Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) Της παραγράφου 22 της υποπαραγράφου Γ3 της παραγράφου Γ' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α' 94), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 66 του ν. 4356/2015 (Α' 181) και την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του ν. 4378/2016 (Α' 55).
β) του με αριθ. 63/2005 π.δ/τος «Κώδικας Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα » (Α' 38).
2. Το γεγονός ότι από το παρόν διάταγμα δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού προϋπολογισμού.
3. Την υπ' αριθ /2016 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
αποφασίζουμε:
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Σκοπός
Με τις διατάξεις του παρόντος καθορίζονται οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται για την πρόσβαση στο επάγγελμα, ο τρόπος οργάνωσης του επαγγέλματος, ο διορισμός και η παύση του διαχειριστή, η εποπτεία του, οι επιμέρους αρμοδιότητές του σε σχέση με τις προβλεπόμενες διαδικασίες του Πτωχευτικού Κώδικα μαζί με την ευθύνη και τις κυρώσεις από τη μη άσκησή τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση μεταβατικού χαρακτήρα, ιδίως για τις εκκρεμείς διαδικασίες.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:
α. Ως "άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας" ή "άδεια" ορίζεται η πράξη της αρμόδιας αρχής, με την οποία παρέχεται το δικαίωμα σε φυσικό πρόσωπο να ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στην περίπτωση στ'.
β. Ως "αρμόδια αρχή" ορίζεται η "Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας".
γ. Ως "αρμόδιο όργανο" ορίζεται το όργανο που διορίζει, αντικαθιστά και παύει το διαχειριστή σε συγκεκριμένη διαδικασία αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση των καθηκόντων του.
δ. Ως "βαθμίδα" ορίζεται κάθε μία από τις δύο βαθμίδες, Α' και Β', του μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας στις οποίες εγγράφονται οι διαχειριστές μετά τη λήψη της άδειάς τους.
ε. Ως "διαδικασία αφερεγγυότητας" ορίζεται κάθε συλλογική διαδικασία η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα (ΠτΚ, ν. 3588/2007, Α' 153). στ. Ως "διαχειριστής αφερεγγυότητας" ή "διαχειριστής" ορίζεται το φυσικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια προκειμένου να ασκεί τα καθήκοντα τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠτΚ, ανατίθενται στο σύνδικο πτώχευσης, στο μεσολαβητή και ειδικό εντολοδόχο της διαδικασίας εξυγίανσης, στον ειδικό εκκαθαριστή της διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης, καθώς και κάθε άλλη
δραστηριότητα για την οποία ορίζεται στη νομοθεσία ότι η άσκησή της ανατίθεται σε διαχειριστή αφερεγγυότητας.
ζ. Ως "δικηγόρος" ορίζεται κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει τη δικηγορική ιδιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4194/2013 "Κώδικας Δικηγόρων" (Α' 208). η. Ως "έλεγχος" ορίζεται η σχέση που εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 32 ν. 4308/2014 (Α' 251).
θ. Ως "κράτος μέλος" ορίζεται κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ι. Ως "λογιστής φοροτεχνικός Α' τάξης" ορίζεται το φυσικό πρόσωπο που έχει λάβει επαγγελματική ταυτότητα λογιστή φοροτεχνικού Α' τάξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2515/1997 "Άδεια λογιστή φοροτεχνικού - φορολογικές κλπ. διατάξεις" (Α' 154) και του π.δ./τος 340/1998 "Περί του επαγγέλματος του Λογιστή - Φοροτεχνικού και της επαγγελματικής ταυτότητάς του" (Α' 228).
ια. Ως "μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας" ή "μητρώο" ορίζεται το δημόσιο μητρώο που τηρείται από την αρμόδια αρχή και στο οποίο εγγράφονται οι διαχειριστές αφερεγγυότητας με τη λήψη της άδειάς τους.
ιβ. Ως "νόμιμος ελεγκτής" ορίζεται το φυσικό πρόσωπο που έχει λάβει την επαγγελματική άδεια του νόμιμου ελεγκτή σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3693/2008 " Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2006/43/ΕΚ περί υποχρεωτικών ελέγχων των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των Οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της Οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου και άλλες διατάξεις" (Α' 174).
Άρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής
1. Το παρόν εφαρμόζεται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 του παρόντος και για τα ειδικότερα θέματα τα οποία ρυθμίζει.
2. Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος οι διαδικασίες αφερεγγυότητας σχετικά με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις επενδύσεων τις παρέχουσες υπηρεσίες που συνεπάγονται κατοχή κεφαλαίων ή κινητών αξιών τρίτων, καθώς και τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Ως προς τις ως άνω διαδικασίες αφερεγγυότητας ισχύουν οι ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται αντίστοιχα από τις διατάξεις των άρθρων 220 επ. του ν. 4364/2016 (Α' 13), 1 επ., 44, 56, 145 επ. του ν. 4261/2014 (Α' 107) και 1 επ., 22 επ., 50 του ν. 3606/2007 (Α' 245).
Άρθρο 4
Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας
1. Η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας συγκροτείται από τον πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους με τριετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μέχρι δύο φορές. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται, ως Πρόεδρος της Επιτροπής, με τον αναπληρωτή του, ένας καθηγητής ή αναπληρωτής καθηγητής νομικής σχολής Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.), εν ενεργεία ή ομότιμος, στο αντικείμενο του εμπορικού δικαίου με γνώσεις πτωχευτικού δικαίου και ως μέλη της Επιτροπής, με τους αναπληρωτές τους, ένα μέλος Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) οικονομικής σχολής Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) στο γνωστικό αντικείμενο της οικονομικής των επιχειρήσεων και χρηματοοικονομικής, ένας δικηγόρος με γνώσεις πτωχευτικού δικαίου που προτείνεται από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, ένας λογιστής φοροτεχνικός Α' τάξης που προτείνεται από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και ένας νόμιμος ελεγκτής που προτείνεται από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.). Οι αναπληρωτές του Προέδρου και των μελών μετέχουν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής μόνο σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή κωλύματος του αντιστοίχου τακτικού. Η θητεία του κάθε αναπληρωτή είναι ίση με τη θητεία του αντίστοιχου τακτικού. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε ιεραρχικό ή διοικητικό έλεγχο και απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
2. Στην αρμοδιότητα της Επιτροπής υπάγονται η χορήγηση και ανάκληση της άδειας διαχειριστή αφερεγγυότητας, η τήρηση του μητρώου, ο έλεγχος τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με το παρόν διάταγμα καθώς και η θέσπιση προδιαγραφών υποχρεωτικής ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
Άρθρο 5
Προϋποθέσεις
1. Διαχειριστής αφερεγγυότητας δύναται να διορισθεί φυσικό πρόσωπο υπό την προϋπόθεση ότι κατέχει ισχύουσα άδεια, η οποία χορηγείται από την αρμόδια αρχή εφόσον ο υποψήφιος επιτύχει στις εξετάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6. Προϋπόθεση συμμετοχής στις εξετάσεις είναι η επί πενταετία τουλάχιστον άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος ή αυτού του νόμιμου ελεγκτή ή λογιστή φοροτεχνικού Α' τάξεως.
2. Τα πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 εγγράφονται στη βαθμίδα Β' του μητρώου του άρθρου 8. Για την απευθείας εγγραφή στη βαθμίδα Α' του μητρώου απαιτείται η άσκηση ενός εκ των επαγγελμάτων της παραγράφου 1 για δέκα (10) τουλάχιστον έτη, η αποδεδειγμένη άσκηση καθηκόντων συνδίκου ή εκκαθαριστή σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις, καθώς και η επιτυχής συμμετοχή στις εξετάσεις του άρθρου 6.
3. Απαγορεύεται η χορήγηση άδειας διαχειριστή αφερεγγυότητας σε πρόσωπο που: α) είναι διοικητικός υπάλληλος του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή υπάλληλος των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης οιουδήποτε βαθμού, β) έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για οποιοδήποτε κακούργημα ή για τα πλημμελήματα κατά της ιδιοκτησίας, των περιουσιακών δικαιωμάτων, της παραβίασης απορρήτων, σχετικά με την υπηρεσία, την απονομή της δικαιοσύνης, περί τα υπομνήματα και το νόμισμα καθώς και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, της φοροδιαφυγής, των άρθρων 29 και 30 του ν. 3340/2005 και του άρθρου 44 του ν. 3959/2011.
γ) έχει στερηθεί των πολιτικών δικαιωμάτων του ή
δ) έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση, πλήρη ή μερική, κατά το άρθρο 1676 του Αστικού Κώδικα.
4. Για τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ./τος 38/2010.
5. Με απόφαση της αρμόδιας αρχής καθορίζονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία αποδεικνύεται η άσκηση των επαγγελμάτων της παραγράφου 1 καθώς και η άσκηση των καθηκόντων συνδίκου ή εκκαθαριστή σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις.
Άρθρο 6
Εξετάσεις
1. Οι εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας του διαχειριστή αφερεγγυότητας είναι πανελλήνιες και διενεργούνται εντός του τελευταίου τριμήνου εκάστου έτους, μετά από προκήρυξη της αρμόδιας αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τουλάχιστον σαράντα (40) ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής τους και αναρτάται στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2. Τα γνωστικά αντικείμενα στα οποία εξετάζονται οι υποψήφιοι είναι αστικό δίκαιο, εμπορικό δίκαιο, πτωχευτικό δίκαιο, στοιχεία δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, γενικές αρχές λογιστικής και φορολόγηση επιχειρήσεων.
3. Για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις, οι υποψήφιοι υποβάλλουν αίτηση ενώπιον της πιο κάτω οριζόμενης επιτροπής εξετάσεων, η οποία συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που καθορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 7 και αποδεικνύουν την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 5. Εάν διαπιστωθεί ότι ο υποψήφιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, αποκλείεται η συμμετοχή του στις εξετάσεις με απόφαση της επιτροπής εξετάσεων, η οποία κοινοποιείται στον υποψήφιο εντός δύο (2) εργασίμων ημερών. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η υποβολή ένστασης εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την κοινοποίησή της. Επί της ένστασης αυτής αποφαίνεται η αρμόδια αρχή με απόφασή της, η οποία εκδίδεται και κοινοποιείται στον υποψήφιο εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την υποβολή της. Ο υποψήφιος μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του να ζητήσει από την αρμόδια αρχή που εξέδωσε την απόφαση την ανάκληση ή τροποποίησή της (αίτηση θεραπείας), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 επ. του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Επίσης, ο αποκλειόμενος υποψήφιος δύναται να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα και μέσα ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα και με τις ισχύουσες διατάξεις.
4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συγκροτείται επιτροπή εξετάσεων στην οποία συμμετέχουν δύο μέλη της αρμόδιας αρχής, τα οποία υποδεικνύει ο πρόεδρος αυτής, και ένας δικαστικός λειτουργός, ο οποίος υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, Πειραιώς ή Θεσσαλονίκης, έχει διατελέσει εισηγητής πτωχεύσεων για τουλάχιστον τρία (3) έτη και ορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του ν. 1756/1988, ως πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής.
5. Η επιτροπή εξετάσεων συνεδριάζει νόμιμα, όταν έχει απαρτία. Οι αποφάσεις της επιτροπής εξετάσεων λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και φέρουν συνοπτική αιτιολογία.
6. Η επιτροπή εξετάσεων έχει την ευθύνη επιλογής των θεμάτων, διεξαγωγής των εξετάσεων και βαθμολόγησης των υποψηφίων. Η επιτροπή εξετάσεων συντάσσει πίνακα επιτυχόντων και αποτυχόντων, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία διεξαγωγής των εξετάσεων, τον οποίο κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή ώστε να αναρτηθεί στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
7. Οι εξετάσεις αποσκοπούν στη διαπίστωση της κατοχής υψηλού επιπέδου θεωρητικών γνώσεων σε θέματα που άπτονται της διαδικασίας αφερεγγυότητας και της δυνατότητας ορθής πρακτικής εφαρμογής τους. Η βαθμολόγηση των γραπτών γίνεται σε κλίμακα δέκα βαθμών, με άριστα το δέκα (10) και με βάση το πέντε (5).
8. Ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει σχετική αίτηση συνοδευόμενη από τα δικαιολογητικά συμμετοχής στις εξετάσεις (βιογραφικό σημείωμα, φωτοτυπία ταυτότητας, φωτοτυπία των τίτλων σπουδών, πιστοποιητικό ποινικού μητρώου γενικής χρήσης, αποδεικτικό φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος). Ο αιτών πρέπει να μην έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για οποιοδήποτε κακούργημα ή για τα πλημμελήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, πλαστογραφίας, απιστίας, ψευδορκίας, χρεοκοπίας, παρακώλυσης άσκησης δικαιώματος, καταδολίευσης δανειστών και τοκογλυφίας, σε οποιαδήποτε ποινή.
9. Με απόφαση της αρμόδιας αρχής καθορίζονται ο τόπος, ο τρόπος και οι αναγκαίες υποδομές για τη διενέργεια των εξετάσεων, η διάρκεια των εξετάσεων, η σύνταξη των πινάκων επιτυχόντων και αποτυχόντων και ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα.
10. Η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας διατηρεί σχετικό χώρο στον διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Άρθρο 7
Διαδικασία χορήγησης άδειας
1. Η άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας χορηγείται με απόφαση της αρμόδιας αρχής, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση σε αυτή των πινάκων επιτυχόντων και αποτυχόντων του άρθρου 6 παρ. 5 του παρόντος.
2. Ταυτόχρονα με τη χορήγηση της άδειας, η αρμόδια αρχή εγγράφει το διαχειριστή αφερεγγυότητας στο μητρώο που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 8.
3. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποχρεούται να προσκομίσει στην αρμόδια αρχή, εντός πέντε (5) ημερών από την εγγραφή του στο μητρώο, σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης η οποία θα καλύπτει την αστική του ευθύνη από την άσκηση των καθηκόντων του ως διαχειριστή αφερεγγυότητας και ιδίως από τη διάπραξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων του παρόντος. Τα ειδικότερα ασφαλιστικά όρια για την υποχρεωτική ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καθορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας.
Άρθρο 8
Μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας
1. Η αρμόδια αρχή τηρεί το μητρώο, υπό τη μορφή ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων προσβάσιμης στο κοινό, το οποίο περιλαμβάνει δύο βαθμίδες, Α' και Β'.
2. Στη βαθμίδα Β' εγγράφονται όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 1. Στη βαθμίδα Α' εγγράφονται όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 5, καθώς και όσοι έχουν εγγραφεί στη βαθμίδα Β' και αποδεικνύουν ευδόκιμη επαγγελματική πείρα σε θέματα αφερεγγυότητας διάρκειας πέντε (5) ετών.
3. Οι εγγεγραμμένοι στη βαθμίδα Β' διαχειριστές διορίζονται σε διαδικασίες αφερεγγυότητας οφειλετών που με βάση το μέγεθός τους κατατάσσονται στις κατηγορίες των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014. Οι εγγεγραμμένοι στη βαθμίδα Α' διαχειριστές διορίζονται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας του προηγούμενου εδαφίου καθώς και σε διαδικασίες αφερεγγυότητας οφειλετών που με βάση το μέγεθός τους κατατάσσονται στην κατηγορία των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014.
4. Σε κάθε διαχειριστή αφερεγγυότητας αντιστοιχεί ένας ατομικός αριθμός στο μητρώο (αριθμός μητρώου).
5. Για κάθε διαχειριστή αφερεγγυότητας το μητρώο περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ηλεκτρονική διεύθυνση, τα στοιχεία επικοινωνίας και τον αριθμό μητρώου,
β) την επωνυμία, τη διεύθυνση, την ηλεκτρονική διεύθυνση της εταιρίας στην οποία απασχολείται ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ή με την οποία συνδέεται ως μέτοχος ή εταίρος ή μέλος διοίκησης ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο,
γ) βιογραφικό σημείωμα,
δ) κάθε άλλη πληροφορία η οποία καταχωρίζεται στο μητρώο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
6. Με απόφαση της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας καθορίζονται ο τρόπος και τα μέσα απόδειξης της επαγγελματικής πείρας σε θέματα αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και ρυθμίζεται κάθε σχετικό ζήτημα.
Άρθρο 9
Ανανέωση άδειας
Η χορηγούμενη σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος άδεια ανανεώνεται κάθε τέσσερα (4) χρόνια. Με την απόφαση της αρμόδιας αρχής της παραγράφου 7 του άρθρου 6 καθορίζονται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ανανέωσης της άδειας, όπως μεταξύ άλλων, ο ελάχιστος αριθμός των υποχρεωτικών ωρών επιμόρφωσης και το τέλος ανανέωσης.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Άρθρο 10
Διορισμός
Η διαδικασία διορισμού του διαχειριστή αφερεγγυότητας σε συγκεκριμένη διαδικασία αφερεγγυότητας διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες προβλέπονται τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητές του, καθώς και τις προϋποθέσεις των επόμενων άρθρων.
Άρθρο 11
Κωλύματα
1. Διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπορεί να διοριστεί πρόσωπο το οποίο:
α) συνδέεται με τον οφειλέτη, και επί νομικών προσώπων με κάποιο από τα φυσικά πρόσωπα που μετέχουν στη διοίκησή τους ή ασκούν έλεγχο επ' αυτών, με συγγένεια εξ αίματος ή αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή υιοθεσία και εκ πλαγίου μέχρι τέταρτου βαθμού ή είναι σύζυγος αυτών.
β) συνδέεται με τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη με συμβατική σχέση,
γ) την πενταετία πριν την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή σε διαδικασία αφερεγγυότητας:
(αα) συμμετείχε στη διαχείριση ή εκπροσώπηση της επιχείρησης του οφειλέτη, ή (ββ) είχε την ιδιότητα του νόμιμου ελεγκτή της επιχείρησης του οφειλέτη ή δ) την τριετία πριν την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή σε διαδικασία αφερεγγυότητας είχε λάβει άμεσα ή έμμεσα αμοιβή (ή είχε πληρωθεί απαίτησή του) από τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη στο πλαίσιο σύμβασης παροχής εξαρτημένων ή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή σύμβασης έργου.
2. Οι αρνητικές προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν υπό την επιφύλαξη πρόβλεψης αυστηρότερων προϋποθέσεων στις ειδικότερες διατάξεις στις οποίες προβλέπονται τα καθήκοντα του διαχειριστή.
3. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ελέγχει τη μη συνδρομή των κωλυμάτων των παραγράφου 1 και 2 ως προς τα πρόσωπα που προσλαμβάνει, με οποιαδήποτε συμβατική σχέση (εργασίας, έργου κλπ.), για την υποβοήθηση του έργου του, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
4. Εντός πέντε (5) ημερών από την ειδοποίηση για το διορισμό του, ο διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει εγγράφως προς το όργανο που τον διόρισε, και, στην περίπτωση που ασκεί καθήκοντα συνδίκου, προς τον εισηγητή, δήλωση περί υπάρξεως κωλύματος. Η μη υποβολή δήλωσης, εφόσον συντρέχει κώλυμα, ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
Άρθρο 12
Αντικατάσταση
Το αρμόδιο όργανο αντικαθιστά το διαχειριστή αφερεγγυότητας στις εξής περιπτώσεις:
α) ύστερα από έγγραφη δήλωση του διαχειριστή περί κωλύματός του, σύμφωνα με το άρθρο 11 ή ύστερα από έγγραφη δήλωση παραίτησής του για σπουδαίο λόγο. Το αρμόδιο όργανο, με την απόφαση διορισμού νέου διαχειριστή αφερεγγυότητας, αποφαίνεται συγχρόνως, για το εάν η παραίτηση οφείλεται σε κωλύματα του άρθρου 11 ή εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Εάν δεν συντρέχει κάποια εκ των ανωτέρω δύο περιπτώσεων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας που παραιτήθηκε δεν μπορεί να διοριστεί εκ νέου διαχειριστής για τα επόμενα δύο (2) έτη και το γεγονός αυτό γνωστοποιείται με επιμέλεια του αρμοδίου οργάνου στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας προκειμένου να καταχωρισθεί στο μητρώο.
β) ύστερα από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή για σπουδαίο λόγο που συνίσταται, ιδίως, σε σοβαρή παράβαση του διαχειριστή κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή μη εκπλήρωση αυτών. Η αίτηση υποβάλλεται στο αρμόδιο όργανο που διόρισε το διαχειριστή, η απόφαση του οποίου υπόκειται στο προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα ή μέσο.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Άρθρο 13
Κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς
Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας οφείλει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του με ανεξαρτησία, αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πιστωτών και του οφειλέτη.
Άρθρο 14
Περιοδική ενημέρωση
1. Πέραν των ειδικότερων καθηκόντων ενημέρωσης που επιβάλλονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας όπου προβλέπονται τα καθήκοντά του, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποχρεούται να συντάσσει ανά εξάμηνο, υπολογιζόμενου από την ημερομηνία αποδοχής του διορισμού του, συνοπτική έκθεση σχετικά με την πορεία και τους τρόπους συνέχισης των εργασιών της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Η ως άνω έκθεση υποβάλλεται στο αρμόδιο όργανο και σε περίπτωση πτωχευτικής διαδικασίας στον εισηγητή, εντός είκοσι (20) ημερών από τη λήξη του εξαμήνου.
2. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποχρεούται να παρέχει διευκρινίσεις επί της ως άνω εκθέσεώς του, εφόσον τούτο του ζητηθεί εγγράφως από το αρμόδιο όργανο ή τον εισηγητή σε περίπτωση πτωχευτικής διαδικασίας.
3. Η μη συμμόρφωση του διαχειριστή αφερεγγυότητας προς το ως άνω καθήκον περιοδικής ενημέρωσης, καθώς και η ανακριβής ή παραπλανητική παροχή στοιχείων ή η καθυστέρηση στην παροχή διευκρινίσεων επί της εκθέσεώς του γνωστοποιείται με επιμέλεια του αρμοδίου οργάνου ή του εισηγητή σε περίπτωση πτωχευτικής διαδικασίας, στην αρμόδια αρχή για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου σύμφωνα με τα άρθρα 17 επ.
4. Η έκθεση του παρόντος υποβάλλεται με επιμέλεια του διαχειριστή στην αρμόδια αρχή εντός πέντε (5) ημερών από την υποβολή της στα όργανα της παραγράφου 1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από αίτησή του, να λαμβάνει γνώση της πιο πάνω έκθεσης. Με απόφαση της αρμόδιας αρχής ρυθμίζονται η διαδικασία και οι διατυπώσεις υποβολής της έκθεσης κατά την παρούσα παράγραφο καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
Άρθρο 15
Διαρκής επιμόρφωση
Για την ανανέωση της άδειάς του, σύμφωνα με το άρθρο 9, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι υποχρεωμένος να συμμετέχει σε προγράμματα διαρκούς επιμόρφωσης, που διοργανώνονται από πιστοποιημένους φορείς επιμόρφωσης.
Άρθρο 16
Αμοιβή
1. Η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας διέπεται από τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας που ρυθμίζει τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές του. Ως κριτήρια για τον προσδιορισμό της αμοιβής αυτής λαμβάνονται ιδίως η οικονομική αξία και το είδος της υπόθεσης, η επιμέλεια, η ικανότητα και εμπειρία του διαχειριστή, το είδος και η ποιότητα της παρασχεθείσας επιστημονικής εργασίας εκ μέρους του και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε και βαρύνουν τον ίδιο. Οι ίδιες ως άνω διατάξεις της οικείας νομοθεσίας που ρυθμίζει τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές του τυγχάνουν εφαρμογής και ως προς το χρόνο και τον τρόπο καταβολής της πρόσθετης αμοιβής της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
2. Σε περιπτώσεις εκποίησης της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου ή ρευστοποίησης των κατ' ιδίαν στοιχείων της χωριστά, επιτρέπεται η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας με πιστωτές που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη που έχουν επαληθευθεί, έστω και προσωρινώς, στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των απαιτήσεων των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων, σύμφωνα με την οποία ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δικαιούται να λάβει πρόσθετη αμοιβή, το ύψος και το είδος της οποίας εξαρτάται από την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, όπως ιδίως το ύψος του τιμήματος της εκποίησης ή ρευστοποίησης και το χρόνο περάτωσής τους. Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισμός της αμοιβής του διαχειριστή δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του προϊόντος της εκποίησης ή ρευστοποίησης που πραγματοποιείται κάθε φορά. Η πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται στο σύνολό της μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκποίησης ή ρευστοποίησης τουλάχιστον του εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης του οφειλέτη ως λογιστική αξία.
3. Η συμφωνία της παραγράφου 2 φέρεται προς επικύρωση ενώπιον του οργάνου, το οποίο, κατά τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, καθορίζει την αμοιβή του διαχειριστή. Το όργανο αυτό επικυρώνει τη συμφωνία εφόσον διαπιστώσει ότι υπογράφεται από την απαιτούμενη πλειοψηφία των πιστωτών.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Άρθρο 17
Γενικές Αρχές
1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη.
2. Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια.
3. Η ποινική διαδικασία δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια δύνανται να διατάξουν την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, εωσότου περατωθεί η ποινική. Σε περίπτωση αθώωσης στην ποινική δίκη, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται αν έχει τιμωρηθεί ο διωχθείς. Οι διαπιστώσεις που περιέχονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο βούλευμα, για την ύπαρξη ή όχι ορισμένων γεγονότων, δεσμεύουν τα πειθαρχικά όργανα.
4. Κανένας δεν διώκεται για δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο επιβάλλεται μόνο μια πειθαρχική ποινή. Νέα πειθαρχική δίωξη για το ίδιο παράπτωμα είναι απαράδεκτη. Διαφορετική νομική υπαγωγή των ίδιων περιστατικών δεν καθιστά νέα την πειθαρχική δίωξη.
5. Περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου παραπτώματος θεωρούνται ως ενιαίο σύνολο, η βαρύτητα του οποίου λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της ποινής. Σε περίπτωση συρροής περισσότερων συνεκδικαζόμενων πειθαρχικών παραπτωμάτων, μετά τον προσδιορισμό της κύρωσης για καθένα από τα συρρέοντα παραπτώματα, επιβάλλεται μια συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από αυτές που προσδιορίστηκαν, επαυξανόμενη κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου έως το ανώτατο όριό της, αν συντρέχει περίπτωση. Εάν οι πειθαρχικές ποινές είναι του αυτού είδους, ή αν οι ποινές είναι ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή αποτελείται από μια από αυτές, που προσαυξάνεται μέχρι το ανώτατο όριό της.
Άρθρο 18
Πειθαρχικά παραπτώματα
Πειθαρχικά παραπτώματα του διαχειριστή αφερεγγυότητας είναι: α) η παραβίαση υποχρεώσεων που επιβάλλονται στο διαχειριστή με τις διατάξεις του παρόντος και των λοιπών νομοθετημάτων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή της παραγράφου 22 της υποπαραγράφου Γ3 της παραγράφου Γ' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 όπως ισχύει, β) η παραβίαση υποχρεώσεων που επιβάλλονται στο διαχειριστή με τις διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση των καθηκόντων του, γ) η παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του διαχειριστή με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, δ) η απόκτηση παράνομου οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του διαχειριστή αφερεγγυότητας ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του που οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο, στ) η παράβαση της επιβαλλόμενης εχεμύθειας για γεγονότα και πληροφορίες, των οποίων έχει λάβει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και ζ) κάθε συμπεριφορά, ασυμβίβαστη με την ιδιότητά του, η οποία καταφανώς πλήττει το κύρος του επαγγέλματος.
Άρθρο 19
Παραγραφή
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από την τέλεσή τους.
2. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται με την κοινοποίηση της άσκησης της πειθαρχικής δίωξης. Ο χρόνος της αναστολής αυτής δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.
3. Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται αν τελεστεί άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή τη ματαίωση της έγερσης της πειθαρχικής δίωξης εξαιτίας εκείνου.
4. Πειθαρχικό παράπτωμα, που αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν την πάροδο του χρόνου για την παραγραφή του τελευταίου. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος αναστέλλεται για όλο το χρονικό διάστημα από την άσκηση της ποινικής δίωξης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος.
Άρθρο 20
Πειθαρχικές ποινές
1. Πειθαρχικές κυρώσεις κατά σειρά βαρύτητας είναι:
α) η έγγραφη επίπληξη,
β) η επιβολή προστίμου ύψους έως και είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και, σε περίπτωση υποτροπής, προστίμου ύψους έως και σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ. γ) η προσωρινή απαγόρευση ανάληψης καθηκόντων διαχειριστή αφερεγγυότητας για χρονικό διάστημα από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες, δ) η προσωρινή αφαίρεση της άδειας για χρονικό διάστημα έως δύο (2) ετών και ε) η οριστική αφαίρεση της άδειας και διαγραφή από το μητρώο.
2. Η πειθαρχική κύρωση της οριστικής αφαίρεσης της άδειας επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία, από τις συνθήκες διάπραξής τους και του διαπιστωμένου βαθμού υπαιτιότητας του διωκόμενου διαχειριστή, μαρτυρούν έλλειψη συνείδησης των βασικών του υποχρεώσεων.
Άρθρο 21
Επιμέτρηση ποινής
1 Το ύψος της πειθαρχικής κύρωσης προσδιορίζεται:
α) από τη βαρύτητα του παραπτώματος και των συνεπειών τις οποίες αυτό έχει, καθώς και από τον αντίκτυπό του στην άσκηση των καθηκόντων του διαχειριστή αφερεγγυότητας,
β) από την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειας του διωκομένου,
γ) από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το παράπτωμα, όπως, ιδίως, ο τυχόν προσπορισμός οφέλους και
δ) από την προσωπικότητα του διωκόμενου διαχειριστή, την πείρα του, τις ατομικές, κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη πορεία του, καθώς και τη διαγωγή του μετά την πράξη, τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία να επανορθώσει τις συνέπειες αυτής.
2. Παράπτωμα ελαφριάς φύσεως, οφειλόμενο σε αμέλεια του διωκόμενου διαχειριστή, μπορεί κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να μείνει ατιμώρητο, μετά από εκτίμηση των συνθηκών υπό τις οποίες διαπράχθηκε, αλλά γίνεται περί τούτου ειδική μνεία στην απόφαση.
Άρθρο 22
Πειθαρχικά Συμβούλια
Πειθαρχικά Συμβούλια για την εκδίκαση των πειθαρχικών αδικημάτων των διαχειριστών αφερεγγυότητας είναι: α) σε πρώτο βαθμό το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και β) σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Άρθρο 23
Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο
Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η θητεία των μελών του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου συμπίπτει με το χρόνο θητείας των μελών της αρμόδιας αρχής.
Άρθρο 24
Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο
1. Οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με εξαίρεση εκείνες που επιβάλλουν την επίπληξη, υπόκεινται σε έφεση εκ μέρους του καταδικασθέντος. Επίσης, σε έφεση ασκούμενη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπόκεινται όλες οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η έφεση ασκείται ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και αποτελείται από τον πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, με τριετή θητεία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται ως πρόεδρος του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με τον αναπληρωτή του, ένας αρεοπαγίτης και ως μέλη, με τους αναπληρωτές τους, ένας καθηγητής ή αναπληρωτής καθηγητής νομικής σχολής Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.), εν ενεργεία ή ομότιμος, ένας δικηγόρος που έχει συμπληρώσει εικοσαετή τουλάχιστον δικηγορία και προτείνεται από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, ένας λογιστής φοροτεχνικός Α' τάξης με εικοσαετή τουλάχιστον προϋπηρεσία που προτείνεται από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και ένας νόμιμος ελεγκτής με εικοσαετή τουλάχιστον προϋπηρεσία που προτείνεται από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.).
Άρθρο 25
Πειθαρχική διαδικασία
1. α. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας ευθύς ως λάβει καταγγελία για πειθαρχικώς επιλήψιμες πράξεις διαχειριστή αφερεγγυότητας ή λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση σχετικά με την τέλεση τέτοιων πράξεων, ιδίως δε από ανακοίνωση δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής, παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, αναθέτοντάς την σε μέλος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
β. Η προκαταρτική εξέταση είναι συνοπτική και κατά το δυνατόν σύντομη και σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να διαρκέσει πέραν των τριάντα (30) ημερών. Περατώνεται είτε με γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται είτε με πράξη με την οποία τίθεται η υπόθεση στο αρχείο.
γ. Το μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου που διενεργεί την προκαταρτική εξέταση μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να αναζητά κάθε άλλο πρόσφορο νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Κατά τη διεξαγωγή της προκαταρτικής εξέτασης φροντίζει ώστε να μην προσβάλλεται η τιμή και η υπόληψη του διαχειριστή, του οποίου η συμπεριφορά ερευνάται.
δ. Ανώνυμες καταγγελίες δεν λαμβάνονται υπόψη και αρχειοθετούνται αμέσως.
ε. Σε περίπτωση που η καταγγελία δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία ή ανεπίδεκτη οποιασδήποτε εκτίμησης, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας την αρχειοθετεί με συνοπτική αιτιολογία και ανακοινώνει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου την πράξη αρχειοθέτησης.
στ. Δεν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για πράξεις, για τις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα.
ζ. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας έχει την υποχρέωση να ενημερώσει τον Πρόεδρο της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος διαχειριστή αφερεγγυότητας. Την ίδια υποχρέωση έχει και σε περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικού ή απαλλακτικού βουλεύματος, τελεσίδικης αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης σε βάρος διαχειριστή, αποστέλλοντας πλήρη αντίγραφα, εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση τους.
2. α. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος.
β. Το έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης μαζί με το πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου αποστέλλονται αμέσως στον Πρόεδρο του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
γ. Εφόσον ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, στη σύνθεση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την περαιτέρω διαδικασία μετέχει ο αναπληρωτής του μέλους που διενήργησε την προκαταρκτική εξέταση.
3. α. Ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει εισηγητή της υπόθεσης.
β. Ο εισηγητής έχει όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες κάθε γενικού προανακριτικού υπαλλήλου. Εξετάζει τους μάρτυρες, συλλέγει το λοιπό αποδεικτικό υλικό, συντάσσει το κατηγορητήριο και καλεί τον πειθαρχικώς διωκόμενο να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και να απολογηθεί προφορικά ή γραπτά μέσα σε εύλογο χρόνο. Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υποβάλει γραπτό απολογητικό υπόμνημα, ο εισηγητής δύναται να διατυπώσει οποιαδήποτε κατά την κρίση του διευκρινιστική ή άλλη ερώτηση.
γ. Αν ο εισηγητής μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, παραδίδει το φάκελο στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου με την πρόταση να μην γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, αν θα γίνει ή όχι η κατηγορία ή αν πρέπει να γίνει συμπληρωματική ανάκριση από τον εισηγητή. Αν το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεχθεί ότι πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία, συντάσσεται από τον εισηγητή κατηγορητήριο και εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους.
δ. Μετά την ολοκλήρωση του έργου του εισηγητή, ολόκληρος ο φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου για τον ορισμό της δικασίμου, μαζί με τον κατάλογο των μαρτύρων που πρέπει να κληθούν και το αποδεικτικό επίδοσης της πράξης αυτής στον πειθαρχικώς διωκόμενο διαχειριστή αφερεγγυότητας.
ε. Εφόσον το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεχθεί ότι πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία, στη σύνθεση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου για την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση απόφασης μετέχει ως μέλος ο αναπληρωτής του εισηγητή.
στ. Κατά την ακροαματική διαδικασία ο διωκόμενος διαχειριστής αφερεγγυότητας δύναται να παραστεί αυτοπροσώπως ή και με δικηγόρο. Ασκεί το δικαίωμα υπεράσπισής του, καλώντας και με δική του ευθύνη, χωρίς υποχρεωτική προδικασία, μάρτυρες για να καταθέσουν υπέρ του ή για την υπόθεσή του.
ζ. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο μέσα σε έξι (6) μήνες το αργότερο από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, οφείλει να εκδώσει οριστική απόφαση. Ο χρόνος αυτός παρατείνεται αναλόγως, εάν έχει διαταχθεί η αναστολή της πειθαρχικής δίωξης. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που έγινε δεκτή αίτηση εξαίρεσης και εξαιτίας της ανέφικτης συγκρότησης του Πειθαρχικού Συμβουλίου με νέα σύνθεση, παραπέμπεται η υπόθεση σε άλλο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η απόφαση κοινοποιείται στον διωχθέντα και στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
η. Αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά και αξιόποινη πράξη, η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση, καθώς και το απαλλακτικό βούλευμα δεν εμποδίζουν το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδικάσει την υπόθεση στην ουσία της και να εκδώσει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη του τη σχετική ποινική δικογραφία, την οποία οφείλει να αποστείλει σε αντίγραφα ο αρμόδιος εισαγγελέας, ύστερα από σχετική αίτηση του εισηγητή της υπόθεσης.
4. α. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας στον οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, πλην της επίπληξης, έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την επίδοση της απόφασης και πάντως όχι μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την έκδοση της απόφασης. Εντός της ίδιας αυτής προθεσμίας των τριών (3) μηνών από την προς αυτόν κοινοποίηση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η έφεση ασκείται με κατάθεσή της στη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Για την άσκηση της έφεσης συντάσσεται έκθεση. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της δεν έχουν ανασταλτική δύναμη, εκτός εάν στην απόφαση ορίζεται διαφορετικά. Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της έφεσης, με επιμέλεια και ευθύνη του Προέδρου του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση, ο φάκελος παραδίδεται στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
β. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει ημέρα για την εκδίκαση της έφεσης και καλεί, με κλήση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, τον εκκαλούντα διαχειριστή αφερεγγυότητας δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης. Ο εκκαλών μπορεί αυτοπρόσωπα ή με πληρεξούσιο δικηγόρο να αναπτύξει έγγραφα ή προφορικά τις απόψεις του. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να διατάξει τη συμπλήρωση της ανάκρισης, οφείλει όμως να εκδώσει την απόφαση του σε προθεσμία το πολύ δύο (2) μηνών από την ημέρα της κατάθεσης της έφεσης.
5. Η απόφαση του Πρωτοβάθμιου και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων εκδίδεται εντός δύο (2) μηνών από την κλήση του διαχειριστή σε ακρόαση και επιδίδεται στο διαχειριστή εντός της ίδιας προθεσμίας, ενώ περίληψη αυτής καταχωρίζεται στο μητρώο.
6. α. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας και της απολογίας του πειθαρχικώς διωκόμενου ακολουθεί η διάσκεψη των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη λήψη οριστικής απόφασης.
β. Η πειθαρχική απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, υπογράφεται δε από τον Πρόεδρο και το γραμματέα και καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο με αύξοντα αριθμό.
7. Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να γνωστοποιήσει στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές την τυχόν διάπραξη αξιοποίνων πράξεων που προέκυψαν από τη διαδικασία ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων.
8. Πράξεις που διενεργήθηκαν έγκυρα κατά τη διάρκεια της θητείας των Πειθαρχικών Συμβουλίων παραμένουν ισχυρές και μετά τη λήξη της θητείας τους. Αποφάσεις επί υποθέσεων που έχουν συζητηθεί ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων πριν από τη λήξη της θητείας τους, μπορούν να εκδοθούν και δημοσιευθούν μέσα σε ένα τετράμηνο από τη λήξη της θητείας. Σε κάθε άλλη περίπτωση επαναλαμβάνεται η συζήτηση της πειθαρχικής υπόθεσης ενώπιον των νέων Πειθαρχικών Συμβουλίων.
9. α. Οι διατάξεις για εξαίρεση των δικαστών του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρα 17 επ.) ισχύουν και για την εξαίρεση των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων.
β. Η αίτηση για την εξαίρεση επιδίδεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος την εισάγει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο για να αποφανθεί. Η απόφαση που εκδίδεται είναι αμετάκλητη. Κάθε εγκαλούμενος έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης εξαίρεσης μόνο μια φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας.
γ. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη όταν αυτή αφορά στην εξαίρεση όλων των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
10. Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων εκτελούνται με επιμέλεια του Προέδρου της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας.
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
Άρθρο 26
Ανάκληση άδειας
1. Κάθε άδεια που χορηγήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ανακαλείται με απόφαση της αρμόδιας αρχής εφόσον συντρέχει στο πρόσωπο του δικαιούχου μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) επιβολή πειθαρχικής κύρωσης οριστικής αφαίρεσης της άδειας με απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 22 επ.,
β) συνδρομή κάποιας από τις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 5,
γ) συνταξιοδότηση από τον κύριο ασφαλιστικό φορέα,
δ) οριστική ανάκληση της επαγγελματικής άδειας του δικηγόρου, νόμιμου ελεγκτή, λογιστή φοροτεχνικού Α' τάξης, κατά περίπτωση.
2. Σε περίπτωση καταδίκης σε πρώτο βαθμό για κάποιο από τα αδικήματα της παραγράφου 3 του άρθρου 5, αναστέλλεται η ισχύς της άδειας του διαχειριστή, έως την αμετάκλητη απαλλαγή του.
3. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης της άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή προβαίνει στην αμετάκλητη διαγραφή του διαχειριστή από το μητρώο.
Άρθρο 27
Ευθύνη
1. Έναντι των πιστωτών και του οφειλέτη ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια του συνετού διαχειριστή αφερεγγυότητας. Στο ίδιο μέτρο ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ευθύνεται έναντι των ανωτέρω προσώπων και για τις πράξεις τρίτου, στον οποίο χωρίς δικαίωμα ανέθεσε τη διεξαγωγή υπόθεσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ενώ, αν είχε το δικαίωμα ανάθεσης, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την επιλογή του τρίτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.
2. Έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από τη δράση του, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ευθύνεται προσωπικώς μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια.
3. Αν από τη δράση διαχειριστή αφερεγγυότητας που ασκεί καθήκοντα συνδίκου δημιουργήθηκε ομαδικό χρέος το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί από την πτωχευτική περιουσία, αυτός υποχρεούται να αποζημιώσει τον ομαδικό πιστωτή αν από βαριά αμέλεια δεν διέγνωσε ότι η περιουσία δεν προβλέπεται να επαρκέσει για την εκπλήρωση του ομαδικού χρέους τούτου ή το διέγνωσε αλλά αδιαφόρησε. Σε κάθε περίπτωση που ανακύπτει ευθύνη του συνδίκου έναντι τρίτων, εις ολόκληρον με αυτόν ευθύνεται και η ομάδα των πιστωτών, η οποία δικαιούται να αναζητήσει από το διαχειριστή κάθε ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αιτία αυτή.
4. Η ευθύνη του διαχειριστή αφερεγγυότητας κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών δεν αποκλείεται.
5. Κάθε αξίωση κατά του διαχειριστή αφερεγγυότητας παραγράφεται μετά πάροδο τριών (3) ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του ζημιογόνου γεγονότος. Σε κάθε περίπτωση η αξίωση κατά του διαχειριστή αφερεγγυότητας παραγράφεται μετά πάροδο τριετίας από τη λήξη των καθηκόντων του.
6. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι δημόσιος υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του Ποινικού Κώδικα.
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
ΤΕΛΙΚΕΣ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 28
1. Για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας που αρχίζουν μετά την έναρξη λειτουργίας του μητρώου του άρθρου 8, τα καθήκοντα της περίπτωσης στ' του άρθρου 2 θα ασκούνται από διαχειριστή αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
2. Για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας που αρχίζουν από τη θέση του παρόντος σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 29, και έως την έναρξη λειτουργίας του μητρώου του άρθρου 8, τα καθήκοντα της περίπτωσης στ' του άρθρου 2 θα ασκούνται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.
3. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας του μητρώου, πρόσωπα που είχαν αναλάβει καθήκοντα τα οποία υπό τις διατάξεις του παρόντος ανατίθενται σε διαχειριστή αφερεγγυότητας, συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την περάτωση των σχετικών διαδικασιών ή έως την απαλλαγή τους από τα καθήκοντά τους, έστω κι εάν δεν έχουν αδειοδοτηθεί να ενεργούν ως διαχειριστές αφερεγγυότητας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος.
4. Για τους σκοπούς του παρόντος, η διαδικασία αφερεγγυότητας θεωρείται ότι αρχίζει με την υποβολή της αίτησης υπαγωγής σε αυτήν, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.
5. Κατ' εξαίρεση των όσων ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 σε σχέση με το χρόνο διεξαγωγής των εξετάσεων, οι πρώτες εξετάσεις θα διεξαχθούν σε χρόνο που θα καθορισθεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής.
Άρθρο 29
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5 Oct, 2016