ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα) της 21ης Σεπτεμβρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Έννοια των “απολύσεων” – Εξομοίωση προς τις απολύσεις των “λήξεων της συμβάσεως εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη” – Μονομερής μεταβολή από τον εργοδότη των όρων εργασίας και αμοιβής»
Στην υπόθεση C-149/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla Wrocławia-Śródmieścia we Wrocławiu (πρωτοδικείο του Wrocław-Śródmieście, με έδρα το Wrocław, Πολωνία) με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Μαρτίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Halina Socha,
Dorota Olejnik,
Anna Skomra
κατά
Szpital Specjalistyczny im. A. Falkiewicza we Wrocławiu,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Berger, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– το Szpital Specjalistyczny im. A. Falkiewicza we Wrocławiu, εκπροσωπούμενο από τον I. Walczak-Kozioł, radca prawny,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Owsiany-Hornung και τον M. Kellerbauer,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998, L 225, σ. 16).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ τωνHalina Socha, Dorota Olejnik και Anna Skomra, αφενός, και του εργοδότη τους, Szpital Specjalistyczny im. A. Falkiewicza we Wrocławiu (ειδικό νοσοκομείο A. Falkiewicz του Βρότσλαβ, Πολωνία) (στο εξής: νοσοκομείο A. Falkiewicz), αφετέρου, με αντικείμενο τον χαρακτηρισμό ως «απολύσεων», ή ως εξομοιούμενων με απολύσεις «λήξεων της συμβάσεως εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων», των τροποποιητικών καταγγελιών που τους κοινοποίησε το νοσοκομείο A. Falkiewicz.
Το νομικό πλαίσιο
Η οδηγία 98/59
3 Το άρθρο 1 της οδηγίας 98/59, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:
«1. Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:
α) Ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών:
i) είτε για περίοδο 30 ημερών:
– τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους,
– τουλάχιστον σε 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζόμενους,
– τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους,
ii) είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές·
β) ως “εκπρόσωποι των εργαζομένων” νοούνται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών.
Για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α), προς τις απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι λήξεις της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε.
2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:
[...]
β) επί των εργαζομένων στην δημόσια διοίκηση ή τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου (ή στα κράτη μέλη που δεν γνωρίζουν την έννοια αυτήν σε αντίστοιχους οργανισμούς).»
4 Το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 έχει ως εξής:
«1. Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.
2. Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.
[...]»
5 Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους ή να προωθούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συμβατικών διατάξεων για τους εργαζομένους.»
Το πολωνικό δίκαιο
6 Το άρθρο 42 του Kodeks Pracy (εργατικός κώδικας), που ψηφίστηκε με τον νόμο της 26ης Ιουνίου 1974 (Dz. U. του 1974, αριθ. 24, θέση 141), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: εργατικός κώδικας), προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι οι διατάξεις περί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στην περίπτωση μεταβολής, με τροποποιητική καταγγελία, των όρων εργασίας και αμοιβής που απορρέουν από σύμβαση εργασίας. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, οι όροι εργασίας ή αμοιβής θεωρούνται ότι έχουν τροποποιηθεί όταν έχουν προταθεί εγγράφως νέοι όροι στους εργαζομένους. Το εν λόγω άρθρο, παράγραφος 3, προβλέπει ότι, σε περίπτωση αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί τους προτεινόμενους όρους εργασίας ή αμοιβής, η σύμβαση εργασίας λύεται με την παρέλευση της προβλεπόμενης στην καταγγελία προθεσμίας. Εάν ο εργαζόμενος δεν δηλώσει, εντός του ημίσεος της ως άνω προθεσμίας, την αντίθεσή του προς τους προτεινόμενους όρους εργασίας, θεωρείται ότι τους έχει αποδεχτεί.
7 Κατά το άρθρο 1 του ustawa o szczególnych zasadach rozwiązywania z pracownikami stosunków pracy z przyczyn niedotyczących pracowników (νόμος περί ειδικών ρυθμίσεων σχετικά με τη λύση των εργασιακών σχέσεων για λόγους μη οφειλόμενους στους εργαζομένους), της 13ης Μαρτίου 2003 (Dz. U. του 2003, αριθ. 90, θέση 844), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: νόμος του 2003):
«1. Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται όταν εργοδότης, ο οποίος απασχολεί τουλάχιστον 20 μισθωτούς, αναγκάζεται να απολύσει εργαζομένους για λόγους μη οφειλόμενους σ’ αυτούς, με καταγγελία στην οποία προβαίνει ο ίδιος ή κατόπιν συμφωνίας των μερών, εφόσον η διαδικασία απολύσεως αφορά, εντός χρονικού διαστήματος το πολύ 30 ημερών, τουλάχιστον:
1) 10 μισθωτούς, αν ο εργοδότης απασχολεί λιγότερους από 100 μισθωτούς,
2) το 10 % των μισθωτών, αν ο εργοδότης απασχολεί τουλάχιστον 100 αλλά λιγότερους από 300 μισθωτούς,
3) 30 μισθωτούς, αν ο εργοδότης απασχολεί τουλάχιστον 300 μισθωτούς […]».
8 Το άρθρο 2 του νόμου του 2003 έχει ως εξής:
«1. Ο εργοδότης υποχρεούται, στο πλαίσιο των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων, να διεξάγει διαβουλεύσεις με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχειρήσεώς του.
2. Οι διαβουλεύσεις της παραγράφου 1 αφορούν, μεταξύ άλλων, την ενδεχόμενη δυνατότητα αποφυγής ή περιορισμού της εκτάσεως των ομαδικών απολύσεων καθώς και τα προβλήματα των θιγόμενων εργαζομένων σχετικά κυρίως με τις δυνατότητες μετεκπαιδεύσεως ή επαγγελματικής καταρτίσεώς τους, και ευρέσεως νέων θέσεων εργασίας για τους απολυόμενους εργαζομένους.
3. Ο εργοδότης οφείλει να κοινοποιεί εγγράφως στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχειρήσεως τους λόγους της προβλεπόμενης ομαδικής απολύσεως, τον αριθμό των απασχολούμενων εργαζομένων και τις επαγγελματικές ομάδες στις οποίες ανήκουν, τις επαγγελματικές ομάδες των εργαζομένων που θίγονται από την ομαδική απόλυση, την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι εν λόγω απολύσεις, τα προτεινόμενα κριτήρια επιλογής των εργαζομένων που θα περιληφθούν στη διαδικασία ομαδικής απολύσεως, τη σειρά απολύσεως των εργαζομένων, τις προτάσεις για επίλυση των προβλημάτων των εργαζομένων που θίγονται από την προβλεπόμενη ομαδική απόλυση και, εφόσον προβλέπονται χρηματικές παροχές, ο εργοδότης πρέπει επίσης να κοινοποιεί τον τρόπο υπολογισμού τους.
[...]»
9 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου του 2003 ορίζει ότι, εντός προθεσμίας 20 ημερών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου αυτού, ο εργοδότης και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συνάπτουν συμφωνία. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, η εν λόγω συμφωνία ορίζει τους κανόνες που ισχύουν για τους εργαζομένους που θίγονται από την προβλεπόμενη ομαδική απόλυση, καθώς και τις υποχρεώσεις του εργοδότη στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίλυση των άλλων προβλημάτων των εργαζομένων οι οποίοι θίγονται από την προβλεπόμενη ομαδική απόλυση.
10 Το άρθρο 5 του νόμου του 2003, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:
«1. Σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη στο πλαίσιο διαδικασίας ομαδικής απολύσεως, δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 38 και 41 του εργατικού κώδικα, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως 4, ούτε οι χωριστές διατάξεις για την ειδική προστασία των εργαζομένων από την απόλυση ή τη λήξη της σχέσεως εργασίας, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5.
2. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη και με τροποποιητική καταγγελία, εφαρμόζεται το άρθρο 38 του εργατικού κώδικα.
[...]
5. Κατά τη διάρκεια της περιόδου ειδικής προστασίας του εργαζομένου από την απόλυση ή τη λήξη της σχέσεως εργασίας, ο εργοδότης μπορεί μόνον να μεταβάλει τους υφιστάμενους όρους εργασίας και αμοιβής εργαζομένου:
1) που του υπολείπονται 4 το πολύ έτη για να συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ή εγκύου, ή εργαζομένου σε άδεια μητρότητας, άδεια λόγω υιοθεσίας ή γονική άδεια,
2) μέλους της επιτροπής προσωπικού κρατικής επιχειρήσεως,
3) μέλους της διοικήσεως συνδικαλιστικής οργανώσεως,
[...]
6. Εάν η μεταβολή των όρων εργασίας και αμοιβής με τροποποιητική καταγγελία έχει ως συνέπεια τη μείωση της αμοιβής, οι εργαζόμενοι που ορίζονται στο άρθρο 5 λαμβάνουν, έως τη λήξη της περιόδου ειδικής προστασίας τους από την απόλυση ή τη λήξη της σχέσεως εργασίας, αντισταθμιστική αποζημίωση υπολογιζόμενη βάσει των κανόνων του εργατικού κώδικα.
7. Σε περίπτωση λήξεως της σχέσεως εργασίας στο πλαίσιο διαδικασίας ομαδικής απολύσεως, η καταγγελία συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας είναι δυνατή από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο τηρουμένης μιας προθεσμίας καταγγελίας δύο εβδομάδων.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
11 Οι ενάγουσες στην κύρια δίκη εργάζονται στο νοσοκομείο A. Falkiewicz βάσει συμβάσεων αορίστου χρόνου.
12 Τον Αύγουστο του 2015, το νοσοκομείο A. Falkiewicz κοινοποίησε στις ενάγουσες της κύριας δίκης και σε άλλους εργαζομένους τροποποιητική καταγγελία ορισμένων όρων εργασίας και αμοιβής και ειδικότερα της προθεσμίας κτήσεως του δικαιώματος λήψεως επιδόματος προϋπηρεσίας. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται κάθε πενταετία στους εργαζομένους βάσει της προϋπηρεσίας τους. Το ύψος του ορίζεται ως εξής:
– 20 έτη προϋπηρεσίας: 75 % των μηνιαίων αποδοχών·
– 25 έτη προϋπηρεσίας: 100 % των μηνιαίων αποδοχών·
– 30 έτη προϋπηρεσίας: 150 % των μηνιαίων αποδοχών·
– 35 έτη προϋπηρεσίας: 200 % των μηνιαίων αποδοχών·
– 40 έτη προϋπηρεσίας: 300 % των μηνιαίων αποδοχών.
13 Από τα στοιχεία της δικογραφίας τα οποία έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, προκύπτει ότι η προτεινόμενη μεταβολή αφορούσε τον τρόπο υπολογισμού της προϋπηρεσίας που θα έπρεπε εφεξής να περιλαμβάνει μόνον τις περιόδους εργασίας στο νοσοκομείο A. Falkiewicz.
14 Δεν αμφισβητείται ότι η μη αποδοχή της μεταβολής των επίμαχων συμβατικών όρων μπορούσε να έχει ως συνέπεια την οριστική λύση των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών στους οποίους απευθυνόταν.
15 Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το νοσοκομείο A. Falkiewicz υποστήριξε ότι δικαιολογητική βάση της μεταβολής των συμβατικών όρων ήταν διαρθρωτικές αλλαγές συνδεόμενες με μείωση του προσωπικού και τον περιορισμό των δαπανών μισθοδοσίας. Καθόσον εδώ και πολλά έτη προέκυπτε έλλειμμα από την εκμετάλλευση του νοσοκομείου, ο εξορθολογισμός των όρων εργασίας και αμοιβής διά των τροποποιητικών καταγγελιών είχε σκοπό να αποτραπεί το κλείσιμο και η εκκαθάριση του νοσοκομείου.
16 Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι το νοσοκομείο A. Falkiewicz δεν εφάρμοσε τη διαδικασία του νόμου του 2003, προβαίνοντας στη μεταβολή των όρων των συμβάσεων εργασίας.
17 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η βούληση του νοσοκομείου A. Falkiewicz περιοριζόταν μόνο στη μεταβολή ορισμένων στοιχείων των συμβάσεων εργασίας των εναγουσών στην κύρια δίκη ή εάν το νοσοκομείο είχε την πρόθεση, στην πραγματικότητα, να θέσει τέλος στις εν λόγω συμβάσεις αποφεύγοντας παράλληλα την υπαγωγή του στις διατάξεις της οδηγίας 98/59. Το εθνικό δικαστήριο διερωτάται επίσης εάν η μονομερής μεταβολή των επίμαχων συμβατικών όρων η οποία, στο μέτρο που δεν γίνεται αποδεκτή από τις ενάγουσες της κύριας δίκης, συνεπάγεται τη λύση των συμβάσεων εργασίας, συνιστά «απόλυση» κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας αυτής.
18 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy Wrocławia-Śródmieścia we Wrocławiu (πρωτοδικείο του Wrocław-Śródmieście, με έδρα το Wrocław, Πολωνία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχουν το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της οδηγίας [98/59], σε συνδυασμό με την αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου, την έννοια ότι ο εργοδότης που προβαίνει σε μεταβολή των όρων εργασίας και αμοιβής που ισχύουν στις συμβάσεις εργασίας (γεγονός το οποίο συνιστά τροποποιητική καταγγελία) μόνον όσον αφορά τους όρους αμοιβής, λόγω δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως, υποχρεούται να τηρήσει την προβλεπόμενη στην εν λόγω οδηγία διαδικασία και να διεξαγάγει διαβουλεύσεις με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχειρήσεως σχετικά με τη συγκεκριμένη τροποποιητική καταγγελία, μολονότι το εθνικό δίκαιο, δηλαδή ο [νόμος του 2003], δεν προβλέπει, στα άρθρα 1 έως 6, καμία διάταξη που να διέπει την εν λόγω μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
19 Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 98/59, η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται επί «των εργαζομένων στην δημόσια διοίκηση ή τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου (ή στα κράτη μέλη που δεν γνωρίζουν την έννοια αυτήν σε αντίστοιχους οργανισμούς)».
20 Εν προκειμένω, καθόσον από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ρητώς ότι ο Πολωνός νομοθέτης είχε τη βούληση να επεκτείνει την εφαρμογή των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η οδηγία 98/59 στους εργαζομένους που απασχολούνται σε δημόσιο οργανισμό, όπως το νοσοκομείο A. Falkiewicz, το Δικαστήριο ζήτησε ατύπως από το αιτούν δικαστήριο να εξηγήσει τους λόγους που το οδήγησαν στην εκτίμηση ότι η ερμηνεία της οδηγίας αυτής είναι αναγκαία για την επίλυση της ενώπιόν του εκκρεμούσης διαφοράς.
21 Από την απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι ο νόμος του 2003, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο πολωνικό δίκαιο, εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους κατά την έννοια του άρθρου 2 του εργατικού κώδικα. Εξαιρούνται μόνον το «μόνιμο» προσωπικό και οι προσωρινώς απασχολούμενοι, με αποτέλεσμα ο κύκλος των προσώπων που υπάγονται στον νόμο του 2003 να είναι ευρύτερος από τον κύκλο των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σχετικής οδηγίας. Οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο A. Falkiewicz έχουν το ίδιο νομικό καθεστώς με τους εργαζομένους που απασχολούνται σε ιδιωτικούς οργανισμούς και δεν εμπίπτουν στο καθεστώς της δημόσιας διοικήσεως. Περαιτέρω, τα νοσοκομεία είναι αυτοτελείς οντότητες που δεν τελούν υπό την εποπτεία του κράτους και χρηματοδοτούνται με έσοδα απορρέοντα από τη λειτουργία τους. Συνεπώς, δεν μπορεί να βασιστεί στο εθνικό δίκαιο ενδεχόμενη εξαίρεση του νοσοκομειακού προσωπικού, το οποίο αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, από το πεδίο εφαρμογής του νόμου του 2003.
22 Υπό τις συνθήκες αυτές και, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα.
23 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 έχουν την έννοια ότι ο εργοδότης πρέπει να διεξαγάγει τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 2 διαβουλεύσεις όταν προτίθεται να προβεί, εις βάρος των εργαζομένων, σε μονομερή μεταβολή των όρων αμοιβής η οποία, σε περίπτωση μη αποδοχής από τους εργαζομένους, συνεπάγεται τη λύση της σχέσεως εργασίας.
24 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, από το οποίο συνάγεται ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται μόνον εφόσον οι «απολύσεις» είναι τουλάχιστον πέντε, η εν λόγω οδηγία διακρίνει τις «απολύσεις» από τις «λήξεις της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων» (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera, C-422/14, EU:C:2015:743, σκέψεις 44 και 45).
25 Όσον αφορά την έννοια της «απολύσεως» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 98/59, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η οδηγία αυτή έχει την έννοια ότι η εκ μέρους του εργοδότη ουσιώδης μεταβολή, μονομερώς και εις βάρος του εργαζομένου, ουσιωδών στοιχείων της συμβάσεως εργασίας του εργαζομένου αυτού για λόγους που δεν έχουν σχέση με το πρόσωπό του εμπίπτει στην έννοια αυτή (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera, C-422/14, EU:C:2015:743, σκέψη 55).
26 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόλυση», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, η εκ μέρους του εργοδότη μη ουσιώδης μεταβολή, μονομερώς και εις βάρος του εργαζομένου, ενός ουσιώδους στοιχείου της συμβάσεως εργασίας για λόγους που δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο του εργαζομένου αυτού ή η ουσιώδης μεταβολή ενός επουσιώδους στοιχείου της εν λόγω συμβάσεως για λόγους που δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο του εργαζομένου.
27 Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη τροποποιητική καταγγελία, πρέπει να επισημανθεί ότι η καταγγελία αυτή προβλέπει μόνον ότι, για τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία καθίσταται απαιτητό το επίδομα προϋπηρεσίας, θα λαμβάνονται εφεξής υπόψη μόνον οι περίοδοι παροχής εργασίας στον ίδιο εργοδότη, και επομένως η εν λόγω τροποποιητική καταγγελία αφορά μόνον το χρονικό σημείο κτήσεως του δικαιώματος λήψεως του επιδόματος προϋπηρεσίας. Υπό τις συνθήκες αυτές και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί εάν το επίμαχο στην κύρια δίκη επίδομα προϋπηρεσίας συνιστά ουσιώδες στοιχείο της συμβάσεως εργασίας των ενδιαφερομένων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη τροποποιητική καταγγελία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει ουσιώδη μεταβολή της συμβάσεως αυτής και ότι η καταγγελία αυτή δεν εμπίπτει στην έννοια της «απολύσεως» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 98/59.
28 Αντιθέτως πρέπει να γίνει δεκτό ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, κατόπιν αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μια μεταβολή όπως η προτεινόμενη στην τροποποιητική καταγγελία, συνιστά λήξη της συμβάσεως εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους που δεν συνδέονται με το πρόσωπο των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος, 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, με αποτέλεσμα να απαιτείται η συνεκτίμησή της για τον υπολογισμό του συνολικού αριθμού των πραγματοποιούμενων απολύσεων.
29 Όσον αφορά το χρονικό σημείο από το οποίο ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να διενεργήσει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 διαβουλεύσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι υποχρεώσεις διαβουλεύσεως και κοινοποιήσεως γεννώνται πριν από την απόφαση του εργοδότη να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας (αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2005, Junk, C-188/03, EU:C:2005:59, σκέψη 37, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C-44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 38) και ότι ο σκοπός, ο οποίος κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/59 συνίσταται στην αποφυγή των καταγγελιών συμβάσεων εργασίας ή στη μείωση της εκτάσεώς τους, θα διακυβευόταν εάν η διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ήταν χρονικά μεταγενέστερη της αποφάσεως του εργοδότη (αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2005, Junk, C-188/03, EU:C:2005:59, σκέψη 38, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 46).
30 Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η υπόθεση της κύριας δίκης, όπως και η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ. (C-44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 37), συνδέεται με αποφάσεις οικονομικού χαρακτήρα οι οποίες, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, δεν αποσκοπούσαν ευθέως στη λύση συγκεκριμένων εργασιακών σχέσεων, αλλά θα μπορούσαν ωστόσο να έχουν επιπτώσεις στην απασχόληση ορισμένου αριθμού εργαζομένων.
31 Στη σκέψη 48 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ. (C-44/08, EU:C:2009:533), το Δικαστήριο έκρινε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 διαδικασία διαβουλεύσεων πρέπει να αρχίσει με πρωτοβουλία του εργοδότη μόλις ληφθεί απόφαση εμπορικής στρατηγικής που τον υποχρεώνει να εξετάσει το ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων ή να σχεδιάσει τέτοιου είδους απολύσεις.
32 Εν προκειμένω, στο μέτρο που το νοσοκομείο A. Falkiewicz έκρινε ότι έπρεπε να προτείνει τις εν λόγω τροποποιήσεις λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε, ώστε να μην αναγκαστεί ενδεχομένως να λάβει αποφάσεις που να επιδιώκουν ευθέως τη λήξη συγκεκριμένων σχέσεων εργασίας, ήταν ευλόγως αναμενόμενο ότι ορισμένοι εργαζόμενοι δεν θα αποδέχονταν τη μεταβολή των όρων εργασίας τους με επακόλουθο τη λύση της σχέσεως εργασίας τους.
33 Καθόσον, επομένως, η απόφαση του νοσοκομείου A. Falkiewicz να κοινοποιήσει τις τροποποιητικές καταγγελίες θα είχε ως αναγκαίο επακόλουθο ενδεχόμενες συλλογικές απολύσεις, το εν λόγω νοσοκομείο όφειλε να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 διαδικασία διαβουλεύσεων.
34 Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται, κατά μείζονα λόγο, επειδή ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας υποχρέωση, δηλαδή να αποφευχθούν οι καταγγελίες συμβάσεων εργασίας ή να μειωθεί η έκταση και να αμβλυνθούν οι συνέπειές τους (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C-44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 46), συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τον σκοπό που, κατά το αιτούν δικαστήριο, επιδιώκουν οι τροποποιητικές καταγγελίες, δηλαδή να αποτραπεί η εκκαθάριση του νοσοκομείου. Πράγματι, εφόσον μια απόφαση περί μεταβολής των όρων εργασίας παρέχει τη δυνατότητα αποφυγής ενδεχόμενων ομαδικών απολύσεων, η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας διαδικασία διαβουλεύσεων πρέπει να αρχίσει όταν ο εργοδότης σχεδιάζει να προβεί στις εν λόγω τροποποιήσεις (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C-44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 47).
35 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 έχουν την έννοια ότι ο εργοδότης οφείλει να διεξαγάγει τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 2 διαβουλεύσεις όταν προτίθεται να προβεί σε μονομερή εις βάρος των εργαζομένων μεταβολή των όρων αμοιβής τους, η οποία, σε περίπτωση μη αποδοχής από τους εργαζομένους, συνεπάγεται τη λύση της σχέσεως εργασίας, στο μέτρο που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Επί των δικαστικών εξόδων
36 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, έχουν την έννοια ότι εργοδότης οφείλει να διεξαγάγει τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 2 διαβουλεύσεις όταν προτίθεται να προβεί σε μονομερή εις βάρος των εργαζομένων μεταβολή των όρων αμοιβής τους, η οποία, σε περίπτωση μη αποδοχής από τους εργαζομένους, συνεπάγεται τη λύση της σχέσεως εργασίας, στο μέτρο που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
(υπογραφές)
Πηγή: Taxheaven