Υπόθεση C-160/16 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα) της 2ας Μαρτίου 2017  «Παράβαση κράτους μέλους – Ενεργειακή πολιτική – Ενεργειακή απόδοση των κτιρίων – Οδηγία 2010/31/ΕΕ – Άρθρο 5, παράγραφος 2 – Έκθεση σχετικά με τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επ

Υπόθεση C-160/16 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα) της 2ας Μαρτίου 2017 «Παράβαση κράτους μέλους – Ενεργειακή πολιτική – Ενεργειακή απόδοση των κτιρίων – Οδηγία 2010/31/ΕΕ – Άρθρο 5, παράγραφος 2 – Έκθεση σχετικά με τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επ

Υπόθεση C-160/16 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα) της 2ας Μαρτίου 2017  «Παράβαση κράτους μέλους – Ενεργειακή πολιτική – Ενεργειακή απόδοση των κτιρίων – Οδηγία 2010/31/ΕΕ – Άρθρο 5, παράγραφος 2 – Έκθεση σχετικά με τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα»

Στην υπόθεση C-160/16,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 18 Μαρτίου 2016,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Ζαββό και την K. Talabér‑Ritz,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τη Ν. Δαφνίου,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Juhász (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να κοινοποιήσει την έκθεση σχετικά με τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα, την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΕΕ 2010, L 153, σ. 13), και η οποία πρέπει να καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 244/2012 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2012, προς συμπλήρωση της οδηγίας 2010/31 με τον καθορισμό συγκριτικού μεθοδολογικού πλαισίου για τον υπολογισμό των επιπέδων βέλτιστου κόστους των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων και των δομικών στοιχείων (ΕΕ 2012, L 81, σ. 18), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/31.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/31, με τίτλο «Υπολογισμός των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης», ορίζει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή θεσπίζει μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 23, 24 και 25 μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011 συγκριτικό μεθοδολογικό πλαίσιο για τον υπολογισμό των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων για τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση κτιρίων ή κτιριακών μονάδων.

Το συγκριτικό μεθοδολογικό πλαίσιο θεσπίζεται σύμφωνα με το παράρτημα III και πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ νέων και υφιστάμενων κτιρίων και μεταξύ διαφόρων κατηγοριών κτιρίων.

2.      Τα κράτη μέλη υπολογίζουν τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα για τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης χρησιμοποιώντας το συγκριτικό μεθοδολογικό πλαίσιο που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και συναφείς παραμέτρους, όπως οι κλιματικές συνθήκες και το κατά πόσον είναι προσιτές στην πράξη οι ενεργειακές υποδομές, και συγκρίνουν τα αποτελέσματα του εν λόγω υπολογισμού με τις ισχύουσες ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή όλα τα δεδομένα υπολογισμού και τις παραδοχές που χρησιμοποίησαν για τους υπολογισμούς αυτούς, καθώς και τα αποτελέσματα αυτών των υπολογισμών. Η σχετική έκθεση μπορεί να συμπεριληφθεί στα σχέδια δράσης για την ενεργειακή απόδοση που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/32/ΕΚ. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τις σχετικές εκθέσεις ανά τακτικά χρονικά διαστήματα, που δεν υπερβαίνουν την πενταετία. Η πρώτη έκθεση υποβάλλεται μέχρι τις 30 Ιουνίου 2012.»

3        Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 244/2012, εκδοθείς επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/31, προβλέπει στο άρθρο του 1, που φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής»:

«Σύμφωνα με το άρθρο 5, το παράρτημα I και το παράρτημα III της οδηγίας [2010/31], με τον παρόντα κανονισμό θεσπίζεται συγκριτικό μεθοδολογικό πλαίσιο που πρέπει να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για τον υπολογισμό των επιπέδων βέλτιστου κόστους των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης για νέα και υφιστάμενα κτήρια και δομικά στοιχεία.

Στο μεθοδολογικό πλαίσιο προδιαγράφονται οι κανόνες για να συγκρίνονται τα μέτρα ενεργειακής απόδοσης, τα μέτρα που ενσωματώνουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι δέσμες και παραλλαγές αυτών των μέτρων, με βάση την απόδοση της πρωτογενούς ενέργειας και το κόστος υλοποίησής τους. Στο μεθοδολογικό πλαίσιο καθορίζεται επίσης ο τρόπος εφαρμογής των εν λόγω κανόνων σε επιλεγμένα κτήρια αναφοράς, με σκοπό τον προσδιορισμό των επιπέδων βέλτιστου κόστους των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης.»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

4        Στις 9 Απριλίου 2013, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία αίτημα παροχής πληροφοριών με το οποίο την κάλεσε να της κοινοποιήσει την έκθεση σχετικά με τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2010/31 (στο εξής: επίμαχη έκθεση). Κατά τη διάταξη αυτή, η ως άνω έκθεση έπρεπε να είχε υποβληθεί πριν από τις 30 Ιουνίου 2012. Επειδή όμως ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 244/2012, που καθόριζε το συγκριτικό μεθοδολογικό πλαίσιο για τον υπολογισμό των βέλτιστων επιπέδων, εκδόθηκε μόλις στις 16 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε τα κράτη μέλη ότι τους παρείχε προθεσμία ενός έτους με αφετηρία τις 21 Μαρτίου 2012, ημερομηνία δημοσιεύσεως του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, προτού κινήσει οποιαδήποτε διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως λόγω μη υποβολής της διαλαμβανόμενης στην εν λόγω διάταξη εκθέσεως.

5        Κατόπιν ανταλλαγής σειράς επιστολών, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την παρούσα διαδικασία λόγω παραβάσεως και, με την από 11 Ιουλίου 2014 προειδοποιητική επιστολή, επέστησε την προσοχή των ελληνικών αρχών στη σημειωθείσα καθυστέρηση ως προς την υποβολή της επίμαχης εκθέσεως, τάσσοντας προθεσμία δύο μηνών για την υποβολή των παρατηρήσεών τους.

6        Εκτιμώντας ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν ακόμη κοινοποιήσει την εν λόγω έκθεση, παρά το ότι είχαν κληθεί επανειλημμένως να το πράξουν, η Επιτροπή εξέδωσε στις 26 Νοεμβρίου 2014 αιτιολογημένη γνώμη, τάσσοντας στην Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, προθεσμία δύο μηνών για την υποβολή των παρατηρήσεών της.

7        Οι ελληνικές αρχές απάντησαν μέσω επιστολής στις 3 Φεβρουαρίου 2015, ενημερώνοντας την Επιτροπή ότι η επίμαχη έκθεση ήταν υπό εκπόνηση και αναμενόταν να ολοκληρωθεί έως τα τέλη Απριλίου του 2015. Στις 5 Μαΐου 2015, απέστειλαν νέα επιστολή στην οποία είχαν επισυνάψει ενδιάμεση έκθεση μελέτης και με την οποία ενημέρωναν την Επιτροπή ότι η επίμαχη έκθεση αναμενόταν να περατωθεί εντός δύο μηνών.

8        Εκτιμώντας ότι οι απαντήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ήταν ικανοποιητικές και δεδομένου ότι εξακολουθούσε να μην έχει λάβει την επίμαχη έκθεση, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

9        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από την οδηγία 2010/31 περί ενεργειακής αποδόσεως των κτιρίων, καθόσον δεν κοινοποίησε, εντός των προθεσμιών που ετάχθησαν για τον σκοπό αυτό, την έκθεση την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της ως άνω οδηγίας.

10      Ειδικότερα, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2010/31, τα κράτη μέλη υπολογίζουν τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα για τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης χρησιμοποιώντας το συγκριτικό μεθοδολογικό πλαίσιο που θεσπίζεται από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 244/2012 και, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας, κοινοποιούν στην Επιτροπή έκθεση η οποία περιέχει όλα τα δεδομένα υπολογισμού και τις παραδοχές που χρησιμοποίησαν για τους υπολογισμούς αυτούς, καθώς και τα αποτελέσματα των εν λόγω υπολογισμών.

11      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι η επίμαχη έκθεση δεν κοινοποιήθηκε στις υπηρεσίες της Επιτροπής. Υποστηρίζει πάντως ότι, συγχρόνως προς το υπόμνημά της αντικρούσεως στην υπό κρίση υπόθεση, κοινοποίησε στο Δικαστήριο τμήμα της ως άνω εκθέσεως, συγκεκριμένα το σχετικό με τις «μονοκατοικίες», και ότι τα υπόλοιπα τμήματα της εν λόγω εκθέσεως, που αφορούν άλλα είδη κτιρίων, ευρίσκονται υπό εκπόνηση ή και ολοκληρώνονται. Αναφέρεται, στο πλαίσιο αυτό, στις δυσκολίες και στις καθυστερήσεις που την εμπόδισαν να κοινοποιήσει εμπροθέσμως την εν λόγω έκθεση.

12      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση που επικρατούσε στο κράτος μέλος κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (βλ., ιδίως, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά Βελγίου, C-317/14, EU:C:2015:63, σκέψη 34).

13      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής τους έννομης τάξεως για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., ιδίως, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 29).

14      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

15      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να κοινοποιήσει την έκθεση σχετικά με τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα, την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2010/31 και η οποία πρέπει να καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 244/2012, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/31.

 Επί των δικαστικών εξόδων

16      Βάσει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα και δεδομένου ότι διαπιστώθηκε η ύπαρξη παραβάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να κοινοποιήσει την έκθεση σχετικά με τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα, την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, και η οποία πρέπει να καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 244/2012 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2012, προς συμπλήρωση της οδηγίας 2010/31 με τον καθορισμό συγκριτικού μεθοδολογικού πλαισίου για τον υπολογισμό των επιπέδων βέλτιστου κόστους των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων και των δομικών στοιχείων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/31.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


Juhász
    

Jürimäe
    

Λυκούργος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 2 Μαρτίου 2017.

Ο Γραμματέας
         

      Ο Πρόεδρος του ενάτου τμήματος

A. Calot Escobar
         

      E. JuhászΠηγή: Taxheaven