ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 14ης Ιουνίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/39/ΕΚ – Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων – Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2 – Έννοια του όρου “επενδυτικές υπηρεσίες” – Παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 1 – Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικά με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα – Ζήτημα κατά πόσον περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση με σκοπό τη σύναψη συμβάσεως για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου»
Στην υπόθεση C-678/15,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υποβλήθηκε από το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Δεκεμβρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης
Mohammad Zadeh Khorassani
κατά
Kathrin Pflanz,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, C. Vajda (εισηγητή), K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona
γραμματέας: K. Malacek, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Νοεμβρίου 2016,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και J. Dias Lopes, καθώς και από την M. Rebelo,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους D. Robertson και M. Holt, καθώς και από τη V. Kaye, με τη συνδρομή του B. Kennelly, QC, και της M. Gray, barrister,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους K.-P. Wojcik και I. Rogalski,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Φεβρουαρίου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, και του παραρτήματος I, τμήμα A, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 145, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Mohammad Zadeh Khorassani και της Kathrin Pflanz, με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση της τελευταίας προκειμένου να συναφθεί μεταξύ του M. Z. Khorassani και τρίτου προσώπου σύμβαση για τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2004/39
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 20 και 31 της οδηγίας 2004/39 έχουν ως εξής:
«(2) Ο αριθμός των επενδυτών που συμμετέχουν ενεργά στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και το φάσμα των υπηρεσιών και των μέσων που τους προσφέρονται διευρύνθηκε και έγινε πιο πολυσύνθετο. Ενόψει των εξελίξεων αυτών, το νομοθετικό πλαίσιο της Κοινότητας θα πρέπει να καλύψει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που απευθύνονται στους επενδυτές. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος βαθμός εναρμόνισης που θα προσφέρει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Κοινότητα, ως ενιαία αγορά, βάσει της εποπτείας της χώρας καταγωγής. Για τους λόγους αυτούς, η οδηγία 93/22/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ 1993, L 141, σ. 27),] θα πρέπει να αντικατασταθεί από νέα οδηγία.
[...]
(20) Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η δραστηριότητα της λήψης και της διαβίβασης εντολών θα πρέπει να περιλαμβάνει και την προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων επενδυτών, η οποία καταλήγει σε συναλλαγή μεταξύ των εν λόγω επενδυτών.
[...]
(31) Ένας από τους στόχους της παρούσας οδηγίας είναι η προστασία των επενδυτών. [...]»
4 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στις ρυθμιζόμενες αγορές.»
5 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 1, 2, 4, 5, 9 και 16, και παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:
1) “επιχείρηση επενδύσεων”: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου σύνηθες επάγγελμα ή δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή/και η διενέργεια μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση,
[...]
2) “επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες services”: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος Ι οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι,
[...]
4) “επενδυτική συμβουλή”: η παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές,
5) “εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών”: η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών,
[...]
9) “διαχείριση χαρτοφυλακίου”: η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,
[...]
16) “οριακή εντολή (limit order)” : εντολή αγοράς ή πώλησης συγκεκριμένου αριθμού χρηματοπιστωτικών μέσων σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένο μέγεθος».
6 Το άρθρο 21 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους», προβλέπει, πιο συγκεκριμένα στις παραγράφους 1 έως 3, τα κάτωθι:
«1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ενεργούν όλα τα ευλόγως αναγκαία ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβανομένων υπόψη της τιμής, του κόστους, της ταχύτητας, της πιθανότητας εκτέλεσης και διακανονισμού, του όγκου, της φύσης και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής. Μολαταύτα, όταν υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για να συμμορφώνονται με την παράγραφο 1. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.
3. Η πολιτική εκτέλεσης εντολών θα πρέπει να περιέχει, για κάθε κατηγορία μέσων, στοιχεία σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την εκλογή τόπου εκτέλεσης, να περιλαμβάνει δε τουλάχιστον τους τόπους εκείνους όπου η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί συστηματικά να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών. [...]»
7 Στο παράρτημα Ι, τμήμα Α, της οδηγίας 2004/39, αναφέρονται ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες οι εξής:
«1. Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
2. Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών.
3. Διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό.
4. Διαχείριση χαρτοφυλακίων.
5. Επενδυτικές συμβουλές.
6. Αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων και/ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης.
7. Τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης.
8. Λειτουργία πολυμερούς διευκόλυνσης συναλλαγών (MTF).»
Η οδηγία 2006/73/ΕΚ
8 Η αιτιολογική σκέψη 81 της οδηγίας2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφοράτις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ 2006, L 241, σ. 26), έχει ως εξής:
«Γενικές συμβουλές σχετικά με ένα είδος χρηματοπιστωτικού μέσου δεν αποτελούν επενδυτικές συμβουλές για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/EΚ· η παρούσα οδηγία ορίζει πράγματι ότι για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/EΚ οι επενδυτικές συμβουλές περιορίζονται σε συμβουλές που αφορούν δεδομένα χρηματοπιστωτικά μέσα. [...]»
9 Το άρθρο 52 της οδηγίας 2006/73, το οποίο τιτλοφορείται «Επενδυτική συμβουλή», ορίζει, στο δεύτερο εδάφιό του, ότι μια προσωπική σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 4, της οδηγίας 2004/39 πρέπει να αφορά την πραγματοποίηση ενέργειας στο πλαίσιο των ακόλουθων πράξεων:
«α) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή δεδομένου χρηματοπιστωτικού μέσου·
β) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου.»
Το γερμανικό δίκαιο
10 Βάσει του άρθρου 823, παράγραφος 2, του Bürgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα), όποιος παραβαίνει νόμο με τον οποίο προστατεύονται τα συμφέροντα τρίτου υπέχει υποχρέωση ανορθώσεως της ζημίας που έχει προκληθεί.
11 Το άρθρο 1, παράγραφος 1a, του Kreditwesengesetz (νόμου περί του χρηματοπιστωτικού τομέα), της 9ης Σεπτεμβρίου 1998 (BGBl. 1998 I, σ. 2776), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 16ης Ιουλίου 2007 (BGBl. 2007 I, σ. 1330) (στο εξής: KWG), προβλέπει τα εξής:
«[...] Συνιστούν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες:
1. η διαμεσολάβηση για συναλλαγές που αφορούν την απόκτηση και τη διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων (επενδυτική διαμεσολάβηση),
1a. η παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτες ή σε εκπροσώπους τους για συναλλαγές που αφορούν συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, εφόσον η σχετική σύσταση λαμβάνει υπόψη την προσωπική κατάσταση του επενδυτή ή είναι κατάλληλη γι’ αυτόν και δεν εκδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ούτε απευθύνεται στο κοινό (επενδυτική συμβουλή) [...]».
12 Το άρθρο 32, παράγραφος 1, του KWG ορίζει τα κάτωθι:
«1. Όποιος προτίθεται […] να παράσχει στην ημεδαπή χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες κατ’ επάγγελμα ή σε τέτοια έκταση που να απαιτείται η οργάνωση επιχειρήσεως κατά τα εμπορικά πρότυπα, υποχρεούται να λάβει γραπτή άδεια από το Bundesanstalt [für Finanzdienstleistungsaufsicht (ομοσπονδιακό ίδρυμα εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών)] [...]».
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
13 Τον Νοέμβριο του 2007, η K. Pflanz, η οποία δεν διαθέτει την άδεια παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που μνημονεύεται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, του KWG, συνέστησε στον M. Z. Khorassani την επένδυση «Grand-Slam». Στο πλαίσιο αυτό, τον έπεισε να συνάψει σύμβαση υπηρεσιών με την εταιρία GSS AG και σύμβαση διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων με την εταιρία D. AG, που είναι αμφότερες εγκατεστημένες στο Λιχτενστάιν. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η τελευταία αυτή σύμβαση προέβλεπε την αγοραπωλησία και τη διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων, υπό τη μορφή της δραστηριότητας διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου.
14 Ο M. Z. Khorassani δεσμεύθηκε να καταβάλει εφάπαξ 20 000 ευρώ, καθώς και μηνιαίες δόσεις ύψους 1 000 ευρώ, προσαυξημένες κατά 5 % για τόκους και προμήθειες. Τον Δεκέμβριο του 2007, κατέβαλε συνολικό ποσό 27 000 ευρώ, εκ των οποίων 19 731,60 ευρώ ως προκαταβολική αμοιβή διαχειρίσεως και 1 285,71 ευρώ για τόκους και προμήθειες. Εν συνεχεία, ο M. Z. Khorassani υπαναχώρησε από τις συμβάσεις αυτές και ζήτησε την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, πλέον αποζημιώσεως.
15 Το Landgericht Berlin (πρωτοδικείο του Βερολίνου, Γερμανία) έκρινε απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας την αγωγή κατά των δύο εταιριών με έδρα το Λιχτενστάιν, ενώ απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή κατά της K. Pflanz.
16 Αφού του επιστράφηκαν 6 803,03 ευρώ, ο M. Z. Khorassani άσκησε, ως προς το υπόλοιπο του ποσού που είχε ζητήσει, έφεση ενώπιον του Kammergericht Berlin (εφετείου του Βερολίνου, Γερμανία), η οποία όμως δεν έγινε δεκτή. Το εφετείο έκρινε ότι η K. Pflanz δεν είχε παράσχει χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1a, δεύτερο εδάφιο, σημεία 1 και 1a, του KWG, για τις οποίες απαιτείται άδεια βάσει του άρθρου 32, παράγραφος 1, του KWG, δεδομένου ότι τόσο η επενδυτική συμβουλή της όσο και η επενδυτική διαμεσολάβησή της δεν αφορούσαν κάποια πράξη σχετική με την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, αλλά μια σύμβαση διαχειρίσεως περιουσιακών στοιχείων, η οποία, καίτοι θα μπορούσε να χρησιμεύσει μεταγενέστερα για την αγορά και την πώληση συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, δεν αποτελούσε πάντως, αυτή καθ’ εαυτήν, τέτοιο χρηματοπιστωτικό μέσο. Επομένως, το εφετείο κατέληξε ότι ο M. Z. Khorassani δεν είχε δικαίωμα αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 823, παράγραφος 2, του αστικού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 32, παράγραφος 1, του KWG.
17 Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αναίρεση, εκτιμά ότι ορθώς το Kammergericht Berlin (εφετείο του Βερολίνου) αποφάνθηκε ότι η K. Pflanz δεν είχε παράσχει στον M. Z. Khorassani επενδυτική συμβουλή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1a, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1a, του KWG, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αφορά, όπως συνάγεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4, της οδηγίας 2004/39, σε συνδυασμό με το άρθρο 52 της οδηγίας 2006/73, την παροχή προσωπικών συστάσεων σε σχέση με συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, και όχι με τη δραστηριότητα της διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου. Κατά συνέπεια, η K. Pflanz δεν παρέβη, εξ αυτού του λόγου, το άρθρο 32, παράγραφος 1, του KWG.
18 Αντιθέτως, η απάντηση στο ερώτημα αν η K. Pflanz, πείθοντας τον M. Z. Khorassani να συνάψει σύμβαση διαχειρίσεως περιουσιακών στοιχείων, του παρέσχε υπηρεσία επενδυτικής διαμεσολαβήσεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1a, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, του KWG, εξαρτάται από την ερμηνεία που θα πρέπει να δοθεί στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, και στο παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39.
19 Επ’ αυτού, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, από τη μία πλευρά, η απόδοση της τελευταίας αυτής διατάξεως στη γερμανική γλώσσα, ήτοι «Annahme und Übermittlung von Aufträgen, die ein oder mehrere Finanzinstrument(e) zum Gegenstand haben» (λήψη και διαβίβαση εντολών με αντικείμενο ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα), μπορεί να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι καλύπτεται μόνον η διαμεσολάβηση για τη σύναψη συμβάσεων με αντικείμενο την αγορά και την πώληση συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου. Από την άλλη όμως πλευρά, το κείμενο της ίδιας διατάξεως στην ισπανική («en relación con»), την αγγλική («in relation to») και τη γαλλική γλώσσα («portant sur») θα δικαιολογούσε και ευρύτερη ερμηνεία της, υπό την έννοια ότι απαιτείται έμμεσος μόνον σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως την οποία αφορά η διαμεσολάβηση και της αποκτήσεως ή της διαθέσεως χρηματοπιστωτικού μέσου.
20 Ως προς την όλη οικονομία της οδηγίας 2004/39, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι διευκρινίσεις τις οποίες παρέχουν, σε σχέση με τον όρο «επενδυτική συμβουλή» η αιτιολογική σκέψη 81 και το άρθρο 52 της οδηγίας 2006/73 μάλλον επιβεβαιώνουν την προαναφερθείσα συσταλτική ερμηνεία, στον βαθμό που, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις αυτές, η επενδυτική συμβουλή πρέπει να σχετίζεται με συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπερ θα μπορούσε να στηρίζεται σε μια γενική νομική συλλογιστική, η οποία ισχύει εξίσου και για τη δραστηριότητα της επενδυτικής διαμεσολαβήσεως.
21 Κατά το αιτούν δικαστήριο, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ο επιδιωκόμενος από την οδηγία 2004/39 σκοπός της προστασίας των καταναλωτών δεν επιβάλλει να περιλαμβάνεται η διαμεσολάβηση για τη σύναψη συμβάσεως διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου στην υπηρεσία στην οποία αναφέρεται το παράρτημα Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της οδηγίας αυτής, δεδομένου ότι και οι ίδιοι οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων υπόκεινται στις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, ενδέχεται να υφίσταται ένα κενό στην προστασία των καταναλωτών στις περιπτώσεις όπου η σύναψη συνάπτεται με διαχειριστή χαρτοφυλακίου εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος.
22 Κατόπιν τούτου, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία ενώπιόν του και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Συνιστά η λήψη και διαβίβαση εντολής με αντικείμενο τη διαχείριση χαρτοφυλακίου (άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 9, της οδηγίας 2004/39) επενδυτική υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
23 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας 2004/39 και του παραρτήματος Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η επενδυτική υπηρεσία που συνίσταται στη λήψη και τη διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση προκειμένου να συναφθεί σύμβαση με αντικείμενο την ανάληψη δραστηριότητας διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου.
24 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας 2004/39 ορίζει ότι ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται όλες οι υπηρεσίες και όλες οι δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, τμήμα Α, της οδηγίας αυτής και αφορούν οποιοδήποτε από τα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αναφέρεται το τμήμα Γ του ως άνω παραρτήματος.
25 Μεταξύ των απαριθμούμενων στο τμήμα Α επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων μνημονεύεται, στο σημείο 1, η λήψη και η διαβίβαση εντολών σχετικά με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
26 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει συνεπώς να ερμηνευθεί η διάταξη αυτή, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο όπου εντάσσεται, καθώς και τους σκοπούς που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, Ognyanov, C-554/14, EU:C:2016:835, σκέψη 31).
27 Όσον αφορά τη διατύπωση στο παράρτημα Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39, μολονότι το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει κάποια απόκλιση ανάμεσα στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις των λέξεων «σχετικά με», οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν, η καθεμία, έναν λιγότερο ή περισσότερο άμεσο σύνδεσμο μεταξύ των εντολών και του ή των χρηματοπιστωτικών μέσων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει εντούτοις να υπογραμμιστεί ότι ο όρος «εντολή», της οποίας η λήψη και η διαβίβαση αποτελούν την κρίσιμη για τους σκοπούς της εν λόγω διατάξεως επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα, είναι ο ίδιος σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας που παρατίθενται από το αιτούν δικαστήριο, δηλαδή στη γερμανική, την ισπανική, την αγγλική και τη γαλλική.
28 Παρότι ο συγκεκριμένος όρος δεν ορίζεται, αυτός καθ’ εαυτόν, στην οδηγία 2004/39, διαπιστώνεται ότι η φράση «σχετικά με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα» απλώς προσδιορίζει το είδος της εντολής για το οποίο γίνεται λόγος, ήτοι εντολές που σχετίζονται με την απόκτηση ή τη διάθεση τέτοιων χρηματοπιστωτικών μέσων.
29 Η ως άνω ερμηνεία του όρου «εντολή» επιβεβαιώνεται από το πλαίσιο στο οποίο αυτός εντάσσεται. Ειδικότερα, ο όρος πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του παραρτήματος Ι, τμήμα Α, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, όπου μνημονεύεται η επενδυτική υπηρεσία που συνίσταται στην «εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών».
30 Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ, αφενός, της επενδυτικής υπηρεσίας στην οποία αναφέρεται το σημείο 1 του παραρτήματος I, τμήμα A, όπου γίνεται λόγος για λήψη και διαβίβαση εντολών, και, αφετέρου, της επενδυτικής υπηρεσίας στην οποία αναφέρεται το σημείο 2 του τμήματος Α, όπου γίνεται λόγος για εκτέλεση εντολών, δεδομένου ότι η πρώτη υπηρεσία προηγείται χρονικώς της δεύτερης και οδηγεί, κατά κανόνα, στην παροχή της τελευταίας, είτε από την ίδια είτε από άλλη επιχείρηση επενδύσεων.
31 Σημειωτέον ότι η επενδυτική δραστηριότητα η οποία μνημονεύεται στο παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 2, της οδηγίας 2004/39 και συνίσταται στην «[ε]κτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών» ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 5, της οδηγίας αυτής ως «η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών».
32 Επομένως, αντικείμενο της επενδυτικής υπηρεσίας για την οποία γίνεται λόγος στο παράρτημα Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39 είναι εντολές για την αγορά ή την πώληση ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων.
33 Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται και από άλλες διατάξεις της οδηγίας 2004/39. Παραδείγματος χάριν, η «οριακή εντολή (limit order)» ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 16, της εν λόγω οδηγίας ως «εντολή αγοράς ή πώλησης συγκεκριμένου αριθμού χρηματοπιστωτικών μέσων σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένο μέγεθος».
34 Επιπλέον, το άρθρο 21 της οδηγίας 2004/39 αφορά, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του, την υποχρέωση εκτελέσεως των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους, όπερ σημαίνει, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος για τον πελάτη, λαμβανομένων υπόψη της τιμής, του κόστους, της ταχύτητας, καθώς και της πιθανότητας εκτελέσεως και διακανονισμού. Βάσει των παραγράφων 2 και 3 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων την υποχρέωση να εκπονούν και να εφαρμόζουν πολιτική εκτελέσεως, η οποία θα πρέπει να περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, στοιχεία σχετικά τόσο με τους διάφορους τόπους όπου η εκάστοτε επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί τις εντολές των πελατών της όσο και με τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή του τόπου εκτελέσεως.
35 Κατά συνέπεια, από την ερμηνεία του γράμματος του παραρτήματος Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39, υπό το πρίσμα του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η υπηρεσία που μνημονεύεται στην ως άνω διάταξη δεν καλύπτει τη διαμεσολάβηση προκειμένου να συναφθεί σύμβαση με αντικείμενο την ανάληψη δραστηριότητας διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου. Πράγματι, ακόμη και αν η σύναψη τέτοιας συμβάσεως οδηγήσει, σε μεταγενέστερο στάδιο, στη λήψη και τη διαβίβαση εντολών για την αγορά ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων από τον διαχειριστή του χαρτοφυλακίου στο πλαίσιο της σχετικής δραστηριότητάς τους, η ίδια η σύμβαση δεν έχει ως αντικείμενο τη λήψη ή τη διαβίβαση εντολών.
36 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο, η αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2004/39 διευκρινίζει ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας, η δραστηριότητα της λήψης και της διαβιβάσεως εντολών θα πρέπει να περιλαμβάνει και τη διευκόλυνση της προσεγγίσεως δύο ή περισσοτέρων επενδυτών, η οποία καταλήγει σε συναλλαγή μεταξύ τους.
37 Ειδικότερα, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών του, αυτή η αιτιολογική σκέψη αναφέρεται στη διευκόλυνση της προσεγγίσεως δύο ή περισσοτέρων επενδυτών αποκλειστικώς στο πλαίσιο της εκτελέσεως εντολών. Καλύπτει επομένως τις περιπτώσεις όπου η προσέγγιση διευκολύνεται με σκοπό την πραγματοποίηση συναλλαγών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, οπότε αποκλείεται η διαμεσολάβηση που έχει ως σκοπό τη σύναψη συμβάσεως με αντικείμενο την ανάληψη δραστηριότητας διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου.
38 Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επισημαίνουν ακόμη ότι η υπηρεσία των «επενδυτικών συμβουλών», η οποία ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4, και απαριθμείται στο παράρτημα Ι, τμήμα Α, σημείο 5, της οδηγίας 2004/39, συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 52 της οδηγίας 2006/73, στη σύσταση για την πραγματοποίηση συναλλαγής σχετικά με συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Εξ αυτού συνάγουν ότι το γεγονός ότι στο παράρτημα Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39 δεν γίνεται λόγος για «συγκεκριμένο» χρηματοπιστωτικό μέσο υποδηλώνει ότι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως δεν περιορίζεται μόνο στη λήψη και τη διαβίβαση εντολών οι οποίες σχετίζονται άμεσα με συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.
39 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.
40 Ειδικότερα, η υπηρεσία των επενδυτικών συμβουλών συνίσταται, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 4, της οδηγίας 2004/39, στην παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, όσον αφορά συναλλαγές σχετικές με χρηματοπιστωτικά μέσα. Η αιτιολογική σκέψη 81 της οδηγίας 2006/73 καθιστά σαφές ότι γενικές συμβουλές σχετικά με κάποιο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου δεν συνιστούν επενδυτικές συμβουλές για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39, αφού ως τέτοιες νοούνται μόνον όσες αφορούν συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως προβλέπεται λεπτομερέστερα και στο άρθρο 52 της οδηγίας 2006/73. Άρα ούτε η προαναφερθείσα αιτιολογική σκέψη ούτε το άρθρο αυτό έχουν οποιαδήποτε επιρροή ως προς το περιεχόμενο της επενδυτικής υπηρεσίας στην οποία αναφέρεται το παράρτημα Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39.
41 Ο σκοπός της οδηγίας 2004/39 δεν επιβάλλει διαφορετική ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Ομολογουμένως, όπως προκύπτει ειδικότερα από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 31 της ως άνω οδηγίας, ένας από τους στόχους της είναι η διασφάλιση της προστασίας των επενδυτών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Genil 48 και Comercial Hostelera de Grandes Vinos, C-604/11, EU:C:2013:344, σκέψη 39).
42 Ωστόσο, ο σκοπός αυτός δεν αρκεί για να δικαιολογήσει μια ιδιαιτέρως ευρεία ερμηνεία της επενδυτικής υπηρεσίας που μνημονεύεται στο παράρτημα Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39, κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση η οποία γίνεται προκειμένου να συναφθεί σύμβαση με αντικείμενο την ανάληψη δραστηριότητας διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου.
43 Πράγματι, κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στη συστηματική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, η οποία προκύπτει, πιο συγκεκριμένα, από το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται.
44 Κατόπιν των ανωτέρω, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας 2004/39 και του παραρτήματος Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι η επενδυτική υπηρεσία που συνίσταται στη λήψη και τη διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα δεν περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση προκειμένου να συναφθεί σύμβαση με αντικείμενο την ανάληψη δραστηριότητας διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου.
Επί των δικαστικών εξόδων
45 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι, τμήμα Α, σημείο 1, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι η επενδυτική υπηρεσία που συνίσταται στη λήψη και τη διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα δεν περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση προκειμένου να συναφθεί σύμβαση με αντικείμενο την ανάληψη δραστηριότητας διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου.
(υπογραφές)
Πηγή: Taxheaven