρο 89 Ευθύνη στην περίπτωση των υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής (Άρθρο 90 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Όταν εντολή πληρωμής εκκινείται από τον πληρωτή μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού , με την επιφύλαξη του άρθρου 71 και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87 επιστρέφει στον πληρωτή τα χρηματικά ποσά της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, επαναφέρει τον χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην πρότερη κατάσταση. Ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος απόδειξης ότι η εντολή πληρωμής ελήφθη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή σύμφωνα με το άρθρο 78, και ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει ταυτοποιηθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση της συναλλαγής.

2. Εφόσον ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ευθύνεται για τη μη εκτέλεση, την εσφαλμένη ή την καθυστερημένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής, αποζημιώνει αμέσως, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για ζημίες που υπέστη ή χρηματικά ποσά που κατέβαλε ως αποτέλεσμα της επιστροφής στον πληρωτή.

Άρθρο 90 Πρόσθετη οικονομική αποζημίωση
(Άρθρο 91 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Τυχόν πρόσθετη οικονομική αποζημίωση, πέραν εκείνης που προβλέπεται στα άρθρα 87 έως 92, μπορεί να συμφωνείται μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη μεταξύ τους σύμβαση.

Άρθρο 91 Δικαίωμα προσφυγής
(Άρθρο 92 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Εφόσον η ευθύνη ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 88, αποδίδεται σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή σε μεσάζοντα, αυτός ο άλλος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή ο μεσάζων αποζημιώνει τον πρώτο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για κάθε ζημία που υπέστη ή για κάθε χρηματικό ποσό που κατέβαλε κατ' εφαρμογή των άρθρων 73 και 88. Η εν λόγω ευθύνη περιλαμβάνει αποζημίωση σε περίπτωση που οποιοσδήποτε πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν προβαίνει σε ισχυρή ταυτοποίηση του πελάτη.

2. Η υποχρέωση καταβολής περαιτέρω οικονομικής αποζημίωσης μπορεί να συμφωνείται μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και/ή των μεσαζόντων σύμφωνα και με το δίκαιο που διέπει τη μεταξύ τους συμφωνία.

Άρθρο 92 Απουσία ευθύνης σε μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις
(Άρθρο 93 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Η ευθύνη που προβλέπεται από το άρθρο 64 έως το παρόν άρθρο δεν ισχύει σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται, και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρόλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, ούτε όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεσμεύεται από άλλες νομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 93 Προστασία δεδομένων
(Άρθρο 94 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα συστήματα πληρωμών και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται, εφόσον είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της πρόληψης, της διερεύνησης και του εντοπισμού περιστατικών απάτης σχετικά με τις πληρωμές. Η παροχή πληροφόρησης στα φυσικά πρόσωπα σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων, καθώς και κάθε άλλη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για τους σκοπούς του παρόντος νόμου πραγματοποιείται σύμφωνα με την Οδηγία 95/46/ΕΚ (EE L 281), τον ν. 2472/1997 και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (ΕΕ L 8).

2. Η ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών συνιστά προϋπόθεση για την πρόσβαση, επεξεργασία και διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που είναι αναγκαία για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ, ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ

Άρθρο 94 Διαχείριση των λειτουργικών κινδύνων και κινδύνων ασφαλείας
(άρθρο 95 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών καταρτίζουν πλαίσιο με κατάλληλα μέτρα μείωσης κινδύνων και μηχανισμούς ελέγχου για τη διαχείριση των λειτουργικών κινδύνων και των κινδύνων ασφαλείας, που σχετίζονται με τις υπηρεσίες πληρωμών τις οποίες παρέχουν. Ως μέρος του πλαισίου αυτού, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διαδικασίες διαχείρισης συμβάντων, μεταξύ άλλων για τον εντοπισμό και την ταξινόμηση των ουσιωδών συμβάντων που άπτονται της λειτουργίας και της ασφάλειας.

2. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, σε ετήσια βάση ή σε βραχύτερα διαστήματα οριζόμενα από αυτήν, επικαιροποιημένη και ολοκληρωμένη αξιολόγηση των λειτουργικών κινδύνων και των κινδύνων ασφαλείας που συνδέονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες πληρωμών καθώς και της επάρκειας των μέτρων μείωσης κινδύνων και των μηχανισμών ελέγχου που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών.

Άρθρο 95 Αναφορά συμβάντων
(άρθρο 96 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Σε περίπτωση ουσιώδους λειτουργικού συμβάντος ή συμβάντος που αφορά την ασφάλεια, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα το γνωστοποιούν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στην Τράπεζα της Ελλάδος. Εάν το συμβάν επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει τα οικονομικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών του για το συμβάν και για όλα τα μέτρα που μπορούν να λάβουν για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων του συμβάντος.

2. Μετά από την παραλαβή της γνωστοποίησης που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, τις σχετικές λεπτομέρειες του συμβάντος στην ΕΑΤ και στην ΕΚΤ και, αφού αξιολογήσει τη συνάφεια του συμβάντος με τις αρμοδιότητες άλλων αρχών της ημεδαπής, ενημερώνει τις τελευταίες αναλόγως. Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται με την ΕΑΤ και την ΕΚΤ για την αξιολόγηση της συνάφειας του συμβάντος με τις αρμοδιότητες άλλων ενωσιακών και εθνικών αρχών. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος καθίσταται αποδέκτης γνωστοποίησης που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο ή αντίστοιχης γνωστοποίησης από την ΕΑΤ ή από την ΕΚΤ, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της άμεσης ασφάλειας του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

3. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που λειτουργούν στην Ελλάδα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, στατιστικά στοιχεία σχετικά με την απάτη στα διάφορα μέσα πληρωμών. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει στην ΕΑΤ και την ΕΚΤ τα εν λόγω δεδομένα σε συγκεντρωτική μορφή.

Άρθρο 96 Ταυτοποίηση
(άρθρο 97 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν ισχυρή ταυτοποίηση πελάτη, όταν ο πληρωτής:
α) διενεργεί πρόσβαση στον λογαριασμό πληρωμών του σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση (online) ή β) εκκινεί ηλεκτρονική πράξη πληρωμής ή
γ) εκτελεί οιαδήποτε ενέργεια μέσω εξ αποστάσεως διαύλου η οποία μπορεί να ενέχει κίνδυνο απάτης στις πληρωμές ή άλλες παραβιάσεις.

2. Σε σχέση με την εκκίνηση ηλεκτρονικών πράξεων πληρωμής, που αναφέρεται στην περ. β) της προηγούμενης παραγράφου, για τις ηλεκτρονικές πράξεις πληρωμής που διενεργούνται εξ αποστάσεως οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν ισχυρή ταυτοποίηση πελάτη, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία που συνδέουν δυναμικά τη συναλλαγή με συγκεκριμένο ποσό και συγκεκριμένο δικαιούχο.

3. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν κατάλληλα μέτρα ασφαλείας με σκοπό την προστασία της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών.

4. Οι παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζονται επίσης όταν η εκκίνηση των πληρωμών διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής. Οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης όταν οι πληροφορίες ζητούνται μέσω παρόχου υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού.

5. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής και στον πάροχο υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού να βασίζεται στις διαδικασίες ταυτοποίησης που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 και, εφόσον εμπλέκεται πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (ΕΕΔ)

Τμήμα 1 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ

Άρθρο 97 Καταγγελίες
(άρθρο 99 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Οι χρήστες υπηρεσιών πληρωμών και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν καταγγελίες στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης (ΓΓΕΠΚ) σχετικά με ισχυρισμούς περί παραβάσεων των άρθρων 38 έως 102, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

2. Ανάλογα με την περίπτωση και με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, η ΓΓΕΠΚ ενημερώνει με την απάντησή της τον καταγγέλλοντα για τις προβλεπόμενες από το άρθρο 100 διαδικασίες ΕΕΔ.

Άρθρο 98 Αρμόδια αρχή
(παρ. 1 και 4 του άρθρου 100 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 και των άλλων ειδικότερων διατάξεων, αρμόδια αρχή με σκοπό τη διασφάλιση και παρακολούθηση της αποτελεσματικής συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις των άρθρων 38 έως 102, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, ορίζεται η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης (ΓΓΕΠΚ).

2. Σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης των διατάξεων των άρθρων 38 έως 102, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, η ΓΓΕΠΚ είναι αρμόδια δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα ως προς τις παρεχόμενες από αυτά υπηρεσίες πληρωμών στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή με άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, για τους αντιπροσώπους και τα υποκαταστήματα των εν λόγω παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που λειτουργούν σε άλλα κράτη μέλη αρμόδια είναι η αρχή του κράτους μέλους υποδοχής όπως αυτή έχει οριστεί από την αντίστοιχη εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους υποδοχής που ενσωματώνει την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ.

3. Σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης των διατάξεων των άρθρων 38 έως 102, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96, η ΓΓΕΠΚ είναι αρμόδια δυνάμει της παραγράφου 1 υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, για τους αντιπροσώπους και τα υποκαταστήματα παρόχων υπηρεσιών πληρωμών με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα.

4. Τηρουμένων των ανωτέρω παραγράφων αναφορικά με τις αρμοδιότητες των κρατών μελών προέλευσης ή υποδοχής, ανάλογα με την περίπτωση, η ΓΓΕΠΚ μπορεί να διενεργεί ελέγχους, να ζητά την υποβολή τακτικών εκθέσεων, να ανταλλάσσει πληροφορίες και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα έναντι των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών κατ' αναλογία προς τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1, 2, 4, 5 και 6 του άρθρου 31, εφόσον το αντικείμενο του έλεγχου, των εκθέσεων, των πληροφοριών και των μέτρων αφορά στα άρθρα 38 έως 102, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96.

5. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 34, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και των άρθρων 97, 99, 100 και 101, ισχύουν αναλόγως και για τους παρόχους υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού.

6. Με Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς κατευθυντήριες γραμμές, αποφάσεις, κανονισμούς, οδηγίες και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΤ, για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητές του.

Τμήμα 2 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΕΔ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 99 Επίλυση διαφορών
(άρθρο 101 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θεσπίζουν και εφαρμόζουν κατάλληλες και αποτελεσματικές διαδικασίες για τη διευθέτηση των καταγγελιών των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 38 έως 101 και η ΓΓΕΠΚ παρακολουθεί τις επιδόσεις τους σχετικά. Οι εν λόγω διαδικασίες εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος όπου ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών προσφέρει τις υπηρεσίες πληρωμών και είναι διαθέσιμες στην ελληνική γλώσσα, εφόσον οι υπηρεσίες πληρωμών παρέχονται στην ημεδαπή ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες πληρωμών ή σε άλλη γλώσσα εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

2. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να απαντούν, σε έντυπη μορφή ή, εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σε άλλο σταθερό μέσο, στις καταγγελίες των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών. Η εν λόγω απάντηση εξετάζει όλα τα ζητήματα που έχουν τεθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από τη λήψη της καταγγελίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες, για λόγους πέρα από τον έλεγχο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο τελευταίος υποχρεούται να αποστέλλει προσωρινή απάντηση, αναφέροντας σαφώς τους λόγους για την καθυστέρηση στην απάντηση της καταγγελίας και προσδιορίζοντας την προθεσμία εντός της οποίας θα λάβει την τελική απάντηση ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών. Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία για τη λήψη της τελικής απάντησης δεν υπερβαίνει τις τριανταπέντε (35) εργάσιμες ημέρες από τη λήψη της καταγγελίας.

3. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνουν τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τουλάχιστον για έναν φορέα ΕΕΔ, όπως ορίζονται στην περ. η) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 102, που είναι αρμόδιος για την επίλυση των διαφορών σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 38 έως 101 του παρόντος νόμου.

4. Οι πληροφορίες της προηγούμενης παραγράφου αναφέρονται με σαφή, πλήρη και ευχερώς προσβάσιμο τρόπο στον δικτυακό τόπο, εφόσον υπάρχει, του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, στο υποκατάστημα και στους γενικούς όρους και προϋποθέσεις των συμβάσεων μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών. Επίσης, με τις εν λόγω πληροφορίες προσδιορίζεται ο τρόπος πρόσβασης σε περαιτέρω στοιχεία σχετικά με τον οικείο φορέα ΕΕΔ καθώς και οι προϋποθέσεις για τη χρήση του.

Άρθρο 100 Διαδικασίες ΕΕΔ
(άρθρο 102 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η Κοινή Υπουργική Απόφαση 70330/3.9.2015 (Β' 1421) των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Οδηγία 2013/11/ΕΕ) και οι λοιπές σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται για την επίλυση διαφορών οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ των χρηστών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και οι οποίες αφορούν, τα απορρέοντα εκ των άρθρων 38 έως 101 του παρόντος νόμου δικαιώματα και υποχρεώσεις, με τη χρησιμοποίηση των φορέων ΕΕΔ, όπως αυτοί ορίζονται στην περ. η) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της εν λόγω Κοινής Υπουργικής Απόφασης, όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση. Οι διαδικασίες ΕΕΔ εφαρμόζονται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και καλύπτουν, επίσης, τις δραστηριότητες των αντιπροσώπων.

2. Οι φορείς ΕΕΔ που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους αντίστοιχους φορείς ΕΕΔ των άλλων κρατών μελών για την επίλυση των διασυνοριακών διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 38 έως 101 του παρόντος νόμου και τα άρθρα 38 έως 103 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ.

3. Οι εν λόγω διαδικασίες δεν αφορούν περιπτώσεις όπου διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως στους καταναλωτές σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 38 και την παράγραφο 2 του άρθρου 61.

Άρθρο 101 Κυρώσεις
(άρθρο 103 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 και των άλλων ειδικότερων διατάξεων, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης επιβάλλονται κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 13Α του ν. 2251/1994 σε βάρος των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, οι οποίοι δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από διατάξεις των άρθρων 38 έως 102 εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 και στα άρθρα 94 έως 96. Ομοίως, οι αυτές κυρώσεις επιβάλλονται και σε βάρος των δικαιούχων υπηρεσιών πληρωμών σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 62 του παρόντος νόμου.

2. Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη αστική, ποινική ή πειθαρχική ευθύνη που προβλέπεται σε βάρος των παρόχων και των δικαιούχων υπηρεσιών πληρωμών από τον παρόντα νόμο και την κείμενη νομοθεσία.

3. Ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί να δημοσιοποιεί οιαδήποτε διοικητική κύρωση επιβάλλει σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.

ΤΙΤΛΟΣ V ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥΣ

Άρθρο 102 Υποχρέωση ενημέρωσης των καταναλωτών για τα δικαιώματά τους
(άρθρο 106 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η ΓΓΕΠΚ μεριμνά ώστε το ηλεκτρονικό φυλλάδιο σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, το οποίο θα καταρτίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 106 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ, να είναι διαθέσιμο κατά τρόπο που το καθιστά εύκολα προσβάσιμο στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο.

2. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μεριμνούν ώστε το φυλλάδιο της προηγούμενης παραγράφου να είναι διαθέσιμο κατά τρόπο που το καθιστά εύκολα προσβάσιμο στους επίσημους διαδικτυακούς τους τόπους, εφόσον υπάρχουν, καθώς επίσης και σε έντυπη μορφή στα υποκαταστήματά τους, στους αντιπροσώπους τους και στους τρίτους προς τους οποίους έχει προβεί σε εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων.

3. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν επιβάλλουν χρέωση στους πελάτες τους για τη διάθεση πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

4. Όσον αφορά τα άτομα με αναπηρίες, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με άλλα κατάλληλα μέσα, ώστε οι πληροφορίες να είναι διαθέσιμες σε προσιτή μορφή.

ΤΙΤΛΟΣ VI ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 103 Αναγκαστικό δίκαιο
(παρ. 3 του άρθρου 107 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν, εις βάρος των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εκτός εάν η εν λόγω δυνατότητα προβλέπεται ρητά. Ωστόσο, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 104 Μεταβατικές διατάξεις για τα ιδρύματα πληρωμών αναφορικά με την αδειοδότησή τους
(παρ. 1, 2 και 5 του άρθρου 109 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα τα οποία ασκούν ήδη δραστηριότητες σύμφωνα με τον ν. 3862/2010 (ΦΕΚ Α' 113) (Οδηγία 2007/64/ΕΚ) πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου επιτρέπεται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές έως τις 13 Ιουλίου 2018 στην ημεδαπή ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ν. 3862/2010, χωρίς να απαιτείται η χορήγηση άδειας λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος νόμου ή η συμμόρφωσή τους με τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 37 του παρόντος νόμου.

2. Τα ιδρύματα πληρωμών της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος και τουλάχιστον μέχρι τις 13 Απριλίου 2018, προκειμένου να αξιολογηθεί έως τις 13 Ιουλίου 2018, εάν τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 5 έως 37 του παρόντος νόμου.

3. Σε περίπτωση όπου κατόπιν αξιολόγησης της Τράπεζας της Ελλάδος διαπιστώνεται ότι τα ιδρύματα πληρωμών της παραγράφου 1 συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 5 έως 37, λαμβάνουν άδεια λειτουργίας, εγγράφονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14 και ενημερώνεται η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 15. Σε περίπτωση που κατόπιν της εν λόγω αξιολόγησης, διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 5 έως 37 έως τις 13 Ιουλίου 2018, απαγορεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 37, να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών. Ως προς τα ιδρύματα πληρωμών του τελευταίου εδαφίου, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε μέτρα που είναι απαραίτητο να λάβουν προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους με απόφαση, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13.

4. Κατ' εξαίρεση και εφόσον έχουν τεθεί στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος στοιχεία ότι τηρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 11 , τα ιδρύματα πληρωμών της παραγράφου 1 λαμβάνουν αυτομάτως άδεια λειτουργίας, εγγράφονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14 και ενημερώνεται η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 15. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικά τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών.

5. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα ιδρύματα πληρωμών στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας για την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών της περ. ζ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010, διατηρούν την εν λόγω άδεια λειτουργίας για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πληρωμών που θεωρούνται ως υπηρεσίες πληρωμών της περ. γ) του σημείου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, εφόσον έως τις 13 Ιανουαρίου 2020 έχουν τεθεί στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος στοιχεία εκ των οποίων προκύπτει ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της περ. γ) του άρθρου 7 και του άρθρου 9 του παρόντος νόμου.

6. Λεπτομέρειες σχετικά με την εν γένει διαδικασία και τις προθεσμίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένης της προθεσμίας υποβολής και του περιεχομένου των υποβαλλόμενων στοιχείων και πληροφοριών, εξειδικεύονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την ίδια απόφαση και τηρουμένων των προβλέψεων του ενωσιακού δικαίου η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να τροποποιήσει τις ως άνω καταληκτικές προθεσμίες.

Άρθρο 105 Τροποποιήσεις του ν. 2251/1994
(άρθρο 110 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Στην παράγραφο 4 του άρθρου 4θ του ν. 2251/1994 προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως εξής:
«Όταν εφαρμόζεται, επίσης, η Οδηγία 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, οι διατάξεις περί πληροφόρησης που ορίζονται στην περ. α) της παραγράφου 3 , εκτός των σημείων 3 έως 7 της υποπερ. ii), των σημείων 1, 4 και 5 της υποπερ. iii), και του σημείου 2 της υποπερ. iv) της ανωτέρω περ. α), αντικαθίστανται από τα άρθρα 44, 45, 51 και 52 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ όπως αυτά έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία.»

Άρθρο 106 Τροποποιήσεις του ν. 4021/2011
(άρθρο 111 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του ν. 4021/2011 αντικαθίσταται ως εξής::
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, οι διατάξεις του άρθρου 5, των άρθρων 11 έως 17, των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 19 και των άρθρων 20 έως 31 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως αυτές έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.»

2. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 13 του ν. 4021/2011 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δύνανται να διανέμουν και να εξαργυρώνουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες αυτές εξ ονόματος των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος (αντιπροσώπων). Εφόσον το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διανέμει ηλεκτρονικό χρήμα σε άλλο κράτος μέλος με πρόσληψη φυσικού ή νομικού προσώπου ως αντιπροσώπου, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα άρθρα 27 έως 31 , εκτός από τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 29, της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως αυτά έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία.
5. Ανεξαρτήτως των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δεν εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω αντιπροσώπων ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στην περ. α) της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του παρόντος νόμου μέσω αντιπροσώπων μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όπως αυτό έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία.».

3. Στο άρθρο 28 του ν. 4021/2011, το υφιστάμενο κείμενο αναριθμείται σε παράγραφο 1 και προστίθενται οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5, ως εξής:
«2. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος με έδρα στην Ελλάδα, τα οποία ασκούν ήδη δραστηριότητες σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και με το ν. 3862/2010 πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου που ενσωματώνει την ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, επιτρέπεται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές έως τις 13 Ιουλίου 2018 στην ημεδαπή ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομοθεσία χωρίς να απαιτείται η χορήγηση άδειας λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 του παρόντος νόμου ή η συμμόρφωσή τους με τις λοιπές διατάξεις των άρθρων 12 έως 19 του παρόντος νόμου.
3. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος της προηγούμενης παραγράφου υποβάλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός μηνός από τη δημοσίευση του νόμου που ενσωματώνει την ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και τουλάχιστον μέχρι τις 13 Απριλίου 2018, προκειμένου να αξιολογηθεί έως τις 13 Ιουλίου 2018, εάν τα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 12 έως 19 του παρόντος νόμου.
4. Σε περίπτωση όπου κατόπιν αξιολόγησης της Τράπεζας της Ελλάδος διαπιστώνεται ότι τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος της παραγράφου 2 συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 12 έως 19 του παρόντος νόμου, λαμβάνουν άδεια λειτουργίας και εγγράφονται στο μητρώο ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος. Σε περίπτωση που κατόπιν της εν λόγω αξιολόγησης, διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 12 έως 19 του παρόντος νόμου έως τις 13 Ιουλίου 2018, απαγορεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 20 του παρόντος νόμου, να προβαίνουν στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος. Ως προς τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος του τελευταίου εδαφίου, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε μέτρα που είναι απαραίτητο να λάβουν προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους με απόφαση, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όπως αυτό έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία.
5. Λεπτομέρειες σχετικά με την εν γένει διαδικασία και τις προθεσμίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας υποβολής και του περιεχομένου των υποβαλλόμενων στοιχείων και πληροφοριών, εξειδικεύονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την ίδια απόφαση και τηρουμένων των προβλέψεων του ενωσιακού δικαίου η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να τροποποιήσει τις ως άνω καταληκτικές προθεσμίες.»

Άρθρο 107 Τροποποιήσεις του ν. 4261/2014 (Α' 107)
(άρθρο 113 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

Η περ. δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 4261/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) υπηρεσίες πληρωμών του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ (EE L 337) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως αυτό έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία,»

Άρθρο 108 Καταργούμενες διατάξεις
(άρθρο 114 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 104 και 106, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται τα άρθρα 1 έως 83 του ν. 3862/2010 (Α' 113) και οποιαδήποτε παραπομπή σε αυτόν νοείται ως παραπομπή στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Οι κανονιστικές πράξεις, που έχουν εκδοθεί βάσει των διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους από νεότερες.

Άρθρο 109 Έναρξη ισχύος
(άρθρο 115 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

1. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου, η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 65, 66, 67 και 96 που αφορούν μέτρα ασφαλείας τίθενται σε ισχύ δεκαοκτώ (18) μήνες μετά από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 98 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ.

3. Νομικά πρόσωπα τα οποία ήδη ασκούν στην ημεδαπή, πριν από τις 12 Ιανουαρίου 2016, δραστηριότητες παρόχων υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής και παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού κατά την έννοια του παρόντος νόμου, επιτρέπεται να συνεχίσουν να ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες στην ημεδαπή μέχρι και την ημερομηνία έναρξης ισχύος των μέτρων ασφαλείας των άρθρων 65, 66, 67 και 96, όπως ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο, σύμφωνα με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο.

4. Μέχρι τη συμμόρφωσή των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού προς τον κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού δεν επικαλούνται τη μη συμμόρφωσή τους για να παρεμποδίζουν τη χρήση υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής και υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού για τους λογαριασμούς πληρωμών που εξυπηρετούν.

Πηγή: Taxheaven