ΣτΕ 313/2016 ΚΕΔΕ - Η διακοπή της παραγραφής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο επέρχεται με μόνη τη σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης και την έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση αυ

ΣτΕ 313/2016 ΚΕΔΕ - Η διακοπή της παραγραφής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο επέρχεται με μόνη τη σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης και την έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση αυ



Περίληψη
Η αναγγελία των απαιτήσεων του Δημοσίου κατά την πτωχευτική διαδικασία, και η μη αμφισβήτηση αυτών από το σύνδικο, ως χρεών της πτωχεύσεως με την άσκηση της, κατά το άρθρο 62 του ν.δ. 356/1974, ανακοπής αφορούν μόνο τη συμμετοχή του Δημοσίου ως πιστωτή στις εργασίες της πτωχεύσεως.

Ως εκ τούτου, εφόσον εν προκειμένω το Δημόσιο δεν συμμετείχε τελικά στον πτωχευτικό συμβιβασμό, αλλά μετά το πέρας της πτωχεύσεως προέβη προς ικανοποίηση των απαιτήσεών του σε αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη των νομίμων τίτλων που στηρίζουν τις απαιτήσεις του, δεδομένου ότι η ύπαρξη νομίμου τίτλου είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αναγκαστική εκτέλεση σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΕΔΕ, χωρίς να μπορεί το Δημόσιο να επικαλεσθεί για τη νομιμότητα της εκτέλεσης την αναγγελία των απαιτήσεών του στην πτωχευτική διαδικασία και την μη αμφισβήτηση αυτών από τον σύνδικο, εφόσον οι δύο αυτές διαδικασίες είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους.

Η διακοπή της παραγραφής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο επέρχεται με μόνη τη σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης και την έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση αυτών στον οφειλέτη και η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται, όσον αφορά το πρόγραμμα πλειστηριασμού, στη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 2 του ΚΕΔΕ.

Η ρύθμιση δε αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), διότι ανεξαρτήτως του ότι δεν επιβάλλει περιορισμό στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας του οφειλέτη, πάντως του παρέχεται η δυνατότητα δικαστικής προστασίας κατά το στάδιο βεβαιώσεως του χρέους, και αρξαμένης της αναγκαστικής εκτελέσεως δύναται αυτός να ανακόψει τον πλειστηριασμό, στον οποίο κατατείνουν όλες οι πράξεις εκτελέσεως, στρεφόμενος κατά των πράξεων αυτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το πρόγραμμα πλειστηριασμού. Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος Εφετείου ότι, κατά το χρόνο εκδόσεως του προσβαλλομένου κατασχετηρίου (1995), είχε συμπληρωθεί η παραγραφή των βεβαιωμένων κατά τα έτη 1978 έως 1988 χρεών, διότι δεν είχαν κοινοποιηθεί στον οφειλέτη η σχετική έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και τα βάσει αυτής συνταχθέντα προγράμματα πλειστηριασμού είναι εσφαλμένη. Για το λόγο δε αυτό που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και κατά το κεφάλαιο αυτό.



ΣτΕ 313/2016

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2011, με την εξής σύνθεση: Δημοσθένης Π. Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Π. Ευστρατίου, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Αντ. Χλαμπέα, Σύμβουλοι, Δ. Τομαράς, Τρ. Βαρουφάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 22 Ιουνίου 2000 αίτηση:

του Ελληνικού Δημοσίου το οποίο εκπροσωπείται από τον Προϊσταμένο Δ.Ο.Υ. ΙΔ΄ Αθηνών, το οποίο παρέστη με τον Ευθύμιο Τσάκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του .................... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Κοννίδα (Α.Μ. 17118), που τον διόρισε στο ακροατήριο.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείων Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 886/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αντ. Χλαμπέα.

O αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου


1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 886/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγιναν εν μέρει δεκτές αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 2741/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, και μεταρρυθμιζομένης της πρωτοδίκου αυτής αποφάσεως, έγινε εν μέρει δεκτή ανακοπή του αναιρεσίβλητου κατά του υπ’ αριθμ. 10309/22/1.6.1995 κατασχετηρίου εγγράφου του Προϊσταμένου ΔΟΥ ΙΔ΄ Αθηνών, με το οποίο επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση, εις χείρας τρίτου, των αποδοχών του αναιρεσιβλήτου, για οφειλές προς το Δημόσιο της εταιρείας........................, της οποίας αυτός υπήρξε εταίρος.

2. Επειδή, η υπόθεση συζητείται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος μετά την 1701/2010 παραπεμπτική απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως λόγω μείζονος σπουδαιότητας, και μετά την 432/2011 προδικαστική απόφαση με την οποία κηρύχθηκε άκυρη η, κατά την δικάσιμο της 6/12/2010, αρχική συζήτηση της υποθέσεως στην επταμελή σύνθεση λόγω μη νομίμου κοινοποιήσεως της ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως.

3. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 356/1974 (Α΄ 90) ορίζεται ότι: «1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία, τα λοιπά επί της εισπράξεως όργανα και τους ειδικούς ταμίας, εις ους έχει ανατεθή η είσπραξις ειδικών εσόδων, ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου ... 2. Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται. β) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών αποδεικνυομένη οφειλή, γ) ...». Περαιτέρω, στο άρθρο 62 του ως άνω ν.δ/τος στη μεν παράγρ. 1 εδάφιο τρίτο ορίζεται ότι: «... Ο Διευθυντής του αρμοδίου Δημοσίου Ταμείου λαμβάνων γνώσιν της πτωχεύσεως αναγγέλεται εις τον Σύνδικον της πτωχεύσεως και εις τον Γραμματέα του αρμοδίου Δικαστηρίου, εις ούς και αποστέλλει πίνακα των βεβαιωμένων εις βάρος του πτωχού οφειλέτου του Δημοσίου. Ο σύνδικος μη αμφισβητών τας απαιτήσεις ταύτας αποδέχεται αυτάς εις τα χρέη της πτωχεύσεως ίνα εξοφληθούν κατά την ανήκουσαν αυταίς προνομιακήν τάξιν. Αμφισβητών όμως ταύτας ή το προνόμιον αυτών, οφείλει να ασκήση ανακοπήν, εκδικαζομένην κατά το άρθρ. 933 και επόμενα του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας ...», στη δε παράγρ. 4 του ιδίου άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγρ. 3 άρθρ. 37 ν. 2214/1994 (Α΄ 75), προβλέπεται ότι: «Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του Δημοσίου δύναται τούτο να προβαίνει σε αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του πτωχεύσαντος, της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπέρ αυτού γενικού ή ειδικού προνομίου επί της περιουσίας του οφειλέτη». Τέλος, με το άρθρο 73 παρ. 2 του ιδίου ν.δ/τος ορίζεται ότι: «2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ... δια τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν β) ... γ) ... δ) εάν το χρέος παρεγράφη ε) ...».

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος υπήρξε μέλος της εταιρείας ......................... που κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως με την 3358/24.9.1984 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την 3163/1987 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, που κατέστη τελεσίδικη λόγω μη ασκήσεως κατ’ αυτής ενδίκου μέσου, επικυρώθηκε ο πτωχευτικός συμβιβασμός που συνήψε η εταιρεία με τους πιστωτές της, στον οποίο δεν συμμετείχε το αναιρεσείον Δημόσιο, για τις απαιτήσεις του από φόρους, πρόστιμα κ.λπ. καθώς και από προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής τούτων, συνολικού ποσού 22.375.828 δρχ., για τις οποίες ο αρμόδιος Διευθυντής του Ταμείου ΙΔ΄ Αθηνών είχε απευθύνει προς τον σύνδικο της πτωχεύσεως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 62 του ΚΕΔΕ, την από 9.10.1984 αναγγελία. Στη συνέχεια το Δημόσιο, για την είσπραξη των απαιτήσεών του αυτών, που είχαν ανέλθει στο ποσό των 25.809.985 δρχ. (βασικό χρέος 8.053.298 δρχ. και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής 17.756.687 δρχ.), επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια της εταιρείας ............. ως τρίτης και μέχρι του πιο πάνω ποσού, όσων όφειλε ή έμελλε να οφείλει, ως εργοδότρια του αναιρεσιβλήτου με το 10309/22/1.6.1995 κατασχετήριο έγγραφο. Με ανακοπή κατά του εγγράφου αυτού ο αναιρεσίβλητος, ισχυρίστηκε, εκτός των άλλων, ότι η ένδικη εκτέλεση είναι άκυρη, αφού τα χρέη που αναφέρονται στον συνοδεύοντα το έγγραφο πίνακα χρεών, δεν στηρίζονται ούτε σε φορολογικές δηλώσεις, ούτε σε κοινοποιηθείσες σ’ αυτόν πράξεις καταλογισμού, ώστε να δύναται να τις προσβάλει για τυχόν πλημμέλειές τους και ως εκ τούτου δεν υπάρχει νόμιμος τίτλος στον οποίο να στηρίζεται η εκτέλεση αυτή. Είχε επίσης ισχυρισθεί ότι οι οφειλές αυτές προς το Δημόσιο είχαν βεβαιωθεί όπως προέκυπτε από το συνημμένο στην πράξη κατάσχεσης πίνακα χρεών προ του 1986 και συνεπώς είχαν παραγραφεί το 1995 που έγινε η κατάσχεση. Πρωτοδίκως η ανακοπή έγινε εν μέρει δεκτή, με την 2741/1997 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία περιορίσθηκε η επιβληθείσα κατάσχεση στο βασικό χρέος των 318.542 δρχ., προερχόμενο από φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων οικονομικού έτους 1979, πλέον των αναλογουσών νομίμων προσαυξήσεων, με την αιτιολογία, ότι μόνο για το χρέος αυτό προέκυψε, από τα στοιχεία που είχαν αποσταλεί από το Δημόσιο στο Δικαστήριο, η ύπαρξη νομίμου τίτλου. Και ότι, επίσης, το χρέος αυτό δεν είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 87 παρ. 1 του ν.δ. 321/1969, αφού σε βάρος της οφειλέτριας εταιρείας επιβλήθηκε η 3475/11.11.1982 αναγκαστική κατάσχεση, βάσει της οποίας εκδόθηκαν τα .......... και ........... προγράμματα αναγκαστικού πλειστηριασμού, πράξεις οι οποίες, εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν επικαλείται και δεν αποδεικνύει ότι έχουν ακυρωθεί, διέκοψαν την συμπλήρωση της προβληθείσης πενταετούς παραγραφής. Κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις, τις οποίες το δικάσαν δικαστήριο, μετά την 3721/1998 προδικαστική του απόφαση με την οποία ζήτησε από το Δημόσιο να προσκομίσει για κάθε ένα χρέος από τα αναγραφόμενα στο σχετικό πίνακα το νόμιμο τίτλο στον οποίο στηρίζεται η βεβαίωσή του, έκανε εν μέρει δεκτές, περιορίζοντας εν τέλει την επίδικη κατάσχεση στο ποσό των 4.650 δρχ. που αφορούσε έξοδα διοικητικής εκτέλεσης έτους 1992 καθώς και στις αναλογούσες σ’ αυτό προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής. Ειδικότερα το Εφετείο έκρινε ότι η μη αμφισβήτηση από το σύνδικο πτωχεύσεως των χρεών για τα οποία αναγγέλθηκε το Δημόσιο, δεν συνεπάγεται την άνευ άλλου τινός οριστικοποίησή τους και την μη δυνατότητα αμφισβήτησης της υπάρξεως και εγκυρότητος του νομίμου τίτλου στον οποίο στηρίζονται με την άσκηση ανακοπής από τον οφειλέτη κατά των πράξεων εκτελέσεως, η οποία ανακοπή, άλλωστε, αποτελεί άλλο ένδικο βοήθημα, ανεξάρτητο από την ανακοπή που μπορεί να ασκήσει ο σύνδικος πτωχεύσεως, ασκούμενη με άλλες δικονομικές προϋποθέσεις και άλλα αιτήματα. Και με την παραδοχή αυτή το Εφετείο έκρινε περαιτέρω ότι μη νομίμως επιβλήθηκε η επίδικη κατάσχεση για εκείνα από τα χρέη για τα οποία δεν προσκομίσθηκαν από το Δημόσιο στοιχεία, ενόψει και της ως άνω για το λόγο αυτό εκδοθείσης προδικαστικής αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου. Επίσης, έκρινε το αυτό και για ορισμένα από τα χρέη για τα οποία η βεβαίωση προς είσπραξη στηρίζεται μόνο στην ../1981 πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς χωρίς να προκύπτει ότι υποβλήθηκε στη συνέχεια η απαιτούμενη από τις οικείες διατάξεις συμπληρωματική δήλωση. Μεταξύ των τελευταίων αυτών χρεών συμπεριλαμβανόταν και το ποσό των 318.542 δρχ. για το οποίο είχε κριθεί πρωτοδίκως ότι νομίμως επιβλήθηκε η κατάσχεση, μεταρρυθμισθείσης κατά τούτο της πρωτοδίκου αποφάσεως κατά μερική αποδοχή της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου. Εξάλλου, για τα υπόλοιπα χρέη, τα οποία οριστικοποιήθηκαν, και τα σχετικά τριπλότυπα βεβαίωσης εκδόθηκαν, από το έτος 1978 έως 1988 το δικάσαν Εφετείο έκρινε ότι είχαν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 87 παρ. 1 του ν.δ. 321/1969, διότι οι πράξεις εκτελέσεως που μεσολάβησαν μέχρι την έκδοση του ένδικου κατασχετηρίου εγγράφου (1995) δεν είχαν διακόψει την παραγραφή. Ειδικότερα, έκρινε το Εφετείο, η μεν ../1982 έκθεση κατάσχεσης που έγινε σε βάρος της οφειλέτριας εταιρείας και τα βάσει αυτής εκδοθέντα ../1984, ../1987 και ../33/1988 προγράμματα πλειστηριασμού δεν διέκοψαν την παραγραφή διότι δεν κοινοποιήθηκαν στην εταιρεία, ενώ το ../1992 πρόγραμμα πλειστηριασμού κοινοποιήθηκε μη νομίμως σ’ αυτήν. Και με τα δεδομένα αυτά το Εφετείο περιόρισε την επιβληθείσα κατάσχεση στο μη παραγραφέν ποσό των 4.650 δρχ., το οποίο αφορά έξοδα διοικητικής εκτέλεσης έτους 1992 και βεβαιώθηκε με το ............ τριπλότυπο βεβαίωσης, το οποίο και προσκομίσθηκε στο δικαστήριο, πλέον των αναλογουσών σ’ αυτό προσαυξήσεων, αποδεχόμενο κατά τούτο μόνο την έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου και απορρίπτοντάς την κατά τα λοιπά.

5. Επειδή, προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι, το δικάσαν δικαστήριο όφειλε, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 2 παρ. 1, 2, 62 και 73 παρ. 2 του ν.δ. 356/1974, να δεχθεί, κατ’ αποδοχή του πρωτοδίκως και κατ’ έφεση προβληθέντος σχετικού ισχυρισμού, ότι οι αναφερόμενες στο κατασχετήριο έγγραφο απαιτήσεις του Δημοσίου, για τις οποίες αυτό είχε αναγγελθεί νομίμως στο σύνδικο πτωχεύσεως της οφειλέτριας εταιρείας έχουν αναγνωρισθεί αμετακλήτως λόγω της μη αμφισβητήσεώς τους από τον σύνδικο πτωχεύσεως δια ασκήσεως της από το άρθρο 62 του ν.δ. 356/1974 προβλεπομένης ανακοπής και συνεπώς είναι απαράδεκτη η αμφισβήτηση της υπάρξεως και του εγκύρου του τίτλου βεβαιώσεως αυτών από τον αναιρεσίβλητο στα πλαίσια της σε βάρος του ασκηθείσης αναγκαστικής εκτελέσεως. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η αναγγελία των απαιτήσεων του Δημοσίου κατά την πτωχευτική διαδικασία, και η μη αμφισβήτηση αυτών από το σύνδικο, ως χρεών της πτωχεύσεως με την άσκηση της, κατά το άρθρο 62 του ν.δ. 356/1974, ανακοπής αφορούν μόνο τη συμμετοχή του Δημοσίου ως πιστωτή στις εργασίες της πτωχεύσεως.

Ως εκ τούτου, εφόσον εν προκειμένω το Δημόσιο δεν συμμετείχε τελικά στον πτωχευτικό συμβιβασμό, αλλά μετά το πέρας της πτωχεύσεως προέβη προς ικανοποίηση των απαιτήσεών του σε αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη των νομίμων τίτλων που στηρίζουν τις απαιτήσεις του, δεδομένου ότι η ύπαρξη νομίμου τίτλου είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αναγκαστική εκτέλεση σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΕΔΕ, χωρίς να μπορεί το Δημόσιο να επικαλεσθεί για τη νομιμότητα της εκτέλεσης την αναγγελία των απαιτήσεών του στην πτωχευτική διαδικασία και την μη αμφισβήτηση αυτών από τον σύνδικο, εφόσον οι δύο αυτές διαδικασίες είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους. Εν όψει των ανωτέρω, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι είναι καταχρηστική η εκ των υστέρων αμφισβήτηση των απαιτήσεών του από τον αναιρεσίβλητο κατόπιν της ανωτέρω αναγγελίας αυτών στον σύνδικο της πτωχεύσεως και λόγω της έκτοτε πάροδου μακρού χρόνου.

6. Επειδή, το άρθρο 53 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε μετά την αντικατάσταση και αναρίθμηση (ως άρθρο 53) του άρθρου 54 του εν λόγω Ν.Δ/τος με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν.Δ. 4444/1964 και την τροποποίησή του με το άρθρο 19 παρ. 2 του Α.Ν. 239/1967, ορίζει στην παρ. 1 ότι «ο καθ’ ου εξεδόθη το κατά τας διατάξεις του άρθρου 51 φύλλο ελέγχου αμφισβητών την ορθότητα αυτού δύναται να προτείνει την εξώδικον λύσιν της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου», με τις δε επόμενες παραγράφους (2-7) του εν λόγω άρθρου καθορίζονται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις της διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς.

Ειδικότερα, στην παρ. 4 ορίζεται ότι «εάν οι απόψεις του Οικονομικού Εφόρου και του εις φόρον υποχρέου συμπέσωσιν, συντάσσεται περί τούτου ητιολογημένη πράξις υπογραφομένη παρ’ αμφοτέρων των μερών και η διαφορά θεωρείται επιλυθείσα εν όλω ή εν μέρει, κατά περίπτωσιν αναλόγως του εκ της συμπτώσεως των απόψεων των μερών επελθόντος αποτελέσματος, δια της αμέσου υποβολής υπό του φορολογουμένου σχετικής δηλώσεως ...». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως της παραγράφου 4, από της υπογραφής παρ’ αμφοτέρων των μερών, της πράξεως εξώδικης επιλύσεως της διαφοράς, η διαφορά θεωρείται επιλυθείσα, η προβλεπόμενη δε στη διάταξη αυτή υποβολή σχετικής δηλώσεως του φορολογουμένου δεν τάσσεται ως πρόσθετος αναγκαίος όρος της εξώδικης επίλυσης της διαφοράς. Ως εκ τούτου, μόνη η πράξη αυτή της συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς αποτελεί νόμιμο τίτλο προς είσπραξη του δι’ αυτής προσδιορισθέντος ποσού φόρου, των περί του αντιθέτου προβαλλομένων από τον αναιρεσίβλητο απορριπτομένων ως αβασίμων (πρβλ. ΣτΕ 2782/1973). Ειδικότερα, δε, ο αναιρεσίβλητος αβασίμως επικαλείται προς στήριξη των ισχυρισμών του την απόφαση 993/1971 του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι με την απόφαση αυτή ερμηνεύονται και εφαρμόζονται άλλες διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας (άρθρ. 2 παρ. 5 και 6 του ν.δ. 1793/1942), οι οποίες έχουν και διαφορετική διατύπωση. Συνεπώς, η κρίση του Εφετείου ότι μη νομίμως επιβλήθηκε η επίδικη κατάσχεση για ορισμένα από τα επίδικα χρέη, διότι η βεβαίωση αυτών στηρίζεται μόνο στην υπό του οικονομικού εφόρου και των νομίμων εκπροσώπων της εταιρείας συνταχθείσα και υπογραφείσα πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, χωρίς να προκύπτει ότι υποβλήθηκε στη συνέχεια η απαιτούμενη από τις διατάξεις συμπληρωματική δήλωση, είναι εσφαλμένη, και για το λόγο αυτό που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να αναιρεθεί κατά το κεφάλαιο αυτό η προσβαλλομένη απόφαση.

7. Επειδή, τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 1 του ν.δ. 321/1969 (Α 205) «Πάν χρέος προς το Δημόσιον παραγράφεται κατ’ αρχήν μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη εις το Δημόσιον Ταμείον (βεβαίωσις εν στενή εννοία)», σύμφωνα δε με το άρθρο 89 παρ. 1 του ιδίου νομ. δ/τος «Η παραγραφή διακόπτεται δια τους λόγους τους προβλεπομένους υπό της ισχυούσης νομοθεσίας, πλην του λόγου της καθ’ οιονδήποτε τρόπον αναγνωρίσεως της αξιώσεως υπό του υποχρέου. Η παραγραφή διακόπτεται επίσης δια της επιβολής κατασχέσεως επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτου ή του εγγυητού αυτού, ευρισκομένων είτε εις χείρας τούτων είτε εις χείρας τρίτων. Από της δια της κατασχέσεως ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως μέχρι της τελεσιδικίας του πίνακος κατατάξεως πάσα πράξις της εκτελέσεως διακόπτει την παραγραφή, η οποία άρχεται εκ νέου από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως της εκτελέσεως ...». Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 89 παρ. 1 του ν.δ/τος 321/1969, η διακοπή της παραγραφής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο επέρχεται με μόνη τη σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης και την έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση αυτών στον οφειλέτη και η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται, όσον αφορά το πρόγραμμα πλειστηριασμού, στη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 2 του ΚΕΔΕ (βλ. ΣτΕ 1508/2002).

Η ρύθμιση δε αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), διότι ανεξαρτήτως του ότι δεν επιβάλλει περιορισμό στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας του οφειλέτη, πάντως του παρέχεται η δυνατότητα δικαστικής προστασίας κατά το στάδιο βεβαιώσεως του χρέους, και αρξαμένης της αναγκαστικής εκτελέσεως δύναται αυτός να ανακόψει τον πλειστηριασμό, στον οποίο κατατείνουν όλες οι πράξεις εκτελέσεως, στρεφόμενος κατά των πράξεων αυτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το πρόγραμμα πλειστηριασμού. Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος Εφετείου ότι, κατά το χρόνο εκδόσεως του προσβαλλομένου κατασχετηρίου (1995), είχε συμπληρωθεί η παραγραφή των βεβαιωμένων κατά τα έτη 1978 έως 1988 χρεών, διότι δεν είχαν κοινοποιηθεί στον οφειλέτη η σχετική έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και τα βάσει αυτής συνταχθέντα προγράμματα πλειστηριασμού είναι εσφαλμένη. Για το λόγο δε αυτό που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και κατά το κεφάλαιο αυτό.

8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για νέα κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Αναιρεί εν μέρει την 886/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το αιτιολογικό, και

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2011 και στις 9 Μαΐου 2012

Ο Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος

Δημοσθένης Π. Πετρούλιας Β. Ραφαηλάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου 2016.

Πηγή: Taxheaven