ΣτΕ 1226/2017 Επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου ποσού που είχε καταβληθεί με τις διατάξεις της περαίωσης του άρθρου 28 του ν. 3016/2002. Αντισυνταγματικότητα περαίωσης του νόμου 3016/2002 για ομοίους λόγους που το ΣτΕ αποφάσισε την αντισυνταγμα

ΣτΕ 1226/2017 Επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου ποσού που είχε καταβληθεί με τις διατάξεις της περαίωσης του άρθρου 28 του ν. 3016/2002. Αντισυνταγματικότητα περαίωσης του νόμου 3016/2002 για ομοίους λόγους που το ΣτΕ αποφάσισε την αντισυνταγμα

Αριθμός 1226/2017

Περίληψη

Επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου ποσού που είχε καταβληθεί με τις διατάξεις της περαίωσης του άρθρου 28 του ν. 3016/2002. Αντισυνταγματικότητα περαίωσης του νόμου 3016/2002 για ομοίους λόγους που το ΣτΕ αποφάσισε την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του νόμου  2198/1994.
 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη εκτέθηκε στην σκέψη 7, με την ΣτΕ 1262/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η ανωτέρω παρατιθέμενη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, καθόσον με αυτήν χορηγείται ανεπιτρέπτως εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών vα καθορίσει με απόφασή του τους ληπτέους υπόψη φορολογικούς συντελεστές.
Η κριθείσα ως αντισυνταγματική αυτή διάταξη είναι ταυτόσημη κατά περιεχόμενο, ως προς τα στοιχεία της που ασκούν επιρροή στην ταυτότητα του συνταγματικού ζητήματος που τίθεται (βλ. ΣτΕ 1731/2011, ΣτΕ 3536/2009), με την εν προκειμένω εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρου 28 του ν. 3016/2002, η οποία επίσης κρίνεται, με την παρούσα απόφαση, ως αντικείμενη στο αυτό ως άνω άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, για τον ίδιο λόγο που αναφέρεται στην προαναφερθείσα ΣτΕ 1262/2005 απόφαση της Ολομέλειας. Επομένως, εφόσον πρόκειται για το αυτό κατ' ουσίαν νομικό ζήτημα, το οποίο επιλύθηκε με την εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας, δεν συντρέχει περίπτωση υποχρεωτικής παραπομπής σε αυτήν του ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα του άρθρου 28 του ν. 3016/2002 και η κρινόμενη αίτηση πρέπει, κατόπιν των ανωτέρω, να απορριφθεί, στο σύνολο της, ως αβάσιμη.


 


 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'


 

ΣτΕ  1226/2017
 


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Απριλίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Γ. Τσιμέκας, Hp. Τσακόπουλος, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
 

Για να δικάσει την από 9 Οκτωβρίου 2008 αίτηση:

του Προϊσταμένου Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Π.Ε.Κ.) Πειραιά, ο οποίος παρέστη με την Γεωργία Μπουρδάκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
 

κατά της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ''.....", που εδρεύει στην Παιανία Αττικής (οδός ... αρ. ...) και τελεί υπό εκκαθάριση, η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 69/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σταματοπούλου.
 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
 

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται, σύμφωνα με τον νόμο, να καταβληθεί παράβολο.
 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 69/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρείας κατά της 673/2006 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο αφού δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης, η οποία, δυνάμει του άρθρου 28 του ν. 3016/2002, προέβη το έτος 2003 σε περαίωση των εκκρεμών φορολογικών της υποθέσεων για τις χρήσεις των ετών 1993-1998, δίκασε την προσφυγή της και την δέχθηκε εν μέρει, διατάσσοντας την επιστροφή σε αυτήν ποσού 17.944 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου.

3. Επειδή, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος, «Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από την φορολογία, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης».


4. Επειδή, στο άρθρο 28 του ν. 3016/2002 (Α' 110/17.5.2002) ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Επί εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων χρήσεων 1998 και παλαιότερων, επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, για τις οποίες τηρήθηκαν Α' ή Β' κατηγορίας βιβλία του Κ.Β.Σ., καθορίζεται, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ειδικός τρόπος περαίωσης ως προς τις φορολογίες εισοδήματος και Φ.Π.Α., χωρίς την επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων στις διαφορές φόρων που προκύπτουν για τις φορολογίες αυτές. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι κατηγορίες των υπαγόμενων και εξαιρούμενων φορολογικών υποθέσεων, οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής, ο τρόπος προσδιορισμού των διαφορών ακαθάριστων εσόδων, καθαρών κερδών ή αμοιβών και των φόρων, το ελάχιστο ποσοστό επιβάρυνσης ανά περαιούμενη χρήση, ο τρόπος βεβαίωσης και καταβολής των βεβαιούμενων ποσών και γενικά κάθε λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την υλοποίηση της ρύθμισης αυτής. 2. Για την κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 περαίωση, υποβάλλεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. από τον υπόχρεο, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία που ορίζεται με την απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ειδικό σημείωμα προσδιορισμού ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών και υπολογισμού διαφορών φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α. και της ελάχιστης επιβάρυνσης για κάθε χρήση που περαιώνεται. Η υποβολή του παραπάνω ειδικού σημειώματος και η ανεπιφύλακτη αποδοχή των όρων και προϋποθέσεων εφαρμογής της παρούσας ρύθμισης επιφέρει όλα τα αποτελέσματα της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και συνεπάγεται την περαίωση των οικείων υποθέσεων ως προς τις φορολογίες εισοδήματος και Φ.Π.Α. 3. ... 4...». Εξάλλου, με το άρθρο 26 του ν. 3148/2003 (Α' 136/5.6.2003) ορίσθηκε ότι «Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 28 του ν. 3016/2002 εφαρμόζονται και για τις ανέλεγκτες υποθέσεις χρήσεων που έκλεισαν [στις] 31.12.1998 και παλαιότερα και για τις οποίες τηρήθηκαν βιβλία Γ', κατηγορίας του Κ.Β.Σ.». Περαιτέρω, κατ' επίκληση, μεταξύ άλλων, και των ως άνω διατάξεων (βλ. κατωτέρω σκ. 7), εκδόθηκαν οι υπουργικές αποφάσεις 1044171/1369/ΔΕ- Α722.5.2002 (Β' 657) και 1052506/1380/ΔΕ-Α75.6.2003 (Β' 756). Με τις εν λόγω υπουργικές αποφάσεις, -οι οποίες αφορούν, η μεν πρώτη, στους επιτηδευματίες που τηρούν βιβλία Α' και Β' κατηγορίας του ΚΒΣ ή δεν υπέχουν υποχρέωση τήρησης βιβλίων, η δε δεύτερη, στους επιτηδευματίες που τηρούν βιβλία Γ' κατηγορίας- καθορίσθηκαν: α)οι υπαγόμενες στην περαίωση και εξαιρούμενες κατηγορίες υποθέσεων (άρθρο 1 της ΥΑ/2002 και άρθρο 2 της Υ Α/2003), β)ο προσδιορισμός των ακαθάριστων εσόδων των υπαγόμενων στην περαίωση επιχειρήσεων, με λήψη υπόψη και σύγκριση των αριθμητικών δεδομένων και οικονομικών μεγεθών που εμφανίζονται στις υποβληθείσες δηλώσεις και τα οικεία συμπληρωματικά στοιχεία φορολογίας εισοδήματος «...προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτά βρίσκονται σε συνάφεια μεταξύ τους, σε συνδυασμό και με την ύπαρξη ή μη ήδη διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων του ΚΒΣ...» (άρθρο 2 παρ. 1 της ΥΑ/2002 και άρθρο 3 παρ. 1 της Υ Α/2003), γ)ο προσδιορισμός των καθαρών κερδών, κατ' εφαρμογή του προβλεπόμενου Μοναδικού Συντελεστού Καθαρών Κερδών (Μ.Σ.Κ.Κ.) ή του μέσου σταθμικού συντελεστή ή συντελεστή καθαρών αμοιβών (άρθρο 3 της ΥΑ/2002 και άρθρο 4 της ΥΑ/2003), δ)ο προσδιορισμός διαφορών φόρου εισοδήματος «...με την εφαρμογή επί των διαφορών καθαρών κερδών ή αμοιβών κάθε υπαγόμενης στη ρύθμιση χρήσης φορολόγησης, οριζόμενου σε 25% προκειμένου για ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες και σε 35% προκειμένου για λοιπούς υποχρέους» (άρθρο 4 της ΥΑ/2002) και «...συντελεστή φορολόγησης 25% αν πρόκειται για ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες και του προβλεπόμενου για κάθε χρήση από τις ισχύουσες διατάξεις συντελεστή φορολόγησης, αναλόγως της περιπτώσεως, αν πρόκειται για λοιπούς υποχρέους» (άρθρο 5 της ΥΑ/2003), ε)ο, κατά περίπτωση,
προσδιορισμός του ελάχιστου ποσού βεβαιωτέου φόρου στις υποθέσεις όπου δεν προκύπτουν διάφορες φόρων ή όταν η προκύπτουσα διαφορά υπολείπεται του ελάχιστου αυτού ποσού (άρθρο 6 της ΥΑ/2002 και άρθρο 7 της ΥΑ/2003), στ)η διαδικασία περαίωσης των ως άνω φορολογικών υποθέσεων με πρόβλεψη υποβολής ειδικών σημειωμάτων υπολογισμού των διαφορών φόρων (άρθρα 7-8 της ΥΑ/2002 και 8-9 της ΥΑ/2003). Τέλος, στην παράγραφο 1 της, κατ' επίκληση του άρθρου 28 του ν. 3016/2002 εκδοθείσας, υπουργικής απόφασης 1065798/1480/ΔΕ- Α715.7.2003 (Β'998), ορίζεται ότι «Εκκρεμείς υποθέσεις επιτηδευματιών χρήσεων 1993 έως και 1998 που υπάγονται στις ρυθμίσεις των αποφάσεων 1044171/1369/2002 και 1052506/1380/2003, όπως αυτές ίσχυσαν, μπορεί να περαιώνονται... πριν την έναρξη τακτικού ελέγχου των εν λόγω υποθέσεων...».


5. Επειδή, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 28 του ν. 3016/2002 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών να προσδιορίσει με κανονιστική απόφασή του, κατ' απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, την φορολογική υποχρέωση σε ορισμένες κατηγορίες φορολογικών υποθέσεων, γεγονός το οποίο συνεπάγεται, κατά παράβαση του προαναφερόμενου άρθρου 78 παρ. 4 του Συντάγματος, καθορισμό του αντικειμένου της φορολογίας (με τον προσδιορισμό των προσθετέων στα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα διαφορών καθώς και φορολογητέων κερδών ή αμοιβών) και φορολογικών συντελεστών (βλ. την επόμενη σκέψη, ΣτΕ 1262/2005 Ολ.).


6. Επειδή, εξάλλου, των ανωτέρω ρυθμίσεων είχε προηγηθεί η διάταξη του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 (Α' 43) -(η οποία περιλαμβάνεται στις διατάξεις του προοιμίου των ως άνω εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων των ετών 2002 και 2003)-, σύμφωνα με την οποία: «1. Προς τον σκοπό της περαίωσης εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, που ανάγονται σε παρελθούσες μέχρι και το έτος 1992 χρήσεις και αφορούν στην φορολογία εισοδήματος και λοιπές φορολογίες σε σχέση με τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις υποθέσεις αυτές. Με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ως προς την παρούσα ρύθμιση, κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις, οι κατηγορίες των υπαγόμενων και εξαιρούμενων φορολογικών υποθέσεων, οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής και επίλυσης, ο τρόπος προσδιορισμού του βεβαιωτέου φόρου και κάθε συναφούς επιβάρυνσης, ο τρόπος βεβαίωσης, είσπραξης και καταβολής αυτών, όπως και η τυχόν χορήγηση έκπτωσης μέχρι ποσοστού έκπτωσης 20% ανάλογα με τον χρόνο εξόφλησης, οι όροι και οι προϋποθέσεις για τυχόν απαλλαγή, ολική ή μερική, από τις πάσης φύσεως κυρώσεις και γενικά ό,τι άλλο είναι αναγκαίο για την υλοποίηση της ρύθμισης αυτής. 2. ... 5. ...».


Στη συνέχεια, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού, εκδόθηκε η 1049691/3184/0009Α/27.4.1994 (Β'354) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία, αφού προηγουμένως ορίσθηκε, στο άρθρο 2, ότι η περαίωση των υποθέσεων πραγματοποιείται υποχρεωτικώς κατά σειρά για την πρώτη εκκρεμή και τις συνεχόμενες με αυτήν εκκρεμείς υποθέσεις, ακολούθως, καθορίσθηκαν οι κατηγορίες των προς περαίωση ανέλεγκτων ή ελεγμένων φορολογικών υποθέσεων, ο τρόπος προσδιορισμού της φορολογικής υποχρέωσης στις υποθέσεις αυτές καθώς και η διαδικασία περαίωσης. Ειδικότερα, στο άρθρο 5 της ως άνω υπουργικής απόφασης προβλέπεται ότι: «1.Η περαίωση κάθε μιας ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος πραγματοποιείται με την βεβαίωση φόρου, επιπλέον εκείνου που τυχόν βεβαιώθηκε με βάση την δήλωση φορολογίας εισοδήματος..... Ο επιπλέον αυτός φόρος υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων. 2. Προκειμένου για επιτηδευματία που άσκησε εμπορική επιχείρηση πώλησης αγαθών και δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία πρώτης κατηγορίας του ΚΦΣ ή του ΚΒΣ, νόμιμα ή όχι, το ποσό του βεβαιωτέου φόρου υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό του συνόλου των δηλούμενων αγορών με τον συντελεστή καθαρού κέρδους, τον πολλαπλασιασμό του προκύπτοντος γινομένου με συντελεστή εκκαθάρισης που ορίζεται σε οκτώ εκατοστά (0,08) και τον περαιτέρω πολλαπλασιασμό του νέου γινομένου με τον οικείο συντελεστή προοδευτικότητας, ο οποίος είναι ανάλογος με το σύνολο των δηλουμένων αγορών και ορίζεται σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα:...».

Με την ΣτΕ 1262/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η προαναφερθείσα ρύθμιση του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, διότι με αυτήν χορηγείται ανεπιτρέπτως εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών να καθορίσει με απόφαση του τους ληπτέους υπόψη φορολογικούς συντελεστές η εν λόγω δε αντίθεση στο Σύνταγμα, τόσο του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 όσο και των διατάξεων της κατ' εξουσιοδότησή του εκδοθείσας ΥΑ, δεν αίρεται από τον προαιρετικό για τους φορολογούμενους επιτηδευματίες χαρακτήρα των ως άνω ρυθμίσεων (βλ. και ΣτΕ 2030/2012, ΣτΕ 487/2014).


7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσίβλητη ετερόρρυθμη εταιρεία με διακριτικό τίτλο «...............» (ήδη τελούσα υπό εκκαθάριση) εδρεύει στην Παιανία Αττικής και ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα με αντικείμενο την εμπορία σιδήρου χονδρικώς και την διατήρηση αντιπροσωπειών. Κατά τις διαχειριστικές περιόδους 1993-1996 τηρούσε προαιρετικώς βιβλία Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., ενώ κατά τις διαχειριστικές περιόδους 1997 και 1998 τηρούσε βιβλία Β' κατηγορίας.
Κατ' επίκληση των άρθρων 28 του ν. 3016/2002, 26 του ν. 3148/2003 και των προαναφερόμενων υπουργικών αποφάσεων, προέβη σε περαίωση των εκκρεμών φορολογικών της υποθέσεων, υπογράφοντας, στις 3.7.2003, στην Δ.Ο.Υ. Κορωπίου, δύο ταυτάριθμα σημειώματα περαιώσεως φορολογικών υποθέσεων για τις ως άνω χρήσεις, βάσει των οποίων - προέκυπτε διαφορά φόρου 6.795,82 ευρώ για τις χρήσεις 1993-1996 και 1.173,88 ευρώ για τις χρήσεις 1997-1998, κατέβαλε δε το 1/10 των ποσών αυτών.
Ο Προϊστάμενος του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΠΕΚ) Πειραιά, στην αρμοδιότητα του οποίου υπαγόταν η αναιρεσίβλητη ως προς την διενέργεια τακτικού φορολογικού ελέγχου, κοινοποίησε σε αυτήν το ................... υπηρεσιακό σημείωμα, με το οποίο της γνωστοποίησε ότι είχαν διαπιστωθεί σε βάρος της, για όλες τις ως άνω χρήσεις (1993-1998), παραβάσεις του Κ.Β.Σ., οι οποίες αναφέρονταν αναλυτικά στις επισυναπτόμενες στο σημείωμα, δύο καταστάσεις. Ακολούθως, διενεργήθηκε έλεγχος από την υπάλληλο της υπηρεσίας ..., η οποία συνέταξε την από 3.11.2003 έκθεση ελέγχου, όπου διαπιστώνονταν οι αποδιδόμενες παραβάσεις. Ενόψει αυτού, κοινοποιήθηκε στην αναιρεσίβλητη η 7971/3.11.2003 πρόσκληση, προκειμένου αυτή να προσέλθει στην Υπηρεσία εντός πέντε ημερών για να συνυπογράψει τα επισυναπτόμενα στην πρόσκληση δύο (συμπληρωματικά) ειδικά σημειώματα περαιώσεως, άλλως η υπόθεσή της θα υπαγόταν σε τακτικό έλεγχο. Η αναιρεσίβλητη εταιρεία, διά του νομίμου εκπροσώπου της, συνυπέγραψε στις 12.11.2003 τα σχετικά σημειώματα, βάσει των οποίων προέκυπταν ποσά φόρου 83.444 και 8.328 ευρώ, εκ των οποίων κατέβαλε το 1/5 (ήτοι 16.689 και 1666 ευρώ αντιστοίχως) διά του 3965965/12.11.2003 γραμματίου είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Β' Περιστερίου.
Κατά των εν λόγω ειδικών σημειωμάτων περαίωσης η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή ζητώντας να ακυρωθούν αυτά, να αναγνωρισθούν ως μόνα νόμιμα τα ειδικά σημειώματα που είχε συνυπογράψει, στις 3.7.2003, με τον Προϊστάμενο της Λ.Ο.Υ. Κορωπίου και, τέλος, να της επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό 17.944 ευρώ που κατέβαλε δυνάμει των συμπληρωματικών σημειωμάτων. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε κατ' ουσίαν με την 3/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία, όμως, εξαφανίσθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με το σκεπτικό ότι η παροχή εξουσιοδοτήσεως στον Υπουργό Οικονομικών, με το άρθρο 28 του ν. 3016/2002, για την έκδοση κανονιστικής πράξης, καθώς και οι βάσει αυτής εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις είναι αντίθετες στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος.
Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη 6), είναι νομίμως αιτιολογημένη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα, όπως και ο ειδικότερος ισχυρισμός ότι «τέτοιου είδους περαιωτικές ρυθμίσεις ... μπορεί να είναι συνταγματικές εάν έχουν προαιρετικό χαρακτήρα» (ΣτΕ 1262/2005, ΣτΕ 487/2014).


8. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζει τα εξής: «Όταν Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου αυτού. ...».
 

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δεν επιβάλλεται η παραπομπή από Τμήμα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου του ζητήματος της συνταγματικότητας διάταξης τυπικού νόμου όταν η Ολομέλεια ή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει για την συνταγματικότητα άλλης μεν διάταξης τυπικού νόμου, πλην ταυτόσημης κατά περιεχόμενο με την εφαρμοστέα, ώστε στην περίπτωση αυτή να πρόκειται αναμφιβόλως για το αυτό κατ' ουσίαν νομικό ζήτημα (βλ. ΣτΕ 1476/2004 Ολ., ΣτΕ 3536/2008).
 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη εκτέθηκε στην σκέψη 7, με την ΣτΕ 1262/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η ανωτέρω παρατιθέμενη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 2198/1994 αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, καθόσον με αυτήν χορηγείται ανεπιτρέπτως εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών vα καθορίσει με απόφασή του τους ληπτέους υπόψη φορολογικούς συντελεστές.
Η κριθείσα ως αντισυνταγματική αυτή διάταξη είναι ταυτόσημη κατά περιεχόμενο, ως προς τα στοιχεία της που ασκούν επιρροή στην ταυτότητα του συνταγματικού ζητήματος που τίθεται (βλ. ΣτΕ 1731/2011, ΣτΕ 3536/2009), με την εν προκειμένω εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρου 28 του ν. 3016/2002, η οποία επίσης κρίνεται, με την παρούσα απόφαση, ως αντικείμενη στο αυτό ως άνω άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, για τον ίδιο λόγο που αναφέρεται στην προαναφερθείσα ΣτΕ 1262/2005 απόφαση της Ολομέλειας. Επομένως, εφόσον πρόκειται για το αυτό κατ' ουσίαν νομικό ζήτημα, το οποίο επιλύθηκε με την εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας, δεν συντρέχει περίπτωση υποχρεωτικής παραπομπής σε αυτήν του ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα του άρθρου 28 του ν. 3016/2002 και η κρινόμενη αίτηση πρέπει, κατόπιν των ανωτέρω, να απορριφθεί, στο σύνολο της, ως αβάσιμη.
 

Διά ταύτα
 

Απορρίπτει την αίτηση.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 και 30 Απριλίου 2014

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος

Ν. Μαρκουλάκης

Η Γραμματέας
Κ. Κεχρολόγου


και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Μαΐου 2017.
 

Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος

Ε. Σάρπ

Ο Γραμματέας του Β' Τμήματος
Ι. Μητροτάσιος

Πηγή: Taxheaven