ΑΠ 308 / 2017
Περίληψη
Με τη λύση της συμβάσεως με καταγγελία ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει
από τον εντολέα του την οριζόμενη από το άρθρο 94 του κώδικα περί
δικηγόρων αποζημίωση, το ύψος της οποίας εξαρτάται από το πρόσωπο
εκείνου που καταγγέλλει τη σύμβαση και το χρόνο παροχής των δικηγορικών
υπηρεσιών στον εντολέα του, μη δυνάμενη να υπερβεί τις τριάντα (30)
πάγιες μηνιαίες αμοιβές κατ' ανώτατο όριο (Ολ. Α.Π. 56/1987), οι οποίες
υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές που καταβάλλονται σ' αυτόν
σταθερώς με οποιαδήποτε μορφή, κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυση
μήνα.
Ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός (πάγια αντιμισθία)
και κάθε άλλη παροχή που χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή
νόμιμο αντάλλαγμα των παρεχομένων υπηρεσιών.
Έτσι, σε περίπτωση
καταγγελίας της συμβάσεως εκ μέρους του εντολέως, ο δικηγόρος δικαιούται
να λάβει από τον εντολέα του αποζημίωση ίση με:
α) μία πάγια μηνιαία αμοιβή αν έχει συμπληρώσει στον εντολέα του εξάμηνη υπηρεσία,
β) τρεις πάγιες μηνιαίες αμοιβές αν έχει συμπληρώσει διετία,
γ) έξι αν έχει συμπληρώσει τριετία,
δ) δέκα αν έχει συμπληρώσει πενταετία,
ε) δώδεκα αν έχει συμπληρώσει οκταετία και
στ)
γι' αυτούς που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία άνω των οκτώ ετών,
προστίθεται για κάθε επί πλέον έτος υπηρεσίας αμοιβή ενός και ημίσεος
μηνός, μη δυναμένη να υπερβεί κατ' ανώτατο όριο τις τριάντα πάγιες
μηνιαίες αμοιβές, για τις οποίες απαιτείται υπηρεσία είκοσι ετών στον
ίδιο εντολέα (ΑΠ 813/2014).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 94
παρ. 1 εδ. τελευταίο του κώδικα περί δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με
το άρθρο 10 παρ. 1 ν.δ. 3790/1957: "Εν περιπτώσει λύσεως της συμβάσεως
δια καταγγελίας του εντολέως, ο δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνη την
συμπεφωνημένην εντός των ορίων του άρθρου 92 του παρόντος αμοιβήν του,
μέχρι πλήρους καταβολής της κατά τα άνω αποζημιώσεως".
Από τη διάταξη
αυτή προκύπτει ότι δεν ιδρύεται ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως
εντολής από τη μη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως και επομένως η σύμβαση
που καταγγέλθηκε λύεται οπωσδήποτε, η δε υποχρέωση του εντολέα για την
καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στο δικηγόρο μέχρι καταβολής πλήρους
της αποζημιώσεως είναι παροχή ex lege προς το δικηγόρο, που επιβάλλεται
ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή
της αποζημιώσεως. Πρόκειται δηλαδή για μη νόθο αντικειμενική ευθύνη του
εντολέα, που προϋποθέτει πταίσμα του, έστω και από ελαφρά αμέλεια, κατά
το άρθρο 330 Α.Κ. εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο από το νόμο.
Το
πταίσμα όμως τούτο κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως τεκμαίρεται από
μόνη την καθυστέρηση της καταβολής της πλήρους αποζημιώσεως. Γίνεται
δηλαδή στην περίπτωση αυτή αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως και ο
δικηγόρος που ζημιώθηκε δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του
εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από τη μη καταβολή πλήρους
αποζημιώσεως κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εντολής.
Μπορεί
όμως ο εντολέας να ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και να απαλλαγεί
αν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημιώσεως
οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το
ύψος της (Ολ. ΑΠ 570/1986, ΑΠ 813/2014).
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 308/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 10 Μαΐου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Τηλεπικοινωνιών" που εδρεύει στ ... Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Κουταλίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Υπό εκκαθάριση τελούσης δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία "... Δικηγορική Εταιρεία" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ν. Π. του Θ., κατοίκου ..., από τους οποίους ο εκκαθαριστής της πρώτης και δεύτερος αναιρεσίβλητος Ν. Π. παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητός του ως δικηγόρου και με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ρήγα και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-3-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 275/2013 του ίδιου δικαστηρίου και 1207/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-4-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Μαχαίρας ανέγνωσε την από 19-1-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι δεύτερος, πέμπτος, έβδομος και όγδοος λόγοι αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της πρώτης αναιρεσίβλητης και ο αυτοπροσώπως παριστάμενος δεύτερος αναιρεσίβλητος την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 63, 92Α, 94 του κώδικα περί δικηγόρων που κυρώθηκε με το ν.δ. 3026/1954 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή προκύπτει ότι είναι ασυμβίβαστη με το λειτούργημα του δικηγόρου, ο οποίος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, η άσκηση επιστήμης, τέχνης ή εμπορίας και γενικώς κάθε εργασίας, υπηρεσίας ή απασχολήσεως που δεν αρμόζει στην αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία του, καθώς επίσης η άσκηση εκ μέρους του οιασδήποτε έμμισθης υπηρεσίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
Κατ' εξαίρεση ο δικηγόρος μπορεί να παρέχει με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή καθαρώς νομικές εργασίες νομικού συμβούλου ή δικηγόρου (άρθρα 63 παρ. 1-4 του κώδικα περί δικηγόρων).
Η σύμβαση αυτή παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή είναι πάντοτε αορίστου χρόνου, έστω και αν συνήφθη για ορισμένο χρόνο (άρθρο 63 παρ. 5 του ανωτέρω κώδικα), δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, δεν εφαρμόζονται επ' αυτής οι γνήσιες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, παρά μόνο εφόσον επιτρέπει αυτό ειδικός νόμος ή αναλογικά αν προσαρμόζονται προς τις διατάξεις του άνω νομοθετικού διατάγματος και δεν αντίκεινται στο δημόσιο χαρακτήρα του δικηγορικού λειτουργήματος, ρυθμίζεται δε από τις διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί εντολής και συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (Ολ. ΑΠ. 45/2002).
Τα σχετικά με την αμοιβή του δικηγόρου θέματα κανονίζονται με συμφωνία με τον εντολέα του (άρθρο 92 του άνω κώδικα). Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων να αμείβεται ο δικηγόρος για τις εκ μέρους του παρεχόμενες προς τον εντολέα του υπηρεσίες μόνο με πάγια μηνιαία ή περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται σε αντιστοιχία με το βασικό μηνιαίο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων της κατηγορίας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ανάλογα με το αν πρόκειται για δικηγόρο στο πρωτοδικείο, στο εφετείο ή στον Άρειο Πάγο.
Περαιτέρω η προαναφερόμενη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή λύεται, εκτός των άλλων, και με καταγγελία από τον εντολέα ή τον εντολοδόχο, η οποία πρέπει με ποινή ακυρότητας να είναι έγγραφη και να κοινοποιείται στο άλλο μέρος.
Με τη λύση της συμβάσεως με καταγγελία ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του την οριζόμενη από το άρθρο 94 του κώδικα περί δικηγόρων αποζημίωση, το ύψος της οποίας εξαρτάται από το πρόσωπο εκείνου που καταγγέλλει τη σύμβαση και το χρόνο παροχής των δικηγορικών υπηρεσιών στον εντολέα του, μη δυνάμενη να υπερβεί τις τριάντα (30) πάγιες μηνιαίες αμοιβές κατ' ανώτατο όριο (Ολ. Α.Π. 56/1987), οι οποίες υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές που καταβάλλονται σ' αυτόν σταθερώς με οποιαδήποτε μορφή, κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυση μήνα.
Ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός (πάγια αντιμισθία) και κάθε άλλη παροχή που χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα των παρεχομένων υπηρεσιών.
Έτσι, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εκ μέρους του εντολέως, ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του αποζημίωση ίση με:
α) μία πάγια μηνιαία αμοιβή αν έχει συμπληρώσει στον εντολέα του εξάμηνη υπηρεσία,
β) τρεις πάγιες μηνιαίες αμοιβές αν έχει συμπληρώσει διετία,
γ) έξι αν έχει συμπληρώσει τριετία,
δ) δέκα αν έχει συμπληρώσει πενταετία,
ε) δώδεκα αν έχει συμπληρώσει οκταετία και
στ) γι' αυτούς που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία άνω των οκτώ ετών, προστίθεται για κάθε επί πλέον έτος υπηρεσίας αμοιβή ενός και ημίσεος μηνός, μη δυναμένη να υπερβεί κατ' ανώτατο όριο τις τριάντα πάγιες μηνιαίες αμοιβές, για τις οποίες απαιτείται υπηρεσία είκοσι ετών στον ίδιο εντολέα (ΑΠ 813/2014).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 εδ. τελευταίο του κώδικα περί δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 ν.δ. 3790/1957: "Εν περιπτώσει λύσεως της συμβάσεως δια καταγγελίας του εντολέως, ο δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνη την συμπεφωνημένην εντός των ορίων του άρθρου 92 του παρόντος αμοιβήν του, μέχρι πλήρους καταβολής της κατά τα άνω αποζημιώσεως". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν ιδρύεται ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εντολής από τη μη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως και επομένως η σύμβαση που καταγγέλθηκε λύεται οπωσδήποτε, η δε υποχρέωση του εντολέα για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στο δικηγόρο μέχρι καταβολής πλήρους της αποζημιώσεως είναι παροχή ex lege προς το δικηγόρο, που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της αποζημιώσεως. Πρόκειται δηλαδή για μη νόθο αντικειμενική ευθύνη του εντολέα, που προϋποθέτει πταίσμα του, έστω και από ελαφρά αμέλεια, κατά το άρθρο 330 Α.Κ. εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο από το νόμο.
Το πταίσμα όμως τούτο κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως τεκμαίρεται από μόνη την καθυστέρηση της καταβολής της πλήρους αποζημιώσεως. Γίνεται δηλαδή στην περίπτωση αυτή αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως και ο δικηγόρος που ζημιώθηκε δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από τη μη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εντολής.
Μπορεί όμως ο εντολέας να ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και να απαλλαγεί αν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημιώσεως οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύψος της (Ολ. ΑΠ 570/1986, ΑΠ 813/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "...Ο δεύτερος ενάγων και ήδη εκκαλών [ήδη δεύτερος αναιρεσίβλητος] είναι δικηγόρος διορισμένος στον Άρειο Πάγο και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών... Η πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα [ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη] είναι αστική επαγγελματική εταιρεία του π.δ. 81/2005, που συστάθηκε με τους νόμιμους τύπους... Μέλη της σύμφωνα με τη συστατική πράξη της 12-3-2009 ήταν ο διαχειριστής της - δεύτερος ενάγων και η Α. Ξ. του Ε., δικηγόρος Αθηνών.
Σκοπός της ήταν η παροχή με αμοιβή κάθε μορφής νομικών υπηρεσιών και νομικής υποστήριξης προς τρίτους (πελάτες), ακόμα και με τη συνεργασία με άλλες ημεδαπές ή αλλοδαπές δικηγορικές εταιρείες και με μεμονωμένους δικηγόρους - μέλη των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτων χωρών. Το ανωτέρω καταστατικό τροποποιήθηκε νόμιμα με: 1) την από 1-10-2009 απόφαση της γενικής συνέλευσης των εταίρων, το οποίο εγκρίθηκε με την από 4-11-2009 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου και 2) την από 25-6-2010 απόφαση της γενικής συνέλευσης των εταίρων που εγκρίθηκε με την από 30-7-2010 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, οι οποίες τροποποιήσεις τοιχοκολλήθηκαν και δημοσιεύθηκαν σύμφωνα με το νόμο. Με την από 2-5-2011 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΔΣΑ και σύμφωνα με το από 8-4-2011 πρακτικό γενικής συνέλευσης των εταίρων της άνω δικηγορικής εταιρείας εγκρίθηκε η λύση αυτής από 29-4-2011 και η έγκριση του πρακτικού λύσης αυτής τοιχοκολλήθηκε και δημοσιεύθηκε στο ΝοΒ σύμφωνα με το νόμο... Ο δεύτερος ενάγων και ήδη εκκαλών, ο οποίος όπως προαναφέρθηκε είναι δικηγόρος Αθηνών, τον Ιούλιο του έτους 2007 κατήρτισε ατύπως με την εναγομένη εφεσίβλητη [ήδη αναιρεσείουσα] εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, σύμβαση έμμισθης εντολής, δυνάμει της οποίας η εναγομένη εταιρεία τον προσέλαβε για να παρέχει τις υπηρεσίες του ως δικηγόρος με μηνιαία πάγια αντιμισθία 25.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένης της παρακράτησης 20%).
Ειδικότερα συμφωνήθηκε μεταξύ τους ο εκ μέρους του δεύτερου ενάγοντος χειρισμός όλων των ποινικών υποθέσεων της εναγομένης. Στην ως άνω σύμβαση έμμισθης εντολής διαδέχθηκε το δεύτερο ενάγοντα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 του από 12-3-2009 καταστατικού της, η πρώτη ενάγουσα δικηγορική εταιρεία μετά τη σύστασή της, συνεχίζοντας τις εργασίες του δεύτερου ενάγοντος σχετικά με τις υποθέσεις της εναγομένης που αυτός χειριζόταν στο σημείο που αυτές βρίσκονταν κατά τη σύστασή της. Για το γεγονός αυτό της διαδοχής ενημερώθηκε η εναγομένη με την από 4-5-2009 ηλεκτρονική επιστολή της πρώτης ενάγουσας προς τη νομική σύμβουλο της εναγομένης, όπου οι ιδρυτές - εταίροι της (δεύτερος ενάγων και Α. Ξ.) γνωστοποιούσαν στην εναγομένη ότι από 29-4-2009 η δραστηριότητα του γραφείου τους εντάχθηκε στην αστική επαγγελματική δικηγορική εταιρεία με την επωνυμία "... Δικηγορική Εταιρεία".
Με την ίδια επιστολή την ενημέρωσαν ότι η αμοιβή της εταιρείας τους για το μήνα Απρίλιο 2009 ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένης της παρακράτησης 20%) και της κατέστησαν γνωστά τα φορολογικά στοιχεία της εταιρείας. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής τόσο ο δεύτερος ενάγων μέχρι τη σύσταση της πρώτης ενάγουσας δικηγορικής εταιρείας όσο και η τελευταία από τη σύστασή της και εντεύθεν παρείχαν στην εναγομένη τις νομικές τους υπηρεσίες και η τελευταία κατέβαλλε ανελλιπώς την ως άνω συμφωνηθείσα αμοιβή των 25.000 ευρώ μηνιαίως, παρακρατώντας ποσοστό 20% καθώς και τα έξοδα, σε τραπεζικό λογαριασμό υποδεικνυόμενο από αυτούς (ενάγοντες). Μάλιστα την εργασία αυτή κατά τα συμφωνηθέντα ο δεύτερος ενάγων την προσέφερε κατά κύριο λόγο από το δικηγορικό γραφείο που διατηρεί στην Αθήνα, ενώ κάθε φορά που κρινόταν αυτό αναγκαίο μετέβαινε στο γραφείο της εναγομένης και απασχολείτο εκεί με τις υποθέσεις που είχαν ανατεθεί.
Την 1-12-2010 η πρώτη ενάγουσα απέστειλε στη νομική σύμβουλο της εναγομένης ηλεκτρονική επιστολή, με την οποία της υπενθύμιζε όπως κάθε φορά ότι η αμοιβή της για το μήνα Δεκέμβριο 2010 ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένης της παρακράτησης 20%) πλέον ΦΠΑ 23%, επισυνάπτοντας ταυτόχρονα κατάλογο εξόδων μηνός Νοεμβρίου 2010 ποσού 7.834,33 ευρώ.
Η νομική σύμβουλος της εναγομένης Δ. Κ. απέστειλε στο δεύτερο ενάγοντα την από 14-12-2010 επιστολή, με την οποία ζήτησε από αυτόν να διορθώσει την από 1-12-2010 επιστολή του, συμπεριλαμβάνοντας τη συμφωνηθείσα μεταξύ τους ήδη από το Σεπτέμβριο έκπτωση ύψους 50%.
Ακολούθως η πρώτη ενάγουσα απέστειλε στην ως άνω νομική σύμβουλο της εναγομένης την από 15-12-2010 επιστολή της, επισημαίνοντάς της, σχετικά με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη επιστολή της ως άνω νομικής συμβούλου της εναγομένης, ότι ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε εκατέρωθεν πρόταση ή αίτημα για έκπτωση επί της ως άνω αμοιβής της ούτε βεβαίως, πολύ περισσότερο, υπήρξε οποιαδήποτε παρόμοια συμφωνία. Την 23-12-2010 επιδόθηκε στους ενάγοντες η από 21-12-2010 εξώδικη δήλωση της εναγομένης, με την οποία τους δήλωνε ότι η συμφωνία για έκπτωση 50% επί της αμοιβής τους είχε επιτευχθεί κατά την παρουσία του δεύτερου ενάγοντος στα γραφεία της την 17-9-2010, ενώ σε επόμενες συναντήσεις τους περί τις αρχές Οκτωβρίου 2010 οριστικοποιήθηκαν και τα επιμέρους στοιχεία αυτής, μεταξύ των οποίων και η έναρξη ισχύος της από την 1-12-2010.
Ότι η αθέτηση εκ μέρους τους της συμφωνίας της 17-9-2010 αποτελεί σοβαρό λόγο κλονισμού της εμπιστοσύνης της προς την πρώτη ενάγουσα και το πρόσωπο του δεύτερου ενάγοντος, δηλώνοντάς τους ότι δεν επιθυμεί πλέον να τους αναθέτει ποινικές υποθέσεις των υπαλλήλων, έστω και πρώην ή συνεργατών της, ούτε να την εκπροσωπούν με οιονδήποτε τρόπο δικαστικώς και εξωδίκως.
Συγχρόνως τους κάλεσε να απόσχουν από οποιαδήποτε εργασία εκτελούσαν για λογαριασμό της, δηλώνοντάς τους ότι δεν πρόκειται να καταβάλει οποιαδήποτε αμοιβή για εργασίες που θα γίνονταν μετά την κοινοποίηση της εξώδικης δήλωσης. Με την ίδια ανωτέρω εξώδικη δήλωση τους κάλεσε (εναγομένη) να της παράσχουν άμεσα εγγράφως ενημέρωση για τις υποθέσεις που χειρίστηκαν κατά το διάστημα από τον Ιούλιο του 2007 έως και 31-12-2010, συμπεριλαμβανομένης της προδικασίας, και να της παραδώσουν όλους τους φακέλους ποινικών δικογραφιών που χειρίστηκαν κατά το ίδιο ανωτέρω χρονικό διάστημα. Τέλος τους δήλωσε ότι τα έξοδα του μηνός Νοεμβρίου (2010) θα καταβληθούν στον τραπεζικό λογαριασμό που της είχε υποδειχθεί και τους καλούσε να της αποστείλουν δελτίο παροχής υπηρεσιών για τις παρασχεθείσες κατά το μήνα Δεκέμβριο (2010) υπηρεσίες τους με τη συμφωνηθείσα αμοιβή μετά την έκπτωση, καθώς και κατάλογο εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν κατά τον ίδιο ανωτέρω μήνα (Δεκέμβριο του 2010). Την 27-12-2010 επιδόθηκε στην εναγομένη η από 24-12-2010 εξώδικη απάντηση - πρόσκληση - δήλωση των εναγόντων, με την οποία οι τελευταίοι αναφέρθηκαν με ποιο τρόπο γινόταν η ενημέρωσή της για κάθε ενέργειά τους με ενδεικτική αναφορά στις από 9-12-2010, 16-12-2010 και 20-12-2010 ηλεκτρονικά αποσταλείσες επιστολές της γραμματέως του νομικού τμήματός της (εναγομένης) X. Π., προέβησαν στην ενημέρωσή της για αποτελέσματα των δικών των δικασίμων 21-12-2010 και 22-12-2010 και σε ενέργειες που έπρεπε να γίνουν την 28-12-2010 και 4-1-2011 επί εκκρεμουσών υποθέσεων, της ανέφεραν τα έγγραφα - αντίγραφα των υποθέσεων που βρίσκονταν στο αρχείο τους και παρέθεσαν πίνακα εξόδων μηνός Δεκεμβρίου 2010 συνολικού ποσού 4.422,76 ευρώ. Τέλος δήλωσαν ότι εξελάμβαναν την από 21-12-2010 εξώδικη δήλωσή της ως καταγγελία της μεταξύ αυτής και του δεύτερου ενάγοντος συναφθείσας τον Ιούλιο του έτους 2007 σύμβασης έμμισθης εντολής, η δραστηριότητα του οποίου (δεύτερου ενάγοντος) υπήχθη στη δραστηριότητα της πρώτης (ενάγουσας) από το Μάιο του 2009, η οποία (σχέση έμμισθης εντολής) συνεχιζόταν ακώλυτα και αδιάλειπτα από τον Ιούλιο του 2007 μέχρι την επίδοση του ανωτέρω εξωδίκου της, καθώς και ότι η καταγγελία αυτή ήταν άκυρη τόσο τυπικά, αφού δεν τήρησε τις νόμιμες διατυπώσεις, όσο και ουσιαστικά ως κατεξοχήν καταχρηστική, παράνομη και βασιζόμενη σε ψευδείς ισχυρισμούς και ανυπόστατα γεγονότα, λόγοι για τους οποίους την κάλεσαν να εξοφλήσει όλες τις σχετικές οικονομικές της υποχρεώσεις από τον Ιούλιο του 2007 και εντεύθεν.
Σε απάντηση της ως άνω εξώδικης απάντησης - πρόσκλησης - δήλωσής τους, η εναγόμενη με την από 18-1-2011 εξώδικη δήλωσή της, η οποία επιδόθηκε στους ενάγοντες την 21-1-2011, αρνήθηκε ότι μεταξύ τους συνήφθη σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία και για πρώτη φορά διαμαρτυρήθηκε για έλλειψη ενημέρωσής της επί 78 ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν στο Πταισματοδικείο Χαλανδρίου και επί 126 προανακριτικών δικογραφιών, παράλληλα δε τους δήλωσε ότι θα αποστείλει εξουσιοδοτημένο υπάλληλό της για την παραλαβή των φακέλων των υποθέσεών της. Με την ίδια δε ως άνω εξώδικη δήλωσή της τους απέστειλε την ... 74720047-5 τραπεζική επιταγή ποσού 17.430,45 ευρώ, πληρωτέα σε διαταγή της πρώτης ενάγουσας, προς εξόφληση της συμφωνημένης αμοιβής και των δαπανών μηνός Δεκεμβρίου 2010.
Την κρίση του ότι μεταξύ του δεύτερου ενάγοντος και εν συνεχεία της πρώτης (ενάγουσας) με την εναγομένη συνήφθη σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία, πράγμα που αρνείται η εναγομένη, το δικαστήριο τούτο τη στηρίζει κυρίως στην από 10-7-2007 επιστολή του δεύτερου ενάγοντος προς τη νομική σύμβουλο της εναγομένης, η οποία συνιστούσε πρόταση αυτού (δεύτερου ενάγοντος) για το χειρισμό, όπως ρητώς αναφέρεται σ' αυτή, των περίπου 250 ποινικών υποθέσεων που αφορούσαν τους σταθμούς βάσης της εναγομένης και ήδη εκκρεμούσαν ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων και όσων ανέκυπταν στο μέλλον, καθώς και των υπολοίπων ποινικών υποθέσεων της εταιρείας ..., στις οποίες είτε η εταιρεία είναι η παθούσα είτε στελέχη της εταιρείας φέρονται ως ύποπτοι ή κατηγορούμενοι.
Με την ίδια ανωτέρω επιστολή του ο δεύτερος ενάγων, ως προς το θέμα της αμοιβής του, πρότεινε στην εναγομένη τρεις εναλλακτικές λύσεις, εκ των οποίων έγινε αποδεκτή από την τελευταία (εναγομένη) η τρίτη (λύση), που αφορούσε στο συνδυασμένο χειρισμό όλων των ποινικών υποθέσεων της εταιρείας ... έναντι μηνιαίας συνολικής αμοιβής 25.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένης της παρακράτησης 20%), με αναπροσαρμογή αυτής από 1-1-2008 κατόπιν νεότερης συμφωνίας. Επίσης κύριο χαρακτηριστικό της μεταξύ των διαδίκων συναφθείσας κατά τα ανωτέρω σύμβασης έμμισθης εντολής υπήρξε η περιοδικότητα της αμοιβής, η συμφωνία δηλαδή ότι η αμοιβή αρχικώς του δεύτερου ενάγοντος και στη συνέχεια της πρώτης (ενάγουσας) θα καταβάλλετο παγίως στην αρχή κάθε μήνα, την οποία και πράγματι κατέβαλλε ανελλιπώς η εναγομένη, καθώς και τα πάσης φύσεως έξοδα που ανέκυπταν κατά το χειρισμό των υποθέσεων, για τα οποία στο τέλος κάθε μήνα ο δεύτερος ενάγων επεσύναπτε σχετικό κατάλογο. Η ως άνω από 10-7-2007 επιστολή - πρόταση του δεύτερου ενάγοντος προς την εναγομένη, με το ανωτέρω περιεχόμενο, όπως προεκτέθηκε, αναιρεί τα όσα ισχυρίζεται η εναγομένη ότι απασχολούσε ήδη τότε οκτώ δικηγόρους και δεν είχε ανάγκη των υπηρεσιών του δεύτερου ενάγοντος με την ίδια μορφή συνεργασίας. Η ανωτέρω κρίση δεν ανατρέπεται από την προσκομιζόμενη από την εναγομένη από 6-2-2012 βεβαίωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών περί του ότι τόσο ο δεύτερος ενάγων από το έτος 2007 έως τη σύσταση της πρώτης ενάγουσας, όσο και η τελευταία από τη σύστασή της έως τη λύση της, δεν δήλωσαν έμμισθη εντολή με την εναγομένη εταιρεία, για το λόγο ότι η παράλειψη αυτών να δηλώσουν στον ανωτέρω δικηγορικό σύλλογο την ένδικη σχέση αντιμισθίας πιθανόν να επισύρει πειθαρχικές ή άλλου είδους κυρώσεις, μόνη όμως αυτή (δηλαδή η παράλειψη) δεν αποδεικνύει την ανυπαρξία της ένδικης σχέσης αντιμισθίας ... Παρά ταύτα η εναγομένη, αν και είχε υποχρέωση από το νόμο ταυτόχρονα με την καταγγελία να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα αποζημίωση, δεν το έπραξε, πράγμα που... δεν καθιστά μεν άκυρη την καταγγελία αλλά υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα, πέρα από την προβλεπόμενη από το άρθρο 94 του κώδικα δικηγόρων αποζημίωση "εν είδει ποινής", τη συμφωνημένη αμοιβή της μέχρι πλήρους καταβολής της αποζημίωσης, η αξίωση καταβολής της οποίας απορρέει από τη σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής και όχι από σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθώς η διάταξη του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 δεν εφαρμόζεται αναλογικώς επί συμβάσεως έμμισθης εντολής στους επί παγία αντιμισθία δικηγόρους...
Συνεπώς η πρώτη ενάγουσα, με την καταγγελία της συμβάσεως εντολής εκ μέρους της εναγομένης, νομιμοποιείται να ζητεί την καταβολή της αποζημίωσης του άρθρου 94 του κώδικα περί δικηγόρων, που αναλογεί σε έξι πάγιες αντιμισθίες, που άρχισε τον Ιούλιο του 2007 και έληξε την 23-12-2010. Με βάση δε το χρόνο διάρκειας της σύμβασης εντολής η αποζημίωση που οφείλεται στην πρώτη ενάγουσα ανέρχεται σε (μηναία πάγια αμοιβή 25.000 ευρώ X 6) 150.000 ευρώ, ποσό το οποίο οφείλεται εντόκως από 24-12-2010 (επόμενη ημέρα της καταγγελίας). Περαιτέρω, εφόσον δεν αποδείχθηκε ... συμφωνία περί μείωσης της καταβληθείσας στην πρώτη ενάγουσα αμοιβής, η εναγομένη της οφείλει το υπόλοιπο αμοιβής μηνός Δεκεμβρίου 2010, ήτοι 12.500 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23% εκ ποσού 2.875 ευρώ, ήτοι συνολικά 15.375 ευρώ, ποσό το οποίο οφείλεται εντόκως από 1-12-2010. Εξάλλου ... σύμφωνα με το άρθρο 94 του κώδικα περί δικηγόρων ο εντολέας οφείλει να καταβάλλει στον εντολοδόχο την αμοιβή του μέχρι την πλήρη καταβολή της αποζημίωσης.
Συνεπώς, αφού η εναγομένη κατήγγειλε την 23-12-2010 με τον προαναφερθέντα τρόπο την ένδικη σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία χωρίς ταυτόχρονα να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα τη νόμιμη αποζημίωση, γεγονός από το οποίο τεκμαίρεται αμελής συμπεριφορά εκ μέρους της ιδίας έναντι της πρώτης ενάγουσας, οφείλει σ' αυτήν τη συμφωνηθείσα αμοιβή για τον μετά την καταγγελία χρόνο, ήτοι από 1-1-2011 έως 31-1-2012, δηλαδή την αμοιβή 13 μηνών και συγκεκριμένα θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι της οφείλεται το ποσό των 325.000 ευρώ (ήτοι μηνιαία πάγια αντιμισθία 25.000 ευρώ X 13 μήνες). Το ποσό αυτό θα πρέπει να επιδικασθεί εντόκως από την επίδοση της αγωγής, γιατί αποτελεί ποινή και δεν αποδείχθηκε νωρίτερα όχληση της εναγομένης. Επίσης νόμιμο είναι το αγωγικό κεφάλαιο με το οποίο η πρώτη ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει 25.000 ευρώ το μήνα για συμφωνημένες αμοιβές από 1-2-2012 και εντεύθεν μέχρι το χρόνο καταβολής της οφειλόμενης κατά τα ανωτέρω αποζημιώσεως απολύσεώς της, αφού αυτές (συμφωνημένες αμοιβές)... δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή δικηγορικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι η συνδέουσα τα ως άνω μέρη σύμβασης έμμισθης εντολής έχει ήδη λυθεί δια της καταγγελίας και ως εκ τούτου πρέπει αυτό (ως άνω αγωγικό αίτημα) να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ' ουσίαν... Περαιτέρω οι εκκαλούντες καθ' όλο το διάστημα της συνεργασίας τους με την εφεσίβλητη χειρίστηκαν όλες τις υποθέσεις που ανέλαβαν με επιμέλεια, ενώ από το σύνολο των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων ηλεκτρονικών επιστολών αποδείχθηκε ότι υπήρχε συνεχής ενημέρωση αυτής (εφεσίβλητης) εκ μέρους των εκκαλούντων ως προς την πορεία των υποθέσεών της...". Με βάση αυτές τις παραδοχές (και άλλες που αφορούν την υποχρέωση της εναγομένης για καταβολή στους ενάγοντες χρηματικής ικανοποίησης ποσού 3.000 ευρώ στον καθένα λόγω ηθικής βλάβης, που δεν προσβάλλονται με τους εδώ ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους) το εφετείο δέχθηκε την έφεση των εναγόντων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, και αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, τη δέχθηκε μερικώς ως κατ' ουσίαν βάσιμη, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα: α) το ποσό των 150.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 24-12-2010, β) το ποσό των 15.375 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 1-12-2010, αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα: α) το ποσό των 325.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) το ποσό των 25.000 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-2-2012 και εντεύθεν μέχρι την πλήρη καταβολή της αποζημίωσης γ) το ποσό των 3.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως αφού διέλαβε σ' αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα του είδους της καταρτισθείσης μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, ήτοι ότι επρόκειτο για σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία.
Δεν χρειαζόταν δε για την πληρότητα των αιτιολογιών αυτών να αναφέρεται ο αριθμός των υποθέσεων που θα διεξήγοντο ούτε να διευκρινίζεται αν ο τρόπος φορολογίας 20% της αμοιβής (ο οποίος αναφέρεται ότι περιέχεται στην από 10-7-2007 προσφορά του δεύτερου ενάγοντος) επιβάλλεται από το νόμο σε δικηγορικές αμοιβές από παγία αντιμισθία ή σε δικηγορικές αμοιβές από παροχή υπηρεσιών με έμμισθη εντολή ανά υπόθεση ούτε να διευκρινίζεται αν ελήφθη υπόψη ο προσωποπαγής χαρακτήρας που απαιτείται στη σχέση της πάγιας αντιμισθίας ούτε να αναφέρεται αν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι από το 2007 ουδέποτε ζητήθηκε από τους ενάγοντες επίδομα αδείας, δώρα εορτών και το γεγονός ότι οι ενάγοντες όφειλαν να ενημερώσουν την εναγομένη για τα δικαιώματά τους από την πάγια αντιμισθία.
Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω με την κρίση του αυτή το εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ., ορθώς δε εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του κώδικα περί δικηγόρων, η οποία ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση και δεν ήταν αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 17 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε σε εκείνη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Συνεπώς ο έκτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πιο πάνω πλημμέλειες, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Τέλος, μη εφαρμόζοντας το εφετείο στην προκειμένη περίπτωση τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 ν. 3198/1955, δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α και 19 Κ.Πολ.Δ., αφού η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στην καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και όχι στην καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου με πάγια αντιμισθία, όπως η προκειμένη. Επομένως ο έβδομος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 του ίδιου κώδικα, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 828/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 10-7-2007 επιστολής προσφοράς του δεύτερου αναιρεσιβλήτου προς την αναιρεσείουσα, το οποίο παρατίθεται κατά λέξη στο λόγο αναίρεσης, με το να δεχθεί ότι συνήφθη σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία, βασιζόμενη κυρίως στο έγγραφο αυτό, ενώ από το έγγραφο αυτό δεν προέκυπτε ότι συνήφθη τέτοια σύμβαση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι με αυτόν δεν αποδίδεται στην προσβαλλομένη εσφαλμένη ανάγνωση αλλά εσφαλμένη εκτίμηση του αναφερόμενου αποδεικτικού εγγράφου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η έννοια της δημόσιας τάξης οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 33 Α.Κ., 323 αριθ. 5, 897 αριθ. 6 Κ.Πολ.Δ. και αναφέρεται στην αποτροπή επελεύσεως έννομης συνέπειας μη ανεκτής από την κρατούσα στη χώρα ηθική, κοινωνική, πολιτειακή ή οικονομική τάξη (Ολ. Α.Π. 4/2012). Στην προκειμένη περίπτωση με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες ότι:
1) Κατά την απόρριψη του παραδεκτά προταθέντος πρωτοδίκως και κατ' έφεση ισχυρισμού της ότι τον Οκτώβριο του έτους 2010 συμφωνήθηκε μεταξύ αυτής και του δευτέρου ενάγοντος, ως διαχειριστή της πρώτης, η μείωση της συμφωνηθείσης αμοιβής τους κατά ποσοστό 50%, το εφετείο: α) παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος Δ. Κ. που εξετάστηκε με επιμέλειά της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ Κ.Πολ.Δ.), την οποία αυτή επικαλέσθηκε και προσκόμισε για την απόδειξη της βασιμότητας του ισχυρισμού της αυτού, β) άλλως επικουρικά στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως διότι διέλαβε σ' αυτήν ανεπαρκείς αιτιολογίες (άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ.) συνιστάμενες στην έλλειψη αναφοράς της ανωτέρω μαρτυρικής κατάθεσης (τρίτος λόγος).
2) Κατά την απόρριψη του παραδεκτά προταθέντος πρωτοδίκως και κατ' έφεση ισχυρισμού της περί εύλογης αμφιβολίας της, άλλως συγγνωστής πλάνης της ότι δεν πρόκειται για σύμβαση πάγιας έμμισθης εντολής, το εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως διότι διέλαβε σ' αυτήν ανεπαρκείς αιτιολογίες (άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ.) συνιστάμενες στο ότι δεν προκύπτει αν ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως νόμω ή ουσία αβάσιμος (τέταρτος λόγος) και 3) Κατά την απόρριψη του παραδεκτά προταθέντος πρωτοδίκως και κατ' έφεση ισχυρισμού της περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, το εφετείο: α) παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. (άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ.) και β) δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ.), ήτοι τα πραγματικά περιστατικά που αυτή επικαλέσθηκε για τη θεμελίωση του ισχυρισμού της αυτού, χαρακτηρίζοντάς τον απλώς ως "άρνηση της αγωγής" (πέμπτος λόγος). Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι προεχόντως διότι δεν προσκομίζονται οι πρωτόδικες προτάσεις της αναιρεσείουσας για να διαπιστωθεί αν είχαν προταθεί παραδεκτά οι ανωτέρω ισχυρισμοί της και ποιο ήταν το ακριβές περιεχόμενό τους, προκειμένου να μπορεί να ερευνηθεί περαιτέρω αν κατά την απόρριψή τους το εφετείο υπέπεσε στις προαναφερθείσες αναιρετικές πλημμέλειες. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι προσκομίζονται τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης, αφού σ' αυτά δεν γίνεται καν μνεία του αναφερόμενου στον τρίτο λόγο αναίρεσης ισχυρισμού, ενώ των αναφερόμενων στους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης ισχυρισμών γίνεται μόνο επιγραμματική αναφορά, χωρίς συνοπτική έστω ανάπτυξή τους. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αποτελεί κύρωση της αρχής της διαθέσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. και σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι με βάση και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 875/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη τις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και επικουρικά αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., κατ' ορθή δε εκτίμηση του άρθρου 559 αριθ. 9 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα ότι αναγνώρισε ότι αυτή (η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) οφείλει στην πρώτη ενάγουσα και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη τόκους από την επίδοση της αγωγής, που έλαβε χώρα το Μάρτιο του έτους 2011, για ολόκληρο το (αναγνωρισθέν ως οφειλόμενο για αμοιβές του διαστήματος από 1-1-2011 έως 31-1-2012) ποσό των 375.000 ευρώ, ήτοι των 25.000 μηνιαίως, ενώ για το χρονικό διάστημα από 1-4-2011 έως 31-1-2012 η ανωτέρω ενάγουσα είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί ότι οφείλονται τόκοι από την πρώτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μηνός κατά την οποία θα γινόταν απαιτητό κάθε επί μέρους ποσό 25.000 ευρώ, ήτοι από χρόνο μεταγενέστερο της επίδοσης της αγωγής. Από δε την παραδεκτή επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι ο λόγος αυτός είναι βάσιμος. Συγκεκριμένα με την από 2-3-2011 αγωγή της, όπως το αίτημα αυτής είχε παραδεκτά περιορισθεί με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η πρώτη ενάγουσα είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί ότι οφείλονται νόμιμοι τόκοι για ολόκληρο το οφειλόμενο από την εναγομένη σ' αυτήν για αμοιβές ποσό από τότε που κάθε μηνιαία αμοιβή ποσού 25.000 ευρώ είχε καταστεί απαιτητή, ήτοι από την πρώτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μηνός, ειδικότερα δε όσον αφορά τις αιτούμενες αμοιβές ποσού 25.000 ευρώ μηνιαίως του χρονικού διαστήματος από 1-4-2011 έως 31-1-2012 και συνολικά των 250.000 ευρώ (25.000 ευρώ Χ 10 μήνες), δηλαδή από χρόνο μεταγενέστερο της επίδοσης της αγωγής, που έλαβε χώρα, όπως δεν αμφισβητείται, το Μάρτιο του έτους 2011. Παρά ταύτα με την προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίσθηκε ότι οφείλονται νόμιμοι τόκοι για ολόκληρο το αναγνωρισθέν ως οφειλόμενο από την εναγομένη στην πρώτη ενάγουσα για αμοιβές ποσό των 375.000 ευρώ (επομένως και για το ποσό των 250.000 ευρώ του χρονικού διαστήματος από 1-4-2011 μέχρι και 31-1-2012, που αποτελεί μέρος του συνολικού αυτού ποσού) από την επίδοση της αγωγής, δηλαδή από χρόνο προγενέστερο εκείνου που ζήτησε η πρώτη ενάγουσα. Επομένως με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδικάσθηκαν στην πρώτη ενάγουσα περισσότερα από όσα ζητήθηκαν από αυτήν.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της όσον αφορά το δεύτερο αναιρεσίβλητο αφού ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος δεν τον αφορά, να γίνει δε δεκτός ο αναιρετικός αυτός λόγος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την πρώτη αναιρεσίβλητη και ειδικότερα κατά το μέρος της που (μετά την παραδοχή της έφεσης των εναγόντων, την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την εν συνεχεία έρευνα της υπόθεσης και τη μερική παραδοχή της αγωγής) αναγνώρισε, μεταξύ άλλων, ότι η εναγομένη οφείλει στην πρώτη ενάγουσα νομίμους τόκους από την επίδοση της αγωγής για ολόκληρο το οφειλόμενο για αμοιβές ποσό των 375.000 ευρώ. Στη συνέχεια, ενόψει του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται επί της ουσίας άλλη περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει να κρατηθεί κατά το μέρος της αυτό από το παρόν δικαστήριο (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) και να αναγνωρισθεί ότι, από το αναγνωρισθέν ως οφειλόμενο από την εναγομένη στην πρώτη ενάγουσα συνολικό ποσό των 375.000 ευρώ, το μεν ποσό των 125.000 ευρώ οφείλεται νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το δε υπόλοιπο ποσό των 250.000 ευρώ οφείλεται νομιμοτόκως ανά 25.000 ευρώ από την πρώτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μηνός του χρονικού διαστήματος από 1-4-2011 μέχρι 31-1-2012. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στο αναφερόμενο στο διατακτικό μέρος της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν κοινή εκπροσώπηση και κατέθεσαν κοινές έγγραφες προτάσεις, να συμψηφισθεί δε κατά τα λοιπά η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων εξαιτίας της κατά ένα μέρος νίκης και ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-4-2015 αίτηση για αναίρεση της 1207/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών όσον αφορά το δεύτερο αναιρεσίβλητο.
Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση όσον αφορά την πρώτη αναιρεσίβλητη και κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της. Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 2-3-2011 αγωγή ως προς το αίτημα αναγνώρισης της υποχρέωσης της εναγομένης για καταβολή νομίμων τόκων επί του ποσού των οφειλόμενων από αυτήν στην πρώτη ενάγουσα αμοιβών του χρονικού διαστήματος από 1-1-2011 έως 31-1-2012.
Αναγνωρίζει ότι, από το αναγνωρισθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως οφειλόμενο από την εναγομένη στην πρώτη ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία συνολικό ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων (375.000) ευρώ, το μεν ποσό των εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδων (125.000) ευρώ οφείλεται νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το δε υπόλοιπο ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ οφείλεται νομιμοτόκως ανά είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ από τις 1-4-2011, 1-5-2011, 1-6-2011, 1-7-2011, 1-8-2011, 1-9-2011, 1-10-2011, 1-11-2011, 1-12-2011 και 1-1-2012.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσιβλήτων, το οποίο ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Σεπτεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
21 Feb, 2017