Αριθμ. 123/16-10-2017
(ΦΕΚ Β' 3777/27-10-2017)
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Έχοντας υπόψη:
α) Το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος.
β) Τις διατάξεις του ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 107), και ιδίως τα άρθρα 4, 65, 68, 66, 73, 80, 89, 95 και 103 αυτού.
γ) Τον κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθμ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, (ΕΕ L 331/12 15.12.2010), και ιδίως το άρθρο 16 αυτού.
δ) Τον κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (ΕΕ L 176/1 27.6.2013), και ιδίως την παράγραφο 2 του άρθρου 395 αυτού.
ε) Τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EAT) σχετικά με τα όρια για ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου σύμφωνα με το άρθρο 395 παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (EBA/GL/ 2015/20).
στ) Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφάσισε τα ακόλουθα:
Να υιοθετήσει τις Κατευθυντήριες γραμμές της EAT σχετικά με τον καθορισμό ορίων για ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου (EBA/GL/2015/20), σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
Να καθορίσει ειδικό πλαίσιο υποχρεώσεων για τη μεθοδολογία που θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα πιστωτικά ιδρύματα, στο πλαίσιο των εσωτερικών τους διαδικασιών και πολιτικών, με σκοπό την αντιμετώπιση και τη διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης που απορρέει από τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος και να προσδιορίσει τα κριτήρια για τον καθορισμό των κατάλληλων συνολικών ορίων, καθώς και επιμέρους ορίων για τα ανοίγματα έναντι τέτοιων οντοτήτων.
Ι. Πεδίο Εφαρμογής
Οι διατάξεις της παρούσας πράξης εφαρμόζονται:
α) από τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, στα οποία έχει εφαρμογή το τέταρτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (Μεγάλα Ανοίγματα), σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής που προβλέπεται στο μέρος Ι, τίτλος II του εν λόγω Κανονισμού, καθώς και
β) από τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε χώρα εκτός του Ε.Ο.Χ.
II. Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας πράξης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. Δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης
Δραστηριότητες που προσομοιάζουν τις τραπεζικές και περιλαμβάνουν μετασχηματισμό ληκτότητας, μετασχηματισμό ρευστότητας, μόχλευση, μεταβίβαση πιστωτικού κινδύνου ή παρόμοιες δραστηριότητες.
Σε αυτές τις δραστηριότητες περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι δραστηριότητες που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως γ), στ) έως η) και ι) της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 4261/2014.
2. Ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος.
Ανοίγματα έναντι μεμονωμένων οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος σύμφωνα με το τέταρτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 με αξία ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίπτωση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403 και οι εξαιρέσεις σύμφωνα με το άρθρο 400 και την παράγραφο 3 του άρθρου 493 του εν λόγω Κανονισμού, ίση ή μεγαλύτερη από το 0,25% του αποδεκτού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος όπως ορίζεται στο σημείο 71 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
3. Οντότητες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος Επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν μία ή περισσότερες δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης και οι οποίες δεν αποτελούν εξαιρούμενες επιχειρήσεις.
4. Εξαιρούμενες επιχειρήσεις
α) Επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία στη βάση της ενοποιημένης κατάστασης ενός πιστωτικού ιδρύματος, όπως ορίζεται στο σημείο 47 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
β) Επιχειρήσεις που εποπτεύονται σε ενοποιημένη βάση από την αρμόδια αρχή τρίτης χώρας δυνάμει του δικαίου της τρίτης χώρας που εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση.
γ) Επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των σημείων α) και β), αλλά είναι:
γα) πιστωτικά ιδρύματα,
γβ) επιχειρήσεις επενδύσεων,
γγ) πιστωτικά ιδρύματα τρίτων χωρών εφόσον η τρίτη χώρα εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση,
γδ) αναγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών,
γε) οντότητες οι οποίες αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών της Ε.Ε. ή από τις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας και τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ευρωστία, όταν το άνοιγμα ή τα ανοίγματα του ιδρύματος έναντι της σχετικής οντότητας αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου 119 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
γστ) οντότητες οι οποίες αναφέρονται στα στοιχεία β) έως δ) της {start}παραγράφου 5 του άρθρου 2{end} του ν. 4261/2014,
γζ) οντότητες οι οποίες αναφέρονται στην {start}παράγραφο 3 του άρθρου 9{end} του ν. 4261/2014,
γη) ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, και ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών όταν το εποπτικό καθεστώς της σχετικής τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμο,
γθ) επιχειρήσεις που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 4364/2016 σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 7 του άρθρου 7 του εν λόγω νόμου,
γι) ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών κατά την έννοια του άρθρου 7 του ν. 3029/2002 ή τα οποία υπόκεινται σε προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 7 του ν. 3029/2002 όσον αφορά την ευρωστία,
για) οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων:
i. κατά την έννοια της {start}παραγράφου 2 του άρθρου 2{end} του ν. 4099/2012,
ii. οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει δικαίου το οποίο προβλέπει ότι υπόκεινται σε εποπτεία η οποία θεωρείται ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται στο ν. 4099/2012,
iii. κατά την έννοια του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 με εξαίρεση:
- επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μόχλευση σε σημαντικό βαθμό σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 111 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 231/2013 της Επιτροπής, και/ή
- επιχειρήσεις που επιτρέπεται να χορηγούν δάνεια ή να αγοράζουν ανοίγματα δανεισμού τρίτων και να τα εμφανίζουν στον ισολογισμό τους δυνάμει των σχετικών κανονισμών του κεφαλαίου ή των καταστατικών τους εγγράφων,
iv. οι οποίοι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως «ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια» σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/760,
v. κατά την έννοια του στοιχείου β) Της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 346/2013 («ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας που πληρούν τις προϋποθέσεις»),
vi. κατά την έννοια του στοιχείου β) Του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 345/2013 («εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου που πληρούν τις προϋποθέσεις»), εξαιρουμένων των επιχειρήσεων που επενδύουν σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία ενεργητικού με εναπομένουσα διάρκεια η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη (βραχυπρόθεσμα στοιχεία ενεργητικού) και των οποίων οι στόχοι, διακριτοί ή σωρευτικοί, αφορούν την προσφορά αποδόσεων σύμφωνα με τα επιτόκια της χρηματαγοράς ή τη διατήρηση της αξίας της επένδυσης (κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων),
γιβ) κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP) όπως ορίζονται στο σημείο 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 που εδρεύουν στην ΕΕ και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών οι οποίοι αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) δυνάμει του άρθρου 25 του εν λόγω Κανονισμού,
γιγ) εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος, όπως ορίζονται σημείο 2 του {start}άρθρου 10{end} του ν. 4021/2011,
γιδ) ιδρύματα πληρωμών, όπως ορίζονται σημείο 4 του {start}άρθρου 4{end} του ν. 3862/2010,
γιε) οντότητες των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην εκτέλεση δραστηριοτήτων πιστωτικής διαμεσολάβησης για τις μητρικές επιχειρήσεις τους, τις θυγατρικές τους ή άλλες θυγατρικές των μητρικών τους επιχειρήσεων,
γιστ) αρχές εξυγίανσης, εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και μεταβατικά ιδρύματα όπως ορίζονται στα σημεία 8, 38 και 58 της {start}παραγράφου 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2{end} του ν. 4335/2015 και οντότητες οι οποίες ανήκουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές και έχουν ιδρυθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 με σκοπό την απόκτηση και την κατοχή ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος ή να σταθεροποιηθεί η χρηματοπιστωτική αγορά.
III. Διαδικασίες και μηχανισμοί ελέγχου
Τα πιστωτικά ιδρύματα:
1. Προσδιορίζουν τα μεμονωμένα ανοίγματα τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος καθώς και όλους τους δυνητικούς κινδύνους που απορρέουν από τα εν λόγω ανοίγματα και τον δυνητικό αντίκτυπο αυτών των κινδύνων
2. Θεσπίζουν ένα εσωτερικό πλαίσιο για τον εντοπισμό, τη διαχείριση, τον έλεγχο και τη μείωση των κινδύνων που περιγράφονται στην παράγραφο 1 της παρούσας ενότητας. Αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνει σαφώς καθορισμένες αναλύσεις οι οποίες διενεργούνται από πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση κινδύνου και αφορούν τις δραστηριότητες της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος έναντι της οποίας υπάρχει άνοιγμα, τους δυνητικούς κινδύνους για το ίδρυμα και την πιθανότητα μετάδοσης που απορρέει από αυτούς τους κινδύνους έναντι της οντότητας. Οι εν λόγω αναλύσεις διενεργούνται υπό την εποπτεία της επιτροπής διαχείρισης κινδύνου, η οποία ενημερώνεται δεόντως σχετικά με τα αποτελέσματα.
3. Διασφαλίζουν ότι οι κίνδυνοι που περιγράφονται στην παράγραφο 1 της παρούσας ενότητας λαμβάνονται επαρκώς υπόψη κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας του εσωτερικού κεφαλαίου (ΔΑΕΕΚ) και κατά τον κεφαλαιακό προγραμματισμό του πιστωτικού ιδρύματος.
4. Με βάση την αξιολόγηση που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 της παρούσας ενότητας, ορίζουν την ανοχή κινδύνου / τη διάθεση ανάληψης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος.
5. Εφαρμόζουν διαδικασία προσδιορισμού της σύνδεσης μεταξύ των οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, καθώς και μεταξύ των οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος και του πιστωτικού ιδρύματος. Αυτή η διαδικασία αντιμετωπίζει ειδικότερα καταστάσεις όπου η σύνδεση δεν μπορεί να προσδιοριστεί και καθορίζει κατάλληλες τεχνικές μείωσης του κινδύνου για την αντιμετώπιση των δυνητικών κινδύνων που απορρέουν από αυτή την αβεβαιότητα.
6. Διαθέτουν αποτελεσματικές διαδικασίες και γραμμές αναφοράς στο Διοικητικό Συμβούλιο, όσον αφορά τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, εντός του συνολικού πλαισίου διαχείρισης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος.
7. Εφαρμόζουν τα κατάλληλα σχέδια δράσης σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που έχουν καθοριστεί από το ίδρυμα σύμφωνα με τις ενότητες V και VI.
IV. Απαιτήσεις για τα Διοικητικά Συμβούλια των Ιδρυμάτων
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο κάθε πιστωτικού ιδρύματος σε τακτική προκαθορισμένη βάση:
α) Eπανεξετάζει και εγκρίνει τη διάθεση ανάληψης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος για ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, καθώς και τα συνολικά και επιμέρους όρια που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις ενότητες V και VI,
β) επανεξετάζει και εγκρίνει τη διαδικασία διαχείρισης κινδύνου για τη διαχείριση ανοιγμάτων έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων της ανάλυσης των κινδύνων που απορρέουν από τα εν λόγω ανοίγματα, των τεχνικών μείωσης των κινδύνων, καθώς και του δυνητικού αντίκτυπου στο ίδρυμα βάσει σεναρίων ακραίων καταστάσεων,
γ) επανεξετάζει τα ανοίγματα του πιστωτικού ιδρύματος έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος (συνολικά και μεμονωμένα) ως ποσοστό των συνολικών ανοιγμάτων και των αναμενόμενων και πραγματοποιηθεισών ζημιών,
δ) διασφαλίζει την τεκμηρίωση του καθορισμού των ορίων που αναφέρονται στις ενότητες V και VI, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν μεταβολών τους.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος μπορεί να αναθέσει τους ως άνω ελέγχους στα ανώτερα διοικητικά στελέχη.
V. Κύρια προσέγγιση για τον καθορισμό ορίων για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος
1. Καθορισμός συνολικού ορίου για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος
α) Τα πιστωτικά ιδρύματα καθορίζουν ένα συνολικό όριο για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος ανάλογα με το αποδεκτό κεφάλαιό τους.
β) Κατά τον καθορισμό του συνολικού ορίου για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, κάθε ίδρυμα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη:
i. το επιχειρηματικό του μοντέλο, το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου όπως περιγράφεται στην παράγραφο 2 της ενότητας III της παρούσας και τη διάθεση ανάληψης κινδύνου όπως περιγράφεται στην παράγραφο 4 της ενότητας III της παρούσας,
ii. μέγεθος των υφιστάμενων ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος σε σχέση με τα συνολικά ανοίγματα του και σε σχέση με το συνολικό άνοιγμα του έναντι εποπτευόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα,
iii. τις συνδέσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 5 της ενότητας III της παρούσας.
2. Καθορισμός ειδικών ορίων για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος
Ανεξάρτητα από το συνολικό όριο, και επιπλέον αυτού, τα πιστωτικά ιδρύματα καθορίζουν αυστηρότερα όρια για τα επιμέρους ανοίγματα τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Κατά τον καθορισμό των εν λόγω ορίων, στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικής αξιολόγησης, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη:
α) Το κανονιστικό καθεστώς της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, ειδικότερα κατά πόσον υπόκειται σε οποιασδήποτε μορφής προληπτική ή εποπτική απαίτηση,
β) Τη χρηματοοικονομική κατάσταση της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, μεταξύ άλλων, αλλά όχι περιοριστικά, της κεφαλαιακής της θέσης, της μόχλευσης και της θέσης ρευστότητας,
γ) Τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το χαρτοφυλάκιο της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, ειδικότερα σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια,
δ) Τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την επάρκεια της πιστωτικής ανάλυσης την οποία διενεργεί η οντότητα του σκιώδους τραπεζικού συστήματος στο χαρτοφυλάκιό της, κατά περίπτωση,
ε) κατά πόσον η οντότητα του σκιώδους τραπεζικού συστήματος θα είναι ευάλωτη σε τυχόν μεταβλητότητα των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού ή της πιστωτικής ποιότητας,
στ) Τη συγκέντρωση σε δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης σε σχέση με τις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητες της οντότητας του σκιώδους τραπεζικού συστήματος,
ζ) Τις συνδέσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 5 της ενότητας III της παρούσας,
η) Τυχόν άλλους σχετικούς παράγοντες που έχει προσδιορίσει το ίδρυμα σύμφωνα με την παράγραφο 1 της ενότητας III της παρούσας.
VI. Εναλλακτική προσέγγιση
1. Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν την κύρια προσέγγιση όπως προβλέπεται στην ενότητα V, τα συνολικά τους ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να υπόκεινται στα όρια για μεγάλα ανοίγματα σύμφωνα με το άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
2. Η εναλλακτική προσέγγιση θα πρέπει να εφαρμόζεται με τον ακόλουθο τρόπο:
α) Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις σχετικά με τις αποτελεσματικές διαδικασίες και τους μηχανισμούς ελέγχου ή την εποπτεία από το Διοικητικό Συμβούλιο όπως προβλέπεται στις ενότητες III και IV, εφαρμόζουν την εναλλακτική μέθοδο σε όλα τα ανοίγματά τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος (δηλαδή, στο άθροισμα του συνόλου των ανοιγμάτων τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος).
β) Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις σχετικά με τις αποτελεσματικές διαδικασίες και τους μηχανισμούς ελέγχου ή την εποπτεία από το Διοικητικό Συμβούλιο όπως προβλέπεται στις ενότητες III και IV, αλλά δεν μπορούν να συγκεντρώσουν επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να είναι σε θέση να καθορίσουν κατάλληλα όρια όπως προβλέπεται στην ενότητα V, εφαρμόζουν την εναλλακτική μέθοδο μόνο στα ανοίγματά τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος για τις οποίες δεν μπορούν να συγκεντρώσουν επαρκείς πληροφορίες. Η κύρια προσέγγιση, όπως καθορίζεται στην ενότητα V, εφαρμόζεται στα υπόλοιπα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος.
VII. Λοιπές Διατάξεις
Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παρούσας.
Η παρούσα τίθεται σε εφαρμογή από 1.1.2018.
Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο Διοικητής
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ
16 Oct, 2017