ΣτΕ 1101/2017 Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση, καθώς και η λήψη προσωρινών, συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων κατά της πτωχευτικής περιουσίας και, συνεπώς, ούτε και η λήψη των προβλεπομένων στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2

ΣτΕ 1101/2017 Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση, καθώς και η λήψη προσωρινών, συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων κατά της πτωχευτικής περιουσίας και, συνεπώς, ούτε και η λήψη των προβλεπομένων στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2

ΣτΕ  1101/2017

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'
 

Περίληψη

Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση, καθώς και η λήψη προσωρινών, συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων κατά της πτωχευτικής περιουσίας και, συνεπώς, ούτε και η λήψη των προβλεπομένων στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 διασφαλιστικών των συμφερόντων του Δημοσίου μέτρων.
Και τούτο διότι, όπως έκρινε το δικαστήριο της ουσίας, η απαγόρευση αυτή, που ισχύει αποκλειστικά για τον πτωχό και όχι και για -τυχόν -τρίτους συνυπεύθυνους για τα χρέη του  πτωχού, τίθεται προκειμένου να λειτουργήσει η πτώχευση ως θεσμός και να επιτευχθεί ο σκοπός της, που είναι η αναγκαστική εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας και η ικανοποίηση των δανειστών της.



ΣτΕ  1101/2017

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 14 Δεκεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Ε. Νίκα Μ. Πικραμένος Βιτάλη Ι.Σύμπλης, Σύμβουλοι, Κ, Λαζαράκη, Ο-Μ, Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
 

Για να δικάσει την από 10 Απριλίου 2012 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, ο οποίος παρέστη με την Γεωργία Μπουρδάκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία .................., που τελεί σε πτώχευση και εδρεύει στο ...Αττικής (.....................), η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 104/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ο.-Μ. Βασιλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 104/2012 αποφάσεως της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, καθ' ο μέρος με αυτήν ακυρώθηκε, ως προς την αναιρεσίβλητη, η υπ' αριθμ. 36608/6-12-2010 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών περί επιβολής σε βάρος της των κατ' άρθρο 14 του ν. 2523/1997 διασφαλι- στικών των συμφερόντων του Δημοσίου μέτρων, λόγω λήψεως από αυτήν, σύμφωνα με την από 20.9.2010 Ειδική Έκθεση Ελέγχου, κατά τη χρήση 2004, εικονικών φορολογικών στοιχείων.


2. Επειδή η κρινόμενη αίτηση εισάγεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της 557/2016 αποφάσεως του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, με την οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος λόγω σπουδαιότητος (άρ. 14 παρ. 5 π.δ. 18/1989, Α' 8).
 

3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α' 213) αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 ως εξής:
«3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, η οποία δεν έχει χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, με την δικονομική υποχρέωση να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία ερμηνεία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου ζητήματος είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητος για την διάγνωση των σχετικών υποθέσεων- του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1189/2015 κ.ά.).


4. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, η οποία ασκήθηκε στις 11.4.2012 και, επομένως, διέπεται από τις ανωτέρω
διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, και με την οποία άγεται ενώτπον του Αναιρετικού Δικαστηρίου διαφορά που δεν έχει χρηματικό αντικείμενο, πλήσσεται, ως εσφαλμένη, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλεται δε, προς θεμελίωση του παραδεκτού αυτής, ότι επί του νομικού ζητήματος αν τα κατά το άρθρο 14. παρ. 1 του ν. 2523/1997 μέτρα εμπίπτουν στα, κατ' άρθρο 25 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, αυτοδικαίως αναστελλόμενα "ατομικά καταδιωκτικά μέτρα" δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Εν όψει του ότι, πράγματι, ως προς το ζήτημα αυτό, δεν υφίστατο, κατά το χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως, νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η εν λόγω αίτηση, που ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι τύποις δεκτή και εξεταστέα περαιτέρω.
 

5. Επειδή, ο ν. 2523/1997 «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία κ.ά. διατάξεις» (Α' 179), ως αυτός ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της πράξης με την οποία ελήφθησαν τα ένδικα μέτρα, ορίζει στο άρθρο 14, υπό τον τίτλο «Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής», όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 3296/2004 (Α' 253) ότι :
«1. Κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει φορολογικές παραβάσεις, από τις οποίες βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, προκύπτει ότι δεν έχει αποδοθεί συνολικά στο Δημόσιο ποσό πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ από Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές, απαγορεύεται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη, για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται έναντι του Δημοσίου και το απόρρητο των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των πάσης φύσεως επενδυτικών Λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων του φορολογούμενου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών. Οι δεσμεύσεις του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται για ποσά μισθών και συντάξεων που κατατίθενται στους οικείους λογαριασμούς φυσικών προσώπων [...] Οι κυρώσεις της παραγράφου αυτής επιβάλλονται και στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης εικονικών, πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, εφόσον η αξία των συναλλαγών που αναγράφονται σε αυτά, αθροιστικά λαμβανομένη κατά το χρόνο διαπίστωσης των παραβάσεων, υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ. Κατ' εξαίρεση οι ανωτέρω κυρώσεις δεν επιβάλλονται στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων στην περίπτωση που η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη [.-.] 2. Οι κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται και σε όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες των παραγράφων 1 έως και 4 του άρθρου 20 του Ν. 2523/1997 από τη γένεση της υποχρέωσης απόδοσης του Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών, ανεξάρτητα εάν μεταγενέστερα και μέχρι την ενεργοποίηση των μέτρων απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία. Στις περιπτώσεις λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης εικονικών, πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και για τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες των παραγράφων 1 έως και 4 του άρθρου 20 κατά την τέλεση της παράβασης. 3 [όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 3763/2009 (Α' 80)]. Η αρμόδια για την έκδοση των οικείων καταλογιστικών πράξεων των φόρων, τελών και εισφορών ή των αποφάσεων επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων φορολογική αρχή, υποχρεούται να ενημερώσει  άμεσα με οποιανδήποτε τρόπο όλες τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και την Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να ενημερωθούν εκ μέρους της τα λειτουργούντα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα. Οι ανωτέρω υπηρεσίες και οι φορείς από της ενημερώσεώς τους υποχρεούνται να εφαρμόσουν αμέσως τις απαγορεύσεις και δεσμεύσεις της παραγράφου 1, χωρίς καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση ενημερώνοντας την αρμόδια για την επιχείρηση Δ.Ο.Υ.. 4. Η ενέργεια αυτή της φορολογικής αρχής κοινοποιείται με αντίγραφο της σχετικής ειδικής έκθεσης ελέγχου συγχρόνως και στη Διεύθυνση Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και στο φορολογούμενο στη γνωστή κατοικία του ή στην έ:δρα της επιχείρησής του, ο οποίος μπορεί να ζητήσει με αίτηση στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μέσω της αρμόδιας για την έκδοση των πράξεων φορολογικής αρχής, την ολική ή μερική άρση των απαγορευτικών μέτρων. 5. Στις περιπτώσεις που επιτυγχάνεται διοικητική επίλυση ή δικαστικός συμβιβασμός ή κατ' άλλο τρόπο διοικητική περαίωση της φορολογικής διαφοράς και αφορά το συνολικό ποσό των οικείων φόρων, τελών και εισφορών, μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, αίρεται περιοριστικά και μόνον η δέσμευση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1. Η άρση της δέσμευσης του προηγούμενου εδαφίου παύει να ισχύει σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής δύο (2) συνεχόμενων εκ των προβλεπόμενων δόσεων του ως άνω οφειλόμενου ποσού. Για την εφαρμογή της διάταξης του πρώτου εδαφίου ο υπόχρεος φορολογούμενος υποβάλλει σχετική αίτηση στον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής, ο οποίος υποχρεούται μέσα σε δύο (2) μήνες να εκδώσει τις οικείες καταλογιστικές πράξεις. Η άσκηση προσφυγής κατά των πράξεων αυτών δεν αίρει την ισχύ των μέτρων που έχουν ληφθεί. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες καταλογιστικές πράξεις, οι συνέπειες και απαγορεύσεις που καθορίζονται με αυτό το άρθρο αίρονται αυτοδικαίως. 6. Τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά στο σύνολο τους εφόσον ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλει ποσό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) του συνόλου των οφειλόμενων οικείων ποσών φόρων, τελών και εισφορών μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων. Σε κάθε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού η αρμόδια φορολογική αρχή υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα με οποιονδήποτε τρόπο τη Διεύθυνση Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, όλες τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα.».
Όπως δε προκύπτει από τον τίτλο του πιο πάνω άρθρου, από το περιεχόμενο των μέτρων αυτών και την άρση τους, στις οριζόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, αλλά και από τα αναφερόμενα στην οικεία εισηγητική έκθεση, τα εν λόγω μέτρα έχουν επείγοντα χαρακτήρα, σκοπούν στη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και λαμβάνονται προκειμένου να εξασφαλισθεί η διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του παραβάτη, ώστε να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου κατ' αυτού, προτού ο ίδιος προλάβει να μεταβιβάσει τα περιουσιακά του στοιχεία και να αποσύρει τις καταθέσεις του πριν από το στάδιο οριστικοποιήσεως των φορολογικών εγγραφών (ΣτΕ 2297, 399/2015, ΣτΕ 1372/2014, ΣτΕ 5/2014, ΣτΕ 2199/2013 7μ κ.ά.).


6. Επειδή, εξάλλου, ο κυρωθείς με το άρθρο μόνο του ν. 3588/2007 (Α' 153/10.7.2007) «Πτωχευτικός Κώδικας», ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 1 [Σκοπός της πτώχευσης] ότι «Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με τη διατήρηση της επιχείρησής του», στο άρθρο 7 [Απόφαση] ότι «1. Με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Ορίζει ημέρα, ώρα και τόπο όπου οι πιστωτές θα συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή σε συνέλευση για σύνταξη πίνακα εικαζόμενων πιστωτών και εκλογή της επιτροπής πιστωτών και ορίζει τον τρόττο δημοσιότητας. Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70 [...]»',
στο άρθρο 10 [III. Εξασφαλιστικά μέτρα. Προληπτικά μέτρα], 4Ί. Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου [...] δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη Διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.), .μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, -μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης, Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο. [.. ] 2. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης"., στο άρθρο 11 [Σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας] 'Ί. Ο γραμματέας των πτωχεύσεων γνωστοποιεί αμέσως στον ειρηνοδίκη τη διάταξη της απόφασης για τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. [...] Αρμόδιος για τη σφράγιση είναι ο ειρηνοδίκης του τόπου όπου βρίσκονται τα πράγματα [....] 2. [...]. 3. Ο ειρηνοδίκης θέτει τις σφραγίδες στις θύρες και τα παράθυρα του καταστήματος του οφειλέτη και των λοιπών ακινήτων του, καθώς και επί των κινητών του που βρίσκονται εκτός κλειστού χώρου, ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδος στα ακίνητα ή η αφαίρεση κινητών, χωρίς την καταστροφή των σφραγίδων. 4 [...]. 5. Για τη σφράγιση συντάσσεται από τον σύνδικο έκθεση, στην οποία αναφέρεται η περιγραφή των χώρων, όπου τέθηκαν οι σφραγίδες, τα σημαντικά έγγραφα και οι διαθήκες που ανευρέθηκαν, τα εξαιρεθέντα από τη σφράγιση πράγματα και καταχωρείται κάθε ισχυρισμός ή αντίρρηση των προσώπων που παρευρέθηκαν στη σφράγιση και κάθε τι που μπορεί να έχει σημασία για την πτώχευση και υπέπεσε στην αντίληψη του συνδίκου. 6. [...]", στο άρθρο 16 [Πτωχευτική περιουσία] ότι «1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη" της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. 2. [...] 3. Στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη που αφορούν την επιχείρηση του. Μ υποχρέωση διατήρησης τους, σύμφωνα με το νόμο, δεν θίγεται. 4. [...] 5. Στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Κατ' εξαίρεση, τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης.», στο άρθρο 17 [Πτωχευτική απαλλοτρίωση] ότι «1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου. 2. Με την επιφύλαξη ειδικών ρυθμίσεων, αν ο οφειλέτης διέθεσε περιουσιακά στοιχεία κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, τεκμαίρεται ότι η διάθεση έγινε μετά την κήρυξη. 3. Η πτωχευτική απαλλοτρίωση αίρεται σε όσες περιπτώσεις ο παρών κώδικας προβλέπει. 4. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ' εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας

Σε κάθε περίπτωση ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος.», στο άρθρο 20 [Υποχρέωση ενημέρωσης και συνεργασίας]" 1. Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να ενημερώνει τον σύνδικο και να συνεργάζεται μαζί του για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την πτώχευση. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει και τους κατά την προηγούμενη της κήρυξης της πτώχευσης διετία πληρεξούσιους του οφειλέτη, πλην των δικηγόρων του, εκτός αν υπάρχει συναίνεση του οφειλέτη. 2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του συνδίκου τα τηρούμενα από αυτόν εμπορικά βιβλία και στοιχεία, υποχρεωτικά και μη, που αφορούν την επιχείρηση του.", στο άρθρο 21 [Πτωχευτικός πιστωτής] ότι «1. Πτωχευτικοί πιστωτές είναι εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση και ειδικότερα εκείνοι των οποίων: α. [...] δ. [...]. 2. Ο πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεων του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον παρόντα κώδικα ορίζεται διαφορετικά.», στο άρθρο 25 [Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων] ότι «1. Mε επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ' αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες», στο άρθρο 26 [Ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές] "1.1. Πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, ικανοποιούνται αποκλειστικάαπό τη ρευστοποίηση του σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, εκτός εάν ο παρών κώδικας προβλέπει διαφορετικά. Οι ενέγγυοι πιστωτές ικανοποιούνται από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας, μόνο σε περίπτωση που παραιτηθούν από το προνόμιο ή την ασφάλεια τους. 2. Με την επιφύλαξη των αναφερομένων στις παραγράφους 3 έως 6, η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 3. ...", στο άρθρο 52 [Τα όργανα της πτώχευσης] ότι «Τα όργανα της πτώχευσης είναι: το πτωχευτικό δικαστήριο, ο εισηγητής, ο σύνδικος, η συνέλευση των πιστωτών και η επιτροπή πιστωτών», στο άρθρο 66 [Συντηρητικά μέτρα] ότι «1.Ο σύνδικος είναι υποχρεωμένος να εγγράψει αμέσως τις υποθήκες και προσημειώσεις για τις οποίες υπάρχουν τίτλοι κατά οφειλετών της πτώχευσης και να ζητεί από το πτωχευτικό δικαστήριο τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας. 2. [...].», στο άρθρο 67 [Εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά κ.λπ.] "1. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να επιτρέψει να εξαιρεθούν από τη σφράγιση και να παραδοθούν σΛ αυτόν, όσα πράγματα υπόκεινται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους ή η διατήρηση τους είναι δαπανηρή. [...]", στο άρθρο 68 [Αποσφράγιση - απογραφή] "1. Ο σύνδικος μέσα σε τρεις (3) ημέρες από το διορισμό του και εφόσον έχει ολοκληρωθεί η σφράγιση, ζητεί από τον ειρηνοδίκη την αποσφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προβαίνει στην απογραφή της. Ο οφειλέτης καλείται πριν δύο (2) ημέρες, να παρευρίσκεται κατά την αποσφράγιση και απογραφή [...]", στο άρθρο 70 [Έκθεση του συνδίκου] ότι «1. Ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στη συνέλευση των πιστωτών έκθεση σχετικά με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και των αιτίων της πτώχευσης, τις προοπτικές διατήρησης της επιχείρησης, εν όλω ή εν μέρει, τις δυνατότητες βιωσιμότητάς της και υπαγωγής του οφειλέτη σε σχέδιο αναδιοργάνωσης και τις κατά περίπτωση προβλεπόμενες συνέπειες ως προς την ικανοποίηση των πιστωτών. 2. [--]», στο άρθρο 73 [Είσπραξη απαιτήσεων - κατάθεση και ανάληψη χρημάτων] "1. Ο σύνδικος επιμελείται για την είσπραξη των απαιτήσεων της πτώχευσης. [...]", στο άρθρο 89 [Πρόσκληση για αναγγελία] ότι «1ν .Ο οφειλέτης υποχρεούται να παραδώσει στον σύνδικο κατάλογο των πιστωτών του και του ύψους των απαιτήσεων τους, με κάθε στοιχείο που έχει στη διάθεση του [...]», στο άρθρο 90 [Προθεσμία αναγγελίας] ότι «1. [...] 3. Ο σύνδ,ικος, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας, οφείλει να καταρτίσει πίνακα όλων των αναγγελθέντων πιστωτών, [...] σημειώνοντας το ύψος της κάθε απαίτησης, αν αυτή συνοδεύεται από κάποιο προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια και τη σειρά κατάταξης της [...]», στο άρθρο 91 [Τύπος και περιεχόμενο της αναγγελίας] ότι «1. Η αναγγελία γίνεται εγγράφως στον γραμματέα των πτωχεύσεων. 2. [-..]», στο άρθρο 93 [Πώς γίνεται η επαλήθευση] ότι «1. Η επαλήθευση των απαιτήσεων διενεργείται από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή [...]», στο άρθρο 132 [Γενική διάταξη] ότι «1. Μετά την ολοκλήρωση της εξέλεγξης των πιστώσεων και εφόσον δεν επιτεύχθηκε η αποδοχή ή η επικύρωση σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης του οφειλέτη ή αυτή ακυρώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, η πτώχευση βρίσκεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών. 2.νΚατά το στάδιο αυτό ο σύνδικος προβαίνει στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη και στη διανομή του προϊόντος αυτής στους πιστωτές είτε με την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου είτε με την εκποίηση των επί μέρους στοιχείων αυτής, καθενός χωριστά ή ομαδικά, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις.», στο άρθρο 153 [Πίνακας διανομής] ότι «1. Ο σύνδικος συντάσσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση πίνακα διανομής [...]. Ο πίνακας συντάσσεται με βάση τις επαληθευθείσες απαιτήσεις [...]», στο άρθρο 154 [Γενικά προνόμια] ότι «Μετά από την αφαίρεση [...] οι πιστωτές κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά: [...] ε) Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους που ορίστηκαν από την αξία της προσόδου ή από το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάστηκαν και που αφορούν το έτος που έγινε ο πλειστηριασμός και προηγούμενων [..]», στο άρθρο 164 [Γενικά] ότι «Η πτώχευση περατώνεται, με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 125 παράγραφος 2), με την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της, καθώς και με την παύση των εργασιών της, είτε για έλλειψη ενεργητικού είτε λόγω της παρόδου του χρόνου που ορίζεται στο άρθρο 166 παράγραφος 3», στο άρθρο 166 [Παύση των εργασιών της πτωχεύσεως] ότι «1. Αν οι εργασίες της πτωχεύσεως δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή και αφού ακούσει τον σύνδικο και την επιτροπή πιστωτών, μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη, πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτωχεύσεως. 2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του: Οι.πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα και παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και του εισηγητή. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται^ρετά πάροδο μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1. 3. Μετά παρέλευση δέκα (10) ετών από την έναρξη της ένωσης των πιστωτών και σε κάθε περίπτωση μετά παρέλευση δεκαπέντε (15) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης επέρχονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση τα αποτελέσματα της παραγράφου 2», στο άρθρο 181 [Καταργούμενες διατάξεις] ότι «Με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, καταργούνται: α) ... στ) οι διατάξεις του ΚΕΔΕ περί αναγκαστικής εκτέλεσης επί της περιουσίας του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, ... και ι) κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται σε αντικείμενο που ρυθμίζεται από τον παρόντα κώδικα και αντιβαίνει στις διατάξεις αυτού» και στο άρθρο 182 [Μεταβατικό δίκαιο] ότι «1. Ο παρών κώδικας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη  ισχύος τους [...]»— Εξάλλου,με την εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «[...] 2. Ο Πτωχευτικός Κώδικας εισάγει νέες ρυθμίσεις [...]. Ως σύστημα ρυθμίσεων επιδιώκει : α) [...] γ) την ισότιμη μεταχείριση των πιστωτών που έχουν την ίδια θέση [...] 3. Δύο είναι οι βασικοί πυλώνες των ρυθμίσεων του νέου Πτωχευτικού Κώδικα: Πρώτος, η εισαγωγή ενός ενιαίου συστήματος εκκαθάρισης και αναδιοργάνωσης με υπαγωγή τους ενιαίως στον θεσμό της πτώχευσης [...] Δεύτερος, η αυτορρύθμιση της πτώχευσης κατά το διαδικαστικό και ουσιαστικό της περιεχόμενο, με αναβάθμιση της αυτονομίας των πιστωτών καΓ των άλλων εμπλεκομένων [...] Η λεγόμενη συλλογικότητα της άσκησης και εφαρμογής των δικαιωμάτων στην πτώχευση από τους πιστωτές δεν περιορίζει, όμως, την εποπτεία, ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας, της δικαστικής αρχής. Ουσιαστικό και διαδικαστικό δίκαιο της πτώχευσης συνδέονται λειτουργικά. Και τα δύο δομούνται και διαμορφώνονται πάνω στην ίδια κατάσταση, την αδυναμία του οφειλέτη να ικανοποιήσει τους πιστωτές του. και τα δύο κυριαρχούνται από την αρχή της "αυτονομίας των πιστωτών". Η πτώχευση, ως θεσμός του εμπορικού δικαίου και όχι του δικονομικού δικαίου, με φύση αναγκαστικού δικαίου, αν και εποπτευόμενος από την Πολιτεία, λόγω των πολλαπλών εμπλεκόμενων συμφερόντων και της σημασίας του για την οικονομία καθόλου, χαρακτηρίζεται από συλλογικότητα δράσης των πιστωτών κατά την πραγμάτωση του δικαίου της πτώχευσης και την ικανοποίησή τους με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της σύμπραξης τους σε κοινωνία ζημίας [...]».


7. Επειδή, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, η πτώχευση οργανώνεται σε δύο βασικά διαδικαστικά στάδια:
α) στο στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, το οποίο αναφέρεται στην εξεύρεση, διασφάλιση και διοίκηση του ενεργητικού της πτώχευσης, και
β) στο στάδιο που αναφέρεται στη διαπίστωση του παθητικού της κατά τη διαδικασία εξελέγξεως των πτωχευτικών απαιτήσεων Η "διενέργεια του εν λόγω οικονομικού "έργου, δηλαδή της συγκέντρωσης, διαχείρισης αξιοποίησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας, ανατίθεται από τον νόμο σε ένα πρόσωπο, τον σύνδικο, οι ενέργειες του οποίου πλαισιώνονται και ελέγχονται από το πτωχευτικό δικαστήριο και τον εισηγητή δικαστή.

Για. την επίτευξη δε των σκοπών του πρώτου σταδίου, ο Πτωχευτικός Κώδικας περιέχει, μεταξύ άλλων, τις εξής ρυθμίσεις :
1. Προβλέπει ότι, από την κήρυξη της πτωχεύσεως (και μέχρι την άρση της σε όσες περιπτώσεις ο ίδιος ο Κώδικας προβλέπει), ο οφειλέτης στερείται αυτοδικαίως του δικαιώματος διαχείρισης και διάθεσης της (πτωχευτικής) περιουσίας του, η δε διοίκησή της περιέρχεται πλέον στον σύνδικο (πτωχευτική απαλλοτρίωση). Δικονομική συνέπεια της εν λόγω στερήσεως είναι ότι ο οφειλέτης παύει πλέον να νομιμοποιείται τόσο ενεργητικά όσο και παθητικά σε δίκες που αφορούν την ως άνω περιουσία.
2. Θεσπίζει την αρχή της άρσης του δικαιώματος ατομικής δίωξης του οφειλέτη για όλους τους in abstracto (εν δυνάμει) πτωχευτικούς πιστωτές (εκτός από τους . εμπραγμάτως ασφαλισμένους που ασκούν την εμπράγματη αξίωσή τους ή εκείνους που έχουν εμπράγματη αγωγή κατά του οφειλέτη), αυτούς, δηλαδή, που, κατά το χρονικό σημείο κήρυξης της πτώχευσης, έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχή, οι οποίοι, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ενώνονται αυτοδικαίως και οργανώνονται σε ομάδα (κοινωνία ιδιάζουσας νομικής σημασίας) και οι οποίοι, πλέον, ως μόνο τρόπο ικανοποίησης των ενοχικών αξιώσεών τους, έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διαδικασία εξέλεγξης των πιστώσεων τους.
Ο κανόνας δε αυτός καταλαμβάνει το σύνολο των πτωχευτικών πιστωτών (πλην των ως άνω εξαιρέσεων), επομένως και το Δημόσιο, ως προς το οποίο όχι μόνο δεν διατηρήθηκε επιφύλαξη, αλλά αντιθέτως, με τη διάταξη του άρθρου 181 του εν λόγω Κώδικα, καταργήθηκαν από την έναρξη της ισχύος του, οι διατάξεις του ΚΕΔΕ που προέβλεπαν τη δυνατότητα του Δημοσίου να προβαίνει μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε αναγκαστική εκτέλεση περιουσίας του πτωχεύσαντος7 της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπέρ αυτού γενικού ή ειδικού προνομίου επί της περιουσίας του οφειλέτη" [βλ. ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 62 παράγραφος 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974 Α' 90), όπως η παράγραφος αυτή είχε αντικατασταθεί με την παρ. 3 του άρθρου 37 του ν. 2214/1994 Α' 75]
3. Προβλέπει, ως ρυθμιστικό μέτρο (όταν δηλ. διατάσσεται με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση), τη σφράγιση, αποσφράγιση'..και απογραφή της ευρισκόμενης στην κατοχή του οφειλέτη πτωχευτικής περιουσίας
4. προβλέπει το δικαίωμα του συνδίκου-που αποτελεί ταυτόχρονα και υποχρέωσή του-να λάβει στη νομή και κατοχή του το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας (ή σε περίπτωση αρνήσεως παράδοσης αυτής από τον οφειλέτη, να προβεί και σε εκτέλεση, με βάση την απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ.), να εισπράττει απαιτήσεις, να προβαίνει σε συντηρητικές πράξεις (π„χ.. διακοπή παραγραφής) και δικαστικές ενέργειες, να εγγράφει υποθήκες εκ του νόμου υπέρ της ομάδας των πιστωτών, να προβαίνει σε συμβιβασμούς και εκποιήσεις αντικειμένων υποκείμενων σε φθορά.
5. Προβλέπει τη δυνατότητα λήψης, από τον Πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου, κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομο συμφέρον (επομένως και κάθε πτωχευτικού πιστωτή), οποιουδήποτε (κατά την κρίση αυτού) αναγκαίου προληπτικού μέτρου (όπως "ιδίως" την απαγόρευση διάθεσης περιουσιακών στοιχείων από τον οφειλέτη ή την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών ή τον ορισμό μεσεγγυούχου), προκειμένου να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη είτε με μείωση αυτής είτε με διασπορά της είτε με προνομιακή ικανοποίηση πιστωτή, καθ' όλο το διάστημα από την υποβολή της αιτήσεως για την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση μέχρι την έκδοση απόφασης επ' αυτής και
6. Προβλέπει την υποχρέωση του συνδίκου να ζητήσει από το πτωχευτικό δικαστήριο τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας" μέτρου για την επίτευξη," εξάλλου, των σκοπών του δεύτερου σταδίου (διαπίστωση του παθητικού της πτωχεύσεως), ο νόμος προβλέπει τη διαδικασία εξέλεγξης των πτωχευτικών απαιτήσεων, η οποία ανατίθεται στον σύνδικο και τον εισηγητή (έχει, δηλαδή, δικαστικό χαρακτήρα) και περιλαμβάνει δύο ειδικότερα υποστάδια, αυτό της αναγγελίας και αυτό της επαλήθευσης των  πιστωτικών απαιτήσεων. Στη διαδικασία αυτή υπόκεινται οι πάσης φύσεως απαιτήσεις των /πτωχευτικών πιστωτών (δηλαδή εκείνων το δικαίωμα των οποίων είχε γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης), όπως άλλωστε και του Δημοσίου (βλ. ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 62 του Κ.Ε.Δ.Ε.) για κάθε είδους απαιτήσεις του, επομένως και αυτών από φόρους (το οποίο, πάντως, κατατάσσεται στον Πίνακα Διανομής με γενικό προνόμιο).
 

8. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες ως οργανωμένο και αυτοτελές σύστημα κανόνων δικαίου, ρυθμίζουν κατά τρόπο αυστηρό, λεπτομερειακό και εξαντλητικό τον τρόπο αντίδρασης της έννομης τάξης στο (νομικό) γεγονός της οικονομικής πτώσης του οφειλέτη, εν όψει όχι μόνο της σημασίας του για την 'δικονομία αλλά και των πολλαπλών εμπλεκομένων συμφερόντων, η προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος των πτωχευτικών πιστωτών αναδεικνύεται από τον νόμο σε κεντρικής σημασίας στόχο του πτωχευτικού δικαίου, αυτόν δε, μεταξύ άλλων, υπηρετούν τόσο ο κανόνας του αποχωρισμού από τον οφειλέτη της πτωχευτικής του περιουσίας και η ανάθεση της εξεύρεσης, διαφύλαξης και διατήρησής της στον σύνδικο, ενεργούντος άλλοτε κατά την κρίση του και άλλοτε σύμφωνα προς όσα αποφασίσει η ομάδα των πιστωτών ή η δικαστική αρχή, προς όφελος του συνόλου των πτωχευτικών πιστωτών, όσο και η αρχή της στέρησης του δικαιώματος ασκήσεως ατομικής διώξεως κατά του οφειλέτη, που αφορά (πλην των ανωτέρω εξαιρέσεων) όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές και, επομένως, και το Δημόσιο.
Εν όψει των ανωτέρω, μεταξύ των (ενδεικτικώς -άλλωστε- μνημονευομένων) «ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των  πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων», τα οποία κατά νόμο αναστέλλονται αυτοδικαίως μετά την κήρυξη της πτώχευσης, περιλαμβάνονται και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 μέτρα, διότι τα μέτρα αυτά, ως εκ της φύσης τους, του ειδικότερου περιεχομένου τους και του σκοπού τους, αντιστρατεύονται ευθέως τη συλλογικότητα δράσης που χαρακτηρίζει την πτώχευση, η οποία επιτάσσουσα την οργάνωση των πτωχευτικών πιστωτών σε κοινωνία ζημίας, αποκλείει την ελεύθερη δράση τους, ενώ περαιτέρω οδηγούν εξ ορισμού σε παρεμπόδιση του έργου και των αρμοδιοτήτων των οργάνων της πτωχευτικής διαδικασίας (πτωχευτική αυτοδιοίκηση ή αυτορρύθμιση), δυσχεραίνοντας έτσι ουσιωδώς την ολοκλήρωση των εργασιών της και την εκπλήρωση του σκοπού της, που είναι η κατά το δυνατόν σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη (ή, ενδεχομένως και μέσω της οικονομικής του επιβίωσης).
 

9. Επειδή, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο ελέγχου στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης, με αντικείμενο εργασιών τα οπτικοακουστικά συστήματα και έδρα το Χαλάνδρι Αττικής (Μεταμορφώσεως και Άρεως 45), για τον οποίο (έλεγχο) συντάχθηκε η από 20.9.2010 ειδική έκθεση .ελέγχου των ελεγκτών του Σ.Δ.Ο.Ε. Αττικής, διαπιστώθηκε ότι η τελευταία, κατά τ.η χρήση 2004, είχε λάβει ενενήντα ένα (91) εικονικά φορολογικά στοιχεία, συνολικής αξίας 1.211.221,81 ευρώ. Κατόπιν αυτών, με την αναφερόμενη στη σκέψη 1 πράξη της φορολογικής αρχής, επιβλήθηκαν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, ως επίσης και σε βάρος του Προέδρου-Διευθύνοντος Συμβούλου και του Αντιπροέδρου αυτής, τα κατ' άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 διασφαλιστικά των συμφερόντων του Δημοσίου μέτρα και ειδικότερα τα μέτρα: α) της απαγόρευσης στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, β) της αναστολής έναντι του Δημοσίου του απορρήτου των καταθέσεων, λογαριασμών, κοινών λογαριασμών, συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προΊοντων και του περιεχομένου των θυρίδων σε Τράπεζες ή άλλα Πιστωτικά Ιδρύματα και,γ) % της δέσμευσης του πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών, με εξαίρεση τα ποσά μισθών και συντάξεων που κατατίθενται στους οικείους λογαριασμούς Λ·: ^φυσικών προσώπων. Με την από 23.5.2011 κοινή προσφυγή τους, οι ανωτέρω (αναιρεσίβλητη και φυσικά πρόσωπα) προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι, εφόσον με την 768/25-7-2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η πρώτη εξ αυτών (αναιρεσίβλητη) είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, δεν ήταν νόμιμη η λήψη σε βάρος τους των κατ' άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 μέτρων, διότι το άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα απαγορεύει, επί ποινή απολύτου ακυρότητας, την, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, «έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως» σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.
Η προσφυγή αυτή, καθ' ο μέρος αφορά στην αναιρεσίβλητη, έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε, ως προς αυτήν, η επίδικη πράξη της φορολογικής αρχής, με την αιτιολογία ότι, εφόσον, με την πιο πάνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η αναιρεσίβλητη είχε ήδη -προ δηλαδή της λήψης των μέτρων- κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, χωρίς οι εργασίες της να έχουν περατωθεί, η πράξη αυτή είχε εκδοθεί κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, βάσει της οποίας, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση, καθώς και η λήψη προσωρινών, συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων κατά της πτωχευτικής περιουσίας και, συνεπώς, ούτε και η λήψη των προβλεπομένων στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 διασφαλιστικών των συμφερόντων του Δημοσίου μέτρων.
Και τούτο διότι, όπως έκρινε το δικαστήριο της ουσίας, η απαγόρευση αυτή, που ισχύει αποκλειστικά για τον πτωχό και όχι και για -τυχόν -τρίτους συνυπεύθυνους για τα χρέη του  πτωχού, τίθεται προκειμένου να λειτουργήσει η πτώχευση ως θεσμός και να επιτευχθεί ο σκοπός της, που είναι η αναγκαστική εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας και η ικανοποίηση των δανειστών της.

Απορρίπτει την αίτηση.
 

10. Επειδή, εν όψει εκτεθέντων στη σκέψη 8, η μνημονευόμενη στην προηγούμενη σκέψη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία μετά την κήρυξη της αναιρεσίβλητης σε πτώχευση, δεν ήταν επιτρεπτή η λήψη σε βάρος της των προβλεπομένων στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 διασφαλιστικών των συμφερόντων του Δημοσίου μέτρων, είναι νόμιμη, ο δε μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα (και ειδικότερα ότι σκοπός της λήψης των πιο πάνω μέτρων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας είναι να «αποφευχθεί ο κίνδυνος ο σύνδικος της πτώχευσης να ικανοποιήσει άλλους πιστωτές της πτωχής εταιρείας σε βάρος των αξιώσεων του Δημοσίου [...]»), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
 

Δια ταύτα
 

διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2016 και δημοσιεύθηκε  σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Απριλίου 2017.
Πηγή: Taxheaven