ΑΠ 114 / 2017 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση
να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την
παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις
εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε
συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα,
υφισταμένης συμβάσεως εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη
αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή
εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την
παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το
δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής
του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να
εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.
Η επίσχεση έχει ως
συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν
είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση
όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές
του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει
προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση
της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός
του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’
ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξιώσεώς
του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επισχέσεως. Εξ άλλου, το δικαίωμα
επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως
και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του
ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της
καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην
εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε
διότι, ενώ, κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται
για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της
οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή
του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο
διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται
οριστικά.
Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω
όμως της ιδιοτυπίας της παροχής πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα
από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική
και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα,
δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη.
Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται
το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων,
δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των
υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή
όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε
απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική
δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η
επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε
σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και
αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη.
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5
παρ . 3 του ν. 2112/1920 και 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται ότι σε
περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε
ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το νόμο 3514/1928
στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το
δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η
αποχή, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν
υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση
αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του
εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ
μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις.
ΑΠ 114/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 25 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ανώνυμος εταιρεία", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αναστασίου, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Κ. Α. του Γ., κατοίκου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο Τσαντίνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/4/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1438/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 2030/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30/9/2015 αίτησή της και με τους από 21/9/2016 προσθέτους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Κοκοτίνη ανέγνωσε την από 11/10/2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου (κατά το πρώτο σκέλος) της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης καθώς και του πρόσθετου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου, καθώς και των δεύτερου και τρίτου λόγων της ως άνω αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη της αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ κατά το άρθρο 96 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα , κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Στο άρθρο 104 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ ορίζεται ότι το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Περαιτέρω, το άρθρο 665 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ, το οποίο όριζε ότι ‘ ‘ Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου η πληρεξουσιότητα μπορεί να δίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή’ ‘ , καταργήθηκε σιωπηρά με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), με το οποίο ορίζεται ότι αντικαθίσταται το βιβλίο τέταρτο (άρθρα 591-681Δ’ ) του ΚΠολΔ και παρατίθενται ως νέες διατάξεις τα άρθρα 591-645. Εξάλλου, το άρθρο ένατο του ως άνω κεφαλαίου του ν. 4335/2015, με τον τίτλο ‘ ‘ Μεταβατικές και άλλες διατάξεις’ ‘ ορίζει στην μεν παράγραφο 2 ότι ‘ ‘ Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές’ ‘ , στη δε παράγραφο 4 ότι ‘ ‘ Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016’ ‘ . Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, ‘ ‘ Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του, ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο’ ‘ . Από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι η πληρεξουσιότητα που χορηγείται μετά την 1-1-2016 σε δικηγόρο για την εκπροσώπηση κάποιου διαδίκου ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται πλέον μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση και όχι με ιδιωτικό έγγραφο, όπως γινόταν υπό την ισχύ της διάταξης του άρθρου 665 παρ. 2 ΚΠολΔ, που έπαυσε να ισχύει από 1-1-2016. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, εξεταζόμενη και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως (Ολ ΑΠ 13/2008). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2, 568 παρ. 1, 498 παρ. 1 και 621 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά το νόμο 4335/2015, συνάγεται ότι ο Άρειος Πάγος οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ο μη εμφανισθείς αντίδικος του επισπεύδοντος την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και σε καταφατική περίπτωση να προχωρήσει στη συζήτηση παρά την απουσία του. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, η αναιρεσίβλητη Κ. Α. δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ............, στον οποίο, με την από 21-10-2016 εξουσιοδότηση, χορήγησε πληρεξουσιότητα για να την εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Η εν λόγω πληρεξουσιότητα, που δόθηκε μετά την 1-1-2016, δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με συνέπεια η αναιρεσίβλητη να θεωρείται δικονομικά απούσα. Από την .../20-5-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Λ., που προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα , προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης για αναίρεση της 2030/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την κάτω απ’ αυτή πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου, καθώς και κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε με εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας, η οποία επισπεύδει την συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, στην αναιρεσίβλητη, νομίμως και εμπροθέσμως. Περαιτέρω, από την .../22-9-2016 έκθεση επιδόσεως του ίδιου πιο πάνω δικαστικού επιμελητή, που προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο του από 21-9-2016 πρόσθετου λόγου αναίρεσης με την κάτω από αυτόν πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη.
Επομένως, πρέπει η υπόθεση να συζητηθεί σαν να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2 και 621 παρ. 2 ΚΠολ.Δ.
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης συμβάσεως εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.
Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξιώσεώς του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επισχέσεως. Εξ άλλου, το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ, κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά.
Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 790/2014).
Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 790/2014, ΑΠ 1342/2014, 2094/2014, ΑΠ 1502/2010).
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ . 3 του ν. 2112/1920 και 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το νόμο 3514/1928 στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση (Ολ ΑΠ 7/2014, ΑΠ 2/2013).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999).
Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 455/2014).
Για να είναι όμως ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1504/2011, ΑΠ 479/2009).
4. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κρίνοντας επί εφέσεως της αναιρεσίβλητης-εργαζόμενης, επί αγωγής αυτής για την καταβολή των αποδοχών της από την υπερημερία της αναιρεσείουσας-εργοδότριάς της, στην οποία αυτή περιήλθε κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας της εξαιτίας της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών της, αλλά και μετά από τη λήξη της επίσχεσης, δέχθηκε, όπως από αυτή προκύπτει, ανελέγκτως τα ακόλουθα, σε σχέση με τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: Ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στην Αθήνα στις 31/1/1986 μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγομένη για να εργασθεί ως βοηθός κομμωτή σε ένα από τα κομμωτήρια που διατηρούσε η εργοδότρια στην περιοχή των Αθηνών. Ο μηνιαίος μισθός της συμφωνήθηκε σε ποσοστό 25% επί της παραγωγής της και, εφόσον υπολειπόταν, συμφωνήθηκε να της καταβάλλεται ο μισθός που θα καθοριζόταν από την εκάστοτε ισχύουσα εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας. Την 1-7-2005 οι όροι της εργασιακής σύμβασης των διαδίκων μεταβλήθηκαν και καθορίσθηκε η ειδικότητα της ενάγουσας ως κομμώτρια και ως τόπος παροχής της εργασίας της ορίσθηκε το κομμωτήριο που διατηρούσε η εναγομένη στην ...- Αθήνα, διατηρουμένου του δικαιώματος της εναγομένης να μεταφέρει την ενάγουσα σε οποιοδήποτε άλλο από τα τρία κομμωτήρια που είχε στην Αθήνα. Ότι οι αποδοχές της ενάγουσας καθορίσθηκαν σε ποσοστό 40% επί της παραγωγής της και προβλέφθηκε ότι σε κάθε περίπτωση ο μισθός της δεν θα ήταν κατώτερος από τον προβλεπόμενο στην εκάστοτε ισχύουσα εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, τον Ιούλιο δε του 2011 ο μηνιαίος συμβατικός μισθός της καθορίσθηκε τουλάχιστον στο ποσό των 1.161,75 ευρώ. Ότι η εναγομένη εταιρεία ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1950 και δραστηριοποιείται στο χώρο της κομμωτικής και των συναφών υπηρεσιών. Ότι διατηρεί κομμωτήρια στην Αττική και συγκεκριμένα επί της οδού ... στο Σύνταγμα, επί της οδού ... στο κέντρο της Αθήνας, επί της Πλατείας ... στο Κολωνάκι και επί της Λεωφόρου ... στο Χαλάνδρι. Ότι λόγω της μακροχρόνιας υψηλής ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών της είχε αποκτήσει φήμη και πελατεία. Το έτος 2009, λόγω της ύφεσης που άρχισε να πλήττει την ελληνική οικονομία, παρουσίασε μείωση του κύκλου εργασιών της και οικονομική δυσχέρεια στην κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της επιχείρησής της. Ότι, επειδή η μείωση του κύκλου εργασιών συνεχίστηκε με επίταση και τα έτη 2010 -2011, από τον Αύγουστο του έτους 2010 άρχισε να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του προσωπικού της κατά ένα μήνα περίπου και περί τα μέσα του έτους 2011 σταμάτησε τη λειτουργία του καταστήματος, που διατηρούσε στην οδό .... Ότι, από το προσωπικό που απασχολούσε στο συγκεκριμένο κατάστημα, απέλυσε ορισμένους εργαζόμενους, τους περισσότερους, όμως, τους μετέφερε στα άλλα τρία κομμωτήριά της. Ότι στις 30 Νοεμβρίου 2011, αποσκοπώντας να μειώσει το κόστος μισθοδοσίας του προσωπικού της κατά το επερχόμενο έτος 2012 χωρίς να προβεί σε περαιτέρω απολύσεις εργαζομένων, με έγγραφη ανακοίνωσή της κάλεσε όλους τους υπαλλήλους της σε διαβούλευση, προκειμένου να εφαρμόσει το σύστημα της εκ περιτροπής απασχόλησής τους για τους επόμενους εννέα μήνες, επιφυλασσόμενη να λάβει και κάθε άλλο μέτρο που θα έκρινε αναγκαίο για την επιβίωση της επιχείρησής της. Επίσης, το Δεκέμβριο του 2011 πρότεινε σε ορισμένους μισθωτούς της, μεταξύ των οποίων ήταν και η ενάγουσα, να συνάψουν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης με ανάλογη μείωση των αποδοχών τους, η πρότασή της όμως αυτή δεν έγινε αποδεκτή τουλάχιστον από την ενάγουσα. Εν τω μεταξύ κατέβαλε με καθυστέρηση άλλοτε τριών και άλλοτε τεσσάρων μηνών τις δεδουλευμένες αποδοχές του προσωπικού της, στο οποίο κατέβαλε τον μισθό του Αυγούστου του 2011 το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, καταβάλλοντας μέσα στον ίδιο μήνα (εμπρόθεσμα) και το Δώρο Χριστουγέννων. Έτσι, την 1/1/2012 όφειλε στην ενάγουσα τους δεδουλευμένους μισθούς των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα του μισθού του Δεκεμβρίου, αφού εκκρεμούσε μόνο η εκκαθάριση της διαφοράς που τυχόν υπήρχε μεταξύ του οφειλομένου ποσοστού επί της παραγωγής της και του συμφωνηθέντος μισθού της. Εξαιτίας της καθυστέρησης αυτής, η ενάγουσα από κοινού με άλλες οκτώ συναδέλφους της στις 2/1/2012 κοινοποίησε στην έδρα της εναγομένης την με ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση επίσχεσης εργασίας, στην οποία ανέφερε ότι η εργασία της αποτελούσε το αποκλειστικό μέσο συντήρησης και διαβίωσής της, με συνέπεια το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο μέχρι και το Δεκέμβριο του 2011, που δεν πληρώθηκε, αν και εργάσθηκε κανονικά, να καταφύγει στην ανάλωση των ελάχιστων αποταμιεύσεών της και στο δανεισμό της από συγγενικά και φιλικά της πρόσωπα για να καλύψει τις στοιχειώδεις βιοτικές της ανάγκες. Επίσης, την κάλεσε μέχρι και την 3/1/2012 να της καταβάλει τους οφειλόμενους δεδουλευμένους μισθούς, τους οποίους υπολόγισε στο ελάχιστο συμφωνηθέν ποσό των 1.161,75 ευρώ το μήνα και της δήλωσε ότι σε περίπτωση μη καταβολής από 4/1/2012 θα ασκήσει το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, αρνούμενη να παρέχει την εργασία της από την ημερομηνία αυτή (δηλαδή από 4/1/2012) και μέχρις ότου εξοφληθούν οι αποδοχές της. Ότι η εναγομένη απάντησε στη πιο πάνω δήλωση με την από 4/1/2012 εξώδικη απάντηση -διαμαρτυρία -δήλωση μετ’ επιφυλάξεως δικαιωμάτων, που κοινοποίησε στην ενάγουσα στις 5/1/2012, ισχυριζόμενη ότι η καθυστέρηση στην καταβολή των μισθών δεν είναι μακροχρόνια και σημαντική και δεν δικαιολογεί την εκ μέρους της ενάγουσας (και των οκτώ συναδέλφων της) επίσχεση εργασίας, η οποία είναι καταχρηστική, ότι η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε εξαιρετικά δυσμενείς περιστάσεις και ότι η εν γένει συμπεριφορά της οφείλεται σε κακοβουλία της με σκοπό ιδίως να εισπράξει την αποζημίωση απόλυσης. Με το ίδιο έγγραφο η εναγομένη δήλωσε ότι η αποχή της ενάγουσας από την εργασία της ήταν αδικαιολόγητη, ότι η συνέχισή της συνιστά αντισυμβατική εκ μέρους της συμπεριφορά, που την καθιστά υπερήμερη ως προς την παροχή εργασίας και, τέλος, την κάλεσε να προσέλθει και να αναλάβει εργασία την επομένη από τη λήψη της επιστολής της, δηλώνοντας ότι άλλως θα θεωρήσει ότι κατήγγειλε η ίδια τη σύμβαση εργασίας της. Ότι μετά την κοινοποίηση της από 4/1/2012 δήλωσης της εναγομένης, η ενάγουσα, (καθώς και οι λοιπές οκτώ συνάδελφοί της) συνέχισε την επίσχεση εργασίας της και στις 9/1/2012 κοινοποίησε στην εναγομένη την από 5/1/2012 εξώδικη απάντηση- πρόσκληση, στην οποία δήλωσε ότι εμμένει στην επίσχεση εργασίας της, η οποία δεν συνιστά εκ μέρους της καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, αλλά αποτελεί ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος, μέχρις ότου η εναγομένη της καταβάλει τους δεδουλευμένους μισθούς. Στη συνέχεια, στις 11/1/2012, η εναγομένη επέδωσε στην ενάγουσα την από 9/1/2012 εξώδικη απάντηση -διαμαρτυρία- δήλωση μετ’ επιφυλάξεως δικαιωμάτων, με την οποία δήλωσε ότι έναντι των οφειλομένων θα της κατέβαλε το μισθό του Σεπτεμβρίου 2011 μόλις θα προσερχόταν προς ανάληψη εργασίας και για τους υπόλοιπους οφειλόμενους μισθούς των μηνών Οκτωβρίου 2011, Νοεμβρίου 2011, καθώς και για το μισθό του Δεκεμβρίου 2011 μετά την εκκαθάρισή του, τη διαβεβαίωσε ότι θα προβεί "σε κάθε δυνατή νόμιμη ενέργεια" προκειμένου να την εξοφλήσει το συντομότερο. Με το ίδιο έγγραφο, μεταξύ άλλων, την κάλεσε να προσέλθει να αναλάβει εργασία, δηλώνοντας κατά λέξη ότι "άλλως θα θεωρήσουμε ότι καταγγείλατε οριστικά και αμετάκλητα εσείς τη σύμβαση εργασίας σας και μάλιστα χωρίς να τηρήσετε την εκ του νόμου προθεσμία, και θα ασκήσουμε παν νόμιμο δικαίωμά μας". Ότι στις 12/1/2012 η ενάγουσα, (καθώς και οι λοιπές οκτώ συνάδελφοί της) δεν προσήλθε να εργασθεί, αλλά συνέχισε την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας της, αφού με το τελευταίο έγγραφο της εναγομένης δηλωνόταν σαφώς η πρόθεσή της να μην καταβάλει το σύνολο των δεδουλευμένων και μη καταβληθέντων μισθών της. Απάντησε, όμως, στην εργοδότριά της με την από 12/1/2012 κοινή με τις συναδέλφους της εξώδικη πρόσκληση, που στις 16/1/2012 κοινοποιήθηκε στην εναγομένη, δηλώνοντας ότι εμμένει στην από 4/1/2011 επίσχεση εργασίας, η οποία δεν συνιστά αδικαιολόγητη απουσία και "πολλώ μάλλον δεν συνιστά εκ μέρους μας καταγγελία της σύμβασης εργασίας μας" και καλώντας την εργοδότρια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, προκειμένου να επανέλθει στην εργασία της και να αναλάβει τα καθήκοντά της. Ακολούθησε η από 17/1/2012 "εξώδικη απάντηση -διαμαρτυρία-δήλωση μετ’ επιφυλάξεως δικαιωμάτων" της εναγομένης, που επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 18/1/2012, με την οποία, για πρώτη φορά, εκαλούντο η ενάγουσα και οι συνάδελφοί της που ασκούσαν επίσχεση εργασίας να προσέλθουν στο λογιστήριο της εργοδότριας σε συγκεκριμένες ημερομηνίες για να εισπράξουν τις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2011. Ειδικότερα, η εναγομένη δεσμευόταν να καταβάλει στην ενάγουσα στις 24/1/2012 το μισθό του Σεπτεμβρίου του 2011, στις 7/2/2012 το μισθό του Οκτωβρίου 2011, στις 13/3/2012 το μισθό του Νοεμβρίου 2011 και στις 17/4/2012 το μισθό του Δεκεμβρίου του 2011. Στο έγγραφό της αυτό, η εναγομένη, αν και με λεπτομέρεια εξέθετε την πρόταση που της είχε κάνει για εκ περιτροπής εργασία και παρέθετε το ακριβές κείμενο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης, που είχε προτείνει να το υπογράψουν ορισμένοι από τους υπαλλήλους της, συμφωνώντας στην αλλαγή των εργασιακών τους όρων, καθώς και το κείμενο της από 30/11/2011 "ανακοίνωσης μετά ενημερώσεως και προσκλήσεως σε διαβούλευση", που είχε απευθύνει προς το σύνολο των εργαζομένων στα καταστήματά της (κομμωτήρια), δεν περιέλαβε και την από 13/1/2012 "αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού" , την οποία υπέγραψε μόνο αυτή και την ίδια ημερομηνία κατέθεσε στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού και στην οποία δήλωσε στον ως άνω αρμόδιο Οργανισμό ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε στην επιχείρησή της μέχρι τις 13/1/2012 με την ειδικότητα "κομμωτής", οπότε αποχώρησε οικειοθελώς. Απαντώντας στην από 18/1/2012 εξώδικη δήλωση της εναγομένης, η ενάγουσα σε κοινή "εξώδικη απάντηση- πρόσκληση" με τις λοιπές οκτώ συναδέλφους της, που στις 20/1/2012 επιδόθηκε στην εναγομένη, δήλωσε στην τελευταία ότι, επειδή καλόπιστα πιστεύει ότι θα τηρήσει την υπόσχεσή της για εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών της στις προαναφερθείσες ημερομηνίες και ότι στο μέλλον θα τηρήσει την υποχρέωσή της για έγκαιρη καταβολή της μισθοδοσίας της, στις 24/1/2012 διακόπτει την επίσχεση εργασίας της και αναλαμβάνει τα καθήκοντά της αμέσως μετά την καταβολή του μισθού του Σεπτεμβρίου του 2011 από το λογιστήριο της εργοδότριας. Η εναγομένη, όμως, με την από 22/1/2012 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας στις 23/1/2012, αρνήθηκε να αποδεχθεί την εργασία της, επικαλούμενη την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της, τη μειωμένη απόδοσή της και κατά λέξη ότι "η αδικαιολόγητη προβαλλόμενη δυσπιστία σας που ήταν όψιμη και μαρτυρούσε για ακόμη μία φορά την έλλειψη εκ μέρους σας του απαραίτητου και ελάχιστου πνεύματος συνεργασίας, η μόνιμη άρνησή σας να επιδείξετε την τόσο απαραίτητη για την παρούσα συγκυρία και αληθώς για πρώτη φορά ζητηθείσα εκ μέρους της εταιρείας μας καλή πίστη, συμπεριφορά πόρρω απέχουσα από αυτήν της συντριπτικής πλειοψηφίας του προσωπικού μας, σε συνδυασμό και με την παγιωθείσα μειωμένη απόδοσή σας, επισφραγίσατε τη στάση σας και επιβεβαίωσε τη βούλησή σας για τη λύση της εργασιακής σχέσης". Παρά την τελευταία εξώδικη δήλωση της εργοδότριας, στις 24/1/2012 η ενάγουσα εμφανίσθηκε στο κατάστημα - κομμωτήριο της εναγομένης, που βρίσκεται στην Πλατεία ... στην Αθήνα για να εργασθεί, αλλά δεν της επιτράπηκε η είσοδος από τον υπεύθυνο του καταστήματος, ο οποίος ενήργησε κατ’ εντολή της εναγομένης. Δέχεται περαιτέρω το Εφετείο, ότι την ίδια ημέρα η ενάγουσα προσέφυγε στο τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Ανατολικού Τομέα Αθηνών και κατέθεσε αίτηση για να ορισθεί ημερομηνία συζήτησης της εργατικής διαφοράς μεταξύ αυτής και της εναγομένης, που αφορούσε στη μη καταβολή των μισθών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2011 και στη μη αποδοχή της εργασίας της μετά την διακοπή της επίσχεσης εργασίας, στην οποία προέβη λόγω της υπόσχεσης της εργοδότριας για τμηματική καταβολή των οφειλομένων δεδουλευμένων μισθών της. Ότι η διαφορά αυτή συζητήθηκε στις 27/1/2012 και κατ’ αυτή οι διάδικοι, που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ενέμειναν στις θέσεις που είχαν διατυπώσει στις εξώδικες δηλώσεις που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους το διάστημα από 3/1/2012 μέχρι και 23/1/2012, τις επανέλαβαν δε και με τις από 25/1/2012 εξώδικες δηλώσεις, που εκ νέου αντάλλαξαν. Ότι η ενάγουσα, που είναι έγγαμη και μητέρα δύο παιδιών, κάλυπτε τις βιοτικές της ανάγκες με το μισθό που εισέπραττε από την εργασία της στην εναγομένη. Ότι η τελευταία από τις αρχές του έτους 2011 είχε προγραμματίσει συστηματικά να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας, όπως και όλου του προσωπικού της, και μόνο όσοι εργαζόμενοι είχαν ζητήσει κάποια καταβολή μισθού πριν από την προγραμματισμένη καθυστέρηση ή κάποια οικονομική ενίσχυση γενικώς λόγω πιεστικών οικονομικών αναγκών των ίδιων ή της οικογένειάς τους η εταιρεία ικανοποιούσε το αίτημά τους, ενώ ως μόνη εξόφληση των οφειλομένων μισθών αναφέρει η μάρτυρας Θ. Φ. την περίπτωση του εργαζόμενου Α. Π., επειδή χρειαζόταν χρήματα για νοσηλεία σε νοσοκομείο. Ότι, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα επί αρκετό χρονικό διάστημα παρουσίαζε μειωμένη απόδοση, επιδείκνυε μη επαγγελματική συμπεριφορά σε πελάτες και άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας για να διαταράξει την εργασιακή ειρήνη με στόχο να εξαναγκάσει την εργοδότρια να καταγγείλει την εργασιακή τους σύμβαση και να της καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης, αν και επιβεβαιώνεται από τις ένορκες βεβαιώσεις κυρίως των Α. Λ. και Α. Κ., που εργάζονταν στο ίδιο κατάστημα με την ενάγουσα, δεν αποδείχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμος, διότι, εάν της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας είχε προηγηθεί μειωμένη απόδοση και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά της ενάγουσας, με σκοπό τον εξαναγκασμό της εργοδότριας να την απολύσει και να της καταβάλει την σχετική αποζημίωση, αυτό θα είχε επισημανθεί άμεσα στην από 4/1/2012 απάντηση της εναγομένης στην από 2/1/2012 έγγραφη αναγγελία της επίσχεσης εργασίας της ενάγουσας, στην από 9/1/2012 εξώδικη απάντησή της, στην οποία χαρακτηριστικά αναφέρει ότι "ουδέποτε σας θίξαμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως εργαζόμενες και ως προσωπικότητες" και στην από 17/1/2012 εξώδικη απάντησή της, η οποία, μάλιστα, συντάχθηκε και κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα μετά τη δήλωση της εναγομένης στον αρμόδιο ΟΑΕΔ περί οικειοθελούς αποχώρησης της πρώτης. Ότι, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί αδιαφορίας, πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της ενάγουσας και δηλώσεων της τελευταίας "ας απολυθώ να τελειώνουμε", κρίνεται οψιγενής και μη αληθής, διότι περιέχεται για πρώτη φορά στην από 22/1/2012 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία απαντά στην από 19/1/2012 έγγραφη γνωστοποίηση της ενάγουσας ότι στις 24/1/2012, και μετά την καταβολή του μισθού του Σεπτεμβρίου του 2011, θα διέκοπτε την επίσχεση και θα επανερχόταν στην εργασία της. Εξάλλου, αν και τον ισχυρισμό αυτό επιβεβαιώνουν ένορκα, ως έχουσες προσωπική γνώση, οι προαναφερθείσες υπάλληλοί της, οι τελευταίες δεν καταθέτουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για να τον θεμελιώσουν, αλλά αρκούνται να επαναλαμβάνουν τους όψιμους ισχυρισμούς της εργοδότριάς τους και η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά της ενάγουσας δεν περιγράφεται στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης Α. Π., ο οποίος επί δέκα οκτώ έτη απασχολείται ως υπεύθυνος στο κατάστημα της ..., στο οποίο εργαζόταν και η ενάγουσα, αφού ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν κατέθεσε για αδιαφορία της, για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της και για άσκηση εκ μέρους της του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας αποσκοπώντας να διαταράξει την εργασιακή ειρήνη και να εξαναγκάσει την εργοδότρια να την απολύσει και να της καταβάλει αποζημίωση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω γεγονότα, τα οποία αποδεικνύονται εναργώς από όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, όταν στις 4/1/2012 η ενάγουσα άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, είχε ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά της εναγομένης, σχετική με την παροχή της εργασίας της, δηλαδή είχε αξίωση για την καταβολή των ελάχιστων συμφωνηθέντων και δεδουλευμένων μισθών που αφορούσαν το διάστημα από 1/9/2011 μέχρι 31/12/2011. Επομένως, μέσα στα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής της παροχής, απέχοντας από την εργασία της, ώσπου η εναγομένη-εργοδότρια να της καταβάλει τους ληξιπρόθεσμους μισθούς, οι οποίοι ήταν η κύρια πηγή του εισοδήματός της και τους οποίους η εναγομένη προγραμματισμένα και συστηματικά (και όχι εξαιτίας πρόσκαιρης δυσπραξίας) καθυστερούσε να της δώσει στα πλαίσια της προσπάθειάς της να διαχειρισθεί τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε επί ένα και πλέον έτος. Κατά συνέπεια, η επίσχεση εργασίας, στην οποία η ενάγουσα προέβη το διάστημα από 4/1/2012 μέχρι και 23/1/2012, δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτουν η καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, καθώς και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του συγκεκριμένου δικαιώματος. Επιπλέον, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατήγγειλε σιωπηρώς τη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σύμβαση, εμμένοντας στην επίσχεση εργασίας και αρνούμενη να παρέχει τις υπηρεσίες της και μετά την από 9/1/2012 "εξώδικη απάντηση-διαμαρτυρία-δήλωση μετ’ επιφυλάξεως δικαιωμάτων" της εναγομένης, με την οποία την καλούσε να προσέλθει και να αναλάβει εργασία την επομένη από τη λήψη της, αφού η εναγομένη, όπως η ίδια δήλωνε, δεν εκπλήρωνε την υποχρέωση που τη βάρυνε ως εργοδότρια, δηλαδή δεν προέβαινε στην καταβολή όλων των ληξιπρόθεσμων μισθών που όφειλε στην ενάγουσα, αλλά της προσέφερε μόνο το μισθό του μηνός Σεπτεμβρίου 2011. Συνακόλουθα, το διάστημα από 4/1/2012 μέχρι 23/1/2012, που η ενάγουσα προέβη σε επίσχεση εργασίας, η εναγομένη, που κατά τη διάρκειά της δεν κατέβαλε τις καθυστερούμενες αποδοχές, κατέστη υπερήμερη και οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα τις αποδοχές της σαν να εργαζόταν κανονικά. Ότι η υπερημερία της αυτή συνεχίστηκε και το διάστημα από 24/1/2012, που η ενάγουσα προσήλθε για να εργασθεί, αλλά αυτή δεν αποδέχθηκε τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, μέχρι και τις 30/5/2012, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν καταγγέλθηκε από την ενάγουσα. Κατόπιν τούτου, για μισθούς υπερημερίας του ως άνω διαστήματος η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.808,75 ευρώ (δηλαδή 1.161,75 ευρώ το μήνα Χ 5 μήνες). Επίσης, οφείλει να της καταβάλει για δώρο Πάσχα του έτους 2012 το ποσό 605,08 ευρώ (δηλαδή 1.161,75 Χ 1/2 Χ 1,041666) και για επίδομα αδείας του ιδίου έτους το ποσό των 580,87 ευρώ και συνολικά οφείλει να της δώσει 6.994,70 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δέχθηκε κατ’ ουσία την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας για επίσχεση εργασίας και κατόπιν τούτου ότι δεν δικαιούται μισθούς υπερημερίας, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι η ενάγουσα άσκησε νόμιμα το διάστημα από 4-1-2012 έως 23-1-2012 το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, ότι δεν έχει λυθεί η σύμβαση εργασίας αυτής και υποχρέωσε την εναγομένη να απασχολεί πραγματικά την ενάγουσα στη θέση εργασίας που κατείχε πριν την άσκηση της επίσχεσης εργασίας και επιδίκασε στην ενάγουσα για μισθούς υπερημερίας, δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας του έτους 2012 το συνολικό ποσό των 6.884,87 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη τoυ άρθρου 281 ΑΚ, αφού αφενός μεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, αφετέρου δε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της καταχρηστικής ή μη άσκησης του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας από μέρους της αναιρεσίβλητης, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή εφαρμογή της ως άνω διατάξεως. Ειδικότερα, το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι από τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι: α) η αναιρεσίβλητη εργαζόταν στην αναιρεσείουσα εταιρεία από το έτος 1986 και ουδέποτε μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2010 είχε η τελευταία καθυστερήσει την καταβολή των αποδοχών της, β) εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, που έπληξε τη χώρα από το έτος 2009, η αναιρεσείουσα παρουσίασε από το έτος 2010 μείωση του κύκλου εργασιών της και οικονομική δυσχέρεια στην κάλυψη των εξόδων λειτουργίας της, γ) το έτος 2011 αναγκάσθηκε να σταματήσει τη λειτουργία του καταστήματός της επί της οδού ... στο Σύνταγμα και από τους εργαζόμενους που απασχολούσε σ’ αυτό κατήγγειλε τις συμβάσεις ορισμένων εργαζομένων της και μετέφερε τους υπόλοιπου,που ήταν και οι περισσότεροι, στα άλλα τρία καταστήματά της, δ) το Νοέμβριο του έτους 2011, προκειμένου να μειώσει το κόστος μισθοδοσίας του προσωπικού της κατά το επερχόμενο έτος 2012, χωρίς να προβεί σε απολύσεις άλλων εργαζομένων της, με έγγραφη ανακοίνωσή της κάλεσε τους υπαλλήλους της σε διαβούλευση για την εφαρμογή του συστήματος της εκ περιτροπής απαχόλησης για τους επόμενους εννέα μήνες, ε) το Δεκέμβριο του έτους 2011 πρότεινε σε ορισμένους μισθωτούς της, μεταξύ των οποίων και στην αναιρεσίβλητη, να συνάψουν σύμβαση μερικής απασχόλησης με ανάλογη μείωση των αποδοχών τους και αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την τελευταία, στ) στις 2-1-2012, που επιδόθηκε η δήλωση επίσχεσης εργασίας στην αναιρεσείουσα, η τελευταία είχε καθυστέρηση στην καταβολή των αποδοχών της αναιρεσίβλητης των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου 2011, μέρους των αποδοχών του Δεκεμβρίου 2011, οι οποίες δεν ήταν ληξιπρόθεσμες, αφού κατά τα συμφωνηθέντα έπρεπε να εξοφληθούν μέσα στο πρώτο τετραήμερο του επόμενου μήνα (Ιανουαρίου 2012), ενώ είχε καταβάλει εμπρόθεσμα το δώρο Χριστουγέννων 2011, ζ) η αναιρεσίβλητη, που είναι έγγαμη με δύο τέκνα από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2011, που δεν πληρώθηκε, κατέφυγε στην ανάλωση των ελάχιστων αποταμιεύσεών της και στο δανεισμό της από συγγενικά και φιλικά πρόσωπα για να καλύψει τις στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες της, η) αυτή, με τη δήλωση επίσχεσης κάλεσε την αναιρεσείουσα να της καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές την επόμενη ημέρα από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης επίσχεσης, δηλαδή στις 3-1-2012, δηλώνοντάς της ότι σε περίπτωση μη καταβολής των οφειλομένων θα ασκήσει από τις 4-1-2012 το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, θ) στις 11-1-2012 η αναιρεσείουσα δήλωσε στην αναιρεσίβλητη ότι μόλις θα προσέρχονταν για εργασία θα της κατέβαλε το μισθό του Σεπτεμβρίου 2011 και για τους υπόλοιπους μισθούς τη διαβεβαίωνε ότι θα προβεί σε κάθε δυνατή και νόμιμη ενέργεια προκειμένου να την εξοφλήσει το συντομότερο, ι) στις 12-1-2012 η αναιρεσίβλητη δεν προσήλθε να εργασθεί, αλλά συνέχισε την επίσχεση εργασίας, αφού με το τελευταίο έγγραφο της αναιρεσείουσας δηλωνόταν σαφώς η πρόθεσή της να μην καταβάλει το σύνολο των δεδουλευμένων και μη καταβληθέντων μισθών της, ια) στις 18-1-2012 για πρώτη φορά καλείται η αναιρεσίβλητη να προσέλθει στο λογιστήριο της αναιρεσείουσας σε συγκεκριμένες ημερομηνίες για να εισπράξει τις δεδουλευμένες αποδοχές των ως άνω μηνών και συγκεκριμένα στις 24-1-2012 το μισθό του Σεπτεμβρίου 2011, στις 7-2-2012 το μισθό του Οκτωβρίου 2011, στις 13-3-2012 το μισθό του Νοεμβρίου 2011 και στις 17-4-2012 το μισθό του Δεκεμβρίου 2011 και ιβ) η εναγομένη από τις αρχές του 2011 είχε προγραμματίσει συστηματικά και όχι από πρόσκαιρη δυσπραξία να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας, όπως και όλου του προσωπικού της, αποβλέποντας να διαχειριστεί καλύτερα τα σοβαρά οικονομικά της προβλήματα, που διαρκούσαν επί ένα έτος, δεν δικαιολογείται η σχετική κρίση της ότι η άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως της ενάγουσας δεν παρίσταται καταχρηστική, ως μη υπερβαίνουσα προφανώς τα αντικειμενικά όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ). Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει με σαφήνεια τα εξής ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ως προς την καταχρηστική ή μη άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως της ενάγουσας περιστατικά, ήτοι:1) αν η αναιρεσίβλητη ειδοποίησε την αναιρεσείουσα για την πρόθεσή της να ασκήσει το δικαίωμα για επίσχεση εργασίας πριν τις 2-1-2012, που της επέδωσε την εξώδικη δήλωση, με την οποία της δήλωσε ότι από 4-1-2012 ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης και γι’ αυτό παύει να παρέχει τις υπηρεσίες της στην αναιρεσείουσα, ώστε να δώσει σ’ αυτή εύλογο χρόνο να τακτοποιήσει τις οικονομικές της εκκρεμότητες, 2) αν είναι χρονικά αξιόλογη η καθυστέρηση καταβολής μέχρι τις 2-1-2012 των αποδοχών των μηνών Σεπτεμβρίου- Νοεμβρίου 2011 και εν όψει της παραδοχής ότι η εξόφληση του Δεκεμβρίου έπρεπε να γίνει στο πρώτο τετραήμερο του Ιανουαρίου 2012, αφού προηγουμένως υπολογίσει η αναιρεσείουσα το ποσοστό επί της παραγωγής της αναιρεσίβλητης του μηνός Δεκεμβρίου, πράγμα το οποίο δεν μπορούσε να γίνει μέχρι τις 3-1-2012, 3) από πότε έγινε τρίμηνη και τετράμηνη η καθυστέρηση στην καταβολή των μηνιαίων αποδοχών της αναιρεσίβλητης, η οποία αρχικά ήταν μηνιαία, 4) αν είναι ή όχι αξιόχρεη και αξιόπιστη η αναιρεσείουσα εταιρεία, στην οποία η αναιρεσίβλητη απασχολείται από το έτος 1986 και εφόσον αυτή δεν καθυστερούσε τις αποδοχές του προσωπικού της μέχρι και τον Αύγουστο του έτους 2010, που άρχισε να τις καθυστερεί κατά ένα μήνα περίπου, και αργότερα, που της καθυστερούσε από ένα έως τέσσερις μήνες, λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε την ελληνική οικονομία και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κύκλου εργασιών της και την οικονομική δυσχέρεια στην κάλυψη των εξόδων λειτουργίας της, 5) αν η αναιρεσείουσα καθυστερούσε να πληρώσει τις υποχρεώσεις της και έναντι άλλων οφειλετών της, όπως τους προμηθευτές της, το ΙΚΑ και το Δημόσιο, 6) αν η αντιπαροχή της αναιρεσείουσας εργοδότριας είναι ή όχι σημαντική με βάση όχι μόνο τις ανάγκες της αναιρεσίβλητης αλλά και με βάση τις λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, 7) αν η καθυστέρηση στην πληρωμή των ανωτέρω αναφερόμενων αποδοχών οφείλεται σε υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας και όχι σε δικαιολογημένη ταμειακή της δυσχέρεια, καθόσον η αναφορά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ‘ ‘ είχε προγραμματίσει συστηματικά να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας, όπως και όλου του προσωπικού της’ ‘ δεν καταδεικνύει τι ακριβώς δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό και ιδίως αν μπορούσε η αναιρεσείουσα να είναι εμπρόθεσμη στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες που προήλθαν από την οικονομική κρίση, και παρά ταύτα από κακοβουλία δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της και 8) αν η στάση της αναιρεσίβλητης προκάλεσε ή όχι δυσανάλογη ζημία στην αναιρεσείουσα σε σχέση με το επιδιωκόμενο με την επίσχεση αποτέλεσμα. Eπομένως, ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου,κατά το πρώτο σκέλος, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ο μοναδικός λόγος των από 21-9-2016 πρόσθετων λόγων αναίρεσης, από τον αριθμό 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους επισημαίνεται η ευθεία παραβίαση της προαναφερόμενης διάταξης και η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καταχρηστικής ή μη άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης από μέρους της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά το οποίο υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια αιτιολογιών στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της οικειοθελούς αποχώρησης της αναιρεσίβλητης από την εργασία της από τις 13-1-2012, επειδή δεν επικαλείται: α) κλονιστικά γεγονότα, αναγκαία για την εξακολούθηση της ένδικης σύμβασης εργασίας σχέσης εμπιστοσύνης, όπως η υποβολή μηνύσεως από μέρους της αναιρεσίβλητης κατά του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσείουσας, οι ύβρεις κατ’ αυτού και η δημιουργία επεισοδίων έξω από το κομμωτήριο, παρουσία πελατών, β) περιστατικά για τη μειωμένη απόδοση της αναιρεσίβλητης σε σχέση με άλλες συναδέλφους της, εκτεινόμενα σε βάθος χρόνου, που δεν αποτελούν στιγμαίες εκδηλώσεις συμπεριφοράς αυτής, αλλά μια παγιωμένη από καιρό στάση, η οποία βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τη μεμονωμένη και προσχηματική δήλωση αυτής στο εξώδικο ότι επιθυμεί τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης της με την αναιρεσείουσα και γ) γιατί έπρεπε τα γεγονότα της μειωμένης απόδοσης και της αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης να τα περιλάβει η αναιρεσείουσα στις εξώδικες από 4-1-2012, 9-1-2012 και 17-1-2012 δηλώσεις της προς την αναιρεσίβλητη, αυτό (σκέλος) είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, πρωτίστως διότι δεν επικαλείται η αναιρεσείουσα τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί σιωπηρής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρους της αναιρεσίβλητης σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, αλλά και διότι οι αιτιάσεις αυτές, σχετικά με την ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων, που αφορούν στο πιο πάνω κρίσιμο ζήτημα και τα επί του αντιθέτου επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται, κατά την αναιρεσείουσα, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε στο δικαστήριο της ουσίας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, πέραν του ότι μέσω των προαναφερόμενων επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας πλήττεται πλέον η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο.
5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 περ.γ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης παρέχεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 346 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 2/2008). Περαιτέρω, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, η μη λήψη υπόψη των οποίων ιδρύει το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθμός11 περ.γ’ Κ.Πολ.Δ., περιλαμβάνεται και η ομολογία, δικαστική ή εξώδικη (άρθρα 339 και 352 Κ.Πολ.Δ.). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται εξώδικη ομολογία, η οποία κατά το άρθρο 352 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. εκτιμάται ελεύθερα, από έγγραφα τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αποτελεί κρίση περί τα πράγματα και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), ενώ εξάλλου δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 11 περ.γ’ Κ.Πολ.Δ. αν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο από το οποίο, σύμφωνα με το λόγο αναίρεσης, συνάγεται ομολογία (Α.Π 447/2015, ΑΠ 156/2014, ΑΠ 1322/2014, ΑΠ 297/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη την εξώδικη ομολογία της αναιρεσίβλητης, ότι ήταν αληθές το περιεχόμενο της δήλωσης οικειοθελούς αποχώρησης αυτής από την εργασία της, την οποία (δήλωση) κατέθεσε η αναιρεσείουσα στον ΟΑΕΔ, η δε εξώδικη αυτή ομολογία συνάγεται από το γεγονός ότι η αναιρεσίβλητη αποδέχθηκε την Εισαγγελική Διάταξη με αριθμό ΕΓ-53-13/157/ 54Δ/13, με την οποία τέθηκε στο αρχείο για λόγους ουσιαστικούς η έγκληση της αναιρεσίβλητης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσείουσας για το έγκλημα της ψευδούς αναφοράς στην αρχή, καθόσον κρίθηκε με την εν λόγω Εισαγγελική Διάταξη ότι η υποβολή προς τον ΟΑΕΔ της από 13-1-2012 δήλωσης οικειοθελούς αποχώρησης δεν ήταν ψευδής και η αναιρεσίβλητη δεν άσκησε προσφυγή κατ’ αυτής εντός τριμήνου, όπως είχε δικαίωμα, αποδεχθείσα έτσι την αλήθεια του ως άνω γεγονότος. Και ότι αυτή επικαλέστηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου την επίμαχη εξώδικη ομολογία της αναιρεσίβλητης, η οποία είναι ουσιώδης για την έκβαση της δίκης, σχετικά με τον ισχυρισμό της ότι η αναιρεσίβλητη αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της στις 13-1-2002. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία διαλαμβάνεται ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος έγινε εκτίμηση από το Εφετείο, εκτός των άλλων, και "των εγγράφων, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι’ ‘ , σε συνδυασμό με το αιτιολογικό αυτής, δεν δημιουργούνται αμφιβολίες ότι δεν ελήφθη υπόψη από το Εφετείο η ανωτέρω Εισαγγελική Διάταξη. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται εξώδικη ομολογία από έγγραφο, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ανάγεται σε πράγματα και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ενώ δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν με αυτόν προβάλλεται μη λήψη υπόψη εξώδικης ομολογίας αν από την απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το ανωτέρω έγγραφο, από το οποίο, κατά τον αναιρετικό λόγο, συνάγεται εξώδικη ομολογία.
Συνεπώς, ο ανωτέρω δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
6. Παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενό του κάτι διαφορετικό από το πραγματικό. Δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο ορθώς ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή για να θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραβιάσθηκε κατά το περιεχόμενό του. Δεν αρκεί έτσι ότι το συνεκτίμησε απλώς με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το περιεχόμενό του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε και το οποίο, εξάλλου, θα πρέπει να είναι επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αναφορικά με πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ ΑΠ 2/2008, 1/1999, ΑΠ 1056/2014, 1663/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραμόρφωσε το περιεχόμενο των παρακάτω εγγράφων :α) της από 9-1-2012 εξώδικης δήλωσής της προς την αναιρεσίβλητη, που, ενώ στο ως άνω έγγραφο, κατά την παρατιθέμενη αυτολεξεί περικοπή του, η αναιρεσείουσα απευθυνόμενη προς την αναιρεσίβλητη εκθέτει ότι ‘ ‘ εις ένδειξη ειλικρινούς εκ μέρους της εταιρείας μας διάθεσης θα σας καταβάλουμε έναντι των οφειλομένων την μισθοδοσία του μηνός Σεπτεμβρίου 2011 σε εκάστη εξ υμών άμα τη εμφανίσει στις εγκαταστάσεις μας προς ανάληψη εργασίας... Για το υπόλοιπο των οφειλομένων μισθοδοσιών μηνών Οκτωβρίου 2011 και Νοεμβρίου 2011 και της μισθοδοσίας μηνός Δεκεμβρίου 2011 μετά την εκκαθάρισή της, σας διαβεβαιώνουμε και πάλι ότι θα προβούμε σε κάθε δυνατή και νόμιμη ενέργεια προκειμένου να σας εξοφλήσουμε το συντομότερο’ ‘ , το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, συνήγαγε ότι από το έγγραφο αυτό αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα δήλωνε ότι δεν θα προέβαινε στην καταβολή όλων των ληξιπρόθεσμων μισθών που όφειλε στην αναιρεσίβλητη, αφού της πρόσφερε μόνο το μισθό του μηνός Σεπτεμβρίου 2011 και β) της από 22-1-2012 εξώδικης δήλωσης της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη, στην οποία εκθέτει, κατά την παρατιθέμενη αυτολεξεί περικοπή , ότι ‘ ‘ οι διαλαμβανόμενοι στις εξωδίκους σας ισχυρισμοί σας αυτοαναιρούνται και αυτοδιαψεύδονται, ευρίσκονται δε σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ενέργειές σας και την πραγματική κατάσταση της μόνιμης πλέον, όπως εξελίχθηκε, μη παροχής εργασίας εκ μέρους σας στην εταιρεία μας. Η εταιρεία ουδέν άλλο σας οφείλει εκ της κατά τα ανωτέρω λυθείσης σχέσεως εργασίας, πέραν των αναλυομένων για την κάθε μία εξ υμών στην από 17-1-2012 εξώδικο της εταιρείας μας, ποσά που κι εσείς συνομολογήσατε ως αληθή και πραγματικά δηλώνοντας ότι αυτά τα ποσά αποδέχεστε να εισπράξετε κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο και τόπο’ ‘ , το Εφετείο όμως,με την προσβαλλόμενη απόφασή του, συνήγαγε ότι από το έγγραφο αυτό αποδείχθηκε ότι ‘ ‘ η εναγομένη με την από 22-1-2012 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας στις 23-1-2012, αρνήθηκε να αποδεχθεί την εργασία της (ενάγουσας), επικαλούμενη την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της, τη μειωμένη απόδοσή της ...’ ‘ , ενώ από το έγγραφο αυτό, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, προκύπτει ότι η ίδια η αναιρεσίβλητη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας της, απέχοντας από την εργασία της και αγνοώντας τις επανειλημμένες εκκλήσεις της να επανέλθει στη θέση εργασίας της και ότι δεν υπάρχει άλλη εκκρεμής οφειλή πέραν όσων είχε αναγνωρίσει η αναιρεσείουσα με προηγούμενες εξώδικες δηλώσεις της. Όμως, εν όψει της αναιρετικής εμβέλειας των λόγων που έγιναν δεκτοί, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που εκτείνεται και καλύπτει το δια του σκέλους με το στοιχείο α’ πληττόμενο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέλκει η έρευνα αυτού. Το υπό στοιχείο β’ σκέλος του τρίτου λόγου είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι το Εφετείο, εκτιμώντας και αξιολογώντας το περιεχόμενο της από 22-1-2012 εξώδικης δήλωσης μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ορθά διέγνωσε το περιεχόμενό του και απλά κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ως ορθό, ενώ, εξάλλου, τη σχετική του κρίση το Εφετείο δεν τη στήριξε αποκλειστικά ή κύρια στο έγγραφο αυτό.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου,κατά το δεύτερο σκέλος, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
7. Εν όψει όλων αυτών πρέπει, κατά μερική παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και κατά παραδοχή του πρόσθετου λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος τούτο, κατά το οποίο χρειάζεται διευκρινίσεις, στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, εφόσον αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2030/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια επτακόσια (1.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
19 Jan, 2017