ΣτΕ 431/2017 Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης - Η υποχρεώση της φορολογικής αρχής για κλήση προς παροχή εξηγήσεων και επί επιβολής προστίμου για έκδοση εικονικού τιμολογίου, του οποίου το ύψος καθορίζεται με τα αντικειμενικά κριτήρια του ν. 2523/1997

ΣτΕ 431/2017 Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης - Η υποχρεώση της φορολογικής αρχής για κλήση προς παροχή εξηγήσεων και επί επιβολής προστίμου για έκδοση εικονικού τιμολογίου, του οποίου το ύψος καθορίζεται με τα αντικειμενικά κριτήρια του ν. 2523/1997

Περίληψη

Πριν από την έκδοση πράξεως επιβολής προστίμου λόγω παραβάσεως του ΚΒΣ, εφ' όσον αποδίδεται υπαίτια συμπεριφορά στον παραβάτη ή αυτή εκδίδεται κατόπιν επιμετρήσεως του ποσού του προστίμου με βάση τη βαρύτητα και τις συνθήκες τελέσεως της παραβάσεως, η φορολογική αρχή υποχρεούται να διασφαλίζει στον φερόμενο ως παραβάτη ευχέρεια εκθέσεως των απόψεών του, με επίδοση σχετικού σημειώματος με κλήση για παροχή εξηγήσεων, εκτός εάν είναι ιδιαιτέρως δυσχερής η επίδοσή του και βεβαιώνεται αυτό με ειδική αιτιολογία, ότι η συμμόρφωση της φορολογικής αρχής προς την υποχρέωσή της αυτή αποτελεί προϋπόθεση νομιμότητος της σχετικής διαδικασίας και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την δυνατότητα διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς μετά την έκδοση της πράξεως επιβολής προστίμου καθώς και ότι, συνακολούθως, αντίκειται στην ως άνω συνταγματική διάταξη το άρθρο 36 παρ.7 του ΚΒΣ, καθ' ό μέρος ορίζει ότι το προαναφερθέν σημείωμα δεν αποτελεί στοιχείο της διαδικασίας για την σύνταξη της εκθέσεως ελέγχου ή της πράξεως επιβολής του προστίμου.
Εφ' όσον, όμως, το ως άνω ζήτημα αντισυνταγματικότητας είχε ήδη κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως επιλυθεί με τις ΣτΕ 2370/2007 και ΣτΕ 2371/2007 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αβασίμως προβάλλεται ότι η εν λόγω αίτηση είναι παραδεκτή κατ' επίκληση του προπαρατεθέντος άρθρου 2 του ν.3900/2010.
Εν πάση δε περιπτώσει, ενόψει του ότι και επί επιβολής προστίμου για έκδοση εικονικού τιμολογίου, του οποίου το ύψος καθορίζεται με τα αντικειμενικά κριτήρια του ν. 2523/1997, δεν αναιρείται η ως άνω υποχρέωση της φορολογικής αρχής να καλεί τον εκδότη του φερομένου ως εικονικού στοιχείου να προβάλει ισχυρισμούς σχετικά με την μη τέλεση της παραβάσεως πριν από την έκδοση της σε βάρος του καταλογιστικής πράξεως


ΣτΕ  431/2017

TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 18 Ιανουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Ειρ. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 26 Νοεμβρίου 2013 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ........ και ήδη Δ.Ο.Υ. Ε' Πειραιώς, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Φαρμάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του ...................., ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 1484/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1484/2011 απoφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, κατόπιν αποδοχής εφέσεως του Δημοσίου, εξαφανίσθηκε η 1396/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς και, περαιτέρω, κατόπιν αποδοχής προσφυγής του ήδη αναιρεσιβλήτου, λόγω μη τηρήσεως του τύπου της προηγουμένης ακροάσεως, ακυρώθηκε η 15/2000 πράξη του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ............περί επιβολής σε βάρος του ανωτέρω, για την χρήση 1996, κατ' επίκληση του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 (Α' 179), προστίμου ύψους 4.000.000 δραχμών λόγω παραβάσεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, Α' 84) και, ειδικότερα, λόγω εκδόσεως εικονικού, ήτοι για ανύπαρκτη συναλλαγή, τιμολογίου παροχής υπηρεσιών.

2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α' 240/22.12.2016 - έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α', ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. [...]». Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ήτοι και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς και των ειδικοτέρων προϋποθέσεων της ως άνω παραγράφου 3 (βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ. κ.ά., επίσης ΣτΕ σε συμβούλιο ΣτΕ 2263/2016, ΣτΕ 25/2017, ΣτΕ 32/2017).

3. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 2 του ν. 3900/2010 ορίζει ότι «Κατ' αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας ...». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, εν όψει και του σκοπού της θεσπίσεώς της, αίτηση αναιρέσεως, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως, κατά αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως αυτής, με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί μόνον όταν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ρητή και απερίφραστη κρίση περί αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου σε διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος (ΣτΕ 29/2014 Ολομ., ΣτΕ 623/2014).

4. Επειδή, το ποσό της ένδικης διαφοράς ανέρχεται σε 11.738,82 ευρώ, ήτοι υπολείπεται του ορίου των 40.000 ευρώ. Επομένως, εφ' όσον ελλείπει η μία από τις δύο σωρευτικώς απαιτούμενες, κατά τα προεκτεθέντα, από το άρθρο 53 του π.δ/τος 1989, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως προυποθέσεις, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθ' ό μέρος, προς θεμελίωση του παραδεκτού της, γίνεται επίκληση της ως άνω διατάξεως, συνακολούθως δε αλυσιτελώς προβάλλεται αφ' ενός έλλειψη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας αφ' ετέρου αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς αποφάσεις του Δικαστηρίου ως προς ορισμένους λόγους αναιρέσεως.

5. Επειδή με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, καθ' ερμηνεία των άρθρων 20 παρ.2 του Συντάγματος, 34 παρ.1, 2 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 10 του ν. 2166/1993, Α' 137) και 4 και 36 παρ.7 του ΚΒΣ, κρίθηκε ότι, πριν από την έκδοση πράξεως επιβολής προστίμου λόγω παραβάσεως του ΚΒΣ, εφ' όσον αποδίδεται υπαίτια συμπεριφορά στον παραβάτη ή αυτή εκδίδεται κατόπιν επιμετρήσεως του ποσού του προστίμου με βάση τη βαρύτητα και τις συνθήκες τελέσεως της παραβάσεως, η φορολογική αρχή υποχρεούται να διασφαλίζει στον φερόμενο ως παραβάτη ευχέρεια εκθέσεως των απόψεών του, με επίδοση σχετικού σημειώματος με κλήση για παροχή εξηγήσεων, εκτός εάν είναι ιδιαιτέρως δυσχερής η επίδοσή του και βεβαιώνεται αυτό με ειδική αιτιολογία, ότι η συμμόρφωση της φορολογικής αρχής προς την υποχρέωσή της αυτή αποτελεί προϋπόθεση νομιμότητος της σχετικής διαδικασίας και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την δυνατότητα διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς μετά την έκδοση της πράξεως επιβολής προστίμου καθώς και ότι, συνακολούθως, αντίκειται στην ως άνω συνταγματική διάταξη το άρθρο 36 παρ.7 του ΚΒΣ, καθ' ό μέρος ορίζει ότι το προαναφερθέν σημείωμα δεν αποτελεί στοιχείο της διαδικασίας για την σύνταξη της εκθέσεως ελέγχου ή της πράξεως επιβολής του προστίμου. Εφ' όσον, όμως, το ως άνω ζήτημα αντισυνταγματικότητας είχε ήδη κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως επιλυθεί με τις ΣτΕ 2370/2007 και ΣτΕ 2371/2007 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αβασίμως προβάλλεται ότι η εν λόγω αίτηση είναι παραδεκτή κατ' επίκληση του προπαρατεθέντος άρθρου 2 του ν.3900/2010. Εν πάση δε περιπτώσει, ενόψει του ότι και επί επιβολής προστίμου για έκδοση εικονικού τιμολογίου, του οποίου το ύψος καθορίζεται με τα αντικειμενικά κριτήρια του ν. 2523/1997, δεν αναιρείται η ως άνω υποχρέωση της φορολογικής αρχής να καλεί τον εκδότη του φερομένου ως εικονικού στοιχείου να προβάλει ισχυρισμούς σχετικά με την μη τέλεση της παραβάσεως πριν από την έκδοση της σε βάρος του καταλογιστικής πράξεως (ΣτΕ 2707/2016, ΣτΕ΅1583/2015, ΣτΕ 3717/2015 -ΣτΕ 8/2015, ΣτΕ 4587/2013), είναι απορριπτέοι και ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως.

6. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολο της.

Δια ταύτα

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 2017 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017.

Η Πρόεδρος του Β' ΤμήματοςΠηγή: Taxheaven