ΑΠ 179 / 2016 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τα άρθρα 669 παρ . 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112 /1920 και 1 και 5 του
ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου
χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος
αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για
την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του
εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε
δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη
υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων
αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ.
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι
άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν
εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις
που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή σε λόγους εκδικήσεως,
συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη
συμπεριφοράς του εργαζομένου.
Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση
καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού,
ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας
και την άσκηση αυτής καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να
θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που
επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία
εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε
συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να
αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού
δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το
άρθρο 281 ΑΚ.
Πολύ δε περισσότερο δεν θεωρείται καταχρηστική η
καταγγελία όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των
καθηκόντων του απολυόμενου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών
του υποχρεώσεων. Στην περίπτωση που ο εργοδότης καταχρηστικώς
κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, μη αποδεχόμενος τις προσηκόντως
προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, περιέρχεται σε υπερημερία και
υποχρεούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ, στην
καταβολή του μισθού. Στην περίπτωση αυτή, επί αγωγής του μισθωτού για
την καταβολή μισθών υπερημερίας, η αγωγή δεν στηρίζεται στην ακυρότητα
της καταγγελίας, αλλά στην σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη
βάση της σχετικής αγωγής.
Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της
αγωγής, επικαλεσθεί ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των αιτούμενων
μισθών γιατί λύθηκε με καταγγελία η σύμβαση εργασίας, ο ισχυρισμός αυτός
αποτελεί ένσταση, ο δε ισχυρισμός του εργαζόμενου ότι η καταγγελία
είναι άκυρη γιατί αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ, είναι αντένσταση, η οποία
μπορεί καθ` υποφορά να προβληθεί με την αγωγή. Ο ισχυρισμός του
εργοδότη ότι η καταγγελία δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο
εργαζόμενος, αλλά για άλλους που αιτιολογούν τη γενόμενη καταγγελία,
αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της
καταγγελίας. Επομένως, η μη απόδειξη των επικαλουμένων από τον εργοδότη
λόγων απολύσεως του εργαζόμενου, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην
ύπαρξη της επικαλούμενης από τον εργαζόμενο καταχρηστικής απολύσεως,
διότι, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, ο εργαζόμενος
πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούν
καταχρηστική την απόλυσή του (ΑΠ 460/2013, ΑΠ 1694/2012).
Αν, όμως,
ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα (κατ’ άρθρο
70 ΚΠολΔ) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, τότε οφείλει να
εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά
περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, τα οποία αποτελούν στοιχεία
της βάσης της αγωγής του, που στηρίζουν το αντίστοιχο αίτημα (για
αναγνώριση της ακυρότητας), χωρίς να είναι δυνατή μεταγενέστερη
συμπλήρωση ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας της
καταγγελίας με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, διότι έτσι
μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, η βάση της αγωγής (ΑΠ
460/2013, ΑΠ 309/2011, ΑΠ1323/2010, ΑΠ 548/2010, ΑΠ 624/2008). Εξάλλου, κατά τη
διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου,
που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει
όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο
της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε
δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε
εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ ΑΠ
7/2014, ΑΠ 7/2006, ΑΠ 4/2005).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η
παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό
συλλογισμό και, κατ’ επέκταση, σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου,
εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη
υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που
καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της
απόφασης.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 24 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ν. Σ. Κ. Α.Ε." που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Α.-Σ.-Γ. Κ. ο οποίος διόρισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ανυφαντή, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μπότσαρη, που κατάθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/2/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 221/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 6298/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26/3/2015 αίτησή της και τους από 22/10/2015 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Κοκοτίνη ανέγνωσε την από 10/11/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των πρώτου, δεύτερου και πέμπτου (ως προς το πρώτο σκέλος) λόγων αναίρεσης, την παραδοχή των δεύτερου και τρίτου προσθέτων λόγων και την απόρριψη των λοιπών λόγων της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τα άρθρα 669 παρ . 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112 /1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ.
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ.
Πολύ δε περισσότερο δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυόμενου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Στην περίπτωση που ο εργοδότης καταχρηστικώς κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, μη αποδεχόμενος τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, περιέρχεται σε υπερημερία και υποχρεούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ, στην καταβολή του μισθού. Στην περίπτωση αυτή, επί αγωγής του μισθωτού για την καταβολή μισθών υπερημερίας, η αγωγή δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στην σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής.
Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεσθεί ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των αιτούμενων μισθών γιατί λύθηκε με καταγγελία η σύμβαση εργασίας, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, ο δε ισχυρισμός του εργαζόμενου ότι η καταγγελία είναι άκυρη γιατί αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ, είναι αντένσταση, η οποία μπορεί καθ` υποφορά να προβληθεί με την αγωγή. Ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι η καταγγελία δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο εργαζόμενος, αλλά για άλλους που αιτιολογούν τη γενόμενη καταγγελία, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της καταγγελίας. Επομένως, η μη απόδειξη των επικαλουμένων από τον εργοδότη λόγων απολύσεως του εργαζόμενου, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην ύπαρξη της επικαλούμενης από τον εργαζόμενο καταχρηστικής απολύσεως, διότι, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, ο εργαζόμενος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούν καταχρηστική την απόλυσή του (ΑΠ 460/2013, 1694/2012).
Αν, όμως, ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα (κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, τα οποία αποτελούν στοιχεία της βάσης της αγωγής του, που στηρίζουν το αντίστοιχο αίτημα (για αναγνώριση της ακυρότητας), χωρίς να είναι δυνατή μεταγενέστερη συμπλήρωση ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας της καταγγελίας με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, διότι έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, η βάση της αγωγής (ΑΠ 460/2013, 309/2011, 1323/2010, 548/2010, 624/2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 7/2014, 7/2006, 4/2005).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και, κατ’ επέκταση, σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης.
Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, για το παραδεκτό του οποίου πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται οι πλημμέλειες του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ ΑΠ 2/2013, 20/2005). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (Ολ ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αυτή και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006).
2. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν σχέση με τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: Ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία δραστηριοποιείται στο χώρο της εισαγωγής βιομηχανικού εξοπλισμού και ειδικότερα στον κλάδο των μηχανημάτων καθαρισμού, απογόμωσης και ανακύκλωσης υλικών. Ότι στις 4-5-2007 προσλήφθηκε απ’ αυτή η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες της επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και από ώρα 08.00 έως 16.00, ως γραμματέας του εμπορικού τμήματος της εναγομένης. Ότι κατά τη διάρκεια της εργασίας της στην εναγομένη η ενάγουσα απέκτησε τρία τέκνα, λαμβάνοντας κάθε φορά τις νόμιμες άδειες (κυήσεως και λοχείας), όμως είχε προκληθεί δυσαρέσκεια για τη λήψη των εν λόγω νόμιμων αδειών. Ότι ειδικότερα τον Οκτώβριο του 2010 ανακοίνωσε στην εναγομένη την κύηση στο τρίτο τέκνο της, το οποίο γεννήθηκε στις 28-6-2011. Ότι στις 27-10-2010 ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης Α. Κ. ενημέρωσε εγγράφως τους εργαζόμενους (εννέα άτομα) ότι μειώθηκε ο τζίρος (κύκλος εργασιών) της εναγομένης και προτίθεται να εφαρμόσει το σύστημα της εκ περιτροπής απασχόλησης και τους κάλεσε σε διαβούλευση. Ότι στις 3-11-2010 συντάχθηκε σχετικό πρακτικό διαβούλευσης, βάσει του οποίου τρεις εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, τέθηκαν υπό καθεστώς εκ περιτροπής απασχόλησης για το διάστημα από 8-11-2010 έως 31-12-2010 και από 1-1-2011 έως 30-6-2011. Ότι ειδικότερα η ενάγουσα θα εργαζόταν τέσσερις (4) ημέρες την εβδομάδα (πλην Τετάρτης) από ώρα 08.00 έως 16.00, εναλλάξ με εβδομάδα κανονικής απασχόλησης, η δε σχετική εργοδοτική απόφαση κοινοποιήθηκε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας Νέας Ιωνίας. Ότι στις 11-3-2011 ο ίδιος ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης προσκάλεσε προς διαβούλευση τους εργαζόμενους, διότι προτίθετο να εφαρμόσει το σύστημα της εκ περιτροπής απασχόλησης, λόγω της σημαντικής μείωσης της δραστηριότητας της εναγομένης. Ότι στις 18-3-2011 συντάχθηκε σχετικό πρακτικό και ο Α. Κ. ανακοίνωσε στους εργαζόμενους ότι θα εφαρμόσει σύστημα εργασίας δύο (2) εργασίμων ημερών. Ότι η σχετική εργοδοτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας στις 23-3-2011, σε αυτή δε αναφέρεται ότι η ενάγουσα θα εργάζεται για το διάστημα από 28-3-2011 έως 30-9-2011 δύο(2) εργάσιμες ημέρες την εβδομάδα (Τρίτη και Τετάρτη), με ωράριο από 08.00 έως 16.00. Ότι, περαιτέρω, ο Α.Κ., επικαλούμενος την συνεχιζόμενη μείωση του επιχειρηματικού κύκλου εργασιών της εναγομένης, απηύθυνε νέα πρόσκληση προς διαβούλευση στο προσωπικό της τελευταίας, προκειμένου να εφαρμοσθεί τροποποιημένη εκ περιτροπής απασχόληση. Δέχεται στη συνέχεια το Εφετείο ότι στις 5-1-2012, μετά από διαβούλευση, η εναγομένη αποφάσισε όπως για το διάστημα από 16-1-2012 έως 15-10-2012 ισχύσει για την εργαζόμενη Ι. Τ. εβδομαδιαία απασχόληση τεσσάρων (4) εργασίμων ημερών και για τον εργαζόμενο Φ. Ζ. εβδομαδιαία απασχόληση δύο (2) εργασίμων ημερών, γνωστοποίησε δε αυτή την απόφαση στις 13-1-2012 στην Επιθεώρηση Εργασίας Νέας Ιωνίας. Ότι στις 20-4-2012, κατόπιν της προαναφερθείσας πρόσκλησης, αποφάσισε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης όπως για την ενάγουσα, για το διάστημα από 24-4-2012 έως 31-12-2012, ισχύσει το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας με δύο (2) εργάσιμες ημέρες την εβδομάδα και στις 24-4-2012 γνωστοποίησε την εν λόγω απόφασή του στην ως άνω Επιθεώρηση Εργασίας. Ότι η ενάγουσα, όπως και οι λοιποί εργαζόμενοι της εναγομένης, έλαβαν γνώση των ως άνω εργοδοτικών αποφάσεων, αφού υπέγραψαν τα σχετικά έγγραφα. Ότι η παραπάνω απόφαση της εργοδότριας είχε αποτελέσει και συμβατικό όρο στην σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, όρο τον οποίο αυτή ρητά και γραπτά αποδέχθηκε χωρίς να διατυπώσει καμμία αντίρρηση. Ότι η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας στην ενάγουσα δεν υπερβαίνει τα αντικειμενικά όρια της διάταξης του άρθρου 281ΑΚ. Συνεχίζοντας το Εφετείο δέχεται ότι η εναγομένη στις 31-12-2012 κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, ενώ ήταν σε ολιγοήμερη αναρρωτική άδεια. Ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη ως καταχρηστικά γενόμενη, καθόσον οφείλεται στις τρεις εγκυμοσύνες της ενάγουσας που, λόγω των νόμιμων απουσιών της, δημιούργησαν αρνητικό κλίμα σε βάρος της και εμπάθεια της εναγομένης σε βάρος της. Ότι είναι χαρακτηριστικό ότι η απόλυση της ενάγουσας έγινε τρεις ημέρες μετά τη λήξη της 18μηνης προστασίας που της παρείχε ο ν.3996/2011. Ότι είναι προφανές ότι δεν οφείλεται αυτή σε οικονομοτεχνικούς λόγους, αφού αυτοί, λόγω της οικονομικής κρίσης, έχουν αντιμετωπισθεί από την εναγομένη με την άσκηση του νόμιμου δικαιώματός της για εκ περιτροπής εργασία. Ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η εναγομένη δεν επέλεξε ηπιότερο μέτρο, όπως θα ήταν η συνέχιση ως προς αυτή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας. Ότι, συνεπώς, η εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία και οφείλει για το διάστημα από Ιανουάριο 2013 έως Δεκέμβριο 2013 τις πλήρεις αποδοχές της ενάγουσας, αφού δεν αποδείχθηκε ότι θα ίσχυε ως προς αυτή και για το επίμαχο διάστημα το προαναφερθέν σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας. Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της εναγομένης, η οποία παραπονείτο για την αποδοχή της αγωγής ως προς το κεφάλαιο της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας και της υποχρέωσής της να καταβάλει στην ενάγουσα μισθούς υπερημερίας για ολόκληρο το έτος 2013, επικυρώνοντας, ως προς τα κεφάλαια αυτά, την πρωτόδικη απόφαση, που έκρινε ομοίως. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού εσφαλμένα υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και περαιτέρω διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της καταχρηστικότητας της καταγγελίας, οφειλόμενης σε εκδικητικότητα και εμπάθεια λόγω των προηγηθεισών εγκυμοσυνών της αναιρεσίβλητης και την εξ αιτίας της καταχρηστικότητας αυτής οφειλής μισθών υπερημερίας από την αναιρεσείουσα στην αναιρεσίβλητη, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα: α) δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ποιο όργανο -φυσικό πρόσωπο- της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας διακατέχονταν από εμπάθεια και εκδικητικότητα προς την ενάγουσα και αν η προσωπική αυτή εμπάθεια και εκδικητικότητα συνδέεται με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, β) δεν αναφέρεται ούτε ένα περιστατικό, ενδεικτικό του αρνητικού κλίματος που διακατείχε τους νόμιμους εκπροσώπους της εναγομένης προς το πρόσωπο της ενάγουσας, το οποίο να σχετίζεται με το γεγονός ότι αυτή κατά τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης γέννησε τρία τέκνα και έλαβε τις νόμιμες άδειες κύησης και λοχείας, κάθε φορά που επέστρεφε στην εργασία της, γ) ενώ δέχεται ότι η καταγγελία συνέβη μετά την επιστροφή της ενάγουσας από τη γέννηση του τρίτου τέκνου της και ότι η εμπάθεια και το αρνητικό κλίμα σε βάρος της υπήρχε από την πρώτη εγκυμοσύνη, δηλαδή από τρία ή τέσσερα έτη πριν από την τρίτη, δεν παρέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οποιαδήποτε εξήγηση για τους λόγους που η αναφερόμενη διάθεση εκδικητικότητας των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης εκδηλώθηκε με τόση καθυστέρηση, ούτε αναφέρει πρόσφατα περιστατικά, που να συνδέουν τη συμπεριφορά των οργάνων της αναιρεσείουσας με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, δ) δεν διαλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αν εξέλειπαν οι λόγοι που επέβαλαν την εφαρμογή του συστήματος της εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρηση της εναγομένης για το μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας χρονικό διάστημα, ώστε να δικαιούται η τελευταία τις πλήρεις αποδοχές υπερημερίας που της επιδικάσθηκαν για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-12-2013, αντί των μειωμένων αποδοχών που ελάμβανε μέχρι την καταγγελία λόγω της εφαρμογής εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρηση της εναγομένης και ε) δεν αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση ότι η συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης έρχεται σε προφανή, δηλαδή έκδηλη, αντίθεση προς τα αξιολογικά κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ, που θέτουν φραγμό στην άσκηση του δικαιώματος. Εξάλλου, η απόλυση της ενάγουσας τρεις ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας προστασίας της μητρότητας, του ν. 3.996/2011, δεν την καθιστά καταχρηστική εκ μόνου του λόγου αυτού και δεν αρκεί να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική η καταγγελία αυτή, επειδή έγινε μετά το πέρας του 18μήνου, χωρίς τη συνδρομή πρόσθετων περιστατικών που, όπως προεκτέθηκε, δεν διαλαμβάνονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, καθώς και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος, από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, με τους οποίους επισημαίνονται τα ανωτέρω.
3. Στοιχεία της αγωγής, που έχει ως αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2 και 216 παρ.1 στοιχ. α’ ΚΠολΔ, είναι η σύμβαση εργασίας, τα γεγονότα που επέφεραν την ακυρότητα της καταγγελίας και η υπερημερία του εναγομένου εργοδότη περί την αποδοχή της εργασίας που πρόσφερε ο ενάγων εργαζόμενος. Από την επισκόπηση της ένδικης, από 5-2-2013, αγωγής της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης προκύπτει ότι αυτή εξέθεσε στο δικόγραφό της ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στις 4-5-2007 μεταξύ αυτής και της εναγομένης, προσλήφθηκε για να παρέχει τις υπηρεσίες της σ’ αυτή και ειδικότερα στο τμήμα της εμπορικής διεύθυνσης, αντί του εκάστοτε νόμιμου μισθού, που ορίζονταν από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ή Διαιτητικές αποφάσεις για τους εργαζόμενους στις εμπορικές επιχειρήσεις με την παραπάνω ειδικότητα. Ότι, κατά τη διάρκεια της εργασίας της στην εναγομένη απέκτησε τρία τέκνα και κάθε φορά που ελάμβανε τις σχετικές νόμιμες άδειες ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης πάντοτε διαμαρτυρόταν. Ότι στα τέλη Οκτωβρίου 2010 ενημέρωσε το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης ότι περιμένει το τρίτο τέκνο της, το οποίο γεννήθηκε στις 28-6-2011, και αμέσως μετά από αυτό της ζητήθηκε απ’ αυτόν να τροποποιήσουν τη σύμβαση εργασίας της από πλήρους σε εκ περιτροπής απασχόληση, ενώ τούτο δεν αφορούσε το σύνολο του προσωπικού. Ότι διαμαρτυρήθηκε εντόνως όταν πληροφορήθηκε ότι στις 23-3-2011 κατέθεσε η εναγομένη στο αρμόδιο τμήμα του ΣΕΠΕ Αθηνών αίτηση για τη μονομερή επιβολή σ’ αυτή εκ περιτροπής εργασίας για το χρονικό διάστημα από 23-3-2011 έως 30-9-2011, ότι εξακολούθησε να διαμαρτύρεται για την κατάσταση αυτή και πάντοτε ελάμβανε την απάντηση ότι σε λίγο δεν θα παίρνεις τίποτε. Ότι στις 31-12-2012, που επανήλθε στην εργασία της μετά από αναρρωτική άδεια, της ανακοίνωσε αρμόδιο πρόσωπο της εναγομένης ότι την ίδια ημέρα είχε καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας της και της πρόσφερε τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, εξηγώντας της ότι δεν μπορεί η εναγομένη να απασχολεί υπάλληλο με τρία τέκνα, καθώς επιβαρύνονταν με τα σχετικά επιδόματα. Ότι η καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης είναι καταχρηστική, διότι έγινε για λόγους καθαρά προσωπικούς και όχι για οικονομοτεχνικούς λόγους. Ζήτησε δε η ενάγουσα με την προαναφερθείσα αγωγή της, εκτός των άλλων, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από τους αριθμούς 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, συνιστάμενη στο ότι, ενώ η αναιρεσείουσα προέβαλε αοριστία του δικογράφου της ένδικης αγωγής, το Εφετείο δεν κήρυξε την ακυρότητα του δικογράφου αυτής και απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσής της, με τον οποίο παραπονείτο για το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, παρά το νόμο, έκρινε ορισμένη και δεκτική δικαστικής εκτιμήσεως την αγωγή. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί η υπό κρίση αγωγή, όπως από το επισκοπηθέν περιεχόμενό της προκύπτει, είναι ορισμένη ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο, καθόσον η ενάγουσα επικαλείται συγκεκριμένους λόγους, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. 4. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 εδ.α’ ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Νοούνται δε ως ‘ ‘ πράγματα’ ‘ οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (Ολ ΑΠ 3/1997, 2/1989). Με τον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δηλαδή ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό ότι η εναγομένη, πριν την καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας, δεν επέλεξε ηπιότερο μέσο, όπως θα ήταν η συνέχιση ως προς την ενάγουσα του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, ισχυρισμό τον οποίο δεν είχε προβάλλει η ενάγουσα, άλλως, αν υποτεθεί ότι οι παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ορθές, υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, εφόσον δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα αυτό, και τέλος, εντελώς πιο επικουρικά, υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον η επιλογή του ηπιότερου μέτρου είχε προηγηθεί στην περίπτωση της αναιρεσίβλητης επί διετία χωρίς επιτυχία. Ο λόγος αυτός, ως προς το πρώτο σκέλος, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος, διότι στην προκείμενη περίπτωση, που η ενάγουσα στηρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της με αυτοτελές αίτημα στην καταχρηστική άσκηση του αντίστοιχου δικαιώματος του εργοδότη καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, με ιστορική βάση πραγματικά περιστατικά ότι η καταγγελία έγινε από λόγους εμπάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπό της, δεν επιτρέπεται το δικαστήριο της ουσίας να προσθέσει νέα ιστορική αγωγική βάση, δεχόμενο άλλα περιστατικά ακυρότητας της καταγγελίας και ειδικότερα ότι η εναγομένη εργοδότρια παρέλειψε, κατά τη στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων, να λάβει άλλα μέτρα ήσσονος σημασίας, με τα οποία θα απεφεύγετο το επαχθέστερο και έσχατο μέσο της απόλυσης και δη να συνεχίσει την απασχόληση της ενάγουσας με το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, διότι ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί αυτοτελή λόγο ακυρότητας καταγγελίας της σύμβασης και, συνεπώς, βάση της αγωγής. Οι υπόλοιπες αιτιάσεις, από τους αριθμούς 19 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτες, διότι, εν όψει των προεκτεθέντων, τα ανωτέρω περιστατικά που δέχεται το Εφετείο δεν ήταν αναγκαία για την παραδοχή ή απόρριψη της αγωγικής βάσης για ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, από το άρθρο 281 ΑΚ, που εφαρμόσθηκε, και ως εκ τούτου δεν ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και για το λόγο αυτό δεν ιδρύονται οι λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι οι ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι πλεοναστικές και ως τέτοιες αλυσιτελείς. Περαιτέρω, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δηλαδή ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη ως λόγο ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης που συνέδεε τους διαδίκους την καταχρηστική άσκηση του σχετικού διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης εργοδότριας, ενώ τέτοιος λόγος ακυρότητας της καταγγελίας δεν διαλαμβάνονταν στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά προτάθηκε από την ενάγουσα μεταγενέστερα και συγκεκριμένα με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, όπως προεκτέθηκε κατά την έρευνα της βασιμότητας του τρίτου λόγου αναίρεσης (σκέψη υπ’ αριθμ. 3), είχε ως νομική βάση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
5.Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 9 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως ‘ ‘ αίτηση’ ‘ , κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή το αίτημα ή η βάση της αγωγής, ανταγωγής, κύριας ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ενδίκου μέσου και αντέφεσης. Τέτοια αίτηση είναι και η κύρια ή επικουρική βάση της αγωγής, για την οποία δεν αποφάνθηκε το δικαστήριο της ουσίας στο διατακτικό ή στις αιτιολογίες του (ΑΠ 1.665/2008, 960/2007). Με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι, ενώ στο δικόγραφο της αγωγής η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ζητούσε να της επιδικασθούν τα αιτούμενα χρηματικά ποσά για μισθούς υπερημερίας με το νόμιμο τόκο επιδικίας (κατά το κύριο αίτημα), άλλως (κατά το επικουρικό αίτημα) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε οφειλόμενου ποσού, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, άφησε αδίκαστο το κύριο αίτημα της επιδίκασης τόκων από την επίδοση της αγωγής και εισήλθε στην έρευνα του επικουρικού αιτήματος, επιδικάζοντας στην ενάγουσα τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας με αφετηρία προγενέστερες της επίδοσης της αγωγής ημερομηνίες και δη κάθε επί μέρους μισθό νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα, το επίδομα Πάσχα από 1-5-2013, το δώρο Χριστουγέννων και το επίδομα αδείας από 1-1-2014. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, που παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), η ενάγουσα και τώρα αναιρεσίβλητη ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη και τώρα αναιρεσείουσα να της καταβάλει το ποσό των 18.256,49 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1-1-2013 έως 31-12-2013 ‘ ‘ με το νόμιμο τόκο επιδικίας, άλλως υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας καθ’ ην όφειλε να μου καταβάλει ένα έκαστο εκ των ανωτέρω κονδυλίων έως και ολοσχερούς εξοφλήσεως’ ‘ , όπως κατά λέξη αναφέρεται σ’ αυτή. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, χωρίς να ερευνήσει και να απορρίψει το κύριο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση των μισθών υπερημερίας με το νόμιμο τόκο επιδικίας, δηλαδή αφότου επιδόθηκε η αγωγή, προχώρησε στην έρευνα του επικουρικού αιτήματος και επιδίκασε τόκους υπερημερίας για τους μισθούς που έκρινε ότι δικαιούται η ενάγουσα λόγω της υπερημερίας της εναγομένης ως εξής: ‘ ‘ οι μηνιαίοι μισθοί νομιμότοκα από το τέλος εκάστου μηνός που έπρεπε να καταβληθούν, το επίδομα Πάσχα νομιμότοκα από 1-1-2013, το δώρο Χριστουγέννων και το επίδομα αδείας νομιμότοκα από 1-1-2014 λόγω της εκ του νόμου προβλεπόμενης δήλης ημέρας καταβολής ...’ ‘ . Έτσι, με την παράλειψη αυτή, το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και πρέπει ο σχετικός, τρίτος πρόσθετος, λόγος αναίρεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
6. Μετά από αυτά και δεδομένου ότι παρέλκει η έρευνα των λοιπών αναιρετικών λόγων, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλο δικαστή είναι εφικτή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττημένης αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την αίτηση και τους πρόσθετους λόγους αναίρεσης.
Αναιρεί την 6298/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Φεβρουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven
19 Jan, 2016