ΣτΕ 8/2016 Όταν από θετικές ενέργειες οργάνων του Ιδρύματος ευλόγως δημιουργήθηκε στον εργοδότη από μακρού χρόνου σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση σχετικά με το ύψος των οφειλόμενων εισφορών για τα απασχολούμενα σε αυτόν πρόσωπα, με συνέπεια να μην πα

ΣτΕ 8/2016 Όταν από θετικές ενέργειες οργάνων του Ιδρύματος ευλόγως δημιουργήθηκε στον εργοδότη από μακρού χρόνου σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση σχετικά με το ύψος των οφειλόμενων εισφορών για τα απασχολούμενα σε αυτόν πρόσωπα, με συνέπεια να μην πα



Περίληψη
Σε περίπτωση παροχής εργασίας υποχρεωτικώς ασφαλιστέας στο Ι.Κ.Α., η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε όχληση [άρθρο 26 αν.ν. 1846/1951 και άρθρα 5 επ. και 24 επ. του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (Α.Υ.Ε. 55575/Ι.479/1965, Β` 816)], ή η αδράνεια των αρμοδίων οργάνων του Ιδρύματος να επιδιώξουν την έγκαιρη και πλήρη είσπραξή τους (άρθρο 23 του ίδιου Κανονισμού) δεν αποκλείει, καταρχήν, τον εκ των υστέρων καταλογισμό αυτών, υπό τους περιορισμούς του νόμου, χωρίς να δημιουργείται δέσμευση από τυχόν αντίθετη προηγούμενη πρακτική. Όταν, όμως, από θετικές ενέργειες οργάνων του Ιδρύματος ευλόγως δημιουργήθηκε στον εργοδότη από μακρού χρόνου σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση σχετικά με το ύψος των οφειλόμενων εισφορών για τα απασχολούμενα σε αυτόν πρόσωπα, με συνέπεια να μην παρακρατήσει αυτός τις εισφορές που κατά νόμο βαρύνουν τους εργαζομένους, δεν είναι επιτρεπτός από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως ο εκ των υστέρων καταλογισμός εισφορών σε βάρος του εργοδότη για το χρονικό διάστημα για το οποίο δημιουργήθηκε σ’ αυτόν η εν λόγω εύλογη πεποίθηση, εφόσον η επιβάρυνση αυτή θα μπορούσε, υπό τις συγκεκριμένες σε κάθε περίπτωση συνθήκες, να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του σταθερότητα.

ΣτΕ  8/2016


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Οκτωβρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Δ. Μαρινάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του Προεδρεύοντος Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Α. Καλογεροπούλου, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Β. Ανδρουλάκης, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α` Τμήματος.

Για να δικάσει την από 15 Μαρτίου 2007 αίτηση:
της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία ............................................, που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγίου Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Γεωργία Χαλικιοπούλου (Α.Μ. 15984), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1827/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ά. Καλογεροπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2776949- 50, 3515234-5/2007 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 11.11.2007 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ζητείται, εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, η αναίρεση της 1827/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 8173/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 298/2001 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Κορωπίου, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή ένσταση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά πράξεων επιβολής εισφορών (Π.Ε.Ε.), πρόσθετων επιβαρύνσεων εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε.) και προστίμου ακαταχώριστων εργαζομένων (Π.Ε.Π.Α.Ε.) που είχαν εκδοθεί σε βάρος της. Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση της Τ.Δ.Ε. είχαν τροποποιηθεί, ύστερα από την εν μέρει αποδοχή ενστάσεως της αναιρεσείουσας, οι 8043/2001 Π.Ε.Ε. και 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε., είχε απορριφθεί δε η ένσταση αυτής κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των 8068/2001 Π.Ε.Ε., 1410/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε. και 100/2001 Π.Ε.Π.Α.Ε. Με την πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε η 298/2001 απόφαση της Τ.Δ.Ε. καθό μέρος αφορούσε την 100/2001 Π.Ε.Π.Α.Ε., μεταρρυθμίστηκε καθό μέρος αφορούσε τις 8043/2001 Π.Ε.Ε. και 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε., απορρίφθηκε δε κατά τα λοιπά η προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας.


3. Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112) και, ακολούθως, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222), ορίζονται τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 2.000.000 δραχμές. … Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από το παραπάνω ποσό, όταν με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται από τον διάδικο ότι η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αιτήσεως. Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό της εισφοράς, φόρου κ.λπ. χωρίς προσαυξήσεις και προσθέτους φόρους, που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων έχουν εφαρμογή και όταν το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. Οταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς. Οταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από την διάδικο διοικητική αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενό τους Υπουργό, το εν λόγω σημείωμα συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, όταν με κοινή προσφυγή έχουν προσβληθεί περισσότερες πράξεις και τα διοικητικά δικαστήρια έχουν εκδώσει κοινή απόφαση, ως ποσό του αντικειμένου της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, από το ύψος του οποίου εξαρτάται το παραδεκτό ή μη της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, λαμβάνεται το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πράξη χωριστά. Τούτο δε, διότι η προσβολή με κοινή προσφυγή περισσότερων πράξεων, όπως και η έκδοση από τα διοικητικά δικαστήρια κοινής αποφάσεως, αποτελούν τυχαία γεγονότα που δεν πρέπει, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν ασκείται παραδεκτώς ή μη από την άποψη αυτή η αίτηση αναιρέσεως. Για την ταυτότητα του λόγου, όταν με κοινή ή χωριστές ενδικοφανείς προσφυγές έχουν προσβληθεί περισσότερες πράξεις επιβολής εισφορών και το αρμόδιο για την εξέταση της κοινής ή των χωριστών προσφυγών διοικητικό όργανο έχει εκδώσει κοινή απόφαση, ως ποσό του αντικειμένου της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, από το ύψος του οποίου εξαρτάται το παραδεκτό ή μη της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, λαμβάνεται το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πράξη επιβολής εισφορών χωριστά (ΣτΕ 2546/2013 7μ., ΣτΕ 4379/2009, ΣτΕ 2609/2006, ΣτΕ 21/2006). Εξ άλλου, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ως προσαύξηση που δεν λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό της διαφοράς, από το ύψος του οποίου εξαρτάται η κατά την πιο πάνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (όπως αντικαταστάθηκε) απόρριψη της αιτήσεως, νοείται και η επιβαλλόμενη κατά τη διάταξη της παρ. 8α των άρθρων 26 του αν. ν. 1846/1951 (Α΄ 179) πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών, λόγω του παρακολουθηματικού της χαρακτήρα. Κατ’ εξαίρεση όμως, η επιβάρυνση αυτή λαμβάνεται υπόψη και προστίθεται στο ποσό της πράξεως επιβολής εισφορών, αν με την αίτηση προβάλλονται και λόγοι αναιρέσεως αναγόμενοι σε αυτοτελείς πλημμέλειες της πράξεως επιβολής πρόσθετης επιβαρύνσεως εισφορών, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση αντικείμενο της διαφοράς αποτελεί το σύνολο των ποσών που αμφισβητούνται με την αίτηση αναιρέσεως (βλ. ΣτΕ 2546/2013 7μ., ΣτΕ 4379/2009 κ.ά.).


4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την 8068/2001 Π.Ε.Ε. επιβλήθηκαν σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας εισφορές ύψους 353.600 δρχ. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω Π.Ε.Ε, καθώς και την αντίστοιχη 1410/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε., κατά της οποίας δεν προβάλλονται αυτοτελείς λόγοι αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο ότι ως προς τις πράξεις αυτές η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτήν ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως. Κατόπιν τούτου, η αίτηση πρέπει να εξετασθεί μόνον ως προς την 8043/2001 Π.Ε.Ε. (και την αντίστοιχη 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε.), το ποσό της οποίας διαμορφώθηκε, ύστερα από την τροποποίησή της αρχικώς με την απόφαση της Τ.Δ.Ε. και στη συνέχεια, με την πρωτόδικη απόφαση, στο ποσό των 9.594,13 ευρώ (βλ. το 2335/17.2.2014 σχετικό έγγραφο του Τοπικού Υποκαταστήματος Κορωπίου του ΙΚΑ- Ε.Τ.Α.Μ. προς το Δικαστήριο).

5. Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζεται, στο άρθρο 87 ότι: «Τα δικόγραφα των ένδικων μέσων, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 45, πρέπει να περιέχουν και: α) μνεία της προσβαλλόμενης απόφασης, β) τους ειδικούς για κάθε ένδικο μέσο λόγους και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα», στο άρθρο 95 ότι: «Λόγο έφεσης μπορεί να θεμελιώσει κάθε νομικό ή πραγματικό σφάλμα της απόφασης και κάθε παράλειψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως όσα είχε υποχρέωση», στο δε άρθρο 97 ότι: «1. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την υπόθεση μέσα στα όρια των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης. Μέσα στα όρια αυτά, το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως όσα το πρωτοβάθμιο έπρεπε να εξετάσει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη δεύτερη περίοδο της παρ. 1 του άρθρου 79, αλλά δεν τα εξέτασε. 2. ..…». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το δικόγραφο της εφέσεως πρέπει να περιέχει σαφείς και συγκεκριμένους λόγους. Για να θεωρηθεί δε ότι οι λόγοι εφέσεως πληρούν την ανωτέρω προϋπόθεση, πρέπει να αποδίδεται μ` αυτούς σαφής και συγκεκριμένη πλημμέλεια στις αιτιολογίες της εκκαλούμενης αποφάσεως. Είναι, κατά συνέπεια, αόριστοι λόγοι εφέσεως, με τους οποίους ο διάδικος προβάλλει ότι είναι εσφαλμένη, αυθαίρετη ή μη νόμιμη η σχετική με ορισμένο ζήτημα κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς να εξειδικεύει την πλημμέλεια, από την οποία πάσχει, κατά την άποψή του, η σχετική αιτιολογία της εκκαλούμενης αποφάσεως (ΣτΕ 512/2013, ΣτΕ 498/2012, ΣτΕ 1439/2011, ΣτΕ 2062/2010, ΣτΕ 1907/2010, ΣτΕ 4014/2009, ΣτΕ 2582/2008, ΣτΕ 3259/2006 κ.ά.).

6. Επειδή, εξ άλλου, όπως έχει κριθεί, σε περίπτωση παροχής εργασίας υποχρεωτικώς ασφαλιστέας στο Ι.Κ.Α., η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε όχληση [άρθρο 26 αν.ν. 1846/1951 και άρθρα 5 επ. και 24 επ. του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (Α.Υ.Ε. 55575/Ι.479/1965, Β` 816)], ή η αδράνεια των αρμοδίων οργάνων του Ιδρύματος να επιδιώξουν την έγκαιρη και πλήρη είσπραξή τους (άρθρο 23 του ίδιου Κανονισμού) δεν αποκλείει, καταρχήν, τον εκ των υστέρων καταλογισμό αυτών, υπό τους περιορισμούς του νόμου, χωρίς να δημιουργείται δέσμευση από τυχόν αντίθετη προηγούμενη πρακτική. Οταν, όμως, από θετικές ενέργειες οργάνων του Ιδρύματος ευλόγως δημιουργήθηκε στον εργοδότη από μακρού χρόνου σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση σχετικά με το ύψος των οφειλόμενων εισφορών για τα απασχολούμενα σε αυτόν πρόσωπα, με συνέπεια να μην παρακρατήσει αυτός τις εισφορές που κατά νόμο βαρύνουν τους εργαζομένους, δεν είναι επιτρεπτός από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως ο εκ των υστέρων καταλογισμός εισφορών σε βάρος του εργοδότη για το χρονικό διάστημα για το οποίο δημιουργήθηκε σ’ αυτόν η εν λόγω εύλογη πεποίθηση, εφόσον η επιβάρυνση αυτή θα μπορούσε, υπό τις συγκεκριμένες σε κάθε περίπτωση συνθήκες, να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του σταθερότητα (βλ. ΣτΕ 232/2012, ΣτΕ 1345/2008 7μ., ΣτΕ 1046/2006, ΣτΕ 4227/1998, ΣτΕ 1479/1995 7μ., ΣτΕ 1183/1989).

7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την επεξεργασία ξύλου στο .... χιλιόμετρο της ..., στο Μαρκόπουλο Αττικής. Ύστερα από έλεγχο που διενεργήθηκε από τα αρμόδια όργανα του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Μαρκόπουλου Καλυβίων Αττικής, στις 24.5.2001, στα τηρούμενα από την επιχείρηση της αναιρεσείουσας στοιχεία, εκδόθηκε η 8068/2001 Π.Ε.Ε., με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της εισφορές 353.600 δρχ. συνολικώς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, για την ασφαλιστική τακτοποίηση των αναφερόμενων σ’ αυτή μισθωτών, κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.1998 έως 31.12.2000, γιατί είχε υποβάλει στον ΟΑΕΔ εκπροθέσμως τις αναγγελίες αποχωρήσεώς τους, καθώς και η 1410/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε., με την οποία επιβλήθηκε πρόσθετη επιβάρυνση 106.080 δρχ., ίση με το 30% των εισφορών που επιβλήθηκαν με την πιο πάνω Π.Ε.Ε. Περαιτέρω, με την 8043/2001 Π.Ε.Ε. επιβλήθηκαν σε βάρος της αναιρεσείουσας εισφορές 6.276.501 δρχ. συνολικώς, για την ασφαλιστική τακτοποίηση των αναφερόμενων σ’ αυτή μισθωτών, κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.1995 έως 31.1.2001, λόγω διαφορών αποδοχών, με την αιτιολογία ότι ασφάλιζε το προσωπικό της με μικρότερες αποδοχές από τις προβλεπόμενες στην ΚΣΣΕ των απασχολουμένων στην επεξεργασία ξύλου και ότι δεν είχαν καταβληθεί εισφορές 1% λόγω επαγγελματικού κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 εδαφ. θ΄ του αν.ν. 1846/1951, επιπλέον δε συντάχθηκε και η 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε., με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας πρόσθετη επιβάρυνση ίση με το 30% των εισφορών που επιβλήθηκαν με την 8043/2001 Π.Ε.Ε. Κατά των παραπάνω πράξεων, καθώς και κατά της 100/2001 Π.Ε.Π.Α.Ε., που επίσης εκδόθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας, η τελευταία άσκησε ένσταση ενώπιον της Τ.Δ.Ε. του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Κορωπίου, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με τη 298/2001 απόφασή της, κατά το μέρος που αφορούσε την επιβολή εισφορών για τους μισθωτούς ..................., των οποίων η προϋπηρεσία πραγματοποιήθηκε σε άλλες ειδικότητες και όχι στην επεξεργασία ξύλου, και τροποποιήθηκαν αναλόγως η 8043/2001 Π.Ε.Ε. και η 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε. Κατά της πιο πάνω αποφάσεως της Τ.Δ.Ε. η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή.



Με την πρωτόδικη απόφαση η ανωτέρω απόφαση της Τ.Δ.Ε. ακυρώθηκε, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε η ένσταση της αναιρεσείουσας κατά της 100/2001 Π.Ε.Π.Α.Ε., μεταρρυθμίστηκε, κατά το μέρος που αφορά την 8043/2001 Π.Ε.Ε. και την 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε. και, τέλος, παρέμεινε σε ισχύ κατά τα λοιπά. Στην κρίση αυτή, κατά το μέρος που αφορά τις προαναφερόμενες 8043/2001 Π.Ε.Ε. και 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε., κατέληξε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι νομίμως μεν απορρίφθηκε η εν λόγω ένσταση κατά το μέρος της που αφορά την επιβολή συμπληρωματικών εισφορών και πρόσθετης επιβαρύνσεως εισφορών, λόγω διαφοράς μεταξύ των αποδοχών που πράγματι καταβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα στους εργαζόμενους στην επιχείρησή της και των υψηλότερων αποδοχών που προβλέπονται από τη ΣΣΕ εργατοτεχνιτών απασχολουμένων στην επεξεργασία και κατεργασία ξύλου, μη νομίμως όμως απορρίφθηκε η ίδια πιο πάνω ένσταση κατά το μέρος που αφορά την επιβολή εισφοράς επαγγελματικού κινδύνου, κατ’ άρθρο 24 εδ. θ΄ του α.ν. 1846/1951. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό που προβλήθηκε με την προσφυγή, ότι οι προαναφερόμενες πράξεις (8043/2001 Π.Ε.Ε. και 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε.), εκδόθηκαν κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, διότι σε προηγούμενους ελέγχους -που είχαν διενεργηθεί στις 7.1.1995, 30.9.1995, 23.6.1997, 4.11.1999 και 19.9.2000- τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ είχαν δεχθεί ότι το προσωπικό της επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας υπαγόταν στις Γενικές Εθνικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και όχι σε αυτές των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται στην επεξεργασία και κατεργασία ξύλου, με τη σκέψη ότι η αδράνεια των αρμόδιων οργάνων του ΙΚΑ να επιδιώξουν και πλήρη είσπραξη των οφειλόμενων από τον εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, τον εκ των υστέρων καταλογισμό τους, χωρίς να δημιουργείται δέσμευση από τυχόν αντίθετη προηγούμενη πρακτική. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα εταιρεία με την έφεσή της προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε και ότι κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως επιβλήθηκαν με την 8043/2001 Π.Ε.Ε. συμπληρωματικές εισφορές για την ασφαλιστική τακτοποίηση των αναφερόμενων σ’ αυτή μισθωτών, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, οι οποίες υπολογίστηκαν με βάση τις διαφορές μεταξύ των αποδοχών που πράγματι καταβλήθηκαν από αυτή στους εργαζόμενους στην επιχείρησή της και των υψηλότερων αποδοχών που προβλέπονται από τη ΣΣΕ εργατοτεχνιτών απασχολουμένων στην επεξεργασία και κατεργασία ξύλου. Τούτο δε διότι, τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ, σε προηγούμενους ελέγχους είχαν δεχτεί ότι το προσωπικό της επιχειρήσεώς της νομίμως ασφαλιζόταν από αυτή, με βάση τις αποδοχές που πράγματι του κατέβαλε, τις οποίες εξ άλλου καθόριζε η αρμόδια προς τούτο οικεία Επιθεώρηση Εργασίας με τις υπ’ αριθμ. 3150/1996, 2057 και 3518/1997, 4089/1998, 415, 2824 και 2153/1999 και 6678/2000 καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας που θεωρούσε νομίμως και εμπροθέσμως και, επομένως, εσφαλμένως κρίθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ότι νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος της οι ένδικες συμπληρωματικές εισφορές η επιβολή των οποίων απειλούσε, ως εκ του υπέρογκου ύψους τους, τη βιωσιμότητα της εταιρείας. Ο λόγος αυτός εφέσεως απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά το πρώτο του σκέλος ως αόριστος, με το σκεπτικό ότι δεν αποτελούσε σαφή και συγκεκριμένο λόγο εφέσεως, όπως απαιτείται να είναι οι λόγοι εφέσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 95 και 97 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αφού με αυτόν απλώς επαναλαμβανόταν ο ίδιος λόγος που είχε προβληθεί με την προσφυγή -που είχε απορριφθεί με την προπαρατιθέμενη σχετική αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως- χωρίς να αποδίδεται με αυτόν σαφής και συγκεκριμένη πλημμέλεια στην εν λόγω αιτιολογία. Κατά δε το δεύτερο σκέλος του ο ως άνω λόγος εφέσεως απορρίφθηκε ως αβάσιμος, με τη σκέψη ότι οι αποδοχές που αναγράφονται στις πιο πάνω καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας που υποβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα προς θεώρηση στην Επιθεώρηση Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 515/1970 και του άρθρου 13 του ν.δ. 1037/1971, τις οποίες η τελευταία επικαλέστηκε και πρωτοδίκως, είχαν δηλωθεί, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, από την ίδια την αναιρεσείουσα εταιρεία και δεν είχαν καθοριστεί από την Επιθεώρηση Εργασίας. Συνεπώς, έκρινε το δικάσαν εφετείο, εφόσον οι εν λόγω αποδοχές, με βάση τις οποίες η αναιρεσείουσα εταιρεία ασφάλιζε το προαναφερόμενο προσωπικό της, όπως η ίδια δέχεται, ήταν κατώτερες από τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ εργατοτεχνιτών απασχολουμένων στην επεξεργασία και κατεργασία ξύλου, νομίμως είχαν επιβληθεί σε βάρος της, με την ανωτέρω Π.Ε.Ε., οι ένδικες συμπληρωματικές εισφορές υπολογιζόμενες με βάση τις αποδοχές που έπρεπε να καταβάλει στο προσωπικό της κατά την εν λόγω ΣΣΕ.



8. Επειδή, όπως προεκτέθηκε, με την προσφυγή της η αναιρεσείουσα εταιρεία είχε προβάλει ότι οι 8043/2001 Π.Ε.Ε. και 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε. είχαν εκδοθεί κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, γιατί σε προηγούμενους ελέγχους, στους οποίους η αναιρεσείουσα αναφέρεται συγκεκριμένα, τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ είχαν δεχθεί ότι το προσωπικό της επιχειρήσεώς της ασφαλιζόταν νομίμως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι: «η αδράνεια των αρμόδιων οργάνων του ΙΚΑ να επιδιώξουν την έγκαιρη και πλήρη είσπραξη των οφειλόμενων από τον εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, τον εκ των υστέρων καταλογισμό τους, χωρίς να δημιουργείται δέσμευση από τυχόν αντίθετη προηγούμενη πρακτική». Με το δικόγραφο της εφέσεως, το οποίο, ως διαδικαστικό έγγραφο, εκτιμάται ευθέως κατ’ αναίρεση (ΣτΕ 512/2013 κ.ά.), η αναιρεσείουσα, εταιρεία προέβαλε, όπως και πρωτοδίκως, ότι τα ελεγκτικά όργανα του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος είχαν δημιουργήσει σε αυτήν την πεποίθηση, κατά τη διενέργεια προηγούμενων ελέγχων, ότι ήταν νόμιμες οι καταβαλλόμενες από αυτήν αποδοχές επί τη βάσει των οποίων ασφάλιζε το προσωπικό της και κατέβαλλε τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές, περαιτέρω δε προέβαλε ότι η καταβολή των συμπληρωματικών εισφορών δημιουργούσε «τεράστιο και ανυπέρβλητο πρόβλημα στην βιωσιμότητα και λειτουργία της όλης επιχειρήσεως» και ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο απέρριψε, μεταξύ άλλων, τον ως άνω ισχυρισμό. Οι ισχυρισμοί αυτοί που προεβλήθησαν με το δικόγραφο της εφέσεως ήταν ειδικοί και συγκεκριμένοι, όπως απαιτούν οι προπαρατεθείσες διατάξεις του ΚΔΔ, έπλητταν δε ευθέως την ως άνω αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως. Επιπλέον δε το δικάσαν εφετείο όφειλε να αντιμετωπίσει επί της ουσίας τους ειδικούς αυτούς ισχυρισμούς, οι οποίοι, ήταν και ουσιώδεις, δεδομένου ότι αν αποδεικνύονταν αληθείς θα επηρέαζαν την έκβαση της υποθέσεως, κατά τα εκτεθέντα στην 6η σκέψη (πρβ. ΣτΕ 1046/2006, 4227/1998), όφειλε, δηλαδή, να είχε αποφανθεί εάν οι προηγούμενοι έλεγχοι των οργάνων του Ιδρύματος, στους οποίους συγκεκριμένα αναφερόταν η αναιρεσείουσα εταιρεία ήδη με την προσφυγή της αλλά και ειδικώς με το δικόγραφο της εφέσεώς της, συνιστούσαν, κατά τα εκτεθέντα στην 6η σκέψη, «θετικές ενέργειες» και, σε καταφατική περίπτωση, να είχε αποφανθεί εάν συνέτρεχε πράγματι κίνδυνος κλονισμού της οικονομικής σταθερότητας της επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας εταιρείας συνεπεία της επιβολής σε αυτήν των ως άνω συμπληρωματικών εισφορών. Αντί όμως αυτού, το δικάσαν εφετείο, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, απέρριψε την έφεση, κατά το μέρος αυτό, ως αόριστη, κρίνοντας, εσφαλμένα, ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία δεν προέβαλε συγκεκριμένο λόγο εφέσεως και ότι επανέλαβε το λόγο περί παραβάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως, τον οποίο είχε προβάλει και πρωτοδίκως, χωρίς να πλήξει ειδικώς την αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως. Με τα δεδομένα αυτά, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το δικάσαν δικαστήριο θεώρησε το ως άνω λόγο εφέσεως ως αόριστο, είναι βάσιμος και η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, κατά το μέρος που αφορά τη σχετική κρίση της ως προς τη νομιμότητα της 8043/2001 Π.Ε.Ε. και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο δικάσαν διοικητικό εφετείο, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος, για νέα κρίση. Εξ άλλου, ενόψει των ανωτέρω, είναι αλυσιτελής η εξέταση του έτερου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο πλήσσεται η κρίση του δικάσαντος εφετείου ως προς το ως άνω κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως που αφορά την ανωτέρω 8043/2001 Π.Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές που αναγράφονται στις καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας που υποβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα προς θεώρηση στην Επιθεώρηση Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 515/1970 και του άρθρου 13 του ν.δ. 1037/1971, δηλώθηκαν, κατά τις ίδιες διατάξεις, από την ίδια την αναιρεσείουσα και δεν καθορίσθηκαν από την Επιθεώρηση Εργασίας. Είναι δε αλυσιτελής η εξέταση του λόγου αυτού, διότι ενόψει των προεκτεθέντων, προέχει η έρευνα από το δικάσαν εφετείο, κατά πόσον οι ως άνω έλεγχοι των οργάνων του ΙΚΑ συνιστούσαν «θετικές ενέργειες» και σε καταφατική περίπτωση κατά πόσον η επιβολή των εισφορών αυτών δύναται να κλονίσει οικονομικώς την αναιρεσείουσα εταιρεία.


Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση ως προς την 8068/2001 Π.Ε.Ε. και ως προς την 1410/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε., ως απαράδεκτη.
Δέχεται την αίτηση ως προς την 8043/2001 Π.Ε.Ε. και ως προς την 1398/2001 Π.Ε.Π.Ε.Ε.
Αναιρεί εν μέρει την 1827/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Και

Επιβάλλει στο αναιρεσίβλητο Ίδρυμα (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.) τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2015
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας του Α` Τμήματος
Δ. Μαρινάκης Β. Ραφαηλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 2016.
Ο Πρόεδρος του Α` Τμήματος Η Γραμματέας του Α` Τμήματος
Αν. Γκότσης Β. Ραφαηλάκη


Πηγή: Taxheaven