ΑΠ 256/2016 Συλλογικές συμβάσεις εργασίας - Μετά την απορρόφηση εταιρείας από άλλη, η τελευταία υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από κανονισμό εργασίας, εκτός αν αυτός έπαυσε να ισχύει με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο, δηλαδή είτε με την

ΑΠ 256/2016 Συλλογικές συμβάσεις εργασίας - Μετά την απορρόφηση εταιρείας από άλλη, η τελευταία υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από κανονισμό εργασίας, εκτός αν αυτός έπαυσε να ισχύει με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο, δηλαδή είτε με την



Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 2 παρ.1. και 21 παρ. 1, 2 του Ν. 3239/1955, που ίσχυε πριν από το Ν 1876/1990, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων είναι η ρύθμιση των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των εργαζομένων. Τα θέματα των όρων και συνθηκών εργασίας ανήκουν κατά κανόνα στο νόμιμο περιεχόμενο των κανονισμών εργασίας, χωρίς να αποκλείεται κανονισμοί εργασίας να αποτελούν αυτοτελώς περιεχόμενο συλλογικών συμβάσεων. Στην τελευταία, περίπτωση η ρύθμιση αυτή, δηλαδή, ο περιεχόμενος σε συλλογική σύμβαση κανονισμός, ανήκει στο κανονιστικό μέρος της συλλογικής συμβάσεως και επομένως έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου.

Έτσι κανονισμός εργασίας, που έχει αποτελέσει περιεχόμενο ειδικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, η οποία, σύμφωνα µε το άρθρο 2 παρ. 2 του πιο πάνω νόμου κατατέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας και δημοσιεύθηκε µε απόφαση του Υπουργού Εργασίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως έχει ισχύ νόμου ουσιαστικού και όχι συμβάσεως. Οι κανονισμοί εργασίας, που καταρτίσθηκαν κατά τα παραπάνω, σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν ενιαία τάξη, ομοιομορφία και ίση μεταχείριση στην εκμετάλλευση, πράγμα, που επιτυγχάνεται µε τη ρύθμιση γενικών και αφηρημένων διατάξεων, που έχουν άμεση και αναγκαστική ενέργεια σε όλο το προσωπικό, χωρίς να απαιτείται σχετική συμφωνία των μερών. Οι ειδικές συλλογικές συμβάσεις, αν και καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του Ν 3239/1955, υπάγονται ως προς τα αποτελέσματα τους και γενικώς την ισχύ τους στις διατάξεις του ισχύοντος ήδη νόμου 1876/1990, που είναι άμεσης εφαρμογής (ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 280/2006).

Εξάλλου, και από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 6, 3 παρ. 1 γ, 5 και 8 παρ. 3 του τελευταίου αυτού νόμου ως και του άρθρου 12 του Ν 1767/1988, προκύπτει ότι, και, κατά τα νυν ισχύοντα, στο δυνατό περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ανήκει, πλην άλλων, η ρύθμιση σχετικά µε τη σύναψη, τους όρους λειτουργίας και τη λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας ως και ο κανονισμός εργασίας και ότι επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση, που, σημειωτέον, εισήχθη το πρώτον µε τον παραπάνω νόμο, είναι η συλλογική σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ της συνδικαλιστικής οργανώσεως της επιχειρήσεως και του εργοδότη και η ισχύς της οποίας καταλαμβάνει όλους ανεξαιρέτως τους μισθωτούς της επιχειρήσεως.

Αυτές οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις αντιστοιχούν στις ειδικές συλλογικές συμβάσεις του προϊσχύσαντος Ν 3239/1955 και οι κανονιστικές τους διατάξεις έχουν ισχύ νόμου. Περαιτέρω οι όροι εργασίας, που ρυθμίζει ειδική συλλογική σύμβαση, στην οποία περιέχεται κανονισμός, που έχει ισχύ νόμου, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική σύμβαση του αυτού είδους και πεδίου ισχύος και συγκεκριμένα με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση. Η νεότερη αυτή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας τόσο υπέρ όσο και σε βάρος των εργαζομένων. Και τούτο διότι στη συσχέτιση των συλλογικών συμβάσεων, ήτοι πηγών του αυτού επιπέδου και πεδίου ισχύος, δεν ισχύει η αρχή της προστασίας, η οποία αφορά στη ρύθμιση του αυτού αντικειμένου από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, οπότε η ιεραρχικά υποδεέστερη πηγή μπορεί να εξειδικεύσει και να τροποποιεί τους όρους εργασίας της ιεραρχικά ανώτερης, μόνον, όμως προς το συμφέρον των εργαζομένων, ούτε η αρχή της εύνοιας, η οποία ρυθμίζει τη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, σύμφωνα με την οποία οι ευνοϊκότεροι όροι της ατομικής συμβάσεως υπερισχύουν των κανονιστικών όρων των συλλογικών συμβάσεων, αλλά ισχύει η αρχή της τάξεως (άρθρα 7,10 Ν 1876/1990).

Η αρχή της τάξεως σημαίνει ότι όταν επιχειρείται μία συλλογική σύμβαση των όρων εργασίας, η οποία σημειωτέον αποσκοπεί στην καθιέρωση τάξεως στο χώρο εργασίας, πρέπει να είναι γενική και αφηρημένη, δίκαιη και ενιαία και γι` αυτό εφαρμόζεται η διαδοχή των ρυθμίσεων, σύμφωνα με την οποία η νεότερη συλλογική σύμβαση, κατά το μέρος, που ρυθμίζει διαφορετικά το ίδιο θέμα, καταργεί την προηγούμενη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις. Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως επενεργούν έξωθεν επί της ατομικής συμβάσεως, υποκαθιστώντας τους δυσμενέστερους όρους αυτής, για όσο χρόνο ισχύει η συλλογική σύμβαση και μέχρι την αντικατάσταση της με νεώτερη συλλογική σύμβαση και δεν ενσωματώνονται σε αυτή, δεν αποτελούν δηλαδή περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως.

Μόνο αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για το μισθωτό δεν μπορούν να μεταβληθούν µε μεταγενέστερη Σ.Σ.Ε., που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης που µε συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να καταστούν όμως, συγκεκριμένοι όροι ΣΣΕ και όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και μισθωτών ΣΣΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΕ (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους μισθωτούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα αφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ (ολ. ΑΠ 461/1970, ΑΠ 251/2012, 1494/2010, 860/2010, 1437/2006, 488/2006). Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του, του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή.

Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζόμενου ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 ΑΚ. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της συνδρομής στο πρόσωπο του εργαζόμενου των συμβατικώς προβλεπομένων στον κανονισμό ή τον οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή. Αν επομένως ο εργοδότης ή τα όργανα του που ορίζονται στον κανονισμό, παρέλειψαν αντίθετα προς την καλή πίστη, να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο, μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Είναι δε αντίθετη προς την καλή πίστη η παράλειψη προαγωγής ορισμένου υποψηφίου αν αυτός υπερείχε καταφανώς έναντι έστω και ενός προκριθέντος συναδέλφου του. Εκ τούτων καθίσταται φανερό ότι, είτε εφαρμοστεί το άρθρο 281 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με ισχύ νόμου), είτε το άρθρο 207 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ), ο έλεγχος της παράλειψης προαγωγής γίνεται με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντίθεσης ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστης και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής του παραλειφθέντος ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα έναντι προαχθέντος συναδέλφου του (ολ ΑΠ 32/2002, ΑΠ 212/2015, 1723/2008).

Σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως η τύχη των εργασιακών σχέσεων ρυθμιζόταν αρχικά από το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 π.δ. 572/1988 και ήδη ρυθμίζεται από το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 π.δ. 178/2002 , με το οποίο η ελληνική νομοθεσία προσαρμόστηκε στην Οδηγία 77/187 του Συμβουλίου της ΕΟΚ (νυν Ε.Ε.) της 14.2.1977. Παράλληλα, ισχύουν οι περί προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, του άρθρου 9 παρ. 1 του β.δ. της 16/18.7.1920 και του άρθρου 8 του π.δ. της 8.12.1928 (η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3239/1955, που κάλυπτε προβλήματα εφαρμογής συλλογικού δικαίου, καταργήθηκε μαζί με το Ν. 3239/55 από το Ν. 1876/90), οι οποίες είναι δημόσιας τάξης.

Έχει δε γίνει παγίως δεκτό, ότι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 του Ν. 2112/1920 ο υπάλληλος δε στερείται το σύνολο των πλεονεκτημάτων από την εργασία. Η προστασία δηλαδή δεν περιορίζεται στο να μη θίγονται μόνο τα δικαιώματά του για αποζημίωση που προβλέπει ο Ν. 2112. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες σχέσεις χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματα των μισθωτών. Με άλλα λόγια καθιερώνεται αυτοδίκαιη μεταβίβαση της εργασιακής σχέσης.

Συνακόλουθα διασώζεται η εργασιακή σχέση, καθ’ όλο τα περιεχόμενό της, και από την άποψη αυτή η διάταξη διασφαλίζει τη συνέχεια στην απασχόληση και την αποφυγή της χειροτέρευσης της θέσης του μισθωτού. Ειδική περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων και διαδοχής εγοδοτών αποτελεί η συγχώνευση εταιρειών με απορρόφηση (άρθρ. 68 επ. π.δ. 498/87).

Οι εργασιακές σχέσεις, όπως όλες οι εκκρεμείς συμβατικές σχέσεις που είχαν συνάψει οι απορροφώμενες εταιρίες δεν λύνονται, αλλά συνεχίζονται από την απορροφώσα εταιρία, η οποία ως διάδοχος εργοδότης υποκαθίσταται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των απορροφωμένων επιχειρήσεων ως δικαιοπαρόχων εργοδοτών. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 3 του π.δ. 572/1988, σε περίπτωση συγχωνεύσεως επιχειρήσεων η απορροφώσα επιχείρηση αναλαμβάνει τις εργασιακές σχέσεις του προσωπικού των απορροφωμένων επιχειρήσεων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά το χρόνο της συγχωνεύσεως, και υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από ΣΣΕ, ΔΑ, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας.

Μετά την απορρόφηση εταιρείας από άλλη, η τελευταία υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από κανονισμό εργασίας, εκτός αν αυτός έπαυσε να ισχύει με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο, δηλαδή είτε με την λήξη της ορισμένου χρόνου διάρκειας αυτού, είτε με την καταγγελία του (ως αόριστης διάρκειας) από την απορροφώσα εταιρία, αν έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες που υπήρχαν κατά την υπογραφή του, χωρίς να συναφθεί νέα ΣΣΕ (AΠ 453/2010, 1478/2006). Το υπηρεσιακό καθεστώς των υπαλλήλων της.............Τράπεζας διέπεται από τον Οργανισμό Προσωπικού, που έχει καταρτισθεί με την από 1.12.1977 ΕΣΣΕ, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β` 1315/1977) με την 49468/10730/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 15868/1981 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β` 446/1981) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, γιατί εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 2 παρ.1 και 7 παρ.1 και 5 του ν. 3239/1995. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 4 παρ.1, 9 και 10 παρ. 1, 2, 4, 6, 8, 9, 13, 15 και 16 του εν λόγω Οργανισμού συνάγεται ότι οι προαγωγές των υπαλλήλων της Τράπεζας στους βαθμούς του υποδιευθυντή β` και άνω γίνονται κατ` εκλογή από το διοικητικό συμβούλιο αυτής, μετά από εισήγηση της γενικής διευθύνσεως και κατόπιν προτάσεως του συμβουλίου υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. Δικαίωμα προαγωγής έχουν οι υπάλληλοι που συμπλήρωσαν στον κατεχόμενο βαθμό ευδόκιμη υπηρεσία τριών ετών.




ΑΠ  256/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 8 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "...................." και το διακριτικό τίτλο ".....................", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρο της Αθανάσιο Δημητρόπουλο και Χρήστο Ανδρουτσόπουλο, που κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Τ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Πέτρογλου, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/12/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1668/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 716/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6/5/2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 27/11/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 2 παρ.1. και 21 παρ. 1, 2 του Ν. 3239/1955, που ίσχυε πριν από το Ν 1876/1990, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων είναι η ρύθμιση των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των εργαζομένων. Τα θέματα των όρων και συνθηκών εργασίας ανήκουν κατά κανόνα στο νόμιμο περιεχόμενο των κανονισμών εργασίας, χωρίς να αποκλείεται κανονισμοί εργασίας να αποτελούν αυτοτελώς περιεχόμενο συλλογικών συμβάσεων. Στην τελευταία, περίπτωση η ρύθμιση αυτή, δηλαδή, ο περιεχόμενος σε συλλογική σύμβαση κανονισμός, ανήκει στο κανονιστικό μέρος της συλλογικής συμβάσεως και επομένως έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου.

Έτσι κανονισμός εργασίας, που έχει αποτελέσει περιεχόμενο ειδικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, η οποία, σύμφωνα µε το άρθρο 2 παρ. 2 του πιο πάνω νόμου κατατέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας και δημοσιεύθηκε µε απόφαση του Υπουργού Εργασίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως έχει ισχύ νόμου ουσιαστικού και όχι συμβάσεως. Οι κανονισμοί εργασίας, που καταρτίσθηκαν κατά τα παραπάνω, σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν ενιαία τάξη, ομοιομορφία και ίση μεταχείριση στην εκμετάλλευση, πράγμα, που επιτυγχάνεται µε τη ρύθμιση γενικών και αφηρημένων διατάξεων, που έχουν άμεση και αναγκαστική ενέργεια σε όλο το προσωπικό, χωρίς να απαιτείται σχετική συμφωνία των μερών. Οι ειδικές συλλογικές συμβάσεις, αν και καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του Ν 3239/1955, υπάγονται ως προς τα αποτελέσματα τους και γενικώς την ισχύ τους στις διατάξεις του ισχύοντος ήδη νόμου 1876/1990, που είναι άμεσης εφαρμογής (ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 280/2006).

Εξάλλου, και από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 6, 3 παρ. 1 γ, 5 και 8 παρ. 3 του τελευταίου αυτού νόμου ως και του άρθρου 12 του Ν 1767/1988, προκύπτει ότι, και, κατά τα νυν ισχύοντα, στο δυνατό περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ανήκει, πλην άλλων, η ρύθμιση σχετικά µε τη σύναψη, τους όρους λειτουργίας και τη λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας ως και ο κανονισμός εργασίας και ότι επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση, που, σημειωτέον, εισήχθη το πρώτον µε τον παραπάνω νόμο, είναι η συλλογική σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ της συνδικαλιστικής οργανώσεως της επιχειρήσεως και του εργοδότη και η ισχύς της οποίας καταλαμβάνει όλους ανεξαιρέτως τους μισθωτούς της επιχειρήσεως.

Αυτές οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις αντιστοιχούν στις ειδικές συλλογικές συμβάσεις του προϊσχύσαντος Ν 3239/1955 και οι κανονιστικές τους διατάξεις έχουν ισχύ νόμου. Περαιτέρω οι όροι εργασίας, που ρυθμίζει ειδική συλλογική σύμβαση, στην οποία περιέχεται κανονισμός, που έχει ισχύ νόμου, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική σύμβαση του αυτού είδους και πεδίου ισχύος και συγκεκριμένα με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση. Η νεότερη αυτή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας τόσο υπέρ όσο και σε βάρος των εργαζομένων. Και τούτο διότι στη συσχέτιση των συλλογικών συμβάσεων, ήτοι πηγών του αυτού επιπέδου και πεδίου ισχύος, δεν ισχύει η αρχή της προστασίας, η οποία αφορά στη ρύθμιση του αυτού αντικειμένου από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, οπότε η ιεραρχικά υποδεέστερη πηγή μπορεί να εξειδικεύσει και να τροποποιεί τους όρους εργασίας της ιεραρχικά ανώτερης, μόνον, όμως προς το συμφέρον των εργαζομένων, ούτε η αρχή της εύνοιας, η οποία ρυθμίζει τη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, σύμφωνα με την οποία οι ευνοϊκότεροι όροι της ατομικής συμβάσεως υπερισχύουν των κανονιστικών όρων των συλλογικών συμβάσεων, αλλά ισχύει η αρχή της τάξεως (άρθρα 7,10 Ν 1876/1990).

Η αρχή της τάξεως σημαίνει ότι όταν επιχειρείται μία συλλογική σύμβαση των όρων εργασίας, η οποία σημειωτέον αποσκοπεί στην καθιέρωση τάξεως στο χώρο εργασίας, πρέπει να είναι γενική και αφηρημένη, δίκαιη και ενιαία και γι` αυτό εφαρμόζεται η διαδοχή των ρυθμίσεων, σύμφωνα με την οποία η νεότερη συλλογική σύμβαση, κατά το μέρος, που ρυθμίζει διαφορετικά το ίδιο θέμα, καταργεί την προηγούμενη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις. Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως επενεργούν έξωθεν επί της ατομικής συμβάσεως, υποκαθιστώντας τους δυσμενέστερους όρους αυτής, για όσο χρόνο ισχύει η συλλογική σύμβαση και μέχρι την αντικατάσταση της με νεώτερη συλλογική σύμβαση και δεν ενσωματώνονται σε αυτή, δεν αποτελούν δηλαδή περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως.

Μόνο αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για το μισθωτό δεν μπορούν να μεταβληθούν µε μεταγενέστερη Σ.Σ.Ε., που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης που µε συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να καταστούν όμως, συγκεκριμένοι όροι ΣΣΕ και όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και μισθωτών ΣΣΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΕ (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους μισθωτούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα αφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ (ολ. ΑΠ 461/1970, ΑΠ 251/2012, 1494/2010, 860/2010, 1437/2006, 488/2006). Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του, του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή.

Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζόμενου ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 ΑΚ. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της συνδρομής στο πρόσωπο του εργαζόμενου των συμβατικώς προβλεπομένων στον κανονισμό ή τον οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή. Αν επομένως ο εργοδότης ή τα όργανα του που ορίζονται στον κανονισμό, παρέλειψαν αντίθετα προς την καλή πίστη, να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο, μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Είναι δε αντίθετη προς την καλή πίστη η παράλειψη προαγωγής ορισμένου υποψηφίου αν αυτός υπερείχε καταφανώς έναντι έστω και ενός προκριθέντος συναδέλφου του. Εκ τούτων καθίσταται φανερό ότι, είτε εφαρμοστεί το άρθρο 281 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με ισχύ νόμου), είτε το άρθρο 207 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ), ο έλεγχος της παράλειψης προαγωγής γίνεται με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντίθεσης ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστης και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής του παραλειφθέντος ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα έναντι προαχθέντος συναδέλφου του (ολ ΑΠ 32/2002, ΑΠ 212/2015, 1723/2008).

Σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως η τύχη των εργασιακών σχέσεων ρυθμιζόταν αρχικά από το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 π.δ. 572/1988 και ήδη ρυθμίζεται από το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 π.δ. 178/2002 , με το οποίο η ελληνική νομοθεσία προσαρμόστηκε στην Οδηγία 77/187 του Συμβουλίου της ΕΟΚ (νυν Ε.Ε.) της 14.2.1977. Παράλληλα, ισχύουν οι περί προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, του άρθρου 9 παρ. 1 του β.δ. της 16/18.7.1920 και του άρθρου 8 του π.δ. της 8.12.1928 (η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3239/1955, που κάλυπτε προβλήματα εφαρμογής συλλογικού δικαίου, καταργήθηκε μαζί με το Ν. 3239/55 από το Ν. 1876/90), οι οποίες είναι δημόσιας τάξης.

Έχει δε γίνει παγίως δεκτό, ότι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 του Ν. 2112/1920 ο υπάλληλος δε στερείται το σύνολο των πλεονεκτημάτων από την εργασία. Η προστασία δηλαδή δεν περιορίζεται στο να μη θίγονται μόνο τα δικαιώματά του για αποζημίωση που προβλέπει ο Ν. 2112. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες σχέσεις χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματα των μισθωτών. Με άλλα λόγια καθιερώνεται αυτοδίκαιη μεταβίβαση της εργασιακής σχέσης.

Συνακόλουθα διασώζεται η εργασιακή σχέση, καθ’ όλο τα περιεχόμενό της, και από την άποψη αυτή η διάταξη διασφαλίζει τη συνέχεια στην απασχόληση και την αποφυγή της χειροτέρευσης της θέσης του μισθωτού. Ειδική περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων και διαδοχής εγοδοτών αποτελεί η συγχώνευση εταιρειών με απορρόφηση (άρθρ. 68 επ. π.δ. 498/87).

Οι εργασιακές σχέσεις, όπως όλες οι εκκρεμείς συμβατικές σχέσεις που είχαν συνάψει οι απορροφώμενες εταιρίες δεν λύνονται, αλλά συνεχίζονται από την απορροφώσα εταιρία, η οποία ως διάδοχος εργοδότης υποκαθίσταται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των απορροφωμένων επιχειρήσεων ως δικαιοπαρόχων εργοδοτών. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 3 του π.δ. 572/1988, σε περίπτωση συγχωνεύσεως επιχειρήσεων η απορροφώσα επιχείρηση αναλαμβάνει τις εργασιακές σχέσεις του προσωπικού των απορροφωμένων επιχειρήσεων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά το χρόνο της συγχωνεύσεως, και υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από ΣΣΕ, ΔΑ, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας.

Μετά την απορρόφηση εταιρείας από άλλη, η τελευταία υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από κανονισμό εργασίας, εκτός αν αυτός έπαυσε να ισχύει με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο, δηλαδή είτε με την λήξη της ορισμένου χρόνου διάρκειας αυτού, είτε με την καταγγελία του (ως αόριστης διάρκειας) από την απορροφώσα εταιρία, αν έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες που υπήρχαν κατά την υπογραφή του, χωρίς να συναφθεί νέα ΣΣΕ (AΠ 453/2010, 1478/2006). Το υπηρεσιακό καθεστώς των υπαλλήλων της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας διέπεται από τον Οργανισμό Προσωπικού, που έχει καταρτισθεί με την από 1.12.1977 ΕΣΣΕ, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β` 1315/1977) με την 49468/10730/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 15868/1981 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β` 446/1981) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, γιατί εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 2 παρ.1 και 7 παρ.1 και 5 του ν. 3239/1995. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 4 παρ.1, 9 και 10 παρ. 1, 2, 4, 6, 8, 9, 13, 15 και 16 του εν λόγω Οργανισμού συνάγεται ότι οι προαγωγές των υπαλλήλων της Τράπεζας στους βαθμούς του υποδιευθυντή β` και άνω γίνονται κατ` εκλογή από το διοικητικό συμβούλιο αυτής, μετά από εισήγηση της γενικής διευθύνσεως και κατόπιν προτάσεως του συμβουλίου υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. Δικαίωμα προαγωγής έχουν οι υπάλληλοι που συμπλήρωσαν στον κατεχόμενο βαθμό ευδόκιμη υπηρεσία τριών ετών.

Το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας, για να στηρίξει την περί της προαγωγής κρίση του, λαμβάνει υπ` όψη τα μνημονευόμενα στοιχεία του ατομικού φακέλου του κρινόμενου, που περιλαμβάνει τα κατ` έτος συντασσόμενα δελτία αξιολογήσεως για τις γνώσεις του υπαλλήλου, την ειδικότητα, την επιμέλεια, την ευσυνειδησία και την επάρκεια στην εκτέλεση της υπηρεσίας, το ήθος και τη συμπεριφορά του, γενικώς, προς το προσωπικό και την πελατεία.

Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία παραλείφθηκε μισθωτός κατά τις προαγωγές στον ανώτερο βαθμό, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ. Η παράλειψη προαγωγής του μισθωτού στον ανώτερο βαθμό είναι καταχρηστική όταν αυτός υπερτερεί καταφανώς του αντ` αυτού προαχθέντος συναδέλφου του και εντεύθεν η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου είναι κατάφωρα άδικη (ΑΠ 801/2014, 1622/2006, 1223/2004, 246/2003). Με την υπ’ αριθ. Κ2-5127/25.4.2000 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, (ΦΕΚ 2590/26.4.2000 τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και ΕΠΕ) εγκρίθηκε η συγχώνευση της ως άνω τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ιονική και Λαϊκής Τράπεζα ΑΕ" με την τραπεζική εταιρία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ", η οποία μετονομάσθηκε σε "ALPHA BANK ΑΕ" με την από 28.3.2000 απόφαση της γενικής της συνελεύσεως, δι’ απορροφήσεως της πρώτης από τη δεύτερη. Με την από 26.6.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ της "ALPHA BANK ΑΕ" και του συλλόγου των εργαζομένων σ’ αυτή, η οποία κατατέθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας την 30.6.2003 και έχει σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 6, 7 παρ. 1, 8 παρ. 3 του ν. 1876/1990 ισχύ ουσιαστικού νόμου, καταρτίσθηκε ο νέος οργανισμός προσωπικού της τραπεζικής αυτής εταιρίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 του οργανισμού αυτού "οι προαγωγές από το βαθμό του υποτμηματάρχη και άνω διενεργούνται μία φορά το έτος, ήτοι κάθε 1η Ιανουαρίου, με πρόταση του Συμβουλίου Διευθυντών από το Διοικητικό Συμβούλιο, μόνον κατ’ εκλογή και εφόσον έχει συμπληρωθεί τουλάχιστον τριετία ευδοκίμου υπηρεσίας σε κάθε βαθμό" Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς τα άρθρα 1,3,4,9 και 11 του εν λόγω οργανισμού προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας, για να στηρίξει την περί της προαγωγής κρίση του, λαμβάνει υπ` όψη τα στοιχεία του ατομικού φακέλου του κρινόμενου, που περιλαμβάνει τα κατ` έτος συντασσόμενα δελτία αξιολογήσεως για τις γνώσεις του υπαλλήλου, την ειδικότητα, την επιμέλεια, την ευσυνειδησία και την επάρκεια στην εκτέλεση της υπηρεσίας, το ήθος και τη συμπεριφορά του, γενικώς, προς το προσωπικό και την πελατεία.

Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία παραλείφθηκε μισθωτός κατά τις προαγωγές στον ανώτερο βαθμό, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ. Η παράλειψη προαγωγής του μισθωτού στον ανώτερο βαθμό είναι καταχρηστική όταν αυτός υπερτερεί καταφανώς του αντ` αυτού προαχθέντος συναδέλφου του και εντεύθεν η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου είναι κατάφωρα άδικη.

Τέλος κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή (oλ. ΑΠ 31/2009, 7/2006, ΑΠ 939/2013).

Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 1903/ 2014). Μεταξύ των κανόνων που έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, συμπεριλαμβάνονται και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που περιέχουν κανονιστικές διατάξεις. (ΑΠ 1903/2014, 280/2006, 1169/1999, 598/1999).

Περαιτέρω κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ "αν το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνον ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της". Εσφαλμένο αιτιολογικό με την έννοια της παραπάνω διατάξεως υπάρχει όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της αποφάσεως. Ως αιτιολογικό, δηλαδή, νοείται στη συγκεκριμένη περίπτωση η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν την μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζεται με τις αιτιολογίες της αποφάσεως, οι οποίες ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (oλ.ΑΠ 32/2002, 30/1998, AΠ 1458/2014, 95/2014, 82/2013).

Επομένως η ευδοκίμηση του λόγου αναιρέσεως που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 ΚΠολΔ εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου (oλ. ΑΠ 27/1998, ΑΠ 95/2014, 82/2013).

Σύμφωνα δε με την διάταξη του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την τελευταία αυτή διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθ. 93 παρ. 1 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), όταν δηλ. δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε σε συνδυασμό με το διατακτικό της να κριθεί περαιτέρω, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόσθηκε.

Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 26/2015). Ως αιτιολογίες όμως νοούνται στη διάταξη αυτή μόνον οι επί των αποδεικνυομένων ή μη πραγματικών γεγονότων ουσιαστικές παραδοχές, η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια των οποίων καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του ουσιαστικού νόμου και όχι αυτές που αφορούν ανεπάρκεια ή αντίφαση περί την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων (ΑΠ 1711/2014, 1680/2008, 493/2007).


Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του τα εξής:

Ο ενάγων, προσλήφθηκε στις 4.10.1982 από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία "............................", καθολική διάδοχος της οποίας, δια συγχωνεύσεως, είναι η εναγόμενη από το έτος 2000, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ενταχθείς στο λογιστικό κλάδο αυτής. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας συγχώνευσης, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος εξακολουθεί να διέπεται από τον οργανισμό προσωπικού της αρχικής εργοδότριας, οι κανονιστικές διατάξεις του οποίου αποτέλεσαν αναγκαίο περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας του μετά την προσχώρησή του σ’ αυτόν και ο οποίος ως έχων ισχύ νόμου δεν μπορούσε να τροποποιηθεί με τον οργανισμό προσωπικού της εναγόμενης που θεσπίστηκε με την από 26.6.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας. Ακολούθως, εξελίχθηκε βαθμολογικά και από 1.1.2002 κατέχει το βαθμό του Εντεταλμένου Διευθύνσεως. Ειδικότερα, η βαθμολογική του εξέλιξη έχει ως εξής: 4.10.1982 δόκιμος λογιστής, 1.1.1984 βοηθός λογιστής με valeur 1.4.1982, 1.1.1985 υπολογιστής με valeur 1.10.1983, 1.1.1986 λογιστής Β’ (κατ’ εκλογή), 1.1.1988 λογιστής Α’ (κατ’ εκλογή), 1.1.1991 βοηθός τμηματάρχη (κατ’ εκλογή), 1.1.1992 τμηματάρχης Β’ (κατ’ εκλογή), 1.1.1998 τμηματάρχη Α’ (κατ’ εκλογή) και από 1.1.2001 προήχθη κατ’ εκλογή σε Εντεταλμένο Διευθύνσεως. Αποχώρησε από την εναγομένη το έτος 2012 (1.5.2012), κατέχοντας τον ίδιο βαθμό. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και της Ανωτέρας Σχολής Λογιστικής Κ.Α.Τ.Ε.Ε. Στελεχών Λογιστηρίου. Επίσης είναι από 26.6.2008 κάτοχος του Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Επάρκειας της Τράπεζας της Ελλάδος στον Τομέα Παροχής Επενδυτικών Συμβουλών. Γνωρίζει την Αγγλική Γλώσσα χωρίς πιστοποίηση.
Έχει παρακολουθήσει συνολικά δέκα (10) επιμορφωτικά σεμινάρια σχετικά με τις τραπεζικές εργασίες. Υπηρέτησε σε διάφορα τμήματα της εναγομένης και σε διάφορα καταστήματα. Κατά την πρόσληψή του στις 4.10.1982 τοποθετήθηκε ως δόκιμος Λογιστής στο Κατάστημα Διοικητηρίου και κατόπιν υπηρέτησε από 17.12.1984 στο Κατάστημα…, από 1.11.1985 στο Κατάστημα… και από 1.2.1986 στο Κατάστημα …ως υπάλληλος στα αντίστοιχα Εμπορικά Τμήματα. Από άποψη άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων ανατέθηκαν σ’ αυτόν τα ακόλουθα καθήκοντα στις αντίστοιχες θέσεις ευθύνης: Από 1.2.1989 τοποθετήθηκε Προϊστάμενος Εμπορικού Τμήματος με δικαίωμα Β’ υπογραφής στην Περιφερειακή Διοίκηση Βορείου Ελλάδος, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι 29.10.1992, με τη μεσολάβηση αποσπάσεων στο Κατάστημα … (8.8.91, 18.5.92) και στο Κατάστημα ... (1.9.92). Ακολούθως, από 29.10.1992 ανέλαβε καθήκοντα Διευθυντή στο Κατάστημα ... με δικαίωμα Α’ υπογραφής και από 1.9.1994 καθήκοντα Προϊσταμένου Καταθέσεων στο Κατάστημα ... με δικαίωμα Α’ υπογραφής. Ακολούθως, τοποθετήθηκε από 9.7.1999 στη θέση Διευθυντή στο Κατάστημα ... από 1.6.2003 στη θέση Διευθυντή στο Κατάστημα ... από 2.2.2009 στη θέση Διευθυντή στο Κατάστημα ... και από 12.7.2010 ανέλαβε καθήκοντα Υποδιευθυντή στο Κατάστημα Μοναστηρίου όπου παρέμεινε έως την αποχώρησή του. Ο ενάγων διετέλεσε κάτοχος προσωρινού δικαιώματος Β’ υπογραφής από το έτος 1986 (21.7.1986), οριστικού δικαιώματος Β’ υπογραφής από το έτος 1989 και οριστικού δικαιώματος Α’ υπογραφής από το έτος 1992 και εντεύθεν, συνεχώς, στα άνω καταστήματα που υπηρέτησε ως Διευθυντής. Η τοποθέτηση και παραμονή του ενάγοντος σε θέσεις ευθύνης με αντίστοιχα υπεύθυνα καθήκοντα, και δη στην πιο πάνω Περιφερειακή Διεύθυνση της εναγόμενης από το 1989 με δικαίωμα Β’ υπογραφής, και στα πιο πάνω Καταστήματα σε θέσεις διευθυντικές από το έτος 1992 και δικαίωμα Α’ υπογραφής συνεχώς έως την αποχώρησή του (2012) από την Τράπεζα, σε συνδυασμό με την προγενέστερη εμπειρία του και τις εξειδικευμένες σπουδές του τον καθιστούν ιδιαίτερα έμπειρο και ικανό υπάλληλο στην άσκηση υπεύθυνων καθηκόντων. Η δε απόδοσή του ως υπεύθυνου τραπεζικού υπαλλήλου, υπήρξε ικανοποιητική και επιτυχής σε όλες τις ανωτέρω θέσεις που ανέλαβε κατά τη διάρκεια της θητείας του στην τράπεζα γι’ αυτό, συνεπεία της επίτευξης των στόχων της τράπεζας, και τα τελευταία είκοσι (20) έτη (1992 έως 2012) της εργασιακής του απασχόλησης παρέμεινε σε διευθυντικές θέσεις ευθύνης.
Αναφορικά με τις εκθέσεις αξιολογήσεώς του, στην τέως Ι.Λ.Τ.Ε., ο ενάγων βαθμολογήθηκε από 1.10.1883 έως 30.9.1984 ως "ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ", από 1.10.1984 έως 30.9.1985 ως "ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ", συνεχώς, από 1.10.1985 έως 30.9.1986, από 1.10.1986 έως 30.9.1987, από 1.10.1987 έως 30.9.1988, από 1.10.1988 έως 30.9.1989, από 1.10.1989 έως 30.9.1990, από 1.10.1990 έως 30.9.1991, από 1.10.1991 έως 30.9.1992, από 1.10.1992 έως 30.9.1993, από 1.10.1993 έως 30.9.1994 ως "ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ", από 1.10.1994 έως 30.9.1995 ως "ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ", από 1.10.1995 έως 30.9.1996 ως "ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ" (το διάστημα 1.10.1998 έως 30.9.1999 δεν αξιολογήθηκε λόγω απόσπασης στο ΣΥΙΛΤΕ). Μετά την ως άνω συγχώνευση της τέως Ι.Λ.Τ.Ε. με την εναγόμενη, ο ενάγων αξιολογήθηκε, το έτος 2000 με μ.ο. 8, το 2001 με μ.ο. 8, το 2002 με μ.ο. 7, το 2003 με μ.ο. 6,9, το 2004 με μ.ο. 7,1, το 2005 ως "ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ", το 2006 ως "ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ", το 2007 ως "ΠΟΛΥ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ", το 2008 ως "ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ". Ουδέποτε τιμωρήθηκε πειθαρχικά. Κατά τις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2005, το διοικητικό Συμβούλιο της εναγόμενης, με την υπ’ αριθ. 63/25-2005 πράξη του, προήγαγε κατ’ εκλογή στο βαθμό του Υποδιευθυντή από 1.1.2005 ομοιόβαθμους συναδέλφους του ενάγοντος μεταξύ των οποίων και τους Α. Μ. και Γ. Κ., έναντι των οποίων αυτός (ενάγων) ισχυρίζεται ότι υπερέχει καταφανώς.
Η Α. Μ. προσλήφθηκε από την εναγόμενη στις 27.3.1979. Είναι πτυχιούχος της Γαλλικής Φιλολογίας και επίσης γνωρίζει μέτρια τη αγγλική γλώσσα. Επίσης κατέχει πιστοποιητικό επαγγελματικής γνώσης δακτυλογραφίας. Εξελίχθηκε βαθμολογικά ως ακολούθως: 27.3.1979 δόκιμος λογιστής, 1.1.1981 βοηθός λογιστής με valeur 1.1.1977 (λόγω πτυχίου), 1.7.1983 υπολογιστής (κατ’ αρχαιότητα), 1.1.1985 λογιστής Β’ (κατ’ αρχαιότητα), 1.1.1988 λογιστής Α’ (κατ’ εκλογή), 1.1.1989 υποτμηματάρχης (κατ’ εξαίρεση), 1.1.1990 τμηματάρχης Β’ (κατ’ εξαίρεση), 1.1.1997 τμηματάρχης Α’ (κατ’ εκλογή), 1.1.2001 εντεταλμένος διευθύνσεως (κατ’ εκλογή) με valeur 1.1.1999, 1.1.2005 υποδιευθυντής (κατ’ εκλογή), 1.1.2011 Διευθυντής (κατ’ εκλογή). Έχει παρακολουθήσει έξι (6) σεμινάρια επαγγελματικής επιμόρφωσης. Στα δελτία αξιολογήσεως βαθμολογήθηκε, για την τριετία πριν τις επίδικες προαγωγές, τα έτη 2001 και 2002 με μ.ο. 8,5 και τα έτη 2003 και 2004 με μ.ο. 8,7.
Κατά την πρόσληψή της στις 27.3.1979 τοποθετήθηκε ως υπάλληλος στη Υποδιεύθυνση Καταθέσεων και Συναλλάγματος-Τμήμα Καταθέσεων και κίνησης Κεφαλαίων του Κεντρικού Καταστήματος της εναγόμενης και από 10.5.1984 στη Διεύθυνση Γραμματείας- Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ίδιου Καταστήματος έως 10.5.1984, οπότε και μετατέθηκε στη Διεύθυνση Γραμματείας στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων. Από άποψη υπεύθυνων καθηκόντων της ανατέθηκαν τα παρακάτω καθήκοντα σε θέσεις ευθύνης: Στο εν λόγω Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων, από 1.6.1988 έως 14.11.2000 τοποθετήθηκε Προϊστάμενη του Τμήματος Διευθύνσεως και από 15.11.2000 της ανατέθηκαν καθήκοντα Προϊστάμενου Τμήματος Διευθύνσεως του Τμήματος Δημοσίων Σχέσεων της Γραμματείας του Διοικητικού Συμβουλίου. Στις 20.7.2006 τοποθετήθηκε Υποδιευθύντρια Διευθύνσεως στη Διεύθυνση Μarketing και από 9.4.2012 ανέλαβε καθήκοντα Διευθυντή Δημοσίων Σχέσεων στο αντίστοιχο Τμήμα, θέση την οποία διατηρεί έως και σήμερα. Η εν λόγω συγκρινόμενη διετέλεσε κάτοχος από το έτος 1987 (1.5.1987) οριστικού δικαιώματος Β’ υπογραφής και δικαιώματος Α’ υπογραφής από το έτος 2000 (1.6.2000) και εντεύθεν, συνεχώς, στα άνω καταστήματα που υπηρέτησε σε θέσεις ευθύνης. Ουδέποτε τιμωρήθηκε πειθαρχικά. Από τη συγκριτική αντιπαράθεση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων του ενάγοντα και της ως άνω συγκρινόμενης, προκύπτει ότι ο ενάγων υστερεί έναντι αυτής ως προς τη γενική (χρόνος προσλήψεως) και είναι ισοδύναμος ως την ειδική (κατεχόμενου βαθμού) υπηρεσιακή αρχαιότητα, χωρίς αυτό να ασκεί από μόνο του αποφασιστική επιρροή στην επίδικη προαγωγή διότι πρόκειται για ανώτατο καταληκτικό βαθμό (Υποδιευθυντής) της τραπεζοϋπαλληλικής ιεραρχίας, υπερέχει καταφανώς σε γραμματικές γνώσεις λόγω τίτλων σπουδών, αφού κατέχει πτυχίο ανώτατης οικονομικής σχολής καθώς και πτυχίο ανώτερης σχολής λογιστικής, έναντι πτυχίου (γαλλικής φιλολογίας) που κατέχει η συγκρινόμενη που δεν σχετίζεται με τραπεζικές σπουδές, υστερεί στη γνώση ξένων γλωσσών, υπερτερεί στα επιμορφωτικά σεμινάρια, υστερεί έναντι της συγκρινόμενης στη βαθμολογία των τελευταίων (τριών) ετών πριν τις προαγωγές (του 2005), ενώ, ως προκύπτει εκ της επισκοπήσεως όλων των προηγούμενων ετών -θητείας του- είναι στη βαθμολογία ισοδύναμος της συγκρινόμενης. Επιπλέον, ως προς το ουσιώδες κριτήριο της άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων υπάρχει σαφής υπεροχή του ενάγοντος έναντι της ως άνω συγκρινόμενης, αφού αυτός υπερτερεί καταφανώς τούτης ως προς το μέγεθος και τη σπουδαιότητα των θέσεων ευθύνης που έχει αναλάβει σε διάφορα καταστήματα και κεντρική υπηρεσία (περιφερειακή διοίκηση) της εναγόμενης σε συνδυασμό και με το συνολικό χρόνο ανάληψης υπεύθυνων καθηκόντων. Επομένως, η μη προαγωγή του ενάγοντος εκ μέρους της εναγόμενης στο βαθμό του Υποδιευθυντή από 1.1.2005 στις προαγωγικές κρίσεις που διενήργησε το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης, ενώ αποδείχθηκε ότι αυτός υπερείχε καταφανώς της ανωτέρω ομοιοβάθμου συναδέλφου του Α. Μ., που προήχθη στις ως άνω προαγωγικές κρίσεις, ήταν κατάφωρα άδικη η δε εναγόμενη δια του αρμοδίου οργάνου της ενήργησε καθ’ υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της κρίσεως και προαγωγής, υπό την έννοια της αξιοποιήσεως των ικανοτέρων υπαλλήλων προς το συμφέρον του εργοδότη (άρθρο 281 ΑΚ), παρελκομένης της εξέτασης των έτερων συγκρινόμενων.


Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, αφού δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσιβλήτου, κατά της 1668/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφάνισε αυτήν και ερευνώντας ακολούθως την αγωγή δέχθηκε αυτήν εν μέρει και αναγνώρισε ότι η παράλειψη του αναιρεσιβλήτου στις προαγωγικές κρίσεις που διενήργησε το διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσείουσας την 1.1.2005 είναι καταχρηστική και άκυρη, ότι έπρεπε η αναιρεσείουσα να τον προάγει από 1.1.2005 στο βαθμό του υποδιευθυντή και ότι υποχρεούται να του καταβάλει, ως αποζημίωση, λόγω διαφοράς αποδοχών που έλαβε με αυτές που έπρεπε να λάβει, αφού εν τω μεταξύ δέχθηκε ένσταση μερικής εξοφλήσεως που είχε υποβάλει η αναιρεσείουσα, και χρηματική ικανοποίηση 13.786,39 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εσφαλμένα έκρινε πως η προαγωγή του αναιρεσιβλήτου, έπρεπε να γίνει με βάση τις διατάξεις του Οργανισμού Προσωπικού της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας, που είχε καταρτισθεί με την από 1.12.1977 ΕΣΣΕ, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β` 1315/1977) με την 49468/10730/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 15868/1981 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β` 446/1981), ο οποίος όμως δεν είχε εδώ εφαρμογή, αφού η ΕΣΣΕ με την οποία ο Οργανισμός αυτός θεσπίσθηκε, καταργήθηκε με την νεώτερη της αυτής ιεραρχικής βαθμίδος από 26.6.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ της "..........., από την οποία απορροφήθηκε η Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα, και του συλλόγου των εργαζομένων σ’ αυτή (........................), η οποία κατατέθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας την 30.6.2003 και έχει σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 6, 7 παρ. 1, 8 παρ. 3 του ν. 1876/1990 ισχύ ουσιαστικού νόμου, σε ορθό τελικά αποτέλεσμα κατέληξε, αφού με το νέο οργανισμό προσωπικού της αναιρεσείουσας, που καταρτίσθηκε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα και ήταν πράγματι εφαρμοστέος εν προκειμένω, οι προαγωγές στο βαθμό του υποδιευθυντή γίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, μόνον κατ’ εκλογή με βάση κριτήρια όμοια με εκείνα του οργανισμού της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, της παραβιάσεως των άρθρων 1 παρ.1 και 2 του ν.δ. 3789/1957 και των άρθρων 7 και 10 του ν. 1876/1990 αλλά και του Οργανισμού Προσωπικού της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας, που είχε καταρτισθεί με την από 1.12.1977 ΕΣΣΕ, με εσφαλμένη εφαρμογή του, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέος και του οργανισμού προσωπικού της αναιρεσείουσας, που καταρτίσθηκε με την από 26.6.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας με τη μη εφαρμογή του, ενώ ήταν εφαρμοστέος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η με τον ίδιο λόγο αποδιδόμενη στην προσβαλλομένη από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της προφανούς αντίθεσης της περιλαμβανόμενης στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού κρίσης της περί εφαρμογής των διατάξεων του παλαιοτέρου και ήδη καταργηθέντος οργανισμού προσωπικού της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας του έτους 1977, με την μείζονα σκέψη του ίδιου συλλογισμού, σύμφωνα με την οποία οι δύο οργανισμοί προσωπικού (παλαιότερος και νεώτερος) είναι της ίδιας βαθμίδας και τυπικής ισχύος και ότι, εφαρμοζομένης εν προκειμένω της αρχής της τάξεως, υπερισχύει ο νεώτερος, είναι προεχόντως απαράδεκτη, διότι αφορά αντίφαση περί την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων.

Περαιτέρω με το να κρίνει μετά τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο ότι ο αναιρεσίβλητος υπερέχει καταφανώς της ομοιοβάθμου συναδέλφου του Α. Μ., ως προς τα τυπικά και ουσιαστικά υπηρεσιακά προσόντα, συνολικά σταθμιζόμενα ανάλογα με τη βαρύτητά τους, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι στην άσκηση υπεύθυνων καθηκόντων υπάρχει σαφής υπεροχή του έναντι της ως άνω συγκρινόμενης, ως προς το μέγεθος και τη σπουδαιότητα των θέσεων ευθύνης που έχει αναλάβει σε διάφορα καταστήματα και κεντρική υπηρεσία (περιφερειακή διοίκηση) της αναιρεσείουσας, σε συνδυασμό και με το συνολικό χρόνο ανάληψης υπεύθυνων καθηκόντων, σαφής υπεροχή που δεν αναιρείται από την μικρή υστέρηση του αναιρεσίβλητου, έναντι της προαχθείσης κατά την γενική υπηρεσιακή αρχαιότητα και τη γνώση ξένων γλωσσών, προσόντα που δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για την προαγωγή στον ανώτερο βαθμό και κατά την βαθμολογία των τριών τελευταίων ετών, κριτήριο στηριζόμενο εν πολλοίς σε υποκειμενικές κρίσεις, γεγονός που καθιστά άδικη και καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, την απόφαση του ΔΣ της αναιρεσείουσας, που προήγαγε, από 1.1.2005, την ανωτέρω συγκρινομένη στο βαθμό του υποδιευθυντή και όχι τον αναιρεσίβλητο, δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281 Α.Κ και 10 παρ. 2 του Οργανισμού Προσωπικού της αναιρεσείουσας Τράπεζας.

Συνεπώς ο υποστηρίζων τα αντίθετα, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα τoυ αναιρεσιβλήτoυ, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6.5.2015, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 472/7.5.2015, αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." κατά του Χ. Τ. του Χ., περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 716/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 22 Μαρτίου 2016.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven