ΔΕΕ - Υπόθεση C‑330/16 Οδηγία 2011/7/ΕΕ – Συμβάσεις εμπορικής μισθώσεως αορίστου χρόνου – Καθυστέρηση καταβολής μισθώματος – Συμβάσεις συναφθείσες πριν τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Εθνική ρύθμιση – Εξαίρεση τέτ

ΔΕΕ - Υπόθεση C‑330/16 Οδηγία 2011/7/ΕΕ – Συμβάσεις εμπορικής μισθώσεως αορίστου χρόνου – Καθυστέρηση καταβολής μισθώματος – Συμβάσεις συναφθείσες πριν τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Εθνική ρύθμιση – Εξαίρεση τέτ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα) της 1ης Ιουνίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές – Οδηγία 2011/7/ΕΕ – Συμβάσεις εμπορικής μισθώσεως αορίστου χρόνου – Καθυστέρηση καταβολής μισθώματος – Συμβάσεις συναφθείσες πριν τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Εθνική ρύθμιση – Εξαίρεση τέτοιων συμβάσεων από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας»

Στην υπόθεση C‑330/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο της Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 16ης Μαΐου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Ιουνίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Piotr Zarski

κατά

Andrzej Stadnicki

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Juhász, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda και Κ. Λυκούργο (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο P. Zarski, εκπροσωπούμενος από τους B. Stankiewicz και Z. Korsak, καθώς και από την A. Ostrowska-Maciąg, radcy prawni,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. A. Sampol Pucurull,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις Μ. Πατακιά και A. C. Becker, καθώς και από τον J. Szczodrowski,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, του άρθρου 2, σημείο 1, καθώς και του άρθρου 3, του άρθρου 6, του άρθρου 8 και του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ 2011, L 48, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Piotr Zarski και του AndrzejStadnicki με αντικείμενο αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης στα οποία υποβλήθηκε ο P. Zarski για την αναζήτηση από τον A. Stadnicki καθυστερούμενων μισθωμάτων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2000/35/EK

3        Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ 2000, L 200, σ. 35), ορίζει τα εξής:

«Κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν:

[...]

β)      τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από τις 8 Αυγούστου 2002 [...]».

 Η οδηγία 2011/7

4        Η αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2011/7 αναφέρει τα εξής:

«Η καθυστέρηση πληρωμής αποτελεί παράβαση συμβατικής υποχρέωσης η οποία έχει γίνει οικονομικά ελκυστική για τους οφειλέτες στα περισσότερα κράτη μέλη λόγω των χαμηλών ή των ανύπαρκτων τόκων υπερημερίας που επιβάλλονται στις καθυστερήσεις πληρωμών και/ή της βραδύτητας των διαδικασιών είσπραξης. Για να αναστραφεί η τάση αυτή και για να αποθαρρύνονται οι καθυστερήσεις, απαιτείται αποφασιστική μεταστροφή προς την υιοθέτηση νοοτροπίας έγκαιρης πραγματοποίησης των πληρωμών, τέτοια που, μεταξύ άλλων, να θεωρείται πάντα ο αποκλεισμός του δικαιώματος χρέωσης τόκου κατάφωρα καταχρηστική συμβατική ρήτρα ή πρακτική. Η μεταστροφή αυτή θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τον καθορισμό ειδικών ρυθμίσεων σχετικά με τις προθεσμίες πληρωμής και την αποζημίωση των πιστωτών για τις δαπάνες που υφίστανται, επίσης δε θα πρέπει στο πλαίσιο αυτό ο αποκλεισμός του δικαιώματος αποζημίωσης για τα έξοδα είσπραξης να θεωρείται καταφανώς καταχρηστικός.»

5        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτόν η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των [μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)].»

6        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

“εμπορική συναλλαγή”: κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής·

[...]».

7        Υπό τον τίτλο «Αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης», το άρθρο 6 της οδηγίας 2011/7 προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 3 ή το 4, ο πιστωτής δικαιούται να λάβει από τον οφειλέτη τουλάχιστον το σταθερό ποσό των 40 [ευρώ].

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το κατά την παράγραφο 1 κατ’ αποκοπήν ποσό είναι απαιτητό χωρίς να απαιτείται όχληση και ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης του πιστωτή.

3.      Ο πιστωτής δικαιούται, επιπλέον του κατά την παράγραφο 1 κατ’ αποκοπήν ποσού, να ζητήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για οποιαδήποτε σχετικά υπολειπόμενα έξοδα είσπραξης πάνω από το κατ’ αποκοπήν ποσό, που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη. Τούτο θα μπορούσε να περιλαμβάνει δαπάνες που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στη χρήση δικηγόρου ή οργανισμού είσπραξης οφειλών.»

8        Το άρθρο 12, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη αποφασίζουν σχετικά με την εξαίρεση συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013.»

9        Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Η οδηγία 2000/35/ΕΚ καταργείται από τις 16 Μαρτίου 2013, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή της. Εντούτοις, παραμένει σε ισχύ για συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία στις οποίες η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4.»

 Το πολωνικό δίκαιο

10      Η οδηγία 2011/7 μεταφέρθηκε στην πολωνική έννομη τάξη με τον νόμο της 8ης Μαρτίου 2013 περί προθεσμιών καταβολής στις εμπορικές συναλλαγές (στο εξής: νόμος της 8ης Μαρτίου 2013), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 28 Απριλίου 2013 και με τον οποίο καταργήθηκε ο νόμος της 12ης Ιουνίου 2003 περί προθεσμιών καταβολής στις εμπορικές συναλλαγές.

11      Το άρθρο 4 του νόμου της 8ης Μαρτίου 2013 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοείται ως:

εμπορική συναλλαγή – κάθε σύμβαση που συνάπτουν τα μέρη τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2, στο πλαίσιο της οικονομικής τους δραστηριότητας, με αντικείμενο την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής·

[...]».

12      Το άρθρο 10 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«1.      Μετά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής των τόκων που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, ή στο άρθρο 8, παράγραφος 1, ο πιστωτής δικαιούται να απαιτήσει από τον οφειλέτη ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης, χωρίς προηγούμενη όχληση, την καταβολή ποσού σε PLN [πολωνικά ζλότι], το οποίο αναλογεί σε 40 ευρώ, μετατρεπόμενο βάσει της μέσης συναλλαγματικής ισοτιμίας της Πολωνικής Κεντρικής Τράπεζας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του μήνα που προηγείται του μήνα κατά τον οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμη η χρηματική οφειλή.

2.      Ο πιστωτής δικαιούται, επιπλέον του κατά την παράγραφο 1 ποσού, εύλογη αποζημίωση για έξοδα είσπραξης με τα οποία επιβαρύνθηκε και υπερβαίνουν το ποσό αυτό.

3.      Η απαίτηση επί του κατά την παράγραφο 1 ποσού αφορά κάθε εμπορική συναλλαγή, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 11, παράγραφος 2, σημείο 2.»

13      Το άρθρο 15 του νόμου της 8ης Μαρτίου 2013 προβλέπει τα εξής:

«1. Επί των εμπορικών συναλλαγών που συμφωνήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου εφαρμόζονται οι προγενέστεροι κανόνες.

[...]»

14      Σε αντίθεση με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου της 8ης Μαρτίου 2013, καμία διάταξη του νόμου της 12ης Ιουνίου 2003, περί προθεσμιών καταβολής στις εμπορικές συναλλαγές, δεν προέβλεπε το δικαίωμα του πιστωτή να ζητήσει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση 40 ευρώ για τα έξοδα είσπραξης στα οποία υποβλήθηκε.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Οι διάδικοι της κύριας δίκης είναι επιχειρηματίες οι οποίοι, στις 20 Σεπτεμβρίου 2010, συνήψαν σύμβαση μισθώσεως αορίστου χρόνου βάσει της οποίας ο μισθωτής, Α.Stadnicki, έκανε χρήση των χώρων γραφείων που ανήκαν στον εκμισθωτή, P. Zarski, έναντι της καταβολής μισθώματος. Ο εκμισθωτής ζήτησε από τον μισθωτή την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως ποσού 40 ευρώ για τα έξοδα είσπραξης των μισθωμάτων που καταβλήθηκαν με καθυστέρηση κατά την περίοδο από τις 9 Απριλίου 2014 έως τον Φεβρουάριο του 2015.

16      Το Sąd Rejonowy dla m. st. Warszawy (πρωτοδικείο Βαρσοβίας, Πολωνία) απέρριψε την αγωγή του P. Zarski που στηριζόταν στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου της 8ης Μαρτίου 2013, με το σκεπτικό ότι, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ίδιου νόμου, αυτός δεν είχε εφαρμογή στις συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από τις 28 Απριλίου 2013. Ο P. Zarski άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά της ανωτέρω αποφάσεως.

17      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η μίσθωση χώρων συνιστά παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, και του άρθρου 3 της οδηγίας 2011/7.

18      Σε περίπτωση που στο πρώτο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον, στην περίπτωση συμβάσεως μισθώσεως αορίστου χρόνου, η εμπορική συναλλαγή αντιστοιχεί στη σύμβαση ή στη μεμονωμένη και χωριστή «συναλλαγή» που συνιστά η εκάστοτε καταβολή μισθώματος. Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, η σύμβαση αυτή αποτελείται από πλείονες πράξεις που συνιστούν μία διαρκή εμπορική συναλλαγή. Ασφαλώς, ο νόμος της 8ης Μαρτίου 2013 περιορίζει τις εμπορικές συναλλαγές στις συμβάσεις. Εντούτοις, υφίστανται αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προστατεύει τη σύμβαση, ως νομική πράξη, ή αν προστατεύει και την πληρωμή που πρέπει να πραγματοποιηθεί έναντι της παραδόσεως των αγαθών και της παροχής των υπηρεσιών, ως αμιγώς οικονομική πράξη.

19      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, προκύπτει ότι καίτοι κάθε σύμβαση συνιστά εμπορική συναλλαγή, εντούτοις κάθε συναλλαγή δεν συνιστά κατ’ ανάγκη σύμβαση. Επομένως, από μία και μόνη σύμβαση-πλαίσιο είναι δυνατό να προκύψουν πλείονες μεμονωμένες εμπορικές συναλλαγές. Επιπροσθέτως, η προστασία του δικαιώματος του πιστωτή για εμπρόθεσμη πληρωμή στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο για τον μη περιορισμό της εν λόγω προστασίας στις συμβάσεις, αλλά για την επέκτασή της στις εμπορικές πράξεις.

20      Καίτοι η έννοια «εμπορική συναλλαγή» πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται στη μεμονωμένη και χωριστή συναλλαγή που συνιστά η εκάστοτε καταβολή μισθώματος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7, να αποκλείσουν την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στις συμβάσεις μισθώσεως που έχουν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013, όταν η καθυστέρηση των μεμονωμένων καταβολών μισθώματος προκύπτει μετά από την ημερομηνία αυτή.

21      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 12, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας χρησιμοποιεί τον όρο «σύμβαση» και όχι «συναλλαγή», ενώ σε πλείονες άλλες διατάξεις εμφανίζεται η έννοια «συναλλαγή». Εκτιμά, εντούτοις, ότι εξακολουθούν να υφίστανται αμφιβολίες ως προς το ζήτημα μήπως η οδηγία 2011/7 είχε ως σκοπό να προστατεύσει τις μεμονωμένες διαρκείς ή επαναλαμβανόμενες ενοχικές σχέσεις, δηλαδή μήπως η ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 4, έπρεπε να στηριχθεί πρωτίστως στην αρχή της άμεσης εφαρμογής των νέων κανόνων δικαίου.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο της Βαρσοβίας,, Πολωνία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνιστά η μίσθωση χώρων παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, και του άρθρου 3 (καθώς και των αιτιολογικών σκέψεων 2, 3, 7, 11, 18 και 23) της οδηγίας 2011/7;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει, κατά τη σύναψη συμβάσεως μισθώσεως αορίστου χρόνου, ως εμπορική συναλλαγή, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του άρθρου 2, σημείο 1, του άρθρου 3, του άρθρου 6 και του άρθρου 8 (καθώς και των αιτιολογικών σκέψεων 1, 3, 4, 8, 9, 26 και 35) της οδηγίας 2011/7, να θεωρείται η σύμβαση μισθώσεως ή μήπως η μεμονωμένη χωριστή πράξη της εκάστοτε καταβολής μισθώματος έναντι της διαθέσεως των χώρων και των παροχών;

3)      Εάν στο δεύτερο ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι εμπορική συναλλαγή συνιστά η εκάστοτε καταβολή μισθώματος έναντι της διαθέσεως των χώρων και των παροχών, πρέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 2, σημείο 1, και το άρθρο 12, παράγραφος 4 (καθώς και η αιτιολογική σκέψη 3), της οδηγίας 2011/7 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της [εν λόγω] οδηγίας τις συμβάσεις μισθώσεως που έχουν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013, όταν η καθυστέρηση των μεμονωμένων καταβολών μισθώματος προκύπτει μετά από την ημερομηνία αυτή;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

23      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν καταρχάς και από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7 έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις καθυστερήσεις καταβολών μισθώματος κατά την εκτέλεση συμβάσεως μισθώσεως που έχει συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013, ακόμη και στην περίπτωση που οι καθυστερήσεις αυτές προκύπτουν μετά την ημερομηνία αυτή, ή αν οι καταβολές αυτές συνιστούν εμπορική συναλλαγή η οποία κατ’ ανάγκην εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

24      Το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, να αποφασίζουν σχετικά με την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013.

25      Επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από τις επιταγές τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2016, Νικηφορίδης, C‑135/15, EU:C:2016:774, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Κατά συνέπεια, το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών. Η ερμηνεία αυτή πρέπει να δίδεται λαμβανομένων υπόψη τόσο του γράμματος της εν λόγω διατάξεως όσο και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η οδηγία (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C‑477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 33).

27      Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7, επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης χρησιμοποιεί τη φράση «συμβάσεις που έχουν συναφθεί» και όχι τη φράση «εμπορικές συναλλαγές» η οποία περιλαμβάνεται σε άλλες διατάξεις της οδηγίας.

28      Επομένως, και χωρίς να χρειάζεται να προσδιοριστεί στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αν η έννοια του όρου «εμπορικές συναλλαγές» μπορεί να αφορά, όπως φαίνεται να προτείνει το αιτούν δικαστήριο, τους όρους εκτελέσεως της συμβάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι ο νομοθέτης της Ένωσης φρόντισε, εν πάση περιπτώσει, να μη χρησιμοποιήσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τη φράση αυτή κατά τον προσδιορισμό της εκτάσεως της ευχέρειας που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7.

29      Επομένως, από την εξέταση του γράμματος της εν λόγω διατάξεως συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, χρησιμοποιώντας τη φράση «συμβάσεις που έχουν συναφθεί», θέλησε να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/7 τις συμβατικές σχέσεις που είχαν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013, στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω συμβατικές σχέσεις και επέρχονται μετά την ημερομηνία αυτή.

30      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το πλαίσιο της επίμαχης διατάξεως και, ειδικότερα, από το περιεχόμενο του άρθρου 13 της οδηγίας 2011/7.

31      Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο 13 καταργεί την οδηγία 2000/35 από τις 16 Μαρτίου 2013, προβλέποντας ταυτόχρονα ότι η οδηγία αυτή παραμένει, εντούτοις, σε ισχύ για συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία και στις οποίες η οδηγία 2011/7 δεν εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο της 12, παράγραφος 4.

32      Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που κράτος μέλος έκανε χρήση της ευχέρειας που του παρέχεται από το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7, οι συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013 εξακολουθούν, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/35, να διέπονται από την τελευταία οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών αποτελεσμάτων τους, παρά το γεγονός ότι η τελευταία αυτή οδηγία, καταρχήν, καταργείται από της ίδιας αυτής ημερομηνίας. Στην περίπτωση αυτή, η οδηγία 2011/7 δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα αποτελέσματα τέτοιων συμβάσεων που επέρχονται από τις 16 Μαρτίου 2013, δεδομένου ότι αυτά δεν είναι δυνατό να διέπονται ταυτόχρονα από τις διατάξεις της οδηγίας 2000/35 και εκείνες της οδηγίας 2011/7.

33      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι διαφορές σχετικά με καταβολές που οφείλονται μετά τις 16 Μαρτίου 2013 δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της οδηγίας 2011/7, οσάκις η σύμβαση, βάσει της οποίας οι καταβολές πρέπει να πραγματοποιηθούν, είχε συναφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή και το οικείο κράτος μέλος έκανε χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται από το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7.

34      Επομένως, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7 έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις καθυστερήσεις πληρωμών κατά την εκτέλεση συμβάσεως που έχει συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013, ακόμη και στην περίπτωση που οι καθυστερήσεις αυτές προκύπτουν μετά την ανωτέρω ημερομηνία.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

35      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

36      Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση έχει συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013 και η Δημοκρατία της Πολωνίας έχει κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται από το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7, η εν λόγω σύμβαση δεν εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και, επομένως, δεν χρειάζεται να προσδιοριστεί αν αυτή εξαιρείται επίσης από το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις καθυστερήσεις πληρωμών κατά την εκτέλεση συμβάσεως που έχει συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013, ακόμη και στην περίπτωση που οι καθυστερήσεις αυτές προκύπτουν μετά την ανωτέρω ημερομηνία.

Πηγή: Taxheaven