Σχέδιο Νόμου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΙΤΛΟΣ I ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρο 1 Σκοπός
Σκοπός των διατάξεων του Μέρους Πρώτου είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ» (ΕΕ L 173/12.6.2014) και της Οδηγίας 2016/1034/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων» (ΕΕ L 175/30.6.2016). Για τις ανάγκες εφαρμογής του Μέρους αυτού λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 (ΕΕ L 173/12.6.2014) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012.
Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής (Άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στους διαχειριστές αγοράς, στους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα.
2. Ο παρών νόμος θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τα ακόλουθα:
α) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ, ως και την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους μέλους στην Ελλάδα,
β) την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα, γ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία διαχειριστών αγοράς και ρυθμιζόμενων αγορών,
δ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων
ε) την εποπτεία, τη συνεργασία και την εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές.
3 . Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014 (Α'107) ή της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μία ή και περισσότερες: α) παρ. 2 του άρθρου 3 , παρ. 3 του άρθρου 9 και τα άρθρα 14 και 16 έως 20, β) το Κεφάλαιο II του Τίτλου II,
γ) το κεφάλαιο III του τίτλου II, εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου 34, των παρ. 2 και 3 του άρθρου 34α, των παρ. 2 έως 6 και 8 του άρθρου 35 και των παρ. 2, 3 και 6 του άρθρου 35α, δ) τα άρθρα 67 έως 73, τα άρθρα 78, 83, 84.
4. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στα πιστωτικά ιδρύματα όταν προβαίνουν σε πώληση ή παροχή συμβουλής σε πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις:
α) παρ. 3 του άρθρου 9, το άρθρο 14 και οι παρ. 2, 3 και 6 του άρθρου 16, β) τα άρθρα 23 έως 26, το άρθρο 28 και το άρθρο 29 και το άρθρο 30, και γ) τα άρθρα 67 έως 73.
5. Οι παρ. 1 έως 6 του άρθρου 17 εφαρμόζεται επίσης στα μέλη ή τους συμμετέχοντες ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ που δεν έχουν την υποχρέωση να αδειοδοτούνται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο ή την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, δυνάμει των στοιχείων α), ε), θ) και ι) της παρ. 1 του άρθρου 2.
6. Τα άρθρα 57 και 58 εφαρμόζονται επίσης στα πρόσωπα που εξαιρούνται δυνάμει του άρθρου 3.
7. Όλα τα πολυμερή συστήματα χρηματοπιστωτικών μέσων λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου II για τους ΠΜΔ ή τους ΜΟΔ ή τις διατάξεις του Τίτλου III για τις ρυθμιζόμενες αγορές.
Επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λειτουργούν σύμφωνα με τον Τίτλο III του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 (ΕΕ L 173/12.6.2014).
Με την επιφύλαξη των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, όλες οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο και που δεν συνάπτονται σε πολυμερή συστήματα ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές πρέπει να συμμορφώνονται προς τις σχετικές διατάξεις του Τίτλου III του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
Άρθρο 3 Εξαιρέσεις (Άρθρο 2 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται:
α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης του ν.4364/2016 (Α' 13) όταν ασκούν τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται ο ως άνω νόμος,
β) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
γ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία περιστασιακά στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής,
δ) στα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν είναι παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών και δεν παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν άλλες επενδυτικές δραστηριότητες σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα
πλην των παραγώγων επί εμπορευμάτων ή των δικαιωμάτων εκπομπής ή των παραγώγων επί των δικαιωμάτων αυτών, εκτός εάν τα πρόσωπα αυτά: αα) είναι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers),
ββ) είναι μέλη ή συμμετέχουν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ, αφενός, ή έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, αφετέρου, εξαιρουμένων των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων που εκτελούν σε τόπο διαπραγμάτευσης συναλλαγές οι οποίες είναι αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης διαθεσίμων των εν λόγω μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων ή των ομίλων τους,
γγ) εφαρμόζουν τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα ή δδ) διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών. Τα πρόσωπα που εξαιρούνται βάσει των περιπτώσεων α), θ) ή ι) δεν είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται προς τους όρους της παρούσας περίπτωσης για να ισχύει η εξαίρεσή τους,
ε) στους διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της Κ.Υ.Α. Η.Π. 54409/2632/2004 (Β' 1931) ή της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ (ΕΕ L 275/25.10.2003) οι οποίοι, όταν διαπραγματεύονται δικαιώματα εκπομπής, δεν εκτελούν εντολές πελατών και δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, ούτε ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες πέραν του να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα,
στ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων,
ζ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων και στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
η) στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες στην Ένωση, στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του στην Ένωση και σε διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν συγκροτηθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και οι οποίοι έχουν ως σκοπό να κινητοποιούν χρηματοδοτήσεις και να προσφέρουν χρηματοοικονομική υποστήριξη προς όφελος των μελών τους που πλήττονται ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης,
θ) στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα ταμεία συντάξεων (pension funds), όπως εκάστοτε ορίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε επίπεδο Ένωσης είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των οργανισμών,
ι) στα πρόσωπα:
αα) τα οποία διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβανομένων των ειδικών διαπραγματευτών, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, εξαιρουμένων των προσώπων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, ή
ββ) που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, πλην της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, στους πελάτες ή τους προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους,υπό τον όρο ότι:
— σε κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις χωριστά και ως σύνολο αυτό αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και ότι η εν λόγω κύρια δραστηριότητά τους δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παρόντος νόμου ούτε η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων βάσει του ν. 4261/2014 (Α' 107) ή της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή το να δρουν ως ειδικοί διαπραγματευτές για παράγωγα επί εμπορευμάτων,
— τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, και
— τα εν λόγω πρόσωπα κοινοποιούν σε ετήσια βάση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι κάνουν χρήση της εξαίρεσης αυτής και, εάν τους ζητηθεί, αναφέρουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τη βάση πάνω στην οποία στηρίζουν την πεποίθησή τους ότι η δραστηριότητά τους στο πλαίσιο των στοιχεία αα) και ββ) είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά τους,
ια) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών, ιβ) στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς όπως ορίζονται στην περίπτωση ε) της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4001/2011 (Α' 179) ή στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ ή στην παρ. 4 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ (ΕΕ L 211/14.8.2009) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των ανωτέρω, βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 714/2009, βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 715/2009 (ΕΕ L 211/14.8.2009) ή βάσει των κωδίκων των δικτύων ή κατευθυντήριων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω Κανονισμών, στα πρόσωπα που ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών για λογαριασμό τους για να ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων ή βάσει των κωδίκων των δικτύων ή των κατευθυντηρίων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των κανονισμών αυτών και σε κάθε φορέα διαχείρισης ή εκμετάλλευσης μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου ή συστήματος αγωγών για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας, όταν ασκούν τα καθήκοντα αυτά.
Η εξαίρεση αυτή ισχύει για πρόσωπα τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες που περιγράφηκαν στο παρόν σημείο μόνον όταν ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σχετικές με παράγωγα επί εμπορευμάτων στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει όσον αφορά τη λειτουργία μιας δευτερογενούς αγοράς, περιλαμβανομένων των συστημάτων για συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών δικαιωμάτων μεταφοράς στη δευτερογενή αγορά, ιγ) στα Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων (ΚΑΤ), με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 73 του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014 (ΕΕ L 257/28.8.2014).
2. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα νόμο δεν εκτείνονται στις υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του ΕΣΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και με το πρωτόκολλο αριθ. 4 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων δυνάμει εθνικών διατάξεων.
Άρθρο 4 Ορισμοί
(Άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Για τους σκοπούς του νόμου αυτού νοούνται ως:
1. α) «Επιχείρηση επενδύσεων»: Κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή
η άσκηση μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση, . Ως επιχείρηση επενδύσεων νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ.
β) «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ)»: η επιχείρηση επενδύσεων που έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία του κ.ν. 2190/1920 (Α' 144) και έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.
2. «Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: Οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος Ι οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι.
3. «Παρεπόμενη υπηρεσία»: Οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο τμήμα Β του παραρτήματος I.
4. «Επενδυτική συμβουλή»: Η παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα.
5. «Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: Η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους.
6. «Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: Η διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
7. «Ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: Πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση, και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος.
8. «Διαχείριση χαρτοφυλακίου»: Η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
9. «Πελάτης»: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.
10. «Επαγγελματίας πελάτης»: Ο πελάτης που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ.
11. «Ιδιώτης πελάτης»: Κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης.
12. «Αγορά ανάπτυξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων»: Ένας ΠΜΔ που έχει καταχωριστεί ως αγορά για την ανάπτυξη ΜμΕ σύμφωνα με το άρθρο 33 του παρόντος νόμου και το άρθρο 33 της Οδηγίας 2014/65/EE.
13. «Μικρομεσαία επιχείρηση (ΜμΕ)»: για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, μια εταιρεία που έχει μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από 200 000 000 ευρώ με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη.
14. «Οριακή εντολή» (limit order): Εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα.
15. «Χρηματοπιστωτικό μέσο»: Τα μέσα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος I του παρόντος νόμου.
16. «Συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6»: Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης (options), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου που προβλέπεται στο τμήμα Γ.6 του παραρτήματος I του παρόντος νόμου, η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση.
17. «Μέσα χρηματαγοράς»: Κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής.
18. «Διαχειριστής αγοράς»: Η ανώνυμη εταιρεία που διευθύνει ή διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ως διαχειριστής αγοράς νοείται και κάθε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που μπορεί να είναι και η ίδια η ρυθμιζόμενη αγορά το οποίο έχει λάβει σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
19. «Πολυμερές σύστημα»: Οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο σύστημα.
20. «Συστηματικός εσωτερικοποιητής»: Επιχείρηση επενδύσεων η οποία διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα. O συχνός και συστηματικός χαρακτήρας μετράται με τον αριθμό των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο που συνάπτονται από την επιχείρηση επενδύσεων εκτός τόπου διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών. O σημαντικός βαθμός μετράται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επεν δύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της επιχείρησης επενδύσεων σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Ο χαρακτηρισμός ως συστηματικού εσωτερικοποιητή ισχύει μόνο όταν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, τόσο ο συχνός και συστηματικός χαρακτήρας, όσο και ο σημαντικός βαθμός, ή όταν μια επιχείρηση επενδύσεων επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής.
21. «Ρυθμιζόμενη αγορά»: Πολυμερές σύστημα το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων - εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια -κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τον τίτλο III του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.
22. «Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: Πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων -εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια - κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.
23. «Μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: Το πολυμερές σύστημα, που δεν είναι ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων δύνανται να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.
24. «Τόπος διαπραγμάτευσης»: Ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
25. «Ρευστή αγορά»: Αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων:
α)μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων β)αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν γ)μέσο άνοιγμα τιμών όπου είναι διαθέσιμο.
26. «Αρμόδια αρχή»: Η αρχή που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 67 του παρόντος νόμου ή η αρχή σύμφωνα με το άρθρο 67 της Οδηγίας 2014/65/EK κατά περίπτωση.
27. «Πιστωτικό ίδρυμα»: Το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (EE L 176/27.6.2013).
28. «Εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»: Η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια των περιπτώσεων β) και γ) του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α'250) και της περίπτωσης β) της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 302/17.11.2009).
29. «Συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: Φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μιας και μόνον επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, προωθεί τις επενδυτικέςή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, τοποθετεί χρηματοπιστωτικά μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες.
30. «Υποκατάστημα»: Τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας, που αποτελεί τμήμα της επιχείρησης επενδύσεων στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες, ενδεχομένως δε και παρεπόμενες δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει αδειοδοτηθεί. Όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στο αυτό κράτος μέλος από επιχείρηση επενδύσεων με την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα.
31. «Ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10 % τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 του ν. 3556/2007 (Α'91) και τα άρθρα 9 και 10 της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ (EE L 390/31.12.2004) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στις παρ. 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου και στις παρ. 4 και 5 της ως άνω Οδηγίας, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή.
32. «Μητρική επιχείρηση»: Η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της μητρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251) και η επιχείρηση κατά την έννοια της παρ. 9 του άρθρου 2 και του άρθρου 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ του (EE L 182/29.6.2013) Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου .
33. «Θυγατρική επιχείρηση»: Η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια θυγατρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 και η επιχείρηση κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 2 και του άρθρου 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.
34. «Όμιλος»: Ο όμιλος κατά την έννοια του ομίλου του Παραρτήματος του ν. 4308/2014 και της παρ. 11 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ.
35. «Στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:
α) σχέση συμμετοχής: δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο
των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης, β) «σχέση ελέγχου»: δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης. Κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,
γ)δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου.
36. «Διοικητικό όργανο»: Το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο όργανο ή όργανα μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, που έχουν οριστεί σύμφωνα με την κατά περίπτωση εθνική νομοθεσία και που έχουν εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της οντότητας κατά περίπτωση και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της περιλαμβανομένων των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες της οντότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
37. «Διευθυντικά στελέχη»: Τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας κατά περίπτωση, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την επιχείρηση και το προσωπικό της,
38. «Αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό»: Συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν τον εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ' όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής, με αμφότερα τα μέρη της συναλλαγής να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν της προμήθειας, αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή που γνωστοποιείται προηγουμένως.
39. «Αλγοριθμικές συναλλαγές»: Οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως π.χ. την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής, τον χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση και δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών που δεν καθορίζουν παραμέτρους για την εκτέλεσή τους, ή για την επιβεβαίωση εντολών ή τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν.
40. «Τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα»: τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από:
α)τη χρήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων συστημάτων
πληροφορικής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας,
β)τον καθορισμό από το σύστημα της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές, και
γ)υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις.
41. «Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση»: Μηχανισμός στο πλαίσιο του οποίου ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης και περιλαμβάνει ρυθμίσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη, ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά, direct market access) και ρυθμίσεις όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από πρόσωπο (κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά, sponsored access).
42. «Πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων (cross selling practices)»: Η προσφορά μιας επενδυτικής υπηρεσίας μαζί με μια άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο.
43. «Δομημένη κατάθεση»: Κατάθεση όπως ορίζεται στην περίπτωση 20) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4370/2016 (Α' 37) και στο σημείο 3 της παρ 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ, (EE L 173/12.6.2014) πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης, βάσει όρων υπό τους οποίους τυχόν τόκοι ή άλλες αποδόσεις καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως:
α)έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η απόδοση συνδέεται άμεσα με έναν δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor β)ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων γ) ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων, υλικών ή μη υλικών, μη
ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων ή δ) μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.
44. «Κινητές αξίες»: Οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως:
α)μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και
άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για μετοχές β)ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους συμπεριλαμβανομένων και των
αποθετηρίων εγγράφων για τέτοιες κινητές αξίες γ)κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων κινητών αξιών ή επιδεχόμενη διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα προσδιοριζόμενο κατ' αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη.
45. «Αποθετήρια έγγραφα»: Οι κινητές αξίες οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη.
46. «Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια»: Κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο τους. διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, κατά περίπτωση, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού
47. «Πιστοποιητικά»: Τα πιστοποιητικά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 27) του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
48. «Δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα»: Τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα κατά την έννοια του σημείου 28) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
49. «Παράγωγα»: Τα παράγωγα κατά την έννοια του σημείου 29) της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
50. «Παράγωγα επί εμπορευμάτων»: Τα παράγωγα επί εμπορευμάτων κατά την έννοια του σημείου 30) της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
51. «Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (EE L 201/27.7.2012).
52. «εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσιοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.»: Πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας δημοσιοποίησης αναφορών συναλλαγών για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
53. «Πάροχος ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» ή «Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.»: Πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας συγκέντρωσης των αναφορών συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στα άρθρα 6, 7, 10, 12, 13, 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και ενοποίησής τους σε συνεχή ηλεκτρονική ροή δεδομένων απευθείας μετάδοσης, παρέχοντας δεδομένα τιμών και όγκου ανά χρηματοπιστωτικό μέσο.
54.«Εγκεκριμένος μηχανισμός γνωστοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.»: Πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας γνωστοποίησης των λεπτομερειών των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ή την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγοροών (ΕΑΚΑΑ) για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων.
55. «Κράτος μέλος καταγωγής»:
α)στην περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων :
i) εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
ii) εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,
ίίί)εάν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία β)στην περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή εάν, βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς.
γ) στην περίπτωση Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.:
i) εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,
ii) εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται η καταστατική του έδρα,
ίίί)εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. δεν έχει, βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία.
56. «Κράτος μέλος υποδοχής»: Το κράτος μέλος, διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ αποστάσεως πρόσβαση μελών ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων σε αυτό το ίδιο κράτος μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές.
57. «Επιχείρηση τρίτης χώρας»: Μια επιχείρηση που θα ήταν πιστωτικό ίδρυμα που θα παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες ή θα ασκούσε επενδυτικές δραστηριότητες, ή επιχείρηση επενδύσεων εάν τα κεντρικά γραφεία της ή η καταστατική έδρα της βρίσκονταν εντός της Ένωσης.
58. «Ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: Τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής όπως ορίζονται στο σημείο 4) του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011 (EE L 326/8.12.2011).
59. «Παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων»: Οι συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με προϊόντα που περιέχονται στο άρθρο 1 και στο παράρτημα I μέρος I έως ΧΧ και XXIV/1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 (EE L 347/20.12.2013).
60. «Εκδότης κρατικών/δημόσιων τίτλων»: Οιοσδήποτε από τους ακόλουθους φορείς εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:
i) η Ένωση,
ii) ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους,
ίίί)σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία,
iv) εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη,
v) ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, ή
vi) η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
61. «Κρατικός/δημόσιος χρεωστικός τίτλος»: Χρεωστικός τίτλος εκδοθείς από εκδότη κρατικών/δημόσιων τίτλων.
62. «Σταθερό μέσο»: Κάθε μέσο το οποίο:
α)παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα, και
β) επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.
63. «Πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων»: Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
64. Κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή «ΚΑΤ» : κεντρικό αποθετήριο τίτλων όπως ορίζεται στο σημείο (1) του άρθρου 2(1) του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014.
ΤΙΤΛΟΣ II
ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
Όροι και διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ
Άρθρο 5
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 5 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ως συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα σε επαγγελματική βάση προϋποθέτει τη χορήγηση προηγούμενης άδειας ΑΕΠΕΥ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο.
Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια σε διαχειριστή αγοράς να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται η συμμόρφωσή του προς το παρόν Κεφάλαιο.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγγράφει σε μητρώο όλες τις ΑΕΠΕΥ. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η ΑΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Οι ΑΕΠΕΥ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα. Στην επωνυμία τους προσδιορίζονται ως «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και στο διακριτικό τους τίτλο ως "ΑΕΠΕΥ".
Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.
Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ, η οποία προβαίνει σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία ΠΜΔ ανέρχεται τουλάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ.
Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ που παρέχει μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες των σημείων 1, 2, 4 και 5 του Τμήματος Α του Παραρτήματος I και δεν είναι αδειοδοτημένη να παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία του σημείου 1 του Τμήματος Β του Παραρτήματος I, και η οποία δεν επιτρέπεται να κατέχει κεφάλαια ή τίτλους πελατών της και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζει οφειλές έναντι αυτών των πελατών, ανέρχεται τουλάχιστον σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ.
Οι μετοχές της ΑΕΠΕΥ είναι ονομαστικές.
Για να εκδοθεί άδεια σύστασης ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΠΕΥ. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ 5 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου . Τα ίδια κεφάλαια της ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας της.
Άρθρο 6
Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 6 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει η ΑΕΠΕΥ. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Τμήμα Β του Παραρτήματος I. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.
2. ΑΕΠΕΥ που ζητά τη χορήγηση άδειας για να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες ή σε παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορηγήσεως της αρχικής άδειας υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας της.
3. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στην ΑΕΠΕΥ να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια, σε όλη την Ένωση, ασκώντας είτε το δικαίωμα εγκατάστασης, με τη μορφή υποκαταστήματος, είτε το δικαίωμα της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.
4. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν συσταθεί νομίμως αναγράφουν σε κάθε έντυπο, δημοσίευση, ανακοίνωση, διαφήμιση, καθώς και στην ιστοσελίδα τους ότι εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους.
Άρθρο 7
Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ
(Άρθρο 7 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι η αιτούσα επιχείρηση πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο.
2. Η αιτούσα επιχείρηση παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων, το οποίο καθορίζει μεταξύ άλλων τα είδη των σκοπούμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση της επιχείρησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να πεισθεί ότι η επιχείρηση έχει θεσπίσει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το παρόν κεφάλαιο.
3. Η αιτούσα επιχείρηση ενημερώνεται, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ.
Άρθρο 8
Ανάκληση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, εν όλω ή ως προς ορισμένες επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες ή παρεπόμενες υπηρεσίες, εάν η ΑΕΠΕΥ:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ' αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα τους όρους που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013,
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ, οι οποίες θεσπίζονται βάσει του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, και κάθε άλλης διάταξης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά. Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΑΕΠΕΥ τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις, καθώς και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντάς της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η ΑΕΠΕΥ οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικώς.
Άρθρο 9 Διοικητικό όργανο (Άρθρο 9 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τη χορήγηση της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 5, εξασφαλίζει ότι οι ΑΕΠΕΥ και τα διοικητικά όργανά τους συμμορφώνονται προς τα άρθρα 80 και 83 του ν. 4261/2014.
2. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια σύμφωνα με το άρθρο 5, μπορεί να επιτρέπει στα μέλη του διοικητικού οργάνου να κατέχουν μία επιπλέον μη εκτελεστική διοικητική θέση από ό,τι επιτρέπεται δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 83 του ν. 4261/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σε τακτική βάση την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις άδειες αυτές.
3. Το διοικητικό συμβούλιο μιας ΑΕΠΕΥ προσδιορίζει, επιβλέπει και έχει την ευθύνη όσον αφορά την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων εντός της ΑΕΠΕΥ και της πρόληψης συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και το συμφέρον των πελατών της.
Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλει η παρ. 1 του άρθρου 80 του ν. 4261/2014, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν επίσης ότι το διοικητικό συμβούλιο προσδιορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει:
α) την οργάνωση της ΑΕΠΕΥ για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εξειδίκευσης που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους, τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την ΑΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η ΑΕΠΕΥ, β) μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες, τις δραστηριότητες, τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται σύμφωνα με το ανεκτό για την ΑΕΠΕΥ επίπεδο κινδύνου και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών της ΑΕΠΕΥ προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων (stress tests), όπου απαιτείται,
γ) μια πολιτική αμοιβών των προσώπων που εμπλέκονται στην παροχή των υπηρεσιών προς τους πελάτες, με στόχο την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς και της δίκαιης μεταχείρισης των πελατών, καθώς και την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων στις σχέσεις με τους πελάτες.
Το διοικητικό συμβούλιο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την επάρκεια και την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων της ΑΕΠΕΥ όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της ΑΕΠΕΥ και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες, και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει πεισθεί ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ΑΕΠΕΥ διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν ικανό χρόνο στην άσκηση των καθηκόντων τους στην ΑΕΠΕΥ, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο της ΑΕΠΕΥ ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείρισή της και την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς.
5. Η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλα τα μέλη του διοικητικού της οργάνου και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η ΑΕΠΕΥ πληροί τις απαιτήσεις των παρ. 1, 2 και 3.
6. Η ΑΕΠΕΥ οφείλει να διαθέτει τουλάχιστον δύο (2) πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις της παρ. 1 και διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Τα εν λόγω πρόσωπα οφείλουν να διαθέτουν πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας που προβλέπεται στην περίπτωση (γ) της παρ. 1 του άρθρου 93
Άρθρο 10 Μέτοχοι με ειδική συμμετοχή (Άρθρο 10 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από ΑΕΠΕΥ εάν δεν έχει πληροφορηθεί την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων με ειδική συμμετοχή, φυσικών ή νομικών προσώπων, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.
Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η ΑΕΠΕΥ έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.
3. Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 είναι πιθανό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διαχείρισης της ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση.
Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την επιβολή κυρώσεων κατά μελών του διοικητικού οργάνου και διευθυντικών στελεχών ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι.
Άρθρο 11
Κοινοποίηση σκοπούμενης απόκτησης ειδικής συμμετοχής (Άρθρο 11 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αποκτών»), το οποίο, μεμονωμένα ή μαζί με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20 %, του 1/3 ή του 50 % ή με αποτέλεσμα η ΑΕΠΕΥ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει προηγουμένως έγγραφη κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με την ΑΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 13 παράγραφος 5.
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, απευθύνει προηγουμένως γραπτή κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το πρόσωπο αυτό ενημερώνει επίσης την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, 1/3 ή 50 % ή με αποτέλεσμα η ΑΕΠΕΥ να παύσει να είναι θυγατρική του.
Όταν αξιολογεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Τμήματος Α του παραρτήματος I, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ' άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η αρμόδια εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 13 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αποκτών είναι: α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής
β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής ή
γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος , ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 13 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αποκτών είναι:
α) θυγατρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που εδρεύει στην Ελλάδα,
β) θυγατρική επιχείρηση της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που εδρεύει στην Ελλάδα, ή
γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα.
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη ή έχει σημασία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, για την οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση, η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση του υποψήφιου αποκτώντος.
3. Εάν ΑΕΠΕΥ λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται των ορίων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά.
Έως 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν επίσης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα ονόματα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων ή - προκειμένου για ΑΕΠΕΥ των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά - από τις δημοσιοποιήσεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει μέτρα, παρόμοια με τα αναφερόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 10, κατά των προσώπων που δε συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.
Άρθρο 12 Περίοδος αξιολόγησης (Άρθρο 12 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αποκτώντα ότι τις παρέλαβε.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διενεργεί την αξιολόγηση εντός προθεσμίας εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που προβλέπεται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου («περίοδος αξιολόγησης»).
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τον υποψήφιο αποκτώντα, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή (50η) εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και προσδιορίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζήτησε τις πληροφορίες και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αποκτώντος, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή την αποσαφήνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνει τη διακοπή στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αποκτών είναι ένα από τα ακόλουθα:
α) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή που υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης,
β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει του παρόντος νόμου ή των νόμων 4099/2012, 4364/2016 ή 4261/2014 ή των Οδηγιών 2014/65/ΕΕ, 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ ή 2013/36/ΕΕ.
4. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αποκτώντα, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος.
5. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν αντιταχθεί εγγράφως στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.
Άρθρο 13 Αξιολόγηση (Άρθρο 13 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 11, και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 12 , η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ΑΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αποκτώντος στην ΑΕΠΕΥ, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντος και την ορθότητα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντος,
β) τη φήμη και την πείρα κάθε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ΑΕΠΕΥ ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής,
γ) την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντος, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την ΑΕΠΕΥ, στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,
δ) την ικανότητα της ΑΕΠΕΥ να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του παρόντος νόμου, καθώς και σχετικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων των ν. 4261/2014 και 3455/2006 και των Οδηγιών 2002/87/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, ιδίως όσον αφορά το κατά πόσο ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων αρχών,
ε) το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3691/2008 (Α' 166), ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θα μπορούσε να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής μόνο εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι' αυτό, με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αποκτώντα δεν είναι πλήρεις.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.
4. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12 παράγραφοι 1, 2 και 3, εάν κοινοποιηθούν δύο ή περισσότερες προθέσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αποκτώντες αμερόληπτα.
5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα πρόσωπα που προτίθενται να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ για τη διενέργεια της αξιολόγησής τους.
Άρθρο 14
Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών (Άρθρο 14 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, εξακριβώνει ότι κάθε οντότητα που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ ή κάθε πιστωτικό ίδρυμα που προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει, κατά το χρόνο της αδειοδότησης, βάσει του ν. 2533/1997 (Α'228) ή του ν. 4370/2016, αντίστοιχα.
Η υποχρέωση συμμόρφωσης εκπληρώνεται σε σχέση με δομημένες καταθέσεις, όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει του ν. 4370/2016.
Άρθρο 15 Αρχικό κεφάλαιο (Άρθρο 15 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ μόνον εφόσον η αιτούσα εταιρεία έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή δραστηριότητας.
Άρθρο 16 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 16 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ συμμορφώνονται με τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παρ. 2 έως 10 και στο άρθρο 17.
2. Η ΑΕΠΕΥ εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να διασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της, περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του παρόντος νόμου, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.
3. Η ΑΕΠΕΥ καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών της λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 23.
Η ΑΕΠΕΥ που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών σε υφιστάμενα χρηματοπιστωτικά μέσα, πριν από την προώθησή τους στην αγορά ή τη διανομή τους σε πελάτες.
Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων προσδιορίζει μια συγκεκριμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, και διασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτή την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι συνεπής με αυτή την αγορά- στόχο.
Η ΑΕΠΕΥ επανεξετάζει, επίσης, σε τακτική βάση, τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τον δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, προκειμένου να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοπιστωτικό μέσο παραμένει συνεπές με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι κατάλληλη.
Η ΑΕΠΕΥ που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα καθιστά διαθέσιμη στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοπιστωτικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισής του, στις οποίες περιλαμβάνεται η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοπιστωτικού μέσου.
Αν μια ΑΕΠΕΥ προσφέρει ή συνιστά χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν δημιουργεί η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες, οι οποίες αναφέρονται στο πέμπτο εδάφιο και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.
Οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο ισχύουν με την επιφύλαξη των λοιπών υποχρεώσεων που καθιερώνονται δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την πληροφόρηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, τον εντοπισμό και τη διαχείριση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.
4. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για τη διασφάλιση της συνεχούς και κανονικής εκτέλεσης των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων και χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.
5. Η ΑΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες, καθώς και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, λαμβάνονται εύλογα μέτρα για την αποφυγή αδικαιολόγητης ανάληψης πρόσθετου λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού της ελέγχου ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να εποπτεύει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της.
Η ΑΕΠΕΥ διαθέτει κατάλληλες διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες αξιολόγησης των κινδύνων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.
Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να απαιτεί να έχει πρόσβαση στις επικοινωνίες δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, η ΑΕΠΕΥ διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου αλλοίωσης των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται σε διαρκή βάση η εμπιστευτικότητα των δεδομένων.
6. Η ΑΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να καταγράφονται όλες οι υπηρεσίες που παρέχει και οι δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ασκεί τις εποπτικές της αρμοδιότητες και να προβαίνει σε ενέργειες για τη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων δυνάμει του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, του ν. 4443/2016 (Α'232) και του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, και ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι των πελατών ή των δυνητικών πελατών και της ακεραιότητας της αγοράς.
7. Τα αρχεία περιλαμβάνουν τις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που συνήφθησαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ' εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.
Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν, επίσης, εκείνες που αποσκοπούν στη σύναψη συναλλαγών κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ' εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμη και αν αυτές οι συνομιλίες ή επικοινωνίες δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη σύναψη των συναλλαγών ή την παροχή υπηρεσιών κατ'εντολή πελατών.
Προς τον σκοπό αυτό, η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή των σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η ΑΕΠΕΥ σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη έχει εγκριθεί ή επιτραπεί από την ΑΕΠΕΥ.
Η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι θα καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και των πελατών της οι οποίες έχουν ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση συναλλαγών. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να παρέχεται άπαξ, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.
Η ΑΕΠΕΥ δεν παρέχει από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.
Εντολές μπορούν να δίνονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες πρέπει να πραγματοποιούνται με σταθερό μέσο, όπως επιστολές μέσω ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίες, ηλεκτρονικά μηνύματα ή με τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν διά ζώσης σε συναντήσεις. Ειδικότερα, το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών σε δια ζώσης επικοινωνία με πελάτη μπορεί να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.
Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να εμποδίζει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.
Τα αρχεία της παρούσας παραγράφου παρέχονται στον πελάτη τον οποίο αφορούν κατόπιν αιτήματός του και φυλάσσονται για περίοδο πέντε ετών και, αν ζητηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για μέγιστη περίοδο επτά ετών.
8. Εάν η ΑΕΠΕΥ κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, διαθέτει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΑΕΠΕΥ, και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.
9. Εάν η ΑΕΠΕΥ κατέχει κεφάλαια πελατών, θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.
10. Η ΑΕΠΕΥ δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 3301/2004 (Α'263) με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.
11. Σε περίπτωση υποκαταστήματος επιχείρησης επενδύσεων στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει την υποχρέωση των παρ. 6 και 7 στις συναλλαγές που εκτελεί το υποκατάστημα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.
12. Δανειστές ΑΕΠΕΥ απαγορεύεται να κατάσχουν ή να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία πελατών της ενδεικτικά, υπό μορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών που τηρούνται στο όνομα της εταιρείας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον δικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην εταιρεία βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οι παραπάνω πελάτες.
13. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τους κανόνες του εμπράγματου δικαίου, και εκείνα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα στο όνομα της και για λογαριασμό του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ και των οποίων πραγματικός δικαιούχος, σύμφωνα με τα τηρούμενα σε αυτήν βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι πελάτης της, ανεξάρτητα από το αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι καταχωρισμένα στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέα συστήματος καταχώρησης τίτλων στο όνομα του δικαιούχου πελάτη.
14. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλει απαιτήσεις σε ΑΕΠΕΥ ή σε πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, επιπλέον των διατάξεων των παρ. 8, 9 και 10 και των αντίστοιχων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με την παρ. 12 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι ανάλογες, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι ΑΕΠΕΥ ή τα πιστωτικά ιδρύματα φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς.
15. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34, 34α 35 και 35α.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, παρέχει τη γνώμη της για την αναλογικότητα και την αιτιολόγηση των πρόσθετων απαιτήσεων.
16. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παρ. 2 έως10, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής (ΕΕ L 87/31.3.2017)
Άρθρο 17 Αλγοριθμικές συναλλαγές (Άρθρο 17 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές οφείλουν:
(α) να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου κινδύνων, κατάλληλους για τις δραστηριότητες που διενεργούν, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών τους είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια σε σχέση με τις συναλλαγές και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς,
(β) να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου κινδύνων προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος στον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή στους κανόνες τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτές συνδέονται,
(γ) να διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις επιχειρηματικής συνέχειας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών της, και
(δ) να διασφαλίζουν ότι τα συστήματά τους έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται κατάλληλα ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.
2. Οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο δραστηριοποιούνται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλη ή συμμετέχουσες.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από ΑΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών αλγοριθμικής διαπραγμάτευσης που εφαρμόζει, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια στα οποία υπόκειται το σύστημα διενέργειας συναλλαγών, τους βασικούς μηχανισμούς ελέγχου συμμόρφωσης και κινδύνων που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων της παρ. 1 και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται ανά πάσα στιγμή να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες από την ΑΕΠΕΥ σχετικά με τη διενέργεια των αλγοριθμικών συναλλαγών της και τα συστήματα που χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος αρμόδιας αρχής τόπου διαπραγμάτευσης ως μέλος ή συμμετέχουσα του οποίου η ΑΕΠΕΥ διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές, τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από την ΑΕΠΕΥ που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές.
Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και διασφαλίζουν ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να εποπτεύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
Οι ΑΕΠΕΥ που χρησιμοποιούν τεχνική διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα τηρούν, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία όσον αφορά όλες τις εντολές που εισάγουν, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων εντολών, τις εντολές που εκτελούν και τις προσφορές τιμών που παρέχουν σε τόπους διαπραγμάτευσης, και τα καθιστούν διαθέσιμα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφόσον τους ζητηθούν.
3. Οι ΑΕΠΕΥ που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης μέσω της διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής:
(α) ασκούν την εν λόγω στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης συνεχώς κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης αναλογίας των ωρών λειτουργίας του τόπου διαπραγμάτευσης, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης,
(β) συνάπτουν δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης, στην οποία προσδιορίζονται, κατ' ελάχιστο, οι υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το στοιχείο α), και
(γ) εφαρμόζουν αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσουν ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της συμφωνίας του στοιχείου β) ανά πάσα στιγμή.
4. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 48, ΑΕΠΕΥ που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, η στρατηγική της, όταν διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων εντολών αγοράς και πώλησης συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς.
5. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου που διασφαλίζουν:
(α) την ορθή αξιολόγηση και επεναξιολόγηση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία,
(β) ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται να υπερβούν προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια,
(γ) ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως, και (δ) ότι με κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ΑΕΠΕΥ ή που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ή να συμβάλουν στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή θα μπορούσαν να έρθουν σε αντίθεση με τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται.
Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση φέρουν την ευθύνη διασφάλισης ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης.
Οι ΑΕΠΕΥ παρακολουθούν τις συναλλαγές προκειμένου να εντοπίσουν παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή συμπεριφορά που μπορεί να συνιστά κατάχρηση της αγοράς και η οποία πρέπει να αναφερθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι βάσει αυτής της συμφωνίας οι ΑΕΠΕΥ υπέχουν ευθύνη δυνάμει του παρόντος νόμου.
Η ΑΕΠΕΥ που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να παρέχουν, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή των συστημάτων και των μηχανισμών ελέγχου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και αποδείξεις για την εφαρμογή τους.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αρμόδιας αρχής ενός τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο ΑΕΠΕΥ προσφέρουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από τις ΑΕΠΕΥ.
Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και διασφαλίζουν ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
6. Οι ΑΕΠΕΥ που ενεργούν ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη, οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης παρέχονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για τις ίδιες τις ΑΕΠΕΥ και την αγορά. Οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ αυτών και των προσώπων στα οποία παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.
Άρθρο 18
Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΜΟΔ
(Άρθρο 18 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 16:
(α) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες για τη δίκαιη και ομαλή διαπραγμάτευση, (β) καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών, (γ) διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
(δ) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα συστήματά τους,
(ε) παρέχουν, όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς πληροφορίες, δημόσια διαθέσιμες ή διασφαλίζουν ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες να διαμορφώνουν επενδυτική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων υπό διαπραγμάτευση,
(στ) καταρτίζουν, δημοσιεύουν, διατηρούν και εφαρμόζουν διαφανείς και μη μεροληπτικούς, βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες, οι οποίοι διέπουν την πρόσβαση στα συστήματά τους,
(ζ) διαθέτουν μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που μπορεί να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ, αφενός, του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και, αφετέρου, της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
(η) διαθέτουν όλα τα απαραίτητα αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να συμμορφώνονται με τα άρθρα 48 και 49,
(θ) ενημερώνουν με σαφήνεια τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ,
(ι) διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στο πλαίσιο των συστημάτων του ΠΜΔ ή ΜΟΔ,
(ια) έχουν τουλάχιστον τρία ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.
Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε πιστωτικό ίδρυμα εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεσή του να λειτουργεί ΠΜΔ ή ΜΟΔ ταυτόχρονα με την υποβολή σχετικής αίτησης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των περιπτώσεων α' έως η' της παρ. 1 και ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος.
Εάν κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελέσει επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σε σχέση με τον ΠΜΔ ή τον ΜΟΔ ως προς την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών.
Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται αμέσως με κάθε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 67, για την αναστολή της διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.
Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, περιλαμβανομένων, με την επιφύλαξη των παρα. 1, 4 και 5 του άρθρου 20, κάθε είδους δεσμού με ή συμμετοχής από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς, καθώς και κατάλογο των μελών, των συμμετεχόντων /ή των χρηστών τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα καθιστά διαθέσιμη, μετά από σχετικό αίτημα, την πληροφόρηση αυτή στην ΕΑΚΑΑ. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή της αγοράς γνωστοποιείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην ΕΑΚΑΑ.
6. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ή της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ και να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις του άρθρου αυτού που οφείλουν να τηρούν οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
Άρθρο 19 Ειδικές απαιτήσεις για τους ΠΜΔ (Άρθρο 19 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ, επιπροσθέτως των απαιτήσεων των άρθρων 16 και 18, θεσπίζουν και εφαρμόζουν διαφανείς κανόνες, οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.
2. Οι κανόνες που προβλέπονται στην περίπτωση στ) της παρ. 1 του άρθρου 18 και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ πρέπει να είναι συμβατοί με τις προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 53.
3. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ οφείλουν:
(α) να έχουν κατάλληλους μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, και κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
(β) να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής και έγκαιρης οριστικοποίησης των συναλλαγών που εκτελούνται εντός των συστημάτων τους και
(γ) να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε διαρκή βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του εύρους και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτές είναι εκτεθειμένες.
4. Τα άρθρα 24 και 25, οι παράγραφοι 1 και 2 και 4 έως 10 του άρθρου 27 και το άρθρο 28 δεν εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται βάσει των κανόνων που διέπουν έναν ΠΜΔ, μεταξύ των μελών του ΠΜΔ ή των συμμετεχόντων σε αυτόν, ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σε αυτόν σε σχέση με τη χρήση του. Τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτόν συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 24, 25, 27 και 28 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.
5. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ δεν επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό (matched principal trading).
Άρθρο 20 Ειδικές απαιτήσεις για τους ΜΟΔ (Άρθρο 20 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ΑΕΠΕΥ και ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτουν μηχανισμούς που αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την ΑΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς.
2. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για την εν λόγω διαδικασία.
Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν επιτρέπεται για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων η οποία υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012.
Η ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτει ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες συναλλαγές πληρούν τις προϋποθέσεις της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, όπως ορίζεται στην περίπτωση 38 της παρ. 1 του άρθρου 4.
3. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, εκτός της διενέργειας αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά κρατικούς χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει ρευστή αγορά.
4. Η λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας δεν επιτρέπεται. Ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στον συστηματικό εσωτερικοποιητή. Ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με άλλον ΜΟΔ κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.
5. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να αναθέτει σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων την παροχή ειδικής διαπραγμάτευσης στον ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση εάν έχει στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.
6. Η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ διεξάγεται με άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Ειδικότερα, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) όταν αποφασίζει την εισαγωγή ή ανάκληση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται, ή (β) όταν αποφασίζει να μην ταυτίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, με την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις του άρθρου 27.
Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ μπορεί να αποφασίζει εάν, πότε και τι τμήμα δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με τις παρ. 1, 2, 4 και 5 και με την επιφύλαξη της παρ. 3, για σύστημα που διευκολύνει τη διευθέτηση συναλλαγών σε μη μετοχικές αξίες, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ μπορεί να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή.
Η υποχρέωση αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 27.
7. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί, είτε όταν μια ΑΕΠΕΥ ή ένας διαχειριστής αγοράς αιτείται άδεια για τη λειτουργία ΜΟΔ είτε κατά περίπτωση, λεπτομερή αιτιολόγηση των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής, καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, και ιδίως πότε μια εντολή στον ΜΟΔ μπορεί να ανακληθεί και πότε και με ποιον τρόπο δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στο πλαίσιο του ΜΟΔ. Επιπλέον, η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς ενός ΜΟΔ παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό που διενεργούνται από την ΑΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς, που διαχειρίζεται ΜΟΔ ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούται ο ορισμός της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό και ότι η κατάρτισή τους δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της ΑΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς και των πελατών τους.
8. Τα άρθρα 24, 25, 27 και 28 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται σε έναν ΜΟΔ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Όροι λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων
Τμήμα 1
Γενικές διατάξεις
Άρθρο 21
Τακτική επανεξέταση των όρων χορήγησης της αρχικής άδειας (Άρθρο 21 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν αδειοδοτηθεί στην Ελλάδα συμμορφώνονται σε διαρκή βάση με τους όρους που τίθενται στο κεφάλαιο I για τη χορήγηση της αρχικής άδειας.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει κατά πόσον οι ΑΕΠΕΥ συμμορφώνονται με την κατά την παράγραφο 1 υποχρέωσή τους με βάση κατάλληλες μεθόδους που καταρτίζει και απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να της γνωστοποιούν κάθε ουσιώδη μεταβολή στους όρους χορήγησης της αρχικής άδειας.
Άρθρο 22
Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία (Άρθρο 22 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις δραστηριότητες των ΑΕΠΕΥ προκειμένου να αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα νόμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε στοιχείο ή έγγραφο απαιτείται ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να αξιολογεί τη συμμόρφωση των ΑΕΠΕΥ με αυτές τις υποχρεώσεις.
Άρθρο 23 Συγκρούσεις συμφερόντων (Άρθρο 23 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση των καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, των υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και των πελατών τους, ή μεταξύ πελατών τους, κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων αυτών που προκύπτουν λόγω της λήψης αντιπαροχών από τρίτους ή λόγω της πολιτικής αποδοχών της ΑΕΠΕΥ ή παροχής κινήτρων.
2. Εάν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 16 η ΑΕΠΕΥ για να προληφθούν οι αρνητικές συνέπειες των συγκρούσεων συμφερόντων στα συμφέροντα του πελάτη της δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί με εύλογη βεβαιότητα η αποτροπή του κινδύνου βλάβης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύσηή τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό τους, προτού αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό του.
3. Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2: α) πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο, και
β) περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του πελάτη, ώστε να μπορεί ο πελάτης να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.
Τμήμα 2
Διατάξεις για την προστασία των επενδυτών
Άρθρο 24
Γενικές αρχές και πληροφόρηση των πελατών (Άρθρο 24 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό κατά την παροχή επενδυτικών ή, κατά περίπτωση, παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ιδίως να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 25.
2. ΑΕΠΕΥ που δημιουργούν χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διασφαλίζουν ότι αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας προσδιορισμένης αγοράς-στόχου τελικών πελατών εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών, ότι η στρατηγική για τη διάθεση των χρηματοπιστωτικών μέσων είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο και ότι η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα διατίθενται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.
Οι ΑΕΠΕΥ κατανοούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρουν ή συνιστούν, αξιολογούν τη συμβατότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων με τις ανάγκες των πελατών, στους οποίους παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την αναφερόμενη στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών και εξασφαλίζουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα προσφέρονται ή συνιστώνται, μόνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη.
3. Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να είναι δυνατό να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.
4. Η ΑΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες εγκαίρως κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με την ίδια και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, τους τόπους εκτέλεσης και το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει τα εξής:
α) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η ΑΕΠΕΥ πρέπει, εγκαίρως πριν από την παροχή των επενδυτικών συμβουλών, να ενημερώνει τον πελάτη για τα ακόλουθα:
i) αν οι συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι,
ii) αν οι συμβουλές βασίζονται σε ευρεία ή πιο περιορισμένη ανάλυση των διαφόρων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων και, ιδίως, αν το εύρος αυτό περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή διατίθενται από οντότητες που έχουν στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ ή οποιεσδήποτε άλλες νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως συμβατικές σχέσεις, που είναι τόσο στενές, ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των παρεχομένων συμβουλών,
ίίί)αν η ΑΕΠΕΥ πρόκειται να παρέχει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που προτείνονται στον πελάτη,
β) οι πληροφορίες για τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές περιλαμβάνουν κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με τις συγκεκριμένες επενδυτικές στρατηγικές και αναφορά για το αν το χρηματοπιστωτικό μέσο απευθύνεται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες, λαμβανομένης υπόψη της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου σύμφωνα με την παράγραφο 2,
γ) η πληροφόρηση για όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις περιλαμβάνει πληροφορίες σχετιζόμενες τόσο με τις επενδυτικές όσο και με τις παρεπόμενες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του κόστους που σχετίζεται με την παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, του κόστους του χρηματοπιστωτικού μέσου που συνιστάται ή διαφημίζεται στον πελάτη και των δυνατών τρόπων πληρωμής του από τον πελάτη, περιλαμβανομένων επίσης όλων των πληρωμών προς τρίτους.
Οι πληροφορίες σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την επενδυτική υπηρεσία και το χρηματοπιστωτικό μέσο, που δεν οφείλονται στην επέλευση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς, παρέχονται συγκεντρωτικά για να επιτρέψουν στον πελάτη να κατανοήσει το συνολικό κόστος, καθώς και το αθροιστικό αποτέλεσμα του στην απόδοση της επένδυσης και, αν το ζητήσει ο πελάτης, συνοδεύονται από αναλυτική καταγραφή του κόστους. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στον πελάτη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, καθ' όλη τη διάρκεια της επένδυσης.
5. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παρ. 4 και 9 παρέχονται σε κατανοητή μορφή κατά τρόπο, ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου είδους του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν ενημερωμένοι επενδυτικές αποφάσεις. Οι πληροφορίες αυτές είναι δυνατό να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.
6. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη, όσον αφορά στις απαιτήσεις πληροφόρησης, η εν λόγω υπηρεσία δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τις παρ. 3, 4 και 5.
7. Όταν η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση, η ΑΕΠΕΥ:
α) αξιολογεί ένα επαρκώς ευρύ φάσμα διαθέσιμων στην αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων, τα οποία πρέπει να είναι επαρκώς διαφοροποιημένα ως προς το είδος και τους εκδότες τους ή τους παρόχους των προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι επενδυτικοί στόχοι του πελάτη μπορούν να επιτευχθούν με κατάλληλο τρόπο και δεν πρέπει να περιορίζονται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται από:
i) την ίδια την ΑΕΠΕΥ ή από οντότητες που συνδέονται με στενούς δεσμούς με την ΑΕΠΕΥ ή
ii) άλλες οντότητες, με τις οποίες η ΑΕΠΕΥ έχει τόσο στενές νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως συμβατικές σχέσεις, ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των παρεχομένων συμβουλών,
β) δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης, ώστε να μην είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με την υποχρέωσή της να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα περίπτωση β).
8. Κατά την παροχή της υπηρεσίας της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η ΑΕΠΕΥ δεν αποδέχεται ούτε παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες.
Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης, ώστε να μην είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με την υποχρέωσή της να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα παράγραφο.
9. Οι ΑΕΠΕΥ δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 23 ή δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όταν καταβάλλουν ή εισπράττουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή λαμβάνουν οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος σε σχέση με την παροχή επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας προς ή από οιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη ή προσώπου ενεργούντος για λογαριασμό του πελάτη, εκτός αν η πληρωμή ή το όφελος:
α) έχει σχεδιαστεί για τη βελτίωση της ποιότητας της υπηρεσίας προς τον πελάτη και
β) δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με την υποχρέωσή της να ενεργεί με τρόπο έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό, σύμφωνα με τα συμφέροντα των πελατών της.
Η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής ή της προμήθειας που καταβάλλεται ή εισπράττεται ή του οφέλους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή, εφόσον το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μέθοδος υπολογισμού του, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς στον πελάτη, με περιεκτικό, ακριβή και κατανοητό τρόπο, πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας. Αν συντρέχει περίπτωση, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει επίσης τον πελάτη σχετικά με τους μηχανισμούς για την απόδοση στον πελάτη της αμοιβής, της προμήθειας ή του χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους που η ΑΕΠΕΥ έχει λάβει σε σχέση με την παροχή της επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας.
Οι αμοιβές ή οι προμήθειες που καταβάλλονται ή εισπράττονται ή το όφελος, που επιτρέπουν ή είναι αναγκαία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως έξοδα θεματοφυλακής, έξοδα συναλλαγών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, τα θεσμοθετημένα τέλη ή αμοιβές νομικής φύσης και τα οποία δεν μπορούν από τη φύση τους να οδηγήσουν σε σύγκρουση με την υποχρέωση της ΑΕΠΕΥ να ενεργεί με έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της, δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.
10. ΑΕΠΕΥ που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες, διασφαλίζει ότι δεν ανταμείβει ούτε αξιολογεί την απόδοση του προσωπικού της κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωσή της να ενεργεί προς το συμφέρον των πελατών της. Ιδίως, δεν υιοθετεί πολιτικές αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή άλλης μορφής, που θα αποτελούσαν κίνητρο για το προσωπικό της να συστήσει ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο σε ιδιώτη πελάτη, ενώ η ΑΕΠΕΥ θα μπορούσε να προσφέρει διαφορετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.
11. Εφόσον μια επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται μαζί με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως όρος για την ίδια συμφωνία ή πακέτο, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη για το αν υπάρχει ή όχι δυνατότητα αγοράς των επιμέρους στοιχείων του πακέτου ξεχωριστά και παρέχει χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις επιβαρύνσεις κάθε στοιχείου.
Όταν οι κίνδυνοι που απορρέουν από μια τέτοια συμφωνία ή πακέτο που προσφέρεται σε ιδιώτη πελάτη είναι πιθανόν να διαφέρουν από τους κινδύνους που σχετίζονται με κάθε στοιχείο χωριστά, η ΑΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των επιμέρους στοιχείων της συμφωνίας ή του πακέτου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους μεταβάλλει τους κινδύνους.
12. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλει σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία που προβλέπονται στην παράγραφο 12 του άρθρου 24 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, πρόσθετες απαιτήσεις στις ΑΕΠΕΥ, σε σχέση με θέματα που καλύπτονται από το παρόν άρθρο, οι οποίες πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται ορισμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς. Οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο τα δικαιώματα των ΑΕΠΕΥ, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35.
Η Επιτροπή γνωστοποιεί στα κράτη μέλη και δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο τις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.
13. Mε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής (ΕΕ L 87/31.3.2017).
Άρθρο 25
Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας και ενημέρωση προς πελάτες
(Άρθρο 25 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 93 οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν και, όταν τους ζητηθεί, αποδεικνύουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή πληροφόρηση σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα, επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες για λογαριασμό των ΑΕΠΕΥ, διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 24 και του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει και δημοσιεύει τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων λαμβάνοντας υπόψη και τις κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδονται από την ΕΑΚΑΑ.
2. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με το συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, περιλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημίες, και τους επενδυτικούς στόχους του, περιλαμβανομένου του επιπέδου ανοχής κινδύνου, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να του συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του και, ιδίως, είναι σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και τη δυνατότητά του να υποστεί ζημίες.
Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές, στο πλαίσιο των οποίων συστήνουν πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 24, το συνολικό πακέτο πρέπει να είναι κατάλληλο για τον πελάτη.
3 Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες πλην των μνημονευόμενων στην παράγραφο 2, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με το συγκεκριμένο τύπο του προσφερόμενου ή ζητούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσο η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προϊόν ενδείκνυται για τον πελάτη. Όταν πρόκειται για πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 24, στην αξιολόγηση εξετάζεται κατά πόσο το συνολικό πακέτο είναι ενδεδειγμένο για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη.
Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, τον προειδοποιούν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
Αν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ τον προειδοποιούν ότι δεν είναι σε θέση να κρίνουν κατά πόσον η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι ενδεδειγμένα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
4. Οι ΑΕΠΕΥ, όταν παρέχουν στους πελάτες τους επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση ή στη λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, πλην της χορήγησης δανείων ή πιστώσεων, όπως ορίζονται στο σημείο 2 του Τμήματος Β του Παραρτήματος I, που δεν περιλαμβάνουν υφιστάμενα πιστωτικά όρια δανείων, τρεχούμενων λογαριασμών και πιστωτικών διευκολύνσεων πελατών, μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες ούτε να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπονται στην παράγραφο 3, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Οι υπηρεσίες αφορούν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα:
i) μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εφόσον πρόκειται για μετοχές εταιρειών, με την εξαίρεση των μετοχών οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που δεν είναι ΟΣΕΚΑ και μετοχών, οι οποίες ενσωματώνουν παράγωγα,
ii) ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, με την εξαίρεση εκείνων που ενσωματώνουν παράγωγα ή έχουν δομές που καθιστούν την κατανόηση του συναφούς κινδύνου δύσκολη για τον πελάτη,
iii) μέσα χρηματαγοράς, με την εξαίρεση εκείνων που ενσωματώνουν παράγωγα ή έχουν δομές που καθιστούν την κατανόηση του συναφούς κινδύνου δύσκολη για τον πελάτη,
iv) μετοχές ή μερίδια ΟΣΕΚΑ, με την εξαίρεση των δομημένων ΟΣΕΚΑ που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Κανονισμού (ΕΕ) 583/2010,
v) δομημένες καταθέσεις, με την εξαίρεση εκείνων που έχουν δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου ως προς την απόδοση ή το κόστος της εξόδου από το προϊόν πριν από τη λήξη του,
vi) άλλα μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.
Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου α), μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά, αν έχει εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετική απόφαση ισοδυναμίας υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο του στοιχείου α) της παρ. 4 του άρθρου 25 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον θεωρεί σχετικά με μια αγορά τρίτης χώρας ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο αυτής της τρίτης χώρας θα πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο, μπορεί να υποβάλει αίτηση προς την Επιτροπή για την έκδοση από την τελευταία απόφασης ισοδυναμίας σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης της παρ. 2 του άρθρου 89α της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφέρει στην αίτησή της τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το νομικό και
εποπτικό πλαίσιο της σχετικής τρίτης χώρας θα πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο και παρέχει σχετικές πληροφορίες προς τον σκοπό αυτό.
Ένα τέτοιο νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ισοδύναμο, εφόσον πληροί τουλάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) οι αγορές υπόκεινται σε αδειοδότηση και σε συνεχή αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή της τήρησης των υποχρεώσεων,
ii) οι αγορές διαθέτουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση, ούτως ώστε αυτές οι κινητές αξίες να αποτελούν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης και να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες,
iii) οι εκδότες κινητών αξιών υπόκεινται σε υποχρεώσεις περιοδικής και διαρκούς πληροφόρησης, εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών, και
iv) διασφαλίζονται η διαφάνεια και η ακεραιότητα της αγοράς με την πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς υπό τη μορφή πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.
β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη.
γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι κατά την παροχή της υπηρεσίας η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την καταλληλότητα του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της παρεχόμενης υπηρεσίας και ότι επομένως ο ίδιος δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία που παρέχουν οι σχετικοί κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 23 υποχρεώσεις της.
5. Η ΑΕΠΕΥ τηρεί αρχείο με τα έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους, υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.
6. Η ΑΕΠΕΥ παρέχει στον πελάτη επαρκή ενημέρωση, σε σταθερό μέσο, σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει περιοδικές αναφορές προς τον πελάτη, ανάλογα με τον τύπο και την πολυπλοκότητα των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων και τη φύση της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη και συμπεριλαμβάνει, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που διενεργούνται και των υπηρεσιών που παρέχονται για λογαριασμό του.
Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών η ΑΕΠΕΥ, πριν από την κατάρτιση της συναλλαγής, παρέχει σε σταθερό μέσο στον πελάτη δήλωση καταλληλότητας, με την οποία προσδιορίζονται οι παρασχεθείσες συμβουλές και ο τρόπος με τον οποίο αυτές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, τους στόχους και τα λοιπά χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.
Αν η συμφωνία για αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου έχει συναφθεί με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως που δεν επιτρέπει την εκ των προτέρων παροχή της δήλωσης καταλληλότητας, η ΑΕΠΕΥ παρέχει την έγγραφη δήλωση καταλληλότητας σε σταθερό μέσο, αμέσως μόλις ο πελάτης δεσμευθεί με οποιαδήποτε συμφωνία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ο πελάτης έχει συγκατατεθεί να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής και
β) η ΑΕΠΕΥ έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη συναλλαγή, προκειμένου να λάβει προηγουμένως τη δήλωση καταλληλότητας.
Όταν η ΑΕΠΕΥ παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή έχει ενημερώσει τον πελάτη ότι θα πραγματοποιεί περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, η περιοδική ενημέρωση περιέχει επικαιροποιημένη δήλωση σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο η επένδυση ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις, τους στόχους και τα λοιπά χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.
7. Αν σύμβαση πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, η οποία υπάγεται στις διατάξεις σχετικά με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας καταναλωτών που προβλέπεται στο ν. 4438/2016 (Α' 220), έχει ως προϋπόθεση την παροχή στον ίδιο καταναλωτή μιας επενδυτικής υπηρεσίας σε σχέση με ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται ειδικά για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της εν λόγω σύμβασης πίστωσης και έχουν τους ίδιους όρους με αυτήν η οποία σχετίζεται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, προκειμένου το δάνειο να είναι πληρωτέο, να αναχρηματοδοτείται ή να εξοφλείται, η παροχή της υπηρεσίας αυτής δεν υπόκειται στις επιβαλλόμενες με το παρόν άρθρο υποχρεώσεις.
Άρθρο 26
Παροχή υπηρεσιών μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων (Άρθρο 26 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων οδηγίες για την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό πελάτη, μπορεί να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η τελευταία αυτή επιχείρηση επενδύσεων. Η επιχείρηση επενδύσεων, μέσω της οποίας παρέχονται οι οδηγίες, παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.
2. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες για την παροχή υπηρεσιών για λογαριασμό πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων, μπορεί να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις έχουν δοθεί στον πελάτη από την άλλη αυτή επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με την υπηρεσία ή τη συναλλαγή. Η επιχείρηση επενδύσεων, μέσω της οποίας παρέχονται οι οδηγίες, παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα των παρεχόμενων συστάσεων ή συμβουλών για το συγκεκριμένο πελάτη.
3. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων, παραμένει υπεύθυνη για την παροχή της υπηρεσίας ή την ολοκλήρωση της συναλλαγής, βάσει αυτών των πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.
Άρθρο 27
Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους
(Άρθρο 27 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν επαρκή μέτρα, ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη την τιμή, το κόστος, την ταχύτητα, την πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, τον όγκο, τη φύση και οποιοδήποτε άλλο παράγοντα που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση που ο πελάτης έχει δώσει συγκεκριμένες οδηγίες, η ΑΕΠΕΥ εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.
Όταν ΑΕΠΕΥ εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το βέλτιστο αποτέλεσμα προσδιορίζεται με βάση το συνολικό τίμημα, το οποίο αντιστοιχεί στην τιμή του
χρηματοπιστωτικού μέσου και στο κόστος που σχετίζεται με την εκτέλεση, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών του τόπου εκτέλεσης, των εξόδων εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλων των λοιπών αμοιβών που καταβάλλονται σε τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.
Για την επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, σε περίπτωση ανταγωνιστικών τόπων εκτέλεσης μιας εντολής επί χρηματοπιστωτικού μέσου, η ΑΕΠΕΥ αξιολογεί και συγκρίνει τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν για τον πελάτη με την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών της ΑΕΠΕΥ και στους οποίους μπορεί να εκτελεστεί η σχετική εντολή, λαμβάνοντας κατά την αξιολόγηση αυτή υπόψη τις προμήθειες που εισπράττει η ίδια η ΑΕΠΕΥ και τα κόστη που βαρύνουν τον πελάτη για την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης.
2. Η ΑΕΠΕΥ δεν λαμβάνει οποιαδήποτε αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικό όφελος για να κατευθύνει εντολές πελατών σε συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτέλεσης κατά παράβαση των υποχρεώσεων σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων ή τις αντιπαροχές, που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 και στα άρθρα 23 και 24.
3. Για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται στη σχετική με την κατάρτιση συναλλαγών υποχρέωση των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, κάθε τόπος διαπραγμάτευσης και κάθε συστηματικός εσωτερικοποιητής και, για τα λοιπά χρηματοπιστωτικά μέσα, κάθε τόπος εκτέλεσης, διαθέτει στο κοινό, ατελώς, δεδομένα σχετικά με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στο συγκεκριμένο τόπο τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Μετά την εκτέλεση συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, η ΑΕΠΕΥ πληροφορεί τον πελάτη σε ποιον τόπο εκτελέστηκε η εντολή. Οι περιοδικές εκθέσεις περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με την τιμή, τα κόστη, την ταχύτητα και την πιθανότητα εκτέλεσης για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.
4. Οι ΑΕΠΕΥ θεσπίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς, προκειμένου να συμμορφώνονται με την παράγραφο 1. Οι ΑΕΠΕΥ θεσπίζουν και εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.
5. Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, πληροφορίες σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η ΑΕΠΕΥ εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή του τόπου εκτέλεσης. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους, οι οποίοι επιτρέπουν στην ΑΕΠΕΥ να επιτυγχάνει συστηματικά το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών.
Η ΑΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί. Οι πληροφορίες επεξηγούν σαφώς, με επαρκείς λεπτομέρειες και με τρόπο εύκολα κατανοητό από τους πελάτες, τον τρόπο με τον οποίο η ΑΕΠΕΥ θα εκτελέσει τις εντολές για λογαριασμό του πελάτη. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει την προηγούμενη συναίνεση των πελατών της σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών.
Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, η ΑΕΠΕΥ ιδίως ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με τη δυνατότητα αυτή. Η ΑΕΠΕΥ λαμβάνει εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών της, προτού προβεί στην εκτέλεση εντολών πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να λαμβάνει τη συναίνεση υπό μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές.
6. Οι ΑΕΠΕΥ που εκτελούν εντολές πελατών συνοψίζουν και δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών ("trading volumes"), στους οποίους εκτέλεσαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης που επιτεύχθηκε.
7. Οι ΑΕΠΕΥ που εκτελούν εντολές πελατών, παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών και της πολιτικής εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν, ώστε να εντοπίζουν και να διορθώνουν, όπου απαιτείται, τυχόν ελλείψεις. Ιδίως, οι ΑΕΠΕΥ εξετάζουν σε τακτική βάση, κατά πόσο οι τόποι εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών, επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη και τροποποιούν αναλόγως τους μηχανισμούς εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τις παρ. 3 και 6. Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν στους πελάτες, με τους οποίους συνεχίζουν να έχουν πελατειακή σχέση, κάθε ουσιαστική αλλαγή των μηχανισμών και της πολιτικής εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν.
8. Η ΑΕΠΕΥ είναι σε θέση να τεκμηριώσει στους πελάτες της, κατόπιν αιτήματός τους, ότι έχει εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί, καθώς και να τεκμηριώσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν αιτήματός της, τη συμμόρφωσή της με το παρόν άρθρο.
Άρθρο 28 Κανόνες χειρισμού εντολών πελατών (Άρθρο 28 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. ΑΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια να εκτελεί εντολές για λογαριασμό πελατών, εφαρμόζει διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών ή τις θέσεις διαπραγμάτευσης της ίδιας της ΑΕΠΕΥ και επιτρέπουν την εκτέλεση συγκρίσιμων κατά τα λοιπά εντολών πελατών με βάση τον χρόνο λήψης τους από την ΑΕΠΕΥ.
2. Σε περίπτωση οριακής εντολής πελάτη επί μετοχών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, η οποία δεν εκτελείται αμέσως υπό τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, η ΑΕΠΕΥ, εκτός αν ο πελάτης δώσει ρητά άλλες οδηγίες, λαμβάνει μέτρα για να διευκολύνει την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής, ανακοινώνοντάς την αμέσως δημόσια με τρόπο ευπρόσιτο στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Η ΑΕΠΕΥ εκπληρώνει την υποχρέωσή της αυτή, διαβιβάζοντας την οριακή εντολή του πελάτη σε τόπο διαπραγμάτευσης. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αίρεται η υποχρέωση δημοσιοποίησης οριακής εντολής, η οποία είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
Άρθρο 29
Υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ όταν ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους (Άρθρο 29 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, εφόσον είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο της παρ. 4 του παρόντος άρθρου και κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι μπορούν να προβαίνουν σε προώθηση των υπηρεσιών της ΑΕΠΕΥ, την οποία αντιπροσωπεύουν, σε προσέλκυση πελατείας ή σε λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών ή δυνητικών πελατών, σε τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων και σε παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υπηρεσίες που προσφέρει η ΑΕΠΕΥ. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι δεν επιτρέπεται να κατέχουν χρήματα ή χρηματοπιστωτικά μέσα για λογαριασμό πελατών.
2. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι ενεργούν για λογαριασμό μιας και μόνο ΑΕΠΕΥ. Η ΑΕΠΕΥ ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που έχει ορίσει, όταν αυτοί ενεργούν για λογαριασμό της.
3. Η ΑΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποί της γνωστοποιούν ότι ενεργούν ως συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι της συγκεκριμένης ΑΕΠΕΥ, όποτε επικοινωνούν με πελάτη ή δυνητικό πελάτη ή προτού προωθήσουν ή παράσχουν σε αυτόν τις υπηρεσίες της παρ. 1 .. Η ΑΕΠΕΥ ελέγχει τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, ώστε να διασφαλίζει ότι εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τον παρόντα νόμο, όταν ενεργεί μέσω αυτών. Η ΑΕΠΕΥ που ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους λαμβάνει επαρκή μέτρα, ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στον παρόντα νόμο δραστηριοτήτων των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στις δραστηριότητες που ασκούν αυτοί για λογαριασμό της ΑΕΠΕΥ.
4. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα εγγράφονται από την ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα που αντιπροσωπεύουν σε μητρώο συνδεδεμένων αντιπροσώπων που τηρείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος, αντίστοιχα. Το μητρώο αυτό επικαιροποιείται τακτικά και είναι ελεύθερα προσβάσιμο στο κοινό. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτείνουν την εγγραφή συνδεδεμένου αντιπροσώπου στο μητρώο, βεβαιώνουν ότι αυτός διαθέτει επαρκώς καλή φήμη και κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες που του επιτρέπουν να παρέχει την επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία και να ανακοινώνουν με ακρίβεια στον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπηρεσία.
5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους , καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στο μητρώο, το οποίο τηρείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος, αντίστοιχα, καθώς και οι τεχνικές λεπτομέρειες για την τήρηση και ενημέρωση του μητρώου και την πρόσβαση του επενδυτικού κοινού σε αυτό. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι οργανωτικές απαιτήσεις των ΑΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων, αντίστοιχα, που χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, καθώς και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα σχετικά με τη λειτουργία των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Άρθρο 30
Συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους (Άρθρο 30 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών ή να διαπραγματεύονται για ίδιο λογαριασμό ή να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές, πριν ή κατά τη διενέργεια συναλλαγών με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις του άρθρου 24 με εξαίρεση τις παρ. 4 και 5, του άρθρου 25 με εξαίρεση την παράγραφο 6, του άρθρου 27 και της παρ. 1 του άρθρου 28, όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.
Στις συναλλαγές τους με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, οι ΑΕΠΕΥ ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό και επικοινωνούν με τρόπο που είναι ορθός,
σαφής και μη παραπλανητικός, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου και της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
2. Ως επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι νοούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και οι εταιρείες διαχείρισής τους, τα ταμεία συντάξεων και οι εταιρείες διαχείρισής τους, άλλοι οργανισμοί του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή ρυθμίζονται με βάση το δίκαιο της Ένωσης ή εθνικό δίκαιο κράτους μέλους, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι αντίστοιχες υπηρεσίες τους, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες και οι υπερεθνικοί οργανισμοί.
Η κατηγοριοποίηση ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου βάσει του πρώτου εδαφίου δεν θίγει το δικαίωμα των οντοτήτων αυτών να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την ΑΕΠΕΥ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28.
3. Σε περίπτωση συναλλαγής, στην οποία ο δυνητικός αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, η ΑΕΠΕΥ αποδέχεται το καθεστώς του αντισυμβαλλομένου, όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εγκατάστασής του.
4. Οι ΑΕΠΕΥ, πριν διενεργήσουν συναλλαγές της παραγράφου 1, λαμβάνουν από τον αντισυμβαλλόμενο ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνεται είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.
Τμήμα 3
Διαφάνεια και ακεραιότητα της αγοράς
Άρθρο 31
,Παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ και με άλλες εκ του νόμου υποχρεώσεις (Άρθρο 31 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ορίζουν και διατηρούν ως προς τους συγκεκριμένους ΠΜΔ ή ΜΟΔ, αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών, συμμετεχόντων ή χρηστών τους με τους κανόνες τους. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που καταρτίζουν τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα αυτού του ελέγχου.
Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων τους, για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να
υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 ή για δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.
Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά.
3. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαβιβάζουν επίσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε κάθε αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς αρχή βοηθώντας τις στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.
Άρθρο 32
Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ (Άρθρο 32 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, οι ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ μπορούν να αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψουν χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, εκτός εάν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
2. ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, όταν αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I, τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δημοσιοποιούν την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και την κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω παρ. 1 και 2, απαιτεί από ρυθμιζόμενες αγορές, άλλους ΠΜΔ ή ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στην αρμοδιότητά της και όπου διαπραγματεύεται αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή παράγωγο κατά τα παραπάνω, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου εφόσον η αρχική αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια πρόταση ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί και κοινοποιεί, αμέσως, στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση αυτή.
4. Τα οριζόμενα στην παρ. 3 εφαρμόζονται αντίστοιχα και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λαμβάνει κοινοποίηση από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με τις διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 32 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λάβει την κοινοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, διαβιβάζει τη σχετική απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές. Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε να μην προβεί σε αναστολή, διαπραγμάτευσης ή διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, η κοινοποίηση συνοδεύεται και από την αντίστοιχη αιτιολογία.
5. Τα οριζόμενα στις παρ. 2 έως 4 ισχύουν και όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο.
6. Η διαδικασία κοινοποίησης των παραπάνω παραγράφων ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Τμήμα 4 Αγορές ανάπτυξης ΜμΕ
Άρθρο 33 Αγορές ανάπτυξης ΜμΕ (Άρθρο 33 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Ο διαχειριστής ΠΜΔ μπορεί να υποβάλλει στην αρμόδια, κατά τις παρ. 1 και 2του άρθρου 18 , αρχή αίτηση καταχώρισης του ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ.
2. Η αρμόδια σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο αρχή δύναται, με απόφασή της, να καταχωρίσει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ εφόσον κρίνει ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις της παρ. 3 και έχει τηρηθεί η διαδικασία της παρ.2 του άρθρου 18. .
3. Ο ΠΜΔ διαθέτει αποτελεσματικούς κανόνες, συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι πληρούνται τα εξής:
α) τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) των εκδοτών των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα εντάσσονται προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ είναι ΜμΕ κατά τον χρόνο που ο ΠΜΔ καταχωρίζεται ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, β) ορίζονται κατάλληλα κριτήρια για την αρχική ένταξη σε διαπραγμάτευση και τη μετέπειτα παραμονή των χρηματοπιστωτικών μέσων των εκδοτών στην αγορά,
γ) κατά την αρχική ένταξη σε διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων στην αγορά, διατίθενται επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που επιτρέπουν στους επενδυτές να λαμβάνουν τεκμηριωμένη απόφαση για το αν θα επενδύσουν ή όχι στα χρηματοπιστωτικά μέσα, είτε μέσω κατάλληλου πληροφοριακού δελτίου για την ένταξη σε διαπραγμάτευση είτε μέσω ενημερωτικού δελτίου, εφόσον ισχύουν οι απαιτήσεις του ν. 3401/2005 (Α'257) ή της
Οδηγίας 2003/71/ΕΚ σχετικά με τη δημόσια προσφορά που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την αρχική ένταξη του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ. δ) υπάρχει κατάλληλη περιοδική χρηματοοικονομική πληροφόρηση από ή για λογαριασμό ενός εκδότη στην αγορά, όπως, ενδεικτικά, ελεγμένες ετήσιες οικονομικές εκθέσεις, ε) οι εκδότες στην αγορά όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 21) του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 25) του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 26) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις που ισχύουν για αυτούς βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014,
στ) η προβλεπόμενη στο νομοθετικό πλαίσιο πληροφόρηση σχετικά με τους εκδότες στην αγορά αποθηκεύεται και διαχέεται στο κοινό,
ζ) υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα και έλεγχοι με στόχο την αποτροπή και τον εντοπισμό κατάχρησης αγοράς για τη συγκεκριμένη αγορά, όπως απαιτείται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014.
4. Τα κριτήρια της παρ. 3 δε θίγουν τη συμμόρφωση του διαχειριστή ΠΜΔ με άλλες υποχρεώσεις βάσει του παρόντος νόμου σχετικά με τη λειτουργία των ΠΜΔ. Ο διαχειριστής ΠΜΔ δύναται να επιβάλει πρόσθετες υποχρεώσεις εκτός των καθοριζόμενων στην εν λόγω παράγραφο.
5. Η αρμόδια, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αρχή μπορεί να διαγράψει από το μητρώο της έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ.2 του άρθρου 18 σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:
α) μετά από αίτηση διαγραφής του διαχειριστή ΠΜΔ ,
β) εφόσον δεν πληρούνται πλέον όσον αφορά τον ΠΜΔ οι απαιτήσεις της παρ. 3.
6. Σε περίπτωση που η αρμόδια , σύμφωνα με την παράγραφο 1, αρχή καταχωρίσει ή διαγράψει έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ βάσει του παρόντος άρθρου, ενημερώνει όσο το δυνατόν συντομότερα την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την εν λόγω καταχώριση ή διαγραφή. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αγορών ανάπτυξης ΜμΕ, τον οποίο και επικαιροποιεί.
7. Το χρηματοπιστωτικό μέσο ενός εκδότη που έχει ενταχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜμΕ μπορεί να διαπραγματεύεται και σε άλλη αγορά ανάπτυξης ΜμΕ μόνον εφόσον ο εκδότης έχει ενημερωθεί και δεν έχει φέρει αντίρρηση. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση, ως προς την εν λόγω αγορά ΜμΕ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
Δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων
Άρθρο 34
Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος μέλος
(Άρθρο 34 της Οδηγίας 2014/65/EE)
1. ΑΕΠΕΥ, ή πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας με βάση τον ν. 4261/2014, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας τους. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. ΑΕΠΕΥ που επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες ή να ασκήσει δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που ήδη παρέχει με τον τρόπο αυτό, ανακοινώνει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δραστηριοποιηθεί,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες, που προτίθεται να παρέχει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής και κατά πόσον προτίθεται να το πράξει μέσω της χρήσης συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Εάν η ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Εάν η ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών αυτών, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Κατόπιν αυτού, η ΑΕΠΕΥ μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής.
4. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς επίσης παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Εάν το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο κράτος μέλος υποδοχής.
5. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη μεταβολή.
6. Οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ κατόπιν άδειας λειτουργίας που έλαβαν στην Ελλάδα, γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, το κράτος μέλος στο οποίο προτίθενται να εγκαταστήσουν κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθούν οι υποδομές ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής.
Άρθρο 34α
Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων στην Ελλάδα
(Άρθρο 34 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Κάθε επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Εάν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή στην Ελλάδα επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, αφού λάβει σχετική κοινοποίηση για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων.
3. Μετά τη διαβίβαση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του προγράμματος δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 34 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στην Ελλάδα.
4. Εάν πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει, για την παροχή στην Ελλάδα επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής του, η Τράπεζα της Ελλάδος αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, αφού λάβει σχετική κοινοποίηση για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.
5. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς άλλων κρατών μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ επιτρέπεται να εγκαθιστούν στην Ελλάδα κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, δύναται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς, η οποία της έχει γνωστοποιήσει την εγκατάσταση υποδομών σύμφωνα με την παράγραφο 5, να της γνωστοποιήσει την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
Άρθρο 35
Εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος (Άρθρο 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. ΑΕΠΕΥ, καθώς και πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας με βάση το ν. 4261/2014, την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μπορούν να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και σύμφωνα με το ν. 4261/2014 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, και ειδικότερα είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην ΑΕΠΕΥ ή στο πιστωτικό ίδρυμα. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Κάθε ΑΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα πρέπει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή τα κράτη μέλη στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά, β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται, γ) στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος, καθώς και αν το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, δ) στην περίπτωση συνδεδεμένων αντιπροσώπων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η ΑΕΠΕΥ δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προβλεπόμενης χρήσης των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εντάσσεται στην εταιρική δομή της ΑΕΠΕΥ, ε) τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και
στ) τα ονόματα των υπευθύνων διαχείρισης του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.
Εάν η ΑΕΠΕΥ χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στο άλλο κράτος μέλος, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
3. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ΑΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει, εντός τριών (3) μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά την ΑΕΠΕΥ.
4. Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διευκρινίσεις σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η ΑΕΠΕΥ είναι μέλος σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.
5. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη ΑΕΠΕΥ εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
6. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
7. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος και της διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
Αν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει λόγους να αμφιβάλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, εντός τριών (3) μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τα υποκαταστήματα.
8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα ΑΕΠΕΥ στο κράτος μέλος υποδοχής.
9. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τη μεταβολή αυτή, ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.
Άρθρο 35α
Εγκατάσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα (Άρθρο 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται στην Ελλάδα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την οδηγία 2014/65/ΕΕ και σύμφωνα με το ν. 4261/2014 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο πιστωτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος καταγωγής. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Εάν η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στην Ελλάδα, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
3. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του προγράμματος δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
4. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, μόλις λάβει ανακοίνωση από την Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος στην Τράπεζα της Ελλάδος του προγράμματος δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος και των λοιπών πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τα υποκαταστήματα.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα στην Ελλάδα συνάδουν με τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος νόμου και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 καθώς και της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου 24 .
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος νόμου και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ' εφαρμογή τους, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες που παρέχει στην Ελλάδα το υποκατάστημα.
6. Αν επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτό.
Άρθρο 36 Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές (Άρθρο 36 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους μέλους που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό έχουν δικαίωμα να γίνουν μέλη των ρυθμιζόμενων αγορών που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ή έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε αυτές, με κάποιον από τους ακόλουθους τρόπους: α) άμεσα, με την εγκατάσταση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα,
β) αποκτώντας την ιδιότητα του εξ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς ή το δικαίωμα εξ αποστάσεως πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης στην Ελλάδα, εάν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς αυτής δεν απαιτούν φυσική παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.
Άρθρο 37
Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού και δικαίωμα επιλογής του συστήματος διακανονισμού
(Άρθρο 37 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, οι επιχειρήσεις επενδύσεων από άλλα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού που λειτουργούν στην Ελλάδα για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.
Η άμεση ή έμμεση πρόσβαση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων στα εν λόγω συστήματα υπόκειται στα ίδια διαφανή, αντικειμενικά χωρίς διακρίσεις κριτήρια, που εφαρμόζονται στα τοπικά μέλη ή τους συμμετέχοντές τους.
2. Οι ρυθμιζόμενες αγορές που λειτουργούν στην Ελλάδα παρέχουν σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντες το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε αυτές, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) υπάρχουν όσοι σύνδεσμοι και συμφωνίες μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής απαιτούνται για την εξασφάλιση αποτελεσματικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής,
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμφωνεί ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που έχει ορίσει η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Η εν λόγω εκτίμηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως επιβλεπουσών τα συστήματα διακανονισμού ή των άλλων εποπτικών
αρχών που έχουν αρμοδιότητα για αυτά τα συστήματα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς ώστε να μην υπάρχει αδικαιολόγητη επικάλυψη της εποπτείας.
Άρθρο 38
Διατάξεις για τη χρήση συστημάτων κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού άλλου κράτους μέλους από ΠΜΔ
(Άρθρο 38 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ μπορούν να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στο πλαίσιο των συστημάτων τους.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέα εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 37 παράγραφος 2 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για την αποφυγή αδικαιολόγητης επικάλυψης των ελέγχων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επιβλέπουσες τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες εποπτικές αρχές που διαθέτουν σχετική αρμοδιότητα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών
Τμήμα 1
Παροχή υπηρεσιών ή άσκηση δραστηριοτήτων μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος
Άρθρο 39 Εγκατάσταση υποκαταστήματος (Άρθρο 39 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Eπιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει στην Ελλάδα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Τμήματος II του Παραρτήματος II, υποχρεούται να εγκαταστήσει για τον σκοπό αυτό υποκατάστημα στην Ελλάδα.
2. Το υποκατάστημα λαμβάνει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητά άδεια λειτουργίας προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και εποπτεύεται στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας, για τη χορήγηση της οποίας η αρμόδια αρχή έχει λάβει δεόντως υπόψη τυχόν συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Financial Action Task Force, FATF),
β) έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος και της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση ρυθμίσεις συνεργασίας, που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για τον σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών,
γ) το υποκατάστημα έχει στη διάθεσή του επαρκές αρχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος νόμου ή σύμφωνα με το άρθρο 12 (1) (β) του ν. 4261/2014, εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα,
δ) ορίζονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση του υποκαταστήματος, και συμμορφώνονται όλα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1,
ε) η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με την Ελλάδα, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σχετικά με το εισόδημα και το κεφάλαιο και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών,
στ) η επιχείρηση συμμετέχει σε σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει συσταθεί ή αναγνωρισθεί σύμφωνα με τον ν. 2533/1997 ή το ν. 4370/2016, εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας όπου είναι πιστωτικό ίδρυμα .
3. Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει την αίτησή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση.
4. Εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα , εφαρμόζονται επίσης οι οικείες διατάξεις του ν. 4261/2014 και οι σχετικές κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Άρθρο 40 Υποχρέωση ενημέρωσης (Άρθρο 40 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, τα εξής:
α) την επωνυμία της αρμόδιας εποπτικής αρχής στην οικεία τρίτη χώρα. Όταν για την εποπτεία είναι αρμόδιες περισσότερες από μία αρχές, παρέχονται λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων, β) όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, έδρα και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, μέτοχοι) και επιχειρησιακό πρόγραμμα με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής οιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών σε τρίτους,
γ) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει η τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 9 παράγραφος 1, δ) πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του το υποκατάστημα.
Άρθρο 41 Χορήγηση της άδειας λειτουργίας (Άρθρο 41 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο όταν έχει πειστεί:
α) ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 39 και
β) ότι το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας θα μπορεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας.
Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 16 έως 20, στα άρθρα 23, 24, 25 και 27, στην παρ. 1 του άρθρου 28 και στα άρθρα 30, 31 και 32, όπως επίσης στα άρθρα 3 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και στα μέτρα που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή τους, και υπόκειται στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή προκειμένου περί υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 67.
Άρθρο 42
Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη (Άρθρο 42 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Όταν, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη υπό την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ελλάδα, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η προϋπόθεση της χορήγησης άδειας δυνάμει του άρθρου 39 δεν ισχύει για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, συμπεριλαμβανομένης τυχόν υφιστάμενης σχέσης που αφορά την παροχή της υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας. Η πρωτοβουλία των πελατών αυτών δε δίδει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στον συγκεκριμένο πελάτη νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών με άλλον τρόπο πέραν του υποκαταστήματος.
Τμήμα 2 Ανάκληση άδειας λειτουργίας
Άρθρο 43 Ανάκληση άδειας λειτουργίας (Άρθρο 43 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση μπορεί να ανακαλέσει, εν όλω ή εν μέρει, την άδεια λειτουργίας, εάν η επιχείρηση της τρίτης χώρας στην οποία χορήγησε άδεια λειτουργίας βάσει του άρθρου 41:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο εξάμηνο,
β) έλαβε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ διατάξεων του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, και κάθε άλλης διάταξης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ρυθμιζόμενες αγορές
Άρθρο 44
Άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς και εφαρμοστέο δίκαιο (Άρθρο 44 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς στην Ελλάδα επιτρέπεται ύστερα από προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εφόσον η τελευταία έχει πεισθεί ότι τόσο ο διαχειριστής όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις και τους όρους που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.
2. Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων του ν. 4443/2016, του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ, οι συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς, η άδεια λειτουργίας της οποίας έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο.
3. Ο διαχειριστής αγοράς ασκεί τα καθήκοντά του σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς υπό την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως προς τη συμμόρφωση αυτής και του διαχειριστή της προς τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Οι ρυθμιζόμενες αγορές οφείλουν να πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας που καθορίζονται στο παρόν Κεφάλαιο.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά, αν:
α) Ο διαχειριστής δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ' αυτήν ή η ρυθμιζόμενη αγορά δεν έχει λειτουργήσει κατά τους προηγούμενους έξι (6)
μήνες,
β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
γ) η ρυθμιζόμενη αγορά δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ)ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014,
ε) ανακληθεί η άδεια λειτουργίας του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς.
5. Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Άρθρο 45 Άδεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς (Άρθρο 46 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Ο διαχειριστής αγοράς λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας ύστερα από άδεια λειτουργίας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της ρυθμιζόμενης αγοράς που διαχειρίζεται και ευθύνεται για τη συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία.
2. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή αγοράς ανέρχεται τουλάχιστον σε είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ. Για τη χορήγηση άδειας σύστασης απαιτείται να έχει κατατεθεί προηγουμένως το μετοχικό κεφάλαιο σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες, εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ και πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου . Τα ίδια κεφάλαια του διαχειριστή αγοράς δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας του. Οι μετοχές του διαχειριστή αγοράς είναι ονομαστικές.
3. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου όσον αφορά την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου και των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία του διαχειριστή αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει επίσης ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις καταλληλότητας, των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή κατά την έννοια της περιπτώσεως 31 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου καθώς και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκήσουν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς.
4. Έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απαιτείται για κάθε αλλαγή των μελών του διοικητικού οργάνου, των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα του και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκούν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν εγκρίνει τις προτεινόμενες αλλαγές εάν έχει αντικειμενικούς και εξακριβώσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι αλλαγές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς
5. Προκειμένου για τη μεταβίβαση μετοχών του διαχειριστή αγοράς συνεπεία της οποίας το ποσοστό συμμετοχής μετόχου φθάνει ή υπερβαίνει το 20%, 1/3, 50% ή 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου του απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας αυτής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει την καταλληλότητα του προσώπου που αποκτά τις μετοχές σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η απόκτηση μετοχών χωρίς την προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει ως συνέπεια τη στέρηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση.
6. Ο διαχειριστής της ρυθμιζόμενης αγοράς οφείλει:
α) να παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ανακοινώνει στο κοινό πληροφορίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του διαχειριστή της και ιδίως την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων κάθε προσώπου που είναι σε θέση να ασκήσει ουσιαστική επιρροή στη διαχείρισή της,
β) να γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ανακοινώνει στο κοινό κάθε μεταβίβαση κυριότητας που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς,
γ) να κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ταυτότητα όλων των μελών του διοικητικού του οργάνου και κάθε μεταβολή αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του διαχειριστή αγοράς με τις παρ. 1 έως 4 του επόμενου άρθρου.
7. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος του διαχειριστή αγοράς, ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, ασκείται από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές. Οι καταχωρήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες γίνονται στο Μητρώο της παρ. 8 του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920.
8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς εάν:
α) ο διαχειριστής δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγηση της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει λειτουργήσει καμία ρυθμιζόμενη αγορά για συνεχόμενο διάστημα έξι (6) μηνών,
β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο,
γ) ο διαχειριστής δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) Ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του νόμου αυτού, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
9. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς, περιλαμβανομένων των όρων και προϋποθέσεων για την έγκριση της καταλληλότητας των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα του, των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς και των μετόχων του, και κάθε άλλο τεχνικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 46
Απαιτήσεις που αφορούν το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς
(Άρθρο 45 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς πρέπει να έχουν σε διαρκή βάση επαρκώς καλή φήμη και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα επαρκώς ευρύ φάσμα πείρας.
2. Tα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς πληρούν ειδικότερα τα εξής κριτήρια:
α) Όλα τα μέλη αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του διαχειριστή αγοράς. Ο αριθμός των θέσεων μέλους διοικητικού συμβουλίου που μπορεί ταυτόχρονα να κατέχει ένα μέλος διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς, σε οιαδήποτε νομική οντότητα, συναρτάται με τις ειδικότερες περιστάσεις, τη φύση, το μέγεθος και τη πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς.
β) Με την εξαίρεση των μελών που εκπροσωπούν το κράτος στο διοικητικό όργανο, τα μέλη του διοικητικού οργάνου διαχειριστή αγοράς που είναι σημαντικός από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης, φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, δεν μπορούν να κατέχουν ταυτόχρονα περισσότερες θέσεις από αυτές που αντιστοιχούν στους παρακάτω συνδυασμούς:
αα) είτε μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο (2) θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου,
ββ)είτε τέσσερις (4) θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.
Θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου σε επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου ή στις οποίες ο διαχειριστής αγοράς έχει ειδική συμμετοχή θεωρούνται ως μία θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπει σε μέλη του διοικητικού οργάνου να διατηρούν μία πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τακτικά την ΕΑΚΑΑ για την παροχή τέτοιων αδειών.
Για την εφαρμογή των περιορισμών της παρούσας περίπτωσης δεν συνυπολογίζεται η συμμετοχή σε θέσεις διοικητικού συμβουλίου οργανισμών που δεν ασκούν κατά κύριο λόγο εμπορική δραστηριότητα.
γ) Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του διαχειριστή αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των βασικών κινδύνων.
δ) Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί αποτελεσματικά και να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτατων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται, καθώς και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων.
3. Οι διαχειριστές αγοράς διαθέτουν επαρκείς ανθρώπινους και χρηματικούς πόρους για τον ορισμό και την εκπαίδευση μελών του διοικητικού οργάνου.
4. Οι διαχειριστές αγοράς που είναι σημαντικοί από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, συγκροτούν επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στο διαχειριστή αγοράς. Η επιτροπή αξιολόγησης έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) εντοπίζει και προτείνει, προς έγκριση από το διοικητικό όργανο ή προς έγκριση κατά τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη των θέσεων του διοικητικού οργάνου. Για αυτόν το σκοπό, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αξιολογεί συνδυαστικά την επάρκεια των γνώσεων, των δεξιοτήτων, της διαφοροποίησης και της πείρας των μελών του διοικητικού οργάνου. Περαιτέρω, η επιτροπή συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει τον αναμενόμενο χρόνο απασχόλησης. Επιπλέον, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων θέτει τον στόχο όσον αφορά την επαρκή εκπροσώπηση και των δύο φύλων στο διοικητικό όργανο, και επεξεργάζεται πολιτική για το πώς θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός,
β) αξιολογεί περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού οργάνου, και απευθύνει συστάσεις σε αυτό σχετικά με τυχόν μεταβολές,
γ) αξιολογεί περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την πείρα σε ατομικό επίπεδο των μελών του διοικητικού οργάνου και αυτού ως συνόλου, και ενημερώνει σχετικά το διοικητικό όργανο.
δ) επανεξετάζει περιοδικά την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό όργανο για την επιλογή και τον διορισμό ανώτερων στελεχών και κάνει συστάσεις προς αυτό.
5. Η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, στον βαθμό που είναι δυνατόν και σε διαρκή βάση, την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό όργανο δεν καθορίζεται από ένα άτομο ή μικρή ομάδα ατόμων κατά τρόπο που να θίγει τα συμφέροντα του διαχειριστή αγοράς στο σύνολό του.
6. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μέσα κρίνει κατάλληλα, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων.
7. Οι διαχειριστές αγοράς και οι αντίστοιχες επιτροπές αξιολόγησης υποψηφίων οφείλουν να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την επιλογή μελών στο διοικητικό όργανο και να εφαρμόζουν προς τον σκοπό αυτό μια πολιτική που να προωθεί την διαφοροποίηση στο διοικητικό όργανο.
8. Το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς ορίζει και εποπτεύει την εφαρμογή ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων, του διαχωρισμού των καθηκόντων, της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, προωθώντας την ακεραιότητα της αγοράς. Το διοικητικό όργανο παρακολουθεί και αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης του διαχειριστή αγοράς και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών. Τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.
9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας αν δεν έχει πειστεί ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς διαθέτουν την απαιτούμενη φήμη, έχουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα, και αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ή αν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς μπορεί να αποτελέσει απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείριση καθώς και την επαρκή εξέταση της ακεραιότητας της αγοράς.
10. Κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας στη ρυθμιζόμενη αγορά, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει ήδη λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τεκμαίρεται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.
Άρθρο 47 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 47 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει κατ' ελάχιστο:
α) να διαθέτει μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που θα μπορούσε να συνεπάγεται για τη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς ή για τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες σε αυτήν, κάθε σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς, των μετόχων ή του διαχειριστή της αγοράς και της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς, ιδίως αν αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων ενδέχεται να βλάψουν την επιτέλεση λειτουργιών που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει αναθέσει στη ρυθμιζόμενη αγορά,
β) να διαθέτει κατάλληλα μέσα που να της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών κινδύνων για τη λειτουργία της και να έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
γ) να διαθέτει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
δ)να εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών, και να έχει υιοθετήσει αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών, ε)να διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στο πλαίσιο των συστημάτων της, στ) να διαθέτει, τόσο κατά το χρόνο της χορηγήσεως της άδειας λειτουργίας της όσο και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη,
ζ)να διαθέτει Κανονισμό λειτουργίας με τον οποίο να ρυθμίζονται ιδίως θέματα των περιπτώσεων α έως στ, καθώς και σχετικά με τις υποχρεώσεις των μελών και των συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς, τους κανόνες πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, τους κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων για διαπραγμάτευση, τους κανόνες διαπραγμάτευσης καθώς και τους κανόνες σχετικά με την αναστολή και τη διαγραφή των χρηματοπιστωτικών μέσων τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 51 έως 53.
2. Οι διαχειριστές αγοράς δεν επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ρυθμιζόμενες αγορές που διαχειρίζονται.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς εφόσον διαπιστώσει ότι πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις των άρθρων 47 έως 54..Ταυτόχρονα με τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει τον Κανονισμό της ρυθμιζόμενης αγοράς ως προς τη νομιμότητα του. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει και κάθε τροποποίηση του Κανονισμού. Οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός και οι τροποποιήσεις του δεσμεύουν, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς, τους συμμετέχοντες σε αυτήν, τους εκδότες των κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί ή έχουν υποβάλει αίτηση για την εισαγωγή τους στην ρυθμιζόμενη αγορά και εν γένει τα πρόσωπα τα οποία αφορά ο Κανονισμός.
4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο του Κανονισμού λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς και να καθορίζεται η διαδικασία δημοσιοποίησης του.
Άρθρο 48
Ανθεκτικότητα των συστημάτων, μέτρα διακοπής διαπραγμάτευσης και ηλεκτρονική διαπραγμάτευση (Άρθρο 48 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα συναλλαγών της είναι ανθεκτικά, έχουν επαρκή χωρητικότητα για την εξυπηρέτηση μεγάλων όγκων εντολών και μηνυμάτων, μπορούν να διασφαλίσουν την εύρυθμη διεξαγωγή συναλλαγών υπό συνθήκες έντονης πίεσης στην αγορά, ελέγχονται πλήρως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων αυτών και διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την αδιάλειπτη επιχειρησιακή λειτουργία που διασφαλίζουν τη συνέχιση των υπηρεσιών της σε περίπτωση αστοχίας των συστημάτων συναλλαγών.
2. Η ρυθμιζόμενη αγορά:
α) συνάπτει γραπτή συμφωνία με όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης στη ρυθμιζόμενη αγορά,
β) διαθέτει πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει τη συμμετοχή επαρκούς αριθμού επιχειρήσεων επενδύσεων στις συμφωνίες αυτές, οι οποίες απαιτούν την υποβολή δεσμευτικών προσφορών σε ανταγωνιστικές τιμές έτσι ώστε να παρέχεται ρευστότητα στην αγορά σε τακτική και
προβλέψιμη βάση, όπου ενδείκνυται τέτοια απαίτηση με βάση τη φύση και την κλίμακα των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά.
3. Η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καθορίζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων σε σχέση με την παροχή ρευστότητας και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που απορρέει από τη συμμετοχή στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), β) οποιαδήποτε κίνητρα, με τη μορφή εκπτώσεων ή σε άλλη μορφή, που προσφέρει η ρυθμιζόμενη αγορά σε μια επιχείρηση επενδύσεων για την παροχή ρευστότητας στην αγορά σε τακτική και προβλέψιμη βάση και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα που απορρέουν για την επιχείρηση επενδύσεων από τη συμμετοχή της στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).
Η ρυθμιζόμενη αγορά παρακολουθεί και επιβάλλει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων προς τις απαιτήσεις των ανωτέρω γραπτών συμφωνιών. Η ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας και παρέχει, κατόπιν αιτήματος, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε πρόσθετη πληροφορία που είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της συμμόρφωσης της ρυθμιζόμενης αγοράς προς την παρούσα παράγραφο.
4. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για την απόρριψη εντολών που υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια όγκου και τιμών ή είναι σαφώς εσφαλμένες.
5. Η ρυθμιζόμενη αγορά είναι σε θέση να διακόψει ή να περιορίσει προσωρινά τη διαπραγμάτευση σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής σε σύντομο χρονικό διάστημα της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά αυτή ή σε συναφή αγορά και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να είναι σε θέση να προβεί σε ακύρωση, τροποποίηση ή διόρθωση οιασδήποτε συναλλαγής. Η ρυθμιζόμενη αγορά οφείλει να εξασφαλίζει ότι οι παράμετροι για τη διακοπή των συναλλαγών έχουν καθοριστεί κατάλληλα, κατά τρόπο που λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα των διάφορων κατηγοριών και υποκατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων, τη φύση του μοντέλου της αγοράς και τις κατηγορίες των χρηστών και επαρκεί για την αποτροπή σημαντικών διαταράξεων στην εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών.
Η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί τις παραμέτρους για τη διακοπή της διαπραγμάτευσης και οιαδήποτε σημαντική μεταβολή τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με τρόπο συνεπή και συγκρίσιμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί τις παραπάνω παραμέτρους και μεταβολές στην ΕΑΚΑΑ. Εφόσον ρυθμιζόμενη αγορά είναι σημαντική από πλευράς ρευστότητας για συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο οφείλει να διαθέτει τα αναγκαία συστήματα και διαδικασίες προκειμένου, σε περίπτωση που διακόψει τη διαπραγμάτευση στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, να ενημερώσει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, έτσι ώστε αυτές να συντονίσουν την αντιμετώπιση για το σύνολο της αγοράς και να καθορίσουν κατά πόσο ενδείκνυται να διακόψουν τις συναλλαγές σε άλλους τόπους στους οποίους το χρηματοπιστωτικό μέσο διαπραγματεύεται μέχρι να αρχίσει εκ νέου η διαπραγμάτευση στην αρχική αγορά.
6. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις, που περιλαμβάνουν την απαίτηση από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες να εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες δοκιμαστικής λειτουργίας των αλγορίθμων και την παροχή περιβάλλοντος για τη διευκόλυνση της πραγματοποίησης των δοκιμών αυτών, οι οποίες να εξασφαλίζουν ότι τα συστήματα διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών δεν μπορούν να δημιουργήσουν ή να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών στην αγορά και να διαχειρίζονται τις συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών που ανακύπτουν από αυτά τα συστήματα διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων για τον περιορισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών που μπορούν να εισαχθούν στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα, προς τις συναλλαγές, συστημάτων για την επιβράδυνση της ροής των εντολών αν υπάρχει κίνδυνος για εξάντληση της χωρητικότητας του συστήματος, και συστημάτων για τον περιορισμό και την εφαρμογή του ελάχιστου βήματος τιμής με το οποίο μπορούν να εκτελεστούν οι συναλλαγές στην αγορά.
7. Εφόσον η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπει την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα μέλη ή οι συμμετέχοντες επιτρέπεται να παρέχουν την υπηρεσία αυτή μόνο αν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ότι ορίζονται και εφαρμόζονται κατάλληλα κριτήρια ως προς την καταλληλότητα των προσώπων στα οποία μπορεί να δοθεί τέτοια πρόσβαση, και ότι το μέλος ή ο συμμετέχων φέρει την ευθύνη των εντολών και των συναλλαγών που εκτελούνται μέσω της υπηρεσίας αυτής σε σχέση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
Η ρυθμιζόμενη αγορά ορίζει κατάλληλα πρότυπα σχετικά με τους ελέγχους κινδύνου και τα όρια για τις συναλλαγές μέσω της πρόσβασης αυτής και μπορεί να διακρίνει τις εντολές ή τις συναλλαγές προσώπου που χρησιμοποιεί άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, και, όταν είναι αναγκαίο, να σταματάει την εισαγωγή τέτοιων εντολών ή τη διενέργεια τέτοιων συναλλαγών ξεχωριστά από άλλες εντολές ή συναλλαγές του μέλους ή του συμμετέχοντα. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει ρυθμίσεις για την αναστολή ή τη διακοπή της παροχής άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης από μέλος ή συμμετέχοντα σε πελάτη στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την παρούσα παράγραφο.
8. Η ρυθμιζόμενη αγορά εξασφαλίζει ότι οι κανόνες της για τις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων είναι διαφανείς, δίκαιοι και δεν επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση.
9. Η ρυθμιζόμενη αγορά εξασφαλίζει ότι η διάρθρωση των χρεώσεών της, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων εκτέλεσης, των παρεπόμενων χρεώσεων και τυχόν εκπτώσεων, είναι διαφανής, δίκαιη και δεν δημιουργεί διακρίσεις, καθώς και ότι δεν δημιουργεί κίνητρα για εισαγωγή, τροποποίηση ή ακύρωση εντολών ή για την εκτέλεση συναλλαγών με τρόπο που συμβάλλει σε συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή σε κατάχρηση αγοράς. Η ρυθμιζόμενη αγορά επιβάλλει ιδίως υποχρεώσεις ειδικής διαπραγμάτευσης σε μεμονωμένες μετοχές ή σε κατάλληλο καλάθι μετοχών, σε αντάλλαγμα τυχόν εκπτώσεων που παρέχονται.
Η ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί να προσαρμόζει τις χρεώσεις της για ακυρωμένες εντολές ανάλογα με το χρονικό διάστημα παραμονής της εντολής, και να διαφοροποιεί τις χρεώσεις της για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο αυτές εφαρμόζονται.
Η ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί να καθορίζει υψηλότερη χρέωση για την εισαγωγή εντολής που στη συνέχεια ακυρώνεται από ό,τι για εντολή που εκτελείται, καθώς επίσης υψηλότερη χρέωση σε μέλη ή συμμετέχοντες που εμφανίζουν υψηλή αναλογία ακυρωμένων εντολών προς εκτελεσμένες εντολές, και σε όσους εφαρμόζουν τεχνικές κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, προκειμένου να αντανακλάται η πρόσθετη επιβάρυνση για τη χωρητικότητα του συστήματος.
10. Η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει, μέσω σχετικής σήμανσης που γίνεται από μέλη ή συμμετέχοντες, τις εντολές που παράγονται μέσω συστημάτων διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, τους διάφορους αλγόριθμους που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των εντολών, και τα σχετικά πρόσωπα που δίνουν τις εντολές αυτές. Αυτές οι πληροφορίες διατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματος της τελευταίας.
11. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει στοιχεία σχετικά με το βιβλίο εντολών της ή πρόσβαση στο βιβλίο εντολών ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση των συναλλαγών.
Άρθρο 49 Βήμα τιμής (Άρθρο 49 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει πλαίσιο βήματος τιμής σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της παρ. 4 του άρθρου 49 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
2. Το πλαίσιο βήματος τιμής που αναφέρεται στην παρ. 1:
α) καθορίζεται με τρόπο που να αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διάφορες αγορές και το μέσο άνοιγμα τιμής αγοράς - πώλησης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση ευλόγως σταθερών τιμών χωρίς να περιορίζουν αδικαιολόγητα περαιτέρω μείωση του ανοίγματος τιμών,
β) προσαρμόζει το βήμα τιμής για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.
Αρθρο 50 Συγχρονισμός των ρολογιών εργασίας (Άρθρο 50 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Όλοι οι τόποι διαπραγμάτευσης, τα μέλη τους και οι συμμετέχοντες σε αυτούς οφείλουν να συγχρονίσουν τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν την ημερομηνία και την ώρα κάθε κοινοποιητέου συμβάντος.
Άρθρο 51
Εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση (Άρθρο 51 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση.
2. Οι κανόνες αυτοί διασφαλίζουν:
(α) ότι κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά επιδέχεται δίκαιη, ομαλή και αποτελεσματική διαπραγμάτευση,
(β) προκειμένου περί κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες.
(γ) προκειμένου περί παράγωγων προϊόντων, οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ιδίως ότι οι όροι του συμβολαίου του παράγωγου προϊόντος επιτρέπουν την ομαλή διαμόρφωση των τιμών του, καθώς και την ύπαρξη αποτελεσματικών όρων διακανονισμού.
3. Ο Κανονισμός της ρυθμιζόμενης αγοράς περιλαμβάνει επίσης κατάλληλες ρυθμίσεις:
(α) για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των εκδοτών κινητών αξιών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση στη ρυθμιζόμενη αγορά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση πληροφοριών.
(β) για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτή στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
(γ) για τον έλεγχο σε τακτά χρονικά διαστήματα του εάν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην ρυθμιζόμενη αγορά πληρούν τους όρους εισαγωγής σε αυτή.
4. Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, τηρουμένων των οικείων διατάξεων του ν. 3401/2005 ή της Οδηγίας 2003/71/ΕΚ. Ο εκδότης ενημερώνεται από τη ρυθμιζόμενη αγορά για το γεγονός ότι οι κινητές αξίες του εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά. Ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία από τις προβλεπόμενες στην περίπτωση (α) της παρ. 3 υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών απευθείας σε ρυθμιζόμενη αγορά που έχει εισαγάγει προς διαπραγμάτευση τις κινητές αξίες του χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Άρθρο 52
Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων σε ρυθμιζόμενη αγορά
(Άρθρο 52 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς, εκτός εάν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
2. Ο διαχειριστής αγοράς, όταν αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I, τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου και την κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, απαιτεί από άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στην αρμοδιότητά της και όπου διαπραγματεύεται αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή παράγωγο κατά τα παραπάνω, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου εφόσον η αρχική αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια πρόταση ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί και κοινοποιεί, αμέσως, στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση αυτή.
4. Τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 εφαρμόζονται αντίστοιχα και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λαμβάνει κοινοποίηση από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 52 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λάβει την κοινοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, διαβιβάζει τη σχετική απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές. Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε να μην προβεί σε αναστολή , διαπραγμάτευση ή διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, η κοινοποίηση συνοδεύεται από την αντίστοιχη αιτιολογία.
5. Τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4 ισχύουν και όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο.
6. Η διαδικασία κοινοποίησης των παραπάνω παραγράφων ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Άρθρο 53 Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενη αγορά (Άρθρο 53 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει και εφαρμόζει διαφανείς και χωρίς διακρίσεις κανόνες οι οποίοι βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την ιδιότητα του μέλους της.
Οι κανόνες που αναφέρονται στην παρ. 1 ορίζουν όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν οι οποίες απορρέουν από:
α) τον κανονισμό της ρυθμιζόμενης αγοράς, β) τους κανόνες που διέπουν τις συναλλαγές,
γ) τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά,
δ) τους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με την παρ. 3 για τα πλην των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων μέλη ή συμμετέχοντες της ρυθμιζόμενης αγοράς, ε) τους κανόνες και διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά.
Οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορούν να δέχονται ως μέλη ή συμμετέχοντες επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν:
α) επαρκώς καλή φήμη,
β) επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας, γνώσεων και πείρας, γ) όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις,
δ) επαρκή μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων που έχει ενδεχομένως επιβάλει η ρυθμιζόμενη αγορά για να εγγυάται τον προσήκοντα διακανονισμό των συναλλαγών.
Τα μέλη ή οι συμμετέχοντες της ρυθμιζόμενης αγοράς :
(α) δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλλήλων τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25 27 και 28 ως προς τις συναλλαγές που διενεργούνται στην αγορά,
(β) εφαρμόζουν έναντι των πελατών τους τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25 27 και 28 όταν, ενεργώντας για λογαριασμό πελατών, εκτελούν τις εντολές τους σε ρυθμιζόμενη αγορά.
Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της ή τη συμμετοχή σε αυτήν πρέπει να προβλέπουν την άμεση ή εξ αποστάσεως συμμετοχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς δεν απαιτούν αυτοπρόσωπη παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών.
Ρυθμιζόμενη αγορά, η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να δημιουργήσει κατάλληλα συστήματα σε άλλο κράτος μέλος για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος αυτό, ύστερα από γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί την πληροφορία αυτή εντός μηνός στην αρμόδια αρχή του κράτους -μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί, εντός ευλόγου χρόνου, την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς που είναι εγκατεστημένα στο κράτος μέλος υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει στην ΕΑΚΑΑ κατόπιν αιτήματος, τις πληροφορίες αυτές με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010 (ΕΕ L 331/15.12.2010).
7. Ρυθμιζόμενες αγορές που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος μέλος μπορούν να δημιουργήσουν κατάλληλα συστήματα στην Ελλάδα για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεση της ρυθμιζόμενης αγοράς να δημιουργήσει συστήματα στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει να πληροφορηθεί την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων στην ρυθμιζόμενη αγορά που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα.
8. Ο διαχειριστής της ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιεί σε τακτά χρονικά διαστήματα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον κατάλογο των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτήν.
Άρθρο 54
Έλεγχος της συμμόρφωσης προς τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς και προς άλλες υποχρεώσεις (Άρθρο 54 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών ή συμμετεχόντων τους με τους κανόνες τους. Οι διαχειριστές αγοράς παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντές τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ). 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.
2. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων τους, για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 ή για δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά.
3. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά διαβιβάζουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς αρχή βοηθώντας την στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4443/2016.
Άρθρο 55
Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού (Άρθρο 55 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορούν να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή τον διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στα πλαίσια των συστημάτων τους.
2. Με την επιφύλαξη των Τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού άλλου κράτους μέλους μόνο σε περίπτωση που αυτό είναι αιτιολογημένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στην παρ. 2 του άρθρου 37 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για την αποφυγή αδικαιολόγητης επικάλυψης των ελέγχων η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επιβλέπουσες τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες εποπτικές αρχές που διαθέτουν σχετική αρμοδιότητα.
Άρθρο 56
Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών (Άρθρο 56 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών για τις οποίες έχει εκδώσει άδεια λειτουργίας και τον διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές των υπολοίπων κρατών μελών και στην ΕΑΚΑΑ. Η ίδια υποχρέωση υφίσταται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού.
ΤΙΤΛΟΣ IV
ΟΡΙΑ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΣΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ, ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Άρθρο 57
Όρια θέσεων και έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων
(Άρθρο 57 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 57 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θεσπίζει και εφαρμόζει όρια θέσης σχετικά με το μέγεθος της καθαρής θέσης που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Τα όρια καθορίζονται με βάση όλες τις θέσεις που κατέχει ένα πρόσωπο και εκείνες που κατέχονται για λογαριασμό του συνολικά σε επίπεδο ομίλου, προκειμένου:
α) να αποτρέπεται η κατάχρηση της αγοράς,
β) να υποστηρίζονται ορθοί όροι τιμολόγησης και διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αποτροπής δημιουργίας θέσεων που στρεβλώνουν την αγορά και, κυρίως, να διασφαλίζεται, η σύγκλιση των τιμών των παραγώγων κατά τον μήνα παράδοσης και των τιμών για άμεση παράδοση του υποκείμενου εμπορεύματος, με την επιφύλαξη της διαδικασίας διαμόρφωσης τιμής στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος.
Όρια θέσεων δεν εφαρμόζονται σε θέσεις που κατέχονται από μη χρηματοοικονομική οντότητα ή για λογαριασμό της και οι οποίες έχει διαπιστωθεί κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας.
2. Τα όρια θέσεων καθορίζουν σαφή ποσοτικά όρια για το ανώτατο μέγεθος θέσης που μπορεί να κατέχει ένα πρόσωπο σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θέτει όρια για κάθε σύμβαση παραγώγου επί εμπορεύματος που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 1. Το εν λόγω όριο θέσης περιλαμβάνει τις οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επανεξετάζει τα όρια θέσης όταν υπάρχει σημαντική μεταβολή στην παραδοτέα ποσότητα ή στις ανοικτές θέσεις ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στην αγορά, με βάση τον καθορισμό της παραδοτέας ποσότητας και των ανοικτών θέσεων στον οποίο έχει προβεί, και αναπροσαρμόζει το όριο θέσης σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τα ακριβή όρια θέσης που προτίθεται να θέσει σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού της ΕΑΚΑΑ. Εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη της κοινοποίησης, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, την οποία δημοσιεύει στον διαδικτυακό της τόπο, με την οποία αξιολογεί τη συμβατότητα των ορίων θέσης με τους στόχους της παραγράφου 1 και τη μεθοδολογία υπολογισμού που έχει καθορίσει η ΕΑΚΑΑ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μεταβάλλει τα όρια θέσης σύμφωνα με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ ή υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ τους λόγους για τους οποίους θεωρεί μη αναγκαία τη συγκεκριμένη μεταβολή. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει άμεσα στον διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους για την απόφασή της αυτή.
5. Όταν το ίδιο παράγωγο επί εμπορεύματος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες, το ενιαίο όριο θέσης που εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές επί της συγκεκριμένης σύμβασης καθορίζεται από την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης με τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών (κεντρική αρμόδια αρχή). Η κεντρική αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους το εν λόγω παράγωγο, σχετικά με το ενιαίο όριο θέσης που θα εφαρμόζεται καθώς και για τυχόν αναθεωρήσεις του εν λόγω ενιαίου ορίου θέσης. Οι αρμόδιες αρχές που διαφωνούν θα δηλώνουν εγγράφως και λεπτομερώς όλους τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1.
Οι αρμόδιες αρχές των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το ίδιο παράγωγο εμπορεύματος και οι αρμόδιες αρχές των κατόχων θέσεων στο εν λόγω παράγωγο εμπορεύματος συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής των σχετικών στοιχείων μεταξύ τους, προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση και την επιβολή του ενιαίου ορίου θέσης.
6. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς οι οποίοι διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων εφαρμόζουν ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων. Οι έλεγχοι αυτοί περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις ακόλουθες εξουσίες του τόπου διαπραγμάτευσης:
α) να παρακολουθεί τις ανοικτές θέσεις των προσώπων,
β) να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης, από πρόσωπα σχετικά με το μέγεθος και τον σκοπό της θέσης ή της έκθεσης που δημιουργήθηκε, πληροφορίες σχετικά με πραγματικούς ή υποκείμενους δικαιούχους, τυχόν συμφωνίες για συντονισμένες ενέργειες, καθώς και για κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού (assets and liabilities) στην υποκείμενη αγορά,
γ) να απαιτεί από πρόσωπο να κλείνει ή να περιορίζει θέση, σε προσωρινή ή μόνιμη βάση, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, και να λαμβάνει μονομερώς κάθε εύλογο μέτρο για να διασφαλίζεται το κλείσιμο ή ο περιορισμός της θέσης αν το οικείο πρόσωπο δεν συμμορφώνεται, και
δ) να απαιτεί, όπου είναι σκόπιμο, από πρόσωπο να παρέχει ρευστότητα στην αγορά σε συμφωνημένη τιμή και όγκο σε προσωρινή βάση με ρητή πρόθεση τον περιορισμό των επιπτώσεων μιας μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης.
7. Τα όρια θέσεων και οι έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων πρέπει να είναι διαφανή και να μην επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση, να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν και να λαμβάνουν υπόψη τη φύση και τη σύνθεση των συμμετεχόντων στην αγορά και τη χρήση από αυτούς των συμβάσεων που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση.
8. Η ΑΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις λεπτομέρειες των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις ίδιες πληροφορίες, καθώς και τις λεπτομέρειες των ορίων θέσεων που έχει θεσπίσει, η οποία δημοσιεύει και διατηρεί στον διαδικτυακό της τόπο βάση δεδομένων με σύνοψη των ορίων θέσεων και των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων.
9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει πιο περιοριστικά όρια από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, όπου αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει στον διαδικτυακό της τόπο τις λεπτομέρειες των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων που αποφασίζει να επιβάλει, τα οποία πρέπει να ισχύουν για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους έξι (6) μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στον διαδικτυακό της τόπο. Τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων μπορούν να ανανεωθούν για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι (6) μήνες κάθε φορά, εάν οι λόγοι για τον περιορισμό εξακολουθούν να ισχύουν. Αν δεν ανανεωθούν μετά την πάροδο αυτών των έξι μηνών, λήγουν αυτόματα.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την επιβολή πιο περιοριστικών ορίων θέσεων. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων. Η ΕΑΚΑΑ εντός 24 ωρών εκδίδει γνώμη σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής περίπτωσης, η οποία δημοσιεύεται στον διαδικτυακό της τόπο.
Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στον διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους της εν λόγω επιβολής.
10. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εξουσίες της όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του παρόντος νόμου για παραβάσεις επί των ορίων θέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για:
α) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει θεσπίσει για συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, β) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.
Άρθρο 58
Γνωστοποίηση θέσης ανά κατηγορία κατόχου θέσης (Άρθρο 58 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί αυτών:
(α) δημοσιεύουν εβδομαδιαία έκθεση ανά κατηγορία προσώπων με τις συνολικές θέσεις τους στα διάφορα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί αυτών που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης που διαχειρίζονται, προσδιορίζοντας τον αριθμό των θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπων, τις μεταβολές από την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό των συνολικών ανοικτών θέσεων που αντιστοιχεί σε κάθε κατηγορία και τον αριθμό των προσώπων που κατέχουν θέση σε κάθε κατηγορία σύμφωνα με την παράγραφο 4, και κοινοποιούν την έκθεση αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει κεντρικά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις αυτές.
(β) παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν όλα τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μελών ή των συμμετεχόντων και των πελατών τους, στον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε ημερήσια βάση.
Η υποχρέωση που περιγράφεται στην περίπτωση (α) ανωτέρω ισχύει μόνο όταν τόσο ο αριθμός των προσώπων όσο και οι ανοικτές θέσεις τους υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια.
2. Οι ΑΕΠΕΥ που συναλλάσσονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί αυτών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης παρέχουν, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης τα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή τα δικαιώματα εκπομπής ή τα παράγωγα επί αυτών, ή στην κεντρική αρμόδια αρχή, όταν τα ανωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες, αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν:
(α) στα ανωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, και
(β) σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων,
καθώς και των θέσεων των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών μέχρι τον τελικό πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και, όπου έχει εφαρμογή, το άρθρο 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011.
3. Προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της τήρησης της παρ. 1 του άρθρου 57, τα μέλη ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς, και οι πελάτες των ΜΟΔ οφείλουν να γνωστοποιούν στην ΑΕΠΕΥ ή στον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης τις λεπτομέρειες σχετικά με τις θέσεις τις οποίες κατέχουν στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, καθώς και τις θέσεις των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών έως τον τελικό πελάτη.
4. Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις σε παράγωγο εμπορεύματος ή σε δικαίωμα εκπομπής ή σε παράγωγα επί αυτών ταξινομούνται από την ΑΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, ανάλογα με τη φύση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας λαμβάνοντας υπόψη την τυχόν ισχύουσα άδεια λειτουργίας, ως ένα από τα ακόλουθα:
α) επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα,
β) επενδυτικά κεφάλαια, είτε ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όπως ορίζεται στον ν. 4099/2012 ή στην Oδηγία 2009/65/ΕΚ, είτε ως διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων όπως ορίζεται στον ν. 4209/2013 (Α' 253) ή στην Οδηγία 2011/61/ΕΕ,
γ) άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων όπως ορίζονται στον ν. 4364/2016 ή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης όπως ορίζονται στον ν. 3029/2002 ή στην Οδηγία 2003/41/ΕΚ,
δ) εμπορικές επιχειρήσεις,
ε) στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων επί αυτών, διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της Κ.Υ.Α. Η.Π. 54409/2632/2004 (Β' 1931 /) ή της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ.
Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 καθορίζουν τον αριθμό θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπου, τις τυχόν μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό του συνόλου των ανοικτών θέσεων ανά κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων σε κάθε κατηγορία.
Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 και οι αναλυτικές καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διακρίνονται σε:
α) θέσεις που χαρακτηρίζονται ως θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες, και β) λοιπές θέσεις.
Στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων επί αυτών, η υποβολή εκθέσεων δεν θίγει τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης που προβλέπονται στην Κ.Υ.Α. Η.Π. 54409/2632/2004 (Β'1931) ή στην Οδηγία 2003/87/ΕΚ.
ΤΙΤΛΟΣ V
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Τμήμα 1
Διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων
Άρθρο 59 Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας (Άρθρο 59 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. H παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση άδειας σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ΑΕΠΕΥ που διαχειρίζεται τόπο διαπραγμάτευσης ή διαχειριστής αγοράς, που έχει λάβει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, επιτρέπεται να παρέχει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων ενός Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εξακρίβωσης της συμμόρφωσής τους με το παρόν κεφάλαιο. Η υπηρεσία αυτή περιλαμβάνεται στην άδεια λειτουργίας τους.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τηρεί μητρώο με τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που έχουν αδειοδοτηθεί από αυτήν. Το μητρώο είναι προσβάσιμο από το κοινό και περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες για τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επικαιροποιεί το μητρώο τακτικά και γνωστοποιεί κάθε άδεια λειτουργίας στην ΕΑΚΑΑ.
Οι παραπάνω πληροφορίες ενσωματώνονται στον κατάλογο με όλους τους παρόχους υπηρεσιών δεδομένων που καταρτίζει, δημοσιεύει και τηρεί ενημερωμένο στον ιστότοπό της η ΕΑΚΑΑ.
Η ανάκληση άδειας λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 62, δημοσιεύεται στον κατάλογο της ΕΑΚΑΑ για περίοδο πέντε (5) ετών.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τους παρόχους αναφοράς δεδομένων κατά την παροχή των υπηρεσιών τους, ελέγχει τακτικά τη συμμόρφωσή τους προς το παρόν κεφάλαιο και ελέγχει ότι πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας, που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.
Άρθρο 60 Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας (Άρθρο 60 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε επιπλέον υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων υποβάλλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας του.
2. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ένωση.
Άρθρο 61
Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας (Άρθρο 61 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια εφόσον διαπιστώσει ότι ο αιτών πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων παρέχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων στο οποίο καθορίζονται μεταξύ άλλων τα είδη των σχεδιαζόμενων υπηρεσιών και η οργανωτική δομή, προκειμένου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει με βάση τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.
3. Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα. Το μετοχικό κεφάλαιο ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ. Οι μετοχές είναι ονομαστικές.
4. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων , σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό του κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων . Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 3 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Τίτλου αυτού. Τα ίδια κεφάλαια παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας του.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τον αιτούντα, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας.
Άρθρο 62
Ανάκληση αδειών (Άρθρο 62 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, εάν ο πάροχος:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα 12 μηνών από τη χορήγησή της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια, δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
Άρθρο 63
Απαιτήσεις για το διοικητικό όργανο παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων (Άρθρο 63 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πρέπει να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα και να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να μπορεί αποτελεσματικά να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτερων διευθυντικών στελεχών, όποτε αυτό είναι αναγκαίο, και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων από διευθυντικά στελέχη, όταν απαιτείται.
Όταν ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια λειτουργίας για Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. και τα μέλη του διοικητικού οργάνου του Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., του Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή του Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι τα ίδια με τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα πρόσωπα αυτά τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.
2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα μέλη του διοικητικού οργάνου και κάθε μεταβολή στα μέλη του, καθώς και τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του παρόχου με την παράγραφο 1.
3. Το διοικητικό όργανο ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ορίζει και επιβλέπει την εφαρμογή των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση του παρόχου, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον πάροχο και της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προάγει την ακεραιότητα της αγοράς και τα συμφέροντα των πελατών του.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν διαπιστώσει ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δεν διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στο διοικητικό όργανο του παρόχου μπορεί να θέτουν σε κίνδυνο την ορθή και συνετή διαχείριση, το συμφέρον των πελατών του και την ακεραιότητα της αγοράς.
Τμήμα 2
Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.
Άρθρο 64
Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 64 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1.Ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των άρθρων 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. δημοσιοποιούν αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφότυπο που διευκολύνει την ενοποίηση των πληροφοριών αυτών με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές.
2. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται από Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. σύμφωνα με την παράγραφο
περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής, ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,
η) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε ειδικούς όρους.
3. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες. Ιδίως, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή ΑΕΠΕΥ, χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, εφαρμόζει δε και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
4. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να αποτρέπουν τη διαρροή των πληροφοριών πριν τη δημοσίευσή τους. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να εξασφαλίζουν την παροχή των υπηρεσιών τους ανά πάσα στιγμή.
5. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.
Τμήμα 3 Όροι για τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.
Άρθρο 65 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 65 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνουν τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό, υπό εύλογους εμπορικούς όρους.
Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,
ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,
η) όπου συντρέχει περίπτωση, αναφορά του γεγονότος ότι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής είναι αλγόριθμος ηλεκτρονικού υπολογιστή της επιχείρησης επενδύσεων, θ) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους,
ι) αν η υποχρέωση δημοσιοποίησης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 έχει αρθεί σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού, ένδειξη της συγκεκριμένης εξαίρεσης στην οποία είχε υπαχθεί η εν λόγω συναλλαγή. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. πρέπει να είναι σε θέση να δημοσιοποιούν αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφοτύπους που είναι εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.
2. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνουν τις δημοσιευμένες πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό, υπό εύλογους εμπορικούς όρους, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό ή άλλα αναγνωριστικά στοιχεία του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,
ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,
η) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους.
Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. πρέπει να είναι σε θέση να δημοσιοποιεί αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφότυπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.
Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διασφαλίζει ότι τα δεδομένα που παρέχει αποτελούν αντικείμενο ενοποίησης από όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ, τους ΜΟΔ και τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. για τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως τα παραπάνω εξειδικεύονται με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει της παραγράφου 8 στοιχείο γ) της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων. Ιδίως, διαχειριστής αγοράς ή Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., που διαχειρίζεται παράλληλα και ενοποιημένο δελτίο, χειρίζεται όλες τις συγκεντρωμένες πληροφορίες με τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις και θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον διαχωρισμό των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
5. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί να εγγυώνται την ασφάλεια των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών και να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να εξασφαλίζει την παροχή των υπηρεσιών του ανά πάσα στιγμή.
Τμήμα 4 Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
Άρθρο 66 Οργανωτικές απαιτήσεις (Άρθρο 66 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Ο Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας από εκείνη που πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή. Οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 26 του Kανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
2. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες τους. Ιδίως, Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή ΑΕΠΕΥ χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, και θεσπίζει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
3. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια και γνησιότητα των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να αποφεύγουν τη διαρροή των πληροφοριών, διατηρώντας πάντοτε την εμπιστευτικότητα των στοιχείων. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να εξασφαλίζουν την παροχή των υπηρεσιών τους ανά πάσα στιγμή.
4. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα που προκαλούνται από την επιχείρηση επενδύσεων και, όπου υπάρχουν τέτοια σφάλματα ή παραλείψεις, να κοινοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων τις σχετικές λεπτομέρειες για τα σφάλματα ή τις παραλείψεις και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.
Επίσης, οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν σφάλματα ή παραλείψεις που προκαλούνται από τους ίδιους τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. , να διορθώνουν και να διαβιβάζουν ή να διαβιβάζουν εκ νέου, ανάλογα με την περίπτωση, ορθές και πλήρεις γνωστοποιήσεις συναλλαγών στην αρμόδια αρχή.
ΤΙΤΛΟΣ VI
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΧΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
Ορισμός, εξουσίες και διαδικασίες προσφυγής
Άρθρο 67
Ορισμός των αρμόδιων αρχών και αρμοδιότητες (άρθρα 67, 69 και παρ. 1 του άρθρου 72 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 3της παρ. 3 του άρθρου 9 των άρθρων 14, 16 έως 23, 29, 34 εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού, 34α εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού, 35 εκτός των παρ. 2 έως 6 και της παρ. 8 του άρθρου αυτού,35α εκτός των παρ. 2, 3 και 6 του άρθρου αυτού, 36 έως 38 , του άρθρου 42 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού και των αντίστοιχων άρθρων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκδοθεισών πράξεων προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα.
2. Στο πλαίσιο της κατά την προηγούμενη παράγραφο εποπτείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, έχουν όλες τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών πράξεων, ιδίως σε περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους σύμφωνα με την παρ. 1 , μπορεί:
α)να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε οιαδήποτε μορφή, τα οποία θεωρεί ότι μπορεί να είναι συναφή με την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της, και να λαμβάνει αντίγραφό τους,
β)να απαιτεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλεί και να θέτει ερωτήματα σε οποιοδήποτε πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσει πληροφορίες. γ)να διενεργεί γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη ελέγχους ή έρευνες σε εποπτευόμενους, σύμφωνα με το νόμο αυτό, φορείς, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί, δ)να απαιτεί πληροφορίες από τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρίες των οικονομικών καταστάσεων των ΑΕΠΕΥ, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων τρίτων χωρών, των ρυθμιζόμενων αγορών, των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και των ΑΕΕΔ,
ε)να παραπέμπει θέματα στις αρμόδιες αρχές με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης,
θ)να αναθέτει επαληθεύσεις και ελέγχους σε ορκωτούς ελεγκτές λογιστές, ελεγκτικές εταιρίες
και άλλους εμπειρογνώμονες,
στ)να απαιτεί ή να ζητά πληροφορίες συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης, από οιοδήποτε πρόσωπο σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό θέσης ή έκθεσης που δημιουργήθηκε μέσω παραγώγου επί εμπορευμάτων, και σχετικά με κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή παθητικού στην υποκείμενη αγορά,
ζ) να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ρυθμιζόμενες αγορές και άλλα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών νόμος ή ο Κανονισμός (ΕΕ) 600/2014 εξακολουθούν να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας, η)να προβαίνει σε δημόσιες ανακοινώσεις ,
θ)να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν η ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει αποτελεσματική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή δεν συμμορφώνεται με άλλο τρόπο προς το άρθρο [16 παράγραφος 3] του παρόντος νόμου,
ι) να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 40, 41 ή 42 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014
ια)να απαιτεί την απομάκρυνση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο των ΑΕΠΕΥ, των διαχειριστών αγοράς ή των πιστωτικών ιδρυμάτων . Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, αυτή η εξουσία ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος είτε κατόπιν πρότασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είτε με δική της πρωτοβουλία κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 67.
ιβ)να ζητά από οποιοδήποτε πρόσωπο να λαμβάνει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης,
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επιπροσθέτως :
α) να απαιτεί την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικού μέσου, β) να διαγράφει η ίδια ή να απαιτεί τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από την διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε οιοδήποτε άλλο πλαίσιο διενέργειας συναλλαγών, γ) να περιορίζει τη δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου να λαμβάνει θέσεις σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων στο μέγεθος της θέσης που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμή σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος νόμου,
δ) να απαιτεί τα υφιστάμενα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλων άλλα αρχείων αρχεία διακίνησης δεδομένων που κατέχουν οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και ή άλλα εποπτευόμενα πρόσωπα, που υπόκεινται στον παρόντα νόμο, στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και να λαμβάνουν αντίγραφά τους,
ε) να ζητά τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τη διαδικασία του στοιχείου ε) παράγραφος 3 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016,
στ) να απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, από φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με εποπτευόμενους φορείς.
ζ) να απαιτεί την προσωρινή ή οριστική διακοπή κάθε δραστηριότητας πρακτικής ή συμπεριφοράς την οποία θεωρεί αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση ή αυτών πράξεων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και να προλαμβάνει την επανάληψη της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς ή πρακτικής, η) να ζητά, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα υφιστάμενα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούνται από πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όταν υπάρχει εύλογη υπόνοια παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή των κατ' εξουσιοδότηση αυτών της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 πράξεων, και εφόσον τα εν λόγω αρχεία σχετίζονται ενδέχεται να είναι σχετικά με την διερεύνηση παραβάσεων των ως άνω διατάξεων ι) να καλεί και να λαμβάνει ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο για την απόκτηση πληροφοριών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην περ. ζ) της παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016. .
5. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας της παρ. 1 η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ελέγχει τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων ως προς τις οποίες έχει αρμοδιότητα εποπτείας, ασκώντας, επιπλέον των αναφερομένων στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, και τις εξουσίες ελέγχου που της παρέχει ο ν. 4261/2014, όπως εκάστοτε ισχύει.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, ασκούν τις εποπτικές τους αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο καθώς και τις εξουσίες για την επιβολή κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 69:
α) άμεσα,
β) σε συνεργασία με άλλες αρχές,
γ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
7. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 68
Συνεργασία μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 68 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή για πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα,και για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα , για τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή για επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι επιχειρήσεις επενδύσεων, για ΟΣΕΚΑ και άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, και για Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισηςσυνεργάζονται στενά, ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους και παρέχει η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή. Σε Πρωτόκολλο Συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και Τράπεζας της Ελλάδος, προσδιορίζονται οι όροι και η διαδικασία της ως άνω συνεργασίας.
2. Το Πρωτόκολλο Συνεργασίας προβλέπει μεταξύ άλλων:
(α) την κοινοποίηση στην άλλη αρχή της ενημέρωσης προς την ΕΑΚΑΑ που προβλέπεται ενδεικτικά στις περιπτώσεις των άρθρων 3 παρ. 3, 8 παρ. 1, 18 παρ. 5 ,31 παρ. 2, 32 παρ. 3 και 4, 44 παρ. 5, 54 παρ. 2, 56, 57, και 70 παρ. 4, 5 και 6 ,
(β) την διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και αιτημάτων με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών στις περιπτώσεις που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί ως αρμόδια αρχή επικοινωνίας, σύμφωνα με τα άρθρα 77 παρ. 1 , τηρουμένων των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος νόμου, του ν. 4261/2014 και του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό την επιφύλαξη της τυχόν υποχρέωσης για τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών για την ανταλλαγή αυτή αυτών των πληροφοριών,
(γ) την διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο των ασκήσεων που διενεργούν οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές,
(δ) την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των εποπτευόμενων από τις ανωτέρω εποπτικές αρχές ΑΕΠΕΥ και πιστωτικών ιδρυμάτων,
(ε) την διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών για την εφαρμογή των άρθρων 17(2), 36(11), του ν. 4099/2012 και του άρθρου 8 του ν. 4209/2013, (στ) τις διαδικασίες με τις οποίες διασφαλίζεται η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, με σκοπό την, κατά το δυνατό, αποφυγή επικαλύψεων ή σύγκρουσης αρμοδιοτήτων στο πεδίο της εποπτείας και της διενέργειας ελέγχων, καθώς και τη μείωση του διοικητικού κόστους εποπτείας,
(ζ) την παροχή κάθε αναγκαίας συνδρομής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, (η) την αμοιβαία ενημέρωση μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για επιβληθείσες κυρώσεις ή την προηγούμενη διαβούλευσή τους για την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις σημαντικών παραβάσεων, που μπορεί να έχουν επίπτωση στην ομαλή λειτουργία των εποπτευομένων ιδρυμάτων,
(θ) την ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα άλλου κράτους- μέλους που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή χωρίς εγκατάσταση, και
(ι) τη διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για (i) τη διενέργεια ελέγχων ως προς τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ιδίως με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 24, 25, 27, 28 του παρόντος νόμου καθώς και στους τίτλους II και ΙΙΙ του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και στις κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων και (ii) την επιβολή κυρώσεων για τις σχετικές παραβάσεις.
(η) την διαβίβαση στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας της, των πληροφοριών που λαμβάνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το άρθρο 86. (θ) το περιεχόμενο της διαβούλευσης που προβλέπεται στην δεύτερη υποπαρ. της παρ. 2 του 11.
Άρθρο 69 Κυρώσεις και Μέτρα (άρθρο 70 και παρ. 2 του άρθρο 72 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 67 του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή τους και κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, επιβάλλουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, τα οποία πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά:
α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και η φύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 70 του παρόντος νόμου,
β) απαίτηση από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει στο μέλλον,
γ) σε περίπτωση ΑΕΠΕΥ, υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι επιχείρηση επενδύσεων , διαχειριστή αγοράς που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και σε περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 8, 43 και 65 του παρόντος νόμου, ή προκειμένου περί πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα, ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 43 του παρόντος νόμου και τις λοιπές σχετικές διατάξεις της ισχύουσας για τα πιστωτικά ιδρύματα νομοθεσίας,
δ) προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου να συμμετέχει σε διοικητικό συμβούλιο ή να ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε ΑΕΠΕΥ, πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας,
ε) προσωρινή απαγόρευση σε οποιαδήποτε επιχείρηση επενδύσεων, πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας να είναι μέλος ή να συμμετέχει σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή σε οποιονδήποτε πελάτη να συμμετέχει σε ΜΟΔ,
στ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση. Στην περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (Α'251) και της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ'(ΕΕ L 182/29.6.2013), ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών, ορίζεται ως ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή τα αντίστοιχα έσοδα σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί κατάρτισης και παρουσίασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση,
ζ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ,
η)χρηματικό πρόστιμο έως το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση εφόσον το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ) και ζ) της παρούσας παραγράφου.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, πέραν των κυρώσεων της προηγούμενης παραγράφου, να επιβάλλει επίπληξη σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατλ εξουσιοδότησή τους και κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορούν να επιβάλλουν τις ως άνω διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, πέρα από το νομικό πρόσωπο, και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, για παράβαση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατάξεων.
4. Κατά τον καθορισμό του είδους και της σοβαρότητας των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και κατά την επιμέτρηση του ύψους των προστίμων που προβλέπονται στην παρ. 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται αναγκαίο:
α) της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης,
β) του βαθμού ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,
γ) της οικονομικής επιφάνειας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου, δ) της σημασίας των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το
υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, ε) της ζημιάς που προκλήθηκε σε τρίτους από την παράβαση, στον βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί,
στ)του βαθμού συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη της
παραίτησης του υπαίτιου προσώπου από τα αποκτηθέντα κέρδη ή τις αποφευχθείσες ζημίες.
ζ) τυχόν καθ' υποτροπή τέλεση παραβάσεων ή προηγούμενων παραβάσεων του παρόντος νόμου και της λοιπής νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο,
η) της επίπτωσης της παράβασης στη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στην προστασία των επενδυτών,
θ) των αναγκών της γενικής και ειδικής πρόληψης.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή Τράπεζα της Ελλάδος , κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, επιβάλλουν τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα των παρ. 1 και 2, σε περίπτωση μη συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης σε έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 67.
6. Με την επιφύλαξη των άρθρων 34α, και 35 α, η καθ' οιονδήποτε τρόπο κατ' επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις ΑΕΠΕΥ, στα πιστωτικά ιδρύματα, στα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, καθώς και στις ΑΕΕΔ ,στις ΑΕΔΑΚ και στις ΑΕΔΟΕΕ κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους στην Ελλάδα. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 60, η καθ' οιονδήποτε τρόπο κατ' επάγγελμα παροχή υπηρεσιών ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ επιτρέπεται μόνο στους παρόχους αυτών των υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και την άδεια λειτουργίας τους.
Όποιος, κατά παράβαση —των προηγούμενων εδαφίων, με πρόθεση προβαίνει σε κατ' επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ή παροχή υπηρεσιών ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ στην Ελλάδα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές. Σε περίπτωση που οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και οι υπηρεσίες ΕΜΗΔΗΣΥ, ΠΕΔΕΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ παρέχονται ή ασκούνται από νομικά πρόσωπα, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.
Τα ποινικά δικαστήρια διαβιβάζουν τις καταδικαστικές αποφάσεις τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες και υποχρεούνται να τις διαβιβάσουν περαιτέρω στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 70.
Άρθρο 70 Δημοσιοποίηση αποφάσεων (Άρθρο 71 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος αναρτούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο κάθε απόφασή τους σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 καθώς και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή τους και κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, κατόπιν ενημέρωσης του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Στην κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίηση περιλαμβάνονται τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης καθώς και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση ή το μέτρο. Η υποχρέωση δημοσιοποίησης δεν αφορά αποφάσεις σχετικές με την επιβολή μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.
2. Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνουν ότι η δημοσιοποίηση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων είναι δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή σε περίπτωση που η δημοσιοποίηση της απόφασης θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διενεργούμενους ελέγχους, πράττουν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:
α) καθυστερούν τη δημοσιοποίηση της απόφασης για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση, β) δημοσιοποιούν την απόφαση για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων, εφόσον η ανώνυμη αυτή δημοσιοποίηση εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
γ) δεν δημοσιοποιούν την απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στις περιπτώσεις (α) και (β) ανωτέρω δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί:
i) ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών,
ii) η αναλογικότητα της δημοσιοποίησης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με τα επιβληθέντα μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.
Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσιοποίηση της διοικητικής κυρώσεως ή μέτρου, η δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσιοποίηση.
3. Σε περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου κατά της απόφασης για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, δημοσιεύουν άμεσα στον επίσημο διαδικτυακό τόπο τους τις σχετικές πληροφορίες και κάθε περαιτέρω ενημέρωση σχετικά με την έκβαση της εκδίκασης της αίτησης ακύρωσης ή προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιοποιείται κάθε μεταγενέστερη απόφαση που ακυρώνει απόφαση επιβολής διοικητικής κυρώσεως ή μέτρου.
4. Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο παραμένουν στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από τη δημοσιοποίησή τους. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δημοσιοποιούνται διατηρούνται στον επίσημο διαδικτυακό τόπο των ως άνω αρμόδιων αρχών μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ν. 2472/1997 (Α' 50).
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιοποιηθούν σύμφωνα με την περίπτωση (γ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβανομένων των σχετικών αιτήσεων ακύρωσης ή προσφυγών και της έκβασής τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, λαμβάνουν πληροφορίες, καθώς και τις οριστικές αποφάσεις επιβολής ποινικών κυρώσεων για παραβάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 69 του παρόντος νόμου, και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, συγκεντρώνουν και διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 70 του παρόντος νόμου. Η υποχρέωση αυτή δεν αφορά διοικητικά μέτρα διερευνητικού χαρακτήρα. Επίσης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν για παραβάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 69 του παρόντος νόμου.
6. Σε περίπτωση που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, δημοσιοποιήσουν διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, γνωστοποιούν παράλληλα το γεγονός αυτό στην ΕΑΚΑΑ.
Άρθρο 71 Καταγγελίες παραβάσεων (Άρθρο 73 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ )
1. Παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ δύνανται να καταγγέλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 67. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά περίπτωση, καθορίζονται κατάλληλες διαδικασίες και αποτελεσματικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν την υποβολή προς αυτές καταγγελιών παραβάσεων ή ενδεχομένων παραβάσεων των εν λόγω διατάξεων.
2. Οι μηχανισμοί της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνουν τουλάχιστον :
α) ειδικές διαδικασίες για την λήψη καταγγελιών σχετικά με παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις και την παρακολούθησή τους , συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω καταγγελίες,
β) κατάλληλη προστασία, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης, για εργαζομένους σε εποπτευόμενους φορείς οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός των φορέων αυτών,
γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει την παράβαση, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε αυτήν , σε όλα τα στάδια των διαδικασίας, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή απαιτείται από την κείμενη νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερων δικαστικών διαδικασιών.
3. Οι ΑΕΠΕΥ, οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα, όταν παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου οι εργαζόμενοι σε αυτά να μπορούν να καταγγέλλουν εσωτερικά παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις, μέσω ειδικού ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου .
Άρθρο 72 Δικαίωμα προσφυγής (Άρθρο 74 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι επαρκώς
αιτιολογημένες και υπόκεινται, κατά περίπτωση, σε αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 3371/2005 (Α'178). Η παράλειψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αποφασίσει σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας, η οποία περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή της, υπόκειται επίσης σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου.
2. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι επαρκώς αιτιολογημένες και υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Άρθρο73 Εξωδικαστική επίλυση διαφορών (Άρθρο 75 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ, τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα καθώς και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να συνεργάζονται με φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την υποβολή καταγγελιών και παραπόνων από πελάτες τους με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν στην παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.
2. Οι φορείς της προηγούμενης παραγράφου συνεργάζονται στενά με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων κρατών μελών για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις διαθέσιμες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες για την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν στην παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.
Άρθρο 74 Επαγγελματικό απόρρητο (Άρθρο 76 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς , κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς , καθώς και οι εντεταλμένοι από αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ως εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοούνται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα πρόσωπα του εδαφίου 1 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τη παρ. 12 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991 ( Α' 167), καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου αίρεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρ. 13 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991, καθώς και όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κοινοποίησε τη σχετική πληροφορία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
2. Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.
3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και ως προς την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων.
Άρθρο 75 Σχέσεις με ελεγκτές (Άρθρο 77 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Ορκωτοί ελεγκτές λογιστές και ελεγκτικές εταιρίες, που έχουν λάβει επαγγελματική άδεια ή έχουν το δικαίωμα να διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, 4449/2017(Α' 7), και που διενεργούν ελέγχους σε ΑΕΠΕΥ, ρυθμιζόμενες αγορές ή παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τα στοιχεία γ) έως ε) της παραγράφου 5 της υποπαραγράφου Α.1 της παραγράφου Α του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α' 94) ή σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012, ή ασκούν οποιαδήποτε άλλα ελεγκτικά καθήκοντα σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω ελεγχόμενο φορέα που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και το οποίο ενδέχεται:
α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων του ελεγχόμενου φορέα,
β) να θέτει σε κίνδυνο τη συνέχεια της λειτουργίας του ελεγχόμενου φορέα, ή
γ) να οδηγήσει σε άρνηση έκφρασης γνώμης για τις οικονομικές καταστάσεις ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ' αυτών.
2. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρίες και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των ως άνω καθηκόντων τους της παραγράφου 1 σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τον εποπτευόμενο φορέα τον οποίο ελέγχουν.
3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους από τα ως άνω πρόσωπα , δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης των πληροφοριών αυτών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.
Άρθρο 76 Προστασία δεδομένων (Άρθρο 78 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων δεδομένων που συλλέγονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση ή στο πλαίσιο της άσκησης εποπτικών εξουσιών συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για την διεξαγωγή ερευνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και του Κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 (ΕΕ L 8/12.1.2001), όπου εφαρμόζεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και με την ΕΑΚΑΑ
Άρθρο 77 Υποχρέωση συνεργασίας (Άρθρο 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, όταν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στον παρόντα νόμο, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 είτε σε άλλες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ιδίως, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος δύνανται επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης των προστίμων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στα άλλα κράτη μέλη ότι έχει οριστεί να παραλαμβάνει αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου.
2. Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή υποδοχής του τόπου διαπραγμάτευσης κατά περίπτωση συνάπτουν ανάλογες ρυθμίσεις συνεργασίας.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνουν τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος δύνανται να ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακόμα και όταν η ερευνώμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση των κανόνων που ισχύουν στην Ελλάδα.
4. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς τον παρόντα νόμο, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες και στην ΕΑΚΑΑ. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις αρμοδιότητες της γνωστοποιούσας αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν λαμβάνουν αντίστοιχη γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες και ενημερώνουν την άλλη αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ για τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν και για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις .
5. Με την επιφύλαξη των παρ. 1 και 4, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές τις λεπτομέρειες των εξής:
α) τυχόν αιτημάτων για τον περιορισμό του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης σύμφωνα με το στοιχείο ιβ της παρ. 3 του άρθρου 67),
β) τυχόν περιορισμούς που έχει θέσει σχετικά με τη δυνατότητα προσώπων να λαμβάνουν θέση σε παράγωγο επί εμπορευμάτων σύμφωνα με το στοιχείο γ της παρ. 4 του άρθρου 67 ). Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τις λεπτομέρειες της απαίτησης ή του αιτήματος σύμφωνα με το στοιχείο ιβ της παρ. 3 του άρθρου 67), συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους υποβολής τους, καθώς και το πεδίο εφαρμογής των περιορισμών που έχουν τεθεί σύμφωνα με το στοιχείο γ της παρ. 4 του άρθρου 67 ), συμπεριλαμβανομένων του προσώπου και των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορούν, τυχόν ορίων όσον αφορά το μέγεθος των θέσεων που μπορεί να κατέχει το πρόσωπο ανά πάσα στιγμή, τυχόν εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 57 και τους λόγους για τις εξαιρέσεις αυτές.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει στη γνωστοποίηση τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ η δράση ή το μέτρο. Σε εξαιρετικές συνθήκες, όταν δεν είναι δυνατό να υπάρξει ειδοποίηση 24 ώρες πριν, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να προβεί στη γνωστοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες πριν από το χρονικό σημείο που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λαμβάνει αντίστοιχη γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το στοιχείο ιβ της παρ. 3 του άρθρου 673) ή το στοιχείο γ της παρ. 4), υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβαίνει επίσης σε γνωστοποίηση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο όταν προτείνει τη λήψη μέτρων.
Εάν μια ενέργεια βάσει των στοιχείων α) ή β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΟΣΡΑΕ), ο οποίος έχει συσταθεί βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 713/2009 (ΕΕ L 211/14.8.2009).
6. Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές, τους διαχειριστές των μητρώων και τους λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις της ΚΥΑ 5409/2632/2004 και την Οδηγία 2003/87/ΕΚ, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να έχουν ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής.
7. Σε ό,τι αφορά τα παράγωγα επί βασικών γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποβάλλει εκθέσεις και συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 (ΕΕ L 347/20.12.2013).
Άρθρο 78
Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, σε επιτόπιους ελέγχους ή σε έρευνες (Άρθρο 80 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σε εποπτικές δραστηριότητες ή για επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει απευθείας από επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς, την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει, οιοδήποτε στοιχείο κρίνει απαραίτητο, και στην περίπτωση αυτή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους ή συμμετέχοντος.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν λαμβάνουν από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους αίτημα σχετικό με επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους: α) προβαίνει η ίδια στον έλεγχο ή έρευνα,
β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να διεξαγάγει τον έλεγχο ή την έρευνα, γ) αναθέτει σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν τον έλεγχο ή έρευνα.
Άρθρο 79 Ανταλλαγή πληροφοριών (Άρθρο 81 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει, ως αρμόδια αρχή επικοινωνίας, αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) 600/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κατά την παροχή πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, να ορίζει ότι οι χορηγούμενες πληροφορίες μπορούν να γνωστοποιούνται περαιτέρω μόνο με τη ρητή συγκατάθεσή της και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διαβιβάζει τις πληροφορίες που λαμβάνει με βάση την παρ. 1 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 75 και 86 στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν διαβιβάζει τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή που έστειλε τις πληροφορίες.
3. Οι αρχές του άρθρου 70 και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με τα άρθρα 75 και 86 μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως:
α) για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας επιχείρησης επενδύσεων και να διευκολύνουν, σε μη ενοποιημένη ή σε ενοποιημένη βάση, τον έλεγχο των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ειδικά όσον αφορά τις απαιτήσεις επάρκειας κεφαλαίων που επιβάλλει ο ν. 4261/2014, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου,
β) για να εποπτεύουν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης, γ) για την επιβολή κυρώσεων,
δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής,
ε) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 72,
στ) στον μηχανισμό εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών των επενδυτών που
προβλέπεται στο άρθρο 73.
4. Τα άρθρα 74 και 86 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ, στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν ενεργεί υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, στις κεντρικές τράπεζες, στο
Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθεί η τελευταία για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπει ο παρών νόμος και ο Κανονισμός (ΕΕ) 600/2014.
5. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία και η πληροφορίες που πρέπει να της υποβάλλουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, η διαδικασία παροχής των στοιχείων και πληροφοριών αυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα και στοιχεία και πληροφορίες κρίνει απαραίτητα για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της ως νομισματικής αρχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για όλες τις πληροφορίες και όλα τα στοιχεία που περιέχονται σε γνώση της σύμφωνα με την προηγούμενη και την παρούσα παράγραφο.
Άρθρο 80 Δεσμευτική διαμεσολάβηση (Άρθρο 82 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναφέρει στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις στις οποίες απέρριψε ή δεν διεκπεραίωσε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος αίτημα σχετικό με ένα από τα ακόλουθα:
α) για διεξαγωγή εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 78, ή
β) για ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 79.
Άρθρο 81 Άρνηση συνεργασίας (Άρθρο 83 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αιτήματος για συνεργασία σε διεξαγωγή έρευνας, επιτόπιου ελέγχου ή εποπτικής δραστηριότητας του άρθρου 82 ή για ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 79 μόνον εάν: α) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστικών αρχών,
β) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου για τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί.
Άρθρο 82
Διαβουλεύσεις πριν από την αδειοδότηση ΑΕΠΕΥ (Άρθρο 84 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, η οποία:
α) είναι θυγατρική επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή
β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας επιχείρησης επενδύσεων ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή
γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ελέγχουν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς που είναι:
α) θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
β) θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ιδίως κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και της φήμης και εμπειρίας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου. Ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων και τη φήμη και εμπειρία των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους όρους λειτουργίας.
Άρθρο 83
Εξουσίες των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών υποδοχής (Άρθρο 85 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, για στατιστικούς λόγους, να απαιτεί από όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα την υποβολή περιοδικών εκθέσεων σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 35α.
Άρθρο 84
Λήψη προληπτικών μέτρων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής (Άρθρο 86 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην περίπτωση που η Ελλάδα είναι το κράτος μέλος υποδοχής, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που ασκεί δραστηριότητες στην Ελλάδα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ότι μία επιχείρηση επενδύσεων που έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, πέραν των αναφερομένων στην παρ. 5 του άρθρου 35α του παρόντος νόμου, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων. Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η επιχείρηση επενδύσεων εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 1 να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010.
2. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι επιχείρηση επενδύσεων η οποία διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τις διατάξεις που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 35α του παρόντος νόμου, απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή συμπεριφορά.
Εάν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η επιχείρηση επενδύσεων θα θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή συμπεριφορά. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθεί να παραβαίνει τις διατάξεις που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 35α του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Επιπλέον, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία δύναται να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010.
3. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.
Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Επιπλέον, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010.
4. Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1, 2 ή 3, τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.
Άρθρο 85
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ (Άρθρο 87 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1095/2010.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να επιτελέσει το έργο της δυνάμει του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και σύμφωνα με τα άρθρα 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Συνεργασία με τρίτες χώρες
Άρθρο 86
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες (Άρθρο 88 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 74. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.
Η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2472/1997.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επίσης να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα: α) την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοπιστωτικών αγορών,
β) την εκκαθάριση και πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλες παρόμοιες διαδικασίες, γ) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δ) την εποπτεία των φορέων που συμμετέχουν στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,
ε) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων,
στ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής με στόχο την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης,
ζ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται στις αγορές παραγώγων επί βασικών γεωργικών προϊόντων με σκοπό την εξασφάλιση της ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.
Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπει το τρίτο εδάφιο δύνανται να συνάπτονται μόνο εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 74 και η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων. Εάν η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφαρμόζεται το άρθρο 9 του ν. 2472/1997 και εάν στη διαβίβαση συμμετέχει η ΕΑΚΑΑ, εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001.
2. Εάν οι πληροφορίες που πρόκειται να διαβιβάσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν δύναται να τις κοινοποιήσει χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του εν λόγω κράτους μέλους που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Άρθρο 87
Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ)
1. Οι ΑΕΕΔ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Στην επωνυμία τους πρέπει να προσδιορίζονται ως "Ανώνυμη Εταιρία Επενδυτικής Διαμεσολάβησης" και στο διακριτικό τους τίτλο ως "ΑΕΕΔ".
2. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών που αφορούν κινητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια και χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους. Οι ΑΕΕΔ μπορούν για τις ανάγκες των επενδυτικών υπηρεσιών που παρέχουν, να χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29 του παρόντος.
3. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μόνο σε:
(α) επιχειρήσεις επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος, (β) πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε κράτος μέλος,
(γ) υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν νομίμως σε κράτος μέλος, εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμους με τους κανόνες που ισχύουν για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων τους,
(δ) Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος και δύνανται να διαθέτουν μερίδια στο κοινό, καθώς και σε διαχειριστές τέτοιων οργανισμών.
4. Το μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να μεταβάλλεται το ποσό του προηγούμενου εδαφίου. Τα ίδια κεφάλαια των ΑΕΕΔ, σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της, δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερα από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Στις ΑΕΕΔ ασκείται τακτικός και έκτακτος έλεγχος σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 21990/1920 περί ελέγχου που ασκείται στις ΑΕΠΕΥ.
5. Οι μετοχές των ΑΕΕΔ είναι ονομαστικές.
6. Για να εκδοθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, άδεια σύστασης ΑΕΕΔ ή για να μετατραπεί υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία σε ΑΕΕΔ πρέπει προηγουμένως να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες που δικαιούται να παρέχει η ΑΕΕΔ.
7. Στις ΑΕΕΔ εφαρμόζονται :
α) όσον αφορά τους όρους και τις διαδικασίες αδειοδότησης και εποπτείας, οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 3, των άρθρων 7 έως 10 και των άρθρων 21, 22 και 23 του παρόντος νόμου. Εξ αυτών, η υποχρέωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 9 περί υποχρέωσης πιστοποίησης, ισχύει στις ΑΕΕΔ μόνο για ένα πρόσωπο που πραγματικά διευθύνει τις δραστηριότητες της εταιρίας,
β) όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 3 πρώτο, έκτο και έβδομο εδάφιο και του άρθρου 16 παρ. 6 και 7 του παρόντος νόμου,
γ) όσον αφορά τις υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας οι διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1, 3, 4, 5, 7 και 10, του άρθρου 25 παρ. 2, 5 και 6 και του άρθρου 29 του παρόντος νόμου,
δ) οι σχετικές διατάξεις των πράξεων που εκδίδει η Επιτροπή κατ' εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να εξειδικεύονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ανωτέρω α έως δ περιπτώσεων.
8. Οι ΑΕΕΔ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7α παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920.
9. Οι ΑΕΕΔ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 61-78 του ν. 2533/1997, εκτός εάν διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης μέσω της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, του προφίλ κινδύνου και της νομικής φύσης τους, εξασφαλίζεται ισοδύναμη προστασία των πελατών τους.
10. Οι ΑΕΕΔ δεν απολαύουν της προβλεπόμενης στα άρθρα 34 και 35 ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων.
Άρθρο 88
Προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΕΔ
1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά την άδεια λειτουργίας ΑΕΕΔ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς, που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής της άδειας λειτουργίας μπορεί να τίθεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην ΑΕΕΔ σύντομη προθεσμία, μέσα στην οποία αυτή οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΕΔ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ' ανώτατο όριο μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της πρώτης αναστολής.
2. Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται προσωρινή αναστολή είναι αμέσως εκτελεστή και γνωστοποιείται στην ΑΕΕΔ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής και αφού λάβει υπόψη τις θέσεις της ΑΕΕΔ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΕΔ.
3. Κατά τα λοιπά στην προσωρινή αναστολή λειτουργίας της ΑΕΕΔ εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 7 του άρθρου 89.
Άρθρο 89
Προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου να αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία ΑΕΠΕΥ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η προσωρινή αναστολή μπορεί να αποφασίζεται και για ορισμένες μόνον από τις επενδυτικές υπηρεσίες, ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στην εταιρία μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΠΕΥ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ' ανώτατο όριο μετά τη λήξη της.
2. Η περί προσωρινής αναστολής απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή, γνωστοποιείται στην ΑΕΠΕΥ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδυκτιακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής, και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής και ενδεχομένως την επιβολή κυρώσεων είτε την ανάκληση της άδειας της λειτουργίας της εταιρίας σύμφωνα με το άρθρο 8.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να διορίζει υπάλληλο ή στέλεχος της ή και τρίτο πρόσωπο ως προσωρινό επίτροπο της ΑΕΠΕΥ και να ορίζει τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται ελεύθερα από την ΑΕΠΕΥ, καθώς και τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας του προσωρινού επιτρόπου. Οποιαδήποτε πράξη της διοίκησης της ΑΕΠΕΥ που διενεργείται χωρίς την προηγούμενη άδεια του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτή απαιτείται, είναι άκυρη. Η ευθύνη του προσωρινού επιτρόπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιορίζεται σε δόλο και βαριά αμέλεια.
4. Ο προσωρινός επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα καθήκοντα του διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα η εταιρία τελεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι το διορισμό επόπτη εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 90. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνεται το έργο του προσωρινού επιτρόπου όσο απαιτείται για σκοπούς παράδοσης στον επόπτη εκκαθάρισης και το πολύ έναν (1) μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επόπτη εκκαθάρισης.
5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντικαθίσταται ο προσωρινός επίτροπος.
6. Η αμοιβή του προσωρινού επιτρόπου καθορίζεται με την απόφαση διορισμού του και βαρύνει την ΑΕΠΕΥ της οποίας αναστέλλεται προσωρινά η λειτουργία. Προκειμένου περί υπαλλήλων ή στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η αμοιβή αυτή καταβάλλεται επιπλέον των τυχόν αποδοχών τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
7. Ο προσωρινός επίτροπος, όταν ενάγεται ή κατηγορείται για πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας αυτής, παρίσταται στις σχετικές δίκες με μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο προσωρινός επίτροπος δεν υπόκειται σε προσωπική κράτηση ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της ΑΕΠΕΥ που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους.
Άρθρο 90 Ειδική εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ
1. Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί αμέσως την απόφαση ανάκλησης στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται περίληψη της απόφασης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.). Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 4335/2015 (Α' 87) περί ανάκαμψης και εξυγίανσης των επιχειρήσεων επενδύσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, με την ίδια απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, να θέσει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Σε αντίθετη περίπτωση, η ΑΕΠΕΥ λύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (Α' 37). Όταν η άδεια λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ ανακαλείται κατόπιν αιτήματός της, δεν επέρχεται υποχρεωτικά η λύση αυτής.
2. Αν η ΑΕΠΕΥ τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, ημέρα έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης λογίζεται η ημέρα λήψης της σχετικής απόφασης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Κατά την ειδική εκκαθάριση εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί εκκαθάρισης, εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές.
Κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωσή της, με βάση τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην παράγραφο 11, η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις, καθώς και κάθε ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορίζει, με την ίδια απόφαση με την οποία θέτει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής. Ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με γνώσεις και εμπειρία σε θέματα κεφαλαιαγοράς, και επιλέγεται από κατάλογο είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ' έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο ειδικός εκκαθαριστής αναλαμβάνει καθήκοντα από την επίδοση σε αυτόν της ως άνω απόφασης. Όταν ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό πρόσωπο, μπορεί να είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής, οικονομολόγος ή δικηγόρος. Ο διορισμός του ειδικού εκκαθαριστή συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΠΕΥ. Στον ειδικό εκκαθαριστή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 για το διοικητικό συμβούλιο. Τυχόν διαπίστωση της ακυρότητας του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή δεν θίγει έναντι τρίτων το κύρος των πράξεών του από την επίδοση του διορισμού του μέχρι την ακύρωση αυτού. Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο.
Ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να προσλάβει ως σύμβουλό του εξειδικευμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τον όγκο ή το βαθμό δυσκολίας των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης. Επίσης, μπορεί είτε να διατηρεί είτε να προσλάβει, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση αυτή, το απαιτούμενο για τις ανάγκες της ειδικής εκκαθάρισης προσωπικό.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζει στην απόφασή της περί διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή και την αμοιβή του, καθώς και την αμοιβή του τυχόν συμβούλου, η οποία βαρύνει την ΑΕΠΕΥ και η οποία μπορεί να καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε μηνιαία βάση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει τα ειδικότερα θέματα της διαδικασίας διορισμού των ανωτέρω προσώπων, καθώς και της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης.
4. Αν η ειδική εκκαθάριση δεν έχει ολοκληρωθεί εντός δώδεκα (12) μηνών από την επίδοση του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή, αυτός ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί, κατόπιν αιτήματός του, το οποίο συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών, να χορηγεί παράταση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε κάθε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού λάβει υπόψη τις εργασίες που έχουν ήδη διενεργηθεί, καθώς και τις υπολειπόμενες εργασίες της ειδικής εκκαθάρισης, επαναξιολογεί το έργο του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου του και μπορεί να αναπροσαρμόζει το ύψος της αμοιβής τους, να αποφασίζει την αντικατάστασή τους ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αναγκαία ενέργεια.
5. Αν, μετά τη θέση ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, διαπιστωθεί ότι η υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ στερείται των αναγκαίων πόρων για την εκτέλεση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης, το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997 (Α' 228), ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση του ειδικού εκκαθαριστή που συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καλύπτει καταρχάς από την εισφορά της ΑΕΠΕΥ και, εφόσον αυτή δεν επαρκεί, από το κεφάλαιό του, εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης, τις δαπάνες της αμοιβής του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου, καθώς και τις λοιπές αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες της ειδικής εκκαθάρισης, για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία επίδοσης στον ειδικό εκκαθαριστή της απόφασης διορισμού του. Το Συνεγγυητικό μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να καλύπτει με τις ίδιες προϋποθέσεις τις ανωτέρω δαπάνες για επιπλέον χρονικό διάστημα, έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Οι δαπάνες καταβάλλονται από το Συνεγγυητικό ανά δίμηνο, με την προϋπόθεση ότι ο ειδικός εκκαθαριστής έχει εκτελέσει το αντίστοιχο τμήμα των εργασιών, όπως έχει δεσμευθεί με βάση το υποβληθέν χρονοδιάγραμμα, ή ότι έχει επαρκώς αιτιολογήσει τυχόν αποκλίσεις.
6. Αμέσως μετά το διορισμό του ο ειδικός εκκαθαριστής παραλαμβάνει τα γραφεία, υποκαταστήματα και περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, προβαίνει σε απογραφή και διαχωρίζει τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, από τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία αφενός πελατών και αφετέρου λοιπών τρίτων προσώπων. Ως περιουσιακά στοιχεία πελατών νοούνται αυτά τα οποία συνδέονται με την παροχή από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4 σε αυτούς, είτε βρίσκονται στην κατοχή της ΑΕΠΕΥ είτε τηρούνται στο Σύστημα Άυλων Τίτλων ή σε άλλο σύστημα καταχώρισης και παρακολούθησης κινητών αξιών είτε φυλάσσονται από τρίτους. Με την επίδοση του διορισμού του, ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί να ζητήσει με αίτησή του προς τον Ειρηνοδίκη του τόπου της έδρας της ΑΕΠΕΥ τη σφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκαταστημάτων της ΑΕΠΕΥ, καθώς και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων της. Το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη σφράγιση, ο ειδικός εκκαθαριστής ζητεί από τον ειρηνοδίκη να διατάξει την αποσφράγιση και την απογραφή της ΑΕΠΕΥ. Μετά την απογραφή, τα γραφεία και τα υποκαταστήματα της ΑΕΠΕΥ, καθώς και τα περιουσιακά της στοιχεία παραδίδονται στον ειδικό εκκαθαριστή. Για τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 826 έως 841 ΚΠολΔ, πλην των διατάξεων που προβλέπουν την υποχρέωση διορισμού πραγματογνωμόνων.
7. Ο ειδικός εκκαθαριστής καλεί, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση του διορισμού του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσεων, με ανακοίνωση που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε δύο (2) ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από τις οποίες μία (1) τουλάχιστον είναι οικονομική πανελλαδικής κυκλοφορίας, καθώς και σε δύο (2) τουλάχιστον ηλεκτρονικές εφημερίδες, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία μέσα σε πέντε (5) μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Η ανωτέρω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγγράφως στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της ΑΕΠΕΥ και αναρτάται στην ιστοσελίδα της ΑΕΠΕΥ, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Συνεγγυητικού.
8. Ο ειδικός εκκαθαριστής καταρτίζει:
(α) Οικονομικές καταστάσεις από την έναρξη της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης έως την ημερομηνία που η ΑΕΠΕΥ τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Εξ αυτών, η κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης αποτελεί τον ισολογισμό έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης. (β) Οικονομικές καταστάσεις για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ειδικής εκκαθάρισης έως τη λήξη της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει. (γ) Οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, οι οποίες συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι νόμιμα ελεγμένες από ελεγκτές, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ΑΕΠΕΥ. Σε περίπτωση αδυναμίας ορισμού από τη γενική συνέλευση, οι ελεγκτές ορίζονται από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις δεν απαιτείται να έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται: α) στη γενική συνέλευση των μετόχων της ΑΕΠΕΥ, στην οποία προεδρεύει ο ειδικός εκκαθαριστής, για έγκριση, β) στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, γ) στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δ) στο Συνεγγυητικό, καταχωρούνται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στο Γ.Ε.ΜΗ. και γενικά δημοσιεύονται, όπως κάθε φορά ο νόμος ορίζει.
Αν η γενική συνέλευση συγκαλείται νόμιμα για να εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις και δεν επιτυγχάνεται απαρτία ούτε στην πρώτη συνεδρίαση ούτε στην επαναληπτική της, προκειμένου να λάβει σχετική απόφαση, τότε λογίζεται ότι οι οικονομικές καταστάσεις συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν κατά τους νόμιμους τύπους και συνεχίζεται η πρόοδος των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης.
Αν στη γενική συνέλευση που συνέρχεται για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων διατυπωθούν παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις επ' αυτών, ο ειδικός εκκαθαριστής επανασυντάσσει τις οικονομικές καταστάσεις ενσωματώνοντας τις παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις ή αιτιολογώντας τυχόν απόκλιση, με τη σύμφωνη γνώμη και των ελεγκτών. Κατόπιν αυτού, οι οικονομικές καταστάσεις θεωρούνται ως εγκριθείσες. Ο ειδικός εκκαθαριστής, περαιτέρω, ενεργεί πράξεις της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, στο μέτρο που αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των τρεχουσών αναγκών και γενικά για την εύρυθμη λειτουργία της ΑΕΠΕΥ, όπως η είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων και η ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας. Κατά τα λοιπά, ο ειδικός εκκαθαριστής, μεταξύ άλλων, χειρίζεται θέματα της ειδικής εκκαθάρισης, επικοινωνεί με τους αρμόδιους φορείς, ενημερώνει γραπτά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πορεία της εκκαθάρισης τουλάχιστον ανά δίμηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί και υποβάλλει έκθεση μετά τη λήξη της εκκαθάρισης.
9. Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις πελατών που συνδέονται με την παροχή σε αυτούς από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4, επαληθεύονται από τον ειδικό εκκαθαριστή με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο έχει στη διάθεσή του, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας. Εντός δύο (2) μηνών από την επαλήθευση των απαιτήσεων, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει στην απόδοση των χρηματικών ποσών, χρηματοπιστωτικών μέσων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων στους δικαιούχους πελάτες, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Αν τα χρηματικά διαθέσιμα της ΑΕΠΕΥ δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση όλων των δικαιούχων πελατών, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων χρηματικών απαιτήσεων.
10. Εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει την Επιτροπή Αποζημιώσεων του Συνεγγυητικού για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που δεν ικανοποιήθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον ειδικό εκκαθαριστή κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και αναλυτική κατάσταση με τα περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, ήτοι χρήματα και το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας, για ποιες από τις μη ικανοποιηθείσες απαιτήσεις συντρέχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζημίωσης, σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Το Συνεγγυητικό καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαιούχους πελάτες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 2533/1997 και ενημερώνει αμελλητί εγγράφως τον ειδικό εκκαθαριστή για τα αναλυτικά ποσά των αποζημιώσεων που κατέβαλε. Ο ειδικός εκκαθαριστής μειώνει ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων πελατών κατά της ΑΕΠΕΥ.
11. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες, είτε με την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης της παραγράφου 9, είτε με την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την ενημέρωση που λαμβάνει από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων της ΑΕΠΕΥ, προκειμένου να αποφασιστεί η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης και να γίνει η εκλογή νέων εκκαθαριστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού της ΑΕΠΕΥ και του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920. Για το λόγο αυτό, ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντίγραφο των οικονομικών καταστάσεων λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, του απολογισμού της ειδικής εκκαθάρισης και της δημοσιευθείσας πρόσκλησης της γενικής συνέλευσης. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η σύγκληση γενικής συνέλευσης ή η πραγματοποίηση αυτής ή η εκλογή νέων εκκαθαριστών από τη γενική συνέλευση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο από τον ειδικό εκκαθαριστή ή οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατός ο ορισμός εκκαθαριστών είτε από τη γενική συνέλευση είτε από το δικαστήριο εντός δώδεκα (12) μηνών από την ικανοποίηση των απαιτήσεων, σύμφωνα με τα ανωτέρω, καθήκοντα εκκαθαριστή για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 αναλαμβάνει ο ειδικός εκκαθαριστής, ο οποίος ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. η ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Χρόνος περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης είναι ο χρόνος ανάληψης καθηκόντων από τους εκκαθαριστές που εκλέγονται από τη γενική συνέλευση ή που ορίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο ή η ανάληψη από τον ειδικό εκκαθαριστή καθηκόντων για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης γνωστοποιείται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η ΑΕΠΕΥ εποπτεύεται πλέον αποκλειστικά από τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα. Κατά τα λοιπά, η περάτωση των εκκρεμών υποθέσεων της ΑΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένης της ικανοποίησης των απαιτήσεων του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το ν. 2533/1997, των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες στην έκταση που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία της απόδοσης ή λήψης αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό, καθώς και κάθε άλλου είδους απαιτήσεων κατά της ΑΕΠΕΥ, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920 από τους εκκαθαριστές.
Το πρόσωπο που αναλαμβάνει, με βάση τα ανωτέρω, τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, μετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον ή τους μετόχους της ΑΕΠΕΥ, στους οποίους θα παραδώσει επί αποδείξει τα αρχεία της, οι οποίοι τα φυλάσσουν για διάστημα δεκαπέντε (15) ετών και εν συνεχεία προβαίνουν στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε περίπτωση αδυναμίας παράδοσης αυτών στον ή στους μετόχους, ο εκκαθαριστής τηρεί ο ίδιος τα σχετικά αρχεία για διάστημα πέντε (5) ετών και εν συνεχεία προβαίνει στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αν υπάρχουν εκκρεμείς δικαστικές ή άλλες υποθέσεις της ΑΕΠΕΥ, η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων αντίστοιχα.
12. Αν η ΑΕΠΕΥ, μετά την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με το ν. 2533/1997, στερείται παντελώς περιουσιακών στοιχείων και εξ αυτού του λόγου καθίσταται αδύνατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, ο ειδικός εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να βεβαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της ΑΕΠΕΥ από το Γ.Ε.ΜΗ.. Η απόφαση του δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή. Σχετικά με τη φύλαξη των αρχείων της ΑΕΠΕΥ, ισχύουν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.
13. Ο ειδικός εκκαθαριστής δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για οποιαδήποτε απαίτηση κατά της υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ που έχει γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής της. Για απαιτήσεις που προκύπτουν μετά το διορισμό του, ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνον για δόλο και βαριά αμέλεια. Η μη τήρηση από τον ειδικό εκκαθαριστή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, που εφαρμόζονται στην ειδική εκκαθάριση, δύναται να επισύρει την ανάκληση του διορισμού του, καθώς και τις προβλεπόμενες στο άρθρο 69 κυρώσεις.
14. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου:
α) παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή της ΑΕΠΕΥ, καθώς και την παράδοση των γραφείων της, των υποκαταστημάτων της και των περιουσιακών της στοιχείων στον ειδικό εκκαθαριστή,
β) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική από την κείμενη νομοθεσία, πριν παρέλθει η προθεσμία που ισχύει για την τήρησή τους, με σκοπό να δυσχεράνει τη διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας της,
γ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία, ελαττώνει την περιουσία της με άλλον τρόπο ή αποκρύπτει τις πραγματικές δικαιοπρακτικές της σχέσεις,
δ) παριστά ψευδώς ότι η ΑΕΠΕΥ είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων σε βάρος της ΑΕΠΕΥ.
Άρθρο 91
Καταβολή ποσού σε πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ
1. Κάθε καταβολή οποιουδήποτε ποσού σε επενδυτή πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ κατά τις διατάξεις του άρθρου 90 ανακοινώνεται από τον Επόπτη στο Συνεγγυητικό και, αντιστρόφως, κάθε καταβολή από το Συνεγγυητικό σε επενδυτή πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ ανακοινώνεται από το Συνεγγυητικό στον εκκαθαριστή ή τους εκκαθαριστές της εταιρίας.
2. Οι πελάτες ΑΕΠΕΥ των οποίων οι αξιώσεις από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών δεν έχουν ικανοποιηθεί ολοσχερώς από την οφειλέτιδα εταιρία ή από το Συνεγγυητικό κατατάσσονται πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ. και ικανοποιούνται προνομιακώς από τυχόν χρηματικό ποσό που επιστρέφεται στην ΕΠΕΥ από το Συνεγγυητικό σύμφωνα με την περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997.
2α. Κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων του σημείου 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 που υπόκεινται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4261/2014, οι αξιώσεις του Συνεγγυητικού από αποζημιώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997 που υπερβαίνουν τις κατά το άρθρο 71 του ν. 2533/1997 εισφορές της επιχείρησης επενδύσεων κατατάσσονται ύστερα από τις αξιώσεις πελατών κατά την προηγούμενη παράγραφο και πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του ΚΠολΔ.
3. Αν ΑΕΠΕΥ λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση, τα εν γένει χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός εάν:
(α) έχει συσταθεί επλ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή (β) υφίσταται απαίτηση της ΑΕΠΕΥ κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.
4. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της ΑΕΠΕΥ και αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με τους κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου, και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, και τα χρηματικά ποσά που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η ΑΕΠΕΥ για λογαριασμό πελατών, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγ γραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο.
5. Ο πίνακας των χρηματοπιστωτικών μέσων και χρηματικών ποσών της ΑΕΠΕΥ, τα οποία ανήκουν σε πελάτες της, συντάσσεται από τον εκκαθαριστή και κοινοποιείται σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
Άρθρο 92
Παροχή υπηρεσιών από ΑΕΠΕΥ σε τρίτη χώρα
1. ΑΕΠΕΥ μπορεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτη χώρα, είτε με υποκατάστημα είτε χωρίς εγκατάσταση, εφόσον έχει υπογραφεί Πρωτόκολλο Συνεργασίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας. Η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί την πρόθεσή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και υποβάλλει αναλυτικά στοιχεία για τη δραστηριοποίησή της στην αλλοδαπή, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών υπηρεσιών που προτίθεται να παρέχει, του τρόπου δραστηριοποίησής της, τυχόν επέκτασης της υφιστάμενης οργανωτικής της δομής και δήλωσης ότι πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται με βάση το νομοθετικό πλαίσιο της τρίτης χώρας.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγορεύσει σε ΑΕΠΕΥ την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτη χώρα, αν λαμβάνοντας υπόψη της την οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της ΑΕΠΕΥ, κρίνει ότι τίθενται σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να εξειδικεύονται τα στοιχεία που υποβάλλει η ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και η διαδικασία υποβολής τους.
Άρθρο 93 Πιστοποίηση
1. ΑΕΠΕΥ, ΑΕΕΔ, ΑΕΔΑΚ και Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου (ΑΕΕΜΚ) της περίπτωσης γ' του άρθρου 3 και του άρθρου 4 του ν. 4099/2012 αντίστοιχα ,
ΑΕΕΧ του άρθρου 27 του ν. 3371/2005, Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΑΕΔΟΕΕ) της υποπερίπτωσης ββ' της περιπτώσεως β' της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013, οι οποίες διαχειρίζονται Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ), το ενεργητικό των οποίων επενδύεται μεταξύ άλλων σε κινητές αξίες και παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και ΑΕΔΟΕΕ, οι οποίες παρέχουν επιπροσθέτως υπηρεσίες λήψης και διαβίβασης εντολών, παροχής επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίου πελατών, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4209/2013, πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές εταιρίες κατά την: (α) λήψη και διαβίβαση εντολών, (β) εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, (γ) παροχή επενδυτικών συμβουλών, (δ) διαχείριση χαρτοφυλακίου,
(ε) έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση,
(στ) διάθεση μεριδίων ή μετοχών ΟΣΕΚΑ ή άλλων οργανισμών συλλογικών
επενδύσεων,
(ζ) εκκαθάριση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων και οφείλουν να απασχολούν ή να συνεργάζονται με φυσικά πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό καταλληλότητας. Το πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή από την Τράπεζα της Ελλάδος, στην περίπτωση που τα φυσικά πρόσωπα απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές εταιρίες.
Κατ' εξαίρεση, τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα μπορούν να απασχολούν για την παροχή των προαναφερόμενων υπηρεσιών, ενήλικα πρόσωπα, τα οποία δεν διαθέτουν πιστοποιητικό καταλληλότητας, αλλά ενεργούν ως ασκούμενοι υπό την εποπτεία και ευθύνη προσώπων, που απασχολούνται σε αυτά και τα οποία διαθέτουν το σχετικό πιστοποιητικό. Πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε φυσικά πρόσωπα που πρόκειται να απασχοληθούν ή να συνεργασθούν με τις εταιρίες του εδαφίου α'.
2. Η εποπτική αρχή, που χορήγησε αρμοδίως το πιστοποιητικό καταλληλότητας, παραμένει αρμόδια για την ανανέωσή του, ανεξάρτητα από το είδος της εταιρίας της τελευταίας απασχόλησης του προσώπου, που αιτείται την ανανέωσή του.
3. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού καταλληλότητας διενεργούνται με ευθύνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
4. Ορίζεται τριμελής Επιτροπή Εξετάσεων, η οποία είναι αρμόδια για την υποβολή προτάσεων σχετικά με τη διαμόρφωση και την επικαιροποίηση της ύλης των εξετάσεων, για τη διατύπωση των θεμάτων των εξετάσεων, για την εποπτεία της διενέργειας αυτών και την αξιολόγηση των απαντήσεων των συμμετεχόντων.
5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα τυπικά προσόντα και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, η διαδικασία των εξετάσεων, οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες για τη διοργάνωση των εξετάσεων και των σχετικών σεμιναρίων, η δυνατότητα ανάθεσης, εν όλω ή εν μέρει, της διενέργειας των εξετάσεων ή των σεμιναρίων σε άλλους φορείς, οι προϋποθέσεις για την παροχή των υπηρεσιών της παραγράφου 1 από ασκουμένους, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ανανέωσης και ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας, τα τέλη που καταβάλλονται για τη χορήγηση ή ανανέωση των πιστοποιητικών, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η διαδικασία αναγνώρισης πιστοποιητικών καταλληλότητας που έχουν χορηγηθεί ή αναγνωρισθεί από άλλες εποπτικές αρχές, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
6. Με κοινή απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος: α) συγκροτείται η τριμελής Επιτροπή Εξετάσεων, και ορίζεται η αμοιβή της, η οποία βαρύνει τους προϋπολογισμούς της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176)
β) καθορίζεται η ύλη των εξετάσεων για την πιστοποίηση καταλληλότητας του παρόντος άρθρου,
γ) καθορίζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 5 αναφορικά με τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, και παρέχουν τις υπηρεσίες της παραγράφου 1, και δ) ανατίθεται σε τρίτους η διενέργεια των εξετάσεων ή των σεμιναρίων.
Άρθρο 94
Οικονομικές Καταστάσεις και τακτικός έλεγχος ΑΕΠΕΥ
Οι ΑΕΠΕΥ συντάσσουν Οικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002. Οι οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται εντός διμήνου από τη λήξη εκάστης διαχειριστικής περιόδου.
Ο τακτικός έλεγχος που προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες ασκείται στις ΑΕΠΕΥ από νόμιμο ελεγκτή.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ την υποβολή κάθε χρόνο έκθεσης των τακτικών ελεγκτών τους σχετικά με την ύπαρξη επαρκών διαδικασιών για τη συμμόρφωση τους με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16 και στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατλ εξουσιοδότηση του. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο και ο τρόπος υποβολής της έκθεσης του προηγούμενου εδαφίου και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
Οι καταχωρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, γίνονται στο μητρώο που γίνονται οι καταχωρήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Άρθρο 95
Μεταφορά συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
1. Πιστωτικό ίδρυμα ή ΑΕΠΕΥ που έχει αποφασίσει να παύσει να παρέχει συγκεκριμένες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, ως προς κάποια ή όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, (μεταβιβάζουσα επιχείρηση) δύναται να μεταβιβάσει σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή ΑΕΠΕΥ (ανάδοχος επιχείρηση), τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών με πελάτες του, ως προς όλες ή κάποιες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες επί κάποιων ή όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων (μεταφορά υπηρεσιών). Με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των συμβάσεων του προηγούμενου εδαφίου οι εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρέχονται πλέον από την ανάδοχο επιχείρηση ως προς τους πελάτες και για τις υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, που αφορά η μεταβίβαση, καθώς επίσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μεταφέρονται και τα χαρτοφυλάκια (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) που αντιστοιχούν στους πελάτες που αφορά η μεταφορά. Σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η μεταφορά τους διενεργείται με την αλλαγή του χειριστή λογαριασμού στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (ΣΑΤ), σύμφωνα με τον Κανονισμό λειτουργίας του ΣΑΤ. Από την ημέρα μεταφοράς, που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη μεταβιβάζουσα επιχείρηση ενώ στην ανάδοχο επιχείρηση προβάλλονται αξιώσεις για απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την ημέρα μεταφοράς.
2. Για τη μεταφορά της παραγράφου 1 τηρείται η εξής διαδικασία:
α. Με ευθύνη της αναδόχου και της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, ενημερώνεται ο πελάτης, τον οποίο αφορά η μεταφορά, με τα μέσα του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/565, για τη διενεργούμενη μεταφορά, τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που μεταφέρονται και τα χρηματοπιστωτικά μέσα επί των οποίων η ανάδοχος επιχείρηση θα παρέχει υπηρεσίες. Η ως άνω ενημέρωση περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο: αα) τις πληροφορίες των παρ. 4 και 5 του άρθρου 24 εφόσον διαφοροποιούνται από την ανάδοχο επιχείρηση, πλην της περίπτωσης των οικονομικών όρων που δύναται να διαφοροποιηθούν μόνον εφόσον υπάρχει σχετική συμβατική πρόβλεψη στη μεταβιβαζόμενη σύμβαση, ββ) το δικαίωμα του πελάτη να αντιταχθεί στη μεταφορά, καθώς και τις συνέπειες της αντιρρήσεως του, γγ) τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης αυτού, καθώς και δδ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία προκειμένου οι πελάτες της μεταβιβάζουσας επιχείρησης να διαμορφώσουν τεκμηριωμένη γνώμη για τη μεταφορά. Στην ως άνω ενημέρωση αναφέρεται επίσης υποχρεωτικά και η ημερομηνία μεταφοράς, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής αντιρρήσεων σύμφωνα με την περίπτωση β'.
β. Εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την αποστολή της ενημέρωσης στους πελάτες κατά τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α' κάθε πελάτης της μεταβιβάζουσας επιχείρησης μπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της μεταφοράς. Η προβολή αντιρρήσεων συνεπάγεται τη μη μεταφορά της συμβατικής του σχέσης στην ανάδοχο επιχείρηση. γ. Η μεταφορά ολοκληρώνεται με τη σύνταξη λεπτομερούς πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής των χαρτοφυλακίων των πελατών (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) των οποίων οι συμβάσεις μεταβιβάζονται. Το πρωτόκολλο αυτό υπογράφεται αρμοδίως από τη μεταβιβάζουσα και την ανάδοχο επιχείρηση και κοινοποιείται, κατά περίπτωση, στον διαχειριστή του Συστήματος Άυλων Τίτλων για αλλαγή χειριστή στους λογαριασμούς των πελατών ή στα πιστωτικά ιδρύματα και λοιπούς θεματοφύλακες για μεταφορά των λογαριασμών των εν λόγω πελατών.
3. Η μεταφορά της παραγράφου 1 διενεργείται εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
α. Έχει τηρηθεί η διαδικασία της παραγράφου 2.
β. Η ανάδοχος επιχείρηση έχει την απαιτούμενη άδεια για την παροχή των μεταφερόμενων επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά η μεταφορά.
γ. Ο πελάτης δεν έχει προβάλλει αντιρρήσεις για τη μεταφορά.
4. Η μεταφορά ολοκληρώνεται αυτόματα από την ημερομηνία μεταφοράς, όπως αυτή αναφέρεται στην ενημέρωση του πελάτη, χωρίς πρόσθετη υποχρέωση αναγγελίας. Τυχόν μεταβολή στο πρόσωπο της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, λόγω επελεύσεως αποτελεσμάτων εταιρικού μετασχηματισμού, δεν επηρεάζει την ολοκλήρωση της μεταφοράς.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά σε ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 και στην περίπτωση απόσχισης κλάδου κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 2166/1993 (Α'137), το ν.δ. 1297/1972 (Α' 217) και το ν. 2992/2002 (Α'54).
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις ΑΕΔΑΚ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4099/2012, στις ΑΕΔΟΕΕ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4209/2013, καθώς και στις ΑΕΕΔ.
7. Κάθε ειδικό ή τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Άρθρο 96
Διαμεσολάβηση σε συμμετοχική χρηματοδότηση
1. Οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτίθενται να διαχειριστούν ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005 γνωστοποιούν άμεσα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, την πρόθεσή τους αυτή, υποβάλλοντας ταυτόχρονα τα σχετικά με τη δραστηριοποίηση αυτή στοιχεία και ιδίως την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου τους με την οποία αποφασίστηκε η δραστηριότητα αυτή, το νέο οργανόγραμμα, τα πρόσωπα που θα απασχολούνται και τα προσόντα τους, καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του εσωτερικού κανονισμού που περιγράφει τον τρόπο οργάνωσης, τα κριτήρια επιλογής των εκδοτών οι κινητές αξίες των οποίων θα προσφέρονται μέσω των συστημάτων τους, καθώς και τις διαδικασίες παρακολούθησης και συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να αντιταχθεί σε αυτή την πρόθεσή τους, εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται οι οργανωτικές προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών από την υποβολή όλων των προβλεπόμενων στοιχείων.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορεί να εξειδικεύονται οι παραπάνω οργανωτικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία του συστήματος, καθώς και να προσδιορίζονται τα στοιχεία που θα πρέπει να υποβάλουν οι ΑΕΠΕΥ και οι ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα για τη δραστηριότητα αυτή.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 24, οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές, που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
i. πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη,
ii. επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη,
iii. πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη,
iv. πληροφορίες για τους μετόχους / εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο. Περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας, της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά στον έλεγχο του εκδότη,
v. πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη,
vi. πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ διοίκησης, μετόχων του εκδότη και ΑΕΠΕΥ που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία του σημείου 1 του τμήματος Β του παραρτήματος Ι, ΑΕΔΟΕΕ του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί,
vii. πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη (π.χ. ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΕΜΗ, κ.τ.λ.),
viii. πληροφορίες σχετικά με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς (π.χ. τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς, παράδοση κινητών αξίων κ.α.),
ix. περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης) που αποκτά ο επενδυτής,
χ. διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητάς του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται,
xi. προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου,
xii. παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες,
xiii. προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 97
Καταργούμενες και μεταβατικές διατάξεις
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1 -70 του ν. 3606/2007.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 1-70 του ν. 3606/2007, εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
3. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στις καταργούμενες διατάξεις του ν. 3606/2007, νοούνται οι αντίστοιχες προς το περιεχόμενό τους διατάξεις του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
4. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ΑΕΠΕΥ λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 5 και, εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλουν να προσαρμοσθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 87, και εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλουν να προσαρμοσθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018.
5. Οι γνωστοποιήσεις των άρθρων 31 έως 33 του ν. 3606/2007, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού λογίζονται ως γνωστοποιήσεις των άρθρων 34 έως 35α.
6. Η εταιρία "Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε." και οι οργανωμένες αγορές αξιών και παραγώγων τις οποίες διαχειρίζεται η εταιρία "Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε." και οι οποίες έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3371/2005, καθώς και ο Πολυμερής Μηχανισμός Διαπραγμάτευσης που έχει αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3606/2007, εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 44 και την παράγραφο 1 του άρθρου 45 αντίστοιχα, και, εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλουν να προσαρμοσθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018.
7. Η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων του άρθρου 26 του ν. 2515/1997 ( Α'154) , η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του ν. 3606/2007, εξαιρείται της υποχρέωσης λήψης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 44 και, εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλει να προσαρμοσθεί στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018. Εξαιρείται της άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς, κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 45, η Τράπεζα της Ελλάδος.
8. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ανακαλείται αυτοδικαίως ο διορισμός των υφισταμένων εκκαθαριστών της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, ενώ οι υφιστάμενοι Επόπτες της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ λογίζονται ως Ειδικοί Εκκαθαριστές. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά σε «Επόπτη της εκκαθάρισης» ή «εκκαθαριστή» της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, νοείται εφεξής ο Ειδικός Εκκαθαριστής. Ο απερχόμενος εκκαθαριστής παραδίδει αμελλητί στον Ειδικό Εκκαθαριστή οιαδήποτε έγγραφα και λοιπά στοιχεία αφορούν την ειδική εκκαθάριση και βρίσκονται στην κατοχή του και τον ενημερώνει για τις πάσης φύσεως εκκρεμότητες ως προς τις υποθέσεις της ειδικής εκκαθάρισης . Για τα ανωτέρω συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής.
9. Εκκρεμείς υποθέσεις για τον διορισμό από το αρμόδιο δικαστήριο εκκαθαριστή της ειδικής εκκαθάρισης ή για την κήρυξη από το αρμόδιο δικαστήριο της περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης, καταργούνται. Στη δεύτερη περίπτωση, καθώς και στην περίπτωση που εκκρεμεί στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΑΚ για το διορισμό εκκαθαριστή για τη συνέχιση της εκκαθάρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, ο Ειδικός Εκκαθαριστής προβαίνει άμεσα στις προβλεπόμενες ενέργειες στην παράγραφο 11 του άρθρου 22.
10. Κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 90, οι ΑΕΠΕΥ που κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου βρίσκονται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ετών, συντάσσουν μόνον οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, , οι οποίες ελέγχονται νόμιμα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες:
1) λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,
2) εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών,
3) διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό,
4) διαχείριση χαρτοφυλακίου,
5) επενδυτικές συμβουλές,
6) αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης,
7) τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης,
8) λειτουργία ΠΜΔ,
9) λειτουργία ΜΟΔ.
ΤΜΗΜΑ B
Παρεπόμενες υπηρεσίες:
1) φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων ασφαλειών και με εξαίρεση την πρόβλεψη και τήρηση λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο (υπηρεσία κεντρικής διατήρησης),όπως αναφέρεται στο σημείο 2 του τμήματος Α του παραρτήματος του Κανονισμού 909/2014,
2) παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η επιχείρηση που παρέχει την πίστωση ή το δάνειο,
3) παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων,
4) υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών,
5) έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα,
6) υπηρεσίες σχετιζόμενες με την αναδοχή, 7) επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες του είδους που αναφέρεται στο τμήμα Α ή Β του παραρτήματος I σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ σημεία 5), 6), 7) και 10) εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.
ΤΜΗΜΑ Γ
Χρηματοπιστωτικά μέσα:
1) κινητές αξίες,
2) μέσα χρηματαγοράς,
3) μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,
4) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, δικαιώματα εκπομπής ή άλλα μέσα παραγώγων, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα,
5) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης,
6) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, με εξαίρεση τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση,
7) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στο σημείο 6) του παρόντος τμήματος και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων,
8) παράγωγα μέσα για τη μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου,
9) χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences),
10) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές, ναύλους ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης, καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν τμήμα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΜΟΔ ή ΠΜΔ,
11) δικαιώματα εκπομπής τα οποία περιλαμβάνουν μονάδες οιουδήποτε τύπου που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (Σύστημα εμπορίας εκπομπών).
ΤΜΗΜΑ Δ
Υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων
1) Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.,
2) διαχείριση Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.,
3) διαχείριση Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΟΔΗΓΙΑΣ
Επαγγελματίας πελάτης είναι ο πελάτης που διαθέτει την εμπειρία, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Για να θεωρηθεί επαγγελματίας, ο πελάτης πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:
I. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΕΛΑΤΩΝ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρούνται επαγγελματίες για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα:
οι οντότητες που υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ή να υπόκεινται σε ρυθμίσεις για να ασκήσουν δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο κατωτέρω κατάλογος θεωρείται ότι περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ασκούν τις χαρακτηριστικές για τις αναφερόμενες οντότητες δραστηριότητες: οντότητες που έχουν λάβει άδεια από ένα κράτος μέλος κατ' εφαρμογή οδηγίας, οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις κράτους μέλους χωρίς αναφορά σε οδηγία, και οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις τρίτης χώρας:
α) πιστωτικά ιδρύματα,
β) επιχειρήσεις επενδύσεων,
γ) άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις, δ) ασφαλιστικές εταιρείες,
ε) οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρείες διαχείρισης τους,
στ) συνταξιοδοτικά ταμεία και εταιρείες διαχείρισής τους,
ζ) διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων και συναφών παραγώγων,
η) τοπικές επιχειρήσεις,
θ) άλλοι θεσμικοί επενδυτές,
μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν δύο από τα ακόλουθα κριτήρια μεγέθους, σε βάση επιμέρους εταιρείας:
— σύνολο ισολογισμού: 20.000.000 ευρώ
— καθαρός κύκλος εργασιών: 40.000.000 ευρώ
— ίδια κεφάλαια: 2.000.000 ευρώ,
3) εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η ΕΤΕ και άλλοι παρόμοιοι διεθνείς οργανισμοί, 4) άλλοι θεσμικοί επενδυτές των οποίων κύρια δραστηριότητα είναι η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηση στοιχείων ενεργητικού ή άλλες χρηματοδοτικές συναλλαγές.
Οι ανωτέρω οντότητες θεωρούνται επαγγελματίες. Πρέπει ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να αντιμετωπιστούν ως μη επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να δεχθούν να τους προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας. Αν ο πελάτης μιας επιχείρησης επενδύσεων είναι μια από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται ανωτέρω, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει, πριν του παράσχει υπηρεσίες, να τον ενημερώσει ότι θεωρείται, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει η επιχείρηση επενδύσεων, επαγγελματίας πελάτης και ότι έτσι θα αντιμετωπιστεί, εκτός αν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πελάτης συμφωνήσουν διαφορετικά. Η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει επίσης να ενημερώσει τον πελάτη ότι μπορεί να ζητήσει τη μεταβολή των όρων της σύμβασης για να τύχει υψηλότερης προστασίας.
Ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας πρέπει να ζητήσει ο ίδιος υψηλότερο επίπεδο προστασίας αν θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί σωστά τους κινδύνους που αναλαμβάνει.
Το υψηλότερο επίπεδο προστασίας θα παρέχεται όταν ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας συνάπτει γραπτή συμφωνία με την επιχείρηση επενδύσεων ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων δεοντολογίας της επιχείρησης επενδύσεων. Η εν λόγω συμφωνία διευκρινίζει αν αυτό ισχύει για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες υπηρεσίες ή συναλλαγές ή για ένα ή περισσότερα είδη προϊόντων ή συναλλαγών.
II. ΠΕΛΑΤΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥΣ
II. 1. Κριτήρια κατηγοριοποίησης
Μπορεί επίσης να επιτραπεί σε πελάτες εκτός εκείνων που αναφέρονται στο τμήμα I, περιλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, των δήμων και των μεμονωμένων ιδιωτών επενδυτών, να παραιτηθούν από μέρος της προστασίας που τους παρέχουν οι κανόνες δεοντολογίας των επιχειρήσεων επενδύσεων.
Επιτρέπεται συνεπώς στις επιχειρήσεις επενδύσεων να αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε από τους ανωτέρω πελάτες ως επαγγελματία, εφόσον τηρούνται τα κριτήρια και οι διαδικασίες που αναφέρονται κατωτέρω. Οι εν λόγω πελάτες δεν θεωρείται ωστόσο ότι έχουν γνώση της αγοράς και πείρα συγκρίσιμη με εκείνη των πελατών που απαριθμούνται στο τμήμα I.
Η παραίτηση από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας θεωρείται ότι ισχύει μόνο αν μια κατάλληλη αξιολόγηση της εξειδίκευσης, της εμπειρίας και των γνώσεων του πελάτη επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να πειστεί σε εύλογο βαθμό ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύνους που αυτές ενέχουν.
Τα τεστ καταλληλότητας που εφαρμόζονται στους διαχειριστές και τους διευθυντές οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των οδηγιών για τον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορούν να θεωρηθούν παράδειγμα τέτοιας αξιολόγησης εμπειρίας και γνώσεων. Στην περίπτωση μικρής οντότητας, το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αξιολόγησης είναι το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό της.
Κατά την εν λόγω αξιολόγηση πληρούνται δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:
—ο πελάτης πραγματοποίησε κατά μέσο όρο 10 συναλλαγές επαρκούς όγκου ανά τρίμηνο στη σχετική αγορά στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων,
—η αξία του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη, οριζόμενου ως καταθέσεις μετρητών συν χρηματοπιστωτικά μέσα, υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ,
—ο πελάτης κατέχει ή κατείχε επί ένα έτος τουλάχιστον επαγγελματική θέση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η οποία απαιτεί γνώση των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών.
Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν συγκεκριμένα κριτήρια για την αξιολόγηση της πείρας και των γνώσεων των δήμων και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης που ζητούν να υπαχθούν στο καθεστώς των επαγγελματικών πελατών. Τα κριτήρια αυτά μπορεί να είναι διαφορετικά ή επιπρόσθετα σε σχέση με εκείνα του πέμπτου εδαφίου.
II.2. Διαδικασία
Οι εν λόγω πελάτες μπορούν να παραιτηθούν από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας μόνο με την ακόλουθη διαδικασία:
—οι πελάτες γνωστοποιούν γραπτώς στην επιχείρηση επενδύσεων την επιθυμία τους να αντιμετωπιστούν ως πελάτες επαγγελματίες, είτε γενικά, είτε για μια συγκεκριμένη επενδυτική υπηρεσία ή συναλλαγή, είτε για ένα είδος συναλλαγών ή προϊόντων,
—η επιχείρηση επενδύσεων τους αποστέλλει γραπτή προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απολέσουν,
—οι πελάτες δηλώνουν γραπτώς, σε έγγραφο χωριστό από τη σύμβαση, ότι έχουν επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτών των προστασιών.
Πριν αποφασίσει να δεχθεί την παραίτηση από την προστασία αυτή, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να βεβαιωθεί ότι ο πελάτης που επιθυμεί να αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο τμήμα II.1.
Ωστόσο, αν οι πελάτες έχουν ήδη ταξινομηθεί ως επαγγελματίες με κριτήρια και διαδικασίες ανάλογα με τα προβλεπόμενα ανωτέρω, δεν υπάρχει πρόθεση οι σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επηρεαστούν από ενδεχόμενους νέους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.
Οι επιχειρήσεις πρέπει να ταξινομούν τους πελάτες με εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που έχουν διατυπωθεί εγγράφως. Οι επαγγελματίες πελάτες οφείλουν να γνωστοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την ταξινόμησή τους. Αν η επιχείρηση επενδύσεων διαπιστώσει ότι ένας πελάτης δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων αντιμετωπίστηκε ως επαγγελματίας πελάτης, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κατάλληλα μέτρα.Πηγή: Taxheaven
12 Jun, 2017