Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
Λογιστής – Φοροτέχνης
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΠΟΖΗMΙΩΣΗΣ ΣΕ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΣΕ ΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΝΤΥΠΟΥ
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Ν.3198/1955, :
1. Ο υπολογισμός της αποζημιώσεως γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Κατά τον υπολογισμόν τούτον προκειμένου περί υπαλλήλου, αι μηνιαίαι αυτού αποδοχαί δεν λαμβάνονται υπόψη καθ΄ ό ποσόν υπερβαίνουν το οκταπλάσιον του ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, πολλαπλασιαζόμενον επί τον αριθμόν 30,
η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές που καταβάλλονται στον μισθωτό υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως κατά τον τελευταίο μήνα, δηλαδή κατά τον μήνα της απολύσεως.
Ως τελευταίος μήνας, όπως ορίζει το Εγγρ. 112/10.2.1987 του Υπ. Εργασίας «Υπολογισμός αποζημιώσεως Ν.2112/1920» στην παράγραφο 2, νοείται το χρονικό διάστημα που έχει σαν τέλος την ημερομηνία απολύσεως του εργαζομένου και αρχή την αντίστοιχη ημερομηνία του προηγούμενου μήνα. Δηλαδή για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως ως τελευταίος μήνας για την απασχόληση θεωρείται ο εργασιακός και όχι ο ημερολογιακός (ΑΠ. 661/62 Πρωτ. Αθην. 25886/66)
Ως πλήρης απασχόληση θεωρείται εκείνη με την οποία κατ΄ ελάχιστον ΄ όριο εξαντλείται το συμβατικό ή νόμιμο ωράριο εργασίας του απολυθέντος έστω και να κατά τον κρίσιμο μήνα απασχολήθηκε επί χρόνον μικρότερο του ωραρίου αυτού. ( ΑΠ. 106/88)
Μισθωτός που δεν απασχολήθηκε τον τελευταίο μήνα λαμβάνονται υπόψη οι τακτικές αποδοχές του αμέσως προηγούμενου μήνα. ( ΑΠ. 402/87)
Σε περίπτωση μειωμένης απασχόλησης λαμβάνονται υπόψη οι καταβαλλόμενες αναλόγως μειωμένες αποδοχές. ( ΑΠ. 50/60)
Ως τακτικές αποδοχές για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως, σύμφωνα με το « Εγγρ. 695/7-4-86 Υπ. Εργασίας « Υπολογισμός της αποζημιώσεως Ν.2112/1920»,θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή εφόσον αυτή δίνεται αντί μισθού, δηλαδή ως αντάλλαγμα τακτικών υπηρεσιών όχι πρόσκαιρα αλλά σταθερά και μόνιμα επί μακρό χρόνο ως αντάλλαγμα.
Π.χ.
Τακτικές αποδοχές αποτελεί η προσαύξηση για την παρεχόμενη σταθερώς και μονίμως εργασία κατά Κυριακές και αργίες ( ΑΠ. 659/2003)
Οι αμοιβές για υπερεργασία , νόμιμη υπερωρία και επιτρεπτή απασχόληση κατά τις εορτές ( ΑΠ. 644/2005)
Η πρόσθετη αμοιβή ( Bonus) χορηγούμενη τακτικώς ( ΑΠ. 379/2006)
Οι παροχές σε είδος όταν χορηγούνται σταθερά και μόνιμα ( ΑΠ. 413/2008)
Τα έξοδα κινήσεως και παραστάσεως, όταν δεν χορηγούνται ως οικειοθελής παροχή με επιφύλαξη ανακλήσεως. ( ΑΠ. 2085/2007)
Μεταξύ άλλων στην αποζημίωση υπολογίζεται η αναλογία των επιδομάτων εορτών και αδείας τα οποία συνολικά είναι ίσα με τις αποδοχές 2 μηνών. Λόγω του συνυπολογισμού αυτών το σύνολο της αποζημιώσεως ή ο μισθός προσαυξάνεται κατά 1/6. (ΑΠ.546/99, ΑΠ.456/1975, ΑΠ. 639/1967)
Στον χρόνο υπηρεσίας υπολογίζεται και ο χρόνος αναστολής της συμβάσεως λόγω ασθένειας, άδειας άνευ αποδοχών ή άλλης αιτίας ( Εφ. Θες/νίκης 2920/88, ΑΠ. 751/87).
Είναι άσχετο αν απουσίασε π.χ. λόγω ανυπαιτίου κωλύματος επί 5 μέρες και αδικαιολόγητα άλλες 5 μέρες. Θα αφαιρεθούν μεν οι αποδοχές που αντιστοιχούν στις ημέρες της αδικαιολόγητης απουσίας από την εξόφληση των αποδοχών του συγκεκριμένου μήνα, δεν θα αφαιρεθούν όμως για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως που γίνεται με τις αποδοχές του μήνα αυτού, αν υποθετικά δεν είχε απουσιάσει.( « Εγγρ. 695/7-4-86 Υπ. Εργασίας « Υπολογισμός της αποζημιώσεως Ν.2112/1920»)
Δεν υπολογίζεται ο χρόνος προειδοποιήσεως επί απολύσεως υπαλλήλων ( ΑΠ 2064/860)
Ο υπολογισμός αποζημιώσεως αμειβομένων με ποσοστά, κατ΄ αποκοπήν ή κατά μονάδα παραγόμενης εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Ν.3198/55 :
2. Η αποζημίωσις των μισθωτών των αμειβομένων επί ποσοστοίς κατ΄ αποκοπήν ή μονάδα παραγομένης εργασίας υπολογίζεται, βάσει του μέσου όρου των αποδοχών αυτών των δύο τελευταίων προ της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας μηνών. Πάντως το ποσόν ταύτης δεν δύναται να είναι κατώτερον του προκύπτοντος επί τη βάσει της μισθολογικής κλάσεως εις ην ο μισθωτός κατατάσσεται κατά το άρθρον 25 του Α.Ν. 1846/51,
δηλαδή βάσει του μέσου όρου των αποδοχών αυτών των δύο τελευταίων προ της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας μηνών.
Το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης των υπαλλήλων περιορίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ου άρθρου 5 του Ν.3198/55, κατά το ποσό που υπερβαίνουν οι μηνιαίες αποδοχές το οκταπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη πολλαπλασιαζόμενο επί τριάντα.
Η είσπραξη μικρότερης αποζημίωσης, του μισθωτού ανεπιφυλάκτως, που του προσέφερε ο εργοδότης δεν αποτελεί παραίτηση από το τυχόν δικαίωμα του να αξιώσει το μεγαλύτερο ποσόν αποζημίωσης που δικαιούται μέσα σε διάστημα έξι μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αποζημίωση κατέστη απαιτητή.
Παράγραφος 2 του άρθρου 6 του Ν.3198/55
2. Πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά τον Ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, ή το Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 αποζημιώσεως, τυγχάνει απαράδεκτος, εφ΄ όσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός εξαμήνου αφ΄ ής κατέστη απαιτητή. Προκειμένου περί απαιτήσεων υφισταμένων κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος η κατ΄ ανωτέρω προθεσμία άρχεται από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
Η εξάμηνη προθεσμία αρχίζει από την επομένη της καταγγελίας και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί στην ημέρα ενάρξεως. ( ΑΠ. 1938/07)
Σε περίπτωση μη κοινοποίησης της σχετικής αγωγής από τον μισθωτό, εντός εξαμήνου από τότε που η αξίωση έγινε απαιτητή, κάθε αξίωση του για συμπλήρωση ή καταβολή κατά το Ν. 2112/1920 είναι απαράδεκτη . ( Απόφ. Αρείου Πάγου 997/2012)
Ποσό αποζημίωσης = [ Μηνιαίος μισθός + ( 1/6 χ Μηνιαίος μισθός )]χ τον αριθμό των μισθών που δικαιούται ο εργαζόμενος.
ή εναλλακτικά
οι μηνιαίες αποδοχές επί δεκατέσσερα (14) και το γινόμενο που προκύπτει διαιρείται με το δώδεκα (12) και αυτό επί τον αριθμό των μισθών που δικαιούται ο εργαζόμενος.
Στην συνέχεια με τον Ν.3863/10 και συγκεκριμένα στην παράγραφο 3 του άρθρου 74 σιωπηρώς τροποποιεί την διάταξη του άρθρου 2 του Ν.3198/55 ,:
«Η κατά τον Νόμον 2112/1920 ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως αποζημίωσις των υπαλλήλων, των απολυομένων άνευ της τηρήσεως των περί προμηνύσεως διατάξεων του άρθρου 1 του προειρημένου Νόμου, εφ΄ όσον δεν υπερβαίνει τα αποδοχάς εξ μηνών δι΄ έκαστον καταβάλλεται υπό του εργοδότου κατά την ημέραν της λύσεως της σχέσεως εργασίας.
Εάν η αποζημίωσις είναι μεγαλύτερα των αποδοχών εξ μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται ωσαύτως να καταβάλη κατά την απόλυσιν το μέχρι των αποδοχών εξ μηνών μέρος ταύτης, το δε υπόλοιπον επί πλέον ποσόν εις τριμηνιαίας δύσεις, εκάστη των οποίων δεν δύναται να είναι κατωτέρα των αποδοχών τριών μηνών, εκτός εάν προς εξόφλησιν του συνόλου της αποζημιώσεως υπολείπεται μικρότερον ποσόν.
Η πρώτη των δόσεων είναι καταβλητέα την επομένην της συμπληρώσεως τριμήνου από της απολύσεως»,
ως εξής :
3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.
Με την σιωπηρή τροποποίηση του άρθρου 2 του Ν.3198/55 με το άρθρο 74 του Ν.3863/10 όσον αφορά την αποζημίωση εφόσον στο συνολικό ποσό της περιλαμβάνονται περισσότεροι από 2 μηνιαίοι μισθοί, τότε μπορεί κατά την απόλυση να καταβληθεί το ποσό ίσο με 2 μηνιαίους μισθούς το δε υπόλοιπο σε διμηνιαίες δόσεις κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι μικρότερη των αποδοχών δύο μηνών, εκτός αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο.
Ως προς την αποζημίωση που καταβάλλεται σε καταγγελία εργατοτεχνίτη δεν έχει εφαρμογή το σύστημα των δόσεων. Αφορά μόνο καταγγελία σύμβασης υπαλλήλων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. (Εγγρ.12023/401/8.8.2011 Υπ. Εργασίας και Κοιν. Ασφάλισης « Δόσεις καταβολής της αποζημιώσεως».
Για να είναι έγκυρη η απόλυση δεν αρκεί η προσφορά της αποζημίωσης στον απολυόμενο, αλλά σε περίπτωση αρνήσεως του τελευταίου για να την εισπράξει, απαιτείται η δημόσια κατάθεσή της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε τραπεζικό λογαριασμό μισθοδοσίας.
Πλήρης και ολοσχερής εξόφληση προς τον εργαζόμενο αποδεικνύεται μόνο με προσκόμιση αποδεικτικού τράπεζας, το οποίο περιλαμβάνει: α. το όνομα του καταθέτη εργοδότη, β. το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού, εργαζομένου, γ. την αιτιολογία κατάθεσης και δ. την ημερομηνία κατάθεσης.
Αποσπάσματα πάγιων εντολών μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής δεν γίνονται δεκτά. Αν υπάρχει αδυναμία κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό για οποιονδήποτε λόγο, η πλήρης και ολοσχερής εξόφληση αποδεικνύεται μόνο με προσκόμιση γραμματίου δημόσιας κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο πρέπει να περιέχει τα στοιχεία α΄ έως δ΄ του προηγούμενου εδαφίου. (άρθρο 24 του Ν.3996/2011)
Η καταβολή της αποζημιώσεως καταγγελίας πρέπει να είναι πραγματική και δεν αρκεί η απλή προσφορά της-Δεν αποκλείεται το να προκαταβληθεί η αποζημίωση εν σχέσει προς τον χρόνο επιδόσεως του εγγράφου καταγγελίας ή να κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό του μισθωτού, στον οποίο κατά συμφωνίαν κατετίθετο η μισθοδοσία του. (Αρείου Πάγου 1338/14-Τμ.Β2)
Σύμφωνα με απόφαση του Αρείου Πάγου ΑΠ 105/2009-Τμ.Β2 «Έγκυρη η καταγγελία συμβάσεως με παρακατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της πρώτης δόσης και με καταβολή των υπολοίπων δόσεων σε λογαριασμό Τραπέζης στον οποίο κατετίθετο ο μισθός του υπαλλήλου».
Τέλος,
η καταγγελία σύμβασης αορίστου χρόνου υποβάλλεται ηλεκτρονικά στο https://eservices.yeka.gr με το έντυπο Ε6. Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.
Ε6 ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ) Η διαδικασία ολοκλήρωσης της ηλεκτρονικής υποβολής του εντύπου Ε6 (καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με ή χωρίς προειδοποίηση) υλοποιείται σε δύο στάδια: Ο εργοδότης, αρχικά, συμπληρώνει την ηλεκτρονική φόρμα του εντύπου Ε6, την εκτυπώνει και ακολούθως, αφού τεθούν οι υπογραφές ιδιοχείρως του εργοδότη και του εργαζομένου, ο εργοδότης ολοκληρώνει την ηλεκτρονική υποβολή επισυνάπτοντας το αρχείο τού ηλεκτρονικά σαρωμένου εντύπου με τις προαναφερθείσες υπογραφές.
Aριθ. πρωτ.: 28153/126/28.8.2013, Aριθ.Πρωτ. 5072/6/25.2.2013, άρθρο 3 παράγραφος η της απόφ. με Αριθμ. 29502/85/1.9.2014 εντός προθεσμίας οκτώ (8) ημερολογιακών ημερών, άρθρα 9 του Ν.3198/1955 και 11 παρ. 1 του Ν.Α. 212/1969.
Σε περίπτωση μη υπογραφής του εντύπου Ε6, ο εργοδότης επισυνάπτει το αρχείο της ηλεκτρονικά σαρωμένης έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή. Aριθ.πρωτ.: 28153/126/28.8.2013, Aριθ.Πρωτ. 5072/6/25.2.2013, άρθρο 3 παράγραφος η της απόφ. με Αριθμ. 29502/85/1.9.2014 εντός προθεσμίας οκτώ (8) ημερολογιακών ημερών, άρθρα 9 του Ν.3198/1955 και 11 παρ. 1 του Ν.Α. 212/1969.
Πηγή: Taxheaven
9 Mar, 2016