Περίληψη
Κατά το άρθρο 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 325 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στο πλαίσιο της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση για όσο χρόνο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο χρόνο, δηλαδή, δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν αυτός κανονικά.
Όμως, το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε.
Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη.
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 324/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ο. Φ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της .............., με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να κατέθεσε προτάσεις.
Η ως άνω δικηγόρος διορίσθηκε σύμφωνα με την 351/2014 πράξη του Μέλους του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών για παροχή νομική βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος σύμφωνα να το νόμο 3226/2004.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Δ. του Μ., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 20/5/2010, 2/9/2010 και 5/4/2011 αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 733/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 1352/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3/12/2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πιπιλίγκας ανέγνωσε την από 10/11/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 εδάφια α και γ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στη προκειμένη περίπτωση από την υπ’ αριθμό ...21 Σεπτεμβρίου 2016 έκθεση επίδοσης του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν. Ρ., που προσκομίζει η αναιρεσείουσα προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 3.12.2015 και με αριθ. κατάθ. .../3.12.2015 αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμοδίου προς εκδίκαση αυτής του ανωτέρω Β2 τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου την αναγραφομένη στην αρχή της παρούσας, καθώς και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε με την επιμέλεια της επισπεύδουσας τη συζήτηση αναιρεσείουσας προσωπικά στην ίδια την αναιρεσίβλητη (άρθρο 126 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ). Εφόσον η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να χωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία αυτής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 576 παρ.2 εδ. α και γ του ΚΠολΔ.
Κατά το άρθρο 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 325 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στο πλαίσιο της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση για όσο χρόνο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο χρόνο, δηλαδή, δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν αυτός κανονικά.
Όμως, το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 940/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 1502/2010, ΑΠ 1153/2009). Όμως στην περίπτωση που ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ύστερα από δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα από μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει ότι η σύμβαση έχει λυθεί από τον μισθωτό με οικειοθελή αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του, πολλώ δε μάλλον εάν ο τελευταίος με ρητή δήλωσή του έχει γνωστοποιήσει στον εργοδότη ότι προτίθεται να παράσχει τις υπηρεσίες του κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης μετά την καταβολή των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών, για τις οποίες προέβη σε επίσχεση. Μάλιστα εάν ο εργοδότης αποκρούσει την προσφορά των υπηρεσιών του εργαζομένου, χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης (έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης) καθίσταται πλέον υπερήμερος, έστω και εάν λόγω της τυχόν προηγουμένης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του μισθωτού, αυτός δεν είχε αρχικά περιέλθει σε υπερημερία (σχετ. ΑΠ 1502/2010). Εξ άλλου η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού παύει
α) με την αποδοχή της εργασίας αυτού,
β) με τη δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου,
γ) με την καθοιονδήποτε τρόπο λύση της σύμβασης εργασίας και
δ) με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη.
Η σύναψη όμως κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη εκ μέρους του εργαζομένου σύμβασης εξαρτημένης εργασίας με άλλον εργοδότη δεν αίρει την υπερημερία του προηγουμένου, ο οποίος κατά το άρθρο 656 εδ. β του ΑΚ δικαιούται απλώς να εκπέσει από τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας την ωφέλεια που ο εργαζόμενος αποκόμισε από την άλλη απασχόλησή του. Ωσαύτως η αναζήτηση και ανεύρεση άλλης εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου, που επιβάλλεται άλλωστε για λόγους βιοπορισμού αυτού, δεν καθιστά καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ τη συνέχιση της επίσχεσης εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου, λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών εκ μέρους του προηγούμενου εργοδότη και κατά συνέπεια δεν αίρει την υπερημερία του τελευταίου. Τέλος στις περιπτώσεις που οι επικαλούμενες στο αναιρετήριο πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης δεν επιδρούν στο διατακτικό αυτής, οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης τυγχάνουν αλυσιτελείς και κατ’ ακολουθία απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη απόφασή του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αυτού κρίση ότι στις 16.2.2009 η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, που διατηρεί στην Αθήνα και επί της οδού ... επιχείρηση παροχής υπηρεσιών, προσέλαβε την ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αρχικά διαρκείας δύο μηνών, ήτοι έως την 16.4.2009, προκειμένου να την απασχολήσει ως υπάλληλο γραφείου τόσο στην έδρα της επιχείρησης στην οδό ..., όσο και στο υποκατάστημα που διατηρούσε τότε επί της οδού ... με μειωμένο ωράριο εργασίας (από 10.00 έως 14.00) και αντί μηνιαίου μισθού 408,74 ευρώ. Ότι η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε εγγράφως την 1.4.2009 έως την 31.7.2009 και ακολούθως την 1.8.2009 καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ των διαδίκων νέα σύμβαση εργασίας αόριστης διάρκειας, με την οποία η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ανέλαβε την υποχρέωση να προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα κατά πλήρες ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο (οκτάωρο ημερησίως και πενθήμερο εβδομαδιαίως) αντί μηναίου μισθού 817,48 ευρώ. Ότι η ενάγουσα προσέφερε πράγματι στην εναγομένη τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου κατά πλήρες ωράριο από 1.8.2009 αντί του συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού, ο οποίος από 1.9.2009 διαμορφώθηκε σε 850,18 ευρώ. Ότι στις 30.4.2010 και μετά από άρνηση της εναγομένης να της καταβάλει μέρος των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών του μηνός Φεβρουαρίου, ποσού 550,18 ευρώ, ως και τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Μαρτίου και Απριλίου 2010 και το δώρο Πάσχα 2010, συνολικού ποσού 2.675,63 ευρώ, η ενάγουσα προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία, με την ίδια ημερομηνία πρόσκλησή της, κάλεσε την εναγομένη προς συμβιβαστική επίλυση της ως άνω διαφοράς στις 18.5.2010. Ότι την επομένη εργάσιμη ημέρα, δηλαδή στις 3.5.2010 (ημέρα Δευτέρα), όταν η ενάγουσα προσήλθε προς εργασία στην έδρα της επιχείρησης επί της οδού ... βρήκε το γραφείο 2 όπου εργαζόταν κλειστό και μετά από σχετική ειδοποίησή της προσήλθε στο σημείο αυτό αστυνομικός και το γεγονός καταγράφηκε στο ημερήσιο δελτίο οχήματος της Ελληνικής Αστυνομίας που επελήφθη του συμβάντος. Ότι την επομένη ημέρα, 4.5.2010, η ενάγουσα κοινοποίησε την από 3.5.2010 εξώδική δήλωση στην εναγομένη με την οποία προέβη σε επίσχεση της εργασίας της μέχρι την εξόφληση των ως άνω δεδουλευμένων αποδοχών και γνωστοποίησε σε αυτήν ότι αμέσως μετά την εξόφληση των ως άνω οφειλών προτίθεται να συνεχίσει την εργασία της κατά τους όρους της σύμβασης. Ότι στις 7.5.2010 η εναγομένη προέβη σε μονομερή αναγγελία προς τον ΟΑΕΔ περί δήθεν οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας από την εργασία της από τις 30.4.2010, ενώ κατά την συζήτηση της εργατικής διαφοράς ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, παρά την αντίθετη δήλωση της ενάγουσας, επανέλαβε τον ισχυρισμό της περί οικειοθελούς αποχώρησης αυτής και παράλληλα πρότεινε να εξοφλήσει τις οφειλές της προς αυτήν έως το τέλος Σεπτεμβρίου 2010. Ότι τελικώς της κατέβαλε έναντι των οφειλών για τις οποίες έγινε η επίσχεση εργασίας το ποσό των 2.661,40 ευρώ στις 29.9.2010, αρνουμένη όμως συνεχώς από τις 3.5.2010 και εφεξής και καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα να αποδεχθεί τις υπηρεσίες της ενάγουσας. Ότι ο ισχυρισμός της εναγομένης περί λύσης της σύμβασης με οικειοθελή αποχώρηση της ενάγουσας είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε ότι οικειοθελής αποχώρηση της τελευταίας δεν υπήρξε, αντιθέτως δε υπήρξε σαφής απόκρουση των υπηρεσιών της από την εναγομένη, η οποία συνεχίσθηκε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (από 4. 8.2010 έως 3.4.2011) για το οποίο οφείλονται μισθοί υπερημερίας, λόγω της άρνησης της εναγομένης να αποδεχθεί τις υπηρεσίες της ενάγουσας. Περαιτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την προταθείσα από την εναγομένη ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, με το αιτιολογικό ότι υπό τις αποδειχθείσες ως άνω συνθήκες υπό τις οποίες η ενάγουσα προέβη στην επίσχεση αυτή και ενόψει του ύψους των οφειλομένων μισθών της που αποτελούσαν το μόνο μέσο βιοπορισμού της, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος της δεν υπερβαίνει και μάλιστα καταφανώς τα ακραία αξιολογικά όρια που τάσσει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, ενόψει της σαφούς δήλωσης από την εναγομένη (τουλάχιστον από την ημερομηνία αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης από 7.5.2010) ότι δεν δέχεται πλέον την παροχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, η τελευταία δεν ήταν υποχρεωμένη σε πραγματική προσφορά της εργασίας της (άρθρο 350 του ΑΚ). Επίσης έκρινε ότι η εναγομένη δεν προέβαλλε κατά τρόπο ορισμένο ένσταση εκ του άρθρου 656 εδ. β του ΑΚ (αλλαχού κερδηθέντων). Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού απέρριψε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) την συνεκδικασθείσα αντίθετη έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της εκκαλουμένης υπ’ αριθμό 733/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε εκδοθεί ερήμην της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, δέχθηκε τυπικά την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, εξαφάνισε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 528 του ΚΠολΔ την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά το μέρος που είχε δεχθεί (εν μέρει) τις από 2.9.2010 και 5.4.2011 (δεύτερη και τρίτη) αγωγές της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης (η πρώτη από 20.5.2010 αγωγή της ενάγουσας είχε ήδη απορριφθεί στο σύνολό της με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) και, αφού κράτησε κατά το μέρος αυτό την υπόθεση, επιδίκασε στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη το συνολικό ποσό των 6.801,44 ευρώ για μισθούς υπερημερίας οκτώ (8) μηνών του χρονικού διαστήματος από 4.8.2010 έως 3.4.2011 νομιμοτόκως, κατά μερική παραδοχή των πιο πάνω αγωγών. Με τον πρώτο εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι εσφαλμένως απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, διότι δεν υπήρχε αξιόλογη χρονικά καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών (μόλις 2,5 μήνες) και η δήλωση επίσχεσης ασκήθηκε πριν τη καθορισμένη ημέρα συζήτησης για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, ενώ η καθυστέρηση αυτή δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα και κακή πίστη αυτής, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις και αντιξοότητες (αιφνίδια επιδείνωση της υγείας αυτής και ξαφνική μείωση του κύκλου εργασιών της), η δε επίσχεση της προκάλεσε δυσβάσταχτη και ανεπανόρθωτη ζημία, αφού τελικά αναγκάσθηκε να κλείσει στις 22.6.2010 επιχείρησή της, ισχυρισμό που κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο προέβαλε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (όπου παρέστη για πρώτη φορά) με λόγο έφεσης. Με τον δεύτερο εκ των αριθμών 1, 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι αυτή ναι μεν ορθώς έκρινε μη ορισμένη την εκ του άρθρου 656 εδ. β του ΑΚ ένσταση αφαίρεσης των αλλαχού κερδηθέντων που αυτή είχε προτείνει με λόγο έφεσης, πλην όμως παρά το νόμο παρέλειψε να λάβει υπόψη τον σχετικό ισχυρισμό ως στοιχείο καθοριστικό της εκ του άρθρου 281 του ΑΚ καταχρηστικότητας της συνέχισης της επίσχεσης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, μετά την από αυτήν ανεύρεση άλλης εργασίας τουλάχιστον από 20.9.2010, όπως αποδεικνυόταν από σχετική καταχώριση στο διαδίκτυο της εταιρείας "... ΑΕ" που επικαλέσθηκε με τις προτάσεις της. Τέλος με το τρίτο εκ του αριθμού 11 εδ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τα αναγραφόμενα στο σχετικό λόγο έγγραφα (δηλώσεις διακοπής των εργασιών της επιχείρησής της στην ... Αθηνών, δελτίο εργατικής διαφοράς, εξώδική δήλωση για πληρωμή των οφειλομένων από αυτήν δεδουλευμένων αποδοχών, απόσπασμα από καταχώρηση της πιο πάνω εταιρείας στο διαδίκτυο), από τα οποία προέκυπτε η καταχρηστικότητα της άσκησης και συνέχισης της επίσχεσης της αναιρεσίβλητης ακόμη και μετά την καταβολή των οφειλομένων. Με το περιεχόμενο αυτό άπαντες οι ανωτέρω προβληθέντες λόγοι αναίρεσης είναι αλυσιτελείς και συνεπώς απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, εφόσον με την προσβαλλομένη απόφασή του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ναι μεν έκρινε ως νόμιμη την από 3.5.2010 δήλωση επίσχεσης εργασίας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης και απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο τον περί καταχρηστικής άσκησης αυτής λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας, πλην όμως η κρίση του αυτή ήταν πλεοναστική και δεν στηρίζει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη αποδοχές υπερημερίας για το από 4.8.2010 έως 3.4.2011 χρονικό διάστημα, όχι λόγω της ανωτέρω επίσχεσης εργασίας (οπότε σε κάθε περίπτωση η υπερημερία της αναιρεσείουσας έπαυσε κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης στις 29.9.2010, οπότε καταβλήθηκε το σύνολο σχεδόν των οφειλομένων από αυτήν δεδουλευμένων αποδοχών στην αναιρεσίβλητη), αλλά λόγω της συνεχούς άρνησης της αναιρεσείουσας καθ’ όλο το ως άνω χρονικό διάστημα να αποδεχθεί τις προσφερθείσες από την αναιρεσίβλητη υπηρεσίες, επικαλούμενη ήδη από 7.5.2010 με την αναγγελία της προς τον ΟΑΕΔ οικειοθελή αποχώρηση της αναιρεσίβλητης από την εργασία της, ισχυρισμό τον οποίο απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσία η εν λόγω απόφαση, την δε αιτιολογία αυτή που στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης δεν πλήττει με λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα. Επομένως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-12-2015 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 1352/28.2.2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
21 Feb, 2017