1 Apr, 2015
ΑΠ 359/2015 Ανάκληση καταγγελίας σύμβασης. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Μετά την περιέλευσή της στον εργαζόμενο δεν
ΑΠ 359/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1.Ευθυμίας Σπανού του Γεωργίου και 2. Βασιλείου Γουδέλη του Σπυρίδωνος, κατοίκων Κορωπίου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καρούζο, ο οποίος συμπαραστάθηκε με την παρούσα δικηγόρο Ελένη Διονυσοπούλου, την οποία διόρισε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΠΛΟΥΡΑΛ (PLURAL) ανώνυμος εμπορική, τεχνική και βιομηχανική εταιρία τηλεπικοινωνιακών εφαρμογών" που εδρεύει στην Παιανία Αττικής, 2. Ε. Χ. του Κ., κατοίκου ..., αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεμιστοκλή Κλουκινά και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-4-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:2044/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1446/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18-7-2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Μιχαήλ Αυγουλέας, ανέγνωσε την από 19-2-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε: 1. την εν μέρει παραδοχή του 5ου λόγου της κρινόμενης αίτησης και την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, για το κεφάλαιο της αγωγής με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας των εναγόντων-αναιρεσειόντων από την απώλεια του επιδόματος ανεργίας και 2) την απόρριψη των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις διατάξεις των άρθρων 167,168, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση.
Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της, εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 Α.Κ..
Μετά την περιέλευσή της στον εργαζόμενο δεν μπορεί να γίνει ούτε ανάκληση αυτής από τον εργοδότη έστω και με τη συναίνεση του εργαζόμενου, αφού η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνο αν γίνει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως με την καταγγελία (άρθρο 168 Α.Κ.).
Περαιτέρω η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων (έγγραφο και καταβολή αποζημίωσης), είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, δηλαδή καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (180 Α.Κ.).
Σε περίπτωση ακυρότητας, ο εργοδότης που αρνείται έκτοτε να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού καθίσταται υπερήμερος (άρθρα 349, 350 Α.Κ.) και υποχρεούται στην πληρωμή του μισθού του.
Ο μισθωτός αντίστοιχα δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 Α.Κ., τους μισθούς του είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το Ν. 2112/1020 ή από το Β.Δ. από 16-7-1920 αποζημίωση, δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής και τα δύο αιτήματα εφόσον το δεύτερο από αυτά προβάλλει επικουρικά (άρθρο 219 ΚΠολΔ), για την περίπτωση δηλαδή απορρίψεως του πρώτου.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσεως εργασίας, τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας. Στην τρίμηνη αυτή αποσβεστική (άρθρο 279 Α.Κ.) προθεσμία, υπόκειται κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιοδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη. Αφετηρία της ως άνω προθεσμίας, αποτελεί ο χρόνος λύσης της εργασιακής σύμβασης που επέρχεται με την καταγγελία και είναι, όπως προαναφέρθηκε, ο χρόνος που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης -εργαζόμενος.
Η μη κοινοποίηση της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ως άκυρης και κατ' ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις.
Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία, καθίσταται έγκυρη, δικαιούμενου του εργαζόμενου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, και οι σχετικές αξιώσεις που προϋποθέτουν την ακυρότητα αποσβέννυνται, η δε σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη.
Η προαναφερθείσα διάταξη (άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955) έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, εφαρμόζεται δηλ. όχι μόνο στους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παράβασης των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παράβασης άλλων διατάξεων.
Καταλαμβάνει δε κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη. Αλλά και η αγωγή για την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημιώσεως, κατ' άρθρο 6 παρ. 2 εδ. πρώτο του ν. 3198/1955, είναι ουσιαστικά απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί στον εργοδότη μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, από τότε που ο εργαζόμενος παραλήπτης έλαβε γνώση της καταγγελίας, οπότε και είναι απαιτητή η αποζημίωση (ΟΛ. ΑΠ 218/2003). Εξάλλου, κατά το άρθρο 74 παρ. 3 ν. 3863/2010, όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών.
Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση. Από το συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι, η αξίωση του μισθωτή για την καταβολή ή συμπλήρωση της πιο πάνω αποζημίωσης, γεννάται αμέσως με την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας.
Πλην όμως, αν η αποζημίωση είναι καταβλητέα σε δόσεις, η με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 οριζομένη εξάμηνος αποσβεστική προθεσμία άρχεται από τότε που οι δόσεις αυτές κατέστησαν απαιτητές και συνακόλουθα είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 251 ΑΚ, που έχει εφαρμογή, κατ' άρθρο 279 του ίδιου Κώδικα και στην αποσβεστική προθεσμία. Εφόσον λοιπόν, για κάθε μια από τις επί μέρους δόσεις, προβλέπεται αυτοτελής αποσβεστική προθεσμία, αρχομένη από τότε που καθίσταται απαιτητή καθεμιά απ' αυτές, συνάγεται ότι η άσκηση της αγωγής για καταβολή κάποιων δόσεων (που ως έλασσον αίτημα περιλαμβάνεται στο μείζον για την καταβολή της όλης αποζημίωσης), επιφέρει, κατά τα άρθρα 261 και 279 ΑΚ διακοπή της αποσβεστικής προθεσμίας.
Οι ως άνω αποσβεστικές προθεσμίες, προσδιοριζόμενες σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθ. 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζουν από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτών, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγουν με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμο εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα.
Οι εν λόγω προθεσμίες λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθ. 280 ΑΚ) Στον ίδιο δε χρονικό περιορισμό υπόκειται και η ένσταση ή αντένσταση περί ακυρότητας της καταγγελίας.
Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη ή μη προβολή της ενστάσεως, μέσα στην παραπάνω αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο.
Αντιθέτως η διακοπή της αποσβεστικής προθεσμίας, που επέρχεται όπως και επί παραγραφής (άρθρο 279 ΚΠολΔ), δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αλλά κατόπιν υποβολής, παραδεκτώς σχετικής αντενστάσεως εκ μέρους του εργαζομένου. Κατά δε τα άρθρα 261, 263 ΑΚ, που κατά το άρθρο 279 ΑΚ εφαρμόζονται και επί αποσβεστικής προθεσμίας, αυτή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, αλλά θεωρείται σαν να μη διακόπηκε αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή απορριφθεί τελεσίδικα η αγωγή για λόγους μη ουσιαστικούς, και εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε τρείς ή έξι μήνες, αντίστοιχα, οπότε θεωρείται ότι η αποσβεστική προθεσμία έχει διακοπεί με την προηγουμένη αγωγή.
Προϋπόθεση της διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας από της εγέρσεως της πρώτης αγωγής είναι η ταυτότητα διαδίκων, καθώς και ταυτότητα ιστορικής και νόμιμης αιτίας των δύο αγωγών.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα εξής: Με την ένδικη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι ενάγοντες ήδη αναιρεσείοντες εξέθεταν ότι απασχολήθηκαν η πρώτη ως βοηθός λογιστή και ο δεύτερος ως οδηγός και υπάλληλος αποθήκης στην πρώτη εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και ότι εργοδότρια τους, επέβαλε μονομερώς εκ περιτροπής απασχόληση στις 15-7-2011 άλλως με την επανάληψη της εκδηλωθείσας βούλησής της, για την εκ περιτροπής εργασία ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας στις 9-9¬2011, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, αλλά και καταχρηστικώς για να τους εξαναγκάσει σε παραίτηση, ζήτησαν δε οι ενάγοντες [α] να αναγνωρισθεί ότι η παραπάνω ενέργεια της εναγόμενης συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των εργασιακών όρων, εξομοιούμενη με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, [β] να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον (ο δεύτερος εξ' αυτών, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης, και λόγω της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης), να καταβάλουν αποζημίωση απόλυσης ποσό 75.950 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα και 15.400 ευρώ στον δεύτερο ενάγοντα και [γ] να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, υποχρεούνται να καταβάλουν 1) αποζημίωση ποσού 7.086,30 ευρώ σε έκαστο των εναγόντων για απώλεια επιδόματος ανεργίας, λόγω παράλειψης αναγγελίας των απολύσεών τους στον ΟΑΕΔ και 2) χρηματική ικανοποίηση 3.000 ευρώ σε καθένα για την προσβολή της προσωπικότητάς τους, από την μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των συμβάσεων τους. Οι απαιτήσεις αυτές, υπάγονταν οι υπό στοιχείο α, β στη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 και η υπό στοιχείο γ1, γ2 στις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 4 και 5 του ν. 1545/1985 και 914 επ. ΑΚ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 2044/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αφού κρίθηκε ότι είναι νόμιμη στη συνέχεια: 1) απορρίφθηκε ως κατ' ουσία αβάσιμη όσον αφορά το αίτημα για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης και 2) έγινε δεκτή ως εν μέρει κατ' ουσία βάσιμη για τα λοιπά αιτήματά της. Συγκεκριμένα, αφού αναγνωρίσθηκε ότι, με την καθιέρωση της εκ περιτροπής εργασίας, για την επιβολή της οποίας δεν συνέτρεχαν οι όροι του νόμου, επήλθε μεταβολή των εργασιακών όρων εναγόντων εξομοιούμενη με καταγγελία της σύμβασης από 9-9-2011, στη συνέχεια: 1) υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη (ήδη α' αναιρεσίβλητη) να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό εβδομήντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ( 75.950 ) ευρώ, και στον δεύτερο ενάγοντα ποσό δεκαπέντε χιλιάδων τετρακοσίων ( 15.400 ) ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης και 2) αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι (ο 2ος ως νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας) έκαστος ευθυνόμενος εις ολόκληρον, υποχρεούνται να καταβάλουν [α] στην πρώτη ενάγουσα ποσό 5.724,16 ευρώ (4.724.16 ευρώ για την απώλεια της επιδότησης ανεργίας και 1000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, και [β] στον δεύτερο ενάγοντα ποσό 6.314,68 ευρώ (5.314,68 ευρώ για την απώλεια της επιδότησης και 1.000 για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης). Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν αντίθετες εφέσεις οι διάδικοι, καθώς και αντέφεση, με τις προτάσεις τους, οι ενάγοντες-αναιρεσείοντες. Επί των ως άνω ενδίκων μέσων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αρ. 1446/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία, οι αντίθετες εφέσεις κρίθηκαν ότι ασκήθηκαν παραδεκτά. Στη συνέχεια αφού απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμες την έφεση και αντέφεση των αναιρεσειόντων, δέχτηκε την έφεση των αναιρεσίβλητων, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω του ότι ό ασκήθηκε μετά την παρέλευση εξαμήνου από την καταγγελία. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα εξής: "Στην ένδικη αγωγή, ως άνω, οι ενάγοντες- εκκαλούντες- εφεσίβλητοι-αντεκκαλούντες εξέθεταν ότι, η καταγγελία των εργασιακών τους συμβάσεως, από την πλευρά της πρώτης των εναγομένων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων- αντεφεσιβλήτων, θεωρούν ότι έχει ήδη επέλθει από 23.8.2011 για την πρώτη και από 26.8.2011 για τον δεύτερο εξ αυτών, ημερομηνίες κατά τις οποίες επεβλήθη σε βάρος τους, από τον δεύτερο των εναγομένων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων- αντεφεσιβλήτων, το τροποποιημένο πρόγραμμα εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο εξακολουθούσε να ισχύει κατά την δευτέρα συζήτηση της εργατικής διαφοράς, ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, στις 9.9.2011, χωρίς η εναγομένη - εκκαλούσα -εφεσίβλητος -αντεφεσίβλητος να το ανακαλέσει. Επικουρικώς, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι, η από 9.9.2011 πρόταση τροποποιήσεως της εκ περιτροπής εργασίας από πλευράς αυτής, συνιστά ανάκληση του προηγούμενου προγράμματος, κάτι που, πάντως, δεν ισχυρίσθηκε, τότε η από την ημερομηνία αυτή πρόταση συνιστά παράνομη, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, εξομοιούμενη με καταγγελία των συμβάσεών τους [βλ. σελ. 13 αγωγής]. Περαιτέρω οι ενάγοντες - εκκαλούντες - εφεσίβλητοι - αντεκκαλούντες ανέφεραν ότι, η επιβολή του από 15.7.2011 τροποποιημένου προγράμματος εκ περιτροπής εργασίας, καθώς επίσης η "εναλλακτική πρόταση" που υπέβαλε στις 9.9.2011, ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας η πρώτη των εναγομένων - εκκαλούντων -εφεσιβλήτων - αντεφεσιβλήτων, ουδόλως είχαν ως στόχο την διάσωση της θέσεως εργασίας τους [βλ. σελ. 21 αγωγής]. Ακολούθως ισχυρίζονταν (οι ενάγοντες) ότι, στο πλαίσιο συναντήσεώς τους στην Επιθεώρηση Εργασίας, στις 9.9.2011 και , στην απάντηση τους στην πρόταση της εναγομένης -εκκαλούσης- για εκ περιτροπής εργασία, θεωρώντας την προσχηματική, κατέληγαν ως εξής: "Με βάση την ανωτέρω στάση της επιχείρησης οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι ο εργοδότης έχει προβεί σε παράνομη και καταχρηστική βλαπτική μεταβολή των συμβάσεων εργασίας τους, εξομοιούμενη με απόλυση και για τον λόγο αυτόν τον καλούν να καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση που ορίζει ο νόμος" [βλ. σελ. 13 αγωγής]. Επομένως κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3 198/1955, για την έγερση της ενδίκου αγωγής, με κύριο αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας συμβάσεως εργασίας, κατά το άρθρο 7 του Ν. 21 12/1920, ήρξατο στις 9.9.2011. Ωστόσο, η από 4.4.2012 ένδικος αγωγή κατετέθη στις 12.4.2012 και κοινοποιήθη στις 20.4-2012 [βλ. υπ' αριθμ. 11415γ/204-'2012 και 11416γ/20.42012 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ι. Ε. Π.], ήτοι ,μετά το πέρας της εξαμήνου αποσβεστικής προθεσμίας. Ελλείψει δε εγέρσεως σχετικής ενστάσεως και αντενστάσεως, τόσον πρωτοδίκως, όσο και στον παρόντα βαθμό, διακοπή τυχόν της αποσβεστικής προθεσμίας, δεν ελέγχεται υπό του Δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως". Με βάση τις σκέψεις αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε ότι οι αξιώσεις της εναγόντων είχαν αποσβεστεί στο σύνολό τους και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή, για τις απαιτήσεις των εναγόντων για την αποζημίωση από την απόλυσή τους και εκείνες από την αδικοπραξία, και ως άνευ αντικειμένου για το αίτημα της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. 2. Κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, με τον όρο απαράδεκτο, του οποίου η από το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ιδρύει λόγο αναιρέσεως, νοείται όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά το τοιούτο, που απορρέει από αθέτηση δικονομικής διατάξεως, δηλαδή δικονομικής ενεργείας, η οποία στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους αυτής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης της αποφάσεως και όταν το δικαστήριο αφήσει αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση που αφέθηκε αδίκαστη νοείται όχι οποιαδήποτε αίτηση υποβληθείσα από τους διάδικους κατά την διαδρομή της δίκης, αλλά μόνο εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία, όπως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, γνήσιας ένστασης η ενδίκου μέσου. Δεν αφορά, όμως, ο λόγος αυτός μη γνήσιες ή καταχρηστικές ενστάσεις ή αντενστάσεις, οι οποίες υπάγονται στο λόγο του άρθρου 559 αρ. 8. Ακόμη, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, όταν τα αιτήματα αφορούν νομικά ή πραγματικά ζητήματα, ή το νομικό τους χαρακτηρισμό ή σε εσφαλμένη μη λήψη ή μη εξέταση αποδεικτικών μέσων, ή ζητήματα που εξετάζονται αυτεπάγγελτα. Η εσφαλμένη από το δικαστήριο, νομική θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, δεν ιδρύει τον άνω λόγο, αφού το δικαστήριο αποφάνθηκε, έστω και εσφαλμένα γι' αυτό (αγωγικό αίτημα). Ενόψει αυτών: Α) ο 2ος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες ότι το Εφετείο με το να απορρίψει την αγωγή τους, ως απαράδεκτη, λόγω της ασκήσεώς της, μετά την παρέλευση εξαμήνου από την καταγγελία, υπέπεσε στην από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια είναι απαράδεκτος. Τούτο διότι οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται την αθέτηση δικονομικής διατάξεως, αλλά ουσιαστικής. Και Β) απαράδεκτος είναι και ο πέμπτος λόγος της κρινόμενης αίτησης, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες ότι το δικαστήριο της ουσίας άφησε αδίκαστη βάση της αγωγής τους, (για την ανόρθωση της ζημίας της κληρονομηθείσας από αυτούς ενάγουσας, από την απώλεια του επιδόματος ανεργίας, λόγω μη εμπρόθεσμης αναγγελίας εν μέρους των αναιρεσίβλητων της καταγγελίας στον ΟΑΕΔ). Τούτο διότι, από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το κεφάλαιο αυτό της αγωγής και εσφαλμένως έκρινε ότι τούτο υπάγεται στις απαιτήσεις, που αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσης, τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ν. 3198/1955, αν και αποτελούσε, ορθώς, εκτιμώμενο διάφορο κεφάλαιο αυτής. Η εσφαλμένη, όμως, νομική εκτίμηση από το δικαστήριο του κεφαλαίου αυτού της αγωγής, δεν ιδρύει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη τον από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. 3. Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλ. αν το δικαστήριο της ουσίας, απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αν αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο του Ν. 2915/2001, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 256 παρ, 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από τον γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά την συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ' αυτές. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) συνάγεται σαφώς, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, προφορικά κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, "ως γενόμενο κατά την συζήτηση", σημειώνεται στα πρακτικά. Από την δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων (του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠολΔ) συνάγεται ότι, η κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων. Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110§2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ. 561 §2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως πράγματα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Θα πρέπει δε, αν πρόκειται για ισχυρισμούς που δεν λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα. Ειδικότερα αν προσβάλλεται για τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά και στο δεύτερο βαθμό, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρ. 527 ΚΠολΔ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο. Επομένως δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο, αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης, ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουσμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου, Ο ίδιος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν το δικαστήριο έλαβε μεν υπόψη τον κρίσιμο ισχυρισμό, όμως τον απέρριψε, ρητά ή και σιωπηρά, για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Οφείλει πάντως το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό της κρίσης του, για ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11 γ του άρθρ.559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο) κατά τις παραπάνω διακρίσεις, κατ' άρθρο 240 ΚΠολΔ, το οποίο έχει εφαρμογή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όσον αφορά την επίκληση των αποδεικτικών στοιχείων σε μεταγενέστερη συζήτηση (Ολ. ΑΠ 23/2008). Με τον 1° κατά το πρώτο σκέλος του λόγο της κρινόμενης αίτησης, μόνο από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη την παραδεκτώς από αυτούς προβληθείσα ένσταση περί διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας. Προς θεμελίωση του λόγου αυτού, εκθέτουν τα εξής: 1) ότι με την ένδικη αγωγή τους, που επιδόθηκε στις 20-4-2012, ισχυρίστηκαν ότι παραιτήθηκαν προηγούμενης αγωγής τους, 2) ότι με τις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ισχυρίστκαν και τα εξής: "..Συζητείται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας στις 30 Μαΐου 2012, με αριθμό πινακίου ΚΒ/16, η από 04-04-2012 αγωγή μας η οποία επιδόθηκε νομότυπα στους αντιδίκους, όπως προκύπτει από τις υπ' αρ. 11415γ/20.04.2012 και 11416γ/20.04.2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ι. Π. Με το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής έλαβε χώρα νομότυπη παραίτηση από το δικόγραφο της από 11-10-2011 αγωγής μας, η οποία είχε ομοίως επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στους αντιδίκους, όπως προκύπτει από τις υπ' αρ. 10494γ/21.10.2011 και 10495γ/21.10.2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ι. Π." και 3) ότι τον ισχυρισμό τους αυτό επανέφεραν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναφορά των ως άνω επιδόσεων, που συμπεριέλαβαν ως σχετικά στις προτάσεις-αντέφεσή τους. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι, με μόνη την επίκληση της άσκησης και επίδοσης της προηγούμενης αγωγής τους, προέβαλαν παραδεκτώς ένσταση περί διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας. Ο ισχυρισμός τους, όμως, ήταν αόριστος καθόσον για τη θεμελίωση του, ως γνήσια ένσταση, δεν ανέφεραν ότι η προηγούμενη αγωγή τους αφορούσε τις ίδιες απαιτήσεις, αλλά και ότι με την επίδοση αυτής διεκόπει η αποσβεστική προθεσμία και συνακόλουθα ότι δεν συντρέχει λόγος που να κωλύει την περαιτέρω έρευνα της αγωγής τους. Επομένως το Εφετείο που δεν τον έλαβε υπόψη τον εν λόγω ισχυρισμό τους, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο σχετικός πιο πάνω λόγος αναιρέσεως αβάσιμος και απορριπτέος. Ενόψει αυτών, εφόσον ο ισχυρισμός περί διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας ήταν αόριστος, ο 4ος λόγος της κρινόμενης αίτησης με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια από τον αρ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη τις μετ' επικλήσεως προσκομισθείσες απ' αυτούς (αναιρεσείοντες) εκθέσεις επιδόσεως της προηγούμενης αγωγής τους, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Με το να δεχτεί, όμως, το Εφετείο ότι οι απαιτήσεις των εναγόντων-εκκαλούντων είχαν υποπέσει στο σύνολό τους στην εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, αν και η αποζημίωση έπρεπε να καταβληθεί σε δόσεις, έσφαλε στην εφαρμογή και ερμηνεία των προαναφερομένων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (άρθρα 74 παρ. 3 ν.3863/2010, 251, 263 και 279 ΑΚ). Τούτο διότι, εφόσον η οφειλόμενη στους ενάγοντες αποζημίωση, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπερέβαιναν τις αποδοχές δύο (2) μηνών, έπρεπε να καταβληθούν σ' αυτούς , κατά την απόλυσή τους (9-9-2011) ποσό αντίστοιχο των αποδοχών τους των δυο μηνών και υπόλοιπο σε δόσεις με τη συμπλήρωση διμήνου από την απόλυσή τους. Ειδικότερα για την πρώτη ενάγουσα στις 9-11-2011, 9-1-2012 κ.ο.κ μέχρι και την τελευταία δόση στις 9-3-2013 και για το δεύτερο στις 9-11-201, 9-1-2012 και 9-3-2012. Έτσι λοιπόν, αφού η αγωγή επιδόθηκε στους αναιρεσίβλητους στις 20-4-2012, στην ως άνω αποσβεστική προθεσμία είχαν υποπέσει, μόνο οι δόσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, όχι όμως και οι υπόλοιπες. Επομένως, οι 3ος, κατά το δεύτερο σκέλος του και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, αληθώς, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί εν μέρει.
4. Κατά το άρθρο 7 §§ 4, 5 του ν. 1545/1985 "εθνικό σύστημα προστασίας από την ανεργία και άλλες διατάξεις", που αντικατέστησαν αντίστοιχα τις παραγράφους 1, 9 και 10 του άρθρου 27 ν.δ. 2961/54, για να επιδοτηθεί ο άνεργος, πρέπει να εμφανιστεί ο ίδιος στην υπηρεσία του ΟΑΕΔ της κατοικίας του ή του τόπου της τελευταίας απασχόλησης του και να υποβάλει αίτηση για την επιδότηση, μέσα σε εξήντα ημέρες από τη λύση της σχέσης εργασίας. Μετά πάροδο 60 ημερών από τη λύση της εργασιακής σχέσης, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος για επιδότηση. Η αξίωση για το επίδομα ανεργίας παραγράφεται μετά από 60 ημέρες από τότε που κατέστη απαιτητό. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η εμπρόθεσμη άσκηση του δικαιώματος για επιδότηση και η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του άνεργου στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΑΕΔ αποτελεί τη βασική διαδικαστική προϋπόθεση ώστε να καταστεί εφικτή η διαπίστωση συνδρομής των άλλων ουσιαστικών προϋποθέσεων και ειδικότερα των προϋποθέσεων που αφορούν στη λύση ή τη λήξη της σχέσεως εργασίας και, στις χρονικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις, δηλαδή στο χρόνο ασφαλίσεως που πρέπει να έχει διανύσει ο ασφαλισμένος για να επιδοτηθεί λόγω ανεργίας. Περαιτέρω, κατ' άρθρο 9 §§1, 2 ν. 3198/55, "ο καταγγέλλων την σχέσιν εργασίας εργοδότης υποχρεούται, εντός προθεσμίας 8 ημερών από της παραδόσεως του εγγράφου της καταγγελίας εις τον απολυόμενον, να αναγγείλει την υπ' αυτού ενεργηθείσα καταγγελίαν εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας". Η παράλειψη όμως αυτή του εργοδότη επισύρει, κατά την §4 του ίδιου άρθρου, μόνον ποινικές κυρώσεις σε βάρος του, ενδέχεται δε να δημιουργηθεί υποχρέωση για αποζημίωση του μισθωτού που, λόγω της παράλειψης, στερήθηκε το επίδομα ανεργίας, ερειδομένη στις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 επ. ΑΚ και δεν έχει σχέση, όπως προαναφέρθηκε, με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ν. 3198/1955 απαιτήσεις και συνακόλουθα δεν υπόκεινται στην από τις διατάξεις αυτές καθιερούμενη αποσβεστική προθεσμία. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το να κρίνει ότι το με στοιχείο γ1 κεφάλαιο της αγωγής με το οποίο οι ενάγοντες ζητούσαν αποζημίωση για απώλεια επιδόματος ανεργίας, το οποίο δεν τους χορήγησε ο ΟΑΕΔ, αν και υπέβαλλαν τις από 10-10¬2011 αιτήσεις τους, λόγω παράλειψης, εκ μέρους του νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριάς τους να αναγγείλει την απόλυσή τους στον Ο.Α.Ε.Δ. καθώς και της και χορήγησης εγγράφου καταγγελίας στους ίδιους, υπαγόταν στη ρύθμιση των τελευταίων πιο πάνω διατάξεων, έσφαλε στην εφαρμογή και την ερμηνεία αυτών, αφού δεν ήταν εφαρμοστέες, ενώ δεν εφάρμοσε εκείνες των άρθρων 7 παρ. 4 και 5 του ν. 1545/1985 και 914 επ. ΑΚ, που ήταν εφαρμοστέες. Κατά συνέπεια, ο 5ος λόγος της κρινόμενης αίτησης, κατά το δεύτερο σκέλος του, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε με την έκθεση εισήγηση, συναφής από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, για τα αντίστοιχα κεφάλαιά της, όσον αφορά τις απαιτήσεις εναγόντων: 1) για την αποζημίωση απολύσεως, για το διάστημα από 9-11-2011 και μετέπειτα, 2) της σε βάρος τους αδικοπραξίας από την μη αναγγελία των εναγομένων της απόλυσής της στον ΟΑΕΔ και 3) της αποκατάστασης της ηθικής τους βλάβης. Στη συνέχεια η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, προκειμένου να ερευνηθούν τα ως άνω αιτήματα της αγωγής, καθώς και η μη ερευνηθείσα βάση της αγωγής (άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης αναιρεσίβλητης). Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι πρέπει να καταδικασθούν στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, μειωμένη όμως, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει, για τα κεφάλαιά της που αναφέρονται στο σκεπτικό την υπ' αρ. 1446/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει προς περαιτέρω εκδίκαση την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή. Επιβάλλει μέρος της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσειόντων σε βάρος των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1600) ευρώ).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2015. Και Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, δε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2015.Πηγή: Taxheaven