Σχέδιο νόμου Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση της Οδη

Σχέδιο νόμου Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση της Οδη




ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών»

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΣΚΟΠΟΣ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ και ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Αρθρο 1 Σκοπός
(Άρθρο 1 της Οδηγίας)

Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 (L 133)

Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
(Άρθρο 3 της Οδηγίας)

1. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται:
α) σε συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται είτε με υποθήκη είτε με προσημείωση υποθήκης είτε βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και
β) σε συμβάσεις πίστωσης, σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή η διατήρηση δικαιωμάτων κυριότητας επί εγγείου ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου.

2. Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται σε:
α) συμβάσεις πίστωσης αποδέσμευσης περιθωρίου αξίας (equity release credit agreements) όπου ο πιστωτικός φορέας:
αα) χορηγεί την πίστωση με εφάπαξ ποσό, σε τακτικές δόσεις ή με άλλη μορφή, και ως αντιπαροχή εισπράττει ένα ποσό από το τίμημα της μελλοντικής πώλησης ενός ακινήτου που προορίζεται για κατοικία ή αποκτά ένα δικαίωμα επί ακινήτου που προορίζεται για κατοικία, και
ββ) δεν απαιτεί αποπληρωμή της πίστωσης εωσότου συμβούν ένα ή περισσότερα προκαθορισμένα γεγονότα στη ζωή του καταναλωτή, όπως αυτά μπορεί να ορίζονται από την αρμόδια αρχή, εκτός εάν υπάρξει παραβίαση από τον καταναλωτή των συμβατικών υποχρεώσεών του που επιτρέπει στον πιστωτικό φορέα να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης,
β) συμβάσεις πίστωσης με τις οποίες η πίστωση χορηγείται από εργοδότη στους εργαζομένους του ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, άτοκα ή με Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης (ΣΕΠΠΕ) χαμηλότερο από εκείνα που επικρατούν στην αγορά και τα οποία δεν προσφέρονται γενικά στο κοινό, 
γ) συμβάσεις πίστωσης όπου η πίστωση χορηγείται άτοκα και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις εκτός από εκείνες που έχουν σκοπό την ανάκτηση του κόστους που συνδέεται άμεσα με την εξασφάλιση της πίστωσης,
δ) συμβάσεις πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και στις οποίες η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός ενός μηνός,
ε) συμβάσεις πίστωσης που είναι αποτέλεσμα διακανονισμού ο οποίος επιτεύχθηκε ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής,
στ) συμβάσεις πίστωσης που αφορούν την προθεσμιακή εξόφληση υπάρχουσας οφειλής, χωρίς
επιβαρύνσεις, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της περίπτ. α' .της παρ. 1.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού μπορεί να εξαιρεθούν από την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους των διατάξεων του παρόντος νόμου συμβάσεις πίστωσης που σχετίζονται με πιστώσεις χορηγούμενες σε περιορισμένο κοινό δυνάμει νομοθετικών διατάξεων για σκοπούς κοινής ωφελείας, είτε άτοκα είτε με επιτόκιο χορηγήσεων χαμηλότερο από αυτό που επικρατεί στην αγορά είτε με άλλους όρους, οι οποίοι είναι ευνοϊκότεροι για τον καταναλωτή από αυτούς που επικρατούν στην αγορά και με επιτόκιο χορήγησης που δεν μπορεί να υπερβαίνει αυτό που επικρατεί στην αγορά.
Με την απόφαση αυτή καθορίζονται οι δέουσες απαιτήσεις πληροφόρησης, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον έγκαιρη ενημέρωση για τα κύρια χαρακτηριστικά, τους κινδύνους και το κόστος τέτοιων συμβάσεων πίστωσης στο προσυμβατικό στάδιο. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το θεσμικό πλαίσιο για τη διαφήμιση τέτοιων συμβάσεων πίστωσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαφήμιση θα είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητική.

Άρθρο 3
Ορισμοί
(Άρθρο 4 της Οδηγίας)

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1)    «Καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει ο παρών νόμος επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του,
2)    «Πιστωτικός φορέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, καθώς και οι εταιρείες της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.4354/2015 (Α' 176), σύμφωνα με την παρ. 22 του ιδίου άρθρου, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 4389/2016 (Α' 94) και, τροποποιήθηκε, ως προς τις προδιαληφθείσες διατάξεις με τις παρ.1 και 3 αντιστοίχως του άρθρου τέταρτου του ν. 4393/2016 (Α' 106),
3)    «Σύμβαση πίστωσης»: σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση κατά την έννοια του άρθρου 2, υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης.
4)    «Συμπληρωματική υπηρεσία»: υπηρεσία που προσφέρεται στον καταναλωτή σε συνδυασμό με τη σύμβαση πίστωσης.
5)    «Μεσίτης πιστώσεων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, δεν ενεργεί ως πιστωτικός φορέας ή συμβολαιογράφος και δεν παρουσιάζει απλώς, άμεσα ή έμμεσα, στον καταναλωτή έναν πιστωτικό φορέα ή μεσίτη πιστώσεων και το οποίο, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, έναντι αμοιβής η οποία μπορεί να είναι χρηματική ή να έχει οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθείσα μορφή οικονομικού ανταλλάγματος προβαίνει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης:
α) προτείνει ή προσφέρει συμβάσεις πίστωσης στους καταναλωτές,
β) βοηθά τους καταναλωτές αναλαμβάνοντας προπαρασκευαστικές εργασίες ή άλλες προσυμβατικές διοικητικές διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων πίστωσης διαφορετικές από αυτές της περίπτ. α' ή
γ) συνάπτει συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές εξ ονόματος του πιστωτικού φορέα.
6)    «Όμιλος»: όμιλος που περιλαμβάνει πιστωτικό φορέα που υποβάλει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (Α' 251).
7)    «Συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων»: κάθε μεσίτης πιστώσεων που ενεργεί εξ ονόματος και υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη:
α) ενός μόνον πιστωτικού φορέα
β) ενός μόνον ομίλου.
8)    «Πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια της περίπτ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.4261/2014 (Α' 107) (άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (EE) αριθ. 575/2013).
9)    «Μη πιστωτικό ίδρυμα»: κάθε πιστωτικός φορέας που δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα.
10)    «Προσωπικό»:
α) κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο εργάζεται για τον πιστωτικό φορέα ή τον μεσίτη πιστώσεων, απασχολείται άμεσα σε δραστηριότητες που καλύπτονται από τον παρόντα νόμο ή το οποίο έχει επαφή με τους καταναλωτές στην διάρκεια δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τον παρόντα νόμο,
β) κάθε φυσικό πρόσωπο που διευθύνει ή εποπτεύει άμεσα τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στην περίπτ. α'.
11)    «Συνολικό ποσό της πίστωσης»: το ανώτατο όριο ή το σύνολο των ποσών που καθίστανται διαθέσιμα βάσει της σύμβασης πίστωσης.
12)    «Συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή»: το σύνολο των επιβαρύνσεων, όπως ορίζεται στην περίπτ. ζ' του όρθρου 3 της ΖΙ-699/2010 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β' 917), συμπεριλαμβανομένου του κόστους αποτίμησης ακίνητης περιουσίας όταν η εν λόγω αποτίμηση είναι απαραίτητη για τη χορήγηση της πίστωσης, αλλά εξαιρουμένων των φόρων μεταβίβασης, των συμβολαιογραφικών εξόδων και των εξόδων παραστάσεως, μεταγραφής ή/και καταχώρισης της εμπράγματης εξασφάλισης ή της μεταβίβασης της κυριότητας της ακίνητης περιουσίας.
Εξαιρούνται επίσης τυχόν επιβαρύνσεις που καταβάλλονται από τον καταναλωτή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις δεσμεύσεις που καθορίζονται στη σύμβαση πίστωσης.
13)    «Συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή»: το άθροισμα του συνολικού ύψους της πίστωσης και του συνολικού κόστους αυτής για τον καταναλωτή.
14)    «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης (ΣΕΠΠΕ)»: το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, που εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους που αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 16 και ισούται, σε ετήσια βάση, με την τρέχουσα αξία του συνόλου των μελλοντικών ή τρεχουσών υποχρεώσεων (αναλήψεων, εξοφλήσεων και επιβαρύνσεων) που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του καταναλωτή.
15)    «Επιτόκιο χορηγήσεων»: το επιτόκιο εκφραζόμενο ως σταθερό ή κυμαινόμενο ποσοστό, το οποίο εφαρμόζεται σε ετήσια βάση στο ποσό της πίστωσης.
16)    «Αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας»: η αξιολόγηση της προοπτικής να εξοφληθούν οι δανειακές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης.
17)    «Σταθερό μέσο»: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι παρεχόμενες πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.
18)    «Κράτος μέλος καταγωγής»:
α) αν ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση,
β) αν ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, αν δεν έχει καταστατική έδρα σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση.
19)    «Κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος, εκτός από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων.
20)    «Συμβουλευτικές υπηρεσίες»: η παροχή προσωπικών συστάσεων σε καταναλωτή, σε σχέση με μία ή περισσότερες συναλλαγές που συνδέονται με συμβάσεις πίστωσης και η οποία αποτελεί ξεχωριστή δραστηριότητα από τη χορήγηση της πίστωσης και από τις δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης που καθορίζονται στην περίπτ. 5.
21)    «Αρμόδια αρχή»: η αρχή, όπως κατά περίπτωση ορίζεται στο άρθρο 4.
22)    «Ενδιάμεσο δάνειο»: σύμβαση πίστωσης που είτε δεν έχει σταθερή διάρκεια είτε πρέπει να εξοφληθεί εντός δωδεκαμήνου, η οποία χρησιμοποιείται από τον καταναλωτή ως προσωρινή λύση χρηματοδότησης κατά τη μετάβαση σε μια άλλη χρηματοδοτική ρύθμιση για το ακίνητο.
23)    «Ενδεχόμενη ευθύνη ή εγγύηση (contigent liability)»: σύμβαση πίστωσης που ισχύει ως εγγύηση για άλλη ξεχωριστή αλλά συμπληρωματική συναλλαγή και όπου το εγγυημένο κεφάλαιο έναντι ακινήτου αναλαμβάνεται μόνο σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος ή γεγονότων που καθορίζονται στη σύμβαση.
24)    «Συμμετοχικό στεγαστικό δάνειο (shared equity)»: σύμβαση πίστωσης όπου το αποπληρωτέο κεφάλαιο βασίζεται σε συμβατικά καθορισμένο ποσοστό της αξίας του ακινήτου κατά τον χρόνο αποπληρωμής ή αποπληρωμών του κεφαλαίου.
25)    «Πρακτική δέσμευσης»: η προσφορά ή η πώληση σύμβασης πίστωσης σε δέσμη με άλλα ξεχωριστά χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες όταν η σύμβαση πίστωσης δεν διατίθεται χωριστά στον καταναλωτή.
26)    «Πρακτική ομαδοποίησης»: η προσφορά ή η πώληση μιας σύμβασης πίστωσης σε δέσμη με άλλα ξεχωριστά χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες, όταν η σύμβαση πίστωσης διατίθεται και χωριστά στον καταναλωτή αλλά όχι κατ' ανάγκη με τους ίδιους όρους ή προϋποθέσεις όπως όταν προσφέρεται ομαδοποιημένη με τις συμπληρωματικές υπηρεσίες.
27)    «Δάνειο σε ξένο νόμισμα»: σύμβαση πίστωσης όπου η πίστωση:
α) εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα στο οποίο ο καταναλωτής λαμβάνει το εισόδημά του ή διατηρεί τα περιουσιακά στοιχεία από τα οποία πρόκειται να εξοφληθεί η πίστωση ή
β) εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή.

Άρθρο 4
Αρμόδιες Αρχές
(Άρθρο 5 της Οδηγίας)

Για την εφαρμογή των άρθρων 5, 9 ,10, και της παρ. 7 του άρθρου 21, καθώς και του άρθρου 37, αρμόδιο είναι το Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού. Επί των λοιπών άρθρων αρμόδια αρχή ορίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος. Για την εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του παρόντος νόμου καθώς και για την σύναψη του μνημονίου συνεργασίας, κατά την παρ. 2 του άρθρου 34, αρμόδια είναι η Τράπεζα της Ελλάδος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ

Άρθρο 5
Χρηματοοικονομική διαπαιδαγώγηση των καταναλωτών
(Άρθρο 6 της Οδηγίας)

Η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την ενημέρωση και εκπαίδευση του καταναλωτή, συνεργάζεται με την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, το Συνήγορο του Καταναλωτή, τις ενώσεις των πιστωτικών φορέων, τις πιστοποιημένες, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ενώσεις καταναλωτών, το Μεσολαβητή Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών και κάθε άλλο εμπλεκόμενο φορέα για:
α) την εκπαίδευση των καταναλωτών σε ό,τι αφορά τον υπεύθυνο δανεισμό και τη διαχείριση χρέους, ιδίως σχετικά με τις συμβάσεις ενυπόθηκης πίστωσης, και
β) την παροχή σαφών και γενικών πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης πίστωσης με σκοπό την καθοδήγηση των καταναλωτών, ιδίως όσων λαμβάνουν ενυπόθηκη πίστη για πρώτη φορά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΙΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

Άρθρο 6
Υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς κατά την παροχή πιστώσεων σε καταναλωτές
(Άρθρο 7 της Οδηγίας)

1.    Όταν ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων , σχεδιάζει πιστωτικά προϊόντα, ή χορηγεί πίστωση ή ασκεί δραστηριότητα πιστωτικής διαμεσολάβησης κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 3 ή παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με πίστωση ή κατά περίπτωση, παρέχει συμπληρωματικές υπηρεσίες σε καταναλωτές ή όταν εκτελεί σύμβαση πίστωσης, υποχρεούται να ενεργεί με εντιμότητα, δικαιοσύνη, διαφάνεια και επαγγελματισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών. Σε ό,τι αφορά τη χορήγηση πίστωσης, την άσκηση πιστωτικής διαμεσολάβησης ή την παροχή συμβουλευτικών ή, κατά περίπτωση, συμπληρωματικών υπηρεσιών σχετικά με πίστωση, οι εν λόγω δραστηριότητες βασίζονται σε πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες βρίσκεται ο καταναλωτής και οποιαδήποτε ειδική απαίτηση έχει γνωστοποιήσει, καθώς και σε εύλογες παραδοχές σχετικά με κινδύνους αναφορικά με την κατάσταση του καταναλωτή κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Σε ό,τι αφορά την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, η δραστηριότητα βασίζεται επιπροσθέτως σε πληροφορίες που ζητούνται δυνάμει της περίπτ. α) της παρ. 3 του άρθρου 21.

2.    Ο τρόπος με τον οποίον οι πιστωτικοί φορείς αμείβουν το προσωπικό τους και τους μεσίτες πιστώσεων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίον οι μεσίτες πιστώσεων αμείβουν το προσωπικό τους, δεν επιτρέπεται να εμποδίζει τη συμμόρφωσή τους προς τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παρ. 1.

3.    Οι πιστωτικοί φορείς, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών αμοιβών για το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και στον βαθμό που συνάδει στο μέγεθος τους, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους:
α) Η πολιτική αμοιβών συνάδει με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και προάγει αυτήν και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του πιστωτικού φορέα.
β) Η πολιτική αμοιβών συνάδει με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού φορέα και ενσωματώνει μέτρα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, προβλέποντας ιδίως ότι η αμοιβή δεν συναρτάται με τον αριθμό ή το ποσοστό των αιτήσεων που γίνονται δεκτές.

4.    Όταν οι πιστωτικοί φορείς ή οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες, η διάρθρωση των αμοιβών του εμπλεκόμενου προσωπικού δεν πρέπει να παραβλάπτει την ικανότητά του να ενεργεί προς το συμφέρον του καταναλωτή και ιδίως δεν επιτρέπεται να συναρτάται με τους στόχους πωλήσεων.

5.    Η αρμόδια αρχή μπορεί να θεσπίζει κανόνες που διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, και ιδίως να απαγορεύει συγκεκριμένους τύπους διάρθρωσης αμοιβών ή μορφών οικονομικού ανταλλάγματος. Μπορεί επίσης να επιβάλλει στους πιστωτικούς φορείς και μεσίτες πιστώσεων την παροχή των στοιχείων και πληροφοριών που κρίνονται αναγκαία για την αποτελεσματική παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 7
Υποχρέωση δωρεάν παροχής πληροφοριών στους καταναλωτές
(Άρθρο 8 της Οδηγίας)

Η πληροφόρηση που παρέχεται στον καταναλωτή σε συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των διατάξεων των άρθρων 12 έως 15 καθώς και των άρθρων 22 και 26 του παρόντος νόμου παρέχεται δωρεάν.

Άρθρο 8
Απαιτήσεις γνώσεων και επάρκειας του προσωπικού
(Άρθρο 9 της Οδηγίας)

1.    Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους διαθέτει κατάλληλο και επικαιροποιημένο επίπεδο γνώσεων και επάρκειας για το σχεδιασμό, την προσφορά ή τη χορήγηση πίστωσης, την άσκηση δραστηριοτήτων πιστωτικής διαμεσολάβησης που προβλέπονται στην παρ. 5 του άρθρου 3 ή την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών. Αν η συμφωνία χορήγησης πίστωσης περιλαμβάνει συμπληρωματική υπηρεσία, απαιτούνται κατάλληλες γνώσεις και επάρκεια σχετικά με την εν λόγω συμπληρωματική υπηρεσία.

2.    α)    Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων που παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα, μέσω υποκαταστήματος, υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι το προσωπικό του υποκαταστήματος ικανοποιεί τουλάχιστον τις απαιτήσεις γνώσεων και επάρκειας που προβλέπονται, από τις διατάξεις των παρ. 1 και 5 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδιδόμενων αποφάσεων.
β) Στην περίπτωση παροχής από πιστωτικό φορέα ή μεσίτη πιστώσεων υπηρεσιών στην Ελλάδα χωρίς εγκατάσταση υποκαταστήματος εφαρμόζονται οι κατ' ελάχιστον απαιτήσεις που θεσπίζονται από το κράτος μέλος καταγωγής, εκτός εάν με την απόφαση της παρ. 5 της αρμόδιας αρχής ορίζεται διαφορετικά.

3.    Η αρμόδια αρχή παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δυνάμενη να απαιτεί την παροχή από τους πιστωτικούς φορείς και τους μεσίτες πιστώσεων των στοιχείων και πληροφοριών που κρίνονται αναγκαία για την άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

4.    Για την αποτελεσματική εποπτεία των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη και παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα χωρίς εγκατάσταση υποκαταστήματος, η αρμόδια αρχή συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών με σκοπό την αποτελεσματική εποπτεία και τη διασφάλιση της εφαρμογής των κατ' ελάχιστον προβλεπόμενων απαιτήσεων γνώσεων και επάρκειας. Προς το σκοπό αυτόν, η αρμόδια αρχή μπορεί να αναθέτει καθήκοντα και αρμοδιότητες σε άλλες αρμόδιες αρχές ή να αναλαμβάνει καθήκοντα και αρμοδιότητες που της ανατίθενται από άλλες αρμόδιες αρχές.

5.    Με απόφαση της αρμόδιας αρχής μπορεί να θεσπίζονται οι κατ' ελάχιστον προβλεπόμενες απαιτήσεις γνώσεων και επάρκειας για το προσωπικό των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων, καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα, σύμφωνα με το παράρτημα IV.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ

Άρθρο 9
Γενικές διατάξεις για τη διαφήμιση και την εμπορική προώθηση
(Άρθρο 10 της Οδηγίας)

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 9 έως 9θ του ν. 2251/1994 (Α' 191), όπως το άρθρο 9 τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ν. 3587/2007 ( Α' 152) και τα άρθρα 9α έως και 9Θ προστέθηκαν με το άρθρο 12 του πιο πάνω νόμου, δεν επιτρέπονται αθέμιτες, ασαφείς ή παραπλανητικές διαφημιστικές και εμπορικές ανακοινώσεις σχετικά με συμβάσεις πίστωσης. Απαγορεύονται ιδίως οι διατυπώσεις που ενδέχεται να δημιουργήσουν ψευδείς προσδοκίες στον καταναλωτή όσον αφορά τη διαθεσιμότητα ή το κόστος της πίστωσης.

Άρθρο 10
Τυποποιημένες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη διαφήμιση
(Άρθρο 11 της Οδηγίας)

1. Κάθε διαφήμιση για συμβάσεις πίστωσης, η οποία αναφέρει επιτόκιο ή τυχόν αριθμητικά στοιχεία που αφορούν στο κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, πρέπει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες τυποποιημένες πληροφορίες, οι οποίες προσδιορίζουν κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και ευδιάκριτο:
α) την ταυτότητα του πιστωτικού φορέα ή, κατά περίπτωση, του μεσίτη πιστώσεων ,
β) ανάλογα με την περίπτωση, ότι η σύμβαση πίστωσης θα εξασφαλιστεί είτε με υποθήκη σε ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, είτε βάσει δικαιώματος σχετιζόμενου με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία,
γ) το επιτόκιο χορηγήσεων, επισημαίνοντας αν πρόκειται για σταθερό ή κυμαινόμενο ή συνδυασμό και των δύο, καθώς και πληροφορίες για τυχόν επιβαρύνσεις που περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή,
δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης,
ε) το ΣΕΠΠΕ που αναφέρεται στη διαφήμιση με τουλάχιστον τον ίδιο ευδιάκριτο τρόπο όπως και οποιοδήποτε επιτόκιο,
στ) κατά περίπτωση, τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, τον αριθμό και το ποσό των δόσεων, το συνολικό πληρωτέο ποσό από τον καταναλωτή,
ζ) κατά περίπτωση, προειδοποίηση σχετικό με τον κίνδυνο ότι πιθανές διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα μπορούσαν να επηρεάσουν το ποσό που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής,
η) συνοπτική και κατάλληλη για την περίσταση προειδοποίηση για τους κινδύνους που σχετίζονται με τις συμβάσεις πίστωσης.

2.    Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στις περιπτ. γ',δ',ε' και στ' της παρ. 1, γνωστοποιούνται με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το οποίο ακολουθείται σε ολόκληρη τη διαφήμιση. Η αρμόδια αρχή θεσπίζει κριτήρια για τον καθορισμό αντιπροσωπευτικού παραδείγματος.

3.    Αν για τη χορήγηση της πίστωσης υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται είναι υποχρεωτική η σύναψη σύμβασης που αφορά συμπληρωματική υπηρεσία και ιδίως ασφάλιση, το δε κόστος της συμπληρωματικής υπηρεσίας δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων, η υποχρέωση σύναψης της εν λόγω σύμβασης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και ευδιάκριτο, μαζί με το ΣΕΠΠΕ.

4.    Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παρ. 1 και 3 πρέπει να είναι ευανάγνωστες ή να ακούγονται ευκρινώς, ανάλογα με το μέσο που χρησιμοποιείται για τη διαφήμιση.

5.    Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 9 έως 9Θ του ν. 2251/1994.

Άρθρο 11
Πρακτικές δέσμευσης και ομαδοποίησης
(Άρθρο 12 της Οδηγίας)

1. Οι πρακτικές ομαδοποίησης επιτρέπονται ενώ οι πρακτικές δέσμευσης απαγορεύονται. Κατ' εξαίρεση, οι πιστωτικοί φορείς επιτρέπεται να ζητούν από τον καταναλωτή να ανοίξει ή να τηρήσει λογαριασμό ειδικού σκοπού πληρωμών ή ταμιευτηρίου, εφόσον μοναδικός σκοπός του εν λόγω λογαριασμού είναι η συγκέντρωση κεφαλαίου για την εξόφληση ή την εξυπηρέτηση, ή τη συγχρηματοδότηση της πίστωσης ή για την παροχή πρόσθετης ασφάλειας στον πιστωτικό φορέα σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης.

2. Η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει δεσμευτικές πρακτικές, εφόσον ο πιστωτικός φορέας αποδείξει ότι τα δεσμευμένα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων που προσφέρονται, με όρους και προϋποθέσεις παρόμοιες μεταξύ τους, τα οποία δεν διατίθενται ξεχωριστά, έχουν ως αποτέλεσμα σαφές πλεονέκτημα για τους καταναλωτές, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διαθεσιμότητα και τις τιμές των σχετικών προϊόντων που προσφέρονται στην αγορά.

3. Οι πιστωτικοί φορείς επιτρέπεται να ζητούν από τον καταναλωτή να διαθέτει ασφαλιστήριο συμβόλαιο που συνδέεται με τη σύμβαση πίστωσης. Στις περιπτώσεις αυτές ο πιστωτικός φορέας υποχρεούται να δέχεται ασφαλιστήριο συμβόλαιο από φορέα παροχής διαφορετικό από εκείνον της προτίμησής του, όταν το επίπεδο εγγύησης του εν λόγω ασφαλιστηρίου είναι αντίστοιχο με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που πρότεινε ο πιστωτικός φορέας.

4. Η αρμόδια αρχή μπορεί με αποφάσεις της να εξειδικεύει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος, με βάση τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ευρωπαϊκών αρχών με αρμοδιότητες στα θέματα εποπτείας [(Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ)].

Άρθρο 12 Γενικές πληροφορίες
(Άρθρο 13 της Οδηγίας)

1.    Οι πιστωτικοί φορείς και οι συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων, διαθέτουν, ανά πάσα στιγμή, εγγράφως ή σε άλλο σταθερό μέσο ή σε ηλεκτρονική μορφή, σαφείς και κατανοητές γενικές πληροφορίες για τις συμβάσεις πίστωσης.
Οι γενικές πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
α) την ταυτότητα και την ταχυδρομική διεύθυνση του συντάκτη των πληροφοριών,
β) τους σκοπούς, για τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί η πίστωση,
γ) τις μορφές της εξασφάλισης, περιλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της δυνατότητας η εξασφάλιση να
βρίσκεται σε διαφορετικό κράτος μέλος,
δ) την πιθανή διάρκεια των συμβάσεων πίστωσης,
ε) τα είδη του διαθέσιμου επιτοκίου χορηγήσεων, αναφέροντας αν αυτό είναι σταθερό ή κυμαινόμενο ή και τα δύο, με σύντομη περιγραφή των χαρακτηριστικών του σταθερού και του κυμαινόμενου επιτοκίου, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών επιπτώσεων για τον καταναλωτή,
στ) όταν διατίθενται δάνεια σε ξένο νόμισμα, ένδειξη του ξένου νομίσματος ή νομισμάτων, καθώς και επεξήγηση των επιπτώσεων για τον καταναλωτή, όταν η πίστωση είναι εκφρασμένη σε ξένο νόμισμα,
ζ) αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του συνολικού ποσού της πίστωσης, του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή, του συνολικού πληρωτέου ποσού από τον καταναλωτή και του ΣΕΠΠΕ,
η) επισήμανση των πιθανών επιπλέον εξόδων, που δεν περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της
πίστωσης για τον καταναλωτή, τα οποία συνδέονται με τη σύμβαση πίστωσης,
θ) τις διάφορες εναλλακτικές λύσεις για την αποπληρωμή της πίστωσης στον πιστωτικό φορέα, περιλαμβανομένου του αριθμού, της περιοδικότητας και του ποσού των τακτικών δόσεων αποπληρωμής,
ι) εφόσον συντρέχει περίπτωση, σαφή και συνοπτική δήλωση ότι η τήρηση των όρων και προϋποθέσεων της σύμβασης πίστωσης δεν εξασφαλίζει εξόφληση του συνολικού ποσού της πίστωσης βάσει της σύμβασης πίστωσης,
ια) περιγραφή των όρων που σχετίζονται απευθείας με την πρόωρη αποπληρωμή,
ιβ) κατά πόσον είναι αναγκαία η εκτίμηση του ακινήτου και, ανάλογα με την περίπτωση, ποιος είναι ο υπεύθυνος να εξασφαλίσει την πραγματοποίηση της εκτίμησης και εάν προκύπτει σχετικό κόστος για τον καταναλωτή,
ιγ) επισήμανση των συμπληρωματικών υπηρεσιών που οφείλει να αγοράσει ο καταναλωτής προκειμένου να του χορηγηθεί η πίστωση ή να του χορηγηθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, διευκρίνιση ότι οι συμπληρωματικές υπηρεσίες μπορεί να αγοραστούν από φορέα διαφορετικό του πιστωτικού φορέα,
ιδ) γενική προειδοποίηση σχετικά με τις πιθανές συνέπειες λόγω αθέτησης των σχετικών με τη σύμβαση πίστωσης υποχρεώσεων.

2.    Η αρμόδια αρχή μπορεί να υποχρεώνει τους πιστωτικούς φορείς να περιλαμβάνουν στις γενικές πληροφορίες της παρ. 1 και άλλα είδη προειδοποίησης που θεωρεί σημαντικά, καθώς και να εξειδικεύει τον τρόπο παροχής αυτών.

Άρθρο 13 Προσυμβατικές πληροφορίες
(Άρθρο 14 της Οδηγίας)

1. Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση ο μεσίτης πιστώσεων παρέχουν στον καταναλωτή τις εξατομικευμένες πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σύγκριση των πιστώσεων που διατίθενται στην αγορά, την αξιολόγηση των επιπτώσεών τους και τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης:
α) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αφού ο καταναλωτής δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για τις ανάγκες του, την οικονομική του κατάσταση και τις προτιμήσεις του σύμφωνα με το άρθρο 19
β) εγκαίρως, πριν από την παροχή δεσμευτικής για τον πιστωτικό φορέα προσφοράς και, σε κάθε περίπτωση, πριν ο καταναλωτής δεσμευθεί με σύμβαση ή προσφορά πίστωσης.

2.    Οι εξατομικευμένες πληροφορίες της παρ. 1 παρέχονται, εγγράφως ή σε άλλο σταθερό μέσο, με το «Ευρωπαϊκό Τυποποιημένο Δελτίο Πληροφοριών» (ESIS), το περιεχόμενο και οι οδηγίες συμπλήρωσης του οποίου ορίζονται στο παράρτημα II.

3.    Όταν παρέχεται στον καταναλωτή προσφορά που είναι δεσμευτική για τον πιστωτικό φορέα, αυτή παρέχεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και συνοδεύεται από το ESIS όταν δεν είχε παρασχεθεί προηγουμένως ESIS στον καταναλωτή ή τα στοιχεία της προσφοράς είναι διαφορετικά από τις πληροφορίες που περιείχε το ESIS το οποίο είχε παρασχεθεί προηγουμένως.

4.    Μεταξύ της παροχής δεσμευτικής προσφοράς και της σύναψης σύμβασης πίστωσης, μεσολαβεί χρονική περίοδος μελέτης δέκα (10) ημερολογιακών ημερών, ώστε ο καταναλωτής να συγκρίνει τις προσφορές και να αξιολογήσει τις συνέπειές τους προκειμένου να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση. Οι καταναλωτές δεν μπορούν να δεχτούν την προσφορά πριν απ την παρέλευση πέντε (5) ημερολογιακών ημερών της περιόδου μελέτης.
Η προσφορά είναι δεσμευτική για τον πιστωτικό φορέα για όσο χρόνο διαρκεί η περίοδος μελέτης, υπό την προϋπόθεση ότι τα δεδομένα στα οποία στηρίχτηκε η δεσμευτική προσφορά ως προς το πρόσωπο του δανειολήπτη, των λοιπών ενεχομένων και την εξασφάλιση εξακολουθούν να ισχύουν. Αν το επιτόκιο χορηγήσεων ή τα λοιπά έξοδα που αναφέρονται στη δεσμευτική προσφορά, καθορίζονται βάσει της πώλησης υποκείμενων ομολόγων ή άλλων μακροπρόθεσμων χρηματοπιστωτικών μέσων (long term funding instruments), το εν λόγω επιτόκιο και τα έξοδα μπορεί να μεταβάλλονται σε σχέση με το ύψος στο οποίο προσδιορίζονταν στη δεσμευτική προσφορά, σύμφωνα με την αξία του υποκείμενου ομολόγου ή του εργαλείου μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.

5. Ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων που παρέσχε το ESIS στον καταναλωτή θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σχετικά με την παροχή πληροφοριών στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη μιας σύμβασης εξ αποστάσεως, όπως ορίζεται στις διατάξεις της περίπτ. α της παρ. 3 του άρθρου 4θ του ν. 2251/1994, όπως η περίπτωση αυτή έχει τροποποιηθεί με τις παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 5 του ν. 3587/2007, και ότι πληροί τις απαιτήσεις της εν λόγω διάταξης μόνο εφόσον έχει παράσχει το ESIS πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.

6.    Κάθε πρόσθετη πληροφορία, την οποία ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων επιθυμεί ή υποχρεούται να παράσχει στον καταναλωτή σύμφωνα με απόφαση της αρμόδιας αρχής, κατά την παρ. 11 του άρθρου 4 του ν. 4261/2014, παρέχεται σε χωριστό έγγραφο που επισυνάπτεται στο ESIS.

7.    Στην περίπτωση επικοινωνιών φωνητικής τηλεφωνίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτ. β της παρ. 3 του άρθρου 4θ του ν. 2251/1994, όπως η περίπτωση αυτή έχει αντικατασταθεί με την παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 3587/2007, η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας, περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που αναφέρονται στα τμήματα 3 έως 6 του παραρτήματος II.

8.    Ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει, με απόδειξη παραλαβής, στον καταναλωτή, εγγράφως ή με σταθερό μέσο, αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης κατά το χρόνο υποβολής μιας προσφοράς που είναι δεσμευτική για τον πιστωτικό φορέα.

Άρθρο 14
Απαιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τους μεσίτες πιστώσεων
(Άρθρο 15 της Οδηγίας)

1.    Εγκαίρως πριν από την άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης που καθορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 3, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει στον καταναλωτή, εγγράφως ή σε άλλο σταθερό μέσο, τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) ταυτότητα και ταχυδρομική διεύθυνση του μεσίτη πιστώσεων,
β) το μητρώο στο οποίο είναι καταχωρισμένος, τον αριθμό καταχώρισης, κατά περίπτωση, και τα μέσα για την εξακρίβωση της καταχώρισης,
γ) κατά πόσον ο μεσίτης πιστώσεων είναι συνδεδεμένος ή συνεργάζεται αποκλειστικά με έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς. Αν ο μεσίτης πιστώσεων είναι συνδεδεμένος ή συνεργάζεται αποκλειστικά με έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς, παρέχει την επωνυμία των πιστωτικών φορέων εξ ονόματος των οποίων ενεργεί. Ο μεσίτης πιστώσεων μπορεί να γνωστοποιήσει ότι είναι ανεξάρτητος όταν πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 21,
δ) κατά πόσο ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες,
ε) το ποσό της αμοιβής που, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής στο μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, τη μέθοδο υπολογισμού της αμοιβής,
στ) τις διαδικασίες που παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές ή άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν εσωτερικές καταγγελίες/παράπονα για μεσίτες πιστώσεων και, ενδεχομένως, τα μέσα με τα οποία μπορούν να προσφύγουν σε εξωδικαστικές διαδικασίες καταγγελιών και επίλυσης διαφορών,
ζ) κατά περίπτωση, την ύπαρξη και, όταν είναι γνωστά, τα ποσά των προμηθειών ή άλλων οικονομικών κινήτρων που καταβάλλονται από τον πιστωτικό φορέα ή τρίτα μέρη στο μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του όσον αφορά τη σύμβαση πίστωσης. Αν το ποσό δεν είναι γνωστό κατά τη στιγμή της παροχής πληροφοριών στον καταναλωτή, ο μεσίτης πιστώσεων ενημερώνει τον καταναλωτή ότι το πραγματικό ποσό θα του γνωστοποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο στο ESIS.

2.    Οι μεσίτες πιστώσεων που δεν είναι συνδεδεμένοι αλλά λαμβάνουν προμήθειες από έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς παρέχουν, εφόσον το ζητήσει ο καταναλωτής, πληροφορίες σχετικά με τη διαφοροποίηση του ύψους των προμηθειών που καταβάλλουν οι διάφοροι πιστωτικοί φορείς που παρέχουν τις προσφερόμενες στον καταναλωτή συμβάσεις πίστωσης. Ο καταναλωτής ενημερώνεται ότι έχει το δικαίωμα να ζητήσει αυτές τις πληροφορίες.

3.    Αν ο μεσίτης πιστώσεων επιβαρύνει τον καταναλωτή με αμοιβή και επιπλέον εισπράττει προμήθεια από τον πιστωτικό φορέα ή τρίτο μέρος, ο μεσίτης πιστώσεων εξηγεί στον καταναλωτή κατά πόσον η προμήθεια συμψηφίζεται ή όχι με την αμοιβή, είτε κατά ένα μέρος της είτε πλήρως.

4.    Το ποσό της αμοιβής που πρέπει, ενδεχομένως, να καταβάλει ο καταναλωτής στο μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του, κοινοποιείται από το μεσίτη πιστώσεων στον πιστωτικό φορέα, με σκοπό τον υπολογισμό του ΣΕΠΠΕ.

Άρθρο 15 Ενδεδειγμένες εξηγήσεις
(Άρθρο 16 της Οδηγίας)

1. Οι πιστωτικοί φορείς και, ανάλογα με την περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή σχετικά με τις προτεινόμενες συμβάσεις πίστωσης και τις τυχόν συμπληρωματικές υπηρεσίες, ούτως ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να αξιολογήσει αν οι προτεινόμενες συμβάσεις πίστωσης και συμπληρωματικές υπηρεσίες είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες και στην οικονομική του κατάσταση.
Στις εξηγήσεις περιλαμβάνονται, ιδίως, κατά περίπτωση, τα εξής:
α) οι προσυμβατικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με:
αα) το άρθρο 13 στην περίπτωση των πιστωτικών φορέων,
ββ) τα άρθρα 13 και 14 στην περίπτωση των μεσιτών πιστώσεων,
β) τα βασικά χαρακτηριστικά των προτεινόμενων προϊόντων,
γ) οι συγκεκριμένες επιπτώσεις που τα προτεινόμενα προϊόντα ενδέχεται να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της υπερημερίας του καταναλωτή,
δ) όταν οι συμπληρωματικές υπηρεσίες προσφέρονται ομαδοποιημένες με σύμβαση πίστωσης, κατά πόσον κάθε συστατικό στοιχείο της ομάδας προσφερόμενων προϊόντων είναι δεκτικό χωριστής καταγγελίας εκ μέρους του καταναλωτή και τις συνέπειες της επιλογής αυτής για τον ίδιο.

2. Η αρμόδια αρχή μπορεί να προσαρμόζει:
α) τον τρόπο παροχής και την έκταση των εξηγήσεων που αναφέρονται στην παρ. 1, καθώς και
β) τα υπόχρεα πρόσωπα για την παροχή των εξηγήσεων, ανάλογα με:
(αα) τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες προσφέρεται η σύμβαση πίστωσης,
(ββ) το πρόσωπο στο οποίο προσφέρεται,
(γγ) το είδος της προσφερόμενης πίστωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗΣ

Αρθρο 16 Υπολογισμός του ΣΕΠΠΕ
(Άρθρο 17 της Οδηγίας)

1. Το ΣΕΠΠΕ υπολογίζεται σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I.
   
2. Τα έξοδα για το άνοιγμα και την τήρηση λογαριασμού ειδικού σκοπού της παρ. 1 του άρθρου 11, τα έξοδα για τη χρήση μέσου πληρωμής που επιτρέπει καταβολές στον λογαριασμό και αναλήψεις από αυτόν και τα λοιπά έξοδα που σχετίζονται με τη διενέργεια πράξεων πληρωμών περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή αν το άνοιγμα ή η τήρηση λογαριασμού είναι υποχρεωτικά προκειμένου να χορηγηθεί η πίστωση ή να χορηγηθεί υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται.
   
3. Ο υπολογισμός του ΣΕΠΠΕ γίνεται σύμφωνα με την παραδοχή ότι η σύμβαση πίστωσης θα παραμείνει σε ισχύ για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκειά της και ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής θα εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τους όρους και κατά τις ημερομηνίες που έχουν καθορισθεί στη σύμβαση πίστωσης.
   
4. Σε περίπτωση συμβάσεων πίστωσης που περιέχουν ρήτρες βάσει των οποίων επιτρέπονται διακυμάνσεις στο επιτόκιο χορηγήσεων και, κατά περίπτωση, στις επιβαρύνσεις που περιλαμβάνονται στο ΣΕΠΠΕ, των οποίων όμως το ύψος δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς κατά τη στιγμή του υπολογισμού, το ΣΕΠΠΕ υπολογίζεται με βάση την παραδοχή ότι το επιτόκιο χορηγήσεων και οι λοιπές επιβαρύνσεις θα παραμείνουν σταθερά σε σχέση με το επίπεδο που προσδιορίζεται κατά την εκάστοτε χρονική στιγμή υπολογισμού του.
   
5. Όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για τις οποίες συμφωνείται σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων για μια αρχική περίοδο διάρκειας τουλάχιστον πέντε ετών, στο τέλος της οποίας πραγματοποιείται διαπραγμάτευση ώστε να συμφωνηθεί νέο σταθερό επιτόκιο για νέα χρονική περίοδο, ο υπολογισμός του πρόσθετου, ενδεικτικού ΣΕΠΠΕ που γνωστοποιείται στο ESIS καλύπτει μόνο την αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου και βασίζεται στην παραδοχή ότι, στο τέλος της αρχικής περιόδου σταθερού επιτοκίου χορηγήσεων, το οφειλόμενο κεφάλαιο εξοφλείται.

6. (α) Αν η σύμβαση πίστωσης επιτρέπει διακυμάνσεις του επιτοκίου χορηγήσεων, ο καταναλωτής ενημερώνεται σχετικά με τις πιθανές συνέπειες των διακυμάνσεων για τα προς πληρωμή ποσά και για το ΣΕΠΠΕ τουλάχιστον μέσω του ESIS. Αυτό γίνεται με την παροχή πρόσθετου ΣΕΠΠΕ στον καταναλωτή το οποίο απεικονίζει τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με μια σημαντική αύξηση του επιτοκίου χορηγήσεων. Αν δεν έχει τεθεί ανώτατο όριο στο επιτόκιο χορηγήσεων, η πληροφόρηση αυτή συνοδεύεται από προειδοποίηση στην οποία τονίζεται ότι το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, όπως αποτυπώνεται στο ΣΕΠΠΕ, μπορεί να αλλάξει.
(β) Οι διατάξεις της περίπτ. α) εφαρμόζονται και σε συμβάσεις πίστωσης στις οποίες το επιτόκιο χορηγήσεων είναι σταθερό για συγκεκριμένη ελάχιστη περίοδο στο τέλος της οποίας δίνεται η δυνατότητα για διαπραγμάτευση του επιτοκίου χορηγήσεων προκειμένου να συμφωνηθεί νέο σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο .
(γ) Οι διατάξεις της περίπτ. (α) δεν εφαρμόζονται σε συμβάσεις πιστώσεων στις οποίες το επιτόκιο χορηγήσεων είναι σταθερό για αρχική περίοδο διάρκειας τουλάχιστον πέντε ετών, στο τέλος της οποίας πραγματοποιείται διαπραγμάτευση του επιτοκίου χορηγήσεων ώστε να συμφωνηθεί νέο σταθερό επιτόκιο για νέα χρονική περίοδο, για την οποία προβλέπεται στο ESIS πρόσθετο, ενδεικτικό ΣΕΠΠΕ.

7. Κατά περίπτωση, για τον υπολογισμό του ΣΕΠΠΕ χρησιμοποιούνται οι πρόσθετες παραδοχές που καθορίζονται στο παράρτημα I.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Αρθρο 17
Υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή
(Άρθρο 18 της Οδηγίας)

1. Ο πιστωτικός φορέας, πριν από την παροχή δεσμευτικής προσφοράς, πραγματοποιεί ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Η αξιολόγηση αυτή λαμβάνει δεόντως υπόψη παράγοντες που επιτρέπουν την επαλήθευση της προοπτικής του καταναλωτή να τηρήσει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της σύμβασης πίστωσης.

2.    Ο πιστωτικός φορέας υποχρεούται να διαθέτει καταγεγραμμένες και τεκμηριωμένες εσωτερικές διαδικασίες, σύμφωνα με τις οποίες διενεργείται η αξιολόγηση της παρ. 1, στις οποίες, μεταξύ άλλων, προβλέπονται ρητό οι πληροφορίες στις οποίες βασίζεται η εν λόγω αξιολόγηση.

3.    Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας δεν βασίζεται κατά κύριο λόγο στην παραδοχή ότι η αξία του ακινήτου που προορίζεται για κατοικία υπερβαίνει το ποσό της πίστωσης ή στην παραδοχή ότι η αξία του εν λόγω ακινήτου θα αυξηθεί, εκτός αν ο σκοπός της σύμβασης πίστωσης είναι η κατασκευή ή ανακαίνιση ακινήτου που προορίζεται για κατοικία.

4.    Μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης με καταναλωτή, ο πιστωτικός φορέας δεν καταγγέλλει ούτε τροποποιεί τη σύμβαση εις βάρος του καταναλωτή με την αιτιολογία ότι η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας δεν διενεργήθηκε σωστά, εκτός αν αποδείξει ότι ο καταναλωτής εν γνώσει του απέκρυψε ή παραποίησε πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 19.

5.    Ο πιστωτικός φορέας:
α) δύναται να χορηγεί την πίστωση στον καταναλωτή μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης είναι πιθανόν να τηρηθούν με τον τρόπο που προβλέπεται από την εν λόγω σύμβαση,
β) υποχρεούται να ενημερώνει εκ των προτέρων τον καταναλωτή σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997 (Α' 50), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 34 του ν. 2915/2001 (Α' 109) και την παρ. 8 του άρθρου 39 του ν. 4024/2011 (Α'226), ότι πρόκειται να γίνει έρευνα σε βάση δεδομένων,
γ) όταν απορρίπτεται η αίτηση πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει αμελλητί τον καταναλωτή για την απόρριψη και, κατά περίπτωση, ότι η απόφαση βασίζεται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων. Εάν η απόρριψη βασίζεται στο αποτέλεσμα της έρευνας σε βάση δεδομένων, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει επίσης τον καταναλωτή σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας και σχετικά με τα στοιχεία της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων

6.    Η πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή επαναξιολογείται με βάση επικαιροποιημένες πληροφορίες πριν εγκριθεί οποιαδήποτε σημαντική αύξηση του συνολικού ποσού της πίστωσης μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, εκτός εάν αυτή η συμπληρωματική πίστωση προβλεπόταν και περιλαμβανόταν στην αρχική αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.

7.    Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 2472/1997.

8.    Η αρμόδια αρχή μπορεί να ρυθμίζει περαιτέρω λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου πλην αυτών της περίπτ. β της παρ. 5 και της παρ. 7, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της EAT.

Άρθρο 18
Εκτίμηση της αξίας του ακινήτου
(Άρθρο 19 της Οδηγίας)

1.    Η    εκτίμηση της αξίας ακινήτων που προορίζονται για κατοικία με σκοπό τη χορήγηση ενυπόθηκων πιστώσεων διενεργείται με αξιόπιστα πρότυπα εκτίμησης σύμφωνα με την υποπαρ. Γ7 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α' 107).

2.    Οι εσωτερικοί και εξωτερικοί εκτιμητές που διενεργούν εκτιμήσεις ακινήτων, εκ μέρους των πιστωτικών φορέων, είναι επαγγελματικά επαρκείς, εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών του ν.4152/2013 και είναι ανεξάρτητοι από τη διαδικασία έγκρισης της πίστωσης, ώστε να μπορούν να παρέχουν αμερόληπτη και αντικειμενική εκτίμηση. Η εκτίμηση που παρέχουν καταχωρίζεται σε αρχείο το οποίο τηρείται από τον πιστωτικό φορέα.

Άρθρο 19
Διαβίβαση και επαλήθευση των πληροφοριών που παρέχει ο καταναλωτής
(Άρθρο 20 της Οδηγίας)

1. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας που αναφέρεται στο άρθρο 17 διενεργείται με βάση αναγκαίες, επαρκείς και αναλογικές πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες του καταναλωτή, καθώς και για άλλες χρηματοοικονομικές και οικονομικές συνθήκες που τον αφορούν. Ο πιστωτικός φορέας αντλεί τις πληροφορίες αυτές από κατάλληλες εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου του καταναλωτή, και συμπεριλαμβάνουν πληροφορίες που παρέχονται στο μεσίτη πιστώσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αίτησης για τη χορήγηση πίστωσης. Οι πληροφορίες επαληθεύονται καταλλήλως, μεταξύ άλλων, μέσω χρήσης δικαιολογητικών που παρέχονται από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές, εφόσον είναι αναγκαίο.

2.    Ο μεσίτης πιστώσεων διαβιβάζει, με ακρίβεια, στον ενδιαφερόμενο πιστωτικό φορέα τις απαραίτητες πληροφορίες που λαμβάνει από τον καταναλωτή, προκειμένου να καταστεί εφικτή η αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας.

3.    Πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας προσδιορίζει με σαφή και κατανοητό τρόπο τις αναγκαίες πληροφορίες και τα δικαιολογητικά από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές που οφείλει να παράσχει ο καταναλωτής, καθώς και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο καταναλωτής οφείλει να παράσχει τα στοιχεία αυτά. Το αίτημα αυτό του πιστωτικού φορέα για παροχή πληροφοριών από τον καταναλωτή πρέπει να είναι αναλογικό και να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για τη διενέργεια άρτιας αξιολόγησης της πιστοληπτικής του ικανότητας. Ο πιστωτικός φορέας μπορεί να ζητά διευκρινίσεις από τον καταναλωτή όσον αφορά στις πληροφορίες που λαμβάνει σε απάντηση του εν λόγω αιτήματος του, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητάς του.
Ο πιστωτικός φορέας δεν επιτρέπεται να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης, με τη δικαιολογία ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης ήταν ελλιπείς, εκτός αν αποδείξει ότι ο καταναλωτής εν γνώσει του απέκρυψε ή παραποίησε πληροφορίες.

4. Ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων ενημερώνουν, εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο τον καταναλωτή για την υποχρέωσή του να παρέχει ορθές πληροφορίες, κατόπιν του αιτήματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, και για το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερες, με σκοπό τη διεξαγωγή της αξιολόγησης της πιστοληπτικής του ικανότητας. Ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων οφείλουν να προειδοποιούν τον καταναλωτή ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο πιστωτικός φορέας δεν είναι σε θέση να προβεί σε αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, επειδή ο καταναλωτής επέλεξε να μην παράσχει τις πληροφορίες ή την επαλήθευση που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, η πίστωση δεν μπορεί να χορηγηθεί. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται από τον πιστωτικό φορέα σε τυποποιημένη μορφή.

5. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του ν.2472/1997 και ιδίως του άρθρου 4 αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 20
Πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων
(Άρθρο 21 της Οδηγίας)

1.    Επιτρέπεται η πρόσβαση των πιστωτικών φορέων με καταστατική έδρα σε άλλα κράτη μέλη της EE στο διατραπεζικό αρχείο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που λειτουργεί στο πλαίσιο του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και, κατά περίπτωση, σε όμοιου περιεχομένου βάσεις δεδομένων που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των καταναλωτών στους οποίους έχουν χορηγήσει ή πρόκειται να χορηγήσουν δάνεια και με μοναδικό σκοπό την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των τελευταίων προς τις πιστωτικές τους υποχρεώσεις καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, με τους ίδιους όρους πρόσβασης που προβλέπονται για τους εθνικούς πιστωτικούς φορείς.

2.    Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν.2472/1997.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Άρθρο 21
Πρότυπα συμβουλευτικών υπηρεσιών
(Άρθρο 22 της Οδηγίας)

1. Ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων ενημερώνει ρητώς τον καταναλωτή, στο πλαίσιο συγκεκριμένης συναλλαγής, για το αν παρέχονται ή μπορεί να παρασχεθούν συμβουλευτικές υπηρεσίες εκ μέρους τους στον καταναλωτή.

2.    Πριν από την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών ή, κατά περίπτωση, πριν από τη σύναψη σύμβασης για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου:
α) κατά πόσον η σύσταση θα βασιστεί σε εξέταση μόνον του δικού τους φάσματος προϊόντων, σύμφωνα με την περίπτ. β της παρ. 3, ή ενός ευρέος φάσματος προϊόντων από ολόκληρη την αγορά, σύμφωνα με την περίπτ. γ της παρ. 3 , ούτως ώστε να μπορέσει ο καταναλωτής να καταλάβει τη βάση πάνω στην οποία γίνεται η σύσταση,
β) εφόσον συντρέχει περίπτωση, το ποσό της αμοιβής που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών ή, αν το ποσό δεν μπορεί να καθοριστεί τη στιγμή της παροχής των πληροφοριών, τον τρόπο υπολογισμού του.
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις περίπτ. α' και β' μπορεί να παρασχεθούν στον καταναλωτή με τη μορφή πρόσθετων προσυμβατικών πληροφοριών.

3.    Όταν παρέχονται στους καταναλωτές συμβουλευτικές υπηρεσίες, εκτός των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 6 και 8, προβλέπονται οι ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) οι πιστωτικοί φορείς ή οι μεσίτες πιστώσεων αποκτούν τις αναγκαίες πληροφορίες όσον αφορά την προσωπική και χρηματοοικονομική κατάσταση του καταναλωτή, καθώς και τις προτιμήσεις και τους στόχους του, προκειμένου να είναι σε θέση να προτείνουν κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης. Η αξιολόγηση αυτή βασίζεται σε πληροφορίες που είναι επικαιροποιημένες κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και λαμβάνει υπόψη εύλογες παραδοχές ως προς τους κινδύνους που αφορούν την κατάσταση του καταναλωτή καθ' όλη τη διάρκεια της προτεινόμενης σύμβασης πίστωσης,
β) οι πιστωτικοί φορείς ή οι συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων εξετάζουν ικανό αριθμό συμβάσεων πίστωσης από το φάσμα των προϊόντων τους που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στην χρηματοοικονομική και προσωπική κατάσταση του καταναλωτή και του προτείνουν μία ή περισσότερες κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης,
γ) οι μη συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων εξετάζουν ικανό αριθμό συμβάσεων πίστωσης από αυτές που διατίθενται στην αγορά οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στην χρηματοοικονομική και προσωπική κατάσταση του καταναλωτή και του προτείνουν μία ή περισσότερες κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης,
δ) οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων ενεργούν προς το συμφέρον του καταναλωτή με τους εξής τρόπους:
αα) λαμβάνοντας ενημέρωση για τις ανάγκες και την κατάσταση του καταναλωτή και
ββ) συστήνοντας κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης σύμφωνα με τις περίπτ. α', β' και γ',
ε) οι πιστωτικοί φορείς ή οι μεσίτες πιστώσεων χορηγούν στον καταναλωτή εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου το περιεχόμενο των συμβουλών που του παρέχουν.

4. Οι πιστωτικοί φορείς ή οι μεσίτες πιστώσεων που παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες μπορούν να κάνουν χρήση των όρων «ανεξάρτητες συμβουλές» ή «ανεξάρτητος σύμβουλος» με την προϋπόθεση ότι:
α) εξετάζουν ικανό αριθμό συμβάσεων πίστωσης από αυτές που διατίθενται στην αγορά
β) δεν αμείβονται για τις εν λόγω συμβουλευτικές υπηρεσίες από έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς.

5. Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων προειδοποιούν τον καταναλωτή, εφόσον λαμβάνοντας υπόψη την χρηματοοικονομική του κατάσταση, κρίνουν ότι μια σύμβαση πίστωσης ενδεχομένως ενέχει συγκεκριμένο κίνδυνο γι' αυτόν.

6. Συμβουλευτικές υπηρεσίες παρέχονται μόνον από πιστωτικούς φορείς και μεσίτες πιστώσεων.

7.    Κατ' εξαίρεση, συμβουλευτικές υπηρεσίες στο πλαίσιο της υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα διαχείρισης χρέους μπορεί να παρέχουν και οι πιστοποιημένες προς τούτο ενώσεις καταναλωτών. Στην περίπτωση αυτή, οι ενώσεις καταναλωτών δεν έχουν το δικαίωμα που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 30 να παρέχουν υπηρεσίες στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης.

8.    Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, καθορίζονται οι περαιτέρω προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από ενώσεις καταναλωτών.

9.    Το παρόν άρθρο δεν θίγει το άρθρο 15 και διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση παροχής προς τους καταναλωτές υπηρεσιών, που τους βοηθούν να κατανοούν τις χρηματοοικονομικές τους ανάγκες και το είδος των προϊόντων που είναι πιθανό να ανταποκρίνεται στις ανάγκες αυτές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΣΕ ΞΕΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ
ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

Άρθρο 22 Συμβάσεις πίστωσης σε ξένο νόμισμα
(Άρθρο 23 της Οδηγίας)

1.    Σε περίπτωση συμβάσεων πίστωσης σε ξένο νόμισμα, ο πιστωτικός φορέας:
α) είτε συμπεριλαμβάνει στη σύμβαση πίστωσης όρο, σύμφωνα με τον οποίο, ο καταναλωτής δικαιούται να μετατρέψει, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, τη σύμβαση πίστωσης σε εναλλακτικό νόμισμα, τουλάχιστον όταν η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας υπερβαίνει το 20% σε σχέση με αυτή που ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης,
β) είτε διασφαλίζει ότι η σύμβαση πίστωσης συνοδεύεται καθ' όλη τη διάρκεια αυτής με χρηματοπιστωτικό μέσο αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου.

2.    Στην περίπτ. α' της παρ. 1, ο σχετικός όρος της σύμβασης ορίζει υποχρεωτικά ως εναλλακτικό νόμισμα:
α) το νόμισμα στο οποίο ο καταναλωτής λαμβάνει κατά κύριο λόγο το εισόδημά του ή διατηρεί τα περιουσιακά του στοιχεία από τα οποία πρόκειται να εξοφληθεί η πίστωση, όπως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την τελευταία αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ή/και
β) το νόμισμα του κράτους μέλους στο οποίο ο καταναλωτής είτε κατοικούσε τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης είτε κατοικεί κατά το χρόνο ενεργοποίησης του σχετικού συμβατικού όρου.

3.    Κατά την εφαρμογή της περίπτ. α' της παρ. 1 , η μετατροπή διενεργείται με βάση την ισχύουσα κατά το χρόνο μετατροπής συναλλαγματική ισοτιμία, όπως αυτή προκύπτει από τις επίσημες δημοσιεύσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικό στη σύμβαση πίστωσης.

4.    Όταν ένας καταναλωτής έχει συνάψει σύμβαση πίστωσης σε ξένο νόμισμα και το ύψος του οφειλόμενου συνολικού ποσού ή των οφειλόμενων δόσεων που πρέπει να καταβάλει παρουσιάζει διακύμανση μεγαλύτερη από 20% σε σχέση με αυτό που θα ήταν αν ίσχυε η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του νομίσματος της σύμβασης και του εναλλακτικού νομίσματος που ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας ειδοποιεί αμέσως τον καταναλωτή, εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο. Η ειδοποίηση αυτή επέχει θέση ενημέρωσης του καταναλωτή προκειμένου αυτός να ενεργοποιήσει το συμβατικό όρο της παρ. 1.
Στην περιοδική ενημέρωση περιλαμβάνεται αναφορά του ύψους της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Οι ρυθμίσεις που εφαρμόζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου κοινοποιούνται στον καταναλωτή στο πλαίσιο του ESIS και της σύμβασης πίστωσης. Όταν στη σύμβαση πίστωσης δεν υπάρχει όρος που να περιορίζει το συναλλαγματικό κίνδυνο, στον οποίον εκτίθεται ο καταναλωτής σε διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας μικρότερης του 20%, το ESIS περιλαμβάνει ενδεικτικό παράδειγμα που αφορά τον αντίκτυπο της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε ποσοστό 20%.

Άρθρο 23
Πιστώσεις κυμαινόμενου επιτοκίου
(Άρθρο 24 της Οδηγίας)

Όταν σε μία σύμβαση πίστωσης ορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο:
α) οι δείκτες ή τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποιούνται από τον πιστωτικό φορέα για τον υπολογισμό του επιτοκίου χορήγησης πρέπει να είναι σαφείς, προσιτοί, αντικειμενικοί και επαληθεύσιμοι από τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πίστωσης και την αρμόδια αρχή,
β) τηρούνται αρχεία των ανωτέρω δεικτών ή επιτοκίων αναφοράς από τον πιστωτικό φορέα, εκτός αν ο πάροχος των δεικτών ή επιτοκίων αναφοράς υπόκειται σε ισοδύναμη υποχρέωση τήρησης αρχείου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΚΑΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΙΣΤΩΣΗ Σ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Άρθρο 24
Πρόωρη αποπληρωμή
(Άρθρο 25 της Οδηγίας)

1.    Ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να εκπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης πριν από τη λήξη της. Στην περίπτωση αυτή, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης. Η μείωση συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της σύμβασης.

2.    Αν η άσκηση του δικαιώματος πρόωρης εξόφλησης εκ μέρους του καταναλωτή λαμβάνει χώρα εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει συμφωνηθεί σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενικά αιτιολογημένη αποζημίωση προς αποκατάσταση των ενδεχόμενων εξόδων που υφίσταται και έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση και, ιδίως, του κόστους που συνεπάγεται για τον πιστωτικό φορέα η επανατοποθέτηση στη διατραπεζική αγορά κεφαλαίου ίσου προς το ποσό που αποπληρώνεται πρόωρα . Η εν λόγω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των τόκων που θα κατέβαλλε ο καταναλωτής για το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας ημερομηνίας λήξης του σταθερού επιτοκίου.
Η αποζημίωση του πιστωτικού φορέα υπολογίζεται βάσει του μαθηματικού τύπου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα III.

3. Αν ο καταναλωτής επιθυμεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις πριν από τη λήξη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας παρέχει σε αυτόν χωρίς καθυστέρηση, μετά την παραλαβή σχετικού αιτήματος, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου ο καταναλωτής να είναι σε θέση να αξιολογήσει την εν λόγω δυνατότητα. Οι πληροφορίες αυτές προσδιορίζουν τις συνέπειες που θα έχει για τον καταναλωτή η εκπλήρωση των υποχρεώσεών του πριν από τη λήξη της σύμβασης, τουλάχιστον ως προς την προβλεπόμενη γΓ αυτόν επιβάρυνση, και αναφέρουν σαφώς τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται, οι οποίες πρέπει να είναι λογικές και αιτιολογημένες.

Άρθρο 25
Ευέλικτες και αξιόπιστες αγορές
(Άρθρο 26 της Οδηγίας)

Οι πιστωτικοί φορείς υποχρεούνται να τηρούν αρχεία σχετικά με τα είδη της ακίνητης περιουσίας που γίνονται δεκτά ως εμπράγματη εξασφάλιση, καθώς και τις γενικές πολιτικές που διέπουν την εκ μέρους τους χορήγηση πιστώσεων με εμπράγματη εξασφάλιση.

Άρθρο 26
Πληροφορίες για τις αλλαγές του επιτοκίου χορηγήσεων
(Άρθρο 27 της Οδηγίας)

1.    Ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή για οποιαδήποτε μεταβολή του επιτοκίου χορηγήσεων, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, πριν από την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα κεφάλαια Α και Γ της πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας 2501/2002 (Α' 277). Η ενημέρωση περιλαμβάνει τουλάχιστον το ποσό των οφειλόμενων καταβολών μετά την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου χορηγήσεων και, στις περιπτώσεις που μεταβάλλεται ο αριθμός ή η περιοδικότητα των πληρωμών, λεπτομέρειες σχετικά με τη μεταβολή αυτή.

2.    Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν στη σύμβαση πίστωσης ότι οι προβλεπόμενες στην παρ. 1 πληροφορίες παρέχονται στον καταναλωτή σε περιοδική βάση, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η μεταβολή του επιτοκίου χορηγήσεων συνδέεται με μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς,
β) το νέο επιτόκιο αναφοράς δημοσιοποιείται με κατάλληλα μέσα, και
γ) οι σχετικές με το νέο επιτόκιο αναφοράς πληροφορίες είναι επίσης διαθέσιμες στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού φορέα και κοινοποιούνται στον καταναλωτή μαζί με το ύψος των νέων περιοδικών καταβολών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα κεφάλαια Α και Γ της πράξης 2501/2002.

3.    Αν οι μεταβολές στο επιτόκιο χορηγήσεων καθορίζονται μέσω δημοπρασίας στις κεφαλαιαγορές και συνεπώς είναι αδύνατον ο πιστωτικός φορέας να πληροφορήσει τον καταναλωτή εκ των προτέρων για οποιαδήποτε μεταβολή πριν αυτή επέλθει, ο πιστωτικός φορέας σε εύλογο χρόνο πριν από τη δημοπρασία γνωστοποιεί εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο στον καταναλωτή την επικείμενη διαδικασία και παρέχει ενδείξεις για το πώς μπορεί να επηρεαστεί το επιτόκιο χορηγήσεων.

Άρθρο 27
Τόκοι υπερημερίας και κατάσχεση
(Άρθρο 28 της Οδηγίας)
   
1. Οι πιστωτικοί φορείς συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4224/2013 (Α'288) που εκδόθηκε με την απόφ. ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος 195/1/2016 (Β'2376).
   
2. Σε περίπτωση υπερημερίας του καταναλωτή δεν επιτρέπεται η επιβολή πρόσθετων επιβαρύνσεων πέραν α) του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου για το επιτόκιο υπερημερίας, όπως εκάστοτε ισχύει με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.3259/2004 (Α' 149), και β) της αποκατάστασης των αναγκαίων δαπανών που έγιναν από τον πιστωτικό φορέα ως επισπεύδοντα προς το γενικό συμφέρον όλων των δανειστών οι οποίοι αναγγέλθηκαν στη διαδικασία του πλειστηριασμού.
   
3. Τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση πίστωσης μέρη μπορεί να προβλέπουν ρητώς ότι η επιστροφή ή μεταβίβαση της εξασφάλισης ή των εσόδων από την πώληση της εξασφάλισης αρκεί για την αποπληρωμή της πίστωσης.
   
4. Αν δεν υπάρχει συμφωνία της παρ. 3, και μετά τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης παραμένει ανεξόφλητο χρέος, ο πιστωτικός φορέας διευκολύνει την αποπληρωμή του, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης όπως αυτές εκάστοτε ορίζονται από το ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ., σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 73 του ν. 4389/2016 (Α' 94), καθώς και την ύπαρξη τυχόν άλλων περιουσιακών στοιχείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΣΙΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

Άρθρο 28
Άδεια λειτουργίας μεσιτών πιστώσεων
(Άρθρο 29 της Οδηγίας)

1.    Για την άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης των περιπτ. α' έως γ' της παρ. 5 του άρθρου 3, την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών της παρ. 20 του άρθρου 3 από, συνδεδεμένο ή μη, μεσίτη πιστώσεων, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, απαιτείται η λήψη άδειας λειτουργίας ως «μεσίτη στεγαστικής πίστης» από την αρμόδια αρχή (ΤτΕ).

2.    Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας απαιτείται οι μεσίτες πιστώσεων να πληρούν κατ' ελάχιστον τις ακόλουθες απαιτήσεις :
α) να διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης με εδαφικό εύρος που καλύπτει τα κράτη μέλη ή τις περιοχές όπου προσφέρουν υπηρεσίες ή άλλη ανάλογη εγγύηση έναντι της ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό (EE) 1125/2014 της Επιτροπής της 19ης Σεπτεμβρίου 2014 (EE L 305). Σε ό,τι αφορά τους συνδεδεμένους μεσίτες πιστώσεων, η εν λόγω ασφάλιση ή ανάλογη εγγύηση μπορεί να παρέχεται από τον πιστωτικό φορέα για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο μεσίτης πιστώσεων.
β) να διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας τα οποία συνίστανται στο να διαθέτουν λευκό ποινικό μητρώο και στο να μην έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση στο παρελθόν, εκτός εάν έχουν αποκατασταθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Τα ανωτέρω εχέγγυα πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του μεσίτη πιστώσεων, αν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο, στο πρόσωπο των μελών του διοικητικού συμβουλίου του μεσίτη πιστώσεων, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο και στα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ισοδύναμα καθήκοντα σε μεσίτη πιστώσεων που αποτελεί νομικό πρόσωπο αλλά δεν διαθέτει διοικητικό συμβούλιο.
γ) να διαθέτουν κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και επάρκειας όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από την αρμόδια αρχή, για τις περιπτ. β', γ", ε' και στ' του Παραρτήματος IV . Η προϋπόθεση αυτή πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του μεσίτη πιστώσεων, αν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο, στο πρόσωπο των μελών του διοικητικού συμβουλίου του μεσίτη πιστώσεων, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο και στα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ισοδύναμα καθήκοντα σε μεσίτη πιστώσεων που αποτελεί νομικό πρόσωπο αλλά δεν διαθέτει διοικητικό συμβούλιο.

3.    Η    αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε να δημοσιοποιούνται τα κριτήρια επαγγελματικών απαιτήσεων που απαιτείται να πληροί το προσωπικό των μεσιτών πιστώσεων ή των πιστωτικών φορέων.

4.    Η αρμόδια αρχή τηρεί και ενημερώνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα δημόσιο μητρώο μεσιτών πιστώσεων (μεσιτών στεγαστικής πίστης), στο οποίο εγγράφονται όλοι οι μεσίτες πιστώσεων, οι οποίοι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως «μεσίτες στεγαστικής πίστης». Το Μητρώο αυτό αναρτάται στο διαδικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής και επικαιροποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Το ανωτέρω δημόσιο μητρώο μεσιτών πιστώσεων περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα ονόματα των μελών της διοίκησης της επιχείρησης που είναι υπεύθυνα για την άσκηση των
δραστηριοτήτων πιστωτικής διαμεσολάβησης,
β) όλα τα φυσικά πρόσωπα που διενεργούν για λογαριασμό της επιχείρησης λειτουργίες που τους φέρνουν σε προσωπική επαφή (client facing functions) με τους πελάτες στο πλαίσιο άσκησης δραστηριοτήτων πιστωτικής διαμεσολάβησης,
γ) τα κράτη μέλη στα οποία ο μεσίτης πιστώσεων ασκεί τις δραστηριότητές του σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 30 και για τα οποία έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής,
δ) κατά πόσον ο μεσίτης είναι συνδεδεμένος ή όχι,
ε) εφόσον πρόκειται για συνδεδεμένο μεσίτη πιστώσεων, την επωνυμία του πιστωτικού φορέα για λογαριασμό του οποίου ενεργεί .

5.    Μεσίτες πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων των συνδεδεμένων, που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την παρ. 1 εφόσον είναι νομικά πρόσωπα με καταστατική έδρα στην Ελλάδα, υποχρεούνται να έχουν την κεντρική τους διοίκηση στην Ελλάδα.
Εφόσον η άδεια λειτουργίας μεσιτών πιστώσεων έχει ληφθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο λόγω του εταιρικού του τύπου δεν διαθέτει καταστατική έδρα και ασκεί τις κύριες επιχειρηματικές του δραστηριότητες στην Ελλάδα, το εν λόγω πρόσωπο υποχρεούται επίσης να έχει την κεντρική του διοίκηση στην Ελλάδα.

6.    Η αρμόδια αρχή για την τήρηση του αρχείου της παρ. 4 δημιουργεί ένα ενιαίο σημείο πληροφόρησης για τη διασφάλιση ταχείας και εύκολης πρόσβασης του κοινού στις πληροφορίες του δημόσιου μητρώου της παρ. 4, οι οποίες συγκεντρώνονται ηλεκτρονικά και επικαιροποιούνται. Το εν λόγω σημείο πληροφόρησης περιλαμβάνει και τα στοιχεία των αρμόδιων αρχών για την παροχή της άδειας λειτουργίας και την τήρηση αρχείων μεσιτών πιστώσεων κάθε κράτους μέλους.

7.    Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4261/2014.

8.    Η αρμόδια αρχή παρακολουθεί την τήρηση εκ μέρους των μεσιτών πιστώσεων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της παρ. 2. Για το σκοπό αυτό η αρμόδια αρχή μπορεί να θεσπίζει κανόνες, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης υποβολής στοιχείων, να ζητά γραπτές εξηγήσεις και να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους. Η διάταξη του πρώτου εδαφίου δεν θίγει τις διατάξεις του άρθρου 29.

9. Με απόφαση της αρμόδιας αρχής ορίζονται τυχόν επιπλέον απαιτήσεις για την χορήγηση της άδειας της παρ. 1 και οι κατ' ελάχιστον προβλεπόμενες απαιτήσεις γνώσεων και επάρκειας για τα αναφερόμενα στην περίπτ. γ της παρ. 2 πρόσωπα καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σύμφωνα με το παράρτημα IV.

Άρθρο 29
Μεσίτες πιστώσεων συνδεδεμένοι με ένα μόνο πιστωτικό φορέα
(Άρθρο 30 της Οδηγίας)

1. Ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων λαμβάνει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή μέσω του πιστωτικού φορέα για λογαριασμό του οποίου ενεργεί αποκλειστικώς. .
Σε αυτήν την περίπτωση, ο πιστωτικός φορέας ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη του συνδεδεμένου μεσίτη πιστώσεων που ενεργεί για λογαριασμό του σε τομείς που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και εξασφαλίζει ότι οι συνδεδεμένοι με αυτόν μεσίτες πιστώσεων συμμορφώνονται τουλάχιστον με τις επαγγελματικές απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 28 και παρέχει την απαιτούμενη τεκμηρίωση προς την αρμόδια αρχή.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 33, ο πιστωτικός φορέας παρακολουθεί τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων με αυτόν μεσιτών πιστώσεων, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι αυτοί εξακολουθούν να πληρούν τις απαιτήσεις περί γνώσεων και επάρκειας του συνδεδεμένου μεσίτη πιστώσεων και του προσωπικού του, και παρέχει την απαιτούμενη τεκμηρίωση προς την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 30
Ελευθερία εγκατάστασης και ελευθερία παροχής υπηρεσιών των μεσιτών πιστώσεων
(Άρθρο 32 της Οδηγίας)

1.    Η άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε μεσίτη πιστώσεων από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών αναγνωρίζεται και στην Ελλάδα, χωρίς να απαιτείται άλλη άδεια από τις αρμόδιες αρχές στην Ελλάδα ως κρότους μέλους υποδοχής για την άσκηση των δραστηριοτήτων και την παροχή των υπηρεσιών που καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής. Απαγορεύεται όμως στους μεσίτες πιστώσεων να παρέχουν στην Ελλάδα τις υπηρεσίες τους σχετικά με συμβάσεις πίστωσης που προσφέρονται σε καταναλωτές από μη πιστωτικά ιδρύματα.

2.    Κάθε μεσίτης πιστώσεων ο οποίος έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και προτίθεται να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα για πρώτη φορά σε ένα ή περισσότερα από τα άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ιδρύοντας υποκατάστημα, κοινοποιεί την πρόθεσή του αυτή στην αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 28.
Εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ανωτέρω κοινοποίηση, η αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, ως αρχή κράτους μέλους καταγωγής ,κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής την πρόθεση του μεσίτη πιστώσεων που έχει λάβει άδεια από εκείνη να παρέχει υπηρεσίες στο έδαφος τους και ενημερώνει ταυτοχρόνως τον ενδιαφερόμενο μεσίτη πιστώσεων για τη διενέργεια της κοινοποίησης αυτής. Η ενημέρωση αναφέρεται και στους πιστωτικούς φορείς, με τους οποίους είναι συνδεδεμένος ο μεσίτης πιστώσεων και το κατά πόσον αυτοί αναλαμβάνουν πλήρως και άνευ όρων την ευθύνη για τις δραστηριότητες του μεσίτη πιστώσεων. Η αρμόδια αρχή στην Ελλάδα , όταν λαμβάνει κοινοποίηση υπό την ιδιότητα της ως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους υποδοχής, χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που έλαβε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ώστε να ενημερώσει δεόντως το μητρώο που τηρεί. Ο μεσίτης πιστώσεων που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να αρχίσει να ασκεί την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Ελλάδα ένα μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώθηκε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για την ανωτέρω κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή στην Ελλάδα.

3.    Πριν ξεκινήσει η επιχειρηματική δραστηριότητα του υποκαταστήματος του μεσίτη πιστώσεων στην Ελλάδα ή εντός δύο μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, η αρμόδια αρχή στην Ελλάδα υπό την ιδιότητά της ως αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής προετοιμάζεται για την εποπτεία του μεσίτη πιστώσεων και, αν είναι απαραίτητο, υποδεικνύει στο μεσίτη πιστώσεων τους όρους σύμφωνα με τους οποίους, σε τομείς που δεν έχουν εναρμονιστεί στο δίκαιο της EE, οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να διεξάγονται στην Ελλάδα.

4.    Η αρμόδια αρχή στην Ελλάδα μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει τη μορφή, το περιεχόμενο και τη διαδικασία των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο κοινοποιήσεων και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

Άρθρο 31
Ανάκληση της άδειας λειτουργίας μεσιτών πιστώσεων
(Άρθρο 33 της Οδηγίας)

1.    Η    άδεια λειτουργίας του μεσίτη πιστώσεων ανακαλείται αν ο μεσίτης πιστώσεων :
α) παραιτήθηκε ρητώς από την άδεια ή δεν άσκησε κατά τους προηγούμενους έξι μήνες καμία από τις
δραστηριότητες για τις οποίες αδειοδοτήθηκε,
β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από την ισχύουσα
νομοθεσία, με την οποία ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος νόμου, ή
ε) έχει υποπέσει σε σοβαρές ή επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου που αφορούν τη λειτουργία των μεσιτών πιστώσεων.

2.    Αν η άδεια λειτουργίας μεσίτη πιστώσεων, ανακληθεί από την αρμόδια αρχή, η εν λόγω αρχή ενημερώνει όσο το δυνατόν συντομότερα και το αργότερο εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο.

3.    Η αρμόδια αρχή (ΤτΕ) διαγράφει από το μητρώο της παρ. 4 του άρθρου 28, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τους μεσίτες πιστώσεων, των οποίων έχει ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.

Άρθρο 32
Εποπτεία των μεσιτών πιστώσεων
(Άρθρο 34 της Οδηγίας)

1. Οι μεσίτες πιστώσεων, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή (ΤτΕ), υπόκεινται στην εποπτεία αυτής, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Οι συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων υπόκεινται σε άμεση εποπτεία από την αρμόδια αρχή Κατ' εξαίρεση, αν:
(α) ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων δεν παρέχει υπηρεσίες εκτός Ελλάδος και
(β) ο πιστωτικός φορέας για λογαριασμό του οποίου ενεργεί είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της παρ. 8 του άρθρου 3, το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 4261/2014,
τότε ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων υπόκειται σε εποπτεία μέσω του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος (έμμεση εποπτεία).

2.    Αν μεσίτης πιστώσεων εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 30, η , κατά περίπτωση αρμόδια αρχή του άρθρου 4 παρακολουθεί την εφαρμογή και μεριμνά για τη συμμόρφωση εκ μέρους του υποκαταστήματος προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 6 και των άρθρων 7 έως και 10, 12 έως και 16, 19, 21 και 37, καθώς επίσης και στα κατ' εξουσιοδότηση αυτών θεσπιζόμενα μέτρα.
Αν διαπιστωθεί ότι μεσίτης πιστώσεων, ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. και παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, παραβιάζει τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, η Τράπεζα της Ελλάδας απαιτεί από το συγκεκριμένο μεσίτη πιστώσεων να τερματίσει τη παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων.
Αν ο εν λόγω μεσίτης πιστώσεων δεν προβεί στις αιτούμενες ενέργειες, η Τράπεζα της Ελλάδας προβαίνει αμελλητί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να εξασφαλίσει ότι ο εν λόγω μεσίτης πιστώσεων θα τερματίσει την παραβίαση των ανωτέρω μέτρων. Το είδος των ενεργειών αυτών γνωστοποιείται άμεσα στην αρμόδια αρχή του κρότους μέλους καταγωγής.
Αν, παρά τις ανωτέρω ενέργειες, ο μεσίτης πιστώσεων συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η Τράπεζα της Ελλάδας μπορεί, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για να εμποδίσει τη συνέχιση της παραβίασης των ανωτέρω διατάξεων ή να επιβάλει τις σχετικές κυρώσεις και, εφόσον είναι απαραίτητο, να εμποδίσει το μεσίτη πιστώσεων να διενεργήσει νέες συναλλαγές στην Ελλάδα. Η Τράπεζα της Ελλάδας ενημερώνει αμελλητί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις εν λόγω ενέργειες.
Αν αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. προβεί σε αντίστοιχες με τις ανωτέρω ενέργειες αναφορικά με υποκατάστημα μεσίτη πιστώσεων, ο οποίος έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 και παρέχει υπηρεσίες στο εν λόγω κράτος-μέλος μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος, και η Τράπεζα της Ελλάδας διαφωνεί με τις ενέργειες αυτές, τότε η τελευταία μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην EAT και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (EE) 1093/2010.

3.    Η αρμόδια αρχή μπορεί να ελέγχει τον τρόπο λειτουργίας του υποκαταστήματος και να επιβάλλει τις αλλαγές που κρίνει απολύτως απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει της παρ. 2, καθώς και να εξουσιοδοτεί την αρμόδια αρχή του κρότους μέλους καταγωγής να επιβάλει την τήρηση των υποχρεώσεων των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 6 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών θεσπιζόμενων μέτρων όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα.

4.    Αν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι ένας μεσίτης πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες στην Ελλάδα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα διατάξεις του παρόντος νόμου ή ότι ένας μεσίτης πιστώσεων που έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβιάζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος νόμου πέραν όσων ορίζονται στην παρ. 2, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής προκειμένου η τελευταία να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες.
Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δεν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια εντός ενός μηνός από την προαναφερθείσα ενημέρωση ή εάν, παρά τις ενέργειες στις οποίες προέβη η τελευταία, ο μεσίτης πιστώσεων εξακολουθεί να ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των καταναλωτών της Ελλάδας ή για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς:
α) αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, προβαίνει σε όλες τις κατάλληλες ενέργειες που είναι αναγκαίες προκειμένου να προστατεύσει τους καταναλωτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να εμποδίζει το μεσίτη πιστώσεων που παρανομεί να προβεί σε νέες συναλλαγές στην Ελλάδα και ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την EAT για τις ενέργειες αυτές αμελλητί,
β) μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EAT και να ζητήσει τη συνδρομή της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) 1093/2010.

5.    Στην περίπτωση εγκατάστασης στην Ελλάδα, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 30, υποκαταστήματος μεσίτη πιστώσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μπορεί,, αφού ενημερώσει την Τράπεζα της Ελλάδας, να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους στο ως άνω υποκατάστημα.

6.    Η κατανομή των καθηκόντων μεταξύ των κρατών μελών που ορίζεται στο παρόν άρθρο δεν θίγει τις αρμοδιότητες των κρατών μελών σε τομείς που δεν καλύπτονται από τον παρόντα νόμο σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IB
ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΜΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 33
Άδεια λειτουργίας και εποπτεία μη πιστωτικών ιδρυμάτων
(Άρθρο 35 της Οδηγίας)

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν θίγουν τις διατάξεις των άρθρων 9,41 και 43 του ν. 4261/2014.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 34
Υποχρέωση συνεργασίας
(Άρθρο 36 της Οδηγίας)

1. Οι αρμόδιες ελληνικές αρχές του άρθρου 4 συνεργάζονται με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, παρέχοντάς τους την αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος νόμου συνδρομή, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας κατά τη διενέργεια ελέγχων και την άσκηση εποπτείας. Ως σημείο επαφής ορίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος.

2.    Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρ. 1, οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 4 συνάπτουν μνημόνιο συνεργασίας, το οποίο αναρτάται στους οικείους διαδικτυακούς τόπους και επικαιροποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

3.    Η Τράπεζα της Ελλάδος και οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, που έχουν ορισθεί αντιστοίχως ως σημείο επαφής ανταλλάσσουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.
Κατά την ανταλλαγή των ως άνω πληροφοριών, οι αρμόδιες αρχές μπορεί να ορίζουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλυφθούν χωρίς τη ρητή συναίνεσή τους. Στην περίπτωση αυτή οι πληροφορίες αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έχει δοθεί η σχετική συναίνεση.
Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διαβιβάζει τις ληφθείσες πληροφορίες στις λοιπές αρμόδιες, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, αρχές στην Ελλάδα ή σε άλλα κράτη μέλη. Η διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα προϋποθέτει τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και λαμβάνει χώρα μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έχει δοθεί η σχετική συναίνεση πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην περίπτωση αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή, η οποία παρείχε τις πληροφορίες.

4. Μία από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές μπορεί, κατόπιν αιτήματος συνεργασίας στο πλαίσιο διενέργειας ελέγχου, να αρνηθεί την παροχή συνεργασίας για δραστηριότητα έρευνας ή εποπτείας κατόπιν σχετικού αιτήματος ή την ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στην παρ. 3 μόνον εάν:
α) ο σχετικός έλεγχος, επιτόπιος ή μη, ή η μη άσκηση συγκεκριμένου εποπτικού καθήκοντος ή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη ή
β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ή έχει ήδη εκδοθεί σχετική τελεσίδικη απόφαση για τις ίδιες πράξεις.
Στην περίπτωση τέτοιας άρνησης, η αρμόδια αρχή, μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα και της παρέχει όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.

Άρθρο 35
Επίλυση διαφορών μεταξύ αρμόδιων αρχών διαφορετικών κρατών μελών
(Άρθρο 37 της Οδηγίας)

Αν αίτημα για συνεργασία, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν ικανοποιήθηκε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλη αρμόδια αρχή του άρθρου 4, μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να παραπέμπει το ζήτημα στην EAT και να ζητεί τη συνδρομή της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (EE) 1093/2010. Σε αυτές τις περιπτώσεις, κάθε απόφαση που λαμβάνει η EAT σύμφωνα με αυτό το άρθρο είναι δεσμευτική για την ελληνική αρμόδια αρχή ανεξαρτήτως του αν είναι ή όχι μέλος της EAT.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 36 Κυρώσεις
(Άρθρο 38 της Οδηγίας)

1. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου οι οριζόμενες στο άρθρο 4 αρμόδιες αρχές επιβάλλουν κυρώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3.

2. Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 9 και 10 επιβάλλονται κυρώσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13α του ν. 2251/1994. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του άρθρου 37 εφαρμόζεται το άρθρο 19 της 70330οικ/30-6-2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β' 1421).

3 Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου, πλην αυτών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 2, η Τράπεζα της Ελλάδος, μπορεί να λαμβάνει διοικητικά μέτρα και να επιβάλλει τις κυρώσεις της παρ. 2 του όρθρου 59 του ν. 4261/2014. Για τη δημοσιοποίηση διοικητικών κυρώσεων που επιβάλλονται εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 60 του ν. 4261/2014.

Άρθρο 37
Μηχανισμοί επίλυσης διαφορών
(Άρθρο 39 της Οδηγίας)

Για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών, οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ καταναλωτών και πιστωτικών φορέων, μεσιτών πιστώσεων και αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της 70330οικ/30.6.2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων οφείλουν να συνεργάζονται με τους φορείς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (Ε.Ε.Δ) που είναι αναγνωρισμένοι και καταχωρισμένοι ι στο ειδικό μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 18 της 70330οικ/30.6.2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και καλύπτουν διαφορές στον τομέα των χρηματοπιστωτικών (τραπεζικών, επενδυτικών και ασφαλιστικών) προϊόντων και υπηρεσιών.
Για τις περιπτώσεις διασυνοριακών διαφορών που αφορούν συμβάσεις πίστωσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 15 της 70330οικ/30.6.2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Άρθρο 38
Διατάξεις αναγκαστικού δικαίου
(Άρθρο 41 της Οδηγίας)

1.    Παραίτηση του καταναλωτή από δικαιώματα που του αναγνωρίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου δεν επιτρέπεται.

2.    Τα μέτρα που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο δεν μπορεί να καταστρατηγούνται μέσω του τρόπου διατύπωσης των συμβατικών όρων με συνέπεια να κινδυνεύουν οι καταναλωτές να χάσουν την προστασία που τους παρέχει ο παρών νόμος.

Άρθρο 39
Μεταβατικές διατάξεις
(Άρθρο 43 της Οδηγίας)

1.    Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου συμμορφώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 10, 12 έως και 14, 16 και 26 εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

2.    Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4224/2013 που εκδόθηκε με την απόφ. ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος 195/1/2016.

3.    Οι μεσίτες πιστώσεων που ασκούν δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης που καθορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 3 πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν αυτές τις δραστηριότητες σύμφωνα με τις ισχύουσες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου διατάξεις έως τις 21 Μαρτίου 2017. Όταν ένας μεσίτης πιστώσεων βασίζεται στην ανωτέρω παρέκκλιση μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητές του μόνον εντός της Ελλάδος, εκτός εάν πληροί τις αναγκαίες νόμιμες απαιτήσεις του κράτους μέλους υποδοχής.

4.    Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες που ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου πριν από τις 20 Μαρτίου 2014 συμμορφώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 8 έως τις 21 Μαρτίου 2017.

Άρθρο 40
Τροποποίηση της ΚΥΑ Ζ1-699/2010 (Β' 917)
(Τροποποίηση του άρθρου 2 της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ)

Μετά την παρ. 2 του άρθρου 2 της Ζ1-699/2010 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προστίθεται παρ. 2 α , ως εξής :
«2α.Με την επιφύλαξη της περίπτ. γ της παρ.2, η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται σε μη εξασφαλισμένες συμβάσεις πίστωσης, σκοπός των οποίων είναι η ανακαίνιση ακινήτου που προορίζεται για κατοικία, και οι οποίες συνεπάγονται συνολικό ποσό πίστωσης ανώτερο των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75 000) ευρώ.»

Άρθρο 41
Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου τα παραρτήματα I, II, III και IV , τα οποία έχουν ως ακολούθως:

Βλέπε


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Λοιπές ρυθμίσεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών

Άρθρο 42
Τροποποίηση του άρθρου 6 του ν. 2778/1999

Όπου στη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 6 του ν. 2778/1999 (Α' 295), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 3581/2007 (Α' 140), καθώς και στις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 6, της παρ. 2 του άρθρου 16 και της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 2778/1999 γίνεται αναφορά σε εκτίμηση ή έκθεση εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, νοείται, εφεξής, εκτίμηση ή έκθεση από ανεξάρτητο εκτιμητή.

Άρθρο 43
Εναρμόνιση καταστατικών των οικοδομικών συνεταιρισμών

1.    Τίθεται    προθεσμία 12 μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου για την εναρμόνιση των καταστατικών των οικοδομικών συνεταιρισμών, οι οποίοι δεν έχουν λυθεί και εκκαθαρισθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4030/2011 (Α' 249), όπως ισχύει.

2.    Για    την εναρμόνιση, οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, υποχρεούνται, πέραν των λοιπών στοιχείων που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, και στην προσκόμιση φορολογικής ενημερότητας στο αρμόδιο ειρηνοδικείο.

3.    Τα    τελευταία τέσσερα εδάφια της παρ. 14 του άρθρου 39 του ν. 4030/2011, όπως προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 4223/2013 (Α' 287), αντικαθίστανται ως εξής:
«Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης οικοδομικού συνεταιρισμού στην υποχρέωση εναρμόνισης του καταστατικού του εντός της ως άνω προθεσμίας, ο συνεταιρισμός διαλύεται αυτοδικαίως. Η διάλυση αναγνωρίζεται με πράξη του Ειρηνοδίκη, μετά από αίτηση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών ή οποιουδήποτε έχοντος έννομο συμφέρον. Η πράξη του Ειρηνοδίκη καταχωρίζεται στο μητρώο της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1667/1987 (Α' 196) και κοινοποιείται αμελητί στην ως άνω Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, εφαρμόζεται, δε, αναλόγως και η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1667/1987.»

Άρθρο 44
Κατάργηση διατάξεων των άρθρων δεύτερου και τρίτου του ν. 3755/2009

Καταργούνται αναδρομικά από 23.03.2015 οι παράγραφοι 1, 3, 4, 5, 6, 8 και 9 του όρθρου δεύτερου καθώς και το άρθρο τρίτο του ν.3755/2009 «Κύρωση της Σύμβασης παραχώρησης των λιμενικών εγκαταστάσεων των προβλητών II και III του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων της ανώνυμης εταιρείας Όργανισμός Αιμένος Πειραιώς Α.Ε.' (ΟΛΠ Α.Ε.) και ρύθμιση συναφών θεμάτων» (Α' 52).

Άρθρο 45
Προσθήκη υποπαραγράφου Β.11 στην παράγραφο Β του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013

Στην παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α' 107), όπως ισχύει, προστίθεται υποπαράγραφος Β.11 και η υποπαράγραφος Β.11 αναριθμείται σε Β. 12, ως εξής:
«ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Β.11: ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ
1. Για τη διασφάλιση της υποχρέωσης διαφάνειας, όπου τίθεται από τους ενωσιακούς κανόνες, σχετικά με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, αναρτώνται σε δημόσια προσβάσιμο διαδικτυακό ιστότοπο συνοπτικές πληροφορίες για χορηγηθείσες μεμονωμένες κρατικές ενισχύσεις μετά την 1η Ιουλίου 2016. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την επωνυμία και το ΑΦΜ του δικαιούχου, το είδος και τον τομέα δραστηριότητας της επιχείρησης, το ποσό ενίσχυσης και το μέσο ενίσχυσης, καθώς και όποιο άλλο στοιχείο προβλέπει η ενωσιακή νομική βάση χορήγησης της ενίσχυσης. Η συναίνεση του δικαιούχου για την εν λόγω δημοσίευση τεκμαίρεται με τη λήψη της ενίσχυσης.
2. Τα ως άνω απαιτούμενα στοιχεία καταχωρούνται στο σχετικό ηλεκτρονικό σύστημα από τις Αποκεντρωμένες Μονάδες Κρατικών Ενισχύσεων, με βάση τα στοιχεία που τους παρέχονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και επικυρώνονται από την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων. Οι χρήστες του συστήματος ορίζονται από την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων, μετά από αίτηση της Αποκεντρωμένης Μονάδας.»

Άρθρο 46
Τροποποίηση διατάξεων του άρθρου 27 του ν. 2859/2000 και κατάργηση διάταξης του άρθρου δέκατου τρίτου του ν. 4211/2013

1.    Η περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 2859/2000 «Κώδικας ΦΠΑ» (Α' 248) αντικαθίσταται ως εξής
«α) Η παράδοση και η εισαγωγή πλοίων που εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες:
αα) πλοία που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στην ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης και τα οποία εκτελούν μεταφορά επιβατών με κόμιστρο ή με τα οποία ασκείται εμπορική, βιομηχανική ή αλιευτική δραστηριότητα,
αβ) πλοία παράκτιας αλιείας,
αγ) πλοία που προορίζονται για διάλυση,
αδ) πολεμικό πλοία και πλοία του Δημοσίου,
αε) ναυαγοσωστικά και άλλα πλοία επιθαλάσσιας αρωγής.
Εξαιρούνται τα πλοία ιδιωτικής χρήσης που προορίζονται για αναψυχή ή αθλητισμό.
Απαλλάσσονται επίσης η παράδοση και εισαγωγή αντικειμένων και υλικών, εφόσον προορίζονται να ενσωματωθούν ή να χρησιμοποιηθούν στα πλοία και πλωτά μέσα της περίπτωσης αυτής.
Για την εφαρμογή της απαλλαγής της υποπερίπτωσης (αα), ως πλοία που προορίζονται για την ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης θεωρούνται τα πλοία που πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις :
(i) έχουν ναυπηγηθεί για την ανοικτή θάλασσα ήτοι στα οποία το μέγιστο εξωτερικό μήκος του κύτους είναι ίσο ή ανώτερο των 12μέτρων και τα οποία υπάγονται στις δασμολογικές διακρίσεις 8901 10 10, 8901 20 10, 8901 30 10, 8901 90 10, 8902 00 10, 8903 91 10, 8903 92 10, 8904 00 91 και 8906 90 10 του Κοινού Δασμολογίου της Ε.Ε [καν. (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, όπως ισχύει] και
(ii) διενεργούν δραστηριότητα κυρίως στην ανοικτή θάλασσα.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της ανωτέρω υποπερίπτωσης (ϋ).»

2.    Η περίπτ. ια) της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν.2859/2000 «Κώδικας ΦΠΑ» ( καταργείται.

3.    Η παρ. 3 του άρθρου δεκάτου τρίτου του ν. 4211/2013 (Α' 256) καταργείται.

Άρθρο 47
Τροποποίηση του άρθρου 15 του ν. 2622/1998

Το εδάφιο α' του άρθρου 15 του ν. 2622/1998 (Α' 138) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 976/1979 (Α' 236), που ρυθμίζουν την έκταση της ευθύνης των οδηγών, για τα τροχαία ατυχήματα που προκαλούνται από μηχανοκίνητα οχήματα του Δημοσίου, εφαρμόζονται ανάλογα και για τα ατυχήματα που προκαλούνται από πλωτά μέσα της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων»

Άρθρο 48
Τροποποίηση του άρθρου 23Λ του ν. 3086/2002

1.    Η παρ. 1 του άρθρου 23Α του ν. 3086/2002 (Α'324), που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 4170/2013 (Α' 163), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Δαπάνες που αφορούν αμοιβές και έξοδα φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, κατόπιν σχετικών εντολών λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως ιδίως δικηγορικών εταιρειών, δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, μεταφραστών, πραγματογνωμόνων, συμβολαιογράφων, δαπάνες για δημοσιεύσεις στον τύπο και μετακινήσεις μελών του Ν.Σ.Κ. και γενικότερα δαπάνες που σχετίζονται με ενέργειες ενώπιον ημεδαπών ή αλλοδαπών δικαστηρίων περιλαμβανομένων των διαιτητικών, υπάγονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του π.δ. 113/2010 (Α* 194) και βαρύνουν τους αντίστοιχους Κ.Α.Ε. των προϋπολογισμών των αρμόδιων Υπουργείων ή άλλων Αρχών του εκάστοτε οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκκαθαρίζονται.»

2.    Στο άρθρο 23Α του ν. 3086/2002 προστίθεται παρ. 3, ως εξής:
«3. Σε περιπτώσεις συμμετοχής του Δημοσίου ή νομικών προσώπων και ανεξάρτητων αρχών, που εκπροσωπούνται δικαστικά από το ΝΣΚ, σε εθνικές ή διεθνείς διαιτητικές δίκες επιτρέπεται, με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. μετά από εισήγηση του μέλους του ΝΣΚ που χειρίζεται την υπόθεση, η ανάθεση της σύνταξης γνωμοδοτήσεων, ιδίως νομικών ή τεχνικών, σε Έλληνες ή και σε αλλοδαπούς ειδικούς εμπειρογνώμονες, χωρίς να είναι απαραίτητη η τήρηση διαδικασιών που τυχόν προβλέπονται για την ανάθεση συμβάσεων του Δημοσίου. Η σχετική σύμβαση υπογράφεται από τον Πρόεδρο του ΝΣΚ και ορίζει τον αντισυμβαλλόμενο, το αντικείμενο της γνωμοδότησης και τον χρόνο παράδοσής της, τους όρους εμπιστευτικότητας που διέπουν τις χορηγούμενες πληροφορίες, την αμοιβή του γνωμοδοτούντος και τον τρόπο και χρόνο καταβολής της καθώς και τον τρόπο επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν από τη σύμβαση. Η σχετική δαπάνη και τα λοιπά έξοδα βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου ή του φορέα τον οποίο αφορά η δίκη, στον οποίο και αποστέλλονται τα σχετικά παραστατικά και δικαιολογητικά πληρωμής για αναγνώριση, εκκαθάριση και πληρωμή. Γ ια την καταβολή της αμοιβής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 1.»

Άρθρο 49
Τροποποίηση του άρθρου 4 του ν. 4350/2015

Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 15 του άρθρου πρώτου της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 18ης Ιουλίου 2015 (Α' 84), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 4 του ν. 4350/2015 (Α' 161), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Για μια πενταετία από την έναρξη ισχύος της παρούσας αναστέλλεται η άσκηση ποινικής δίωξης στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου. Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί με αίτησή της να λαμβάνει στοιχεία που υποβάλλονται στην Επιτροπή προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς των αρμοδιοτήτων της.»

Άρθρο 50
Τροποποιήσεις ν. 4370/2016

1.    Το τελευταίο εδάφιο της περίπτ. 20 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4370/2016 (Α' 37), αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην έννοια των καταθέσεων δεν εμπίπτουν (ϊ) οι συμφωνίες πώλησης με σύμφωνο επαναγορός (repos), οι απαιτήσεις εκ των οποίων καλύπτονται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των όρθρων 16 έως 19 για τις επενδυτικές υπηρεσίες και (ϋ) το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 4021/2011 (Α' 218) και τα ποσά που λαμβάνονται έναντι του ηλεκτρονικού χρήματος, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 3 του ν. 4021/2011.»

2.    Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 4370/2016 τροποποιείται ως εξής: «Το όριο αυτό ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων που τηρούνται στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των καταθέσεων, το νόμισμα και τον τόπο κατάθεσης.»

3.    Το εδάφιο γ'της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 4370/2016 καταργείται.

4.    Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 4370/2016 τροποποιείται ως εξής:
«3. Το ΤΕΚΕ, αμέσως μόλις του κοινοποιηθεί η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της δικαστικής αρχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις υποπεριπτώσεις α' και β' της περίπτωσης 27 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, καταρτίζει κατάλογο καταθετών με βάση τα στοιχεία της παραγράφου 3 του άρθρου 41 που του υποβάλλονται από το πιστωτικό ίδρυμα, στο οποίο αφορούν οι ως άνω αποφάσεις. ».

5.    Η περίπτ. η' της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4370/2016, τροποποιείται ως εξής:
«η. Οι απαιτήσεις του Δημοσίου, όπως αυτό ορίζεται στην περίπτ. στ' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), όπως ισχύει, των_υπερεθνικών οργανισμών, των ομοσπονδιακών, ομόσπονδων, επαρχιακών και τοπικών διοικητικών αρχών, καθώς και των ΟΤΑ.».

6.    Η παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4370/2016 τροποποιείται ως εξής:
«2. Αν το όριο κάλυψης αυξηθεί συνεπεία διάταξης νόμου, το ΔΣ αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την ανάλογη αναπροσαρμογή των τακτικών εισφορών στο ΣΚΕ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 32.» .

7.    Το εδάφιο γ' της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 4370/2016 καταργείται.

8.    Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 4370/2016 τροποποιείται ως εξής:
«Τα εκ των ανωτέρω χρηματικά διαθέσιμα τηρούνται σε ειδικούς λογαριασμούς του ΣΚΚ στην Τράπεζα της Ελλάδος και κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 39.».

9.    Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 27 του ν. 4370/2016, τροποποιείται ως εξής:
«Έως την 1η Ιουλίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από την 1η Ιουλίου 2016, κάθε πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΚ αποστέλλει στο ΤΕΚΕ τα στοιχεία της τελευταίας ημέρας του προηγούμενου έτους, που ορίζει το ΤΕΚΕ για τον προσδιορισμό του βαθμού κινδύνου που αναλαμβάνει. Τα εν λόγω στοιχεία υπογράφονται από τον νόμιμο εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί τον έλεγχο των υποβαλλόμενων στοιχείων για τον υπολογισμό της βάσης εισφορών είτε αυτοβούλως στα πλαίσια της εποπτικής της αρμοδιότητας είτε κατόπιν αιτήματος του ΤΕΚΕ.».

10.    Οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 32 του ν. 4370/2016 αντικαθίστανται ως εξής:
« 4. Οι συμμετέχοντες στο ΣΚΕ καταβάλλουν εισφορές, οι οποίες αντιστοιχούν στην ετήσια μεταβολή της αξίας περιουσιακών στοιχείων επενδυτών - πελατών των συμμετεχόντων στο ΣΚΕ. 5.Το ΔΣ αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την αναπροσαρμογή του ύψους και του τρόπου υπολογισμού της ετήσιας τακτικής εισφοράς της παραγράφου 4 του παρόντος όταν επιτευχθεί εύλογη σχέση μεταξύ των διαθεσίμων του ΣΚΕ και της συνολικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων επενδυτών - πελατών των συμμετεχόντων, τη διακοπή λόγω επίτευξης ευλόγου σχέσεως και την εκ νέου καταβολή της ετησίας εισφοράς, καθώς και την τυχόν επιστροφή εισφορών που προκύπτουν από λάθος υπολογισμό των εισφορών αυτών, στους συμμετέχοντες στο ΣΚΕ που τις έχουν καταβάλει. Το ΔΣ αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την ως άνω εύλογη σχέση.».

11.    Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4370/2016, τροποποιείται ως εξής:
«3. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να λειτουργούν τα απαραίτητα συστήματα, σύμφωνα με τις εκάστοτε επιχειρησιακές και τεχνικές προδιαγραφές που ορίζει το ΤΕΚΕ, όπως το ηλεκτρονικό αρχείο πελατοκεντρικού συστήματος (ΗΑΠΣ), τα οποία διασφαλίζουν τον εντοπισμό και την παρακολούθηση των λογαριασμών ανά καταθέτη για την υποβολή των στοιχείων τουλάχιστον των περιπτώσεων α', β' και ε' της παραγράφου 1 και του αποτελέσματος του συμψηφισμού σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 προς το ΤΕΚΕ. .».

12. Στο τέλος του άρθρου 47 του Ν. 4370/2016 προστίθεται νέο άρθρο 47Α ως εξής: «Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή και αρχή εξυγίανσης, ο Υπουργός Οικονομικών, ως ορισθείσα αρχή, το ΤΕΚΕ καθώς και κάθε άλλη σχετική διοικητική αρχή συνεργάζονται μεταξύ τους κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο. Στα πλαίσια της εν λόγω συνεργασίας δύνανται να συνάπτουν μεταξύ τους έγγραφα μνημόνια συνεννόησης».

Άρθρο 51
Τροποποιήσεις ν. 4335/2015

1.    Η παρ. 6 του εσωτερικού άρθρου 3 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α' 87), αντικαθίσταται ως εξής: «6. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργώντας κατά περίπτωση με την ιδιότητα της αρχής εξυγίανσης ή της αρμόδιας αρχής μπορούν να καθορίζουν κριτήρια, να θεσπίζουν κανόνες, να λαμβάνουν μέτρα, γενικά ή ειδικά, ανά ίδρυμα ή οντότητα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, και να παρακολουθούν διαρκώς την τήρηση των υποχρεώσεων των ιδρυμάτων ή οντοτήτων, ιδίως μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων και γραπτών επεξηγήσεων και μέσω της διενέργειας επιτόπιων ελέγχων. Μεταξύ άλλων, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο των ανωτέρω αρμοδιοτήτων τους, μπορούν να θεσπίζουν κανόνες προς συμμόρφωση με κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (Ε.Α.Τ.).»

2.    Η παρ. 9 του εσωτερικού άρθρου 4 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Ειδικότερα θέματα για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου ρυθμίζονται με απόφαση της αρμόδιας αρχής και της αρχής εξυγίανσης, στο πεδίο της αρμοδιότητας τους κατά τις παραγράφους 1 και 6 του άρθρου 4 του ν. 4261/2014 και την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.»

3.    Η παρ. 7 του εσωτερικού άρθρου 5 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Οι διατάξεις των άρθρων 4, 5, 6 και 9 εφαρμόζονται και επί των εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης, εταιρειών παροχής πιστώσεων και των εταιρειών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων που υπόκεινται σε ατομική βάση στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία».

4.    Η παράγραφος 4 του εσωτερικού άρθρου 98 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
« 4.Τα ιδρύματα είναι υποχρεωμένα να εξοφλούν αμελλητί και πλήρως τις εισφορές που αναφέρονται στο παρόν όρθρο, όπως αυτές καθορίζονται από την αρχή εξυγίανσης. Εφόσον παρέχεται η δυνατότητα της παραγράφου 3, οι εισφορές κάθε ιδρύματος με δεσμεύσεις προς πληρωμή αντιστοιχούν κατ' ανώτατο στο 30% των εισφορών που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Τα ιδρύματα υποχρεούνται στην κατάλληλη λογιστική παρακολούθηση, την υποβολή στοιχείων στην αρχή εξυγίανσης, καθώς και σε κάθε απαραίτητη ενέργεια προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη εξόφληση των οφειλόμενων εισφορών. Υποχρεούνται επίσης να διαθέτουν διαδικασίες για την ορθή και έγκαιρη εξόφληση των εισφορών και την πρόληψη της διαφυγής, της αποφυγής και της κατάχρησης, λαμβανομένων υπόψη των πράξεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 8 του άρθρου 103 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.».

Άρθρο 52
Τροποποιήσεις ν. 4261/2014

1.    Στην παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4261/2014 (Α' 107) προστίθεται περίπτωση ζ) ως εξής:
«ζ) τους ειδικότερους όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς για την πραγματοποίηση ειδικών συμμετοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων σε εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως ορίζεται στην περίπτ. 27 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (EE) 575/2013, ή σε εταιρείες που εμπίπτουν στην περίπτωση β) της παραγράφου 1 του άρθρου 89 του ίδιου Κανονισμού για την οποία απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος.»

2.    Στην παρ. 2 του όρθρου 63 του ν. 4261/2014 προστίθεται περίπτ. α) ως εξής:
«α) ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και την παρακολούθηση καταγγελιών για παραβάσεις,»

3.    Στο άρθρο 66 του ν. 4261/2014 προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»

4.    α. Η περίπτ. α της παρ. 1 του άρθρου 145α του ν. 4261/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«(α) Απαιτήσεις της περίπτωσης δ1 του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα.»
β. Η έναρξη ισχύος της περίπτωσης α της παρούσας παραγράφου αρχίζει με την έναρξη ισχύος του ν. 4336/2015 (Α' 94).

5.    Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 148 του ν. 4261/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986, όπως ισχύει, απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για κάθε τροποποίηση του καταστατικού τους που αφορά το είδος των δραστηριοτήτων τους, καθώς και σε κάθε περίπτωση μεταβολής του συνεταιριστικού κεφαλαίου που σχετίζεται με την έκδοση νέων συνεταιριστικών μερίδων, περιλαμβανομένων των προαιρετικών, με τη μεταβολή της ονομαστικής αξίας αυτών, με τον καθορισμό των όρων, προϋποθέσεων και τρόπου εξόφλησης των μερίδων και με τη μέθοδο αποτίμησης για την αναπροσαρμογή της αξίας τους κατά την αποχώρηση ή τον αποκλεισμό συνεταίρων, καθώς και με τη μετατροπή ομολόγων σε συνεταιριστικές μερίδες.»

6.    Η παρ. 1 του άρθρου 166 του ν. 4261/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται ο ν. 3601/2007 (Α' 178) και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτόν νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες κατά περιεχόμενο διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (EE) αριθ. 575/2013.»

Άρθρο 53
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4389/2016

1.    Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 4389/2016 (Α' 94) προστίθενται εδάφια ως εξής: «Για τον Πρόεδρο, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και τον Εμπειρογνώμονα που καλούνται από το εξωτερικό, αναγνωρίζονται έξοδα κίνησης με κάθε μεταφορικό μέσο, ημερήσια αποζημίωση εξωτερικού και έξοδα διανυκτέρευσης εξωτερικού της περ. β' της κατηγορίας I της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κεφ. Α' της Υποπαρ. Δ.9. της Παρ. Δ' του Μέρους Β' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α'94). Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του προηγούμενου εδαφίου και ο Εμπειρογνώμονας εξαιρούνται του ανωτάτου ορίου ημερών εκτός έδρας του άρθρου 3 του Κεφ. Α' της Υποπαρ. Δ.9. της Παρ. Δ' του Μέρους Β' του όρθρου 2 του ν.4336/2015».

2.    Στο ;aρθρο 14 του ν. 4389/2016 προστίθεται παρ. 7, ως εξής:
«7. Με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Διοικητής της Αρχής δύναται να καθορίζει και να ανακαθορίζει το προτυπωμένο σήμα (λογότυπο), του οποίου μπορεί να κάνει χρήση η Αρχή.»

3.    Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αρχής, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και ο Εμπειρογνώμονας συνεδριάζουν ως Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων και για τις συνεδριάσεις τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 8.»

4. Στο άρθρο 41 του ν. 4389/2016 προστίθενται παρ. 12 και 13, ως εξής:
«12. Ο Γενικός Γραμματέας της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών μπορεί να συστήσει τις Υπηρεσίες που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (Γ.Δ.Ο.Υ.) της Αρχής, να καθορίσει τη δομή, τις αρμοδιότητες και τον χρόνο έναρξης λειτουργίας αυτής και των υπηρεσιών της, με την διαδικασία που προβλέπεται στις υποπερίπτ. αα' και ββ' της περίπτ. θ' της παρ. 4 του άρθρου 14, καθώς και τις οργανικές θέσεις αυτών, να προκηρύξει τις θέσεις των Προϊσταμένων της Γενικής Διεύθυνσης και των οργανικών μονάδων της, να επιλέξει αυτούς και να τοποθετήσει προσωπικό σε αυτές.
13. Το προτυπωμένο σήμα (λογότυπος) της παρ. 7 του άρθρου 14, του οποίου μπορεί να κάνει χρήση η Αρχή, δύναται να καθοριστεί με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, πριν την έναρξη λειτουργίας της Αρχής».

Άρθρο 54

Παραχωρείται στο Δήμο Χαλανδρίου Αττικής για σαράντα (40) έτη η αποκλειστική χρήση του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ 1168, εκτάσεως 29.720 τ.μ., με σκοπό να λειτουργήσουν σε αυτό χώροι αθλητισμού και κοινόχρηστοι χώροι.
Στο παραπάνω ακίνητο χωροθετούνται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 9 του Π.Δ. της 23-2/6-3-87 (Δ' 166) χρήσεις, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης.
Το παρόν άρθρο έχει αναδρομική ισχύ από την 1η Οκτωβρίου του έτους 2011.

Άρθρο 55

Η παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 489/1976 (Α' 331), όπως κωδικοποιήθηκε ως παρ. 4 του άρθρου 25 του π.δ. 237/1986 (Α' 110), καταργείται.

Άρθρο 56

Η περίπτ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.2628/1998 (Α' 151), αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) τον Γενικό Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών με αναπληρωτή τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.»

Άρθρο 57
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.Πηγή: Taxheaven