«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση – Δυσμενής διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων – Εσωτερικός κανονισμός επιχειρήσεως ο οποίος απαγορεύει να φορούν οι εργαζόμενοι εμφανή πολιτικά, φιλοσοφικά ή θρησκευτικά σύμβολα στον χώρο εργασίας – Άμεση διάκριση – Δεν υφίσταται – Έμμεση διάκριση – Απαγόρευση σε εργαζομένη να φορά μουσουλμανική μαντίλα»
Στην υπόθεση C-157/15,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hof van Cassatie (ακυρωτικό δικαστήριο, Βέλγιο) με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης
Samira Achbita,
Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding
κατά
G4S Secure Solutions NV,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič, L. Bay Larsen, M. Berger, M. Βηλαρά και E. Regan, προέδρους τμήματος, A. Rosas, A. Borg Barthet, J. Malenovský, E. Levits, F. Biltgen (εισηγητή), K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαρτίου 2016,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– το Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding, εκπροσωπούμενο από τους C. Bayart και I. Bosmans, advocaten,
– η G4S Secure Solutions NV, εκπροσωπούμενη από τους S. Raets και I. Verhelst, advocaten,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις L. Van den Broeck και M. Jacobs,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, D. Colas και R. Coesme,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις J. Kraehling, S. Simmons και C. R. Brodie, επικουρούμενες από τον A. Bates, barrister,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Wils και D. Martin,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2016,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Samira Achbita και του Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding (Κέντρο για την ισότητα ευκαιριών και για την καταπολέμηση του ρατσισμού, στο εξής: Centrum) και, αφετέρου, της G4S Secure Solutions NV (στο εξής: G4S), εταιρίας εδρεύουσας στο Βέλγιο, με αντικείμενο την εκ μέρους της G4S απαγόρευση στους υπαλλήλους της να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους και να ασκούν οποιαδήποτε πρακτική απορρέει από τις πεποιθήσεις αυτές.
Το νομικό πλαίσιο
Η οδηγία 2000/78
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 4 της οδηγίας 2007/78 έχουν ως εξής:
«(1) Κατά το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την [προάσπιση] των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
[...]
(4) Η ισότητα ενώπιον του νόμου και η προστασία όλων των ατόμων έναντι των διακρίσεων αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα αναγνωρισθέν από την οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης εις βάρος των γυναικών, τα σύμφωνα των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα και από την ευρωπαϊκή σύμβαση για την [προάσπιση] των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, συμβαλλόμενα μέρη των οποίων είναι όλα τα κράτη μέλη. Η Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αριθ. 111 απαγορεύει τις διακρίσεις στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.»
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 ορίζει τα εξής:
«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:
α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,
β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν:
i) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, [...]
[...]
5. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»
6 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο[ν] δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:
[...]
γ) τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,
[...]».
Το βελγικό δίκαιο
7 Ο wet ter bestrijding van discriminatie en tot wijziging van de wet van 15 februari 1993 tot oprichting van een Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding (νόμος για την καταπολέμηση των διακρίσεων και για την τροποποίηση του νόμου της 15ης Φεβρουαρίου 1993 περί ιδρύσεως Κέντρου για την ισότητα ευκαιριών και για την καταπολέμηση του ρατσισμού), της 25ης Φεβρουαρίου 2003 (Belgisch Staatsblad της 17ης Μαρτίου 2003, σ. 12844), έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2000/78 στην εσωτερική έννομη τάξη.
8 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:
«Άμεση διάκριση υφίσταται όταν διακριτική μεταχείριση, η οποία δεν δικαιολογείται ευλόγως και αντικειμενικώς, συνδέεται άμεσα με το φύλο, τη λεγόμενη φυλή, το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την προσωπική κατάσταση, τη γέννηση, την περιουσία, την ηλικία, το θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις, την παρούσα ή μελλοντική κατάσταση υγείας, ειδική ανάγκη ή σωματικό χαρακτηριστικό.»
9 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:
«Έμμεση διάκριση υφίσταται όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, ουδέτερο κριτήριο ή ουδέτερη πρακτική θίγει, καθεαυτή, πρόσωπα ως προς τα οποία ισχύουν οι λόγοι διακρίσεως που παρατίθενται στην παράγραφο 1, εκτός αν αυτή η διάταξη, αυτό το κριτήριο ή αυτή η πρακτική δικαιολογείται ευλόγως και αντικειμενικώς.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
10 Η G4S είναι ιδιωτική εταιρία η οποία παρέχει, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες υποδοχής σε πελάτες τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα.
11 Στις 12 Φεβρουαρίου 2003, η Samira Achbita, μουσουλμανικού θρησκεύματος, άρχισε να εργάζεται στην G4S ως υπάλληλος υποδοχής [ρεσεψιονίστ]. Απασχολήθηκε από την εταιρία αυτή με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Την περίοδο εκείνη ίσχυε εντός της G4S ένας άγραφος κανόνας δυνάμει του οποίου οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους.
12 Τον Απρίλιο του 2006, η S. Achbita γνωστοποίησε στους προϊσταμένους της ότι είχε εφεξής πρόθεση να φορά τη μουσουλμανική μαντίλα κατά τις ώρες εργασίας.
13 Η διεύθυνση της G4S, απαντώντας, ενημέρωσε την S. Achbita ότι δεν θα ανεχόταν τη μαντίλα, διότι η εμφανής χρήση πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών συμβόλων αντέβαινε στην ουδετερότητα που επιδίωκε η επιχείρηση.
14 Στις 12 Μαΐου 2006, μετά από περίοδο διακοπής της εργασίας της λόγω ασθενείας, η S. Achbita ενημέρωσε τον εργοδότη της ότι στις 15 Μαΐου θα επέστρεφε στην εργασία της και ότι εφεξής θα φορούσε τη μουσουλμανική μαντίλα.
15 Στις 29 Μαΐου 2006, το συμβούλιο της G4S ενέκρινε τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Ιουνίου 2006, κατά την οποία «απαγορεύεται στους εργαζομένους να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους ή να ασκούν οποιαδήποτε πρακτική απορρέει από τις πεποιθήσεις αυτές».
16 Στις 12 Ιουνίου 2006, η S. Achbita απολύθηκε λόγω της επιμονής της να φορά, ως μουσουλμάνα, τη μουσουλμανική μαντίλα στον χώρο εργασίας της. Έλαβε δε αποζημίωση απολύσεως ισόποση των τρίμηνων αποδοχών και επιδομάτων που δικαιούνταν βάσει της συμβάσεως εργασίας.
17 Η S. Achbita, μετά την απόρριψη της αγωγής που είχε ασκήσει κατά της απολύσεως αυτής ενώπιον του arbeidsrechtbank te Antwerpen (δικαστήριο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας, Βέλγιο), άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του arbeidshof te Antwerpen (εφετείο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας, Βέλγιο). Η έφεση αυτή απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων, για τον λόγο ότι η απόλυση δεν μπορούσε να θεωρηθεί αδικαιολόγητη, καθόσον η γενική απαγόρευση του να φορούν οι εργαζόμενοι εντός του χώρου εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους δεν εισήγε άμεση διάκριση ούτε υφίστατο προδήλως οποιαδήποτε έμμεση διάκριση ή προσβολή της ατομικής ελευθερίας ή της θρησκευτικής ελευθερίας.
18 Όσον αφορά την απουσία άμεσης διακρίσεως, το ανωτέρω δικαστήριο επισήμανε ειδικότερα ότι ουδόλως αμφισβητείται ότι η S. Achbita δεν απολύθηκε λόγω της πίστεώς της ως μουσουλμάνα, αλλά λόγω της επιμονής της να εκδηλώνει την πίστη αυτή εμφανώς κατά τις ώρες εργασίας, φορώντας μουσουλμανική μαντίλα. Η διάταξη του εσωτερικού κανονισμού που είχε παραβεί η S. Achbita ήταν γενικής ισχύος, καθόσον απαγόρευε σε κάθε εργαζόμενο να φορά εντός του χώρου εργασίας του εμφανή σύμβολα πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Από κανένα στοιχείο δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η G4S θα είχε υιοθετήσει πιο συμβιβαστική στάση έναντι άλλου μισθωτού ευρισκομένου σε παρόμοια θέση, ειδικότερα δε έναντι μισθωτού με άλλες θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ο οποίος θα είχε αρνηθεί επίμονα να τηρήσει την απαγόρευση αυτή.
19 Το arbeidshof te Antwerpen (εφετείο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας) απέρριψε το επιχείρημα ότι η υφιστάμενη εντός της G4S απαγόρευση του να φορούν οι εργαζόμενοι εμφανή σύμβολα θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων συνιστούσε αυτή καθαυτήν άμεση διάκριση εις βάρος της S. Achbita ως θρησκευόμενης, εκτιμώντας ότι η απαγόρευση αυτή δεν αφορούσε μόνο τη χρήση συμβόλων σχετικών με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά και τη χρήση συμβόλων σχετικών με τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις, και πληρούσε, συνεπώς, το κριτήριο προστασίας που προβλέπει η οδηγία 2000/78, στην οποία γίνεται αναφορά σε «θρησκεί[α] ή πεποιθήσ[εις]».
20 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η S. Achbita υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το arbeidshof te Antwerpen (εφετείο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας), εκτιμώντας ότι το κριτήριο των θρησκευτικών πεποιθήσεων στο οποίο στηρίζεται η εντός της G4S απαγόρευση είναι ουδέτερο και δεχόμενο ότι η απαγόρευση αυτή δεν συνιστά άνιση μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων που φορούν μουσουλμανική μαντίλα και εκείνων που δεν τη φορούν, για τον λόγο ότι δεν αφορά ορισμένη θρησκευτική πεποίθηση αλλά απευθύνεται σε όλους τους εργαζομένους, ερμήνευσε εσφαλμένα τις έννοιες της «άμεσης διακρίσεως» και της «έμμεσης διακρίσεως» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.
21 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hof van Cassatie (ακυρωτικό δικαστήριο, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας στον χώρο εργασίας δεν συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση όταν ο κανόνας που ισχύει στη συγκεκριμένη επιχείρηση απαγορεύει σε όλους τους εργαζομένους να φέρουν εντός του χώρου εργασίας εξωτερικά σημεία πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
22 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως, ο οποίος απαγορεύει εν γένει το να φορούν οι εργαζόμενοι εντός του χώρου εργασίας εμφανή πολιτικά, φιλοσοφικά ή θρησκευτικά σύμβολα, συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση, την οποία απαγορεύει η οδηγία αυτή.
23 Πρώτον, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, σκοπός της είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στα κράτη μέλη.
24 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, «η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1» της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περίπτωση άμεσης διακρίσεως συντρέχει όταν ορισμένο πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή εκείνης την οποία υφίσταται πρόσωπο που τελεί σε ανάλογη κατάσταση, βάσει κάποιου εκ των λόγων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, όπως η θρησκεία.
25 Όσον αφορά την έννοια της «θρησκείας», για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη οδηγία δεν περιέχει ορισμό της εν λόγω εννοίας.
26 Εντούτοις, ο νομοθέτης της Ένωσης παραπέμπει, στην αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2000/78, στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και η οποία προβλέπει, στο άρθρο 9, ότι παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δε δικαίωμα τούτο επάγεται, μεταξύ άλλων, την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, διά της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.
27 Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ο νομοθέτης της Ένωσης παραπέμπει επίσης στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Μεταξύ των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτές τις κοινές παραδόσεις και τα οποία επιβεβαιώθηκαν στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) συγκαταλέγεται το δικαίωμα στην ελευθερία συνειδήσεως και θρησκείας που αναγνωρίζει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατά τη διάταξη αυτή, το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία μεταβολής θρησκεύματος ή πεποιθήσεων καθώς και την ελευθερία εκδηλώσεως του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεων, ατομικώς ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές. Όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το δικαίωμα που διασφαλίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη αντιστοιχεί στο δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με αυτό.
28 Στο μέτρο που η ΕΣΔΑ και, ακολούθως, ο Χάρτης δέχονται την ευρεία έννοια του όρου «θρησκεία», καθόσον περιλαμβάνουν στην έννοια αυτή την ελευθερία των προσώπων να εκδηλώνουν τη θρησκεία τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, κατά την έκδοση της οδηγίας 2000/78, ήταν να ακολουθήσει την ίδια άποψη και ότι, συνεπώς, ο όρος «θρησκεία» στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι καλύπτει τόσο το forum internum, δηλαδή την ύπαρξη πεποιθήσεων, όσο και το forum externum, δηλαδή τη δημόσια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστεως.
29 Πρέπει, δεύτερον, να εξεταστεί εάν από τον επίμαχο στην κύρια δίκη εσωτερικό κανόνα προκύπτει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων λόγω της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εάν η συγκεκριμένη διαφορετική μεταχείριση συνιστά άμεση διάκριση κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.
30 Εν προκειμένω, ο επίμαχος στην κύρια δίκη εσωτερικός κανόνας αφορά τη χρήση εμφανών συμβόλων των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων και καλύπτει, συνεπώς, αδιακρίτως κάθε εκδήλωση των πεποιθήσεων αυτών. Ο εν λόγω κανόνας πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο όλους τους εργαζομένους της επιχειρήσεως, επιβάλλοντάς τους, γενικώς και αδιακρίτως, μεταξύ άλλων μια ουδέτερη αμφίεση διά του αποκλεισμού τέτοιων συμβόλων.
31 Συναφώς, από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο επίμαχος στην κύρια δίκη εσωτερικός κανόνας εφαρμόστηκε στην περίπτωση της S. Achbita διαφορετικά από τον τρόπο που εφαρμοζόταν σε κάθε άλλο εργαζόμενο.
32 Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι ένας εσωτερικός κανόνας όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εισάγει άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.
33 Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε ένα προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας μόνο σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, είτε το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει τις διατάξεις αυτές στα ερωτήματά του είτε όχι. Συναφώς, εναπόκειται στο Δικαστήριο να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Oil Trading Poland, C-349/13, EU:C:2015:84, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 Εν προκειμένω, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να καταλήξει το αιτούν δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο επίμαχος στην κύρια δίκη εσωτερικός κανόνας εισάγει έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, εάν αποδειχθεί, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων.
35 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά, εντούτοις, έμμεση διάκριση, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, εάν δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
36 Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι εναπόκειται τελικώς στον εθνικό δικαστή, ο οποίος είναι και ο μόνος αρμόδιος να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει εάν και κατά πόσον ο επίμαχος στην κύρια δίκη εσωτερικός κανόνας συνάδει προς τις απαιτήσεις αυτές, το Δικαστήριο, καλούμενο να δώσει στο εθνικό δικαστήριο λυσιτελή απάντηση, είναι πάντως αρμόδιο να παράσχει, βάσει της δικογραφίας της κύριας δίκης καθώς και των γραπτών και προφορικών παρατηρήσεων που του υποβλήθηκαν, στοιχεία που θα παράσχουν στο εθνικό αυτό δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.
37 Όσον αφορά, πρώτον, την προϋπόθεση που απαιτεί να υπάρχει θεμιτός σκοπός, επισημαίνεται ότι η βούληση επιδείξεως, στις σχέσεις με τους πελάτες τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής ή πολιτικής ουδετερότητας πρέπει να θεωρηθεί θεμιτή.
38 Πράγματι, η επιθυμία ενός εργοδότη να προβάλλει έναντι των πελατών μια εικόνα ουδετερότητας συνδέεται με την επιχειρηματική ελευθερία, η οποία αναγνωρίζεται στο άρθρο 16 του Χάρτη, και είναι, καταρχήν, θεμιτή, ιδίως όταν ο εργοδότης εμπλέκει, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, μόνον τους εργαζομένους που απαιτείται να έρχονται σε επαφή με τους πελάτες του εργοδότη.
39 Η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας επιτρέπεται, εντός ορισμένων ορίων, για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού επιρρωννύεται εξάλλου από τη σχετική με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Ιανουαρίου 2013, Eweida κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2013:0115JUD004842010, σκέψη 94).
40 Όσον αφορά, δεύτερον, τον πρόσφορο χαρακτήρα ενός εσωτερικού κανόνα όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, διαπιστώνεται ότι η απαγόρευση να φορούν οι εργαζόμενοι εμφανή σύμβολα πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι κατάλληλη για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή μιας πολιτικής ουδετερότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτική αυτή ακολουθείται όντως με συνοχή και συστηματικότητα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2009, Hartlauer, C-169/07, EU:C:2009:141, σκέψη 55, και της 12ης Ιανουαρίου 2010, Petersen, C-341/08, EU:C:2010:4, σκέψη 53).
41 Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει εάν η G4S είχε θεσπίσει, πριν από την απόλυση της S. Achbita, γενική και αδιακρίτως εφαρμοζόμενη πολιτική απαγορεύσεως της εμφανούς χρήσεως συμβόλων πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων από τα μέλη του προσωπικού της που έρχονταν σε επαφή με τους πελάτες της.
42 Όσον αφορά, τρίτον, την αναγκαιότητα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης απαγορεύσεως πρέπει να εξακριβωθεί εάν η απαγόρευση αυτή περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Εν προκειμένω, απαιτείται να διακριβωθεί εάν η απαγόρευση οποιουδήποτε εμφανούς συμβόλου ή ενδύματος δυναμένου να συσχετισθεί με ορισμένο θρήσκευμα ή ορισμένη πολιτική ή φιλοσοφική πεποίθηση αφορά μόνον τους εργαζομένους της G4S που έρχονται σε επαφή με τους πελάτες. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση πρέπει να θεωρηθεί απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
43 Εν προκειμένω, όσον αφορά την άρνηση μιας εργαζομένης, όπως η S. Achbita, να μη φορά τη μουσουλμανική μαντίλα κατά τις επαγγελματικές επαφές της με τους πελάτες της G4S, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν, λαμβάνοντας υπόψη τους εγγενείς περιορισμούς στους οποίους υπόκειται η επιχείρηση και χωρίς να απαιτείται να υποστεί πρόσθετη επιβάρυνση, η G4S θα είχε, έναντι της αρνήσεως αυτής, τη δυνατότητα, αντί να την απολύσει, να της προτείνει θέση εργασίας που δεν θα συνεπαγόταν οπτική επαφή με τους πελάτες της. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων της δικογραφίας, να σταθμίσει τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και να περιορίσει τις επίμαχες ελευθερίες μόνον κατά το μέτρο που τούτο είναι απολύτως αναγκαίο.
44 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:
– Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως, ο οποίος δεν επιτρέπει την εμφανή χρήση οιουδήποτε πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας, δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων κατά την έννοια της οδηγίας αυτής
– Αντιθέτως, ένας τέτοιος εσωτερικός κανόνας ιδιωτικής επιχειρήσεως ενδέχεται να συνιστά έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, εάν αποδεικνύεται ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων, εκτός εάν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό, όπως η εκ μέρους του εργοδότη τήρηση μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής και πολιτικής ουδετερότητας στις σχέσεις του με τους πελάτες του, και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Επί των δικαστικών εξόδων
45 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως, ο οποίος δεν επιτρέπει την εμφανή χρήση οιουδήποτε πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας, δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.
Αντιθέτως, ένας τέτοιος εσωτερικός κανόνας ιδιωτικής επιχειρήσεως ενδέχεται να συνιστά έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, εάν αποδεικνύεται ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων, εκτός εάν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό, όπως η εκ μέρους του εργοδότη τήρηση μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής και πολιτικής ουδετερότητας στις σχέσεις του με τους πελάτες του, και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Πηγή: Taxheaven