ΣτΕ 678/2017 Αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση - Αντισυνταγματική η διάταξη νόμου (άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ του ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 22 παρ. 8 του ν. 2648/1998) που προβλέπει την επιβολή φόρου στη διαφορά μεταξύ του ύψους της αποζημίωσης

ΣτΕ 678/2017 Αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση - Αντισυνταγματική η διάταξη νόμου (άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ του ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 22 παρ. 8 του ν. 2648/1998) που προβλέπει την επιβολή φόρου στη διαφορά μεταξύ του ύψους της αποζημίωσης


Περίληψη

Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, η αφαίρεση της ιδιοκτησίας με αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι δυνατή μόνο μετά από προηγούμενη πλήρη αποζημίωση του ιδιοκτήτη, η οποία ορίζεται από τα αρμόδια (πολιτικά) δικαστήρια. Ως εκ τούτου, η αποζημίωση που καταβάλλεται στον κύριο ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται αναγκαστικά, αντιστοιχεί στην αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου κατά τον οριζόμενο στις εν λόγω διατάξεις χρόνο, χορηγείται δε προς αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υφίσταται λόγω της στέρησης της ιδιοκτησίας του, λόγος για τον οποίο, άλλωστε, προβλέπεται ρητώς στην παρ. 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος ότι η αποζημίωση αυτή δεν υπόκειται σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος, προδήλως διότι στην περίπτωση αυτή θα καθίστατο μη πλήρης (πρβλ. ΣτΕ ΣτΕ 2707/1977 Ολ., ΣτΕ 595/1965 Ολ., ΣτΕ 2691/1971).

Εξάλλου, κατά την ανωτέρω διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998, ενόψει και όσων διαλαμβάνονται σχετικά στην εισηγητική έκθεση αυτού, το υπερτίμημα που προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου επιχείρησης, δηλαδή η διαφορά μεταξύ του ύψους της καταβαλλόμενης στον ιδιοκτήτη του εν λόγω ακινήτου αποζημίωσης και της τιμής κτήσης αυτού, «θεωρείται» ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, προκειμένου δε περί ιδιοχρησιμοποιούμενου από επιχείρηση ακινήτου, η φορολόγηση του εν λόγω υπερτιμήματος αναβάλλεται ενόσω αυτό εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και αυτό φορολογείται στο όνομα της επιχείρησης μόνο σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της επιχείρησης. Όμως, η κατά την ως άνω διάταξη φορολόγηση, στο όνομα της ιδιοκτήτριας του απαλλοτριούμενου ακινήτου επιχείρησης (106 παρ. 4 Κ.Φ.Ε.), του υπερτιμήματος, το οποίο αποτελεί τμήμα της καταβαλλόμενης σ' αυτήν αποζημίωσης, έστω και στον μεταγενέστερο χρόνο της διανομής αυτού ή της διάλυσης της επιχείρησης, έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος, διότι καθιστά την αποζημίωση για την απαλλοτρίωση του ακινήτου αυτής μη πλήρη.





ΣτΕ  678/2017

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 1η Φεβρουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα. Για να δικάσει την αττό 14 Ιανουαρίου 2008 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

..................ΕΚΟ Α.Β.Ε.Ε. ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ" και ήδη ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "....................", που εδρεύει στο ......................, η οποία δεν παρέστη.
 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2529/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείο- ντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος κατόπιν παραπομπής με την 2479/2016 απόφαση της πενταμελούς σύνθεσης αυτού, ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου.
 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 2529/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών συνεκδίκασε τις κατά της 3887/2006 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στρεφόμενες (αντίθετες) εφέσεις της εταιρείας «....................» (με προηγούμενη επωνυμία «...................») και του Ελληνικού Δημοσίου και η μεν έφεση του Δημοσίου απορρίφθηκε, ενώ η έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης έγινε εν μέρει δεκτή και μεταρρυθμίσθηκε η 3887/2006 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή της ως άνω εταιρείας, είχε ακυρωθεί η εκ μέρους του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών σιωπηρή απόρριψη δήλωσης μερικής ανάκλησης της δήλωσης φόρου εισοδήματος αυτής οικονομικού έτους 2002, είχε γίνει δεκτή η εν λόγω ανάκληση, είχε κριθεί ότι εισόδημα 926.997.816 δραχμών που είχε δηλωθεί με την αρχική δήλωση δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος και είχε υποχρεωθεί το Δημόσιο να της επιστρέψει ποσό φόρου 1.581.269,20 ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθέν με τον νόμιμο τόκο 6% από την άσκηση της προσφυγής. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πρωτόδικη απόφαση μεταρρυθμίσθηκε κατά το κεφάλαιο της σχετικά με το ύψος του επιτοκίου, το οποίο ορίσθηκε στο γενικώς ισχύον εκάστοτε επιτόκιο.
 

3. Επειδή, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα νομιμοποιητικά στοιχεία, καθώς και σύμφωνα με όσα δήλωσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της πενταμελούς σύνθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εταιρείας «........................», όπως αναλύονται και στο από 28-9-2016 υπόμνημά της, μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης η αναιρεσίβλητη εταιρεία «..........................» συγχωνεύθηκε δι' απορροφήσεως από την ανώνυμη εταιρεία «........................», η επωνυμία της οποίας τροποποιήθηκε ως άνω (...................απόφαση Αντιπεριφερειάρχη Βορείου Τομέα Αθηνών, αρ. πρωτ. .................. ανακοίνωση καταχώρισης στο ΓΕΜΗ). Ως εκ τούτου, αυτή συνεχίζει την παρούσα δίκη ως καθολική διάδοχος της αναιρεσίβλητης.
 

4. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση μόνον ως προς τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναιρέσεως, για τους οποίους υπάρχει θετική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (414/2008 Β' Τμήματος ΝΣΚ).
 

5. Επειδή, στο άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους [...] 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. [...] 4. [...] Η αποζημίωση δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος. 5. [...]». Περαιτέρω, στη διάταξη της περ. ζ της παρ. 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, Α' 151), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998 (Α 238) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονται τα εξής: «θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και η πραγματοποιηθείσα αυτόματη υπερτίμηση του πάγιου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση, καθώς και η υπερτίμηση που δεν πραγματοποιήθηκε, εφόσον αυτή έχει περιληφθεί στην απογραφή. Κατ' εξαίρεση, η υπερτίμηση από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, το οποίο ιδιοχρησιμοποιείται ή έχει ιδιοχρησιμοποιηθεί για την άσκηση του αντικειμένου των εργασιών της επιχείρησης, απαλλάσσεται του φόρου, εφόσον εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και φορολογείται σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Κατά τον υπολογισμό του υπερτιμήματος από την πώληση ακινήτου, εξαιρουμένου του υπερτιμήματος που προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, ως τιμή πώλησης δεν δύναται να ληφθεί ποσό μικρότερο της αξίας, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων». Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και στον προσδιορισμό του ακαθάριστου εισοδήματος των νομικών προσώπων (μεταξύ των οποίων και οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες) κατ' άρθρο 105 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε..
 

6. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, η αφαίρεση της ιδιοκτησίας με αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι δυνατή μόνο μετά από προηγούμενη πλήρη αποζημίωση του ιδιοκτήτη, η οποία ορίζεται από τα αρμόδια (πολιτικά) δικαστήρια. Ως εκ τούτου, η αποζημίωση που καταβάλλεται στον κύριο ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται αναγκαστικά, αντιστοιχεί στην αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου κατά τον οριζόμενο στις εν λόγω διατάξεις χρόνο, χορηγείται δε προς αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υφίσταται λόγω της στέρησης της ιδιοκτησίας του, λόγος για τον οποίο, άλλωστε, προβλέπεται ρητώς στην παρ. 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος ότι η αποζημίωση αυτή δεν υπόκειται σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος, προδήλως διότι στην περίπτωση αυτή θα καθίστατο μη πλήρης (πρβλ. ΣτΕ ΣτΕ 2707/1977 Ολ., ΣτΕ 595/1965 Ολ., ΣτΕ 2691/1971).

Εξάλλου, κατά την ανωτέρω διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998, ενόψει και όσων διαλαμβάνονται σχετικά στην εισηγητική έκθεση αυτού, το υπερτίμημα που προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου επιχείρησης, δηλαδή η διαφορά μεταξύ του ύψους της καταβαλλόμενης στον ιδιοκτήτη του εν λόγω ακινήτου αποζημίωσης και της τιμής κτήσης αυτού, «θεωρείται» ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, προκειμένου δε περί ιδιοχρησιμοποιούμενου από επιχείρηση ακινήτου, η φορολόγηση του εν λόγω υπερτιμήματος αναβάλλεται ενόσω αυτό εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και αυτό φορολογείται στο όνομα της επιχείρησης μόνο σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της επιχείρησης. Όμως, η κατά την ως άνω διάταξη φορολόγηση, στο όνομα της ιδιοκτήτριας του απαλλοτριούμενου ακινήτου επιχείρησης (106 παρ. 4 Κ.Φ.Ε.), του υπερτιμήματος, το οποίο αποτελεί τμήμα της καταβαλλόμενης σ' αυτήν αποζημίωσης, έστω και στον μεταγενέστερο χρόνο της διανομής αυτού ή της διάλυσης της επιχείρησης, έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος, διότι καθιστά την αποζημίωση για την απαλλοτρίωση του ακινήτου αυτής μη πλήρη.
 

7. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν, κατ' εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας που είχαν προσκομισθεί και πρωτοδίκως, δεκτά τα εξής: Η αναιρεσίβλητη εταιρεία, στην από 21-5-2002 δήλωση φορολογίας εισοδήματος της οικονομικού έτους 2002, που υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, περιέλαβε, τόσο στα ακαθάριστα έσοδά της (546.024.371.645 δρχ.), όσο και στα φορολογητέα κέρδη της (14.266.200.598 δρχ.), το ποσό των 926.997.816 δρχ.. Το ποσό αυτό αποτελούσε τη διαφορά μεταξύ της αποζημίωσης (1.298.401.100 δρχ.) που προσδιορίστηκε δικαστικώς - με τη 1578/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου της στον ........(επί των οδών............), η οποία κηρύχθηκε για λόγους δημόσιας ωφέλειας υπέρ και με δαπάνη της εταιρείας «...............», και της λογιστικής αξίας του (371.403.284 δρχ.), δηλαδή της αξίας κτήσης πλέον αναπροσαρμογών, προσθηκών και βελτιώσεων μετά από αφαίρεση των αποσβέσεων. Ο φόρος που προέκυψε με βάση την πιο πάνω δήλωση, ύψους 5.950.264.655 δρχ., καταβλήθηκε από την αναιρεσίβλητη σε πέντε ισόποσες δόσεις των 3.492.451,74 ευρώ (1.190.052.931 δρχ.) η κάθε μία (βλ. τα 25320/21-5-2002, 12275/28-6- 2002, 18843/31-7-2002, 21862/30-8-2002 και 24998/30-9-2002 διπλότυπα είσπραξης της παραπάνω Δ.Ο.Υ.). Ακολούθως, με την 39179/31-10-2002 δήλωση ενώπιον της ίδιας Δ.Ο.Υ. η αναιρεσίβλητη α) ανακάλεσε, λόγω νομικής πλάνης, την παραπάνω δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ως προς το προαναφερόμενο ποσό των 926.997.816 δρχ., προβάλλοντας ότι αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ' του Κ.Φ.Ε., δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος και θα έπρεπε να αφαιρεθεί από τα ακαθάριστα έσοδά της - και επομένως, να μη συμπεριληφθεί στα φορολογητέα κέρδη της - συνυποβάλλοντας τροποποιητική, κατά τα παραπάνω, δήλωση φορολογίας εισοδήματος, με βάση την οποία προέκυπτε φόρος 5.411.447.174 δρχ., και β) ζήτησε να της επιστραφεί εντόκως ποσό φόρου 538.817.481 δρχ. (5.950.264.655 - 5.411.447.174), που αντιστοιχούσε σε 1.581.269,20 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, καταβλήθηκε αχρεωστήτως. Η πιο πάνω δήλωση ανάκλησης και αίτηση έντοκης επιστροφής φόρου απορρίφθηκε με την τεκμαιρόμενη, λόγω παρόδου άπρακτου τριμήνου, αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της παραπάνω Δ.Ο.Υ.. Κατά της αρνητικής αυτής απάντησης η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή, την οποία κατέθεσε στην εν λόγω Δ.Ο.Υ. στις 12-3-2003 (βλ. 100/12-3-2003 πράξη κατάθεσης, που συντάχθηκε στο σώμα του δικογράφου της προσφυγής), με την οποία ζήτησε: α) να ακυρωθεί η παραπάνω αρνητική απάντηση, β) να γίνει δεκτή η προαναφερόμενη δήλωση ανάκλησης και αίτηση έντοκης επιστροφής φόρου και γ) να επιστραφεί σ' αυτήν εντόκως, από την ημέρα καταβολής κάθε δόσης, αλλιώς από την ημέρα υποβολής της ανακλητικής δήλωσής της, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 345 και 346 του Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 911 του ίδιου Κώδικα, το πιο πάνω ποσό φόρου, με το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, ανερχόμενο από 21-5-2002 έως 5-12-2002 σε 11,25% και από 6-12-2002 έως 6-3-2003 σε 10,75%. Με την πρωτόδικη απόφασή του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή, ακύρωσε την τεκμαιρόμενη αρνητική απάντηση που προσβλήθηκε με αυτή, δέχθηκε εν όλω τη δήλωση ανάκλησης της αναιρεσίβλητης και εν μέρει την αίτηση έντοκης επιστροφής του φόρου των 1.581.269,20 ευρώ, αποφάνθηκε ότι το υπερτίμημα των 926.997.816 δρχ. από την, κατά τα προαναφερόμενα, αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου της δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος και διέταξε την επιστροφή σ' αυτήν του πιο πάνω ποσού φόρου, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, με τον νόμιμο τόκο 6% από την άσκηση της προσφυγής. Με την έφεση του Δημοσίου προβλήθηκε ότι εσφαλμένως κρίθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ότι οι διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ' του ν. 2238/1994, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 8 το ν. 2649/1998, αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος και περαιτέρω, ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές του ν. 2238/1994, το υπερτίμημα (ωφέλεια) που προέκυψε για την αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία από την αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου της ορθώς συμπεριλήφθηκε στα φορολογητέα κέρδη της στην αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος της οικονομικού έτους 2002 και φορολογήθηκε, εφόσον αυτή δεν χρησιμοποίησε το υπερτίμημα τούτο για την αγορά άλλου ακινήτου προς αντικατάσταση εκείνου που απαλλοτριώθηκε ούτε το εμφάνισε σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού για να το χρησιμοποιήσει στο μέλλον για αντικατάσταση της περιουσίας της που απαλλοτριώθηκε αναγκαστικώς, αλλά το θεώρησε κέρδος και το διένειμε ως μέρισμα στους μετόχους της, όπως προέκυπτε από τα βιβλία που τήρησε. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο λόγος αυτός απορρίφθηκε ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περ. ζ' της παρ. 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε., με τις οποίες το υπερτίμημα που προκύπτει από την καταβολή αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου επιχείρησης φορολογείται ως εισόδημα είτε κατά το οικονομικό έτος απόκτησής του, είτε, εφόσον συντρέχουν οι εκεί οριζόμενες προϋποθέσεις, κατά τον χρόνο της διανομής του ή της διάλυσης της επιχείρησης, είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος, εφόσον, κατά τις διατάξεις αυτές, η αποζημίωση, που καταβάλλεται στην επιχείρηση λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου της, δεν μπορεί να υποβληθεί σε οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση, ούτε με την ευκαιρία της διαπίστωσης υπερτίμησης του ακινήτου κατά τη χορήγηση της, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσής του, αποζημίωσης, με την οποία αντικαθίσταται τούτο με ποσό ίσο προς την αξία του κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης. Συνεπώς, κρίθηκε ότι το ένδικο υπερτίμημα των 926.997.816 δρχ. από την, κατά τα προαναφερόμενα, αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου της αναιρεσίβλητης δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος και ήταν χωρίς σημασία αν η αναιρεσίβλητη δεν χρησιμοποίησε το υπερτίμημα τούτο για την αγορά άλλου ακινήτου προς αντικατάσταση εκείνου που απαλλοτριώθηκε ή αν διένειμε ως μέρισμα στους μετόχους της ποσό ίσο με το εν λόγω υπερτίμημα, καθώς και ότι ορθώς με την πρωτόδικη απόφαση διατάχθηκε η επιστροφή στην αναιρεσίβλητη του φόρου των 1.581.269,20 ευρώ, που αναλογούσε στο πιο πάνω υπερτίμημα και καταβλήθηκε αχρεωστήτως και το ύψος του οποίου δεν αμφισβητήθηκε με την έφεση του Δημοσίου.
 

8. Επειδή, η κρίση αυτή είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω (σκέψη 6), νόμιμη, είναι δε σε κάθε περίπτωση απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση και το από 8-2-2017 υπόμνημα που κατέθεσε το Δημόσιο μετά τη συζήτηση, μέσα στην ταχθείσα προς τούτο προθεσμία. Ειδικότερα, είναι απορριπτέοι οι ισχυρισμοί ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ του Κ.Φ.Ε. περί εμφάνισης της υπερτίμησης από αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου που ιδιοχρηοιμοποιείται ή έχει ιδιοχρησιμοποιηθεί σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού προστατεύει τον θεσμό της ιδιοκτησίας, γιατί αποβλέπει στη διατήρηση του ποσού προς μελλοντική επένδυση ή αγορά άλλου ακινήτου, όπως καταδεικνύεται από το ότι η φορολόγηση -κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, τεχνικά και μόνο, κατά το αναιρεσείον, στο επίπεδο της επιχείρησης ενώ επρόκειτο πράγματι, κατ' αυτό, για φορολόγηση μερίσματος των ωφελούμενων προσώπων- προβλέπεται σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της επιχείρησης, όχι όμως σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης, όπως σε άλλες περιπτώσεις αποθεματικών σχηματισθέντων είτε δυνάμει του ν. 2238/1994 είτε δυνάμει ειδικών αναπτυξιακών νόμων.
 

9. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (Α' 84), ορίζει τα εξής: «Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου αυτού. [...]». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δεν επιβάλλεται η παραπομπή από Τμήμα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου του ζητήματος της συνταγματικότητας διάταξης τυπικού νόμου, όταν η Ολομέλεια ή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει για τη συνταγματικότητα άλλης μεν διάταξης τυπικού νόμου, πλην ταυτόσημης κατά περιεχόμενο με την εφαρμοστέα, ώστε, στην περίπτωση αυτή, να πρόκειται αναμφιβόλως για το αυτό κατ' ουσίαν νομικό ζήτημα (ΣτΕ Ολ. ΣτΕ 1476/2004, ΣτΕ 112/2016 7μ, ΣτΕ 1952/2014 κ.ά).


10. Επειδή, εν προκειμένω με την αναφερθείσα στη σκέψη 6 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ΣτΕ 2707/1977 κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 περ. ε, 7 παρ. 2 και 8 παρ. 1 του α.ν. 1521/1950, κατά το μέρος που με αυτές μειούται η από το τακτικό δικαστήριο καθορισθείσα αποζημίωση υπέρ του ιδιοκτήτη ακινήτου που απαλλοτριώνεται αναγκαστικώς, με την υπαγωγή της αποζημίωσης σε φόρο μεταβίβασης ακινήτων, αντίκεινται στη συνταγματική επιταγή περί πλήρους αποζημιώσεως του άρθρου 17 του Συντάγματος του 1952 περί προστασίας της ιδιοκτησίας, που αντιστοιχεί στο άρθρο 17 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο Συντάγματος.
Περαιτέρω, με την αναφερθείσα στην ίδια ως άνω σκέψη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου 595/1965 κρίθηκε, αναφορικά με αποζημίωση για απαλλοτριωθείσες προς αγροτική αποκατάσταση ακτημόνων εκτάσεις, χωρίς διάκριση ή διαχωρισμό μεταξύ των εν λόγω εκτάσεων ως απαλλοτριωτέων κατά το άρθρο 119 ή το άρθρο 19 του Συντάγματος του 1927, εκ των οποίων το δεύτερο (19) αντιστοιχεί στο άρθρο 17 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο Συντάγματος, ότι επί της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης ως πλήρους, κατά τη συνταγματική ρητή επιταγή, υπέρ του στερηθέντος την ιδιοκτησία του κυρίου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. 3 του κωδ. δ/τος της 22/24 Οκτωβρίου 1941 που προβλέπει την παρακράτηση μέρους της αποζημίωσης ως αναγκαστικής εισφοράς υπέρ του ειδικού Ταμείου Εποικισμού, διότι αυτό θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη περιγραφή της συνταγματικής εγγύησης περί πλήρους αποζημιώσεως του καθ' ου η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη κατά τον προσδιορισμό και την καταβολή αυτής. Οι κατά τα ανωτέρω κριθείσες με τις ως άνω δυο αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αντισυνταγματικές διατάξεις είναι ταυτόσημες κατά περιεχόμενο, ως προς τα στοιχεία τους που ασκούν επιρροή στην ταυτότητα του συνταγματικού ζητήματος που τίθεται (πρβλ. ΣτΕ 112/2016 7μ., ΣτΕ 1952/2014, ΣτΕ 1731/2011, ΣτΕ 3536/2009), δηλαδή της δια φορολογικών επιβαρύνσεων απομειώσεως της αποζημίωσης, καθισταμένης έτσι αυτής μη πλήρους, με την εφαρμοσθείσα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ του ΚΦΕ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με την παρ. 8 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998, η οποία επίσης, ενόψει των γενομένων δεκτών στη σκέψη 6, κρίνεται, με την παρούσα απόφαση, ως αντικείμενη στο άρθρο 17 παρ. 2 και 4 του ισχύοντος Συντάγματος, για τον ίδιο λόγο που αναφέρεται στις ανωτέρω δύο αποφάσεις της Ολομελείας. Εφόσον, επομένως, πρόκειται για το αυτό κατ' ουσίαν νομικό ζήτημα, το οποίο επιλύθηκε με τις ως άνω αποφάσεις της Ολομελείας, δεν συντρέχει περίπτωση υποχρεωτικής παραπομπής σε αυτήν του ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διάταξης του άρθρου 28 παρ. 3 περ. ζ του ν. 2238/1994, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με την παρ. 8 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998, και η κρινόμενη αίτηση πρέπει, κατόπιν αυτών, να απορριφθεί κατά το οικείο μέρος.
 

11. Επειδή, με την ΣτΕ 2190/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984 (Α' 127), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (Α1 24), κατά το μέρος που ορίζουν ότι, επί επιστροφής φόρων, δασμών κλπ., που κατεβλήθησαν αχρεωστήτως κατά τα κριθέντα με οριστική δικαστική απόφαση, η τοκοφορία αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επόμενου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της δικαστικής απόφασης, έχουν ως συνέπεια τη μη προσήκουσα αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του αχρεωστήτως καταβαλόντος τον φόρο, η οποία προκλήθηκε από την διαγνωσθείσα ως εξαρχής αχρεώστητη καταβολή του φόρου. Τούτο δε διότι η υποχρέωση καταβολής τόκων, που εξ ορισμού έχουν ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας από στέρηση περιουσιακών στοιχείων, περιορίζεται στο χρονικό διάστημα μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή, που αφήνει ακάλυπτο μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο φορολογούμενος υφίσταται μη νομίμως περιουσιακή ζημία και του οποίου χρονικού διαστήματος η διάρκεια εξαρτάται από γεγονότα που ευρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής του, όπως είναι κυρίως ο χρόνος συζήτησης της υπόθεσης και της δημοσίευσης και κοινοποίησης της απόφασης, είναι ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας και, κατ' ακολουθίαν, ανίσχυρη.
 

12. Επειδή, εξ άλλου, με την αυτή απόφαση (2190/2014) κρίθηκε ότι οι ίδιες διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, κατά το μέρος που προβλέπουν, επί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δασμών και συναφών προστίμων, την καταβολή τόκων με το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ.1, 4 παρ. 5, 78 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο, διότι το εν προκειμένω επιλεγέν από το νομοθέτη κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους του επιτοκίου, που είναι εφαρμοστέο για την έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, είναι πρόσφορο, συναφές με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν εισάγει άνιση ρύθμιση. Πράγματι, το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου είναι εκείνο, με το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, το Δημόσιο δανείζεται για να καλύψει τις υποχρεώσεις του προς τα πρόσωπα, προς τα οποία έχει χρηματικές οφειλές, όπως είναι οι αχρεωστήτως καταβαλόντες σ' αυτό φόρους. Ευλόγως, επομένως, και σε συμφωνία με τους κανόνες των συναλλαγών και της κοινής πείρας, εξοφλεί και αυτό τους δανειστές του με το ίδιο επιτόκιο, με το οποίο κατά βάση δανείστηκε τα χρήματα που επιστρέφει. Άλλωστε, στη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλών, δηλαδή την πληρωμή ή επιστροφή φόρων, εφαρμόζεται πλέον, δυνάμει της επίμαχης διάταξης, η έντοκη καταβολή τόσο για το Δημόσιο όσο και για τους ιδιώτες. Δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι σε άλλες, διαφορετικές, κατηγορίες οφειλών του Δημοσίου εφαρμόζεται διαφορετικό επιτόκιο, διότι δεν απαγορεύεται, αλλ', αντιθέτως, υπαγορεύεται από την αρχή της ισότητας η διαφορετική μεταχείριση διαφορετικών κατηγοριών οφειλών. Άλλωστε, και στις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών προβλέπονται διαφορετικά, κατά περίπτωση, επιτόκια (συμβατικό, νόμιμο), χωρίς αυτό να προσκρούει σε συνταγματικό κανόνα ή αρχή. Εξ άλλου, η κρίση του ζητήματος αν διάταξη νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα διαμορφώνεται εν όψει και των αποτελεσμάτων της εφαρμογής της, είναι όμως γενική και αφηρημένη με την έννοια ότι δεν διαφοροποιείται κατά περίπτωση, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι η κατ' αρχήν συμπορευόμενη με το Σύνταγμα νομοθετική αυτή διάταξη τρέπεται σε, κατά περίπτωση, αντισυνταγματική όταν, συγκυριακώς, το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου διαμορφώνεται σε ύψος κατώτερο από το γενικώς ισχύον, κατά τον Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, επιτόκιο 6% για τις οφειλές του Δημοσίου, δεδομένου, άλλωστε, ότι, στην περίπτωση αυτή, θα εισήγετο ανισότητα μεταξύ προσώπων της αυτής κατηγορίας, δηλαδή των αχρεωστήτως καταβαλόντων στο Δημόσιο φόρους, ανάλογα με τον χρόνο της εξόφλησης, το δε κριτήριο καθορισμού του επιτοκίου θα ήταν τυχαίο και όχι σταθερό. Εξ άλλου, όπως ήδη εξετέθη, δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα η αυτή μεταχείριση, από πλευράς επιτοκίου, διαφορετικών κατηγοριών οφειλών, ενώ θα παρετη- ρείτο και ανισορροπία στη θέση του Δημοσίου ως οφειλέτη και δανειστή, αφού θα ήταν υποχρεωμένο να εξοφλεί τις υποχρεώσεις του με επιτόκιο διαφορετικό από εκείνο με το οποίο δανείζεται.
 

13. Επειδή, κρίθηκε, συνεπώς, με την αυτή απόφαση (2190/2014) ότι για αξιώσεις του φορολογουμένου προς επιδίκαση τόκων κατά την επιστροφή φόρων κ.λπ. αχρεωστήτως καταβληθέντων ισχύουν οι ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 3 του ν. 2120/1993 και του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου. Ως εκ τούτου, για το ζήτημα αυτό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 340 έως 346 και 910-911 του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, ως προς το ύψος του επιτοκίου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, ο δε χρόνος έναρξης της τοκοφορίας, εν όψει της αντισυνταγματικότητας κατά το μέρος αυτό των εν λόγω διατάξεων, ρυθμίζεται από την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944, η οποία έχει εφαρμογή και σε περίπτωση οφειλής που απορρέει από σχέση δημοσίου δικαίου, όπως η φορολογική, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις. Εξ άλλου, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή φόρου κ.λπ. που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως.
 

14. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι το προαναφερόμενο ποσό φόρου (1.581.269,20 ευρώ), που καταβλήθηκε αχρεωστήτως και του οποίου η επιστροφή διατάχθηκε - νομίμως, κατά τα κριθέντα με την αναιρεσιβαλλομένη- στην αναιρεσίβλητη με την πρωτόδικη απόφαση, έπρεπε να επιστραφεί σ' αυτήν εντόκως από την άσκηση της προσφυγής της, δηλαδή από 12-3-2003, όπως είχε κριθεί και με την πρωτόδικη απόφαση, και απορρίφθηκαν ως αβάσιμα όσα υποστηρίχθηκαν περί του αντιθέτου με τις εφέσεις. Ακόμη, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου, που όφειλε το Δημόσιο από τις 12-3-2003 μέχρι την άσκηση της έφεσης της αναιρεσίβλητης εταιρείας (9- 11-2006), αλλά και έως τη συζήτησή της (8-2-2007), ανερχόταν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων για τις δίκες του Δημοσίου, σε 6%. Κατά το διάστημα, όμως, τούτο, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου που ίσχυε γενικώς ήταν σημαντικά υψηλότερο από το πιο πάνω ποσοστό. Ενδεικτικώς, το επιτόκιο τούτο ανερχόταν σε 10,50% στις 12-3-2003 (ν. 2842/2000 άρθρο 3 παρ. 2), σε 11,25% στις 9-11-2006 (ν. 2842 αρ.3 παρ.2) και σε 11,5% στις 8-2-2007 (ν. 2842 αρ.3 παρ.2). Έτσι, κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων για τις δίκες του Δημοσίου αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στην υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται κάποιος λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, ούτε το Δημόσιο επικαλέσθηκε, άλλωστε, την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ότι η εν λόγω διάταξη δεν ήταν εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση. Επομένως, κρίθηκε ότι το παραπάνω ποσό φόρου (1.581.269,20 ευρώ) έπρεπε να επιστραφεί στην αναιρεσίβλητη εντόκως από την άσκηση της προσφυγής της, με βάση το γενικώς εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, κατά τον βάσιμο σχετικό λόγο της έφεσής της, απορρίφθηκαν ως αβάσιμα όσα υποστηρίχθηκαν περί του αντιθέτου με την έφεση του Δημοσίου και μεταρρυθμίσθηκε αναλόγως, κατά το σχετικό κεφάλαιο της, η πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ότι το εν λόγω ποσό έπρεπε να επιστραφεί στη διάδικο ανώνυμη εταιρεία με τον τόκο που ορίζεται στο άρθρο 21 του Κώδικα νόμων για τις δίκες του Δημοσίου (6%).
 

15. Επειδή, εν όψει όσων έγιναν ανωτέρω δεκτά, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που έκρινε ότι το Δημόσιο είχε υποχρέωση καταβολής τόκων και καθόρισε ως χρόνο έναρξης της τοκοφορίας τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, παρίσταται, κατά τα προεκτεθέντα, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι η σχετική με το τελευταίο θέμα ρύθμιση του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1473/1984, όπως ισχύει, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντισυνταγματική, και, ως εκ τούτου, έχει εφαρμογή η γενική διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944, εφ' όσον για το ζήτημα αυτό δεν υφίσταται ειδική διάταξη. Επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
 

16. Επειδή, όμως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη 12, κατά το μέρος που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, ως προς το προβλεπόμενο από αυτές επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, αλλά όρισε το επιτόκιο για το επιστρεπτέο στην αναιρεσίβλητη εταιρεία ποσό φόρου στο γενικώς ισχύον εκάστοτε επιτόκιο έως την επιστροφή του εν λόγω ποσού [βλ. τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών περί καθορισμού επιτοκίου εντόκων γραμματίων κατ' εφαρμογή των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3745/1957 (Α' 173) που αντιστοιχούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα], το δικάσαν δικαστήριο έσφαλε και η απόφασή του πρέπει να αναιρεθεί κατά το αντίστοιχο μέρος, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσίβλητη με το υπόμνημά της, ότι δηλαδή η κρινόμενη αίτηση δεν πλήσσει, και δη με τρόπο ορισμένο, την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αυτή αφορά στο εφαρμοστέο επιτόκιο. Εξάλλου, όλως αορίστως υποστηρίζει, με το αυτό υπόμνημα, ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς.
 

17. Επειδή, περαιτέρω, εν όψει του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, το Δικαστήριο κρατεί και δικάζει αυτήν κατά το αναιρούμενο μέρος, δέχεται την έφεση του Δημοσίου κατά το μέρος που αφορά το εφαρμοστέο επιτόκιο για τον εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη λόγο και απορρίπτει την έφεση της αναιρεσίβλητης κατά το ίδιο μέρος, μεταρρυθμίζει την πρωτόδικη απόφαση κατά το αφορών στο ανωτέρω ζήτημα μέρος και για τον ίδιο ως άνω λόγο, ορίζει δε ότι υποχρεούται το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη τόκους, επί του επιστρεπτέου σ' αυτήν βάσει της ίδιας απόφασης ποσού, με το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας.
 

Διά ταύτα


Δέχεται εν μέρει την αίτηση.


Αναιρεί εν μέρει την 2529/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.
 

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
 

Κρατεί την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος, δικάζει τις εφέσεις του Δημοσίου και της αναιρεσίβλητης, τις οποίες δέχεται και
απορρίπτει εν μέρει, αντιστοίχως, σύμφωνα με το σκεπτικό.
 

Μεταρρυθμίζει την 3887/2006 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς το εφαρμοστέο επιτόκιο και υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη τόκους, επί του επιστρεπτέου & αυτήν βάσει της εν λόγω απόφασης ποσού, με το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, σύμφωνα με το σκεπτικό.
 

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα έξοδα της ουσιαστικής δίκης.
 

Πηγή: Taxheaven