Αθήνα 27 Ιουνίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΔΑΔ Δ 1101372 ΕΞ 2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ Δ'- ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Δέσποινα Καλπακίδου
Τηλέφωνο:210 33 75 159
Fax:210 33 75 386
E-mail:d.kalpakidou@mofadm.gr
ΘΕΜΑ: Η πειθαρχική, ποινική και αστική ευθύνη των υπαλλήλων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ)
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ειδική νομική σχέση που συνδέει τους δημοσίους υπαλλήλους με το Κράτος συνεπάγεται μία σειρά από ιδιαίτερες και πρόσθετες υποχρεώσεις, που συχνά δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας και σύγχυσης στους υπαλλήλους και ως εκ τούτου κρίνεται αναγκαίο να διευκρινιστεί και αποσαφηνιστεί το σχετικό νομικό πλαίσιο που καθορίζει τόσο τα διάφορα είδη ευθύνης που φέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όσο και τα αντίστοιχα δικαιώματα και τους μηχανισμούς άμυνας που διαθέτουν για την υπεράσπισή τους. Υπό το πρίσμα αυτό η παρούσα εγκύκλιος - εγχειρίδιο φιλοδοξεί να οριοθετήσει, με σαφή και κατανοητό τρόπο, το πλαίσιο μέσα στα οποίο καλούνται, οι υπάλληλοι όλων των βαθμίδων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, να εργαστούν ώστε να γίνουν πιο αποδοτικοί και αποτελεσματικοί καθώς θα γνωρίζουν τόσο τις υποχρεώσεις τους όσο και τα δικαιώματά τους. Υπό το πρίσμα αυτό αρχικά γίνεται αναφορά στη γενική υποχρέωση των υπαλλήλων να υπακούουν στις εντολές των προϊσταμένων τους όπως αυτή καθορίζεται από το άρθρο 25 «Νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών» του ν. 3528/2007 «Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.»1 (Παράρτημα 1)
Ακολούθως παρουσιάζονται σε ξεχωριστά κεφάλαια τα τρία είδη ευθύνης που φέρουν οι υπάλληλοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ήτοι, της πειθαρχικής ή διοικητικής, της ποινικής και της αστικής ενώ στη συνέχεια αναλύεται διεξοδικότερα η κάθε μία από αυτές, αποσαφηνίζοντας τη σχετική διαδικασία, τις συνέπειες αλλά και τα δικαιώματα των υπαλλήλων. Για την καλύτερη κατανόηση όλων των σχετικών θεμάτων παρατίθενται πραγματικά παραδείγματα στοιχειοθέτησης ευθύνης. Προς διευκόλυνση και άμεση πρόσβαση των υπαλλήλων στη σχετική νομοθεσία, στα παραρτήματα της παρούσας εγκυκλίου παρατίθενται αυτούσιες όλες οι σχετικές διατάξεις όπως ισχύουν.
Β. Η ΓΕΝΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΟΥΝ ΣΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ ΤΟΥΣ
1. Ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας (ΔΚ) προβλέπει την υποχρέωση των υπαλλήλων να υπακούουν στις εντολές και οδηγίες των προϊσταμένων τους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 25 του ΔΚ (Παράρτημα 1) ορίζει ότι «ο υπάλληλος οφείλει να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του» και μάλιστα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, ακόμη και στην περίπτωση που θεωρεί την εντολή παράνομη. Σε αυτή την περίπτωση, ο υπάλληλος οφείλει, πριν την εκτέλεση της εντολής, να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του.
2. Ο υπάλληλος δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη σύνταξη εγγράφου για θέμα της αρμοδιότητάς του, εφόσον διαταχθεί γι' αυτό από τους προϊσταμένους του. Αν διαφωνεί με το περιεχόμενο του εγγράφου, έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του. Με τον τρόπο αυτό απαλλάσσεται της ευθύνης, αλλά παραμένει υποχρεωμένος να συντάξει και προσυπογράψει το έγγραφο σύμφωνα με τις εντολές που έλαβε.
3. Εάν ο υπάλληλος αρνηθεί να υπακούσει στις εντολές του προϊσταμένου του, στοιχειοθετείται σε βάρος του πειθαρχικό παράπτωμα, που ανάλογα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, μπορεί να είναι αυτό της άρνησης ή παρέλκυσης εκτέλεσης υπηρεσίας, της σοβαρής απείθειας ή και της παράβασης καθήκοντος (Παράρτημα 2, άρθρο 107 παρ. 1, περ. κ', θ' και γ' ΔΚ αντίστοιχα) και επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές. Συγκεκριμένα, τα δικαστήρια έχουν κρίνει ότι η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε υπάλληλο που δεν ακολούθησε τις οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων του δεν αποτελεί παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και επομένως είναι νόμιμη η επιβολή των σχετικών κυρώσεων2.
4. Κατ' εξαίρεση και μόνο σε μία περίπτωση επιτρέπεται στον υπάλληλο να μην εκτελέσει μια διαταγή, όταν είναι προδήλως αντισυνταγματική ή προδήλως παράνομη. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η εντολή προϊσταμένου προς υπάλληλο να παραποιήσει έγγραφο3. Στην περίπτωση αυτή ο υπάλληλος οφείλει να μην εφαρμόσει τη διαταγή και να αναφέρει αμελλητί τους λόγους για τους οποίους δεν υπάκουσε (Παράρτημα 1, άρθρο 25 παρ. 3 ΔΚ)
5. Κατόπιν των ανωτέρω, είναι σαφές ότι οι υπάλληλοι οι οποίοι υπακούουν και ακολουθούν νόμιμες διαταγές και οδηγίες των προϊσταμένων τους δεν υπέχουν ευθύνη. Επί παραδείγματι, εάν ο υπάλληλος λάβει εντολή από τους προϊσταμένους του να ελέγξει υποθέσεις βάσει των κριτηρίων που έχουν προκαθορισθεί από το Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, δυνάμει του άρθρου 26 του ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) όπως ισχύει (Παράρτημα 4) δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι παραμέλησε άλλες υποθέσεις που είναι εκτός της συγκεκριμένης εντολής.
Γ. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΙΔΩΝ ΕΥΘΥΝΗΣ - ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Οι υπάλληλοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, όπως εξάλλου και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, υπέχουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, για υπαίτια πράξη ή παράλειψη, τρία διαφορετικά είδη ευθύνης ήτοι, πειθαρχική, ποινική και αστική ευθύνη. Για τη στοιχειοθέτηση της κάθε είδους ευθύνης συντρέχουν διαφορετικές προϋποθέσεις και υπάρχουν διαφορετικές έννομες συνέπειες.
Οι ευθύνες αυτές δεν ταυτίζονται μεταξύ τους αλλά δύναται να συντρέχουν παράλληλα.
1. Συγκεκριμένα, η πειθαρχική ευθύνη απορρέει από την ειδική έννομη σχέση η οποία συνδέει τον υπάλληλο με το Κράτος, σχετίζεται με την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του και επισύρει πειθαρχικές ποινές. Η πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου, το οποίο αποτελεί κομμάτι του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, και περιλαμβάνει δύο επιμέρους τμήματα α) το ουσιαστικό πειθαρχικό δίκαιο το οποίο περιλαμβάνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις πειθαρχικές ποινές ή κυρώσεις και β) το διαδικαστικό πειθαρχικό δίκαιο το οποίο προβλέπει τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα καθώς και τη διαδικασία επιβολής των προβλεπομένων πειθαρχικών ποινών.
2. Η ποινική ευθύνη των υπαλλήλων γεννάται από πράξεις ή παραλείψεις τους που, βάσει των κανόνων του ποινικού δικαίου, χαρακτηρίζονται ως αδικήματα και προσβάλλουν όχι μόνο την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας αλλά και την ομαλή κοινωνική συμβίωση. Οι ποινές που επιβάλλονται σε περίπτωση ενεργοποίησης της ποινικής ευθύνης είναι είτε χρηματικές κυρώσεις - πρόστιμα, είτε ποινές στερητικές της ελευθερίας δηλ. φυλάκιση ή κάθειρξη, ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες τέλεσης του συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος.
3. Τέλος, όσον αφορά την αστική ευθύνη των υπαλλήλων, αυτή σχετίζεται με τη ζημία που μπορεί να προξενήσουν είτε στο Δημόσιο είτε στους διοικουμένους, με πράξεις ή παραλείψεις τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ευθύνη βέβαια αυτή των υπαλλήλων υφίσταται μόνο έναντι του Δημοσίου και όχι έναντι τρίτων προσώπων- διοικουμένων που τυχόν βλάπτονται. Τούτο σημαίνει ότι οι διοικούμενοι δεν μπορούν, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, να ασκήσουν ευθεία αγωγή αποζημίωσης κατά δημοσίων υπαλλήλων για ζημία που τους προξένησαν οι τελευταίοι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Μπορούν, όμως, να καταθέσουν τέτοια αγωγή κατά του Δημοσίου, το οποίο είναι αστικώς υπεύθυνο για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία προξένησαν οι υπάλληλοί του, το οποίο δύναται στη συνέχεια να στραφεί αναγωγικά κατά αυτών. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται έκδοση απόφασης των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων.
Γ.1. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Όπως προαναφέρθηκε η πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων ρυθμίζεται από τους κανόνες του πειθαρχικού δικαίου (άρθρα 106 έως 146Β του ν. 3528/2007 όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν) το οποίο, διευκρινίζεται, ότι δεν αποβλέπει μόνο στην διασφάλιση της εύρυθμης και απρόσκοπτης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας αλλά και στην αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των υπαλλήλων, ως ανθρώπων και πολιτών. Γι' αυτό και η θεμελίωση της πειθαρχικής ευθύνης προϋποθέτει μία σειρά διατυπώσεων, οι οποίες αν δεν πληρούνται, ο υπάλληλος δεν διώκεται. Έτσι, όταν ο υπάλληλος κινείται μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας, δεν κινδυνεύει να τιμωρηθεί.
Ειδικότερα, μια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου, στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων του, στοιχειοθετεί πειθαρχική ευθύνη μόνο όταν υπάρχει υπαιτιότητα δηλ. δόλος ή αμέλεια από πλευράς του υπαλλήλου, η οποία θίγει την καλή λειτουργία της υπηρεσίας και παράλληλα η υπαίτια αυτή πράξη ή παράλειψη μπορεί να του καταλογιστεί, διαφορετικά δεν υφίσταται και η έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος (Παράρτημα 2, άρθρο 106 ΔΚ).
α) Πειθαρχικά παραπτώματα
Η έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος είναι θεμελιώδους σημασίας καθότι σηματοδοτεί τις συμπεριφορές εκείνες του υπαλλήλου οι οποίες τιμωρούνται από το νόμο. Η εκτεταμένη τροποποίηση των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου με τον ν. 4057/2012 επέφερε μία βασική αλλαγή στα πειθαρχικά παραπτώματα. Εγκαταλείφθηκε η ενδεικτική απαρίθμησή τους και υιοθετήθηκε πλέον η αποκλειστική και περιοριστική απαρίθμηση αυτών. (Παράρτημα 2, άρθρο 107, παρ. 1, περ. α' έως λγ' ΔΚ). Η επιλογή αυτή αποσκοπεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ασφάλειας δικαίου καθώς ο υπάλληλος γνωρίζει εκ των προτέρων το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλει να κινείται και μπορεί να αποφεύγει πράξεις και συμπεριφορές που κρίνονται πειθαρχικά αποδοκιμαστέες. Επειδή ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας περιγράφει τα πειθαρχικά παραπτώματα με έναν αόριστο και γενικό τρόπο, τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα, όταν πρόκειται να ασκήσουν πειθαρχική δίωξη σε βάρος ενός υπαλλήλου, οφείλουν να προσδιορίζουν επακριβώς τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που συνιστούν τη διάπραξη συγκεκριμένου κάθε φορά παραπτώματος, αποδίδοντας το σωστό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης ή παράλειψης, έτσι ώστε ο υπάλληλος να γνωρίζει για ποιο λόγο διώκεται. Για καλύτερη κατανόηση του νομικού πλαισίου από τους υπαλλήλους, ακολούθως παραθέτουμε πραγματικά παραδείγματα από πειθαρχικές υποθέσεις που απασχόλησαν τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα του οικείου φορέα :
• Η παθητική δωροδοκία εφοριακού υπαλλήλου από ελεγχόμενη επιχείρηση προκειμένου να μην βεβαιώσει σε βάρος της διαπιστωθείσα φορολογική παράβαση (μη έκδοση απόδειξης/τιμολογίου σε πελάτη κατά την πώληση αγαθών) χαρακτηρίστηκε, εκτός από παράβαση καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους , και ως ανάρμοστη συμπεριφορά4 (Παράρτημα 2, άρθρο 107 παρ. 1 περ. γ' και ε' ΔΚ). Η πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε ήταν αυτή της οριστικής παύσης του υπαλλήλου.
• Η παράλειψη διενέργειας ελέγχου και απάντησης σε δελτία πληροφοριών που είχαν σταλεί από μία Δ.Ο.Υ. προς άλλη Δ.Ο.Υ. χαρακτηρίστηκε ως ατελής εκπλήρωση καθήκοντος. Ο υπάλληλος επικαλέστηκε φόρτο εργασίας για την παράλειψη, αλλά το Δικαστήριο έκρινε ότι η τρίμηνη προσωρινή παύση με αντίστοιχη στέρηση των αποδοχών του αποτελούσε εύλογη πειθαρχική ποινή, καθότι ο υπάλληλος ήταν ενήμερος για τα δελτία πληροφοριών και απέφευγε συστηματικά να απαντήσει σε αυτά ή να αναθέσει την απάντηση σε άλλον υπάλληλο.5 (Παράρτημα 2, άρθρο 107 παρ. 1 περ. κη' ΔΚ)
• Ο εσφαλμένος υπολογισμός της αντικειμενικής αξίας αγορασθείσας ακίνητης περιουσίας, με αποτέλεσμα την απώλεια εσόδων για το Δημόσιο, καθώς η δηλωθείσα αξία ήταν χαμηλότερη από την πραγματική αξία του ακινήτου και ο φόρος που καταβλήθηκε χαμηλότερος από το φόρο που θα έπρεπε να έχει καταβληθεί, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι δεν συνιστά σε βάρος του υπαλλήλου πειθαρχικό παράπτωμα επειδή ο υπολογισμός της πραγματικής αξίας του ακινήτου απαιτούσε ειδικές γνώσεις που δε διέθετε ο υπάλληλος και κατά συνέπεια δεν είχε δόλο κατά την εσφαλμένη εκτέλεση των καθηκόντων του.6
• Ο εκβιασμός επιχειρηματία από ελεγκτή της Δ.Ο.Υ. να του καταβάλει ποσό ύψους 50.000 ευρώ ώστε να μην του καταλογίσει τις διαπιστωθείσες φορολογικές παραβάσεις οι οποίες επέσυραν πρόστιμα ύψους 500.000 ευρώ, χαρακτηρίστηκε, εκτός από παράβαση καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, και ως ανάρμοστη πράξη με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. (Παράρτημα 2, άρθρο 107 παρ. 1 περ. γ' και ε' ΔΚ)
• Υπάλληλος - ελεγκτής της Δ.Ο.Υ. καθυστέρησε να διεκπεραιώσει, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών (στην προκειμένη περίπτωση εξήντα ημέρες από την κατάθεση της αίτησης), υπόθεση ελεύθερου επαγγελματία ο οποίος είχε υποβάλει αίτημα εγγραφής στο σύστημα VIES προκειμένου να πραγματοποιεί ενδοκοινοτικές συναλλαγές, με αποτέλεσμα να διωχθεί πειθαρχικά για το παράπτωμα της μη έγκαιρης απάντησης σε αιτήσεις και αναφορές πολιτών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. (Παράρτημα 2, άρθρο 107 παρ. 1 περ. ιγ' ΔΚ)
• Υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. παρερμηνεύοντας το αληθές περιεχόμενο μίας εισαγγελικής παραγγελίας χορήγησε, στον εν διαστάσει σύζυγο, μη σύννομα και πέραν του προβλεπομένου πιστοποιητικού για τα πάσης φύσεως εισοδήματα της συζύγου, επιπλέον οικονομικά και περιουσιακά στοιχεία της τελευταίας, προκειμένου να προσδιοριστεί το ύψος της διατροφής του ανήλικου τέκνου τους, με αποτέλεσμα την πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου για το παράπτωμα της ατελούς εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος. (Παράρτημα 2, άρθρο 107 παρ. 1 περ. κη' ΔΚ)
• Υπάλληλος Δ.Ο.Υ. προσέρχεται το πρωϊ στην υπηρεσία υπογράφοντας στο σχετικό βιβλίο παρουσίας τόσο για την προσέλευση όσο και για την αποχώρησή του και στη συνέχεια αποχωρεί χωρίς άδεια του προϊσταμένου ή υπογράφει για την προσέλευση, αποχωρεί και επιστρέφει το μεσημέρι για να υπογράψει για την αποχώρηση, χωρίς να προσφέρει τις υπηρεσίες που νόμιμα ο προϊστάμενος του αναθέτει. Επιπλέον απέχει αδικαιολόγητα από την εκτέλεση των καθηκόντων του καθώς σχεδόν καθημερινά απουσιάζει χωρίς νόμιμη άδεια του προϊσταμένου, με αποτέλεσμα να διωχθεί πειθαρχικά για τα παραπτώματα α) της μη τήρησης του ωραρίου, β) της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του και γ) της άρνησης ή παρέλκυσης εκτέλεσης υπηρεσίας. (Παράρτημα 2, άρθρο 107 παρ. 1 περ. κζ', ι' και κ' ΔΚ)
• Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. έχοντας πρόσβαση στο σύστημα taxis και σε φορολογικά στοιχεία φορολογουμένων εκτός της αρμοδιότητάς του, χορηγούσε σε τρίτα πρόσωπα μέσω e-mails, πληροφορίες και στοιχεία φυσικών ή νομικών προσώπων, όπως τις διευθύνσεις τους, τα περιουσιακά τους στοιχεία, τις τυχόν οφειλές τους προς το Δημόσιο, τις πηγές των εισοδημάτων τους, στοιχεία διαχειριστών και ομορρύθμων εταίρων στις περιπτώσεις εταιρειών κλπ., με αποτέλεσμα να του ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για το παράπτωμα της χρησιμοποίησης της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ιδίου ή τρίτων προσώπων. (Παράρτημα 2, άρθρο 107, παρ. 1 περ. ιδ' ΔΚ)
• Υπάλληλος Δ.Ο.Υ. απουσίαζε κατ' εξακολούθηση και αδικαιολογήτως αποχωρώντας από την υπηρεσία χωρίς άδεια του προϊσταμένου, οπότε με σχετική απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. του έγινε η αντίστοιχη περικοπή αποδοχών. Κατά τη στιγμή που ο αρμόδιος υπάλληλος πήγε να του επιδώσει την σχετική απόφαση, παρουσία πολλών συναδέλφων, αρνούμενος να την αποδεχθεί την έσκισε και μίλαγε με απρεπείς εκφράσεις για τον προϊστάμενο, οπότε του ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη για το παράπτωμα της κακόβουλης άσκησης κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εν γνώσει εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις. (Παράρτημα 2, άρθρο 107 παρ. 1. περ. ιζ' ΔΚ)
β) Πειθαρχικές ποινές
Οι πειθαρχικές ποινές αποτελούν το μέσο με το οποίο η δημόσια διοίκηση εκδηλώνει την απαξία της σε σχέση με ορισμένη συμπεριφορά του υπαλλήλου και τον αποδοκιμάζει γι' αυτήν. Επιβάλλονται μόνο από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα κατόπιν τήρησης της συγκεκριμένης πειθαρχικής διαδικασίας όπως προβλέπεται στα άρθρα 122 και επόμενα του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα.
Οι πειθαρχικές ποινές, όπως και τα πειθαρχικά παραπτώματα απαριθμούνται περιοριστικά, κατά σειρά βαρύτητας, στον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα (Παράρτημα 2, άρθρο 109 περ. α' έως η' ΔΚ) και, κατά πάγια αρχή του πειθαρχικού δικαίου, οι σχετικές διατάξεις δεν επιδέχονται διασταλτική ερμηνεία. Τούτο σημαίνει ότι τα πειθαρχικά όργανα μπορούν να επιβάλουν μόνο τις ποινές που ρητά ορίζονται στο νόμο.
Οι πειθαρχικές ποινές συνιστούν διοικητικές κυρώσεις και ανήκουν ειδικότερα στις υπηρεσιακές κυρώσεις αφού αφορούν τη σχέση που συνδέει τους υπαλλήλους με το Κράτος, ενώ διακρίνονται από τα διοικητικά μέτρα, όπως είναι η αργία, στην οποία γίνεται αναφορά κατωτέρω. Μία σημαντική αλλαγή που επήλθε με τον ν. 4325/2015 σχετικά με τις πειθαρχικές ποινές είναι ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της αυστηρότερης ποινής της οριστικής παύσης, η οποία μπορεί να επιβληθεί, πλέον, μόνο για την διάπραξη συγκεκριμένων πειθαρχικών παραπτωμάτων (Παράρτημα 2 άρθρο 109 παρ. 1 περ. η' ΔΚ) και όχι για όλων.
γ) Πειθαρχικά όργανα
Τα πειθαρχικά όργανα, όπως τα πειθαρχικά παραπτώματα και οι πειθαρχικές ποινές, απαριθμούνται στον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα περιοριστικά και αποκλειστικά (Παράρτημα 2, άρθρα 116 και 117 ΔΚ). Τούτο σημαίνει ότι την πειθαρχική εξουσία δεν μπορεί να την ασκήσει άλλο όργανο πέραν αυτών που ρητά ορίζει ο νόμος, η δε σχετική αρμοδιότητα είναι αμεταβίβαστη. Έτσι, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης δεν μπορεί να μεταβιβάσει την εκ του νόμου προερχόμενη πειθαρχική του αρμοδιότητα στον προϊστάμενο του τμήματος, ο οποίος δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πειθαρχικώς προϊσταμένους που ρητά προβλέπονται στο νόμο.
Επειδή η πειθαρχική εξουσία δεν ανήκει στο πρόσωπο αλλά στη θέση που αυτό κατέχει, ο νόμιμος αναπληρωτής του πειθαρχικώς προϊσταμένου νομίμως ασκεί την πειθαρχική αρμοδιότητα.
Τα πειθαρχικά όργανα διακρίνονται σε μονομελή και συλλογικά.
Τα μονομελή πειθαρχικά όργανα είναι :
Oι πειθαρχικώς προϊστάμενοι των υπαλλήλων. Ειδικότερα για τους υπαλλήλους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων είναι ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης, ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης και ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Επιπλέον, πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκεί και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης.
Κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος μπορεί να επιβάλλει την ποινή της έγγραφης επίπληξης, ενώ ανάλογα με την θέση που κατέχουν στην πυραμίδα της ιεραρχίας μπορούν να επιβάλλουν, ως ένα όριο την πειθαρχική ποινή του προστίμου. Επί παραδείγματι, ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων μπορεί να επιβάλλει μέχρι και τις αποδοχές ενός (1) μηνός του υπαλλήλου, ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης μέχρι και τα 2/3 των μηνιαίων αποδοχών του και ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης μέχρι και το ¼ των μηνιαίων αποδοχών. (Παράρτημα 2, άρθρο 118 παρ. 1 περιπτώσεις δ', στ' και ζ' ΔΚ)
Κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος που επιλαμβάνεται μίας υποθέσεως δύναται να την παραπέμψει σε οποιονδήποτε ανώτερο αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενο, εφόσον κρίνει ότι το διαπραχθέν πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του. Η περαιτέρω παραπομπή της υπόθεσης από πειθαρχικώς προϊστάμενο μπορεί να φθάσει μέχρι και τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Αν ο Διοικητής κρίνει ότι το διαπραχθέν πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της δικής του αρμοδιότητας, τότε παραπέμπει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο. Τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα είναι :
i) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του οικείου φορέα (ΑΑΔΕ), του οποίου η σύσταση και συγκρότηση προβλέπεται στις διατάξεις του ν. 4389/2016 περί «Σύστασης Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» (Παράρτημα 2, άρθρο 31, παρ. 1α). Το εν λόγω Συμβούλιο, όπως άλλωστε όλα τα πειθαρχικά συμβούλια, έχει γενική πειθαρχική αρμοδιότητα, καθώς παρουσιάζει μεγαλύτερα εχέγγυα αντικειμενικότητας, και μπορεί να επιβάλλει οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, από την πιο ήπια που είναι η έγγραφη επίπληξη, μέχρι και την αυστηρότερη που είναι η οριστική παύση. Επιλαμβάνεται μίας υποθέσεως σε πρώτο βαθμό κατόπιν παραπομπής από τον Διοικητή και σε δεύτερο βαθμό ύστερα από άσκηση ένστασης κατά αποφάσεων των πειθαρχικώς προϊσταμένων. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας του ανωτέρω πειθαρχικού συμβουλίου, προβλέπεται στις μεταβατικές διατάξεις του νόμου (Παράρτημα 2, άρθρο 38 παρ. 2) ότι τα ήδη υφιστάμενα Α' και Β' κοινά Πειθαρχικά Συμβούλια του Υπουργείου Οικονομικών είναι αρμόδια για τα θέματα του προσωπικού της Αρχής κατά τον λόγο αρμοδιότητάς τους.
ii) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης, το οποίο αποφαίνεται, κατά κανόνα, ύστερα από ένσταση κατά αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων. (Παράρτημα 2, άρθρο 120 ΔΚ)
Εκτός από τα ανωτέρω διοικητικά συλλογικά πειθαρχικά όργανα, πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν και τα δικαστήρια και συγκεκριμένα
iii) Το Διοικητικό Εφετείο και
iv) Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατόπιν άσκησης υπαλληλικής προσφυγής. (Παράρτημα 2, άρθρο 116 ΔΚ)
δ) Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
Ενόψει του γεγονότος ότι στο κομμάτι της καταπολέμησης της διαφθοράς και της τήρησης της αρχής της νομιμότητας από τους υπαλλήλους που υπηρετούν σε υπηρεσίες της Αρχής, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων (Δ.ΕΣ.ΥΠ.) της Αρχής, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ενδεικτικά οι βασικές αρμοδιότητές της που σχετίζονται μ' αυτό το στόχο και αναφέρονται στο άρθρο 12 του Οργανισμού της ΑΑΔΕ (σχετική η με αρ. Δ.ΟΡΓ. Α 1036960/10-03-2017 (ΦΕΚ Β' 968/22-03-2017) Απόφαση του Διοικητή). Έτσι η εν λόγω Διεύθυνση:
• Διενεργεί στοχευμένους οικονομικούς και διαχειριστικούς ελέγχους των δημοσίων υπολόγων και δημοσίων διαχειρίσεων και προβαίνει στον καταλογισμό των ευθυνομένων,
• Εντοπίζει, διερευνά και εξιχνιάζει ποινικά αδικήματα και πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράττονται από υπαλλήλους της Αρχής ή που συμμετέχουν σε αυτά, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011, όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει,
• Διενεργεί διοικητικές έρευνες, ένορκες διοικητικές εξετάσεις, προκαταρκτικές εξετάσεις ή προανακρίσεις, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ή αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν εντολής από αρμόδιο όργανο ή μετά από αυτόφωρη σύλληψη, είτε βάσει καταγγελιών ή πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί, επεξεργαστεί και αξιολογηθεί για τη διερεύνηση των αδικημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011, όπως ισχύει,
• Διενεργεί ελέγχους περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων όλων των επιπέδων της ιεραρχίας της ΑΑΔΕ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011, όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
• Πέραν των ανωτέρω στη Δ.ΕΣ.ΥΠ. λειτουργεί Γραφείο Καταγγελιών το οποίο είναι αρμόδιο για την υποδοχή όλων των καταγγελιών, πληροφοριών και στοιχείων που σχετίζονται με την αποστολή της υπηρεσίας, τα οποία καταγράφει, καθώς και για τη διερεύνηση, την επεξεργασία, τη σύνθεση, την ανάλυση, την αξιολόγηση και την αξιοποίηση των ανωτέρω καταγγελιών και κάθε πληροφοριακού υλικού και στοιχείου που αφορά σε διάπραξη ποινικών αδικημάτων και πειθαρχικών παραπτωμάτων υπαλλήλων της ΑΑΔΕ, τα οποία στη συνέχεια τα θέτει υπόψη του Προϊσταμένου του Τμήματος για περαιτέρω επεξεργασία. (Παράρτημα 2, Απόφαση Διοικητή Δ.ΟΡΓ. Α 1036960/10-03-2017 (ΦΕΚ Β' 968/22-03-2017), άρθρο 12)
ε) Πειθαρχική διαδικασία
Η πειθαρχική διαδικασία περιλαμβάνει τόσο τις προπαρασκευαστικές πράξεις πριν την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, όσο και τα στάδια που ακολουθούν μέχρι και την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα (Παράρτημα 6, Διαγράμματα 1 και 2). Είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη διαδικασία.
Ακολούθως περιγράφονται τα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας, από την έναρξη συλλογής στοιχείων μέχρι την έκδοση της όποιας πειθαρχικής απόφασης.
1. Η προκαταρκτική εξέταση που είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων και πληροφοριών με σκοπό τη διαπίστωση ή μη τέλεσης του φερόμενου πειθαρχικού παραπτώματος και τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτό τελέστηκε. (Παράρτημα 2, άρθρο 125 ΔΚ)
2. Η Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.) η οποία διενεργείται κάθε φορά που η Διοίκηση έχει σοβαρές υπόνοιες, δηλ. πληροφορίες αξιόλογες και σημαντικές ή σαφείς ενδείξεις για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Αυτό σημαίνει ότι όταν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις η αρμόδια υπηρεσία δεν μπορεί να το παραβλέψει αλλά οφείλει να διερευνήσει την υπόθεση, υπό τον τύπο της ΕΔΕ, καθώς έτσι διασφαλίζεται και το υπηρεσιακό κύρος αλλά και η προσωπικότητα του υπαλλήλου από αβάσιμες και αναπόδεικτες κατηγορίες ή και φήμες. Σκοπός της ΕΔΕ είναι η συλλογή στοιχείων, βάσει τυπικής διαδικασίας, για τη διαπίστωση της τέλεσης ή μη πειθαρχικού παραπτώματος, για τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ενέχονται και φέρουν ευθύνη και για τη διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε το πειθαρχικό παράπτωμα. Αποτελεί ανακριτική μέθοδο, διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και, κατά ρητή διάταξη, δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης, στοιχείο που την διαφοροποιεί από την πειθαρχική ανάκριση, η οποία διενεργείται μετά την έναρξη της πειθαρχικής δίωξης. Η ΕΔΕ ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης από αυτόν που την διενεργεί προς τον πειθαρχικώς προϊστάμενο που την διέταξε. Εάν διαπιστωθεί η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ο πειθαρχικώς προϊστάμενος υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη (Παράρτημα 2, άρθρο 126 ΔΚ).
3. Η κλήση σε απολογία: εφόσον ο πειθαρχικώς προϊστάμενος ολοκληρώσει τη διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσης και διαπιστώσει διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος καλεί τον υπάλληλο σε απολογία, εάν κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή την οποία μπορεί να επιβάλει ο συγκεκριμένος πειθαρχικώς προϊστάμενος. Διαφορετικά παραπέμπει την υπόθεση στον ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο μέχρι τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Εάν ο τελευταίος κρίνει ότι το διαπραχθέν πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη και της δικής του αρμοδιότητας παραπέμπει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο (Παράρτημα 2, άρθρο 134 ΔΚ και άρθρο 14 περ. στ' του ν. 4389/2016).
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι ο πειθαρχικώς προϊστάμενος δύναται, στις περιπτώσεις εκείνες όπου η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος είναι πραγματικό γεγονός
αυταπόδεικτο, να προχωρήσει απευθείας στην κλήση σε απολογία χωρίς να προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση.
Η κλήση σε απολογία αποτελεί απόλυτο ατομικό δικαίωμα του υπαλλήλου, υπό την έννοια ότι ο υπάλληλος δεν μπορεί να παραιτηθεί από το εν λόγω δικαίωμα. Είναι ουσιώδης τύπος της διαδικασίας και αυτό σημαίνει ότι η τυχόν παράλειψη του σταδίου της απολογίας επάγεται την ακυρότητα της πειθαρχικής απόφασης. Παρόλα αυτά η παράλειψη της κλήσης σε απολογία καλύπτεται από την υποβολή έγγραφης απολογίας. Η κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο ή η παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο συνιστά έναρξη της πειθαρχικής δίωξης.
4. Η πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται κυρίως κατά τη διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος ενώ, μπορεί να διεξαχθεί και κατά τη διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικώς προϊσταμένων, όταν κρίνεται απαραίτητο. (Παράρτημα 2, άρθρο 127 και επ. ΔΚ)
5. Η κατάθεση της απολογίας : ο διωκόμενος υπάλληλος, αφού κληθεί σε απολογία, καταθέτει την απολογία του εγγράφως. Ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου δύναται να καταθέσει προφορική συμπληρωματική απολογία. Παρέχεται η δυνατότητα στον πειθαρχικά διωκόμενο υπάλληλο, προτού καταθέσει την απολογία του να ζητήσει να λάβει γνώση και αντίγραφα του φακέλου της υπόθεσης. Επίσης έχει το δικαίωμα να ζητήσει εύλογη προθεσμία για να υποβάλλει, ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου που τον κάλεσε, έγγραφα στοιχεία (Παράρτημα 2, άρθρο 135 ΔΚ). Μετά την κατάθεση της απολογίας του υπαλλήλου είτε στον πειθαρχικώς προϊστάμενο είτε στο πειθαρχικό συμβούλιο περνάμε στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας.
6. Η εκτίμηση των αποδείξεων και η έκδοση της πειθαρχικής απόφασης:
α) Όταν η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του πειθαρχικώς προϊσταμένου, μετά την κατάθεση της απολογίας του υπαλλήλου, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος, που πλέον ενεργεί ως πειθαρχικός δικαστής, προβαίνει στην εκτίμηση των αποδείξεων (Παράρτημα 2, άρθρο 139 ΔΚ) και αφού μορφώσει άποψη τόσο για την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών, που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, όσο και για την ύπαρξη της υπαιτιότητας και του καταλογισμού του υπαλλήλου, εκδίδει την πειθαρχική απόφαση, η οποία είτε απαλλάσσει τον υπάλληλο από την πειθαρχική του ευθύνη είτε επιβάλει, κατά την κρίση του, ανάλογη ποινή εντός των πλαισίων της αρμοδιότητάς του.
β) Όταν η υπόθεση παραπέμπεται στο πειθαρχικό συμβούλιο ο πρόεδρος του συμβουλίου, με πράξη του ορίζει τόπο, ημέρα και ώρα συνεδρίασης και την κοινοποιεί στον διωκόμενο υπάλληλο. Ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να παρασταθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου είτε αυτοπροσώπως, είτε διά είτε μετά πληρεξουσίου δικηγόρου. Μετά την ακρόαση του υπαλλήλου, το πειθαρχικό συμβούλιο εκτιμά το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και αποφαίνεται περί της ενοχής ή μη του υπαλλήλου εκδίδοντας τη σχετική πειθαρχική απόφαση. Η απόφαση αυτή είτε απαλλάσσει τον υπάλληλο από την πειθαρχική ευθύνη, είτε τον κρίνει ένοχο και του επιβάλλει πειθαρχική ποινή. (Παράρτημα 2, άρθρα 136 και 140 ΔΚ)
Η πειθαρχική απόφαση φέρει πάντοτε τον έγγραφο τύπο και πρέπει να μνημονεύει απαραιτήτως, την αιτιολογία, τα πραγματικά περιστατικά και τα στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, το ονοματεπώνυμο του κρινόμενου υπαλλήλου, την υποβολή ή μη απολογίας, τη γνώμη των μελών που τυχόν μειοψήφησαν. Η πειθαρχική απόφαση κοινοποιείται στον υπάλληλο όπως και στα όργανα της διοίκησης που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Ιδιαίτερα στον υπάλληλο, του γνωστοποιούνται επιπλέον τα ένδικα μέσα με τα οποία δύναται να προσβάλει την πειθαρχική απόφαση κατά περίπτωση, δηλαδή ένσταση ή προσφυγή καθώς και η σχετική προθεσμία ασκήσεώς τους. (Παράρτημα 2, άρθρο 140 ΔΚ)
στ) Διοικητικά μέτρα και πειθαρχική διαδικασία
Όσον αφορά το διοικητικό μέτρο της αργίας κρίνεται απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι μετά την ισχύ του ν. 4325/2015 περιορίστηκε κατά πολύ η εφαρμογή του μέτρου της αυτοδίκαιης αργίας σε σχέση με την πειθαρχική διαδικασία, αποκαθιστώντας εν πολλοίς το τεκμήριο της αθωότητας του υπαλλήλου. Έτσι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, πέραν της κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας, ενεργοποιείται η διαδικασία λήψης διοικητικών μέτρων σε βάρος των υπαλλήλων, ως ακολούθως :
• Όταν σε βάρος ενός υπαλλήλου επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης τίθεται αυτοδίκαια σε αργία από την ημέρα που θα του κοινοποιηθεί η σχετική πειθαρχική απόφαση, η οποία λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύτηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην περίπτωση που ασκήθηκε προσφυγή (Παράρτημα 2 άρθρο 103 του ΔΚ).
• Εκτός από την περίπτωση αυτή όπου ο υπάλληλος τίθεται σε αυτοδίκαιη αργία, προβλέπεται η δυνατότητα θέσης του υπαλλήλου σε δυνητική αργία εάν ασκηθεί σε βάρος του πειθαρχική δίωξη μόνο για τα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης ή εάν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή αρμόδιου επιθεωρητή. (Παράρτημα 2, άρθρο 104 περ. β' και γ' και άρθρο 109 περ. η' ΔΚ). Στην περίπτωση της δυνητικής αργίας η διοίκηση λειτουργεί δυνητικά, και όχι υποχρεωτικά όπως συμβαίνει με την αυτοδίκαιη αργία, οπότε προηγείται γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, όπου υποχρεωτικά καλείται ο υπάλληλος σε προηγούμενη ακρόαση. Η πράξη με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε αργία εκδίδεται από το Διοικητή της ΑΑΔΕ και φέρει τον τύπο της απόφασης. Η αργία ξεκινάει από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης. Ομοίως και η πράξη επαναφοράς του υπαλλήλου εκδίδεται από το Διοικητή (Παράρτημα 2, άρθρα 7 και 24 του ν. 4389/2016). Μετά την πάροδο έτους από την θέση σε αργία το πειθαρχικό συμβούλιο γνωμοδοτεί για την συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται, και εκδίδεται σχετική απόφαση από το Διοικητή. Σε κάθε περίπτωση η δυνητική αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο διετίας από την έκδοση της απόφασης θέσης του υπαλλήλου σε αργία.
• Ο υπάλληλος που τελεί σε κατάσταση αργίας απέχει από τα κύρια και παρεπόμενα καθήκοντά του και λαμβάνει το ήμισυ των αποδοχών του (Παράρτημα 2, άρθρο 105 του ΔΚ).
• Σημειώνεται ότι πέραν των προαναφερομένων προϋποθέσεων όπου ο υπάλληλος τίθεται, είτε σε αυτοδίκαιη είτε σε δυνητική αργία στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας, υπάρχουν αντίστοιχα δύο ακόμη περιπτώσεις, που προβλέπονται στις διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, για τις οποίες γίνεται ρητή αναφορά παρακάτω στο κεφάλαιο της ποινικής ευθύνης, διότι εξαρτώνται από την ποινική διαδικασία.
• Πέραν της αυτοδίκαιης και δυνητικής αργίας, σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και πριν γνωμοδοτήσει το πειθαρχικό συμβούλιο, μπορεί να επιβληθεί σε βάρος υπαλλήλου της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, από το Διοικητή αυτής, ως το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο διοίκησής της, το διοικητικό μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του. Το εν λόγω μέτρο αίρεται αυτοδικαίως εάν το πειθαρχικό συμβούλιο δεν γνωμοδοτήσει για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την θέση του υπαλλήλου σε αναστολή άσκησης καθηκόντων. (Παράρτημα 2, άρθρο 104 παρ. 2 ΔΚ)
• Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αργία όπως και η αναστολή άσκησης καθηκόντων διαφοροποιείται από τις πειθαρχικές ποινές, αποτελεί εξαιρετικό διοικητικό μέτρο προσωρινού χαρακτήρα, το οποίο συνεπάγεται την, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, διακοπή της ενεργού άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου και δεν επιφέρει λύση της υπαλληλικής του σχέσης.
ζ) Ένδικα βοηθήματα κατά των πειθαρχικών αποφάσεων
Τα ένδικα βοηθήματα τα οποία δύναται ο υπάλληλος να ασκήσει κατά πειθαρχικών αποφάσεων είναι, κατά βάση, δύο: η ένσταση και η προσφυγή. Η ένσταση ασκείται ενώπιον διοικητικών οργάνων, ενώ η προσφυγή ενώπιον δικαστηρίων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να ζητήσει επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας.
i) Ένσταση
• Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων (μονομελή πειθαρχικά όργανα), πλην του Διοικητή, υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου. Ο τιμωρηθείς υπάλληλος δύναται να ασκήσει ένσταση κατά της καταδικαστικής απόφασης ανεξαρτήτως του ύψους της ποινής. Πλην του υπαλλήλου, ένσταση δύναται να ασκήσει α) κάθε ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος και β) ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης ακόμη και στην περίπτωση της αθωωτικής απόφασης. Η ένσταση ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της σχετικής απόφασης. (Παράρτημα 2, άρθρο 141 ΔΚ)
• Οι αποφάσεις του πειθαρχικού συμβουλίου (συλλογικό πειθαρχικό όργανο) υπόκεινται σε ένσταση, ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, από τον υπάλληλο που τιμωρήθηκε, μόνο στις περιπτώσεις επιβολής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών και άνω, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης. Όταν η επιβληθείσα ποινή είναι πρόστιμο αποδοχών μικρότερο των τεσσάρων (4) μηνών τότε το δικαίωμα του υπαλλήλου να ασκήσει ένσταση γεννάται μόνο εφόσον κατά της απόφασης έχει ασκηθεί ένσταση υπέρ της διοίκησης. Και σ' αυτή την περίπτωση η προθεσμία άσκησης της ένστασης είναι είκοσι (20) ημέρες. Σημειωτέον ότι όλες οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκειται σε ένσταση, υπέρ της διοίκησης, την οποία ασκεί είτε ο Διοικητής είτε ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης. (Παράρτημα 2, άρθρο 141 ΔΚ)
• Όταν η ένσταση ασκείται μόνο από τον υπάλληλο ή υπέρ του, το πειθαρχικό συμβούλιο της οικείας υπηρεσίας και το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο δεν μπορούν να χειροτερεύσουν τη θέση του υπαλλήλου, δηλ. δεν μπορούν να του επιβάλουν αυστηρότερη ποινή. Όταν ασκείται ένσταση και από τον υπάλληλο και από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο ή από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης υπέρ της διοίκησης, το πειθαρχικό συμβούλιο ή το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να κρίνουν ελευθέρως δηλ. να επιβάλουν είτε βαρύτερη είτε ελαφρότερη ποινή. (Παράρτημα 2, άρθρο 141 ΔΚ)
ii) Προσφυγή
Οι υπάλληλοι μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου στις ακόλουθες περιπτώσεις:
• κατά των αποφάσεων του Διοικητή της ΑΑΔΕ,
• κατά των αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή, πλην της έγγραφης επίπληξης, του προστίμου αποδοχών έως ενός μηνός, του υποβιβασμού και της οριστικής παύσης.
• κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου φορέα που επιβάλλουν την πειθαρχική ποινή του προστίμου αποδοχών από ένα (1) έως τέσσερις (4) μήνες, εφόσον δεν ασκήθηκε ένσταση υπέρ της διοίκησης. (Παράρτημα 2, άρθρο 142 ΔΚ)
Οι υπάλληλοι μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στις ακόλουθες περιπτώσεις:
• κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου φορέα που επιβάλλουν τις ποινές της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. (Παράρτημα 2, άρθρο 141 παρ. 8 ΔΚ, όπως προστέθηκε με τις διατάξεις του ν. 4152/2013)
• κατά των αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλουν τις ποινές της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού ( Παράρτημα 2, άρθρο 142 ΔΚ).
Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου και ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης. (άρθρο 41 του Π.Δ. 18/1989 και άρθρο 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
Το Διοικητικό Εφετείο και το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνουν μετά από προσφυγή του υπαλλήλου, δεν μπορούν να χειροτερεύσουν τη θέση του.
iii) Επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας
Πέραν των ανωτέρω, ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε, καθώς και ο Διοικητής της ΑΑΔΕ έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας. (Παράρτημα 2, άρθρα 114 και 143 ΔΚ)
• Ο τιμωρηθείς υπάλληλος μπορεί να ζητήσει την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, εάν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, με την οποία του είχε επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη, για την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικά.
• Ο Διοικητής της ΑΑΔΕ μπορεί να ζητήσει την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας στις περιπτώσεις που, μετά την έκδοση απαλλακτικής πειθαρχικής απόφασης ή απόφασης που επιβάλλει ποινή κατώτερη της οριστικής παύσης, εκδοθεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση.
• Η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να ζητηθεί τόσο από τον υπάλληλο όσο και από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους, από τη δημοσίευση της αμετάκλητης ποινικής απόφασης, κατά περίπτωση.
iv) Αίτηση ακύρωσης
Κρίνεται σκόπιμο να αναφέρουμε ότι, πέραν των ανωτέρω βασικών ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπει ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας, στα πλαίσια απονομής του πειθαρχικού δικαίου, οι υπάλληλοι μπορούν να προσβάλουν, ενώπιον του διοικητικού εφετείου, με το γενικό ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης, όλες τις διοικητικές πράξεις που εκδίδονται προκειμένου να εκτελεστεί μία πειθαρχική απόφαση καθώς και τις αποφάσεις θέσης του υπαλλήλου σε αργία.
Γ.2. ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Παράλληλα με την πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ είναι δυνατόν να συντρέχει και η ποινική τους ευθύνη, όταν μία πράξη ή παράλειψη των υπαλλήλων συνιστά παράβαση διατάξεων του ποινικού δικαίου και συγκεκριμένα όταν εμπίπτει στην έννοια του ποινικού αδικήματος.
Οι υπάλληλοι υπέχουν ιδιαίτερη ποινική ευθύνη το πλαίσιο της οποίας καθορίζεται τόσο από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και συγκεκριμένα από τα άρθρα 235 έως 263α στα οποία προβλέπονται όλα τα αδικήματα σχετικά με την υπηρεσία και προϋποθέτουν την υπαλληλική ιδιότητα του δράστη, όσο και από ειδικές διατάξεις.
Η ποινική ευθύνη διαφοροποιείται σε σχέση με την πειθαρχική ευθύνη ως προς τα τρία κύρια χαρακτηριστικά τους: α) τον σκοπό που επιδιώκουν, β) τη φύση των κυρώσεων και γ) την διαδικασία με την οποία επιβάλλονται:
α) σκοπός του πειθαρχικού κολασμού είναι η επιδίωξη της καλής λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, η διασφάλιση της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και εν τέλει η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, μέσω της συμμόρφωσης των υπαλλήλων προς τα καθήκοντά τους. Ενώ, σκοπός του ποινικού κολασμού είναι η εξασφάλιση της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και η προστασία της κοινωνίας από παραβατικές συμπεριφορές των πολιτών της, μέσω της τήρησης των επιταγών ποινικών νόμων από όλα τα μέλη της κοινωνίας.
β) οι πειθαρχικές κυρώσεις είναι διοικητικής φύσεως, αναφέρονται αποκλειστικά στην ειδική σχέση του υπαλλήλου με το κράτος και επιβάλλονται με πειθαρχικές αποφάσεις, οι οποίες είναι διοικητικές πράξεις, ενώ οι ποινικές κυρώσεις επιβάλλονται με δικαστικές αποφάσεις και ανήκουν στη σφαίρα της δικαστικής εξουσίας.
γ) η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων αποτελεί άσκηση διοικητικής αρμοδιότητας και διενεργείται από τα πειθαρχικά όργανα, ενώ η επιβολή των ποινικών κυρώσεων γίνεται από τα δικαστήρια με δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας.
α) Σχέση πειθαρχικής και ποινικής ευθύνης
Σύμφωνα με το άρθρο 114 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική δίκη. Το αυτοτελές σημαίνει ότι δεν ταυτίζεται με την ποινική δίκη και το ανεξάρτητο ότι, κατ' αρχάς, δεν επηρεάζεται από τις συνέπειες της ποινικής δίκης. Ωστόσο υπάρχει ένας βαθμός αλληλεξάρτησης μεταξύ των δύο διαδικασιών:
• Όταν η αποδιδόμενη στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη συνιστά ταυτόχρονα την αντικειμενική υπόσταση ενός πειθαρχικού παραπτώματος και ενός ποινικού αδικήματος, στοιχειοθετεί δηλ. και πειθαρχική και ποινική ευθύνη του υπαλλήλου, τότε ξεκινούν δύο παράλληλες διαδικασίες, η πειθαρχική και η ποινική. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση δωροληψίας υπαλλήλου η οποία εκτός από ποινικό αδίκημα, πειθαρχικά αποδίδεται με τα παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα και της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς υπαλλήλου. Ωστόσο οι δύο διαδικασίες έχουν διαφορετικές συνέπειες και επισύρουν δύο διαφορετικές κυρώσεις.
• Στην περίπτωση αυτή όπου τα πραγματικά περιστατικά ενός πειθαρχικού παραπτώματος στοιχειοθετούν και την αντικειμενική υπόσταση ενός ποινικού αδικήματος, οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι υποχρεούνται να ενημερώσουν, χωρίς καθυστέρηση, μέσω μηνυτήριας αναφοράς, τον αρμόδιο εισαγγελέα για τη διάπραξη του φερόμενου ως πειθαρχικού παραπτώματος. (Παράρτημα 3, άρθρο 37 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας - ΚΠοινΔ)
• Αντίστοιχη υποχρέωση υφίσταται και ως προς τις δικαστικές αρχές οι οποίες οφείλουν να ενημερώσουν τη Διοίκηση σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος ενός υπαλλήλου. (άρθρο 114 του ΔΚ όπως ισχύει)
• Οι βασικές αρχές που ισχύουν στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και την ποινική δικονομία εφαρμόζονται αναλόγως και στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας, όπως για παράδειγμα η αρχή "non bis in idem", δηλ. μη διπλή καταδικαστική απόφαση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και το τεκμήριο της αθωότητας.
• Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από προηγούμενη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου αναφορικά με τα στοιχεία που καταφάσκονται στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.7 Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι εάν ένας υπάλληλος έχει κριθεί αθώος από κάποιο ποινικό δικαστήριο, το πειθαρχικό όργανο δεν μπορεί να τον κρίνει ένοχο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά καθότι το όργανο δεσμεύεται από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.
• Παρότι η ποινική ευθύνη διαφοροποιείται από την πειθαρχική αξίζει να αναφερθεί ότι η τελευταία τροποποίηση του άρθρου 114 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα εισήγαγε νέες ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες8 η αρμόδια δικαστική αρχή οφείλει να ενημερώνει την υπηρεσία του υπαλλήλου σε κάθε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του, έκδοσης βουλεύματος ή απόφασης, καθώς και εγκλεισμού του σε σωφρονιστικό κατάστημα, τα δε αρμόδια πειθαρχικά όργανα οφείλουν εντός είκοσι (20) ημερών να αποφαίνονται αιτιολογημένα για την άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης. Σύμφωνα λοιπόν με τις ανωτέρω διατάξεις, πολύ συχνά, η ποινική δίωξη είναι δυνατόν να οδηγεί και σε πειθαρχική δίωξη.
β) Ποινικά αδικήματα
Τα βασικότερα από τα ποινικά αδικήματα για τα οποία μπορεί να κατηγορηθούν οι υπάλληλοι της ΑΑΔΕ, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, είναι τα εξής:
• Δωροληψία υπαλλήλου (άρθρο 235 του Ποινικού Κώδικα ΠΚ),
• Εμπορία επιρροής - μεσάζοντες (άρθρο 237Α ΠΚ),
• κατάχρηση εξουσίας (άρθρο 239 του ΠΚ),
• διάπραξη παραβάσεων κατά την εκτέλεση των ποινών (άρθρο 240 του ΠΚ),
• παραβίαση του οικιακού ασύλου (άρθρο 241 του ΠΚ),
• ψευδής βεβαίωση, νόθευση, καταστροφή ή υπεξαγωγή εγγράφου (άρθρο 242 του ΠΚ),
• παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας του προσώπου που αναφέρεται στο έγγραφο από τον συντάκτη αυτού (άρθρο 243 του ΠΚ),
• καταπίεση (άρθρο 244 του ΠΚ),
• παραβίαση του υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρο 252 του ΠΚ),
• αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης (άρθρο 254 του ΠΚ),
• αθέμιτη συμμετοχή (άρθρο 255 του ΠΚ),
• απιστία στην υπηρεσία (άρθρο 256 του ΠΚ),
• εκμετάλλευση εμπιστευμένων εγγράφων (άρθρο 257 του ΠΚ),
• υπεξαίρεση στην υπηρεσία (άρθρο 258 του ΠΚ),
• παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 του ΠΚ)
• παρότρυνση υφισταμένων και ανοχή (άρθρο 261 του ΠΚ).
Ειδικότερα ως προς την διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, ως γενικότερη διάταξη που περιγράφει την παράβαση καθήκοντος, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση κάποιου άλλου από τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα. Προκειμένου να αποσαφηνιστεί έτι περαιτέρω η έννοια του ποινικού αδικήματος της παράβασης καθήκοντος παραθέτουμε ενδεικτικά δύο παραδείγματα κατά τα οποία τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης απέδωσαν σε υπαλλήλους της ΑΑΔΕ το εν λόγω αδίκημα:
• Υπάλληλος του Τμήματος Εσόδων Δ.Ο.Υ. εξέδιδε κατ' εξακολούθηση παράνομα αποδεικτικά φορολογικής ενημερότητας (Α.Φ.Ε.), πάνω από εκατό στο σύνολο, σε τρίτα πρόσωπα- φορολογούμενους, χωρίς να πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοσή τους. Συγκεκριμένα μερικοί εξ αυτών ήταν οφειλέτες του Δημοσίου και δεν μπορούσαν να πάρουν φορολογική ενημερότητα, άλλοι δεν είχαν υποβάλει καν σχετική αίτηση για την χορήγηση του ΑΦΕ, ενώ άλλοι δεν είχαν υποβάλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των τελευταίων ετών (Ε1) ή την τελευταία εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α.
• Προϊστάμενος του Τμήματος Εσόδων μίας Δ.Ο.Υ. εξέδωσε παρανόμως, κάνοντας χρήση του κωδικού taxis και τη σφραγίδα άλλης υπαλλήλου, δύο αποδεικτικά φορολογικής ενημερότητας (Α.Φ.Ε.) σε δύο συγγενικά της πρόσωπα τα οποία είχαν συνολικές οφειλές προς το Δημόσιο ύψους 180.000 € ο πρώτος και 6.000 € ο δεύτερος, βεβαιωμένες σε άλλη Δ.Ο.Υ. και παρότι ήταν υπόχρεοι δεν είχαν υποβάλλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος (Ε1) και δηλώσεις Φ.Π.Α.
Και στις δύο περιπτώσεις οι υπάλληλοι καταδικάστηκαν, στην μία περίπτωση αμετάκλητα στην άλλη σε πρώτο βαθμό και εκκρεμεί στο εφετείο. Ωστόσο, κρίνεται αναγκαίο να αναφερθεί ότι, ενώ υπάρχουν πολλές περιπτώσεις άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος υπαλλήλων της ΑΑΔΕ για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος του 259 του Π.Κ., στη διαδικασία του ακροατηρίου αθωώνονται, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό.
Επίσης, ποινική ευθύνη των υπαλλήλων ενδέχεται να προκύψει και λόγω παράβασης των διατάξεων του κοινού ποινικού δικαίου οι οποίες είναι εφαρμοστέες σε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα δηλαδή από την ιδιότητά τους ως δημοσίων υπαλλήλων. Τέτοια περίπτωση είναι η διάπραξη του κοινού ποινικού αδικήματος της εκβίασης (άρθρο 385 ΠΚ), της πλαστογραφίας ή της χρήσης πλαστού εγγράφου (άρθρο 216 ΠΚ) ή της απάτης (άρθρο 386 ΠΚ).
Πέραν των ανωτέρω γενικών διατάξεων, υπάρχει επίσης ένα σύνολο ειδικών διατάξεων που προβλέπουν τόσο ειδικά ποινικά αδικήματα όσο και ποινικές κυρώσεις σε βάρος των δημοσίων υπαλλήλων, εφόσον έχουν διαπράξει ένα από τα εν λόγω αδικήματα σε βάρος του Δημοσίου. Για παράδειγμα, η διάταξη του άρθρου 159 του ν. 2960/2001 Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας (ΕΤΚ) (Παράρτημα 3), προβλέπει το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 προβλέπει ότι εάν η ζημία που προκλήθηκε στο Δημόσιο από ενέργειες ή παραλείψεις δημοσίου υπαλλήλου υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσό, η πράξη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος. Επίσης, ο ν. 3213/2003 όπως ισχύει αποτελεί παράδειγμα ειδικής διάταξης σύμφωνα με την οποία γεννάται ποινική ευθύνη ειδικών κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων σχετικά με την παράβαση της υποχρέωσης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης.
Ακολούθως παραθέτουμε παραδείγματα πράξεων ή παραλείψεων υπαλλήλων οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί από τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης, ως ποινικά αδικήματα:
• Υπάλληλος ΔΟΥ κρίθηκε ένοχος δωροληψίας επειδή πρότεινε να λάβει χρήματα με σκοπό να μην καταχωρίσει φορολογική παράβαση κατά εταιρείας που είχε υποβληθεί σε έλεγχο για τη μη έκδοση απόδειξης πώλησης αγαθών. Η ποινή που επιβλήθηκε ήταν δέκα (10) μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή.9
• Υπάλληλος ΔΟΥ κρίθηκε ένοχος πλαστογραφίας διότι έλαβε το ποσό 1.050.000 δρχ. από φορολογούμενο χωρίς να καταχωρίσει το ποσό στο TAXIS ή στο σχετικό μητρώο του φορολογούμενου, ενώ εξέδωσε διπλότυπο είσπραξης, το οποίο δεν αποτελούσε νόμιμο αποδεικτικό μέσο πληρωμής στο οποίο τίθεται η υπογραφή και η σφραγίδα ταμία της ΔΟΥ.10
• Υπάλληλος ΔΟΥ κρίθηκε ένοχος υπεξαίρεσης διότι εισέπραξε μερική καταβολή οφειλής από φορολογούμενο χωρίς να την καταχωρίσει στο σχετικό μητρώο του φορολογούμενου, ενώ παρακράτησε το σχετικό ποσό για τον εαυτό του.11
• Υπάλληλοι ΔΟΥ κρίθηκαν ένοχοι ο ένας για απόπειρα εκβίασης κατ' επάγγελμα και παθητική δωροδοκία και ο άλλος για απλή συνέργεια στις ανωτέρω πράξεις επειδή εκβίαζαν επιχειρηματία κατά τον έλεγχο της επιχείρησης να τους δώσει χρηματικό ποσό, το οποίο και έλαβαν, προκειμένου να μην του καταλογίσουν φορολογικές παραβάσεις που διαπίστωσαν. Η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν έξι (6) χρόνια κάθειρξη και αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για τρία (3) έτη.
• Ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος υπαλλήλου της φορολογικής διοίκησης γιατί παραβίασε τις διατάξεις περί φορολογικού απορρήτου (άρθρο 85 του ν. 2238/1994).
• Ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος υπαλλήλου της ΔΟΥ γιατί εκβίασε επιχειρηματία απειλώντας με βλάβη την επιχείρηση του εξαναγκαζόμενου.
• Ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος υπαλλήλου μίας ΔΟΥ επειδή ζήτησε και έλαβε δώρο από επιχειρηματία προκειμένου να μην του καταλογίσει διαπιστωθείσες παραβάσεις, το δε αθέμιτο όφελος από την πράξη του αυτή κρίθηκε ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Αναφορικά με τη δυνατότητα υποβολής μήνυσης κατά δημοσίου υπαλλήλου, ενώπιον του αρμοδίου εισαγγελέα, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής :
• Η κατάθεση αναφοράς ή μήνυσης στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή σε ανακριτικό υπάλληλο είναι δικαίωμα του κάθε πολίτη που βάσιμα θεωρεί ότι αδικήθηκε. Ωστόσο, αυτός που την καταθέτει θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του επαρκή και ικανά αποδεικτικά στοιχεία για τη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων που περιγράφονται ανωτέρω, διαφορετικά η υπόθεση θα τεθεί στο αρχείο. (Παράρτημα 3, άρθρο 42 του ΚΠοινΔ)
• Η υποβολή μήνυσης ή αναφοράς από πολίτη σε βάρος υπαλλήλου δεν συνεπάγεται σε κάθε περίπτωση και άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του. Συγκεκριμένα, ο εισαγγελέας πριν ασκήσει την ποινική δίωξη εξετάζει εάν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για τη στοιχειοθέτηση του καταγγελλόμενου ποινικού αδικήματος και ανάλογα ενεργεί.
• Στην περίπτωση όπου η μήνυση ή αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προδήλως αβάσιμη ως προς την ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας θέτει την υπόθεση στο αρχείο και δεν ασκεί την ποινική δίωξη. (Παράρτημα 3, άρθρο 43 του ΚΠοινΔ)
• Σε διαφορετική περίπτωση παραγγέλλει προανάκριση ή ανάκριση και εάν δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, η μήνυση τίθεται επίσης στο αρχείο (Παράρτημα 3, άρθρο 43 του ΚΠοινΔ).
• Ο εισαγγελέας ασκεί την ποινική δίωξη μόνον στην περίπτωση όπου υπάρχουν επαρκείς ή και σαφείς ενδείξεις για την στοιχειοθέτηση διάπραξης του καταγγελλόμενου ποινικού αδικήματος.
γ) Διοικητικά μέτρα και ποινική διαδικασία
Η ενεργοποίηση της ποινικής ευθύνης των υπαλλήλων συνεπάγεται, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, τη λήψη διοικητικών μέτρων σε βάρος τους, πέραν της κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας.
• Έτσι, τίθεται σε αυτοδίκαιη αργία ένας υπάλληλος όταν στερείται την προσωπική του ελευθερία ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση. (Παράρτημα 2 άρθρο 103 του ΔΚ όπως ισχύει)
• Εκτός από την περίπτωση αυτή, όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία ένεκα της ποινικής διαδικασίας, προβλέπεται η δυνατότητα θέσης του υπαλλήλου σε δυνητική αργία εφόσον έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία12 και ειδικά για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος εφόσον παραπεμφθεί στο ακροατήριο. (Παράρτημα 2 άρθρο 104 ΔΚ) Η Διοίκηση και στην περίπτωση αυτή λειτουργεί δυνητικά, και όχι υποχρεωτικά όπως συμβαίνει με την αυτοδίκαιη αργία, οπότε προηγείται γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, όπου καλείται ο υπάλληλος σε προηγούμενη ακρόαση και στη συνέχεια αποφασίζει ο Διοικητής, εκδίδοντας σχετική απόφαση.
• Ειδική περίπτωση δυνητικής αργίας, εκτός του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, προβλέπεται στο άρθρο 159 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, όπου ο υπάλληλος δύναται να τεθεί σ' αυτή τη μορφή αργίας εφόσον έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. (Παράρτημα 3, άρθρο 159 παρ. 1 ν. 2960/2001)
• Πέραν της αυτοδίκαιης και δυνητικής αργίας που προβλέπονται στον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα και ισχύουν για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, ειδικά και μόνο για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών και συνεπώς και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων κατ' εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ν. 4389/2016, τυγχάνουν εφαρμογής δύο επιπλέον ειδικές διατάξεις που προβλέπουν τη θέση των υπαλλήλων σε υποχρεωτική αργία, μία μορφή αργίας που εξαρτάται πλήρως από την ποινική διαδικασία και σχετίζεται με τέλεση συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων. Ειδικότερα :
α) Υπάλληλος που παραπέμπεται στο ακροατήριο ποινικού δικαστηρίου για το αδίκημα της δωροδοκίας τίθεται υποχρεωτικώς σε αργία μέχρι εκδόσεως αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, λαμβάνοντας το ¼ των αποδοχών του. (Παράρτημα 3, άρθρο 56 παρ. 1 ν. 2065/1992)
β) Ομοίως, εάν ένας υπάλληλος παραπεμφθεί στο ακροατήριο ποινικού δικαστηρίου για τα αδικήματα της λαθρεμπορίας, της συμμετοχής ή της συνέργειας σε αυτή, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, τίθεται σε υποχρεωτική αργία και λαμβάνει το ¼ των αποδοχών του. (Παράρτημα 3, άρθρο 159 παρ. 1 ν. 2960/2001) Αξίζει να σημειωθεί ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις η Διοίκηση λειτουργικά κατά δέσμια αρμοδιότητα και όχι με διακριτική ευχέρεια.
δ) Ειδικά για την ευθύνη των ελεγκτών βεβαίωσης και είσπραξης και άλλων κατηγοριών υπαλλήλων της Αρχής.
• Εν όψει του σημαντικού αλλά και πολύπλοκου έργου που επιτελούν τόσο οι ελεγκτές της φορολογικής διοίκησης όσο και τα λοιπά όργανα που εμπλέκονται στο κομμάτι του ελέγχου, με το άρθρο 61 του ν. 4342/2015 όπως ισχύει, θεσπίστηκαν τα όρια της ευθύνης τους όσον αφορά το θέμα της παραγραφής υποθέσεων προς έλεγχο και είσπραξη, δημιουργώντας ένα πλαίσιο ασφάλειας δικαίου.
• Ειδικότερα, τα όργανα της φορολογικής διοίκησης που είναι αρμόδια για τον έλεγχο και τον βάσει αυτού προσδιορισμό των δημοσίων εσόδων η πάσης φύσεως ευθύνη τους, ως προς την παραγραφή, περιορίζεται μόνο για τις υποθέσεις που προτεραιοποιούνται βάσει του άρθρου 26 του ν. 4174/2013 όπως κάθε φορά ισχύει (Παράρτημα 4, άρθρο 61, παρ. 2.β. εδαφ. α' ν. 4325/2015). Περαιτέρω, τα όργανα που είναι αρμόδια για τη στόχευση και επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο καθώς και για την επιλογή των υποθέσεων που προτεραιοποιούνται προς έλεγχο, βάσει του άρθρου 26 του ν. 4174/2013, δεν υπέχουν καμίας μορφής ευθύνη ως προς την παραγραφή των λοιπών υποθέσεων που δεν επιλέγονται και δεν προτεραιοποιούνται προς έλεγχο, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν ενήργησαν με δόλο ή βαρεία αμέλεια ή σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 4174/2013.
(Παράρτημα 4, άρθρο 61, παρ. 2.β. εδαφ. γ' ν. 4325/2015)
• Ομοίως τα όργανα της φορολογικής διοίκησης τα οποία είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης των δημοσίων εσόδων ή στα καθήκοντα των οποίων ανάγεται η λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης των δημοσίων εσόδων, η πάσης φύσεως ευθύνη τους ως προς την παραγραφή ενεργοποιείται μόνο εάν δεν προχώρησαν στην διακοπή της παραγραφής αυτών είτε με την κοινοποίηση στον οφειλέτη ατομικής ειδοποίησης, όπως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, είτε με την επιβολή κατάσχεσης χρηματικών ποσών ή απαιτήσεων εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις. (Παράρτημα 4, άρθρο 61, παρ. 2.γ. ν. 4325/2015)
• Επίσης οι υπάλληλοι και οι προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων που διενεργούν ελέγχους περιουσιακής κατάστασης, όπως και οι υπάλληλοι και οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων της Αρχής που διενεργούν ελέγχους για πειθαρχικά παραπτώματα, δεν υπέχουν αστική και ποινική ευθύνη για αιτιολογημένη γνώμη ή εισήγηση που διατύπωσαν ή απόφαση που εξέδωσαν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός εάν ενήργησαν με δόλο ή βαρεία αμέλεια ή στην περίπτωση που παραβίασαν απόρρητο πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 4174/2013. (Παράρτημα 4, άρθρο 61, παρ. 2.δ. ν. 4325/2015)
• Αξίζει να αναφερθεί ότι οι ανωτέρω διατάξεις υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης και τυγχάνουν εφαρμογής και στις κατά την έναρξη ισχύος αυτών εκκρεμείς υποθέσεις. (Παράρτημα 4, άρθρο 61, παρ. 2.στ και 2.ι. ν. 4325/2015).
ε) Νομική Υπεράσπιση Υπαλλήλων
Με στόχο την προστασία των υπαλλήλων από ποινικές διώξεις που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων τους, παρέχεται η δυνατότητα της νομικής τους υποστήριξης, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, από λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. (Παράρτημα 4, άρθρο 24 παρ. 5.α. ν. 4002/2011)
Η εν λόγω νομική υποστήριξη χορηγείται και στους υπαλλήλους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις, όπως προβλέπονται στη σχετική διάταξη του ν. 4002/2011:
• Η πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου να συνιστά ποινικό αδίκημα, δηλαδή η χορήγηση γίνεται μόνο για ποινικές διαδικασίες και όχι για αστικές ή πειθαρχικές,
• το ποινικό αδίκημα που αποδίδεται στον υπάλληλο να σχετίζεται με την άσκηση των καθηκόντων του,
• ο εισαγγελέας να έχει ασκήσει την ποινική δίωξη. Η νομική υπεράσπιση καλύπτει μάλιστα οποιαδήποτε πράξη της προανακριτικής διαδικασίας, εφόσον έπεται της άσκησης της ποινικής δίωξης,
• από την διενεργηθείσα ένορκη διοικητική εξέταση να μην διαπιστώθηκε η τέλεση οποιουδήποτε πειθαρχικού παραπτώματος, σχετικού με την πράξη για την οποία διώκεται ο υπάλληλος ποινικά,
• ο υπάλληλος να μην εκπροσωπείται από άλλο δικηγόρο.
Επισημαίνουμε ότι ο υπάλληλος στερείται της νομικής αυτής κάλυψης στην περίπτωση κατά την οποία η άσκηση της ποινικής δίωξης εναντίον του προήλθε μετά από καταγγελία της ίδιας της υπηρεσίας.
Εκτός της γενικής αυτής διάταξης σχετικά με τη δυνατότητα χορήγησης νομικής υπεράσπισης σε όλους τους υπαλλήλους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με το άρθρο 61 του ν. 4352/2015 (Παράρτημα 4, άρθρο 61 παρ. 2, περ. η' του ν. 4352/2015) προβλέφθηκε ειδική περίπτωση χορήγησης νομικής υπεράσπισης για υπαλλήλους της Αρχής και μάλιστα, όχι μόνο στα πλαίσια μίας ποινικής διαφοράς, αλλά και αστικής.
Ειδικότερα:
• Δικαιούχοι αυτής της νομικής υπεράσπισης είναι α) τα όργανα της φορολογικής διοίκησης που είναι αρμόδια για τον έλεγχο και τον βάσει αυτού προσδιορισμό των δημοσίων εσόδων, β) τα όργανα της φορολογικής διοίκησης που είναι αρμόδια για την στόχευση και επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο, καθώς και για την επιλογή των υποθέσεων που προτεραιοποιούνται προς έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4174/2013, γ) τα όργανα της φορολογικής διοίκησης που τους έχει ανατεθεί η αρμοδιότητα για την επιδίωξη της είσπραξης των δημοσίων εσόδων ή στα καθήκοντά των οποίων ανάγεται η λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης των δημοσίων εσόδων και δ) οι υπάλληλοι και οι προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Αρχής καθώς και οι υπάλληλοι και οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων της Αρχής.
Η εν λόγω νομική υποστήριξη χορηγείται εφόσον πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α) Οι υπάλληλοι να εξετάζονται, διώκονται ή ενάγονται για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους,
β) Πρέπει να προηγηθεί έγγραφη αίτηση του οργάνου της φορολογικής διοίκησης που εξετάζεται, διώκεται ή ενάγεται, προς το Διοικητή της Αρχής, ο οποίος στη συνέχεια το υποβάλει στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους - Ειδικό Νομικό Γραφείο Δημοσίων Εσόδων και
γ) Ο αιτών στο έγγραφο αίτημά του θα πρέπει να αιτιολογεί ότι έπραξε σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας και να συνοδεύεται από την άποψη του Προϊσταμένου της οργανικής μονάδας που υπηρετεί.
Γ.3. ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η αστική ευθύνη των υπαλλήλων σχετίζεται με την αποκατάσταση τυχόν ζημίας που προξένησαν με πράξη ή παράλειψή τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Κατ' αρχήν οι υπάλληλοι δεν υπέχουν άμεση αστική ευθύνη απέναντι στους πολίτες για τυχόν ζημία που τους προξένησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ευθύνη των υπαλλήλων είναι μόνον έμμεση, δηλαδή το Δημόσιο δύναται, αφού αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε σε πολίτη από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλων του, να αναχθεί στη συνέχεια κατά αυτών των υπαλλήλων.
α) Άμεση αστική ευθύνη του Δημοσίου
Σε περίπτωση που ένας υπάλληλος προξενήσει ζημία στους πολίτες κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οι πολίτες δύνανται να αιτηθούν την αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας με την άσκηση αγωγής αποζημίωσης, η οποία θα στρέφεται κατά του Δημοσίου.
Το Δημόσιο είναι αστικώς υπεύθυνο απέναντι στους πολίτες, για ζημία που προκαλείται από τα όργανά του, βάσει των άρθρων 104, 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. (Παράρτημα 5)
β) Αστική ευθύνη του υπαλλήλου έναντι του Δημοσίου
Βάσει του άρθρου 38 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα και του άρθρου 68 του ν. 4129/2013 «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο», (Παράρτημα 5) οι υπάλληλοι υπέχουν αστική ευθύνη έναντι του Δημοσίου για τυχόν ζημία που προκαλείται σε αυτό, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια.
Ομοίως, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, οι υπάλληλοι υπέχουν αστική ευθύνη για την αποζημίωση που κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. (Παράρτημα 5, άρθρο 38 ΔΚ)
Άμεση συνέπεια της στοιχειοθέτησης της αστικής ευθύνης των υπαλλήλων είναι ότι υποχρεούνται να επιστρέψουν στο Δημόσιο το ποσό της ζημίας που προξένησαν σε βάρος του.
γ) Εξαιρετικές περιπτώσεις άμεσης αστικής ευθύνης υπαλλήλων έναντι των πολιτών
Μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν οι υπάλληλοι να υπέχουν άμεση αστική ευθύνη έναντι των πολιτών και επομένως οι πολίτες δύνανται να ασκήσουν άμεση αγωγή αποζημίωσης σε βάρος τους για τη ζημία που υπέστησαν, ειδικότερα υφίσταται προσωπική αστική ευθύνη υπαλλήλων :
• Σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 50 παρ. 4 του π.δ. 18/1989) ή του Διοικητικού Εφετείου (Άρθρο 198 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας),
• Σε περίπτωση που έχουν διαπράξει πράξεις διαφθοράς ή έχουν παραλείψει να λάβουν μέτρα προκειμένου να αποτρέψουν πράξεις διαφθοράς (άρθρο 4 του ν. 2957/2001). (Παράρτημα 5)
δ) Προσωπική ευθύνη για τη διαχείριση χρημάτων - δημόσιοι υπόλογοι
Οι υπάλληλοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων που είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση χρημάτων ή τίτλων που ενσωματώνουν απαιτήσεις του Δημοσίου (δημόσιοι υπόλογοι), υπέχουν ιδιαίτερη ευθύνη κατά την εκτέλεση των διαχειριστικών τους καθηκόντων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι εν λόγω υπάλληλοι ευθύνονται, έναντι του Δημοσίου, με την προσωπική τους περιουσία, σε περίπτωση ελλείμματος ή αχρεώστητης καταβολής ποσών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η προσωπική αυτή ευθύνη των δημοσίων υπολόγων προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 152 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις.» (Παράρτημα 5)
Το οποιοδήποτε έλλειμμα πρέπει να αναπληρωθεί από τον δημόσιο υπόλογο εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών, διαφορετικά απομακρύνεται από τη διαχείριση αμέσως και ταυτόχρονα καταλογίζεται σε βάρος του το ποσό του διαπιστωθέντος ελλείμματος το οποίο βεβαιώνεται ως δημόσιο έσοδο.
Όταν η δημιουργία του ελλείμματος οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του δημοσίου υπολόγου τότε ευθύνεται και πειθαρχικά.
Στην περίπτωση που το έλλειμμα δεν δημιουργήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλεια του δημοσίου υπολόγου τότε το αρμόδιο για τον καταλογισμό όργανο μπορεί να εγκρίνει την τμηματική καταβολή του ελλείμματος μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις χωρίς προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. (Παράρτημα 5, άρθρο 152 παρ. 5 ν. 4270/2014)
Το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί της ευθύνης των δημοσίων υπολόγων περιορίζεται συνεχώς καθώς μεγάλο μέρος των πληρωμών (φόροι, δασμοί κλπ) πραγματοποιείται μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή ταχυδρομείων.
Σας ενημερώνουμε ότι από την κοινοποίηση της παρούσας παύει η ισχύς της προηγούμενης εγκυκλίου με αρ. πρωτ. ΔΔΑΔ Δ 1160281 ΕΞ 2014/5.12.2014.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
1 Για λόγους συντομίας εφεξής θα αναφέρεται ως Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας (ΔΚ).
2 Απόφαση 1383/2010 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
3 Απόφαση 62/2013 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
4 Απόφαση 1852/2005 του Συμβουλίου Επικρατείας.
5 Απόφαση 1020/2010 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
6 Απόφαση 770/2013 του Συμβουλίου Επικρατείας.
7 Σχετική η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, υπόθεση «Β. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος».
8 Άρθρο 114 παρ. 6 του ν. 3528/2007 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 19 του ν. 4210/2014.
9 Απόφαση 10.162/2001 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
10 Απόφαση 1558/2009 του Αρείου Πάγου.
11 Απόφαση 1558/2009 του Αρείου Πάγου.
12 Τα αδικήματα αυτά προβλέπονται στο άρθρο 8 παρ. 1 περ. α’ σε συνδυασμό με το άρθρο 149 του ν. 3528/2007 (ΔΚ) και είναι τα εξής : όλα τα κακουργήματα και επιπλέον η κλοπή, η υπεξαίρεση ( κοινή και στην υπηρεσία), η απάτη, η εκβίαση, η πλαστογραφία, η απιστία δικηγόρου, η δωροδοκία, η καταπίεση, η απιστία περί την υπηρεσία, η παράβαση καθήκοντος, η καθ’ υποτροπή συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και το οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και η λιποταξία.