Yπόθεση C-552/15 Μίσθωση ή χρηματοδοτική μίσθωση μηχανοκίνητου οχήματος εκ μέρους κατοίκου κράτους μέλους από πάροχο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος – Τέλος ταξινομήσεως – Καταβολή ολόκληρου του ποσού του τέλους κατά τον χρόνο ταξινομήσεως – Αρχές που

Yπόθεση C-552/15 Μίσθωση ή χρηματοδοτική μίσθωση μηχανοκίνητου οχήματος εκ μέρους κατοίκου κράτους μέλους από πάροχο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος – Τέλος ταξινομήσεως – Καταβολή ολόκληρου του ποσού του τέλους κατά τον χρόνο ταξινομήσεως – Αρχές που

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)  της 19ης Σεπτεμβρίου 2017  «Παράβαση κράτους μέλους – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Μηχανοκίνητα οχήματα – Μίσθωση ή χρηματοδοτική μίσθωση μηχανοκίνητου οχήματος εκ μέρους κατοίκου κράτους μέλους από πάροχο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος – Τέλος ταξινομήσεως – Καταβολή ολόκληρου του ποσού του τέλους κατά τον χρόνο ταξινομήσεως – Αρχές που διέπουν την επιστροφή του τέλους – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση C-552/15,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2015,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Wasmeier και J. Tomkin, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενης από τις E. Creedon, L. Williams και τον A. Joyce, επικουρούμενους από τον M. Collins, SC, καθώς και από τις S. Kingston και C. Daly, BL, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, L. Bay Larsen, T. von Danwitz και J. L. da Cruz Vilaça, προέδρους τμήματος, E. Levits (εισηγητή), J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, C. Toader, M. Safjan, E. Jarašiūnas, C. G. Fernlund, C. Vajda, S. Rodin και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Νοεμβρίου 2016,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαρτίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιρλανδία, υποχρεώνοντας τους κατοίκους Ιρλανδίας να καταβάλλουν ολόκληρο το τέλος ταξινομήσεως οχημάτων (Vehicle Registration Tax) κατά την ταξινόμηση ενός μισθωμένου σε άλλο κράτος μέλος μηχανοκίνητου οχήματος, στο πλαίσιο συμβάσεως απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια χρήσεως του εν λόγω οχήματος, όταν αυτό δεν προορίζεται κατ’ ουσία να χρησιμοποιηθεί ούτε χρησιμοποιείται όντως επί μονίμου βάσεως στην Ιρλανδία, και θέτοντας προϋποθέσεις για την επιστροφή του τέλους αυτού οι οποίες βαίνουν πέραν του απολύτως αναγκαίου και αναλογικού μέτρου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 131, παράγραφος 4, του Finance Act 1992 (νόμος του 1992 περί δημοσίων οικονομικών), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με τον Finance Act 2014 (νόμος του 2014 περί δημοσίων οικονομικών) και όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, προβλέπει τα εξής:

«Δεν επιτρέπεται, μετά την 1η Ιανουαρίου 1993, η κατοχή ή χρήση οχήματος, το οποίο δεν έχει ταξινομηθεί ή το οποίο έχει υποστεί μετατροπή χωρίς να δηλωθούν στη φορολογική αρχή [(Commissioners)] τα απαιτούμενα στοιχεία σχετικά με τη μετατροπή, εκτός εάν ο κάτοχος ή χρήστης έχει σχετική άδεια ή εάν το όχημα εξαιρείται δυνάμει του άρθρου 135, όπως ισχύει επί του παρόντος, ή εκτός εάν πρόκειται για όχημα του άρθρου 143, παράγραφος 3, ή για όχημα απαλλασσόμενο από την υποχρέωση ταξινομήσεως δυνάμει του άρθρου 135 A.»

3        Το άρθρο 132, παράγραφος 1, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και των κανονιστικών αποφάσεων που θα εκδοθούν βάσει των διατάξεων αυτών, από 1ης Ιανουαρίου 1993 επιβάλλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως τέλος ταξινομήσεως οχημάτων και καταβάλλεται βάσει του κατά περίπτωση προβλεπόμενου στην παράγραφο 3 συντελεστή:

(a)      κατά την ταξινόμηση οχήματος και

(b)       κατά την υποβολή της δηλώσεως του άρθρου 131, παράγραφος 3.»

4        Δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 2, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, το τέλος ταξινομήσεως οχημάτων (στο εξής: τέλος ταξινομήσεως) οφείλεται και καταβάλλεται από το πρόσωπο που ταξινομεί το όχημα κατά τον χρόνο της ταξινομήσεώς του.

5        Το ύψος του καταβλητέου τέλους ταξινομήσεως υπολογίζεται για τα συνήθη οχήματα, σύμφωνα με τα άρθρα 132 και 133 του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, βάσει:

–        της τιμής πωλήσεως του οχήματος στην ελεύθερη αγορά (open market selling price), η οποία ορίζεται στο άρθρο 133, παράγραφος 3, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών ως η τιμή στην οποία το όχημα «θα μπορούσε ευλόγως να  πωληθεί ανεξάρτητα στην Ιρλανδία [...] στο ελεύθερο λιανικό εμπόριο». Κατά τον υπολογισμό της τιμής πωλήσεως στην ελεύθερη αγορά των μεταχειρισμένων οχημάτων, η φορολογική αρχή λαμβάνει κατά κανόνα υπόψη διάφορες παραμέτρους καθώς και τιμοκαταλόγους, καταλόγους πωλήσεων και διαδικτυακούς τόπους·

–        του επιπέδου των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα του οικείου οχήματος, κατά τρόπον ώστε τα πλέον ρυπογόνα οχήματα (με εκπομπές άνω των 225γρ./χλμ) να υπόκεινται σε τέλος ταξινομήσεως ανερχόμενο στο 36 % της τιμής πωλήσεώς τους στην ελεύθερη αγορά και τουλάχιστον στα 720 ευρώ, σύμφωνα με τον πίνακα του άρθρου 132 του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών.

6        Ορισμένες κατηγορίες οχημάτων και προσώπων απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής του τέλους ταξινομήσεως. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχεία a, b, c, και d, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, απαλλάσσονται τα οχήματα που εισάγονται προσωρινώς από κατοίκους της αλλοδαπής για επαγγελματική ή ιδιωτική τους χρήση, ή από κατοίκους της ημεδαπής απασχολούμενους από εργοδότη εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ο οποίος τους παρέχει το όχημα, ή από κατοίκους της ημεδαπής που ασκούν ανεξάρτητη δραστηριότητα αποκλειστικώς ή κυρίως σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και τα οχήματα ειδικής χρήσεως που δεν προορίζονται για χρήση σε δημόσιο χώρο.

7        Πλην των προβλεπόμενων εξαιρέσεων, όλα τα εισαγόμενα στην Ιρλανδία οχήματα πρέπει να ταξινομούνται και το τέλος ταξινομήσεως πρέπει να καταβάλλεται εντός 30 ημερών από την είσοδο του οχήματος στο ιρλανδικό έδαφος, κατόπιν ελέγχου του οχήματος πριν από την ταξινόμηση από την National Car Testing Service (εθνική υπηρεσία τεχνικού ελέγχου οχημάτων, Ιρλανδία). Η υποχρέωση αυτή βαρύνει, μεταξύ άλλων, τα εισαγόμενα οχήματα που έχουν μισθωθεί με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση σε άλλο κράτος μέλος.

8        Το άρθρο 135 D του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, σχετικά με την επιστροφή του τέλους ταξινομήσεως οχημάτων κατά την εξαγωγή ορισμένων οχημάτων, προστέθηκε με τον Finance Act 2012 (νόμος του 2012 περί δημοσίων οικονομικών) και ισχύει από τις 8 Απριλίου 2013. Το δε άρθρο 135 D, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών προστέθηκε με τον νόμο του 2014 περί δημοσίων οικονομικών. Το άρθρο 135 D του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει τα εξής:

«(1)       Η φορολογική αρχή δύναται να επιστρέψει μέρος του καταβληθέντος τέλους ταξινομήσεως οχημάτων, του οποίου το ύψος υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, βάσει της τιμής πωλήσεως στην ελεύθερη αγορά οχήματος το οποίο αποσύρθηκε από την ημεδαπή, εφόσον

(a)       το όχημα αυτό ανήκει στην κατηγορία M1,

(b)       το όχημα αυτό ταξινομήθηκε βάσει του άρθρου 131 και έχει εισπραχθεί το τέλος ταξινομήσεως οχημάτων,

(c)       το όχημα ταξινομήθηκε, πριν από την απόσυρσή του, βάσει του άρθρου 131,

(d)       εντός 30 ημερών πριν από την απόσυρσή του,

(i)       το όχημα και όλα τα οριζόμενα στα σημεία (b) ή (c) έγγραφα και,

(ii)       εφόσον συντρέχει περίπτωση, το ισχύον πιστοποιητικό ελέγχου [...] του οχήματος

εξετάστηκαν από αρμόδιο πρόσωπο, το οποίο διαπίστωσε τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων του νόμου,

(e)       κατά τον χρόνο εξετάσεως των στοιχείων του σημείου (d), η τιμή πωλήσεως στην ελεύθερη αγορά του οχήματος, δηλαδή η τιμή που ορίζει η παράγραφος 2, δεν είναι κατώτερη των 2 000 ευρώ, και

(f)      πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (3).

(2)       Το επιστρεφόμενο ποσό του τέλους ταξινομήσεως οχημάτων

(a)       υπολογίζεται βάσει της (καθοριζόμενης από τη φορολογική αρχή) τιμής πωλήσεως του οχήματος στην ελεύθερη αγορά κατά τον χρόνο της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1, στοιχείο (d) εξετάσεως και

(b)       συνίσταται σε ποσό, το οποίο υπολογίζεται βάσει ενός ή περισσοτέρων τύπων ή άλλων μεθόδων υπολογισμού που ορίζει το υπουργείο διά της εκδόσεως κανονιστικών αποφάσεων δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 141.

(3)       Η αίτηση επιστροφής ορισμένου ποσού του τέλους ταξινομήσεως οχημάτων βάσει του παρόντος άρθρου πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με τη διαδικασία και τον τύπο που έχει εγκρίνει η φορολογική αρχή και πρέπει να συνοδεύεται

(a)       από έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο στη φορολογική αρχή ότι το όχημα αποσύρθηκε από την ημεδαπή εντός 30 ημερών από τον έλεγχό του βάσει του παρόντος άρθρου και

(b)       από στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι το όχημα ταξινομήθηκε ακολούθως σε άλλο κράτος μέλος ή εξήχθη οριστικώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(4)       Το ποσό του τέλους ταξινομήσεως οχημάτων που υπολογίζεται με σκοπό να επιστραφεί βάσει του παρόντος άρθρου για ορισμένο όχημα πρέπει να μειώνεται ώστε να λαμβάνονται υπόψη

(a)      το καθαρό ποσό κάθε προγενέστερης εκπτώσεως ή επιστροφής του τέλους αυτού για το συγκεκριμένο όχημα βάσει του παρόντος κεφαλαίου και

(b)       το τέλος διεκπεραιώσεως ύψους 500 ευρώ.

(5)       Κάθε επιστροφή τέλους ταξινομήσεως οχημάτων δυνάμει του παρόντος άρθρου θα πραγματοποιείται στο όνομα του προσώπου το οποίο, κατά τον χρόνο του προβλεπόμενου στην παράγραφο 1, στοιχείο d, ελέγχου, είναι καταχωρισμένο στα μητρώα που τηρούνται βάσει του άρθρου 60 του Finance Act 1993 [(νόμος του 1993 περί δημοσίων οικονομικών)].»

9        Το ποσοστό της τιμής πωλήσεως στην ελεύθερη αγορά που χρησιμοποιείται ως βάση υπολογισμού του επιστρεφόμενου τέλους, σύμφωνα με το άρθρο 135 D, παράγραφος 2, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, εξαρτάται από το επίπεδο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα του οχήματος, με τον ίδιο τρόπο που η παράμετρος αυτή καθορίζει το ύψος του αρχικώς επιβαλλόμενου τέλους ταξινομήσεως.

10      Κατά τη Vehicle Registration and Taxation Regulations 2015 (κανονιστική απόφαση του 2015 περί ταξινομήσεως και φορολογήσεως οχημάτων, στο εξής: εκτελεστική απόφαση του 2015), η οποία εκδόθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2015 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2016, το επιστρεφόμενο ποσό, κατά το άρθρο 135 D, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το υπολογιζόμενο βάσει του άρθρου 135 D, παράγραφος 2, στοιχείο a, του νόμου αυτού τέλος ταξινομήσεως οχημάτων με συντελεστή αναφοράς που αντιστοιχεί στο δωδεκάμηνο και προσφερόμενο σε ευρώ διατραπεζικό επιτόκιο (euribor).

11      Δυνάμει του άρθρου 49 του Finance Act 2015 (νόμος του 2015 περί δημοσίων οικονομικών), το ποσό του τέλους διεκπεραιώσεως που προβλέπει το άρθρο 135 D, παράγραφος 4, στοιχείο b, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών μειώθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2016, στα 100 ευρώ.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

12      Κατόπιν ανταλλαγής επιστολών που άρχισε τον Ιανουάριο του 2003, και κατόπιν συναντήσεώς της με τις ιρλανδικές αρχές με θέμα τη συμβατότητα του ιρλανδικού συστήματος του τέλους ταξινομήσεως με τις αρχές που καθιερώνουν οι αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2002, Cura Anlagen (C-451/99, EU:C:2002:195), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Δανίας (C-464/02, EU:C:2005:546), η Επιτροπή απέστειλε στην Ιρλανδία, στις 27 Ιανουαρίου 2011, προειδοποιητική επιστολή. Στην επιστολή αυτή, η Επιτροπή επισήμαινε ότι η Ιρλανδία, υποχρεώνοντας τους κατοίκους της να καταβάλλουν τέλος ταξινομήσεως, κατά την ταξινόμηση μηχανοκίνητων οχημάτων που έχουν μισθώσει με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια χρήσεως του οχήματος και χωρίς να τους παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής ή επιστροφής του τέλους αυτού, όταν το όχημα δεν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί κατ’ ουσία στην Ιρλανδία επί μονίμου βάσεως ούτε χρησιμοποιείται όντως κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέβαινε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 56 έως 62 ΣΛΕΕ.

13      Με την από 26 Μαΐου 2011 απάντησή της στην προειδοποιητική επιστολή, της, η Ιρλανδία αμφισβήτησε την προβαλλόμενη άποψη ότι η νομοθεσία της δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Οι ιρλανδικές αρχές αποδέχτηκαν μεν ότι η επιβολή τέλους ταξινομήσεως στα μισθωμένα με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση οχήματα θα μπορούσε να εκληφθεί ως ενδεχόμενο εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, πλην όμως υποστήριξαν ότι η εν λόγω νομοθεσία δικαιολογούνταν από λόγους που συνδέονταν με την εκ μέρους της Ιρλανδίας επιλογή του τόπου κατοικίας ως κριτηρίου για την άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων της καθώς και από λόγους σχετικούς με την προστασία του περιβάλλοντος, τη διασφάλιση του ανταγωνισμού και τη συνοχή και αποτελεσματικότητα του συστήματος του τέλους ταξινομήσεως. Η Ιρλανδία υπογράμμισε ότι ενδεχόμενη τροποποίηση του συστήματος αυτού θα παρείχε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως μηχανοκίνητων οχημάτων που ήταν εγκατεστημένες στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου το τέλος ταξινομήσεως ήταν χαμηλότερο, και θα ενθάρρυνε συνεπώς τους κατοίκους Ιρλανδίας να χρησιμοποιούν οχήματα προερχόμενα από την αλλοδαπή, προκαλώντας ζημία στο εγχώριο εμπόριο οχημάτων και σοβαρές φορολογικές απώλειες.

14      Η Επιτροπή δεν πείσθηκε από τα επιχειρήματα της Ιρλανδίας και εξέδωσε, στις 27 Οκτωβρίου 2011, αιτιολογημένη γνώμη, επαναλαμβάνοντας την ανάλυση που περιελάμβανε η προειδοποιητική επιστολή.

15      Με έγγραφο της 10ης Ιανουαρίου 2012, οι ιρλανδικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι σκόπευαν να θεσπίσουν ένα σύστημα επιστροφής, το οποίο θα επέτρεπε την επιστροφή του επιπλέον καταβληθέντος ποσού στους αιτούντες που είχαν καταβάλει ολόκληρο το τέλος ταξινομήσεως. Με έγγραφο της 10ης Απριλίου 2012, οι αρχές αυτές κοινοποίησαν στην Επιτροπή το κείμενο του νόμου του 2012 περί δημοσίων οικονομικών, ο οποίος θέσπιζε το εν λόγω σύστημα, διευκρινίζοντας όμως παράλληλα ότι έπρεπε να εκδοθεί και η εκτελεστική απόφαση για την εφαρμογή του νόμου αυτού. Το σύστημα επιστροφής τέθηκε σε ισχύ στην Ιρλανδία στις 8 Απριλίου 2013.

16      Σε έγγραφο που απέστειλε στις ιρλανδικές αρχές στις 26 Σεπτεμβρίου 2013, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το ιρλανδικό σύστημα του τέλους ταξινομήσεως δεν λάβαινε δεόντως υπόψη τη διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, VAV-Autovermietung (C-91/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:558). Κατά την Επιτροπή, η καταβολή ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, όταν αυτή μπορούσε να διαπιστωθεί, παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας, ακόμη κι αν προβλεπόταν ένα σύστημα επιστροφής του επιπλέον καταβληθέντος ποσού. Η Επιτροπή κάλεσε, ακολούθως, τις ιρλανδικές αρχές να την ενημερώσουν σχετικά με τα μέτρα που θα λάμβαναν προκειμένου να συμμορφωθούν προς την εν λόγω διάταξη.

17      Κατόπιν ανταλλαγής επιστολών και συναντήσεώς της με τις ιρλανδικές αρχές, η Επιτροπή εξέδωσε στις 11 Ιουλίου 2014 συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, επαναλαμβάνοντας τη θέση της σχετικά με τις επιταγές της διατάξεως της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, VAV-Autovermietung (C-91/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:558). Κατά την Επιτροπή, η Ιρλανδία παρέβαινε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 56 έως 62 ΣΛΕΕ, υποχρεώνοντας τους κατοίκους Ιρλανδίας, κατά την ταξινόμηση μηχανοκίνητου οχήματος που έχει μισθωθεί με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση σε άλλο κράτος μέλος, να καταβάλλουν ολόκληρο το τέλος ταξινομήσεως που οφείλεται σε περίπτωση ταξινομήσεως επί μονίμου βάσεως και όχι το ποσό που αναλογεί στη διάρκεια χρήσεως του εν λόγω οχήματος στην Ιρλανδία, όταν η διάρκεια αυτή είναι προκαθορισμένη και περιορισμένη. Περαιτέρω, οι προϋποθέσεις επιστροφής του εισπραχθέντος τέλους, δηλαδή η καταβολή τέλους διεκπεραιώσεως ύψους 500 ευρώ, η υποχρεωτική υποβολή σε τεχνικούς ελέγχους και η ενδεχόμενη απώλεια τόκων, θεωρούμενες στο σύνολό τους, θα μπορούσαν να αποθαρρύνουν την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών.

18      Με την από 11 Νοεμβρίου 2014 απάντησή της στη συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, η Ιρλανδία επισήμανε ότι το σύστημα τέλους ταξινομήσεως ήταν δίκαιο και σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας και ότι τηρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Το εν λόγω κράτος μέλος υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι η ιρλανδική νομοθεσία διέφερε κατά πολύ από την ολλανδική νομοθεσία που είχε αποτελέσει αντικείμενο της διατάξεως της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, VAV-Autovermietung (C-91/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:558), ότι η επιστροφή ήταν υποχρεωτική εφόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου και ότι η Ιρλανδία επρόκειτο να λάβει μέτρα για την καταβολή τόκων επί των επιστρεφόμενων ποσών.

19      Στις 26 Φεβρουαρίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, επαναλαμβάνοντας την άποψη που είχε διατυπώσει στη συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, κατά την οποία η καταβολή ολόκληρου του ποσού του τέλους ταξινομήσεως, ακόμη και σε συνδυασμό με προβλεπόμενο μηχανισμό επιστροφής, δεν συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, όταν η διάρκεια χρήσεως του οχήματος είναι γνωστή εκ των προτέρων. Επίσης δυσανάλογο είναι και το τέλος διεκπεραιώσεως των 500 ευρώ το οποίο, εκτιμώμενο συνολικώς μαζί με την ενδεχόμενη απώλεια τόκων και την υποχρέωση διενέργειας τεχνικού ελέγχου, εξουδετερώνει σημαντικό μέρος του επιστρεφόμενου τέλους. Η Επιτροπή κάλεσε, ακολούθως, την Ιρλανδία να συμμορφωθεί με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της, δηλαδή από τις 27 Φεβρουαρίου 2015.

20      Με έγγραφο της 27ης Απριλίου 2015, η Ιρλανδία ενέμεινε στην άποψή της ότι η νομοθεσία της ήταν σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης. Το συγκεκριμένο κράτος μέλος διευκρίνισε περαιτέρω ότι το άρθρο 135 D, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, όπως ίσχυε μετά τη ψήφιση του νόμου του 2014 περί δημοσίων οικονομικών, προέβλεπε εφεξής την καταβολή τόκων και ότι οι σχετικές εκτελεστικές διατάξεις του θα ίσχυαν από 1ης Ιανουαρίου 2016. Η Ιρλανδία πληροφόρησε, επίσης, την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή της να μειώσει το ποσό του τέλους διεκπεραιώσεως από 500 σε 100 ευρώ.

21      Η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή εκτιμώντας ότι, κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε τάξει με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, η ισχύουσα στην Ιρλανδία νομοθεσία εξακολουθούσε να μη συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.

22      Η Ιρλανδία ζήτησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το Δικαστήριο να συνέλθει ως τμήμα μείζονος συνθέσεως,.

 Επί της προσφυγής

 Το νομότυπο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Χωρίς να προβάλλει τυπικώς το απαράδεκτο της προσφυγής, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, με τη συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και κατά την άσκηση της προσφυγής, παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που θεσπίζει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και τη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως που προβλέπει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας.

24      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, μολονότι είχε αρχικώς παραδεχθεί ότι το σύστημα επιστροφής θα μπορούσε να συνάδει με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, μετέβαλε εντούτοις γνώμη κατά τη διάρκεια του έτους 2013, στηριζόμενη στη διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, VAV-Autovermietung (C-91/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:558), απορρίπτοντας εφεξής εξ ορισμού ένα τέτοιο σύστημα επιστροφής στο πλαίσιο της διασυνοριακής εφαρμογής ενός εθνικού τέλους ταξινομήσεως. Όμως η εν λόγω αλλαγή θέσεως της Επιτροπής όσον αφορά τις επιταγές του άρθρου 56 ΣΛΕΕ επήλθε χωρίς καμία σχετική αλλαγή της νομολογίας και ενώ η Ιρλανδία είχε βελτιώσει επανειλημμένως τη νομοθεσία της προκειμένου να συμμορφωθεί με τις αρχικές απαιτήσεις της Επιτροπής.

25      Περαιτέρω, η προσφυγή ασκήθηκε πρόωρα και δεν έλαβε υπόψη ορισμένες τροποποιήσεις της ιρλανδικής νομοθεσίας όπως, μεταξύ άλλων, την καταβολή τόκων που προέβλεπε ο νόμος του 2014 περί δημοσίων οικονομικών. Συγκεκριμένα, η Ιρλανδία παρατηρεί ότι, πριν από την κατάθεση της προσφυγής στις 23 Οκτωβρίου 2015, η Επιτροπή είχε ενημερωθεί ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2016, θα ίσχυαν τόσο η εκτελεστική απόφαση του 2015 περί του τρόπου υπολογισμού των τόκων σε περίπτωση επιστροφής όσο και ο νόμος του 2015 περί δημοσίων οικονομικών που προέβλεπε τη μείωση του ποσού του τέλους διεκπεραιώσεως στα 100 ευρώ.

26      Τέλος, η θέση της Επιτροπής, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της προσφυγής, ήταν αόριστη, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα εάν τα αιτήματά της στηρίζονται μόνο σε έναν ή σε δύο διακριτούς λόγους, εκ των οποίων ο ένας αντλείται από την έλλειψη μηχανισμού αναλογικής καταβολής του τέλους ταξινομήσεως και ο άλλος από το γεγονός ότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την επιστροφή του τέλους ταξινομήσεως βαίνουν πέραν του αυστηρώς αναγκαίου και αναλογικού μέτρου. Είναι, συνεπώς, ιδιαιτέρως δυσχερής για την Ιρλανδία η άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας.

27      Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι δεν υπήρξε ασυνεπής ούτε μετέβαλε τη θέση της επανεκτιμώντας τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης του ιρλανδικού συστήματος του τέλους ταξινομήσεως, υπό το πρίσμα των τελευταίων μέτρων που έλαβε η Ιρλανδία. Γενικότερα υποστηρίζει ότι, κατά τη λήξη της ταχθείσας με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, η Ιρλανδία δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση της νομοθεσίας της προς το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 135 D, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, το οποίο προστέθηκε με τον νόμο του 2014 περί δημοσίων οικονομικών, προέβλεπε απλώς το ενδεχόμενο μεταγενέστερης θεσπίσεως κανόνων για την καταβολή τόκων και δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι θεσπίζει ένα ολοκληρωμένο ή λειτουργικό σύστημα καταβολής τόκων. Βεβαίως, οι εν λόγω κανόνες θεσπίστηκαν τελικά με την εκτελεστική απόφαση του 2015, η οποία όμως εκδόθηκε μόλις στις 17 Δεκεμβρίου 2015, δηλαδή πολύ μετά τη λήξη της ταχθείσας με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

28      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας συνίσταται στο να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός, να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή (αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2001, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C-152/98, EU:C:2001:255, σκέψη 23, της 5ης Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-476/98, EU:C:2002:631, σκέψη 46, της 8ης Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-337/05, EU:C:2008:203, σκέψη 19, και της 7ης Απριλίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-20/09, EU:C:2011:214, σκέψη 18).

29      Το νομότυπο αυτής της διαδικασίας συνιστά ουσιώδη εγγύηση παρεχόμενη από τη Συνθήκη ΛΕΕ όχι μόνο για την προστασία των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά και για να διασφαλιστεί ότι η δίκη που ενδέχεται να κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο διαφορά που έχει καθορισθεί με σαφήνεια . Από τον σκοπό αυτόν προκύπτει ότι με την προειδοποιητική επιστολή επιδιώκεται, αφενός, να οριοθετηθεί το αντικείμενο της διαφοράς και να παρασχεθούν στο κράτος μέλος που καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του τα αναγκαία στοιχεία για την προετοιμασία της άμυνάς του και, αφετέρου, να του δοθεί η δυνατότητα να συμμορφωθεί πριν η υπόθεση φθάσει στο Δικαστήριο (απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-442/06, EU:C:2008:216, σκέψη 22).

30      Εν προκειμένω, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, μετέβαλε τη θέση της σχετικά με τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης ενός συστήματος φορολογήσεως με μεταγενέστερη επιστροφή φόρου, πρέπει να επισημανθεί ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο προσήψε αρχικώς στην Ιρλανδία, τόσο με την προειδοποιητική επιστολή, όσο και με την αιτιολογημένη γνώμη, ότι υποχρέωνε κάθε κάτοικο Ιρλανδίας να καταβάλλει τέλος ταξινομήσεως κατά την ταξινόμηση ενός μηχανοκίνητου οχήματος που είχε μισθώσει με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια χρήσεως του εν λόγω οχήματος και χωρίς ο υπόχρεος να έχει δικαίωμα απαλλαγής ή επιστροφής φόρου, όταν το όχημα δεν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί κατ’ ουσία στην Ιρλανδία ούτε όντως χρησιμοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

31      Οι αιτιάσεις αυτές συνδέονται με την κατάσταση της ιρλανδικής νομοθεσίας κατά τον χρόνο αποστολής της ως άνω προειδοποιητικής επιστολής και εκδόσεως της ως άνω αιτιολογημένης γνώμης, καθόσον η νομοθεσία αυτή δεν προέβλεπε κανένα μηχανισμό επιστροφής του τέλους ταξινομήσεως. Ωστόσο ούτε από τις αιτιάσεις αυτές ούτε από το περιεχόμενο της προειδοποιητικής επιστολής και της αιτιολογημένης γνώμης ήταν δυνατό να συναχθεί ότι η Επιτροπή είχε προβεί σε νομική εκτίμηση της συμβατότητας προς το άρθρο56 ΣΛΕΕ ενός συστήματος επιβολής φόρου με μεταγενέστερη δυνατότητα επιστροφής.

32      Μετά την έναρξη της ισχύος, στις 8 Απριλίου 2013, ενός συστήματος επιστροφής του τέλους ταξινομήσεως, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 11 Ιουλίου 2014, συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, τάσσοντας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος νέα προθεσμία υποβολής των παρατηρήσεών του, πριν του απευθύνει, στις 26 Φεβρουαρίου 2015, συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη στηριζόμενη στις ίδιες αιτιάσεις με αυτές που περιλαμβάνονταν στη συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή. Η Επιτροπή έκρινε με τα έγγραφα αυτά ότι η επιβολή υποχρεώσεως καταβολής ολόκληρου του τέλους, ακόμη και σε συνδυασμό με προβλεπόμενο μηχανισμό επιστροφής, δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας σε περίπτωση που η διάρκεια χρήσεως του οχήματος ήταν γνωστή εκ των προτέρων. Προσέθετε δε, με τα ως άνω έγγραφα, ότι και το τέλος διεκπεραιώσεως ύψους 500 ευρώ ήταν δυσανάλογο και ότι, εκτιμώμενο συνολικώς μαζί με την ενδεχόμενη απώλεια τόκων και την υποχρέωση διενέργειας τεχνικού ελέγχου, εξουδετέρωνε σημαντικό μέρος του επιστρεφόμενου τέλους.

33      Δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε αποστείλει στην Ιρλανδία συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, τάσσοντας στο εν λόγω κράτος μέλος νέα προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεών του, πριν του απευθύνει συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη στηριζόμενη στις ίδιες αιτιάσεις με τις περιλαμβανόμενες στο ως άνω έγγραφο, το όργανο αυτό δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Ιρλανδίας, διότι παρέσχε στο κράτος μέλος αυτό τη δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά του.

34      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας και της αρχής της χρηστής διοικήσεως λόγω επιλογής του συγκεκριμένου χρονικού σημείου ασκήσεως της προσφυγής, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να στραφεί κατά κράτους μέλους, να προσδιορίσει τις διατάξεις που αυτό παραβιάζει και να επιλέξει το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα κινήσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά του κράτους αυτού, οι δε λόγοι που προσδιορίζουν την επιλογή αυτή δεν ασκούν επιρροή επί του παραδεκτού της προσφυγής (αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑317/92, EU:C:1994:212, σκέψη 4, της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-35/96, EU:C:1998:303, σκέψη 27, της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-333/99, EU:C:2001:73, σκέψη 24, και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C-33/04, EU:C:2005:750, σκέψη 66). Πράγματι, η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκτιμήσει σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει να ασκηθεί η προσφυγή και, συνεπώς, δεν εναπόκειται καταρχήν στο Δικαστήριο να ελέγχει μια τέτοια εκτίμηση (αποφάσεις της 10ης Μαΐου 1995, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-422/92, EU:C:1995:125, σκέψη 18, και της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-297/08, EU:C:2010:115, σκέψη 87).

35      Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε ακολούθως επερχόμενες μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2003, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-161/02, EU:C:2003:367, σκέψη 9, της 20ής Μαΐου 2010, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑158/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:292, σκέψη 7, και της 28ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Λιθουανίας, C-350/08, EU:C:2010:642, σκέψη 30).

36      Συνεπώς, εφόσον, κατά το χρονικό σημείο λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή εκτιμά ότι ένα κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του πρέπει να εφαρμόζονται οι κανόνες του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, χωρίς η Επιτροπή να είναι καταρχήν υποχρεωμένη να τηρεί ορισμένη προθεσμία (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑350/08, EU:C:2010:642, σκέψεις 33 και 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και της 16ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-591/13, EU:C:2015:230, σκέψη 14).

37      Το επιχείρημα της Ιρλανδίας περί πρόωρης ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

38      Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη αοριστία του αντικειμένου της υπό κρίση προσφυγής πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 120, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας και τη σχετική νομολογία, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, καθώς και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται, περιλαμβάνοντας συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών. Οι σχετικές αναφορές πρέπει να είναι αρκούντως σαφείς και ακριβείς, προκειμένου ο μεν καθού να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, τα δε αιτήματα που περιλαμβάνει το δικόγραφο αυτό πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο μη διφορούμενο, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί ορισμένης αιτιάσεως (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, C-545/10, EU:C:2013:509, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-179/14, EU:C:2016:108, σκέψη 141, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, C-525/14, EU:C:2016:714, σκέψη 16).

39      Εν προκειμένω παρατηρείται ότι η προσφυγή της Επιτροπής αφορά το ιρλανδικό σύστημα του τέλους ταξινομήσεως που επιβάλλεται στα οχήματα που έχουν μισθωθεί με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση εντός άλλου κράτους μέλους, όπως αυτό ίσχυε κατά την ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

40      Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, στο αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής της, επισήμανε σαφώς ότι επικρίνει την Ιρλανδία, αφενός, για την υποχρέωση που επιβάλλει στους κατοίκους της να καταβάλλουν ολόκληρο το τέλος ταξινομήσεως μηχανοκίνητων οχημάτων που έχουν μισθωθεί με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια χρήσεως των οχημάτων αυτών σε περίπτωση που δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν κατ’ ουσία στην Ιρλανδία επί μονίμου βάσεως ούτε όντως χρησιμοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο και, αφετέρου, για τη θέσπιση κανόνων επιστροφής του τέλους οι οποίοι βαίνουν πέραν του αυστηρώς αναγκαίου και αναλογικού μέτρου. Ο αιτιάσεις αυτές αντιστοιχούν στις αιτιάσεις που περιλαμβάνονταν στη συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή και στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη. Μολονότι είναι αληθές ότι, κατά την παράθεση των λόγων στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή αναφέρθηκε πολλές φορές συνολικώς στο σύστημα του τέλους ταξινομήσεως, ωστόσο προέβη και σε αυτοτελή ανάλυση τόσο της υποχρεώσεως καταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως όσο και των κανόνων επιστροφής του, και διευκρίνισε, ιδίως στο σημείο 29 του δικογράφου της προσφυγής, ότι τα μέτρα αυτά, λαμβανόμενα υπόψη αυτοτελώς, ιδίως δε σε συνδυασμό μεταξύ τους, συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.

41      Συνεπώς, το επιχείρημα περί αοριστίας του αντικειμένου της υπό κρίση προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

42      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η Ιρλανδία δεν υποστηρίζει βασίμως ότι η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε κατά παραβίαση των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας και της χρηστής διοικήσεως καθώς και της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ιρλανδικό σύστημα του τέλους ταξινομήσεως, που ίσχυε κατά τη λήξη της ταχθείσας με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, δύναται να παρεμποδίσει πέραν του αναγκαίου μέτρου την παροχή και λήψη των υπηρεσιών χρηματοδοτικής ή απλής μισθώσεως κατά παράβαση του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

44      Καταρχάς, η υποχρέωση προκαταβολής ολόκληρου του ισχύοντος στην περίπτωση οριστικής ταξινομήσεως τέλους, ανεξαρτήτως της πραγματικής διάρκειας της προβλεπόμενης χρήσεως του οχήματος στην Ιρλανδία και όταν μάλιστα η διάρκεια της χρηματοδοτικής ή απλής μισθώσεως έχει καθοριστεί επακριβώς και είναι γνωστή εκ των προτέρων, συνεπάγεται μια δυσανάλογη χρηματική και ταμειακή επιβάρυνση, διότι το προκαταβλητέο ποσό μπορεί να ανέλθει έως το διπλάσιο του πραγματικά οφειλόμενου τέλους. Η δυνατότητα επιστροφής της διαφοράς μεταξύ καταβληθέντος και πραγματικά οφειλόμενου τέλους μετά την απόσυρση του οχήματος από την Ιρλανδία δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή ούτε παρέχει τη δυνατότητα επαρκούς διακρίσεως μεταξύ των οριστικών εισαγωγών και των απλών ή χρηματοδοτικών μισθώσεων μικρής διάρκειας.

45      Περαιτέρω, η αίτηση επιστροφής μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποχρεωτικού τεχνικού ελέγχου του οχήματος, η οποία συνεπάγεται πρόσθετες δαπάνες, διότι, βάσει των κανόνων που ίσχυαν κατά τη λήξη της ταχθείσας με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, το πρόσωπο που ταξινομεί το όχημα όφειλε να καταβάλει τέλος διεκπεραιώσεως της διαδικασίας επιστροφής ύψους 500 ευρώ.

46      Τέλος, πέραν της χρηματικής και ταμειακής επιβαρύνσεως που συνεπάγεται η υποχρέωση προκαταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως και πέραν του κόστους του τεχνικού ελέγχου και της διαδικασίας επιστροφής, δεν προβλεπόταν, κατά το ίδιο χρονικό σημείο, η καταβολή στους μισθωτές οχημάτων με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση τόκων επί των παρακρατηθέντων από τις εθνικές αρχές ποσών κατά τη διάρκεια της εν λόγω μισθώσεως.

47      Τα μέτρα αυτά, λαμβανόμενα αυτοτελώς και ιδίως σε συνδυασμό μεταξύ τους, έχουν ως αποτέλεσμα ότι καθιστούν δυσχερέστερη την απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση οχημάτων προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη σε σχέση με την απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση οχημάτων που παρέχονται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ιρλανδία.

48      Όσον αφορά, ειδικότερα, την υποχρέωση προκαταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, το τέλος αυτό πρέπει να υπολογίζεται λαμβανομένης δεόντως υπόψη της διάρκειας της συμβάσεως μισθώσεως του οχήματος ή της διάρκειας χρήσεώς του στο συγκεκριμένο οδικό δίκτυο (διατάξεις της 27ης Ιουνίου 2006, van de Coevering, C-242/05, EU:C:2006:430, σκέψεις 31 έως 33, της 22ας Μαΐου 2008, Ilhan, C‑42/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:305, σκέψεις 20 και 24, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, VAV-Autovermietung, C-91/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:558, σκέψεις 20, 21, 26 και 30). Όμως, το ιρλανδικό σύστημα επιστροφής του τέλους ταξινομήσεως είχε, κατ’ ουσίαν, ως σκοπό να εντάξει τη βραχυπρόθεσμη εισαγωγή οχημάτων σε ένα γενικότερο σύστημα επιστροφής κατά την εξαγωγή αντί να εγγυηθεί συγκεκριμένα τη φορολόγηση της εισαγωγής οχημάτων για προκαθορισμένες χρονικές περιόδους ανάλογα με τη διάρκεια της εισαγωγής τους.

49      Παρά το γεγονός ότι το τέλος ταξινομήσεως υπολογίζεται βάσει της τιμής πωλήσεως στην ελεύθερη αγορά και εξαρτάται, ιδίως, από την κατάσταση του οχήματος και τη διανυθείσα χιλιομετρική απόσταση, θα ήταν δυνατό να επιβληθεί ένας αναλογικός φόρος, χωρίς να θίγονται οι επιδιωκόμενοι από τις ιρλανδικές αρχές σκοποί, βάσει εκτιμήσεως της αξίας του οχήματος στην ελεύθερη αγορά, η οποία θα υπολογιζόταν σε σχέση με την κατά μέσο όρο διανυόμενη χιλιομετρική απόσταση και απομείωση της αξίας του οχήματος. Ο οριστικός καθορισμός του ποσού του τέλους ταξινομήσεως θα γινόταν μεταγενέστερα κατά την εξαγωγή και θα είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή ή τη συμπληρωματική καταβολή τέλους, βάσει της τιμής πωλήσεως στην ελεύθερη αγορά κατά το χρονικό σημείο της εξαγωγής, αναλόγως του αν η τιμή αυτή ήταν μεγαλύτερη ή μικρότερη της τιμής που είχε ληφθεί υπόψη κατά την αρχική επιβολή του τέλους. Σε περίπτωση μεγαλύτερης αξίας του οχήματος στην ελεύθερη αγορά, θα ήταν δυνατή η επιβολή πρόσθετου τέλους, καταρχήν, σε δύο διαφορετικούς οφειλέτες στο πλαίσιο μισθώσεως μικρής διάρκειας, και δη στον εκμισθωτή και στον μισθωτή, ενώ, εάν κρινόταν αναγκαίο, θα υπήρχε και η δυνατότητα κατασχέσεως του οχήματος. Ένα τέτοιο σύστημα, στηριζόμενο επίσης σε εκτιμήσεις που επιβάλλουν μεταγενέστερες αναπροσαρμογές, δεν θα ήταν πιο άδικο ή αθέμιτο από ένα σύστημα το οποίο δεν προβλέπει, όπως εν προκειμένω, καμία έκπτωση.

50      Περαιτέρω, τα επιχειρήματα της Ιρλανδίας που αφορούν πρακτικές δυσχέρειες στερούνται συνοχής. Συγκεκριμένα, εάν η ανησυχία της Ιρλανδίας συνδέεται με τον κίνδυνο μεγαλύτερης παραμονής του μισθωτή στην Ιρλανδία, δεν συντρέχει λόγος αναγκαστικής εκτελέσεως εκτός της ιρλανδικής επικράτειας, διότι το ευρισκόμενο στην Ιρλανδία και μετά την ημερομηνία λήξεως της μισθώσεως όχημα παραμένει στο εν λόγω κράτος μέλος. Η Ιρλανδία ουδόλως εμποδίζεται να απαιτεί την παροχή αποδείξεων, κατά το χρονικό σημείο της ταξινομήσεως, σχετικά με την περιορισμένη διάρκεια της συμβάσεως, ζητώντας για παράδειγμα αντίγραφο της συμβάσεως και να διενεργεί, ακολούθως, ελέγχους σχετικούς με την ταξινόμηση και τις άλλες υφιστάμενες φορολογικές και κανονιστικές υποχρεώσεις, όπως, για παράδειγμα, την υποχρέωση εμπρόθεσμης καταβολής των ετήσιων τελών και ασφαλίστρων αυτοκινήτου.

51      Όσον αφορά το τέλος διεκπεραιώσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας να απαιτείται από τους πολίτες της Ένωσης, οι οποίοι μισθώνουν οχήματα με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση μικρής διάρκειας, να χρηματοδοτούν τις αναγκαίες επενδυτικές δαπάνες για τη λειτουργία ενός μηχανισμού επιστροφής κατά την εξαγωγή, ιδίως για την κάλυψη του κόστους των τεχνικών ελέγχων από τους οποίους εξαρτάται η επιστροφή αυτή. Η συνεκτίμηση της διάρκειας χρήσεως του οχήματος θα απέτρεπε την υπαγωγή των οχημάτων σε δαπανηρές διαδικασίες τεχνικού ελέγχου και σε σημαντικά τέλη τα οποία συνεπάγονται οι εν λόγω διαδικασίες.

52      Η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι το επίδικο σύστημα του τέλους ταξινομήσεως ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, στο μέτρο που, ειδικότερα, το επιπλέον καταβληθέν τέλος αποτελεί αντικείμενο επιστροφής κατά τον χρόνο της εξαγωγής και, από 1ης Ιανουαρίου 2016, η επιστροφή αυτή συμπληρώνεται με την καταβολή τόκων, το δε σχετικό τέλος διεκπεραιώσεως ανέρχεται πλέον μόνο στο ποσό των 100 ευρώ, το οποίο δεν καλύπτει ούτε καν τις διοικητικές δαπάνες της Ιρλανδίας για τη λειτουργία του συστήματος επιστροφής κατά την εξαγωγή. Συνεπώς, το σύστημα του τέλους ταξινομήσεως είναι δικαιολογημένο και συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.

53      Συναφώς, πρώτον, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεν απαγορεύει τη θέσπιση καθεστώτων επιστροφής κατά την εξαγωγή τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις σε βάρος των διασυνοριακών παραδόσεων και στο πλαίσιο των οποίων κάθε περιορισμός της διασυνοριακής κυκλοφορίας είναι δικαιολογημένος και συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του επίμαχου φορολογικού καθεστώτος. Το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει απαραιτήτως ένα αναλογικό εκ των προτέρων σύστημα εξαιρέσεων.

54      Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο εθνικών συστημάτων που απέκλειαν κάθε είδους επιστροφή κατά την εξαγωγή (αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2002, Cura Anlagen, C-451/99, EU:C:2002:195, και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C-232/03, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:128, διατάξεις της 27ης Ιουνίου 2006, van de Coevering, C-242/05, EU:C:2006:430, και της 22ας Μαΐου 2008, Ilhan, C-42/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:305, απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, van Putten, C-578/10 έως C‑580/10, EU:C:2012:246) ή εθνικών συστημάτων τα οποία, μολονότι προέβλεπαν μια τέτοια επιστροφή, εντούτοις υπολόγιζαν το ποσό της βάσει της διάρκειας της χρήσεως του οχήματος εντός του οικείου κράτους και απέκλειαν την καταβολή τόκων (διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, VAV-Autovermietung, C-91/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:558).

55      Αφενός, το Δικαστήριο ουδέποτε αποφάνθηκε ότι τα καθεστώτα επιστροφής κατά την εξαγωγή δεν συνάδουν, καταρχήν, με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, με τη διάταξη της 27ης Ιουνίου 2006, van de Coevering (C-242/05, EU:C:2006:430), και την απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, van Putten (C-578/10 έως C-580/10, EU:C:2012:246), αναγνώρισε ότι, στην περίπτωση φορολογήσεως οχημάτων που έχουν μισθωθεί με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση, ένα καταλλήλως διαμορφωμένο καθεστώς επιστροφής είναι δυνατό να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.

56      Αφετέρου, αντιθέτως προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, η βάση επιβολής του τέλους ταξινομήσεως δεν εξαρτάται από το χρονικό διάστημα παραμονής του οχήματος στην Ιρλανδία, αλλά από την κατάστασή του και τον αριθμό των χιλιομέτρων που έχει διανύσει. Συνεπώς, είναι αδύνατο, κατά το χρονικό σημείο της εισαγωγής, να προβλεφθεί το ακριβές ποσό που θα επιστραφεί κατά την εξαγωγή και να υπολογιστεί εκ των προτέρων το πράγματι οφειλόμενο σε κάθε περίπτωση τέλος ταξινομήσεως.

57      Δεύτερον, ενδεχόμενη τροποποίηση του συστήματος του τέλους ταξινομήσεως υπό την έννοια που προτείνεται από την Επιτροπή θα συνιστούσε ουσιώδη τροποποίηση των κανόνων επιβολής του τέλους αυτού και θα οδηγούσε, ειδικότερα, στην αντικατάσταση της τιμής πωλήσεως του οχήματος στην ελεύθερη αγορά, ως βάσεως υπολογισμού του τέλους αυτού, από τη διάρκεια χρήσεώς του στο ιρλανδικό οδικό δίκτυο ή από τη διάρκεια παραμονής του στην Ιρλανδία.

58      Καταρχάς, παρά το γεγονός ότι η φορολόγηση των οχημάτων δεν έχει εναρμονιστεί και ότι τα κράτη μέλη διατηρούν συναφώς την ελευθερία δράσεώς τους, η Επιτροπή επιχειρεί, διά της προκείμενης διαδικασίας, να εναρμονίσει τις βάσεις υπολογισμού των τελών ταξινομήσεως στα κράτη μέλη. Περαιτέρω, ο σκοπός και το αποτέλεσμα της βάσεως υπολογισμού που επέλεξε η Ιρλανδία είναι να υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ της φορολογήσεως των οχημάτων και της πραγματικής χρήσεώς τους. Συνεπώς, η βάση αυτή συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου ενώ θα στερούνταν συνοχής μια ενδεχόμενη μέθοδος εκ των προτέρων υπολογισμού βάσει της αναμενόμενης αντί της πραγματικής χρήσεως. Με την έντοκη επιστροφή, κατά το χρονικό σημείο της εξαγωγής, του επιπλέον καταβληθέντος τέλους ταξινομήσεως επιδιώκεται να διασφαλιστεί ότι οι φορολογούμενοι θα καταβάλουν επακριβώς το πράγματι οφειλόμενο ποσό και ότι δεν θα βρεθούν σε δυσμενέστερη οικονομική κατάσταση λόγω προκαταβολής ολόκληρου του τέλους αυτού. Τέλος, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν το ίδιο ποσό τέλους στα πρόσωπα που χρησιμοποιούν εντατικά το όχημά τους και σε εκείνα που το χρησιμοποιούν ελάχιστα, με την πρόφαση ότι η διάρκεια της μισθώσεως είναι η ίδια, το δε γεγονός ότι είναι θεωρητικώς δυνατό να αντικατασταθεί το κριτήριο της πραγματικής χρήσεως και της καταστάσεως ενός οχήματος κατά την εξαγωγή από μια εκ των προτέρων προβλεπόμενη απαλλαγή στηριζόμενη στη διάρκεια χρήσεώς του είναι συναφώς άνευ σημασίας, όπως και η τυχόν ύπαρξη σε άλλα κράτη μέλη φορολογικών συστημάτων που στηρίζονται στη διάρκεια χρήσεως.

59      Τρίτον, ενδεχόμενη τροποποίηση του συστήματος του τέλους ταξινομήσεως υπό την έννοια που προτείνεται από την Επιτροπή θα παρεμπόδιζε την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει το τέλος αυτό στην Ιρλανδία. Οι σκοποί αυτοί συνίστανται, καταρχάς, στην αντιστάθμιση των εξωτερικών επιπτώσεων της χρήσεως των οχημάτων, όπως το κοινωνικό κόστος που σχετίζεται με την οδική υποδομή, τον έλεγχο της κυκλοφορίας, τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και τις υπηρεσίες ταξινομήσεως και στην αντιστάθμιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ηχορύπανση. Επίσης, το τέλος ταξινομήσεως επιδιώκεται να είναι ανάλογο της εμπορικής αξίας του οχήματος και, τέλος, ενθαρρύνει την αγορά οχημάτων που σέβονται το περιβάλλον.

60      Τέταρτον, το προτεινόμενο από την Επιτροπή σύστημα ενός αρχικού υπολογισμού με επακόλουθη αντισταθμιστική καταβολή κατά την εξαγωγή ενέχει κινδύνους απώλειας φορολογικών εσόδων και θα μπορούσε, εξάλλου, να προκαλέσει πολύ μεγάλες πρακτικές δυσχέρειες, διότι από την υποβολή των οχημάτων στους ίδιους τεχνικούς ελέγχους θα ανέκυπταν μια πρόσθετη διοικητική επιβάρυνση και δαπάνες για τη διασυνοριακή χρηματοδοτική μίσθωση οχημάτων.

61      Πέμπτον, η Ιρλανδία υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει καμία υποχρέωση ταξινομήσεως ενός οχήματος στην Ιρλανδία για χρονικό διάστημα 30 ημερών, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η επιβολή του τέλους ταξινομήσεως στις περιπτώσεις μισθώσεων ιδιαιτέρως μικρής διάρκειας. Προσθέτει, επίσης, ότι, εν πάση περιπτώσει, το τέλος αυτό είναι σχετικά μικρό, διότι το αρχικό ποσό είναι 2,5 φορές, και όχι 11 φορές όπως εσφαλμένως υποστηρίζει η Επιτροπή, ανώτερο του τελικώς οφειλόμενου. Περαιτέρω, προκειμένου να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα του τέλους ταξινομήσεως δεν πρέπει να λαμβάνεται ως βάση η κατηγορία των πλέον ρυπογόνων οχημάτων, διότι, αφενός, τα οχήματα αυτά δεν είναι τα πιο συνηθισμένα και, αφετέρου, οι συντελεστές του τέλους ταξινομήσεως έχουν διαμορφωθεί κατά τρόπο ώστε να φορολογούνται περισσότερο τα οχήματα που προκαλούν σημαντικότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον.

62      Έκτον, η Ιρλανδία υπογραμμίζει ότι ο καθορισμός σε 500 ευρώ του ποσού του τέλους διεκπεραιώσεως οφειλόταν στην ανάγκη καλύψεως ορισμένων σημαντικών αρχικών εξόδων για τη θέσπιση του συστήματος επιστροφής κατά την εξαγωγή και προσθέτει ότι το ποσό αυτό μειώθηκε στα 100 ευρώ. Κατά την άποψή της, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφαση της 7ης Απριλίου 2011, Tatu, (C-402/09, EU:C:2011:219), ότι εύλογα τέλη διεκπεραιώσεως μπορούν να ζητηθούν για την παροχή υπηρεσιών, εφόσον δεν είναι υπέρμετρα για τον καταναλωτή και δεν εμποδίζουν αδικαιολόγητα την πρόσβαση στη συγκεκριμένη υπηρεσία, χωρίς ωστόσο να κρίνει το ίδιο ότι τα τέλη που βαρύνουν τον φορολογούμενο δεν πρέπει να υπερβαίνουν το κόστος των σχετικών πράξεων διεκπεραιώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Το κρίσιμο ιρλανδικό νομικό πλαίσιο

63      Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία υπενθυμίζεται στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ενώ οι ακολούθως επερχόμενες αλλαγές δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο.

64      Κατά συνέπεια, καθόσον, αφενός, η Επιτροπή κάλεσε την Ιρλανδία να συμμορφωθεί προς τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της και, αφετέρου, η εν λόγω γνώμη κοινοποιήθηκε στο ως άνω κράτος μέλος στις 27 Φεβρουαρίου 2015, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει, εν προκειμένω, να εκτιμηθεί βάσει της καταστάσεως στην οποία βρισκόταν το συγκεκριμένο κράτος μέλος στις 27 Απριλίου 2015.

65      Στο πλαίσιο αυτό, καταρχάς δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, δυνάμει της ισχύουσας κατά την κρίσιμη ημερομηνία ιρλανδικής νομοθεσίας, οι κάτοικοι Ιρλανδίας που επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν στην Ιρλανδία ένα όχημα το οποίο θα είχαν στη διάθεσή τους στο πλαίσιο συμβάσεως απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως με επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος όφειλαν να καταβάλουν, κατά την ταξινόμηση του οχήματος στην Ιρλανδία, ολόκληρο το τέλος ταξινομήσεως, ακόμη και αν η διάρκεια χρήσεως του εν λόγω οχήματος ήταν βάσει της συμβάσεως προκαθορισμένη και γνωστή εκ των προτέρων.

66      Περαιτέρω, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι το άρθρο 135 D, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών προέβλεπε ότι το ποσό του επιστρεφόμενου τέλους ταξινομήσεως υπολογίζεται βάσει ενός ή περισσοτέρων τύπων ή άλλων μεθόδων υπολογισμού, καθοριζομένων με κανονιστικές αποφάσεις εκδιδόμενες από τον αρμόδιο υπουργό δυνάμει του άρθρου 141 του νόμου αυτού. Από το εν λόγω άρθρο 135 D, παράγραφος 2, στοιχείο b προκύπτει, συνεπώς, ότι, ακόμη κι αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει κατ’ ουσία θεσπιστεί η αρχή της έντοκης καταβολής σε περίπτωση επιστροφής μέρους του τέλους ταξινομήσεως, η διάταξη αυτή δεν ήταν σε θέση να παράγει από μόνη της έννομα αποτελέσματα, ώστε να παρέχει τη δυνατότητα έντοκης επιστροφής του επιπλέον καταβληθέντος τέλους ταξινομήσεως, και ότι για την πραγματική εφαρμογή ενός μηχανισμού καταβολής τόκων επιβαλλόταν η λήψη εκτελεστικών μέτρων από τις ιρλανδικές αρχές.

67      Αυτά τα εκτελεστικά μέτρα που περιέχονται στην εκτελεστική απόφαση του 2015 ελήφθησαν μόλις στις 17 Δεκεμβρίου 2015 και τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2016, δηλαδή μετά τη λήξη της ταχθείσας με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

68      Συνεπώς, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν υφίσταται η προβαλλόμενη παράβαση πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύστημα επιστροφής του τέλους ταξινομήσεως χωρίς οποιονδήποτε μηχανισμό καταβολής τόκων.

69      Τέλος, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, το γεγονός ότι το ποσό του τέλους διεκπεραιώσεως, το οποίο κατά την ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας ανερχόταν στα 500 ευρώ, μειώθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2016 στα 100 ευρώ είναι άνευ σημασίας. Κατά συνέπεια, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν υφίσταται η προβαλλόμενη παράβαση πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύστημα επιστροφής του τέλους ταξινομήσεως που προέβλεπε την καταβολή τέλους διεκπεραιώσεως ύψους 500 ευρώ.

–       Επί της αιτιάσεως που αφορά την προκαταβολή ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως

70      Με την πρώτη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ιρλανδία, επιβάλλοντας την υποχρέωση προκαταβολής ολόκληρου του ισχύοντος σε περίπτωση οριστικής ταξινομήσεως τέλους, ανεξαρτήτως της πραγματικής διάρκειας της προβλεπόμενης χρήσεως στην Ιρλανδία του εισαγόμενου στο εν λόγω κράτος μέλος οχήματος, παρέβη το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η υποχρέωση αυτή, ακόμη κι αν υφίσταται παραλλήλως η δυνατότητα επιστροφής, δεν είναι ανάλογη του επιδιωκόμενου με το τέλος αυτό σκοπού, στις περιπτώσεις στις οποίες η διάρκεια της απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως έχει επακριβώς και είναι γνωστή εκ των προτέρων.

71      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων που δεν αφορούν την υπό κρίση υπόθεση, η φορολόγηση των μηχανοκίνητων οχημάτων δεν έχει εναρμονισθεί στο επίπεδο της Ένωσης. Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ασκούν τη φορολογική αρμοδιότητά τους στον τομέα αυτό, υπό τον όρο της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, X, C-302/12, EU:C:2013:756, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει τέλος κατά την ταξινόμηση οχήματος που τίθεται στη διάθεση προσώπου το οποίο κατοικεί στο κράτος αυτό από εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, όταν το όχημα αυτό προορίζεται να χρησιμοποιείται κατ’ ουσίαν εντός του πρώτου κράτους μέλους επί μονίμου βάσεως ή όταν χρησιμοποιείται όντως κατ’ αυτόν τον τρόπο (διάταξη της 27ης Ιουνίου 2006, van de Coevering, C-242/05, EU:C:2006:430, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Αντιθέτως, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην προηγούμενη σκέψη, ο σύνδεσμος με το πρώτο κράτος μέλος είναι ασθενέστερος, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαίος άλλος δικαιολογητικός λόγος της φορολογήσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Δανίας, C-464/02, EU:C:2005:546, σκέψη 79, και της 26ης Απριλίου 2012, van Putten, C-578/10 έως C-580/10, EU:C:2012:246, σκέψη 47, και διάταξη της 27ης Ιουνίου 2006, van de Coevering, C-242/05, EU:C:2006:430, σκέψη 26).

74      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εν λόγω φορολόγηση μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, πρέπει περαιτέρω ο φόρος να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας (βλ., συναφώς, διάταξη της 27ης Ιουνίου 2006, van de Coevering, C-242/05, EU:C:2006:430, σκέψεις 22 και 27, και απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, van Putten, C-578/10 έως C-580/10, EU:C:2012:246, σκέψη 53).

75      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά την ιρλανδική νομοθεσία, ο κάτοικος Ιρλανδίας που εισάγει στη χώρα αυτή ένα όχημα οφείλει, εντός 30 ημερών από την εισαγωγή του οχήματος στο ιρλανδικό έδαφος, να το ταξινομήσει και να καταβάλει το τέλος ταξινομήσεως που αντιστοιχεί στο όχημα αυτό. Το συγκεκριμένο τέλος υπολογίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 132 και 133 του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, βάσει της τιμής πωλήσεως του οχήματος στην ελεύθερη αγορά και του επιπέδου των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Από τη δικογραφία προκύπτει, επίσης, ότι το τέλος αυτό μπορεί να ανέλθει, στην περίπτωση των πλέον ρυπογόνων οχημάτων, στο 36 % της τιμής πωλήσεώς τους στην ελεύθερη αγορά.

76      Η ως άνω υποχρέωση ταξινομήσεως και καταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως αφορά και τους κατοίκους που εισάγουν στην Ιρλανδία ένα μισθωμένο σε άλλο κράτος μέλος όχημα στο πλαίσιο απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως και στην περίπτωση που η διάρκεια της μισθώσεώς του είναι περιορισμένη και γνωστή εκ των προτέρων. Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η διάρκεια της συμβάσεως απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού του τέλους.

77      Οι κάτοικοι Ιρλανδίας που μισθώνουν με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση ένα όχημα σε άλλο κράτος μέλος, ακόμη και για περιορισμένη και γνωστή εκ των προτέρων διάρκεια, πρέπει συνεπώς να καταβάλλουν το ίδιο τέλος με εκείνο που επιβάλλεται σε περίπτωση οριστικής εισαγωγής του οχήματος.

78      Μια τέτοια υποχρέωση μπορεί να καταστήσει την απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση οχημάτων τα οποία παρέχει εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος επαχθέστερη σε σχέση με την απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση που συνάπτεται με εταιρία εγκαταστημένη στην Ιρλανδία, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της διακρίσεως που εισάγει η εν λόγω υποχρέωση όσον αφορά την απόσβεση του τέλους σε βάρος των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεων εκμισθώσεως οχημάτων (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2002, Cura Anlagen, C-451/99, EU:C:2002:195, σκέψη 69, και διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, VAV-Autovermietung, C-91/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:558, σκέψη 20).

79      Βεβαίως και τα οχήματα που μισθώνονται με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση από εταιρίες εγκατεστημένες στην Ιρλανδία υπόκεινται σε τέλος ταξινομήσεως κατά την πρώτη ταξινόμησή τους στην Ιρλανδία. Εντούτοις, αν και είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι μέρος του τέλους αυτού μπορεί να μετακυλιστεί στο μίσθωμα που καταβάλλεται για την απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση οχημάτων παρεχομένων από εταιρίες εγκατεστημένες στην Ιρλανδία, παραμένει ωστόσο γεγονός ότι το τέλος ταξινομήσεως πρέπει να καταβληθεί ολόκληρο στην περίπτωση οχημάτων που μισθώνονται με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση και παρέχονται από εταιρίες εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος.

80      Η διαπίστωση ότι η υποχρέωση καταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως μπορεί να καταστήσει την απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση οχημάτων παρεχομένων από εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος επαχθέστερη σε σχέση με τη μίσθωσή του από εταιρία εγκατεστημένη στην Ιρλανδία δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, βάσει του άρθρου 135 D του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, είναι δυνατή η επιστροφή μέρους του τέλους ταξινομήσεως υπό τις οριζόμενες στο εν λόγω άρθρο προϋποθέσεις.

81      Συγκεκριμένα, η Ιρλανδία, μολονότι αμφισβητεί ορισμένους υπολογισμούς της Επιτροπής, παραδέχεται ωστόσο ότι το αρχικώς εισπραττόμενο ποσό του τέλους ταξινομήσεως ενδέχεται να υπερβεί το διπλάσιο του τελικώς οφειλόμενου, μετά την επιστροφή, τέλους ταξινομήσεως. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του, μια τέτοια λύση συνεπάγεται τη δέσμευση σημαντικών οικονομικών πόρων και συνιστά, επομένως, σημαντικό ταμειακό μειονέκτημα για τον υποκείμενο στον φόρο.

82      Η υποχρέωση προκαταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως δύναται, συνεπώς, να αποθαρρύνει τόσο τους κατοίκους Ιρλανδίας από το να απευθύνονται για υπηρεσίες απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως οχημάτων σε παρόχους των εν λόγω υπηρεσιών εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, όσο και τους συγκεκριμένους παρόχους από το να παρέχουν υπηρεσίες απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως οχημάτων στους κατοίκους Ιρλανδίας. Επομένως, μια τέτοια υποχρέωση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ο οποίος, κατ’ αρχήν, απαγορεύεται από το άρθρο 56 ΕΚ.

83      Όσον αφορά το ζήτημα αν ο εν λόγω περιορισμός είναι δικαιολογημένος πρέπει να επισημανθεί ότι οι περιπτώσεις που αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, στις οποίες η διάρκεια της απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως είναι περιορισμένη και γνωστή εκ των προτέρων, αντιστοιχούν ως επί το πλείστον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το όχημα δεν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί κατ’ ουσία στο έδαφος κράτους μέλους επί μονίμου βάσεως και δεν έχει όντως χρησιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.

84      Ασφαλώς, είναι δυνατή η παράταση των συμβάσεων απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως με αποτέλεσμα, στην περίπτωση αυτή, η χρήση των οχημάτων που έχουν μισθωθεί σε άλλο κράτος μέλος πλην της Ιρλανδίας με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση να προσομοιάζει με τη χρήση οχημάτων στο ιρλανδικό έδαφος επί μονίμου βάσεως. Εντούτοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, στην ιρλανδική νομοθεσία δεν γίνεται διάκριση βάσει της διάρκειας ή του περιεχομένου της συμβάσεως που διέπει τη χρήση του οχήματος στην Ιρλανδία, η οποία θα επέτρεπε την επιβολή ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως μόνο στις περιπτώσεις που προσομοιάζουν με μόνιμη χρήση. Περαιτέρω, όπως ορθώς υπενθύμισε η Επιτροπή, δεν μπορεί να προδικάζεται η παράταση μιας συμβάσεως ορισμένου χρόνου.

85      Όσον αφορά τη δικαιολόγηση του εν λόγω περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η Ιρλανδία υποστηρίζει, πρώτον, ότι η επιλογή της φορολογικής βάσεως του τέλους ταξινομήσεως και των κανόνων εφαρμογής του εμπίπτει στο πεδίο της φορολογικής κυριαρχίας της, ελλείψει εναρμονίσεως της φορολογήσεως των οχημάτων στην Ένωση, και ότι η Επιτροπή επιδιώκει με την προσφυγή της να την αναγκάσει να τροποποιήσει τα στοιχεία αυτά ώστε να επιτευχθεί εναρμόνιση των βάσεων φορολογήσεως των οχημάτων στην Ένωση.

86      Όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη είναι μεν ελεύθερα να ασκούν τη φορολογική αρμοδιότητά τους στον τομέα της φορολογήσεως των οχημάτων, πλην όμως οφείλουν να ασκούν την εν λόγω αρμοδιότητα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

87      Το ότι η φορολόγηση των οχημάτων εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ιρλανδίας δεν μπορεί, συνεπώς, να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

88      Δεύτερον, όσον αφορά τους παρατιθέμενους στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως σκοπούς που επιδιώκει το επίμαχο τέλος ταξινομήσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι σκοποί οι οποίοι έχουν σχέση με την κάλυψη των δαπανών που ανακύπτουν από τη χρήση των οχημάτων για το οδικό δίκτυο, τον έλεγχο της κυκλοφορίας, τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και τις υπηρεσίες ταξινομήσεως, και οι οποίοι αποτελούν, κατά την άποψη της Ιρλανδίας, το έρεισμα της επιβολής του τέλους αυτού, δεν μπορούν εντούτοις να δικαιολογήσουν την υποχρέωση προκαταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας χρήσεως του οχήματος στην Ιρλανδία.

89      Πράγματι, σκοποί αμιγώς οικονομικής φύσεως δεν μπορούν να συνιστούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που να δικαιολογεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2010, CIBA, C-96/08, EU:C:2010:185, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 24ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-400/08, EU:C:2011:172, σκέψη 74).

90      Αντιθέτως, μεταξύ των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος που έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο περιλαμβάνεται και η προστασία του περιβάλλοντος (βλ., συναφώς αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 2010, Attanasio Group, C-384/08, EU:C:2010:133, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 24ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-400/08, EU:C:2011:172, σκέψη 74). Ειδικότερα, η αποθάρρυνση της απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως οχημάτων με υψηλή κατανάλωση καυσίμων είναι δυνατόν να αποτελεί σκοπό γενικού συμφέροντος (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2002, Cura Anlagen, C‑451/99, EU:C:2002:195, σκέψη 68).

91      Πρέπει, εντούτοις, να εξακριβωθεί εάν το ιρλανδικό σύστημα του τέλους ταξινομήσεως, που περιλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής ολόκληρου του τέλους αυτού σε συνδυασμό με μηχανισμό επιστροφής του, τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.

92      Συναφώς πρέπει, καταρχάς, να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της Ιρλανδίας ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, και ειδικότερα η διάταξη της 27ης Ιουνίου 2006, van de Coevering (C-242/05, EU:C:2006:430) και η απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, van Putten (C-578/10 έως C-580/10, EU:C:2012:246), επιτρέπουν να συναχθεί εν προκειμένω το συμπέρασμα ότι τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας.

93      Πράγματι, αρκεί να επισημανθεί ότι οι δικαστικές αυτές αποφάσεις εκδόθηκαν στο πλαίσιο εθνικών συστημάτων τα οποία δεν προέβλεπαν την επιστροφή του τέλους ταξινομήσεως κατά την εξαγωγή του οχήματος από το οικείο κράτος μέλος.

94      Δεν μπορεί, συνεπώς, να υποστηριχθεί ότι το Δικαστήριο, με τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις, αποφάνθηκε σχετικά με το αν συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει την καταβολή ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια χρήσεως στο οικείο κράτος μέλος του οχήματος που έχει μισθωθεί με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση εντός άλλου κράτους μέλους, ενώ παραλλήλως προβλέπει τη δυνατότητα επιστροφής μέρους του τέλους αυτού όταν το όχημα παύσει να χρησιμοποιείται στο συγκεκριμένο κράτος, διότι το ζήτημα αυτό δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο στις αποφάσεις αυτές.

95      Αντιθέτως, όπως παραδέχεται άλλωστε η Ιρλανδία, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τη διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, VAV-Autovermietung (C-91/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:558), σχετικά με τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας ένα πρόσωπο που κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, στο οποίο χρησιμοποιεί ένα ταξινομημένο και μισθωμένο εντός άλλου κράτους μέλους μηχανοκίνητο όχημα πρέπει, κατά την πρώτη χρήση του οχήματος αυτού στο οδικό δίκτυο του πρώτου κράτους μέλους, να καταβάλει ολόκληρο το ποσό ενός τέλους, του οποίου το οφειλόμενο υπόλοιπο, υπολογιζόμενο βάσει της διάρκειας χρήσεως του εν λόγω οχήματος στο συγκεκριμένο δίκτυο, επιστρέφεται, ατόκως, μετά το πέρας της ως άνω χρήσεως. Το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι προκειμένου το ποσό του εν λόγω τέλους να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της συμβάσεως μισθώσεως του οχήματος ή της διάρκειας χρήσεώς του στο συγκεκριμένο οδικό δίκτυο και αφού διαπίστωσε ότι, στην επίδικη περίπτωση, η επίμαχη ρύθμιση επέβαλλε την υποχρέωση καταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια της συμβάσεως μισθώσεως του οχήματος ή τη διάρκεια χρήσεώς του στο οδικό δίκτυο του οικείου κράτους μέλους, αποφάνθηκε ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με τα άρθρα 56 έως 62 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, VAV-Autovermietung, C-91/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:558, σκέψεις 26, 27 και 30).

96      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το ποσό του τέλους ταξινομήσεως υπολογίζεται βάσει της τιμής πωλήσεως του οχήματος στην ελεύθερη αγορά κατά το χρονικό σημείο της εισαγωγής και βάσει του επιπέδου εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα του οχήματος αυτού.

97      Επομένως, κατά το χρονικό σημείο της ταξινομήσεως, το ιρλανδικό σύστημα του τέλους ταξινομήσεως επιδιώκει την επίτευξη του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος κυρίως διά της εφαρμογής ενός φορολογικού συντελεστή που εξαρτάται από το επίπεδο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Στο μέτρο αυτό, το εν λόγω σύστημα είναι πρόσφορο για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, καθόσον αποθαρρύνει την απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση οχημάτων με υψηλή κατανάλωση καυσίμων.

98      Αντιθέτως, κατά το χρονικό σημείο της ταξινομήσεως, το ποσό του τέλους ταξινομήσεως καθορίζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια της χρήσεως του οχήματος και, στην περίπτωση οχημάτων που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του οριστικού ή προσωρινού χαρακτήρα της εισαγωγής αυτής.

99      Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά τα οχήματα που μισθώνονται με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση από εκμισθώτρια εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος για ορισμένη γνωστή εκ των προτέρων διάρκεια, η υποχρέωση καταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος. Πράγματι, τα οχήματα αυτά, των οποίων η χρήση στο ιρλανδικό έδαφος προβλέπεται να έχει περιορισμένη διάρκεια, φορολογούνται, κατά το χρονικό σημείο της ταξινομήσεως, βάσει των πιθανών επιπτώσεών τους στη ρύπανση του περιβάλλοντος, σαν να πρόκειται για οχήματα που χρησιμοποιούνται επί μονίμου βάσεως και για μεγάλη διάρκεια στην Ιρλανδία. Καθόσον, όμως, η διάρκεια της χρήσεώς τους στο ιρλανδικό έδαφος είναι περιορισμένη και γνωστή εκ των προτέρων, θα μπορούσε να προβλεφθεί ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο συνιστάμενο στην είσπραξη, κατά την ταξινόμησή τους, ενός τέλους ταξινομήσεως ανάλογου της συγκεκριμένης διάρκειας χρήσεώς τους.

100    Η Ιρλανδία υποστηρίζει, εντούτοις, ότι το σύστημά της που αφορά το τέλος ταξινομήσεως έχει ως σκοπό και ως αποτέλεσμα να υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ της φορολογήσεως των οχημάτων και της πραγματικής χρήσεώς τους εντός της Ιρλανδίας, όπως απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από τη διάταξη της 27ης Ιουνίου 2006, van de Coevering (C-242/05, EU:C:2006:430, σκέψη 29).

101    Σε σχέση με το επιχείρημα αυτό πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, ένα σύστημα που θα προέβλεπε την είσπραξη, κατά το χρονικό σημείο της ταξινομήσεως, ενός τέλους ανάλογου της οριζόμενης στη σύμβαση απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως διάρκειας της χρήσεως του εισαγόμενου στην Ιρλανδία οχήματος, δεν θα έθιγε τη δυνατότητα της Ιρλανδίας να προβλέψει το ενδεχόμενο αναπροσαρμογής του ποσού του τέλους, κατά την εξαγωγή του οχήματος, με τη μορφή επιστροφής ή πρόσθετης καταβολής, ανάλογα με την περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της αξίας του εν λόγω οχήματος στην ελεύθερη αγορά κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο βάσει, μεταξύ άλλων, της καταστάσεώς του και του αριθμού των διανυθέντων στην Ιρλανδία χιλιομέτρων κατά την καλυπτόμενη από την επίμαχη σύμβαση περίοδο.

102    Ως εκ τούτου, η θέσπιση μιας πρόσθετης παραμέτρου που να αντιστοιχεί στη διάρκεια της προβλεπόμενης χρήσεως στην Ιρλανδία κατά το χρονικό σημείο της αρχικής καταβολής του τέλους ταξινομήσεως θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος διά της λήψεως ενός λιγότερο περιοριστικού μέτρου, χωρίς να αμφισβητείται η φορολογική βάση που στηρίζεται στην αξία του οχήματος στην ελεύθερη αγορά και στο επίπεδο των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.

103    Η Ιρλανδία υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η θέση σε εφαρμογή ενός συστήματος στηριζόμενου στην αρχική καταβολή ενός τέλους ταξινομήσεως ανάλογου της προβλεπόμενης διάρκειας χρήσεως στο ιρλανδικό έδαφος, και σε επακόλουθη καταβολή του υπολοίπου κατά την εξαγωγή, θα ενείχε τον κίνδυνο απώλειας φορολογικών εσόδων και θα προκαλούσε πολύ μεγάλες πρακτικές δυσχέρειες λόγω, ιδίως, της αδυναμίας προβλέψεως, κατά το χρονικό σημείο της εισαγωγής, του ακριβούς ποσού της επιστροφής κατά την εξαγωγή και λόγω του ότι η πραγματική χρήση του οχήματος ενδέχεται να διαφέρει σημαντικά από την προβλεπόμενη χρήση. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που το αρχικώς καταβληθέν τέλος ταξινομήσεως αποδεικνυόταν ανεπαρκές, αλλά το όχημα είχε ήδη εξαχθεί από την Ιρλανδία, ο εκμισθωτής και ο ιδιοκτήτης του οχήματος αυτού μπορεί να μην υπάγονταν στην κατά τόπο φορολογική αρμοδιότητα του εν λόγω κράτους μέλους. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εφαρμογή του συστήματος που προτείνει η Επιτροπή θα απαιτούσε τη διενέργεια του ίδιου τεχνικού ελέγχου με αυτόν που ισχύει σήμερα και θα είχε ως επακόλουθο τις ίδιες διοικητικές δαπάνες, θα υφίστατο ο κίνδυνος, στην περίπτωση οφειλής πρόσθετου τέλους ταξινομήσεως, να επιχειρήσουν ορισμένοι φορολογούμενοι να αποφύγουν τις δαπάνες αυτές και την καταβολή πρόσθετου τέλους ταξινομήσεως, παραλείποντας τη δήλωση στις ιρλανδικές αρχές ενδεχόμενης παρατάσεως της διάρκειας της συμβάσεως απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως.

104    Συναφώς πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ανάγκη αποτροπής του ενδεχομένου μειώσεως των φορολογικών εσόδων δεν συγκαταλέγεται στις επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Tankreederei I, C-287/10, EU:C:2010:827, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ομοίως, οι δυσχέρειες πρακτικής φύσεως δεν αρκούν από μόνες τους για να δικαιολογήσουν την παρεμπόδιση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2004, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑334/02, EU:C:2004:129, σκέψη 29, της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Centro di Musicologia Walter Stauffer, C-386/04, EU:C:2006:568, σκέψη 48, της 27ης Νοεμβρίου 2008, Papillon, C-418/07, EU:C:2008:659, σκέψη 54, και της 9ης Οκτωβρίου 2014, van Caster, C-326/12, EU:C:2014:2269, σκέψη 56).

105    Πρέπει, ακολούθως, να υπογραμμιστεί ότι ο υπολογισμός τόσο του καταβλητέου όσο και του επιστρεπτέου τέλους ταξινομήσεως, βάσει των οριζόμενων στον νόμο του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, στηρίζεται σε εν μέρει τυποποιημένους παράγοντες. Συνεπώς, η Ιρλανδία ουδόλως παρεμποδίζεται να λάβει υπόψη την προβλεπόμενη διάρκεια χρήσεως στο ιρλανδικό έδαφος βάσει του ίδιου τυποποιημένου συστήματος, αναλόγως του αν η προβλεπόμενη διάρκεια χρήσεως είναι βραχεία, μεσαία ή μακρά.

106    Όσον αφορά τον φόβο της Ιρλανδίας ότι, κατά τη λήξη της συμβάσεως απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως, το τέλος ταξινομήσεως που έχει όντως προκαταβληθεί μπορεί να υπολείπεται του τελικώς οφειλόμενου τέλους, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση καταβολής του τέλους ταξινομήσεως αφορά τους κατοίκους Ιρλανδίας και ότι, για τον λόγο αυτό, τα επιχειρήματα της Ιρλανδίας σχετικά με ενδεχόμενη αδυναμία εισπράξεως του οφειλόμενου τέλους είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, θα ήταν δυνατό να ληφθούν και άλλα μέτρα, όπως η υποχρέωση δηλώσεως ενδεχόμενης παρατάσεως της συμβάσεως απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως ή ταξινόμηση περιορισμένης διάρκειας μόνο για το χρονικό διάστημα της προβλεπόμενης χρήσεως.

107    Συνεπώς, η ιρλανδική νομοθεσία, καθιστώντας υποχρεωτική την προκαταβολή ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως, παρά το ότι προβλέπει εν τέλει την επιστροφή μέρους του καταβληθέντος τέλους, βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, της αποθαρρύνσεως της απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως οχημάτων με υψηλή κατανάλωση καυσίμων.

108    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, επιβάλλοντας την υποχρέωση προκαταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως που ισχύει στην περίπτωση οριστικής ταξινομήσεως, ανεξαρτήτως της πραγματικής διάρκειας της προβλεπόμενης χρήσεως στην Ιρλανδία του εισαγόμενου στο συγκεκριμένο κράτος μέλος οχήματος, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο56 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η υποχρέωση αυτή, ακόμη και αν συνδυάζεται με τη δυνατότητα επιστροφής του επιπλέον καταβληθέντος ποσού, δεν είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο με το εν λόγω τέλος σκοπό, στις περιπτώσεις που η διάρκεια της απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως είναι ορισμένη και γνωστή εκ των προτέρων.

–       Επί της αιτιάσεως που αφορά τον καθορισμό δυσανάλογων προϋποθέσεων επιστροφής του τέλους ταξινομήσεως

109    Με τη δεύτερη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ιρλανδία παρέβη το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, προβλέποντας προϋποθέσεις επιστροφής του καθ’ ολοκληρίαν προκαταβλητέου τέλους ταξινομήσεως οι οποίες βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου.

110    Πέραν των όσων εκτίθενται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει, καταρχάς, να υπογραμμιστεί ότι η εξέταση της εν λόγω δεύτερης αιτιάσεως έχει σημασία για τα μέτρα που θα κληθεί να λάβει η Ιρλανδία προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση σε σχέση με το βάσιμο της αιτιάσεως που αφορά την υποχρέωση προκαταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως στην περίπτωση που η προσωρινή διάρκεια της χρηματοδοτικής μισθώσεως είναι ορισμένη και γνωστή εκ των προτέρων.

111    Μετά την ως άνω διευκρίνιση και όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, η υποχρέωση καταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως μπορεί να αποθαρρύνει τόσο τους κατοίκους Ιρλανδίας από το να απευθύνονται για υπηρεσίες απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως οχημάτων σε παρόχους των εν λόγω υπηρεσιών εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, όσο και τους συγκεκριμένους παρόχους από το να παρέχουν υπηρεσίες απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως οχημάτων στους κατοίκους Ιρλανδίας.

112    Όταν έχει προβλεφθεί διαδικασία επιστροφής του τέλους αυτού, το γεγονός ότι η εν λόγω διαδικασία υπόκειται σε δυσανάλογες προϋποθέσεις είναι από μόνο του σε θέση να έχει το ίδιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως του αν η προσωρινή διάρκεια της απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως μπορεί να καθοριστεί επακριβώς και είναι γνωστή εκ των προτέρων.

113    Εν προκειμένω, μεταξύ των προβλεπόμενων στο άρθρο 135 D του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών κανόνων επιστροφής του τέλους ταξινομήσεως, η Επιτροπή αναφέρει ειδικότερα, αφενός, τη μη καταβολή τόκων και, αφετέρου, τις πρόσθετες δαπάνες για τον τεχνικό έλεγχο του οχήματος και το τέλος διεκπεραιώσεως ύψους 500 ευρώ.

114    Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, κατά την ημερομηνία λήξεως της προβλεπόμενης στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, η επιστροφή του τέλους ταξινομήσεως ήταν άτοκη, η Ιρλανδία αμφισβητεί τη βασιμότητά του και παραπέμπει συναφώς στο άρθρο 135 D, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου του 1992 περί δημοσίων οικονομικών, το οποίο προστέθηκε με τον νόμο του 2014 περί δημοσίων οικονομικών και παρέχει, κατά την άποψη του κράτους μέλους αυτού, τη δυνατότητα καταβολής τόκων.

115    Εντούτοις, αρκεί να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 66 και 67 της παρούσας αποφάσεως, μολονότι η διάταξη αυτή έθεσε την αρχή της έντοκης καταβολής σε περίπτωση επιστροφής μέρους του τέλους ταξινομήσεως, εντούτοις για την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής ήταν αναγκαία η λήψη σχετικών μέτρων, τα οποία τέθηκαν σε ισχύ μετά τη λήξη της ταχθείσας με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

116    Τα επιχειρήματα της Ιρλανδίας σχετικά με την ύπαρξη, κατά την κρίσιμη ημερομηνία για τη διαπίστωση ενδεχόμενης παραβάσεως, ενός καθεστώτος έντοκης επιστροφής του τέλους ταξινομήσεως είναι, επομένως, παντελώς αβάσιμα.

117    Καθόσον η Ιρλανδία δεν αμφισβητεί την αιτίαση της Επιτροπής περί του δυσανάλογου χαρακτήρα της άτοκης επιστροφής, η αιτίαση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή. Πράγματι, ένα σύστημα που στηρίζεται στο δεδομένο ότι μέρος του αρχικώς καταβαλλόμενου τέλους ταξινομήσεως θα εισπραχθεί εκ περισσού και θα πρέπει συνεπώς να επιστραφεί, χωρίς να προβλέπει την καταβολή τόκων επί των ποσών αυτών, αποκλείει τη δυνατότητα αντισταθμίσεως του ταμειακού μειονεκτήματος που συνεπάγεται η προκαταβολή ολόκληρου του τέλους. Η μη καταβολή τόκων παραβιάζει, συνεπώς, την αρχή της αναλογικότητας.

118    Όσον αφορά, δεύτερον, το κόστος του υποχρεωτικού τεχνικού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται το όχημα κατά την εξαγωγή και την καταβολή του ποσού των 500 ευρώ ως τέλους διεκπεραιώσεως της διαδικασίας επιστροφής, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολογεί ειδικώς το επιχείρημά της περί δυσανάλογου κόστους του τεχνικού ελέγχου.

119    Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί μόνον το επιχείρημα που αφορά τον δυσανάλογο χαρακτήρα του ποσού του τέλους διεκπεραιώσεως, το οποίο έχει οριστεί στα 500 ευρώ.

120    Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι η υποχρέωση καταβολής τέλους διεκπεραιώσεως ύψους 500 ευρώ μπορεί να αποθαρρύνει έναν υποκείμενο στον φόρο από το να κινήσει τη διαδικασία επιστροφής και αντίκειται, συνεπώς, στον σκοπό που επιδιώκει η διαδικασία αυτή.

121    Μολονότι, όπως υποστηρίζει η Ιρλανδία, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ζητηθεί από τον υποκείμενο στον φόρο να πληρώσει για την ατομικώς παρεχόμενη σ’ αυτόν υπηρεσία, το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν διατείνεται ότι το ποσό των 500 ευρώ αντιστοιχεί στις σχετικές δαπάνες παροχής της εν λόγω υπηρεσίας, αλλά προβάλλει ως μόνο δικαιολογητικό λόγο εισπράξεώς του τις εν γένει δαπάνες θεσπίσεως του συστήματος επιστροφής.

122    Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών του, όταν ένα κράτος μέλος οργανώνει την είσπραξη του τέλους ταξινομήσεως κατά τρόπο που να καθιστά σε ορισμένες περιπτώσεις αναπόφευκτη την επιστροφή μέρους του φόρου αυτού, οι δαπάνες που συνδέονται με την οργάνωση του συστήματος αυτού δεν μπορούν να χρηματοδοτούνται με παρακρατήσεις από τα ποσά που οφείλονται στους δικαιούχους επιστροφής φόρου.

123    Η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται, συνεπώς, και από την παρακράτηση του ποσού των 500 ευρώ ως τέλους διεκπεραιώσεως από το ποσό του επιστρεφόμενου τέλους ταξινομήσεως.

124    Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι, μη προβλέποντας την καταβολή τόκων κατά την επιστροφή του τέλους ταξινομήσεως και παρακρατώντας το ποσό των 500 ευρώ ως τέλος διεκπεραιώσεως από το ποσό του επιστρεφόμενου τέλους διεκπεραιώσεως, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

125    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Ιρλανδία και το εν λόγω κράτος μέλος ηττήθηκε, η Ιρλανδία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Επιβάλλοντας την υποχρέωση προκαταβολής ολόκληρου του τέλους ταξινομήσεως των οχημάτων το οποίο ισχύει σε περίπτωση οριστικής ταξινομήσεως, ανεξαρτήτως της προβλεπόμενης περιορισμένης στην πραγματικότητα χρήσεως στην Ιρλανδία του εισαγόμενου σ’ αυτή οχήματος και έστω και αν η προσωρινή διάρκεια της απλής ή χρηματοδοτικής μισθώσεως έχει καθοριστεί επακριβώς και είναι γνωστή εκ των προτέρων, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

2)      Μη προβλέποντας την καταβολή τόκων κατά την επιστροφή του τέλους ταξινομήσεως των οχημάτων και παρακρατώντας ως τέλος διεκπεραιώσεως το ποσό των 500 ευρώ από το ποσό του επιστρεφόμενου τέλους ταξινομήσεως, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

3)      Καταδικάζει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.

Πηγή: Taxheaven