ΑΠ 864/2015 Απόλυση για οικονομοτεχνικούς λόγους . Σε περιπτώσεις απόλυσης  λόγω οικονομικών προβλημάτων, ελέγχεται από το δικαστήριο, αν το δικαίωμα της καταγγελίας ασκείται καταχρηστικά, δηλαδή αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον ε

ΑΠ 864/2015 Απόλυση για οικονομοτεχνικούς λόγους . Σε περιπτώσεις απόλυσης λόγω οικονομικών προβλημάτων, ελέγχεται από το δικαστήριο, αν το δικαίωμα της καταγγελίας ασκείται καταχρηστικά, δηλαδή αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον ε







Περίληψη
Επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών που επιβάλλονται από συγκεκριμένες συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να αντεπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται, όμως, αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως εσχάτου μέσου αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της επιχείρησης και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (αρθρ. 281 του ΑΚ. Ειδικότερα, στην πρώτη περίπτωση (των ηπιότερων μέσων) ελέγχεται από το δικαστήριο, αν το δικαίωμα της καταγγελίας ασκείται καταχρηστικά, δηλαδή αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον εργοδότη η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών της επιχειρήσεως με τη λήψη ηπιότερων μέσων, όπως απασχόληση του μισθωτού σε άλλη θέση ή μερική απασχόληση, ακόμη και με τη χρήση της λεγόμενης τροποποιητικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

Στη δεύτερη περίπτωση (της επιλογής), ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ίδιου επιπέδου από άποψη ικανότητας προσόντων και υπηρεσιακής αποδόσεως, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση κάθε μισθωτού, την αποδοτικότητα και τη δυνατότητα εξεύρεσης απ' αυτόν άλλης εργασίας. Τέλος, όταν ο ενάγων στην αγωγή του περιλαμβάνει και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της καταγγελίας ως άκυρης (και όχι μόνον της καταβολής μισθών υπερημερίας) πρέπει να διαλαμβάνει τους λόγους της ακυρότητας και τα στοιχεία αυτών. Ειδικότερα δε, όταν ζητεί την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας που έγινε για οικονομοτεχνικούς μεν λόγους αλλά κατά παράβαση της ως άνω αρχής της αναλογικότητας, τότε θα πρέπει να διαλαμβάνει στο δικόγραφο της αγωγής του αφενός τα ηπιότερα μέσα, με τη λήψη των οποίων θα μπορούσε να αποφευχθεί η καταγγελία (όπως με την απασχόληση του σε άλλη συγκεκριμένη κενή θέση εργασίας, για την οποία και έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κλπ.) και αφετέρου όλα τα προαναφερόμενα κριτήρια (αποδοτικότητας, προσόντα, αρχαιότητα, ικανότητες κλπ.) του ίδιου σε σχέση με άλλους συγκεκριμένους εργαζόμενους της ίδιας ειδικότητας ή και γενικής κατηγορίας, όταν όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της επιχείρησης σε διαφορετικά είδη εργασίας ώστε να μπορεί να κριθεί αν η επιλογή του απολυτέου πραγματοποιήθηκε με αντικειμενικά, κατά τα παραπάνω, κριτήρια.

Περαιτέρω, εάν δεν έγινε αντίθετη συμφωνία, ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό, η δε μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερόμενων υπηρεσιών δεν έχει άλλες συνέπειες από εκείνες που ορίζει το άρθρο 656 του ΑΚ.

Η απόκρουση όμως των προσφερόμενων υπηρεσιών, όταν γίνεται υπό περιστάσεις σι οποίες υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ, είναι παράνομη.

Επίσης, είναι παράνομη η απόκρουση αυτή, όταν γίνεται υπό περιστάσεις που συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας (όρθρο 57 ΑΚ) ή εκ προθέσεως ζημιώνουν κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη τον εργαζόμενο (άρθρο 919 ΑΚ) ή υπαιτίως προσβάλλουν το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος).

Στις περιπτώσεις αυτές, γεννάται αξίωση του εργαζομένου για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον.

Εξάλλου, στοιχεία της αγωγής, που έχει ως αίτημα τη - σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ - καταβολή μισθών υπερημερίας, είναι η σύμβαση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η υπερημερία του εργοδότη περί την αποδοχή της εργασίας που του πρόσφερε ο εργαζόμενος, δηλαδή η άρνησή του να αποδεχθεί την εργασία του τελευταίου είτε αναιτιολόγητα, είτε κατόπιν άκυρης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης.

Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι έγινε χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, δηλαδή χωρίς έγγραφο (ή) και χωρίς καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, ήτοι καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη.

II. Περαιτέρω, τα χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημοσίας τάξεως, με την έννοια ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη νομοθετικής ή συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς την τήρηση της διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχολήσεως.

Ειδικότερα: Με την Ε. Γ. Σ. Σ. Ε. της 26-2-1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14-2-1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20-3-1984 (ΦΕΚ Β', 81, βλ. ΔΕΝ 1984.155), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ. Δ. Δ. Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του νόμου 1346/1983.

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εάν στην τελευταία περίπτωση δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης, που για τους εργαζόμενους στις εμπορικές επιχειρήσεις είναι οι οκτώ (8) ώρες ημερησίως

Έτσι, κατ' αρχήν, η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την ημέρα της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (Κυριακή) ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και κατά την ημέρα της υποχρεωτικής ανάπαυσης (Σάββατο), λόγω εξαντλήσεως της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπου ισχύει η τελευταία, απαγορεύεται από κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή τέτοιας εργασίας κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές, τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλον μισθωτό που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις πιο πάνω ημέρες, υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας με τον ακύρως κατ' αυτές εργασθέντα μισθωτό χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσαυξήσεις που θα εδικαιούτο ο απασχοληθείς λόγω των ιδιαιτέρων περιστάσεων που τυχόν συντρέχουν στο πρόσωπό του (επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κλπ.), αφού αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως και στο πρόσωπο του δυναμένου να προσληφθεί.

Εξάλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για την χορήγηση της αδείας, κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 ΑΝ 539/1945 και το άρθρο 1 Ν. 1346/1983), είναι η συμπλήρωση 12 μηνών (βασικός χρόνος) στον ίδιο εργοδότη.

Μετά τη συμπλήρωση του βασικού αυτού χρόνου ο μισθωτός λαμβάνει την πρώτη άδειά του, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος χορηγήσεως και όχι στο έτος προσλήψεως (ΑΠ 540/1985 ΔΕΝ 1986. 80). Κατά το άρθρο 4 ΑΝ 539/1945, ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών διακανονίζεται μεταξύ μισθωτών και εργοδότου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διετυπώθη το σχετικό αίτημα. Επίσης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν λήξει το ημερολογιακό έτος, έστω και αν δεν του την εζήτησε ο μισθωτός (βλ. και την ΑΠ 1013/1987 ΔΕΝ 1988.585).

Ο αριθμός των ημερών αδείας ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 1346/1983 και είναι ανάλογος με τα έτη υπηρεσίας του μισθωτού στον ίδιο (τελευταίο) εργοδότη. Με την από 21.2.90 ΕΓΣΣΕ είχαν προστεθεί 4 ή 3 (για εξαήμερο ή πενθήμερο εργασίας αντιστοίχως) εργάσιμες ημέρες σε όσους μισθωτούς είχαν συνολική υπηρεσία ή προϋπηρεσία 25 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη.



ΑΠ  864/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα



ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Αναστασάκο και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Μαΐου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "................................................." και τον διακριτικό τίτλο ".................." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "............................................" και τον διακριτικό τίτλο "..........................." που εδρεύει στην ..., που εκπροσωπείτο νόμιμα την οποία απορρόφησε με συγχώνευση, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον Πρόεδρο, Διευθύνοντα Σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπό της Χ. Κ., ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Πίκουλα και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Γ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικολάου Αναγνωστόπουλου και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-5-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:48/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 175/2013 του Τριμελούς Εφετείου Εύβοιας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-6-2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χρήστος Βρυνιώτης, ανέγνωσε την από 11-5-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πέμπτος και έκτος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και να απορριφθούν πάντες οι λοιποί λόγοι αυτής.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ. Κ.Πολ.Δ.) 175/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας, με την οποία έγιναν τυπικά και ουσιαστικά δεκτές οι δύο συνεκδικασθείσες εφέσεις των διαδίκων (ενώ απορρίφθηκαν οι ασκηθείσες από τους εναγομένους πρόσθετοι λόγοι της έφεσής τους), εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη τότε 48/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, απερρίφθη η ένδικη αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, έγινε εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη εναγομένη, αναγνωρίσθηκε ότι η από 5-3-2008 καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος είναι άκυρη και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 31.781,10 ευρώ νομιμοτόκως.

Κατά το άρθρο 669 ΑΚ, η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας είναι αναιτιώδης, μονομερής δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του μισθωτού και του εργοδότη. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού από τον εργοδότη δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε, αν η καταγγελία έγινε κατά κατάχρηση του οικείου δικαιώματος, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (αρθρ. 174, 180 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτήν ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και αν καταστεί υπερήμερος να καταβάλει τους μισθούς του, σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656.

Εξάλλου επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών που επιβάλλονται από συγκεκριμένες συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να αντεπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται, όμως, αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως εσχάτου μέσου αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της επιχείρησης και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (αρθρ. 281 του ΑΚ. Ειδικότερα, στην πρώτη περίπτωση (των ηπιότερων μέσων) ελέγχεται από το δικαστήριο, αν το δικαίωμα της καταγγελίας ασκείται καταχρηστικά, δηλαδή αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον εργοδότη η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών της επιχειρήσεως με τη λήψη ηπιότερων μέσων, όπως απασχόληση του μισθωτού σε άλλη θέση ή μερική απασχόληση, ακόμη και με τη χρήση της λεγόμενης τροποποιητικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

Στη δεύτερη περίπτωση (της επιλογής), ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ίδιου επιπέδου από άποψη ικανότητας προσόντων και υπηρεσιακής αποδόσεως, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση κάθε μισθωτού, την αποδοτικότητα και τη δυνατότητα εξεύρεσης απ' αυτόν άλλης εργασίας. Τέλος, όταν ο ενάγων στην αγωγή του περιλαμβάνει και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της καταγγελίας ως άκυρης (και όχι μόνον της καταβολής μισθών υπερημερίας) πρέπει να διαλαμβάνει τους λόγους της ακυρότητας και τα στοιχεία αυτών. Ειδικότερα δε, όταν ζητεί την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας που έγινε για οικονομοτεχνικούς μεν λόγους αλλά κατά παράβαση της ως άνω αρχής της αναλογικότητας, τότε θα πρέπει να διαλαμβάνει στο δικόγραφο της αγωγής του αφενός τα ηπιότερα μέσα, με τη λήψη των οποίων θα μπορούσε να αποφευχθεί η καταγγελία (όπως με την απασχόληση του σε άλλη συγκεκριμένη κενή θέση εργασίας, για την οποία και έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κλπ.) και αφετέρου όλα τα προαναφερόμενα κριτήρια (αποδοτικότητας, προσόντα, αρχαιότητα, ικανότητες κλπ.) του ίδιου σε σχέση με άλλους συγκεκριμένους εργαζόμενους της ίδιας ειδικότητας ή και γενικής κατηγορίας, όταν όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της επιχείρησης σε διαφορετικά είδη εργασίας ώστε να μπορεί να κριθεί αν η επιλογή του απολυτέου πραγματοποιήθηκε με αντικειμενικά, κατά τα παραπάνω, κριτήρια.

Περαιτέρω, εάν δεν έγινε αντίθετη συμφωνία, ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό, η δε μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερόμενων υπηρεσιών δεν έχει άλλες συνέπειες από εκείνες που ορίζει το άρθρο 656 του ΑΚ.

Η απόκρουση όμως των προσφερόμενων υπηρεσιών, όταν γίνεται υπό περιστάσεις σι οποίες υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ, είναι παράνομη.

Επίσης, είναι παράνομη η απόκρουση αυτή, όταν γίνεται υπό περιστάσεις που συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας (όρθρο 57 ΑΚ) ή εκ προθέσεως ζημιώνουν κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη τον εργαζόμενο (άρθρο 919 ΑΚ) ή υπαιτίως προσβάλλουν το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος).

Στις περιπτώσεις αυτές, γεννάται αξίωση του εργαζομένου για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον.

Εξάλλου, στοιχεία της αγωγής, που έχει ως αίτημα τη - σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ - καταβολή μισθών υπερημερίας, είναι η σύμβαση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η υπερημερία του εργοδότη περί την αποδοχή της εργασίας που του πρόσφερε ο εργαζόμενος, δηλαδή η άρνησή του να αποδεχθεί την εργασία του τελευταίου είτε αναιτιολόγητα, είτε κατόπιν άκυρης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης.

Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι έγινε χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, δηλαδή χωρίς έγγραφο (ή) και χωρίς καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, ήτοι καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη.

II. Περαιτέρω, τα χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημοσίας τάξεως, με την έννοια ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη νομοθετικής ή συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς την τήρηση της διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχολήσεως.

Ειδικότερα: Με την Ε. Γ. Σ. Σ. Ε. της 26-2-1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14-2-1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20-3-1984 (ΦΕΚ Β', 81, βλ. ΔΕΝ 1984.155), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ. Δ. Δ. Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του νόμου 1346/1983.


Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εάν στην τελευταία περίπτωση δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης, που για τους εργαζόμενους στις εμπορικές επιχειρήσεις είναι οι οκτώ (8) ώρες ημερησίως

Έτσι, κατ' αρχήν, η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την ημέρα της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (Κυριακή) ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και κατά την ημέρα της υποχρεωτικής ανάπαυσης (Σάββατο), λόγω εξαντλήσεως της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπου ισχύει η τελευταία, απαγορεύεται από κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή τέτοιας εργασίας κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές, τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλον μισθωτό που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις πιο πάνω ημέρες, υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας με τον ακύρως κατ' αυτές εργασθέντα μισθωτό χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσαυξήσεις που θα εδικαιούτο ο απασχοληθείς λόγω των ιδιαιτέρων περιστάσεων που τυχόν συντρέχουν στο πρόσωπό του (επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κλπ.), αφού αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως και στο πρόσωπο του δυναμένου να προσληφθεί.


III. Εξάλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για την χορήγηση της αδείας, κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 ΑΝ 539/1945 και το άρθρο 1 Ν. 1346/1983), είναι η συμπλήρωση 12 μηνών (βασικός χρόνος) στον ίδιο εργοδότη.

Μετά τη συμπλήρωση του βασικού αυτού χρόνου ο μισθωτός λαμβάνει την πρώτη άδειά του, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος χορηγήσεως και όχι στο έτος προσλήψεως (ΑΠ 540/1985 ΔΕΝ 1986. 80). Κατά το άρθρο 4 ΑΝ 539/1945, ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών διακανονίζεται μεταξύ μισθωτών και εργοδότου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διετυπώθη το σχετικό αίτημα. Επίσης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν λήξει το ημερολογιακό έτος, έστω και αν δεν του την εζήτησε ο μισθωτός (βλ. και την ΑΠ 1013/1987 ΔΕΝ 1988.585).

Ο αριθμός των ημερών αδείας ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 1346/1983 και είναι ανάλογος με τα έτη υπηρεσίας του μισθωτού στον ίδιο (τελευταίο) εργοδότη. Με την από 21.2.90 ΕΓΣΣΕ είχαν προστεθεί 4 ή 3 (για εξαήμερο ή πενθήμερο εργασίας αντιστοίχως) εργάσιμες ημέρες σε όσους μισθωτούς είχαν συνολική υπηρεσία ή προϋπηρεσία 25 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη.




Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εδρεύουσα στη ... πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, ως και η εδρεύουσα στην ... ανώνυμη εταιρεία "Κ. ΑΕΒΕ" ανήκουν στον ίδιο οικογενειακό επιχειρηματικό όμιλο, που εμπορεύεται αυτοκίνητα και ανταλλακτικά ,ως επίσημος διανομέας της εταιρείας Opel. Ωσαύτως, ο γεννηθείς το έτος 1946 ενάγων είναι από το έτος 1961 έμπειρος και με μεγάλη προϋπηρεσία επιτυχημένος πωλητής αυτοκινήτων, λόγος για τον οποίο η τελευταία αυτή εταιρεία κατά τον Απρίλιο 2001 τον προσέλαβε και τον απασχόλησε στο δίκτυο της (ως πωλητή) μέχρις το Δεκέμβριο 2003, με απολύτως ευδόκιμη υπηρεσία (βλ. από 14.1.2004 συστατική επιστολή της, υπογραφόμενη από την υπεύθυνη προσωπικού της Ι. Β.). Ακολούθως, στο ίδιο πλαίσιο, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο δεύτερος εναγόμενος, τον προσέλαβε (ενάγοντα), δυνάμει της από 1.4.2005 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (υπό το καθεστώς της 5ήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και επί 40ωρο/εβδομάδα), που κατέστη αόριστης διάρκειας τοποθετώντας τον στο τότε νεοπαγές υποκατάστημά της …). Σε τούτο ο (έγγαμος) ενάγων πράγματι απασχολήθηκε συνεχώς μέχρις την 31.12.2007, όχι μόνο ως πωλητής, αλλά και ως υπεύθυνος του καταστήματος, με πλήρη διαχειριστική και ταμειακή ευθύνη, με καθημερινή μετάβαση από την … (τόπος της κατοικίας του). Περαιτέρω, από την 2.1.2008 και στο πλαίσιο δανεισμού του στην ως άνω "αδελφή" δεύτερη ανώνυμη εταιρεία, και για υπηρεσιακούς και μόνο λόγους, αφορώντες αποκλειστικώς τον επιχειρηματικό όμιλό τους, μεταφέρθηκε (ενάγων) και τοποθετήθηκε, αρχικώς στο κατάστημά της (Χ. Κ. ΑΕΒΕ) επί της οδού ... στην …, στη συνέχεια δε και από τις αρχές 2009 σε εκείνο του … (επί της λεωφόρου …). Εξάλλου, σ' αμφότερα τα καταστήματα αυτά ο ενάγων συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, υπό τους ίδιους όρους, ήτοι του πωλητή αυτοκινήτων και υπευθύνου καταστήματος (βλ. και επαγγελματικές κάρτες αμφότερων των εταιρειών αυτών, όπου ο ενάγων αναφέρεται ως υπεύθυνος καταστήματος) μέχρις την 5.3.2009, ότε και κατά τα κατωτέρω, απολύθηκε από την (αρχική) εργοδότριά του πρώτη εναγομένη. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι κατά την παραπάνω εργασιακή τετραετή περίοδο, η πρώτη εναγόμενη χορήγησε στον ενάγοντα ελλειμματική, κατά τρεις ημέρες ανά έτος, τη νόμιμη ετήσια 25μερη άδεια αναψυχής του.
Συνεπώς, δικαιούται (ενάγων) λόγω αναλογίας αποδοχών αδείας, βάσει των τακτικών-συνήθων αποδοχών του, είτε των νόμιμων, σύμφωνα με τις από 18.4.2005 και 7.9.2006 νομίμως κηρυχθείσες εκτελεστές ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζόμενων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας" (βασικός μισθός με προϋπηρεσία 21 ετών μετά επιδομάτων γάμου και διαχειριστικών λαθών), είτε των υπέρτερων συμβατικών καταβαλλόμενων εκείνων: α) από 1.4.2005 ως 31.3.2006, ποσό 139,32 ευρώ (1.160,90 ευρώ νόμιμος μισθός: 25 Χ 3 ημέρες, β) από 1.4.2006 ως 31.3.2007, ποσό 155,46 ευρώ (1.295,41 ευρώ νόμιμος μισθός : 25 Χ 3), γ) από 1.4.2007 ως 31.3.2008, ποσό 135,60 ευρώ (1.130 ευρώ καταβαλλόμενος μισθός: 25 Χ 3) και δ) από 1.4.2008 ως 5.3.2009, ποσό 178,80 ευρώ (1.490 ευρώ καταβαλλόμενος μισθός: 25 Χ 3). Σύνολο 609,18 ευρώ, νομιμοτόκως από της επομένης επιδόσεως της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμο το οικείο αγωγικό κονδύλιο, υπέπεσε σε αποδεικτικό σφάλμα, όπως βασίμως παραπονείται ο ενάγων με το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι η μη χορήγηση (στον ενάγοντα) του μέρους αυτού της αδείας του οφειλόταν σε υπαιτιότητα του νομίμου εκπροσώπου και των αρμοδίων οργάνων της πρώτης εναγομένης, υπό την έννοια ότι αυτός (ενάγων) αξίωσε προηγουμένως, με αίτησή του, έστω και ατύπως, την παροχή της (αδείας) αυτουσίως και η τελευταία την αρνήθηκε. Ελλείποντος, άρα, του εργοδοτικού πταίσματος της, δεν οφείλει την, λόγω αστικής ποινής, αξιούμενη αποζημίωση επί των ως άνω αποδοχών αδείας (προσαύξησή τους κατά 100%), ώστε το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο να είναι απορριπτέο ως ουσιαστικώς αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με εσφαλμένες αιτιολογίες, αντικαθιστάμενες από τις αμέσως ως άνω της παρούσας, το απέρριψε ως αβάσιμο (αναπόδεικτο), δεν έσφαλε (κατ' αποτέλεσμα), απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού σκέλους του ίδιου ως άνω (πρώτου) λόγου της έφεσης του ενάγοντος. Περαιτέρω, με τα μη πληττόμενα κεφάλαια της εκκαλουμένης, έγιναν (ήδη τελεσιδίκως) δεκτά τα και αναγόμενα στην ίδια ως άνω εργασιακή περίοδο (1.4.2005 ως 5.3.2009) αγωγικά κονδύλια, το μεν επί των διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών (μεταξύ καταβληθεισών εκείνων και των νόμιμων καταβλητέων), για συνολικό ποσό 634.98. ευρώ, το δε επί της αμοιβής απασχόλησης του ενάγοντος για τρία ανά μήνα Σάββατα, για ποσό 3.055,23 ευρώ. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, η πρώτη εναγομένη επαναφέρει την πρωτοδίκως υποβληθείσα και ως αόριστη απορριφθείσα ένστασή της περί εξοφλήσεως (416 ΑΚ) όλων των ως άνω οφειλών της. Από κανένα όμως ουσιώδες αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε η με καταβολή εξόφληση των εν λόγω απαιτήσεων (λεκτέο ότι στο πεδίο του εργατικού δικαίου, τόσο η ένσταση εξόφλησης, όσο και η εξοφλητική απόδειξη πρέπει να είναι ειδική κατά ποσό, αλλά και αιτία. Και ναι μεν προσκομίζει (πρώτη εναγομένη) την από 5.3.2009 "δήλωση απολυομένου", κατά το περιεχόμενο της οποίας ο ενάγων αποδέχεται, γενικώς και αορίστως, ότι καμιά αξίωση δεν διατηρεί κατ' αυτής (πρώτης εναγομένης) από τη μέχρι τη συγκεκριμένη ημεροχρονολογία λειτουργία της εργασιακής του σύμβασης, έχοντας ικανοποιηθεί για όλες τις από το νόμο απορρέουσες αξιώσεις του, πλην αυτή, αποτελούσα εξώδικη ομολογία του και μάλιστα γενική, εκτιμάται από το Δικαστήριο ελευθέρως.
Συνεπώς, η κατ' εκτίμηση ορισμένη εν λόγω ένσταση είναι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη, δεν έσφαλε δε κατ' αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με εσφαλμένες αιτιολογίες, αντικαθιστάμενες από τις παραπάνω της παρούσας, την απέρριψε .απορριπτόμενου μετά τούτο ως αβάσιμου του προαναφερθέντος 3ου λόγου της έφεσης (της πρώτης εναγομένης). Σημειώνεται ότι κατά το μέρος που ήθελε εκτιμηθεί ότι η ως άνω δήλωση εμπεριέχει παραίτηση του ενάγοντος από τις ένδικες νόμιμες αξιώσεις του, αυτή είναι, έστω και με τη μορφή της άφεσης χρέους, άκυρη. Απορριπτέα, επίσης ως ουσιαστικώς αβάσιμη, είναι η παραδεκτώς και νομίμως με τις προτάσεις της (επαναφερόμενη) ένσταση της πρώτης εναγομένης, ως εφεσίβλητης (527 παρ.1 ΚΠολΔ) και μόνο ως προς το από τον ενάγοντα πληττόμενο κονδύλιο των αποδοχών αδείας, περί καταχρηστικότητας της αξίωσής τους, αφού τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά (κυρίως η ως άνω δήλωση παραίτησης του ενάγοντος) δεν είναι ικανά να τη θεμελιώσουν.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ήδη από το έτος 2008 η πρώτη εναγομένη, όπως και στο σύνολο του ο οικογενειακός επιχειρηματικός όμιλος, εμφάνισαν κλιμακούμενα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα, λόγος για τον οποίο προέβησαν σε περιστολή του απασχολούμενου προσωπικού τους. Έτσι, η πρώτη (πρώτη εναγομένη) προέβη κατά την περίοδο 2008-2009 σε εννέα απολύσεις υπαλλήλων και εργατών, μεταξύ των οποίων η κατά την 17.11.2008 του πωλητή Κ. Χ. και η ήδη επίδικη εκείνη κατά την 5.3.2009 του ενάγοντα (την 24.9.2010 απέλυσε και τον πωλητή της Χ. Γ.), ενώ η "αδελφή" παραπάνω εταιρεία απέλυσε, κατά μεν το έτος 2009 περί τους 27 εργαζομένους της, κατά δε το έτος 2010 τέσσερις, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι πωλητές Ε. Τ., Χ. Τ. και Α. Ο., με χρόνο καταγγελίας την 23.11.2009 (οι δυο πρώτοι) και 30.4.2010 ο τρίτος. Αποδείχθηκε, ωσαύτως, ότι ο ενάγων μέχρι την απόλυσή του εκτέλεσε με πληρότητα, συνέπεια και επάρκεια τα υπηρεσιακά του καθήκοντα (του πωλητή και υπεύθυνου καταστήματος), εμφανίζοντας υψηλές αποδόσεις, όσο και αποδοτικότητα, καταφανώς υπερτερώντας σε ουσιαστικά προσόντα των με την αυτή ειδικότητα συνυπηρετούντων (στο χρόνο της απόλυσης του) συναδέλφων του, τόσο στην πρώτη εναγομένη, 1) Σ. Κ., 2) Π. Κ., 3) Γ. Χ., 4) Α. Κ., 5) Δ. Ν. και 6) Ν. Κ., όσο και εκείνων στην "αδελφή" εταιρεία, Α. Ο., Ε. Τ., Κ. Γ., Χ. Τ., Χ. Κ. και Ν. Λ.. Ειδικότερα, υπερτερούσε (ενάγων) στα, προέχοντα και κρίσιμα εν προκειμένω, κριτήρια, της μεγάλης προϋπηρεσίας και επαγγελματικής εμπειρίας (στον τομέα της πώλησης αυτοκινήτων), της άριστης σχέσης με τους πελάτες και της ικανότητας πώλησης. Επίσης, ήταν και παρέμεινε (ενάγων) υγιής καθόλη τη μέχρι την απόλυσή του περίοδο, η εγχείριση δε βουβωνοκήλης στην οποία υποβλήθηκε το έτος 2006 δεν είχε καμιά ουσιώδη επίδραση στην εργασιακή του ικανότητα. Οι αιτιάσεις της πρώτης εναγομένης περί αντισυμβατικής συμπεριφοράς του (ενάγοντος) δυστροπίας προς τους συναδέλφους του, μειωμένης απόδοσης και αποδοτικότητας και εν γένει πλημμελούς εκτέλεσης των συμβατικών καθηκόντων και υποχρεώσεών του δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα, αν, μεταξύ άλλων, ληφθεί υπόψη ότι με την έλευση του ενάγοντος στο κατάστημα της οδού ... (της "αδελφής" εταιρείας) τούτο εμφάνισε ανοδική πορεία, οι δε πελάτες του ήταν οι πλέον ευχαριστημένοι όλου του ομίλου (βλ. από έτους 2008 εσωτερικά έγγραφα της "αδελφής" εταιρείας). Και ναι μεν κατά το Νοέμβριο 2008, όντας εξουσιοδοτημένος από τον δεύτερο εναγόμενο, προέβη σε αγορά του υπ' αριθ. κυκλοφορίας ... μεταχειρισμένου αυτοκινήτου Opel Meriva αντί τιμήματος 11.250 ευρώ, παρότι η εκτίμηση της αξίας του από το αρμόδιο τμήμα της "αδελφής" εταιρείας ήταν μόνο 7.000 ευρώ, το οποίο και μεταπωλήθηκε προς 8.885 ευρώ, ήτοι με ζημία της εταιρείας, πλην το μεμονωμένο αυτό αρνητικό περιστατικό δεν μπορεί να αναιρέσει την προπεριγραφείσα συνολική (ευδόκιμη) υπηρεσία του και σε καμμιά περίπτωση δεν τον εντάσσει στους ανεπαρκείς υπαλλήλους. Όπως προαναφέρθηκε, όλοι οι κατά το Μάρτιο 2009 ως άνω συνυπηρετούντες με τον ενάγοντα έξι συνάδελφοι του πωλητές - υπεύθυνοι καταστήματος της εργοδότριάς του πρώτης εναγομένης, αλλά και οι επίσης έξι εκείνοι της "αδελφής" εταιρείας, μειονεκτούσαν σε ουσιαστικά προσόντα, οι περισσότεροι δεν είχαν οικογενειακές υποχρεώσεις άπαντες δε ήταν πολύ νεότεροι ηλικιακώς, έναντι του 63ετούς, πλησιάζοντος τη δύση του εν γένει εργασιακού βίου και οδεύοντος προς την συνταξιοδότηση ενάγοντος. Υπό τα δεδομένα αυτά, ναι μεν υφίσταντο οικονομοτεχνικοί λόγοι, πλην η επιλογή του (ενάγοντος) ως απολυτέου και η εξ αυτής κατά την 5.3.2009 γενόμενη καταγγελία της σύμβασής του προσκρούει στα αντικειμενικά κριτήρια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, εξερχόμενη των ορίων της θεμιτής εξυπηρέτησης των καλώς εννοουμένων και δικαιολογημένων εταιρικών συμφερόντων της πρώτης εναγομένης. Ενόψει του ακύρου της καταγγελίας, η έκτοτε αποκρούουσα τις προσφερόμενες υπηρεσίες του (ενάγοντος) πρώτη εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία, εκ της οποίας είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει τις αποδοχές υπερημερίας για όλη την ένδικη περίοδο από 6.3.2009 μέχρις της (προγενέστερης της κατά την 14.10.2010 συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε, ομοίως, ότι η ένδικη καταγγελία είναι άκυρη, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των όσων για το αντίθετο προβάλλονται με τους συναφείς 1ο και 2ο λόγους της έφεσης της πρώτης εναγομένης. Αντιθέτως, δεχόμενο: 1) ότι οι αποδοχές υπερημερίας του ενάγοντος ανέρχονται στο μικρότερο συνολικό ποσό των 22.294,71 ευρώ, το οποίο και επιδίκασε, 2) ότι η πρώτη εναγομένη ήταν υποχρεωμένη να επαναπασχολήσει τον ενάγοντα, με χρηματική σε βάρος της ποινή 100 ευρώ και προσωπική σε βάρος του δευτέρου (εναγομένου) κράτηση ενός έτους, υπέπεσε σε νομικά και πραγματικά σφάλματα, κατά τις βάσιμες αντίστοιχες αιτιάσεις, το μεν του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, το δε του 4ου , 5ου λόγων της έφεσης των εναγομένων, ως και του οικείου σκέλους του τρίτου λόγου των πρόσθετων λόγων τους. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή ως (εν μέρει) κατ' ουσία βάσιμων, τόσο της έφεσης του ενάγοντος, όσο και της έφεσης μετά των πρόσθετων λόγων της των εναγομένων, να εξαφανισθούν τα αντίστοιχα αμέσως ως άνω εσφαλμένα κεφάλαια της εκκαλουμένης, ως και εν μέρει το απορριπτικό εκείνο περί της αποζημίωσης από τη μη χορήγηση αδείας, μετά της περί δικαστικής δαπάνης διάταξή της, στη συνέχεια δε πρέπει, διακρατούμενης εν μέρει της υπόθεσης στο παρόν Δικαστήριο και δικαζόμενης κατ' ουσία: 1) να απορριφθεί η αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο εν όλω, ως προς δε την πρώτη εναγομένη κατά το αίτημα επαναπασχόλησης του ενάγοντος μετά των ποινών έμμεσης εκτέλεσης ,2) να γίνουν δεκτές ως ουσιαστικώς βάσιμες οι αγωγικές απαιτήσεις: α) επί της αναλογίας αποδοχών αδείας της περιόδου 1.4.2005 ως 5.3.2009, για ποσό 609,18 ευρώ, νομιμοτόκως από της επομένης επιδόσεως της αγωγής (ορισμένο αίτημα τοκοφορίας από προγενέστερο χρόνο δεν υποβάλεται), β) επί των αποδοχών υπερημερίας για ποσό 26.481,71 ευρώ, νομιμοτόκως ως άνω. Περαιτέρω, για την εξασφάλιση ενιαίου τίτλου εκτελέσεως, πρέπει να εξαφανισθούν και τα μη πληγέντα κεφάλαια της εκκαλουμένης, ως και τα πληγέντα αλλ' ορθά εκείνα, ήτοι τα αφορώντα: α) την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, β) την λόγω ηθικής βλάβης από την καταγγελία χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος ποσού 1.000 ευρώ, γ) των διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών από 1.5.2005 ως 31.12.2007, συνολικού ποσού 634,98 ευρώ (22,56 ευρώ για το Μάιο 2005 συν 209 ευρώ από 1.1/2006 ως 31.8/2006 συν 183,18 ευρώ από 1.9/2006 ως 31.10/2006 συν 203,20 ευρώ από 1.1/2007 ως 31.8/2007 συν 17,04 ευρώ από 1.9/2007 ως 31.12/2007) και δ) της αμοιβής απασχόλησης κατά τα Σάββατα από 1.4.2005 ως 31.12.207, συνολικού ποσού 3.055,23 ευρώ (428,25 ευρώ από 1.4/2005 ως 31.8.205 συν 265,98 ευρώ από 1.9/2005 ως 31.12/2005 συν 747,60 ευρώ από 1.1.2006 ως 31.8/2006 συν 385,80 ευρώ από 1.9/206 ως 31.12/2006 συν 810 ευρώ από 1.1/2007 ως 31.8/2007 συν 417,60 ευρώ από 1.9/2007 ως 31.12/2007). Ακολούθως το Εφετείο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας και υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικό ποσό 31.781,10 ευρώ (609,18 συν 26.481,71 συν 634,98 συν 3.055,23 συν 1.00), νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση διακρίσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση, ότι παρά το νόμο (άρθρ. 520 § 2 ΚΠολΔ), κήρυξε δικονομικό απαράδεκτο με το να θεωρήσει εσφαλμένως ως απαράδεκτους τους 1ο και 2ο πρόσθετους λόγους της έφεσής της του δικογράφου των προσθέτων λόγων που αναφέρονται στα κεφάλαια του επιδόματος, διαχειριστικών λαθών και αμοιβής εργασίας Σαββάτων, παρόλο που τα κεφάλαια αυτά έχουν πληγεί με την έφεσή της. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης των εναγομένων και των με ιδιαίτερο δικόγραφο προσθέτων λόγων και συγκεκριμένα κατά το σκέλος του που πλήττονται τα κεφάλαια διαχειριστικών λαθών και αμοιβής εργασίας Σαββάτων (πρώτος και δεύτερος λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού αυτά (και εν γένει το κεφάλαιο των δεδουλευμένων αποδοχών), ούτε πλήττονται με την έφεσή τους, ούτε και αναγκαίως συνέχονται με τα δι' αυτής πληγέντα εκείνα (520 § 2 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, το Εφετείο, ουχί παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο με το να απορρίψει τους άνω προσθέτους λόγους (1ο και 2ο) και ο αντίθετος, εκ του αριθμ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ 1ος λόγος της αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης εκ του αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την πρωτόδικη απόφαση ότι επεδίκασε στον αναιρεσίβλητο αμοιβή για εργασία του Σαββάτου λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις ενώ επί 5νθημέρου συστήματος εργασίας, η εργασία του Σαββάτου αμοίβεται με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρο 904 ΑΚ) στα πλαίσια του οποίου δεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του εργαζομένου και ότι παραβίασε ευθέως τη διάταξη του ΑΚ 904, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι το ως άνω κεφάλαιο της εκκαλουμένης δεν επλήγη με την έφεση και συνεπώς δεν μεταβιβάσθηκε στο εφετείο και δεν προκύπτει ότι, εφόσον η αναίρεση στρέφεται και κατά της απόφασης του πρώτου βαθμού, ως προς το κεφάλαιό της αυτό ότι έχει κατατεθεί όπως θα έπρεπε και στη γραμματεία τούτου.
Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι ενώπιον του Εφετείου το πρώτον υπέβαλε, παραδεκτά, ισχυρισμό, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 527 αριθμ. 3 και 269 γ ΚΠολΔ (αποδεικνυόμενο εγγράφως με την από 5-3-2009 "δήλωση απολυομένου") με το εξής περιεχόμενο: "Ο αντίδικος κατά την καταγγελία της συμβάσεώς του, όταν ουδένα λόγο είχε να φοβηθεί να δηλώσει οποιαδήποτε απαίτησή του δήλωσε ρητώς και απεριφράστως ότι "δηλώ δια της παρούσης μου ελεύθερα και ανεπιφύλακτα ότι η τελευταία ημέρα της εργασίας μου είναι η 5-3-2009 και ουδεμίαν απαίτησιν εξ'οιασδήποτε αιτίας έχω ή επιφυλάσσω κατά της εταιρείας και επίσης, ικανοποιήθησαν μέχρι σήμερα άπασαι αι εκ του νόμου απορρέουσαι αξιώσεις μου, κατεβλήθηκαν εις εμέ άπαντα τα αντίστοιχα ποσά δεδουλευμένων ημερομισθίων, επιδομάτων. Εκτός της αναλογίας δώρου Πάσχα και προμηθειών Φεβρουαρίου - Μαρτίου 2009. Μάλιστα η προαναφερομένη φράση του αντιδίκου γράφτηκε με τα χέρια του, την οποία ανεπιφυλάκτως υπέγραψε και ως εκ τούτου δικαιολογημένα μας δημιουργήθηκε η εύλογη πεποίθηση ότι ο αντίδικος αν προέβαλε αξιώσεις θα προέβαλε (αξιώσεις) μόνο για αναλογία δώρου Πάσχα και προμήθειες Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2009 και ότι δεν θα προσέβαλε το κύρος της καταγγελίας της συμβάσεώς του". Ότι τον ισχυρισμό αυτό που συγκροτούσε κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας την ιστορική βάση της από το άρθρο 281 ΑΚ ενστάσεως, το Εφετείο αρνήθηκε να υπαγάγει στη διάταξη αυτή (281 ΑΚ). Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, διότι τα επικαλούμενα προς συγκρότησή του πραγματικά περιστατικά (κυρίως η ως άνω δήλωση παραίτησης του ενάγοντος), δεν είναι ικανά να τον θεμελιώσουν) και περαιτέρω δέχθηκε ότι η από 5-3-209 "δήλωση απολυομένου" κατά το περιεχόμενο της οποίας ο ενάγων αποδέχεται γενικώς και αορίστως ότι καμμία αξίωση δεν διατηρεί κατ'αυτής (πρώτης εναγομένης από τη μέχρι τη συγκεκριμένη ημεροχρονολογία της εργασιακής του σύμβασης έχοντας ικανοποιηθεί για όλες τις από το νόμο απορρέουσες αξιώσεις του, πλην αυτή αποτελούσα εξώδικη ομολογία του και μάλιστα γενική, εκτιμάται από το δικαστήριο ελευθέρως. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε με την μη εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, εκ του αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΑΚ (όχι εκ του αριθμ. 8 και 19), με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ευθεία άλλως εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεων του άρθρου 281 όσον αφορά την κατ'αντικειμενικά κριτήρια ορθή ή μη επιλογή του αναιρεσιβλήτου ως απολυτέου, διότι συνέκρινε αυτόν με εργαζομένους άλλης "αδελφής" εταιρίας, ενώ η σύγκριση έπρεπε να γίνει αποκλειστικά με εργαζομένους της ίδιας (εναχθείσας) εταιρείας, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής καθ'όσον από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος υπερτερούσε σε ουσιαστικά προσόντα και από τους συνυπηρετούντες (στο χρόνο της απόλυσης) προς σύγκριση συναδέλφους του που υπηρετούσαν στο κατάστημα της εργοδότριάς του πρώτης εναγομένης.
Περαιτέρω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η για οικονομοτεχνικούς λόγους καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου η οποία προσκρούει στα αντικειμενικά κριτήρια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ εξερχόμενη των ορίων της θεμιτής εξυπηρέτησης των καλώς εννοουμένων και δικαιολογημένων εταιρικών συμφερόντων της πρώτης εναγομένης παραβίασε με ανεπαρκείς αιτιολογίες την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281, διότι δεν αναφέρονται σ'αυτή στις παραδοχές της, ποία η ηλικία, η προϋπηρεσία, οι οικογενειακές υποχρεώσεις και τα ουσιαστικά προσόντα του καθενός από τους συγκριθέντες με τον αναιρεσίβλητο άλλους εργαζομένους μη αρκούντος του αναφερομένου στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης "ότι ο ενάγων εμφάνιζε υψηλές αποδόσεις όσο και αποδοτικότητα καταφανώς υπερτερώντας σε ουσιαστικά προσόντα των με την αυτή ειδικότητα συνυπηρετούντων (στο χρόνο της απόλυσής του) συναδέλφων του, τόσο στην πρώτη εναγομένη, Σ. Κ., Π. Κ., Γ. Χ., Α. Κ., και , Α. Ο., Ε. Τ., Κ. Γ., Χ. Τ., Χ. Κ. και Ν. Λ.. Ειδικότερα υπερτερούσε ο ενάγων στα προέχοντα και κρίσιμα εν προκειμένω κριτήρια της μεγάλης προϋπηρεσίας και της επαγγελματικής εμπειρίας (στον τομέα της πώλησης αυτοκινήτων ... και ότι όλοι οι κατά τον Μάρτιο του 2009 συνυπηρετούντες με τον ενάγοντα έξι συνάδελφοί του πωλητές υπεύθυνοι καταστήματος της εργοδότριάς του πρώτης εναγομένης μειονεκτούσαν σε ουσιαστικά προσόντα, οι περισσότεροι δεν είχαν οικογενειακές υποχρεώσεις, έναντι του 63ετούς πλησιάζοντος τη δύση του εν γένει βίου και οδεύοντας προς την συνταξιοδότηση ενάγοντα. Στις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως παραλείπονται να προσδιορισθούν τα κρίσιμα στοιχεία ουσιαστικών προσόντων, χρόνου προϋπηρεσίας και οικογενειακής κατάστασης των απασχολουμένων στην αναιρεσείουσα συναδέλφων του αναιρεσίβλητου η αξιολόγηση και σύγκριση των οποίων είναι αναγκαία για τον έλεγχο κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ της καταχρηστικότητας και εντεύθεν ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας με άμεση δικονομική συνέπεια να μην είναι δυνατό να ελεγχθεί αν η απόφαση αυτή (προσβαλλομένη) εφάρμοσε τα κατ' άρθρο 281 ΑΚ τηρητέα κοινωνικοοικονομικά κριτήρια επί απολύσεων πραγματοποιουμένων για οικονομικοτεχνικούς λόγους, ώστε τελικώς, να μπορεί να ελεγχθεί η εγκυρότητά του ως άνω αποδεικτικού πορίσματος για "υπεροχή" του αναιρεσιβλήτου.
Συνεπώς οι συναφείς με τα παραπάνω, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. 5ος και 6ος λόγοι της αναίρεσης είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της ακυρότητας της ένδικης καταγγελίας και το συνεχόμενο με αυτή κεφάλαιο των μισθών υπερημερίας, ενώ παρέλκει η έρευνα του έβδομου λόγου της αναίρεσης (από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.), λόγω της αναιρετικής εμβέλειας των προαναφερομένων λόγων (5ου και 6ου).
Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων πρέπει, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση, κατά τους ως άνω αναφερόμενους λόγους (5ο και 6ο) ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα κεφάλαια αυτής περί ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και της συνεχόμενης αξιώσεως των από την αιτία αυτή μισθών υπερημερίας και να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συντεθεί από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, ο αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικασθεί στην εν μέρει δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (άρθρ. 178, 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 175/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Εύβοιας, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη μερική δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, εκ χιλίων (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Ιουνίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven