ΣτΕ 1366/2017 Αδίκημα λαθρεμπορίας. Για την κήρυξη ως αστικώς συνυπευθύνου του κυρίου ή παραλήπτη των εμπορευμάτων, αρκεί, κατ' αρχήν, ο καταλογισμός του διοικητικού αδικήματος της λαθρεμπορίας σε (ένα τουλάχιστον) πρόσωπο, που έδρασε υπό την ιδιότητα του

ΣτΕ 1366/2017 Αδίκημα λαθρεμπορίας. Για την κήρυξη ως αστικώς συνυπευθύνου του κυρίου ή παραλήπτη των εμπορευμάτων, αρκεί, κατ' αρχήν, ο καταλογισμός του διοικητικού αδικήματος της λαθρεμπορίας σε (ένα τουλάχιστον) πρόσωπο, που έδρασε υπό την ιδιότητα του


Περίληψη
Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 97 (παρ. 5), 99 (παρ. 2) και 108 του Τελωνειακού Κώδικα, για την κήρυξη ως αστικώς συνυπευθύνου του κυρίου ή παραλήπτη των εμπορευμάτων, αρκεί, κατ' αρχήν, ο καταλογισμός του διοικητικού αδικήματος της λαθρεμπορίας σε (ένα τουλάχιστον) πρόσωπο, που έδρασε υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου, διαχειριστή ή αντιπροσώπου του κυρίου ή παραλήπτη, χωρίς να προσαπαιτείται δόλος ή γνώση του κυρίου ή παραλήπτη, ο οποίος, όμως, δεν κηρύσσεται αστικώς συνυπεύθυνος, εάν αποδειχθεί ότι δεν μπορούσε να έχει καν γνώση περί της πιθανότητας τέλεσης της τελωνειακής παράβασης (πρβλ. ΣτΕ 909/2015).
Ειδικότερα, ενόψει και των προεκτεθεισών κρίσεων του ΔΕΕ, οι εν λόγω διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα, ερμηνευόμενες σύμφωνα με την οδηγία 92/12 και τις θεμελιώδεις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση λαθρεμπορίας οινοπνεύματος, η κήρυξη του παραλήπτη του εμπορεύματος ως αλληλεγγύως υπεύθυνου για την πληρωμή των πολλαπλών τελών και των διαφυγόντων φόρων, που καταλογίζονται στους τελέσαντες τη λαθρεμπορία, προϋποθέτει ότι κάποιος από τους υπαίτιους της παράβασης ενήργησε ως εντολοδόχος, διαχειριστής ή αντιπρόσωπος του παραλήπτη (πρβλ. ΣτΕ 2330/2016).
Επομένως, σε περίπτωση, όπως η επίδικη, στην οποία δεν καταλογίζεται λαθρεμπορική παράβαση στο νόμιμο εκπρόσωπο ανώνυμης εταιρείας (ελλείψει δόλιας συμμετοχής του στην παράβαση), δεν επιτρέπεται να κηρυχθεί η εν λόγω εταιρεία αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή των σχετικών με την παράβαση πολλαπλών τελών και διαφυγόντων φόρων, εφόσον κανένας από τους δράστες της παράβασης (κύριους υπεύθυνους για την πληρωμή των αντίστοιχων ποσών) δεν συνδεόταν μαζί της με έννομη σχέση, από την οποία να προκύπτει ότι ενήργησε υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου, διαχειριστή ή αντιπροσώπου της, χωρίς να προσαπαιτείται ούτε παρεμπίπτουσα κρίση ως παράνομης ή ακύρωση της πράξης καταλογισμού της παράβασης και πολλαπλών τελών στους δράστες αυτούς ούτε κρίση ότι η εταιρεία δεν μπορούσε να έχει καν γνώση της πιθανότητας τέλεσης της παράβασης (πρβλ. ΣτΕ 1157/2004).



Αριθμός 1366/2017

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'

ΣτΕ 1366/2017


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 3 Μαΐου 2017, με την.εξής-σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, I. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο I. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β' Τμήματος.


Για να δικάσει την από 16 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση:


του Προϊσταμένου Διεύθυνσης Τελωνείων Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,


κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".... που εδρεύει στο ......, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Σκουζό (A.M. 23775), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.


Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 3039/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.


Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου I. Δημητρακόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε το. σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο η καταβολή παραβόλου και η οποία έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Β' Τμήματος του Δικαστηρίου, λόγω σπουδαιότητας, με την από 13.2.2017 πράξη της Προέδρου του, ζητείται η αναίρεση της 3039/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος της με το οποίο ακυρώθηκε, κατ' αποδοχή προσφυγής της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας (ασκηθείσας από κοινού με το νόμιμο εκπρόσωπο της, Διαμαντή Μασούτη), το σκέλος της 93/28.11.2003 πράξης της Διευθύντριας του Α' Τελωνείου Θεσσαλονίκης με το οποίο αυτή είχε κηρυχθεί ως αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή πολλαπλών τελών και δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, συνολικού ποσού 125.148,69 ευρώ. Το εν λόγω ποσό είχε καταλογισθεί, με την ίδια πράξη, σε τρία φυσικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο νόμιμος εκπρόσωπος της αναιρεσίβλητης, στα οποία αποδόθηκαν παραβάσεις λαθρεμπορίας οινοπνεύματος.

2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α' 240/22.12.2016 - έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του ν. 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α', ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. [...]» (η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016). Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο, από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ., ΣτΕ 435/2017 κ.ά.).
Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω διατάξεων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου," πρυ είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 4163/2012 επταμ., ΣτΕ 435/2017 κ.ά.).
 

3. Επειδή, η Οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, "σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης" (EE L 76/23.3.1992, σελ. 1), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (η Οδηγία αυτή καταργήθηκε στο μεταξύ με το άρθρο 47 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ, EE L 9/14.1.2009, σελ. 12), ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «1. Η παρούσα οδηγία καθορίζει το καθεστώς των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και άλλους έμμεσους φόρους που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση προϊόντων, εκτός του ΦΠΑ και των φόρων που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. 2. Οι ειδικές διατάξεις που αφορούν τους συντελεστές και τις διαρθρώσεις των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης περιλαμβάνονται στις ειδικές οδηγίες.»,
στο άρθρο 3 παρ. 1, ότι «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, σε κοινοτικό επίπεδο, στα ακόλουθα προϊόντα όπως ορίζονται στις σχετικές οδηγίες: - τα ορυκτέλαια, - το οινόπνευμα και τα αλκοολούχα ποτά, - τα βιομηχανοποιημένα καπνά»,
στο άρθρο 5, ότι «1. Τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης κατά την παραγωγή τους στο έδαφος της Κοινότητας [...] ή κατά την εισαγωγή τους στο έδαφος αυτό. [...] 2. [...]»,
στο άρθρο 6, ότι «1. Ο.ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση ή κατά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων που οφείλουν να φορολογηθούν σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3. [...]. 2. [...] Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης εισπράττεται σύμφωνα με τον τρόπο που θεσπίζει κάθε κράτος μέλος, με την προϋπόθεση ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις ίδιες διαδικασίες είσπραξης και στα εθνικά προϊόντα και στα προϊόντα προέλευσης άλλων κρατών μελών.»,
στο άρθρο 7, ότι «1. [...]. 2. [...]. 3. Ο ειδικός φόρος καταναλώσεως οφείλεται, κατά περίπτωση, από το πρόσωπο που πραγματοποιεί την παράδοση, που κατέχει τα προϊόντα που προορίζονται να παραδοθούν, ή από το πρόσωπο στο οποίο διατίθενται τα προϊόντα στο εσωτερικό κράτους μέλους άλλου από εκείνο όπου είχαν ήδη τεθεί σε ανάλωση, ή από τον επαγγελματία ή τον οργανισμό δημοσίου δικαίου. 4. [...]»
και, στο άρθρο 20 (όπως το εδάφιο β' της παραγράφου 3 αυτού προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 της Οδηγίας 92/108/ΕΟΚ, EE L 390/31.12.1992, σελ. 124), ότι «1. Εφόσον στη διάρκεια της κυκλοφορίας, διαπραχθεί παρατυπία ή παράβαση η οποία καθιστά απαιτητό τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης οφείλεται στο κράτος μέλος όπου διαπράχθηκε η παρατυπία ή η παράβαση, και η οφειλή βαρύνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει εγγυηθεί την πληρωμή των ειδικών φόρων κατανάλωσης σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3, με την επιφύλαξη της άσκησης της ποινικής διώξεως. [...]. 2. [...]. 3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 2, όταν τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα δεν φτάσουν στον προορισμό τους, αλλά δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο τόπος όπου διαπράχθηκε η παρατυπία ή η παράβαση, θεωρείται ότι διαπράχθηκε στο κράτος μέλος προέλευσης, το οποίο και προβαίνει στην είσπραξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης με ιον συντελεστή που ίσχυε την ημερομηνία αποστολής των προϊόντων, εφόσον, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία αποστολής, δεν προσκομιστεί απόδειξη ενώπιον των αρμόδιων αρχών, για τη νομιμότητα της ενέργειας ή για τον τόπο όπου διαπράχθηκε πράγματι η παράβαση ή η παρατυπία. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως παραβάσεων και την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων».


5. Επειδή, ο ν. 2127/1993 "Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις" (Α' 48), ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο και, σύμφωνα και με την εισηγητική του έκθεση, εκδόθηκε προς συμμόρφωση (και) προς την Οδηγία 92/12/ΕΟΚ, ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «Επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή προϊόντα, στο οινόπνευμα και στα αλκοολούχα ποτά και στα βιομηχανοποιημένα καπνά» και ότι «καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου»,
στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Στον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπάγονται τα προϊόντα του άρθρου 1, τα οποία παράγονται στο εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας»,
στο άρθρο 4, ότι «1. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση ή [...]»
και, στο άρθρο 67 παρ. 5, ότι «Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το νόμο, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 περί τελωνειακού κώδικα και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας».
 

6. Επειδή, στα άρθρα 89 και επόμενα του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α' 73), στα οποία παραπέμπει η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 67 παρ. 5 του ν. 2127/1993, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Στην παράγραφο 2 του άρθρου 89, όπως η παράγραφος αυτή προσδέθηκε με το άρθρο 3 του κυρωθέντος με το Ν. 1591/1950 (Α1 295) 'Α.Ν. 1514/1950, (Α' 240), ότι «Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται επίσης η καθ' οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουν δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας»,
στην παράγραφο 3 του άρθρου 97, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 του ως άνω Α.Ν. 1514/1950 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 495/1976 (Α' 337), ότι «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών, επιβάλλεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επόμενα του παρόντος, ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενον ταύτης δασμών και λοιπών φόρων εν συνόλω δια πάντας τους συνυπαιτίους [...]»,
στην παράγραφο 5 του άρθρου 97, ότι «Ο [...] Προϊστάμενος του αρμοδίου Τελωνείου, μετά την ενέργειαν διοικητικής ανακρίσεως [...] συντάσσει και εκδίδει, το δυνατόν ταχύτερον, ητιολογη- μένην πράξιν, δια της οποίας, κατά περίπτωσιν, ή απαλλάσσει ή προσδιορίζει τους κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου υπαιτίους, τον βαθμόν της ευθύνης εκάστου, τους ανήκοντας ή διαφυγόντος δασμούς και λοιπούς φόρους τους βαρύνοντας το αντικείμενον της λαθρεμπορίας και καταλογίζει το κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου πολλαπλούν τέλος, εφ' όσον δε συντρέχει περίπτωσις και τους διαφυγόντος δασμούς και λοιπούς φόρους.»,
στις παραγράφους 1, 2 και 5 του άρθρου 100, όπως η πρώτη από αυτές τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 2081/1939 (Α' 495), ότι «1. Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή ε-ξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ' αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ' αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον. 2. Ως λαθρεμπορία θεωρείται: α) η εις την γενικήν κατανάλωσιν άνευ εγγράφου αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής και πληρωμής του εισαγωγικού δασμού διάθεσις αντικειμένων εισαχθέντων κατά το δασμολόγιον ή δυνάμει νόμου ή συμβάσεως, ατελώς ή επί ηλαττωμένω δασμώ δι' ωρισμένας ειδικάς χρήσεις ή η χρησιμοποίησις των αντικειμένων τούτων εις άλλας χρήσεις εκτός των ωρισμένων ειδικών τοιούτων. [...]. 3. [...]. 4. [...]. 5. Ο [...] Προϊστάμενος του αρμοδίου Τελωνείου, μετά την ενέργειαν διοικητικής ανακρίσεως [...] συντάσσει και εκδίδει, το δυνατόν ταχύτερον, ητιολογημένην ττράξιν, δια της οποίας, κατά περίπτωσιν, ή απαλλάσσει ή προσδιορίζει τους κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου υπαιτίους, τον βαθμόν της ευθύνης εκάστου, τους ανήκοντας ή διαφυγόντας δασμούς και λοιπούς φόρους τους βαρύνοντας το αντικείμενον της λαθρεμπορίας και καταλογίζει το κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου πολλαπλούν τέλος, εφ' όσον δε συντρέχει περίπτωσις και τους διαφυγόντας δασμούς και λοιπούς φόρους [...]»,
στην παράγραφο 2 του άρθρου 99, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του αν. ν. 1054/1946 (Α '85), ότι «Αι διατάξεις των άρθρων 108, 109 και 110 εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και επί των τελωνειακών παραβάσεων» και ότι «Η άγνοια των αστικώς συνυπευθύνων της προθέσεως των χαρακτηρισθέντων ως κυρίως υπαιτίων προς τέλεσιν της παραβάσεως δεν απαλλάσσει τούτους της ευθύνης»
και τέλος, στο άρθρο 108, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 9 του αν.ν. 2081/1939, ότι «Το εκδικάζον την επί λαθρεμπορία κατηγορίαν ποινικόν Δικαστήριον δύναται, δια της καταδικαστικής αποφάσεώς του, να κηρύξη αλληλεγγύως συνυπεύθυνον αστικώς μετά του καταδικασθέντος προς πληρωμήν της καταγνωσθείσης χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων, τη αιτήσει δε του ως πολιτικώς ενάγοντος παρισταμένου Δημοσίου, και της επιδικασθείσης αυτώ απαιτήσεως, τον κύριον ή τον παραλήπτην των εμπορευμάτων, τα οποία αποτελούσι το αντικείμενον της λαθρεμπορίας, και όταν έτι ούτος δεν υπέχει ποινικήν ευθύνην επί ταύτη, οσάκις ο καταδικασθείς ενήργησεν επί των αντικειμένων της λαθρεμπορίας ως εντολοδόχος, διαχειριστής ή αντιπρόσωπος του κυρίου ή του παραλήπτου, οιαδήποτε και αν ή η νομική σχέσις, υφ! ην παρουσιάζεται ή καλύπτεται η εντολή, ήτοι αδιαφόρως αν ο εντολοδόχος ενεργή ιδίω ονόματι [...] ή αν παρίσταται ως κύριος του εμπορεύματος ή δι' οιασδήποτε άλλης προς αυτά νομικής σχέσεως και αδιαφόρως αν η ουοιαστική εκπροσώπησις του κυρίου είναι ειδική ή γενική, εκτός αν ήθελεν αποδειχθή, ότι οι ανωτέρω δεν ηδύναντο να έχωσι καν γνώσιν περί της πιθανότητος τελέσεως της λαθρεμπορίας».
 

7. Επειδή, με τις αποφάσεις ΣτΕ 1370/2009, ΣτΕ 1371/2009 και ΣτΕ 639/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, καθ' ερμηνεία των άρθρων 99 (παρ. 2) και 108 του Τελωνειακού Κώδικα, ότι «[...] για την κήρυξη ως αστικώς συνυπευθύνου του κυρίου ή παραλήπτου των εμπορευμάτων, αρκεί να στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, στο πρόσωπο ενός τουλάχιστον από τους κυρίους υπαίτιους τής παραβάσεως, χωρίς να προσαπαιτείται γνώση του αστικώς συνυπευθύνου, εκτός εάν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου ότι οι κηρυχθέντες αστικώς συνυπεύθυνοι (κύριος ή παραλήπτης του εμπορεύματος) δεν ηδύναντο να έχουν καν γνώση περί της πιθανότητας τελέσεως της τελωνειακής παραβάσεως» και, στη συνέχεια, ότι «[καθ' όσον δε αφορά την κήρυξη της τρίτης αναιρεσίβλητης [ομόρρυθμης εταιρείας] ως αστικά συνυπεύθυνης, η κρίση του διοικητικού εφετείου είναι [...] πλημμελώς αιτιολογημένη, προεχόντως διότι αυτό, με την προσβαλλομένη απόφασή του, ούτε βεβαιώνει ότι η πράξη επιβολής πολλαπλών τελών ακυρώθηκε και ως προς τους λοιπούς συνυπαιτίους [εκτός από τους δύο πρώτους αναιρεσίβλητους - ομόρρυθμους εταίρους της] ούτε εξετάζει ειδικώς αν, εν όψει των περιστάσεων, [...] η αναιρεσίβλητη εταιρεία, φερόμενη κυρία και παραλήπτρια τών λαθρεμπορευμάτων, δεν ηδύνατο ούτε γνώση να έχει περί της πιθανότητος τελέσεως λαθρεμπορίας».
Παρομοίως με την απόφαση 639/2012 του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 89 (παρ. 2), 97 (παρ. 3 και 5) και 100 του Τελωνειακού Κώδικα, «[...] σε συνδυασμό με τις διατάξεις των αρθ. 99 παρ. 2 και 108 του ίδιου κώδικος, περί αστικής συνυπευθυνότητος, συνάγεται ότι ο αστικώς συνυπεύθυνος απαλλάσσεται αν η πράξη επιβολής πολλαπλών τελών ακυρωθεί ως προς όλους τους κυρίως υπευθύνους. Αντιθέτως, αν διαπιστωθεί λαθρεμπορική πρόθεση έστω και ενός από τους κυρίως υπευθύνους, δεν απαιτείται γνώση της προθέσεως αυτής από τους αστικώς συνυπεύθυνους για να καταστεί δυνατή η αναζήτηση σε βάρος τους, ως ωφελουμένων από την παράβαση, των τελών που επεβλήθησαν στους κυρίους υπαιτίους, εκτός εάν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου ότι οι κηρυχθέντες αστικώς συνυπεύθυνοι δεν ηδύναντο να έχουν καν γνώση περί της πιθανότητας τελέσεως της τελωνειακής παραβάσεως (ΣΕ 1370/2009 ΣτΕ 1/2009)»
και, περαιτέρω, ότι «Η [επίμαχη κρίση] του διοικητικού εφετείου, η οποία με την κρινόμενη αίτηση πλήσσεται μόνο ως προς το σκέλος που αφορά την αστική συνυπευθυνότητα της αναιρεσίβλητης [ομόρρυθμης εταιρείας], είναι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την αίτηση αυτή, πλημμελώς αιτιολογημένη [...] διότι, όπως έχει εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, για την απαλλαγή της τελευταίας δεν αρκεί το γεγονός ότι "δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του [νόμιμου εκπροσώπου της] τα υποκειμενικά στοιχεία και κυρίως ο δόλος", ούτε η απλή άγνοια τών λαθρεμπορικών μεθοδεύσεων [...] αλλά θα πρέπει, είτε η /πράξη επιβολής πολλαπλών τελών να έχει ακυρωθεί ως προς όλους τους κυρίως υπευθύνους, πράγμα που η προσβαλλομένη απόφαση δεν βεβαιώνει ότι έχει συμβεί, είτε να βεβαιώνεται ότι αποδείχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη, η οποία φέρεται να συναλλάσσεται με επιχείρηση ανύπαρκτη στον τόπο τον οποίο εμφανίζει ως συναλλακτική έδρα της (στοιχείο το οποίο εμπίπτει στην σφαίρα ευθύνης της, αφού αφορά την ταυτότητα του αντισυμβαλλομένου της), δεν μπορούσε, παρά ταύτα, ούτε γνώση να έχει περί της πιθανότητος τελέσεως λαθρεμπορίας».

8. Επειδή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) με την απόφασή του της 2.6.2016, στην υπόθεση .... (C-81/15), απάντησε σε προδικαστικό ερώτημα που του είχε υποβληθεί με την 144/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την τελευταία απόφαση διατυπώθηκε το ερώτημα εάν η Οδηγία 92/12/ΕΟΚ, ερμηνευόμενη ενόψει των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε των αρχών της αποτελεσματικότητας αυτού, της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, έχει την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή, σε υπόθεση όπως εκείνη της κύριας δίκης (που αφορούσε στην κήρυξη εγκεκριμένου αποθηκευτή καπνικών προϊόντων ως αστικώς συνυπεύθυνου για την πληρωμή πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας), νομοθετικής διάταξης κράτους μέλους, όπως είναι εκείνη του άρθρου 108 του Τελωνειακού Κώδικα. Με την προαναφερόμενη απόφασή του, το ΔΕΕ έκρινε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«31. Προς απάντηση του ερωτήματος αυτού, επισημαίνεται ευθύς εξ αρχής ότι από την όλη οικονομία της οδηγίας 92/12 και ιδίως το άρθρο 13, το άρθρο 15, παράγραφοι 3 και 4, καθώς και το άρθρο 20, παράγραφος 1, προκύπτει ότι ο νομοθέτης αναγνώρισε κεντρικό ρόλο στον εγκεκριμένο αποθηκευτή στο πλαίσιο της διαδικασίας διακινήσεως των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδ'ικό φόρο καταναλώσεως και τίθενται υπό καθεστώς αναστολής.
32. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 34 έως 36 των προτάσεών του, η οδηγία 92/12 θεσπίζει καθεστώς βάσει του οποίου ο εγκεκριμένος αποθηκευτής ευθύνεται για όλους τους κινδύνους που ενέχει η κυκλοφορία των προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους καταναλώσεως υπό καθεστώς αναστολής και, κατά συνέπεια, ορίζεται ως υπόχρεος για την καταβολή των ειδικών φόρων καταναλώσεως σε περίπτωση που σημειωθεί κατά την κυκλοφορία παρατυπία ή παράβαση, η οποία καθιστά τους εν λόγω φόρους απαιτητούς. Συνεπώς, πρόκειται για αντικειμενική ευθύνη, η οποία δεν στηρίζεται στο αποδεδειγμένο ή τεκμαιρόμενο πταίσμα του αποθηκευτή, αλλά στη συμμετοχή του σε μια οικονομική δραστηριότητα.
33. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η αντικειμενική ευθύνη εγκεκριμένου αποθηκευτή, όπως η Καρέλια, για την πληρωμή του ειδικού φόρου καταναλώσεως.
34. Αντιθέτως, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η οδηγία 92/12 επιτρέπει επίσης στα κράτη μέλη να προβλέπουν αλληλέγγυα ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή για την πληρωμή των χρηματικών κυρώσεων που επιβάλλονται στους υπαιτίους λαθρεμπορίας.
35. Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/12, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως παραβάσεων και την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων.
36. Ως προς το ζήτημα αυτό, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι από την ως άνω διάταξη προκύπτει υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν περαιτέρω ποινική ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή για κάθε παρατυπία στη διάρκεια κυκλοφορίας των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως.
37. Ομολογουμένως, όπως έχει ήδη διαπιστώσει επανειλημμένα το Δικαστήριο, η αγορά των  τσιγάρων προσφέρεται ιδιαιτέρως για την ανάπτυξη παράνομου εμπορίου (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, BATIG, C-374/06, EU:C.2007:788, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η κατά το άρθρο 20, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/12 υποχρέωση μέριμνας για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως παραβάσεων και την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως αυτής.
38. Δεν συνάγεται όμως από τη διάταξη αυτή υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν περαιτέρω ποινική ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή για κάθε παρατυπία στη διάρκεια κυκλοφορίας των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως.
39. Ειδικότερα, πρώτον, η ως άνω διάταξη δεν προσδιορίζει ούτε τις κατάλληλες κυρώσεις ούτε τις κατηγορίες προσώπων που θα πρέπει να υπέχουν ευθύνη ως προς αυτές.
40. Δεύτερον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 37 των προτάσεών του, το καθεστώς ευθύνης από διακινδύνευση που προβλέπεται από την οδηγία 92/12 εξαντλείται στην ανάληψη της υποχρεώσεως καταβολής του ειδικού φόρου καταναλώσεως. Κατά συνέπεια, η ως άνω οδηγία δεν επιβάλλει καθεστώς εις ολόκληρον ευθύνης βάσει του οποίου ο εγκεκριμένος αποθηκευτής θα ευθυνόταν για την πληρωμή των χρηματικών κυρώσεων που επιβάλλονται στους υπαιτίους λαθρεμπορίας.
41. Μολονότι όμως η οδηγία 92/12 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν εις ολόκληρον ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή για την πληρωμή των επιβαλλόμενων χρηματικών κυρώσεων, ανακύπτει πάντως το ζήτημα αν η οδηγία αυτή απαγορεύει μια τέτοια ρύθμιση.
42. Κατά πάγια νομολογία, δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η επιβολή υποχρεώσεως στον επιχειρηματία να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν για να διασφαλίσει ότι η πράξη που πραγματοποιεί δεν οδηγεί σε συμμετοχή σε φορολογική απάτη (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Netto Supermarkt, C-271/06, EU:C2008:105, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
43. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 41 των προτάσεών του, ότι η οδηγία 92/12 δεν αντιτίθεται κατ' αρχήν στην εκ μέρους των κρατών μελών διεύρυνση της ευθύνης του εγκεκριμένου αποθηκευτή με τον χαρακτηρισμό του ως αλληλεγγύως υπεύθυνου για τις οικονομικές συνέπειες των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν κατά την κυκλοφορία προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής.
44. Πρέπει όμως να εξεταστεί αν αυξημένη ευθύνη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, συνάδει με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας.
45. Υπενθυμίζεται συναφώς, πρώτον, ότι τα κράτη μέλη, όταν ασκούν τις αρμοδιότητές τους για την επιλογή των κατάλληλων κυρώσεων κατά τη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, πρέπει να τηρούν την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Ειδικότερα, η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει να είναι σαφής και η εφαρμογή της προβλέψιμη από τους υποκειμένους σε αυτή, η δε επιταγή αυτή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν οικονομικές επιπτώσεις, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που οι διατάξεις αυτές τους επιβάλλουν (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2008, Isle of Wight Council κ.λπ., C-288/07, EU:C:2008:505, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
46. Επισημαίνεται όμως ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η αυξημένη ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή ο οποίος δεν έχει διατηρήσει την κυριότητα των προϊόντων που αποτέλεσαν αντικείμενο της παραβάσεως και δεν έχει συμβατική σχέση με τους δράστες της παραβάσεως αυτής η οποία να τους καθιστά εντολοδοχους του δεν προβλέπεται ρητώς ούτε από την οδηγία 92/12 ούτε από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου.
47. Διαπιστώνεται ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, οι κυρώσεις που ενδέχεται να επιβληθούν σε εγκεκριμένο αποθηκευτή δυνάμει της ως άνω νομοθεσίας δεν παρίστανται, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των αποκλινουσών ερμηνειών στο πλαίσιο του αιτούντος δικαστηρίου, αρκούντως σαφείς και προβλέψιμες για τους ενδιαφερομένους, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούν τις επιταγές της ασφάλειας δικαίου, όπερ όμως εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
48. Όσον αφορά, δεύτερον, την αρχή της αναλογικότητας, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει εναρμονίσεως της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση μη τηρήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπει καθεστώς το οποίο έχει θεσπιστεί με τη νομοθεσία αυτή, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να επιλέγουν τις κυρώσεις που θεωρούν κατάλληλες. Οφείλουν πάντως να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και τις γενικές αρχές του και, κατά συνέπεια, την αρχή της αναλογικότητας (βλ., ιδίως, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2010, Profaktor Kulesza, Frankowski, Jozwiak, Ortowski, C-188/09, EU:C:2010:454, σκέψη 29).
49. Όσον αφορά τα μέτρα προλήψεως της φορολογικής απάτης, το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε σχέση με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, ότι η κατανομή του κινδύνου, κατόπιν απάτης που διέπραξε τρίτος, δεν συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας στην περίπτωση που ένα φορολογικό καθεστώς καθιστά πλήρως υπεύθυνο για την καταβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας τον προμηθευτή, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του στη διαπραχθείσα από τον αγοραστή απάτη (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Netto Supermarkt, C-271/06, EU:C:2008:105, σκέψεις 22 και 23).
50. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνικά μέτρα που δημιουργούν, de facto, σύστημα αντικειμενικής εις ολόκληρον ευθύνης βαίνουν πέραν του αναγκαίου ορίου για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του Δημοσίου Ταμείου. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η στοιχειοθέτηση ευθύνης για την καταβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας εις βάρος προσώπου άλλου από τον υπόχρεο του φόρου, ακόμη και όταν το πρόσωπο αυτό είναι εγκεκριμένος φορολογικός αποθηκευτής ο οποίος έχει τις ειδικές υποχρεώσεις που προβλέπει η οδηγία 92/12, χωρίς να του παρέχεται η δυνατότητα να απαλλαγεί από την ευθύνη αυτή αποδεικνύοντας ότι ουδεμία σχέση έχει με τις ενέργειες του εν λόγω υποχρέου, πρέπει να θεωρείται ασύμβατη με την αρχή της αναλογικότητας και προσέθεσε ότι θα ήταν προδήλως δυσανάλογο να καταλογιστεί ανεπιφύλακτα στο εν λόγω πρόσώπο η απώλεια φορολογικών εσόδων που προκλήθηκε από τις ενέργειες τρίτου υποκειμένου στον φόρο επί των οποίων το πρόσωπο αυτό δεν έχει καμία επίδραση (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Vlaamse Oliemaatschappij, C-499/10, EU:C:2011:871, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
51. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιβάλλεται η τήρηση των ίδιων επιταγών και για μέτρο όπως η αναγνώριση εις βάρος του εγκεκριμένου αποθηκευτή ευθύνης για τις οικονομικές συνέπειες λαθρεμπορικών παραβάσεων.
52. Όπως όμως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, κατά την κρατήσασα στο δικαστήριο αυτό άποψη, το άρθρο 108 του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι ο εγκεκριμένος αποθηκευτής που έλαβε κάθε μέτρο που μπορούσε ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι πράξεις του δεν οδηγούν σε συμμετοχή σε φοροδιαφυγή απαλλάσσεται από την ευθύνη αυτή μόνον εφόσον αποδείξει ότι δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση σε θέση να έχει γνώση της πιθανότητας τελέσεως λαθρεμπορίας. Εάν αυτό ισχύει, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αυξημένη αυτή ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή συνεπάγεται ότι ο επιχειρηματίας αυτός μπορεί να κηρυχθεί αλληλεγγύως υπεύθυνος για την πληρωμή των επιβληθεισών χρηματικών κυρώσεων, ακόμη και στην περίπτωση που η λαθρεμπορία διαπράττεται από πρόσωπα με τα οποία δεν επέλεξε να συνεργαστεί, και ότι δημιουργείται, de facto, σύστημα εις ολόκληρον αντικειμενικής ευθύνης, το οποίο πρέπει να θεωρηθεί μη σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.
53. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι καθεστώς αυξημένης ευθύνης όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που απορρέουν από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας μόνον εφόσον προβλέπεται σαφώς και ρητώς από την εθνική νομοθεσία και παρέχει στον εγκεκριμένο αποθηκευτή πραγματική δυνατότητα να απαλλαγεί από την ευθύνη του.
54. Κατά συνέπεια στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 92/12, ερμηνευομενη υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση· -όπώς-η επίμαχη στην κύρια δίκη που επιτρέπει να κηρύσσεται αλληλεγγύως υπεύθυνος για την πληρωμή των ποσών των χρηματικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν λόγω παραβάσεως κατά τη διακίνηση εμπορευμάτων υπό καθεστώς αναστολής επιβολής των ειδικών φόρων καταναλώσεως ο κύριος των προϊόντων αυτών, όταν έχει συμβατική σχέση με τους δράστες της παραβάσεως η οποία τους καθιστά εντολοδόχους του- δυνάμει της οποίας ο εγκεκριμένος αποθηκευτής κηρύσσεται αλληλεγγύως υπεύθυνος για την πληρωμή των εν λόγω ποσών, χωρίς να μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη αυτή αποδεικνύοντας ότι δεν έχει καμία σχέση με τις ενέργειες των δραστών της παραβάσεως, ακόμη και αν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ο αποθηκευτής αυτός, κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, δεν είχε ούτε την κυριότητα των εμπορευμάτων ούτε συμβατική σχέση με τους δράστες της παραβάσεως αυτής η οποία να τους καθιστά εντολοδόχους του».
 

9. Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 97 (παρ. 5), 99 (παρ. 2) και 108 του Τελωνειακού Κώδικα, για την κήρυξη ως αστικώς συνυπευθύνου του κυρίου ή παραλήπτη των εμπορευμάτων, αρκεί, κατ' αρχήν, ο καταλογισμός του διοικητικού αδικήματος της λαθρεμπορίας σε (ένα τουλάχιστον) πρόσωπο, που έδρασε υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου, διαχειριστή ή αντιπροσώπου του κυρίου ή παραλήπτη, χωρίς να προσαπαιτείται δόλος ή γνώση του κυρίου ή παραλήπτη, ο οποίος, όμως, δεν κηρύσσεται αστικώς συνυπεύθυνος, εάν αποδειχθεί ότι δεν μπορούσε να έχει καν γνώση περί της πιθανότητας τέλεσης της τελωνειακής παράβασης (πρβλ. ΣτΕ 909/2015). Ειδικότερα, ενόψει και των προεκτεθεισών κρίσεων του ΔΕΕ, οι εν λόγω διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα, ερμηνευόμενες σύμφωνα με την οδηγία 92/12 και τις θεμελιώδεις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση λαθρεμπορίας οινοπνεύματος, η κήρυξη του παραλήπτη του εμπορεύματος ως αλληλεγγύως υπεύθυνου για την πληρωμή των πολλαπλών τελών και των διαφυγόντων φόρων, που καταλογίζονται στους τελέσαντες τη λαθρεμπορία, προϋποθέτει ότι κάποιος από τους υπαίτιους της παράβασης ενήργησε ως εντολοδόχος, διαχειριστής ή αντιπρόσωπος του παραλήπτη (πρβλ. ΣτΕ 2330/2016).
Επομένως, σε περίπτωση, όπως η επίδικη, στην οποία δεν καταλογίζεται λαθρεμπορική παράβαση στο νόμιμο εκπρόσωπο ανώνυμης εταιρείας (ελλείψει δόλιας συμμετοχής του στην παράβαση), δεν επιτρέπεται να κηρυχθεί η εν λόγω εταιρεία αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή των σχετικών με την παράβαση πολλαπλών τελών και διαφυγόντων φόρων, εφόσον κανένας από τους δράστες της παράβασης (κύριους υπεύθυνους για την πληρωμή των αντίστοιχων ποσών) δεν συνδεόταν μαζί της με έννομη σχέση, από την οποία να προκύπτει ότι ενήργησε υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου, διαχειριστή ή αντιπροσώπου της, χωρίς να προσαπαιτείται ούτε παρεμπίπτουσα κρίση ως παράνομης ή ακύρωση της πράξης καταλογισμού της παράβασης και πολλαπλών τελών στους δράστες αυτούς ούτε κρίση ότι η εταιρεία δεν μπορούσε να έχει καν γνώση της πιθανότητας τέλεσης της παράβασης (πρβλ. ΣτΕ 1157/2004).

10. Επειδή, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, αφού αναφέρθηκε στα άρθρα 1, 2 (παρ. 1), 4 (παρ. 1), 24, 55, 56 (παρ. 1, 2 και 3), 57 (παρ. 1) και 67 (παρ. 5) του Ν. 2127/1993, καθώς και στα άρθρα 89 (παρ. 2), 100 (παρ. 1), 97 (παρ. 3 και 5), 99 (παρ. 2) και 108 του Τελωνειακού Κώδικα, έκρινε (στη σκέψη 7), καθ' ερμηνεία των δύο τελευταίων άρθρων, ότι «[...] αποκλείεται η επιβολή πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας σε νομικό πρόσωπο,, το οποίο, σε περίπτωση που ο εκπρόσωπος του διέπραξε λαθρεμπορία, μόνον αλληλεγγύως αστική ευθύνη μπορεί να έχει, χωρίς να απαιτείται δόλος του νομικού προσώπου, αλλά αυτό απαλλάσσεται μόνο εάν αποδείξει ότι δεν "μπορούσε ούτε γνώση να έχει περί της πιθανότητας τέλεσης της λαθρεμπορίας. Εξάλλου, όταν διαπιστώνεται η μη ύπαρξη δόλου του κυρίως υπευθύνου για την τέλεση της λαθρεμπορίας, η τελωνειακή αρχή δεν δύναται να κηρύξει ούτε τον κύριο ή τον παραλήπτη των εμπορευμάτων ως αλληλεγγύως συνυπεύθυνο μετά του κυρίως υπευθύνου [...]». Στη συνέχεια, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και έκρινε τα ακόλουθα: «[...] η Τελωνειακή Αρχή, αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, [...] ότι τα ποσά των δύο επιταγών, οι οποίες εκδόθηκαν [από την αναιρεσίβλητη εταιρεία] εις διαταγήν της.... για την πληρωμή των προϊόντων που αναφέρονται στα υπ' αριθ. 80 και 81/31-1-1997 ΔΑ-ΤΠ του καθαρού οινοπνεύματος, έχουν εισπραχθεί τελικά από την επιχείρηση ....", καθώς και του ότι ο πρώτος προσφεύγων [....], ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης προσφεύγουσας [ήδη αναιρεσίβλητης] και επαγγελματίας όφειλε να πιστοποιήσει την πραγματική υπόσταση της προμηθεύτριας επιχείρησης (Άννας Κουκάκη), δεδομένου ότι το αγορασθέν και παραληφθέν προϊόν το οποίο εν συνεχεία διατέθηκε στην εγχώρια κατανάλωση ετύγχανε, όπως και εξακολουθεί να τυγχάνει ιδιαίτερα υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι o νόμιμος εκπρόσωπος της προσφεύγουσας .... ενείχε δόλο, δηλαδή γνώριζε την λαθρεμπορική προέλευση του καθαρού οινοπνεύματος που προμηθεύτηκε στην πραγματικότητα από την εταιρεία ....." με τα υπ'αριθμ. 80 και 81/31-1-1997 ΔΑ-ΤΠ έκδοσης της ανύπαρκτης εταιρείας . και εξέδωσε την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη. Με την πράξη αυτή, η Διευθύντρια του Α' Τελωνείου Θεσσαλονίκης, αφού χαρακτήρισε ως υπαιτίους λαθρεμπορίας [...] τον προσφεύγοντα υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της προσφεύγουσας και τους συνδιαχειριστές της ως άνω ΕΠΕ......., καταλόγισε εις βάρος τους πολλαπλό τέλος ίσο με το τριπλάσιο των αναλογουσών στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, συνολικού ποσού 92.201,88 € (30.733,96 Χ 3), πλέον τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. ποσού 2.212,85 € (92.201,88 € Χ 2,4%), για την καταβολή του οποίου ευθύνονται όλοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον [...]. Επίσης, με την ίδια πράξη καταλογίσθηκαν εις βάρος του προσφεύγοντος οι αναλογούντες δασμοί που διέφυγαν της κατάσχεσης, ποσού 30.733,96 €, για την καταβολή των οποίων ευθύνεται εις ολόκληρον, κηρύχθηκε δε η προσφεύγουσα [ήδη αναιρεσίβλητη] αστικώς συνυπεύθυνη για την πληρωμή του συνόλου των καταλογισθέντων ποσών, ήτοι του ποσού των 125.148,69 € (92.201,88 + 2.212,85 + 30.733,96 €). [...] το Δικαστήριο λαμβάνει καταρχάς υπόψη ότι το είδος της επαγγελματικής δραστηριότητας της προσφεύγουσας εταιρίας δεν οδηγεί άνευ ετέρου στο συμπέρασμα ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της, αν και μπορούσε, δεν επέδειξε, εν προκειμένω, στις συναλλαγές του την απαιτούμενη επιμέλεια ως προς τη διαπίστωση της ύπαρξης της επιχείρησης της .... και το ότι αυτή εμπορεύεται καθαρό οινόπνευμα. Ειδικότερα, σε σχέση με την επικαλούμενη από την Τελωνειακή Αρχή εικονικότητα των παραστατικών (80 και 81/31-1-1997 ΔΑ-ΤΠ), με τα οποία προμηθεύτηκε η προσφεύγουσα το εν λόγω προϊόν, οι συναλλαγές αυτές πραγματοποιήθηκαν, γεγονός που δεν αμφισβητεί η ως άνω Αρχή, η δε συναλλαγή της προσφεύγουσας με την προμηθεύτρια επιχείρηση της «......» την 31-1-1997 εχώρησε με τη χρήση νομίμως θεωρημένων στοιχείων, αφού η τελευταία είχε υποβάλει δήλωση έναρξης δραστηριότητας την 19-7-1996, με έδρα στην οδό ...... και αντικείμενο εργασιών χονδρικό εμπόριο χαρτικών, απορρυπαντικών, χημικών και τυποποιημένων προϊόντων, αναγραφόταν δε επί των εκδοθέντων τιμολογίων τα χαρακτηριστικά της ως άνω επιχείρησης (ΑΦΜ, διεύθυνση, αντικείμενο εργασιών). Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι α) από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει - λόγω του ότι διέφυγαν της κατασχεσης - ποιας επιχείρησης εμφιάλωσης ηταν οϊ επίδικες ποσότητες οινοπνεύματος, ώστε ενδεχομένως να συναχθεί τεκμήριο γνώσης από το νόμιμο εκπρόσωπο της προσφεύγουσας ως προς την προέλευση των εμπορευμάτων, β) η Τελωνειακή Αρχή δεν απέδειξε ότι η κατά τα ανωτέρω προμήθεια καθαρού οινοπνεύματος έγινε με ευνοϊκούς οικονομικούς όρους για την προσφεύγουσα, δηλαδή όχι με τίμημα που ανταποκρινόταν στην εμπορική του αξία, αλλά πολύ χαμηλότερο, που δεν υπερέβαινε τις αναλογούσες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, γ) η προσφεύγουσα, για την πληρωμή των επίδικων φιαλών οινοπνεύματος χρησιμοποίησε εμφανή τρόπο ολοκλήρωσης της συναλλαγής, με την έκδοση δύο μεταχρονολογημένων επιταγών (της ................................) πληρωτέες εις διαταγήν της αναγραφόμενης στο τιμολόγιο προμηθεύτριας επιχείρησης της ....., οι οποίες, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στο φάκελο εντάλματα πληρωμής της προσφεύγουσας η μεν πρώτη, με ημερομηνία παραλαβής 7-2-1997 παραδόθηκε με την εγγραφή σχετικής πράξης στο σώμα της στον μεσολαβήσαντα - όπως δέχεται και η Τελωνειακή Αρχή - για την πώληση του καθαρού οινοπνεύματος ....., η δε δεύτερη, με ημερομηνία παραλαβής 28-2-1997 αποστάλθηκε σύμφωνα με την καταχωρηθείσα στο σώμα της πράξη με υπηρεσία ταχυμεταφοράς (courier), το γεγονός δε ότι τελικά τα ποσά των επιταγών αυτών εισπράχθηκαν από την εταιρεία ....." δεν αποδεικνύει και γνώση του πρώτου προσφεύγοντος για τη λαθραία προέλευση του οινοπνεύματος, αφού δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ο εκδότης της επιταγής από ποιόν τελικά εισπράχθηκε το ποσό αυτής και τέλος συνεκτιμώντας ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει άλλη συναλλαγή της προσφεύγουσας με τους εμπλεκόμενους στην καταλογιστική πράξη, καθώς και ότι από την έρευνα που έγινε στο αρχείο του Τμήματος ΚΦΑΣ της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, δεν προκύπτει ότι εις βάρος της προσφεύγουσας επιβλήθηκαν για τη συγκεκριμένη συναλλαγή πρόστιμα ΚΒΣ, για λήψη και καταχώρηση εικονικών φορολογικών στοιχείων ως προς το πρόσωπο του εκδότη, επιπροσθέτως δε, δεν προσκομίζεται τυχόν καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου εις .βάρος του πρώτου προσφεύγοντος, κρίνει ότι βάσει των προπαρατεθέντων στοιχείων και μόνο, δεν προκύπτει ότι συντρέχει το υποκειμενικό στοιχείο του άμεσου δόλου της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας, δηλαδή ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της προσφεύγουσας και πρώτος προσφεύγων γνώριζε ότι η συγκεκριμένη ποσότητα οινοπνεύματος ήταν αφορολόγητη (λαθραία), ενώ η αντίδικος Αρχή, η οποία έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε αιτιολογημένα ότι υπήρξε δική του συμμετοχή στη διάπραξη τέτοιας παράβασης ούτε ότι αυτός είχε πρόθεση να διαφύγει την καταβολή των αναλογούντων δασμών και λοιπών φόρων για τις εν λόγω ποσότητες καθαρού οινοπνεύματος, με σκοπό την αποστέρηση του Δημοσίου από την είσπραξη των οικείων ποσών, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού λόγου της προσφυγής. Επομένως, μη νόμιμα καταλογίσθηκε εις βάρος του πρώτου προσφεύγοντος το ανωτέρω ποσό των πολλαπλών τελών, ήτοι τόσο κατά το μέρος κατά το οποίο επιβλήθηκε εις βάρος του πολλαπλό τέλος, μετά από επιμερισμό, όσο και κατά το μέρος που αυτός κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπόχρεος για την καταβολή του συνολικώς επιβληθέντος ποσού πολλαπλού τέλους. Περαιτέρω, εφόσον, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν ο πρώτος προσφεύγων δεν τέλεσε το αδίκημα της λαθρεμπορίας δεν είναι νόμιμος και ο καταλογισμός εις βάρος του, των διαφυγόντων δασμών και φόρων (βλ. ΣτΕ 55/2008). Τέλος, για τον ίδιο ως άνω λόγο (μη τέλεσης της λαθρεμπορίας) μη νόμιμα κηρύχθηκε, κατά τα όσα αναφέρθηκαν στην έβδομη σκέψη, η δεύτερη προσφεύγουσα εταιρεία αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή των ως άνω πολλαπλών τελών και διαφυγόντων δασμών και φόρων που καταλογίσθηκαν εις βάρος του νομίμου εκπροσώπου αυτής.». Από την τελευταία αυτή κρίση, σε συνδυασμό με τα κριθέντα στη σκέψη 7 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και με το πραγματικό της υπόθεσης, συνάγεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε εμμέσως, πλην σαφώς, ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 99 (παρ. 2) και 108 του Τελωνειακού Κώδικα, εφόσον διαπιστώνεται η μη τέλεση λαθρεμπορίας από το νόμιμο εκπρόσωπο εταιρείας (λόγω μη ύπαρξης δόλού-στο π.ρρσωπό του.), δεν συντρέχει περίπτωση κήρυξης της εταιρείας αυτής, που ήταν παραλήπτρια του λαθρεμπορεύματος, ως αστικώς συνυπεύθυνης για την καταβολή των πολλαπλών τελών, και των, διαφυγόντων φόρων, που καταλογίσθηκαν από τη Διοίκηση σε άλλα πρόσωπα.
 

11. Επειδή, το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει ότι η τελευταία κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, περί της αστικής συνευθύνης της αναιρεσίβλητης, ενέχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 89 (παρ. 2), 97 (παρ. 3 και 5) και 100 του Τελωνειακού Κώδικα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 99 (παρ. 2) και 108 του ίδιου Κώδικα, διότι, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, ο αστικώς συνυπεύθυνος απαλλάσσεται μόνον εάν η πράξη επιβολής πολλαπλών τελών ακυρωθεί ως προς όλους τους συνυπαίτιους, ενώ εάν διαπιστωθεί λαθρεμπορική πρόθεση και παράβαση έστω και ενός από τους κυρίως υπεύθυνους, δεν απαιτείται και γνώση της πρόθεσης αυτής από τον αστικώς συνυπεύθυνο, ο οποίος απαλλάσσεται μόνον εάν αποδειχθεί ότι δεν μπορούσε να έχει καν γνώση της πιθανότητας τέλεσης της παράβασης και, συνεπώς, για την απαλλαγή της αναιρεσίβλητης στην παρούσα υπόθεση έπρεπε κατ' αρχήν να αποκλεισθεί η τέλεση της παράβασης και από τους δύο άλλους συνυπαίτιους (....). Προς θεμελίωση του παραδεκτού του παραπάνω λόγου, ενόψει της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η επίμαχη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης έρχεται σε αντίθεση προς τα γενόμενα ερμηνευτικώς δεκτά στις αποφάσεις ΣτΕ 639/2012, ΣτΕ 1371/2009 και ΣτΕ 1370/2009 του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ενόψει των κριθέντων με τις αποφάσεις αυτές (βλ. ανωτέρω, σκέψη 7) και στην τελική περίοδο της προηγούμενης σκέψης, ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος προβάλλεται παραδεκτώς. Είναι, όμως, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 9, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αφού δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση καταλογισμού της επίμαχης λαθρεμπορικής παράβασης στο νόμιμο εκπρόσωπο της .αναιρεσίβλητης, νομίμως θεώρησε ότι δεν μπορούσε να κηρυχθεί αυτή ως αστικώς συνυπεύθυνη για την πληρωμή των πολλαπλών τελών και των διαφυγόντων φόρων που είχαν επιβληθεί από τη Διοίκηση στο νόμιμο εκπρόσωπο της (....) και στους ............. και ...... (νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας που προμήθευσε το λαθρεμπόρευμα στην αναιρεσίβλητη), λαμβανομένου υπόψη ότι κανένας από τους δύο τελευταίους δεν (προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη ότι) ενήργησε επί του αντικειμένου της λαθρεμπορίας ως εντολοδόχος, διαχειριστής ή αντιπρόσωπος της αναιρεσίβλητης. Τούτων έπεται ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί
 

Διά ταύτα
 

Απορρίπτει την αίτηση.
 

Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2017

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 2017.
 

Πηγή: Taxheaven