Yπόθεση C‑219/14 Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 11ης Νοεμβρίου 2015 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Δικαίωμα ετήσιας άδειας

Yπόθεση C‑219/14 Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 11ης Νοεμβρίου 2015 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Δικαίωμα ετήσιας άδειας

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 11ης Νοεμβρίου 2015  Στην υπόθεση C‑219/14 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Υπολογισμός των ημερών αδείας σε περίπτωση αυξήσεως του χρόνου εργασίας – Ερμηνεία της αρχής pro rata temporis»

Στην υπόθεση C‑219/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ που υπέβαλε το Employment Tribunal Birmingham (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 23ης Απριλίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Μαΐου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Kathleen Greenfield

κατά

The Care Bureau Ltd,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο του δέκατου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, A. Borg Barthet και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η The Care Bureau Ltd, εκπροσωπούμενη από τον I. Pettifer, solicitor,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον L. Christie, επικουρούμενο από τον G. Facenna, barrister,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Bulterman και M. de Ree,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και J. Enegren,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 (στο εξής: συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998 (ΕΕ L 131, σ. 10), και του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 299, σ. 9).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της K. Greenfield και της The Care Bureau Ldt (στο εξής: Care) σχετικά με τον υπολογισμό της χρηματικής αποζημιώσεως μη ληφθείσας αδείας που υποστηρίζει ότι δικαιούται η K. Greenfield κατόπιν της λύσεως της συμβάσεως εργασίας της.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία τιτλοφορείται «Αρχή της μη διάκρισης», ορίζει τα εξής:

«1.      Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για το λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2.      Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.»

4        Η ρήτρα 6, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία.»

5        Κατά την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2003/88:

«Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν επαρκείς περιόδους ανάπαυσης. Η έννοια της “ανάπαυσης” πρέπει να εκφράζεται σε μονάδες χρόνου, και συγκεκριμένα ημέρες, ώρες ή και κλάσματά τους. Οι εργαζόμενοι στην Κοινότητα πρέπει να διαθέτουν ορισμένες ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης, ημερησίας, εβδομαδιαίας και ετήσιας καθώς και κατάλληλα διαλείμματα εργασίας. Επίσης, θα πρέπει να προβλέπεται σχετικά και μια μέγιστη κατ’ εβδομάδα διάρκεια εργασίας.»

6        Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, το οποίο τιτλοφορείται «Ετήσια άδεια», έχει ως εξής:

«1      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.

2.      Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»

7        Το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευνοϊκότερες διατάξεις», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.»

8        Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας αυτής. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση από το άρθρο 7 της οδηγίας.

 Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

9        Η κανονιστική απόφαση του 1998 περί χρόνου εργασίας (Working Time Regulations 1998, SI 1998/1833), όπως τροποποιήθηκε από την κανονιστική απόφαση του 2003 [Working Time (Amendment) Regulations 2007, SI 2007/2079, στο εξής: κανονιστική απόφαση περί χρόνου εργασίας], ορίζει στο άρθρο 13, που αφορά το δικαίωμα ετήσιας άδειας, τα εξής:

«1)      Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5, οι εργαζόμενοι δικαιούνται άδεια τεσσάρων εβδομάδων για κάθε έτος αναφοράς.

[...]

5)      Όταν η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει η απασχόληση του εργαζομένου είναι (δυνάμει σχετικής συμφωνίας) μεταγενέστερη της ημερομηνίας ενάρξεως του πρώτου έτους αναφοράς, η άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος κατά το εν λόγω έτος αναφοράς ισούται με ποσοστό της κατά την [παράγραφο 1] άδειας, το οποίο είναι ανάλογο με το μέρος του έτους αναφοράς που υπολείπεται κατά την ημερομηνία που αρχίζει η απασχόλησή του.»

10      Το άρθρο 13Α της κανονιστικής αποφάσεως περί χρόνου εργασίας ορίζει τα εξής:

«1)      Με την επιφύλαξη του άρθρου 26Α, παράγραφοι 3 και 5, οι εργαζόμενοι δικαιούνται για κάθε έτος αναφοράς πρόσθετη άδεια η οποία καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2)      Η πρόσθετη άδεια που δικαιούνται οι εργαζόμενοι βάσει της παραγράφου 1 είναι:

a)      0,8 εβδομάδες για κάθε έτος αναφοράς που αρχίζει από την 1η Οκτωβρίου 2007 και μετά, αλλά πριν την 1η Απριλίου 2008·

b)      για κάθε έτος αναφοράς που αρχίζει πριν την 1η Οκτωβρίου 2007, ποσοστό των 0,8 εβδομάδων που αναλογεί στο μέρος του έτους που αρχίζει την 1η Οκτωβρίου 2007 το οποίο θα έχει παρέλθει κατά τη λήξη του ως άνω έτους αναφοράς·

c)      0,8 εβδομάδες για κάθε έτος αναφοράς που αρχίζει την 1η Απριλίου 2008·

d)      για κάθε έτος αναφοράς που αρχίζει μετά την 1η Απριλίου 2008, αλλά πριν από την 1η Απριλίου 2009, 0,8 εβδομάδες και επιπλέον ποσοστό των 0,8 εβδομάδων που αναλογεί στο μέρος του έτους που αρχίζει την 1η Απριλίου 2009 το οποίο θα έχει παρέλθει κατά τη λήξη του ως άνω έτους αναφοράς·

e)      1,6 εβδομάδες για κάθε έτος αναφοράς που αρχίζει από την 1η Απριλίου 2009 και μετά.

3)      Το σύνολο της αδείας κατά την παράγραφο 2 και το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 28 ημέρες.

4)      Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το έτος αναφοράς για κάθε εργαζόμενο αρχίζει την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει το έτος αναφοράς για τον ίδιο εργαζόμενο για τους σκοπούς του άρθρου 13.

5)      Όταν η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει η απασχόληση του εργαζομένου είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας ενάρξεως του πρώτου έτους αναφοράς, η πρόσθετη άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος κατά το εν λόγω έτος αναφοράς ισούται με ποσοστό της κατά την παράγραφο 2 άδειας που αναλογεί στο μέρος του έτους αναφοράς το οποίο υπολείπεται κατά την ημερομηνία που αρχίζει η απασχόληση του εργαζομένου.

[...]»

11      Κατά το άρθρο 14 της κανονιστικής αποφάσεως περί χρόνου εργασίας:

«1      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στην περίπτωση που:

a)      η σχέση εργασίας λύεται κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, και

b)      κατά την ημερομηνία ισχύος της λύσεως της σχέσεως εργασίας (ημερομηνία λύσεως), η άδεια που έχει λάβει ο εργαζόμενος από τη συνολική άδεια που δικαιούται για το έτος αναφοράς δυνάμει του [άρθρου 13 και του άρθρου 13A] διαφέρει από εκείνη που αναλογεί στο μέρος του έτους αναφοράς που έχει παρέλθει.

2)      Στην περίπτωση κατά την οποία η άδεια που έχει λάβει ο εργαζόμενος είναι λιγότερη από εκείνη που αναλογεί στο μέρος του έτους αναφοράς που έχει παρέλθει, ο εργοδότης τού καταβάλει χρηματική αποζημίωση αντί αδείας μετ’ αποδοχών σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3)      Η κατά την παράγραφο 2 αποζημίωση ισούται:

a)      με το ποσό που προβλέπει για τους σκοπούς του άρθρου αυτού σχετική ειδική συμφωνία, ή,

b)      ελλείψει ειδικής συμφωνίας, με ποσό ίσο με το οφειλόμενο στον εργαζόμενο βάσει του άρθρου 16 για περίοδο άδειας η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τον τύπο (A x B) ‑ C, όπου A είναι η άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος βάσει [του άρθρου 13 και του άρθρου 13A]· B είναι το κλάσμα του έτους αναφοράς του εργαζομένου που έχει παρέλθει πριν από την ημερομηνία λύσεως και C είναι η άδεια που έλαβε ο εργαζόμενος μεταξύ της ενάρξεως του έτους αναφοράς και της ημερομηνίας λύσεως της συμβάσεως.

4)      Ειδική συμφωνία μπορεί να ορίζει ότι ο εργαζόμενος, αν η άδεια που έχει λάβει υπερβαίνει εκείνη που αναλογεί στο κλάσμα του έτους αναφοράς που έχει παρέλθει, αποζημιώνει τον εργοδότη με την καταβολή ποσού, με επιπλέον εργασία ή με άλλον τρόπο.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      H K. Greenfield άρχισε να εργάζεται στην Care από τις 15 Ιουλίου 2009. Απασχολούνταν με σύμβαση εργασίας βάσει της οποίας οι ώρες και οι ημέρες εργασίας διέφεραν από εβδομάδα σε εβδομάδα. Οι οφειλόμενες αποδοχές για κάθε εβδομάδα κυμαίνονταν ανάλογα με τον αριθμό αυτών των ημερών ή των ωρών εργασίας.

13      Βάσει τόσο του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και της ως άνω συμβάσεως εργασίας, η K. Greenfield δικαιούνταν 5,6 εβδομάδες ετήσιας άδειας. Το έτος αναφοράς για τον υπολογισμό της άδειάς της άρχιζε στις 15 Ιουνίου.

14      Η K. Greenfield έπαυσε να εργάζεται για την Care στις 28 Μαΐου 2013. Δεν αμφισβητείται ότι είχε λάβει 7 ημέρες άδειας μετ’ αποδοχών κατά το τελευταίο έτος αναφοράς. Είχε εργαστεί συνολικά 1729,5 ώρες και είχε λάβει άδεια μετ’ αποδοχών συνολικής διάρκειας 62,84 ωρών.

15      Η K. Greenfield είχε λάβει τις ως άνω 7 ημέρες άδειας μετ’ αποδοχών τον Ιούλιο του 2012. Κατά τη διάρκεια των 12 εβδομάδων που προηγήθηκαν της άδειας αυτής, το πρόγραμμα εργασίας της ήταν 1 ημέρα ανά εβδομάδα.

16      Από τον Αύγουστο του 2012, η K. Greenfield άρχισε να απασχολείται με πρόγραμμα 12 συναπτών ημερών εργασίας και 2 ημερών αναπαύσεως που συνέπιπταν με Σαββατοκύριακο ανά δύο εβδομάδες. Αυτό το πρόγραμμα εργασίας αντιστοιχούσε κατά μέσο όρο σε εβδομαδιαίο ωράριο 41,1 ωρών. Κατά τα ισχύοντα στην Care, όλες οι ώρες εργασίας της K. Greenfield, συμπεριλαμβανομένων και των υπερωριών, λαμβάνονταν υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν.

17      Τον Νοέμβριο του 2012, η K. Greenfield ζήτησε μία εβδομάδα άδεια μετ’ αποδοχών. Η Care την ενημέρωσε ότι είχε εξαντλήσει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών λόγω της άδειας που είχε λάβει μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου 2012. Ειδικότερα, κατά την Care, η άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούται ο εργαζόμενος υπολογίζεται κατά τον χρόνο λήψεως της άδειας, τούτο δε βάσει του προγράμματος εργασίας των 12 εβδομάδων που προηγούνται της λήψεώς της. Εφόσον η K. Greenfield έλαβε την άδειά της σε χρονικό σημείο κατά το οποίο απασχολούνταν μία ημέρα την εβδομάδα, έλαβε το ισοδύναμο 7 εβδομάδων άδειας μετ’ αποδοχών και, κατά συνέπεια, εξάντλησε την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν.

18      Yποστηρίζοντας ότι δικαιούνταν αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας, η K. Greenfield άσκησε αγωγή κατά του εργοδότη της ενώπιον του Employment Tribunal Birmingham (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών του Birmingham), το οποίο τη δέχθηκε.

19      Στις 29 Αυγούστου 2013, η Care ζήτησε από το Employment Tribunal Birmingham την παροχή έγγραφης αιτιολογίας. Στις 8 Οκτωβρίου 2013, το ως άνω δικαστήριο πρότεινε την επανεξέταση της αποφάσεώς του για τον λόγο ότι η επίμαχη νομική κατάσταση ήταν αρκούντως ασαφής, ώστε να δικαιολογείται η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Εντούτοις, κατόπιν της καταθέσεως των γραπτών παρατηρήσεων των διαδίκων, το Employment Tribunal Birmingham έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η υποβολή τέτοιου ερωτήματος και παρέσχε έγγραφη αιτιολογία της αποφάσεώς του.

20      Η Care άσκησε στις 19 Δεκεμβρίου 2013 έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Employment Appeal Tribunal (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών), το οποίο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία έως την έκδοση αποφάσεως του Employment Tribunal Birmingham.

21      Εν τω μεταξύ, ήτοι στις 12 Δεκεμβρίου 2013, η Care είχε ζητήσει από το Employment Tribunal Birmingham να επανεξετάσει την απόφασή του. Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε το ως άνω αίτημα κατά τη συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 2014 και ανακάλεσε την ως άνω απόφαση, αφενός, λόγω σφάλματος υπολογισμού που περιείχε και, αφετέρου, προκειμένου να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

22      Ενώπιον του Employment Tribunal Birmingham, η K. Greenfield υποστήριξε ότι το εθνικό δίκαιο, σε συνδυασμό με το δίκαιο της Ένωσης, επιβάλλει τον υπολογισμό εκ νέου και την αναδρομική αναπροσαρμογή της διάρκειας της άδειας που έχει θεμελιωθεί και ληφθεί, αν μεσολαβήσει αύξηση του αριθμού των ωρών εργασίας, για παράδειγμα λόγω της μεταβάσεως από ωράριο μερικής απασχολήσεως σε ωράριο πλήρους απασχολήσεως, ώστε η άδεια να αντιστοιχεί στο νέο ωράριο εργασίας και όχι στο ωράριο εργασίας που ίσχυε κατά τον χρόνο λήψεώς της.

23      Η Care υποστηρίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει τη δυνατότητα νέου υπολογισμού και ότι, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβλέπουν τέτοια αναπροσαρμογή στο εθνικό τους δίκαιο.

24      To Employment Tribunal Birmingham, έχοντας αμφιβολίες για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην ενώπιόν του υπόθεση, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο κανόνας “pro rata temporis”, όπως ορίζεται στη ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχολήσεως, την έννοια ότι διάταξη εθνικού δικαίου (όπως τα άρθρα 13, 13Α και 14 της κανονιστικής αποφάσεως περί χρόνου εργασίας) πρέπει να προβλέπει, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αύξηση των ωρών εργασίας ενός εργαζομένου, ότι το σύνολο της ήδη σωρευθείσας άδειας προσαρμόζεται αναλογικώς στο νέο ωράριο, με συνέπεια η αύξηση των ωρών εργασίας του εργαζομένου να επιφέρει τον επαναϋπολογισμό του δικαιώματος άδειας σύμφωνα με τις αυξημένες ώρες εργασίας;

2)      Πρέπει είτε η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχολήσεως είτε το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι διάταξη εθνικού δικαίου (όπως τα άρθρα 13, 13Α και 14 της κανονιστικής αποφάσεως περί χρόνου εργασίας) δεν δύναται να προβλέπει, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αύξηση των ωρών εργασίας ενός εργαζομένου, ότι το σύνολο της ήδη σωρευθείσας άδειας προσαρμόζεται αναλογικώς στο νέο ωράριο, με συνέπεια η αύξηση των ωρών εργασίας του εργαζομένου να επιφέρει τον επαναϋπολογισμό του δικαιώματος άδειας σύμφωνα με τις αυξημένες ώρες εργασίας;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή το δεύτερο ερώτημα, έχει ο επαναϋπολογισμός εφαρμογή μόνο σε εκείνο το χρονικό διάστημα του έτους αναφοράς κατά το οποίο ο εργαζόμενος παρείχε εργασία με αυξημένο ωράριο ή σε κάποιο άλλο χρονικό διάστημα;

4)      Για τον υπολογισμό της περιόδου άδειας που ελήφθη από τον εργαζόμενο, έχουν είτε η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχολήσεως είτε το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 την έννοια ότι διάταξη εθνικού δικαίου (όπως τα άρθρα 13, 13Α και 14 της κανονιστικής αποφάσεως περί χρόνου εργασίας) πρέπει να υιοθετεί διαφορετική προσέγγιση μεταξύ, αφενός, του υπολογισμού της αποζημιώσεως εργαζομένου έναντι ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά τη λήξη της συμβάσεως εργασίας και, αφετέρου, του υπολογισμού των υπολειπόμενων ημερών ετήσιας άδειας εργαζομένου όταν αυτός παραμένει απασχολούμενος;

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, ποια πρέπει να είναι αυτή η διαφορετική προσέγγιση;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

25      Με τα τρία πρώτα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση αυξήσεως του χρόνου εργασίας ορισμένου εργαζομένου, επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση ή η απαγόρευση να προβλέπουν ότι η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία αυτός έχει θεμελιώσει και ενδεχομένως λάβει πρέπει να επαναϋπολογίζεται, κατά περίπτωση και αναδρομικώς, βάσει του νέου προγράμματος εργασίας του συγκεκριμένου εργαζομένου και, στην περίπτωση που πρέπει να γίνει εκ νέου υπολογισμός, αν αυτός αφορά μόνο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυξήθηκε ο χρόνος εργασίας του εν λόγω εργαζομένου ή ολόκληρη την περίοδο αναφοράς.

26      Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να θεωρείται ως ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και της οποίας η εφαρμογή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές μπορεί να γίνεται μόνον εντός των ρητώς προβλεπόμενων ορίων (βλ., ιδίως, αποφάσεις BECTU, C‑173/99, EU:C:2001:356, σκέψη 43, και Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols, C‑486/08, EU:C:2010:215, σκέψη 28).

27      Ομοίως, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, ως αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες (βλ., ιδίως, απόφαση Heimann και Toltschin, C‑229/11 και C‑230/11, EU:C:2012:693, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Από την εν λόγω νομολογία προκύπτει εξάλλου ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν επιδέχεται συσταλτική ερμηνεία (βλ., ιδίως, αποφάσεις Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols, C‑486/08, EU:C:2010:215, σκέψη 29, καθώς και Heimann και Toltschin, C‑229/11 και C‑230/11, EU:C:2012:693, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Δεν αμφισβητείται εξάλλου ότι σκοπός του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών είναι να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να αναπληρώσει τις δυνάμεις του σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της συμβάσεως εργασίας του (απόφαση KHS, C‑214/10, EU:C:2011:761, σκέψη 31). Κατά συνέπεια, η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούται ο εργαζόμενος βασίζεται στο πρόγραμμα εργασίας που ορίζει η σύμβαση εργασίας και πρέπει να υπολογίζεται βάσει αυτού.

30      Όσον αφορά, πρώτον, τη μονάδα χρόνου βάσει της οποίας πρέπει να γίνεται ο υπολογισμός, επισημαίνεται ότι στην οδηγία 2003/88 επιλέγεται ως μονάδα μετρήσεως της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας η «ώρα».

31      Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2003/88, κατά τον νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η έννοια της αναπαύσεως που χρησιμοποιείται στην οδηγία αυτή, στην οποία περιλαμβάνεται και η ετήσια ανάπαυση, πρέπει να εκφράζεται σε ημέρες, ώρες ή και κλάσματά τους.

32      Κατά συνέπεια, ο υπολογισμός της ελάχιστης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούται ο εργαζόμενος πρέπει, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, να γίνεται σε σχέση με τις ημέρες εργασίας, ώρες εργασίας ή και κλάσματά τους που πραγματοποιήθηκαν και προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας.

33      Όσον αφορά, δεύτερον, την περίοδο παροχής εργασίας με την οποία συνδέεται η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούται να λάβει ο εργαζόμενος και τις συνέπειες που ενδέχεται ή πρέπει να έχει η μεταβολή του ωραρίου εργασίας ως προς τον χρόνο εργασίας, αφενός, στην άδεια για την οποία αυτός έχει ήδη θεμελιώσει δικαίωμα και, αφετέρου, στη διαχρονική άσκηση του δικαιώματος λήψεως της άδειας, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η λήψη της ετήσιας άδειας όχι κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία αποκτήθηκε το δικαίωμα, αλλά σε μεταγενέστερη περίοδο, δεν έχει καμία σχέση με τον χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης αυτής περιόδου (απόφαση Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols, C‑486/08, EU:C:2010:215, σκέψη 32).

34      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η μεταβολή, και συγκεκριμένα η μείωση, του χρόνου εργασίας στην περίπτωση που ο εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως καθίσταται εργαζόμενος μερικής απασχολήσεως δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε μείωση της ετήσιας άδειας την οποία απέκτησε ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της πλήρους απασχολήσεώς του (απόφαση Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols, C‑486/08, EU:C:2010:215, σκέψη 32, και διάταξη Brandes, C‑415/12, EU:C:2013:398, σκέψη 30).

35      Κατά συνέπεια, όσον αφορά τη θεμελίωση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, πρέπει να διακρίνονται οι περίοδοι κατά τις οποίες ο εργαζόμενος απασχολούνταν με διαφορετικό ωράριο εργασίας, ο δε αριθμός των αποκτώμενων μονάδων χρόνου ετήσιας αναπαύσεως σε σχέση με τον αριθμό των μονάδων χρόνου εργασίας πρέπει να υπολογίζεται χωριστά για κάθε περίοδο.

36      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την εφαρμογή της αρχής pro rata temporis την οποία προβλέπει η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης.

37      Ειδικότερα, μολονότι ομολογουμένως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η εφαρμογή της αρχής αυτής προσήκει στην περίπτωση χορηγήσεως ετήσιας άδειας για περίοδο μερικής απασχολήσεως, εφόσον, για την περίοδο αυτή, η μείωση της διάρκειας της ετήσιας άδειας σε σχέση με εκείνη που χορηγείται για περίοδο πλήρους απασχολήσεως δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, εντούτοις η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να εφαρμοστεί εκ των υστέρων σε δικαίωμα ετήσιας άδειας που έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια περιόδου πλήρους απασχολήσεως.

38      Μολονότι όμως οι διατάξεις της ρήτρας 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης και του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη τη διενέργεια νέου υπολογισμού για ήδη θεμελιωμένο δικαίωμα ετήσιας άδειας, εντούτοις στην περίπτωση αυξήσεως του χρόνου εργασίας ορισμένου εργαζομένου δεν αντιτίθενται στη θέσπιση εκ μέρους των κρατών μελών ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους διατάξεων και, άρα, στη διενέργεια τέτοιου νέου υπολογισμού.

39      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη ρήτρα 6, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης και το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/88, τα δύο αυτά νομικά κείμενα, τα οποία θέτουν κατώτατα μόνον όρια προστασίας ορισμένων δικαιωμάτων των εργαζομένων, δεν θίγουν την ευχέρεια των κρατών μελών και των κοινωνικών εταίρων να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους και να προβλέπουν τέτοιο νέο υπολογισμό της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.

40      Επισημαίνεται επιπροσθέτως ότι η διάκριση που πρέπει να γίνεται μεταξύ των διαφορετικών προγραμμάτων εργασίας για τη θεμελίωση του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δεν επηρεάζει την άσκηση του δικαιώματος σε άδεια που έχει αποκτηθεί. Κατά τη νομολογία, η ετήσια άδεια που έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου αναφοράς μπορεί να ληφθεί σε μεταγενέστερες περιόδους και ο χρόνος αναπαύσεως δεν χάνει την αξία του όσον αφορά τα ευεργετικά αποτελέσματα της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών για την ασφάλεια και την υγεία του εργαζομένου, εάν δεν χρησιμοποιηθεί στην περίοδο κατά την οποία θεμελιώθηκε και κατά την οποία ο εργαζόμενος απασχολούνταν με πλήρες ωράριο, αλλά σε μεταγενέστερη περίοδο μερικής απασχολήσεως του ίδιου εργαζομένου (βλ., ιδίως, απόφαση Federatie Nederlandse Vakbeweging, C‑124/05, EU:C:2006:244, σκέψη 30, και απόφαση KHS, C‑214/10, EU:C:2011:761, σκέψη 32).

41      Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση που η άδεια δεν ληφθεί στην περίοδο μερικής απασχολήσεως του εργαζομένου κατά την οποία θεμελιώθηκε το σχετικό δικαίωμα, αλλά σε μεταγενέστερη περίοδο πλήρους απασχολήσεως του ίδιου εργαζομένου.

42      Όσον αφορά, τρίτον, την περίοδο που αφορά ο νέος υπολογισμός της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, στην περίπτωση όπου, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο εργαζόμενος που θεμελίωσε το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια περιόδου μερικής απασχολήσεως εργάζεται, μετά από αύξηση των ωρών εργασίας του, με πλήρες ωράριο, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, ο αριθμός των μονάδων χρόνου ετήσιας αναπαύσεως σε σχέση με τον αριθμό των μονάδων χρόνου εργασίας πρέπει να υπολογίζεται χωριστά για κάθε περίοδο.

43      Σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει, ως εκ τούτου, νέο υπολογισμό της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μόνον όσον αφορά την περίοδο απασχολήσεως κατά τη διάρκεια της οποίας αυξήθηκε το ωράριο εργασίας του εργαζομένου. Οι μονάδες της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που έχουν ήδη ληφθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου μερικής απασχολήσεως και οι οποίες υπερέβαιναν τη θεμελιωμένη κατά την ίδια περίοδο ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να αφαιρούνται από την άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος για την περίοδο του αυξημένου ωραρίου εργασίας του.

44      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στα τρία πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση αυξήσεως του χρόνου εργασίας ορισμένου εργαζομένου, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβλέπουν ότι η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία αυτός έχει θεμελιώσει και ενδεχομένως λάβει πρέπει να επαναϋπολογίζεται αναδρομικώς βάσει του νέου προγράμματος εργασίας του εν λόγω εργαζομένου. Πρέπει όμως να γίνεται νέος υπολογισμός για την περίοδο κατά την οποία αυξήθηκε ο χρόνος εργασίας.

 Επί του τέταρτου και του πέμπτου ερωτήματος

45      Με το τέταρτο και πέμπτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι ο υπολογισμός της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών γίνεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν πρόκειται για τον καθορισμό της αποζημιώσεως μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που καταβάλλεται κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας ή για τον καθορισμό της υπολειπόμενης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών όταν η σχέση εργασίας διατηρείται σε ισχύ.

46      Προς απάντηση του ερωτήματος αυτού, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στα τρία πρώτα ερωτήματα, και αντιθέτως προς όσα φαίνεται να δέχεται το αιτούν δικαστήριο, ο τρόπος υπολογισμού της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ουδόλως επηρεάζεται από το αν ο υπολογισμός αυτός γίνεται όσο η σχέση εργασίας διατηρείται σε ισχύ ή όταν αυτή έχει λυθεί.

47      Διευκρινίζεται, εν συνεχεία, ότι ο υπολογισμός της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών είναι αυτοτελής σε σχέση με τον υπολογισμό της οφειλόμενης στον εργαζόμενο χρηματικής αποζημιώσεως μη ληφθείσας αδείας, δεδομένου ότι ο καθορισμός του ποσού της δεύτερης προϋποθέτει τον υπολογισμό της πρώτης.

48      Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι καμία διάταξη της οδηγίας 2003/88 δεν καθορίζει ρητώς τον τρόπο υπολογισμού της χρηματικής αποζημιώσεως που αντικαθιστά την ελάχιστη περίοδο ή τις ελάχιστες περιόδους ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας (απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ., C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18, σκέψη 57).

49      Διαπιστώνεται ως προς το σημείο αυτό ότι ούτε η συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης παρέχει ενδείξεις σχετικά με τους κανόνες υπολογισμού της αποζημιώσεως αυτής.

50      Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η φράση «ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών» του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας κατά την έννοια της ίδιας οδηγίας πρέπει να συνεχίζεται η καταβολή αποδοχών και ότι, με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος πρέπει να λαμβάνει τις τακτικές αποδοχές του γι’ αυτήν την περίοδο αναπαύσεως (απόφαση Schultz‑Hoff κ.λπ., C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18, σκέψη 58).

51      Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, όσον αφορά εργαζόμενο ο οποίος δεν ήταν σε θέση, από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πριν από τη λύση της σχέσεως εργασίας, η χρηματική αποζημίωση που δικαιούται πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται στον εν λόγω εργαζόμενο κατάσταση παρόμοια με εκείνη στην οποία θα ήταν αν είχε ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας. Ως εκ τούτου, οι τακτικές αποδοχές του εργαζομένου, οι οποίες πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαύσεως που αντιστοιχεί στην ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, έχουν καθοριστική σημασία και σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό της χρηματικής αποζημιώσεως μη ληφθείσας ετήσιας άδειας κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας (απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ., C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18, σκέψη 61).

52      Κατά συνέπεια, η χρηματική αποζημίωση μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να υπολογίζεται κατά τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται οι τακτικές αποδοχές, το δε χρονικό σημείο πραγματοποιήσεως του υπολογισμού δεν έχει, κατ’ αρχήν, σημασία.

53      Δεν μπορεί όμως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να γίνει ο υπολογισμός να επηρεάζει τον τρόπο του υπολογισμού.

54      Ειδικότερα, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στην περίπτωση σύνθετων αποδοχών που περιλαμβάνουν διάφορα επιμέρους ποσά, απαιτείται ειδική ανάλυση για τον καθορισμό των τακτικών αποδοχών. Στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει υπό το πρίσμα των αρχών που συνάγονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου εάν, στηριζόμενες σε μέσο όρο υπολογιζόμενο επί περιόδου αναφοράς η οποία κρίνεται αντιπροσωπευτική, οι μέθοδοι υπολογισμού των τακτικών αποδοχών και της χρηματικής αποζημιώσεως μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών επιτυγχάνουν τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Lock, C‑539/12, EU:C:2014:351, σκέψη 34).

55      Μολονότι δεν προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία αν οι αποδοχές της K. Greenfield περιελάμβαναν διάφορα επιμέρους ποσά, εντούτοις ενδέχεται να είναι αναγκαία ειδική ανάλυση, ανάλογη εκείνης για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ιδίως στην περίπτωση όπου το ποσό των οφειλόμενων αποδοχών ετήσιας άδειας και το ποσό της αποζημιώσεως μη ληφθείσας αδείας πρέπει να είναι διαφορετικά λόγω διακυμάνσεως των αποδοχών της K. Greenfield, τόσο διαχρονικώς όσο και ως προς τη μονάδα χρόνου εργασίας.

56      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, εναπόκειται, ως εκ τούτου, στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει αν οι αποδοχές της K. Greenfield περιελάμβαναν διάφορα επιμέρους ποσά ή αν κατά το τελευταίο έτος εργασίας της ενδιαφερομένης υπήρξαν διακυμάνσεις όσον αφορά τη μονάδα χρόνου εργασίας με την οποία συνδέονταν οι αποδοχές αυτές, προκειμένου να κρίνει αν η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο μέθοδος υπολογισμού της χρηματικής αποζημιώσεως μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών συνάδει με τους κανόνες και τα κριτήρια που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο στη νομολογία του, καθώς και με τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88.

57      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι ο υπολογισμός της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να γίνεται βάσει των ίδιων αρχών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τον καθορισμό της αποζημιώσεως μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που καταβάλλεται κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας ή για τον καθορισμό της υπολειπόμενης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών όταν η σχέση εργασίας διατηρείται σε ισχύ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση αυξήσεως του χρόνου εργασίας ορισμένου εργαζομένου, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβλέπουν ότι η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία αυτός έχει θεμελιώσει και ενδεχομένως λάβει πρέπει να επαναϋπολογίζεται αναδρομικώς βάσει του νέου προγράμματος εργασίας του εν λόγω εργαζομένου. Πρέπει όμως να γίνεται νέος υπολογισμός για την περίοδο κατά την οποία αυξήθηκε ο χρόνος εργασίας.

2)      Η ρήτρα 4, σημείο 2, της εν λόγω συμφωνίας‑πλαισίου και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι ο υπολογισμός της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να γίνεται βάσει των ίδιων αρχών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τον καθορισμό της αποζημιώσεως μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που καταβάλλεται κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας ή για τον καθορισμό της υπολειπόμενης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών όταν η σχέση εργασίας διατηρείται σε ισχύ.

Πηγή: Taxheaven