ΣτΕ 1230/2015 Η κατά το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 3610/2007 αναστολή των προθεσμιών  ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων και μέσων επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών όχι καθ’  όλο το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών, αλλά μόνον κατά το μήνα Αύγουστο δε

ΣτΕ 1230/2015 Η κατά το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 3610/2007 αναστολή των προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων και μέσων επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών όχι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών, αλλά μόνον κατά το μήνα Αύγουστο δε




Περίληψη
Επειδή, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 3610/2007 αναστολή των  προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων και μέσων επί φορολογικών και τελωνειακών  διαφορών όχι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών, όπως ισχύει επί των  λοιπών διαφορών, αλλά μόνον κατά το μήνα Αύγουστο, έχει ως αποτέλεσμα οι ασκούντες ένδικα  βοηθήματα και μέσα επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών να τυγχάνουν δυσμενέστερης  μεταχειρίσεως σε σχέση με όσους ασκούν ένδικα βοηθήματα ή μέσα επί άλλων υποθέσεων  χρηματικού αντικειμένου.
Ωστόσο, η διαφοροποίηση αυτή, η οποία ερείδεται σε γενικό και  αντικειμενικό κριτήριο συναφές προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως, όπως είναι το είδος των  διαφορών, δικαιολογείται αντικειμενικώς, ενόψει της σημασίας των φορολογικών διαφορών και  των αναγκών που συνδέονται με την εκδίκασή τους.
Συγκεκριμένα, όπως είναι γνωστό στους  λειτουργούς της διοικητικής δικαιοσύνης, οι φορολογικές και τελωνειακές εν γένει προσφυγές  αποτελούν ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία διοικητικών διαφορών ουσίας, τόσο σε απόλυτους  αριθμούς όσο και ως ποσοστό του συνόλου των υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών  δικαστηρίων, το δε αντικείμενό τους συνήθως υπερβαίνει και, μάλιστα, κατά πολύ, τα 5.000 ευρώ,  ενώ ο μέσος χρόνος εκδικάσεώς τους είναι μακρός.
Παράλληλα, πρόκειται για κατηγορία  υποθέσεων ιδιαίτερης σημασίας για την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας και των πολιτών  της, ιδίως σε μια κρίσιμη περίοδο όπως η παρούσα, κυρίως όσον αφορά σε υποθέσεις με αξιόλογο  οικονομικό αντικείμενο, η δε αντιμετώπιση του προβλήματος της σωρεύσεως εκκρεμών  φορολογικών διαφορών και η ταχεία εκκαθάρισή τους από τα διοικητικά δικαστήρια έχουν  οδηγήσει τον νομοθέτη σε θέσπιση αλλεπαλλήλων ρυθμίσεων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η  επίμαχη νομοθετική πρόβλεψη βραχύτερης αναστολής των προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων  βοηθημάτων και μέσων επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, η οποία, σύμφωνα με την  εισηγητική έκθεση επί του οικείου νομοσχεδίου, ανταποκρίνεται στην ανάγκη ειδικής  αντιμετωπίσεως των ως άνω διαφορών και αποσκοπεί στη διασφάλιση της έγκαιρης και σύντομης  εισπράξεως των δημοσίων εσόδων και, συνακολούθως, στην εύρυθμη λειτουργία της  δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της εν γένει οικονομικής ζωής της χώρας, δεν συνιστά μέτρο  προδήλως απρόσφορο για την επίτευξη του ως άνω σκοπού, ούτε τελεί σε προφανή δυσαναλογία  προς αυτόν, δικαιολογείται δε αντικειμενικώς και δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της  ισότητας των διαδίκων (πρβλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.).
Ερμηνευομένη υπό την έννοια αυτή η  προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 11 εδ. γ’ του ΚΝΔΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 25  παρ.3 του ν. 3610/2007, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο  άρθρο 6 παρ. 1 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α’ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των  Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ούτε, τέλος, στο  άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας του δικαιώματος στην  περιουσία (πρβλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.).


ΣτΕ  1230/2015
 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
 
ΤΜΗΜΑ Β΄
 
 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ε.  Γαλανού, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε  κώλυμα, Α.- Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι.  Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
 
 Για να δικάσει την από 26 Οκτωβρίου 2012 αίτηση:
 
 του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.),  που εδρεύει στην Αθήνα (Πατησίων 54), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Ευσταθία Καλαντζή  (Α.Μ. 16331), που τη διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
 
 κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Φαρμάκη, Πάρεδρο του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
 
 Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ταμείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 914/2012 απόφαση  του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
 
 Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του
 
 Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
 
 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.
 
 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
 
 κ α ι
 
 Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
 
 Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο
 
 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως από το Ταμείο Ασφαλίσεως Υπαλλήλων  Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας, το οποίο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου  δικαίου, δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (ΣτΕ 4011/2014 επταμ.).
 
 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 914/2012 αποφάσεως του Διοικητικού  Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη, ως εκπρόθεσμη, προσφυγή του αναιρεσείοντος  Ταμείου κατά του 1/7-6-2010 οριστικού φύλλου ελέγχου του Προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού  Ελεγκτικού Κέντρου Αθηνών, καθ’ ο μέρος με αυτό είχε επιβληθεί σε βάρος του Ταμείου διαφορά  παρακρατουμένου φόρου επί προμηθειών αγαθών και λήψεως υπηρεσιών καθώς και πρόσθετος  φόρος 187.463,97 και 562.391,91 ευρώ, αντιστοίχως, για τη χρήση 2003.
 
 3. Επειδή, με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010 (Α’ 213) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4  του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον  όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο  εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει  αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή  άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν  επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του  Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ…». Κατά την έννοια των  διατάξεων αυτών, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, απαιτείται η συνδρομή  των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι και του ελάχιστου ποσού της  διαφοράς και των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989  (ΣτΕ 1873-5/2012 επταμ., 797/2013 επταμ., 4474/2013 επταμ., 1650/2014 ).
 
 4. Επειδή, το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 2, ανάγεται σε  ποσό υπερβαίνον τα 40.000 ευρώ, βασίμως προβάλλεται δε, προς θεμελίωση του παραδεκτού,  έλλειψη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το κατωτέρω εκτιθέμενο ζήτημα της  συμφωνίας ή μη, προς την αρχή της δικονομικής ισότητας, το δικαίωμα στην περιουσία και το  δικαίωμα δίκαιης δίκης, της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 3610/2007.
 
 5. Επειδή, το άρθρο 11 του Κώδικα των Νόμων περί των Δικών του Δημοσίου (ΚΝΔΔ, κ. δ. της  26-6/10-7-1944), όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006 (Α’ 266) και το οποίο,  σύμφωνα με τα άρθρα 22 παρ.4 του ν. 1868/1989 (Α’ 230) και 28 παρ.4 του ν. 2579/1998 (Α’ 31),  εφαρμόζεται και στις υποθέσεις δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων τόσο ως  προς το Δημόσιο όσο και ως προς τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όριζε ότι «Σε όλες τις  δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει  προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων…για την άσκηση  οποιουδήποτε ενδίκου μέσου…». Με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 3610/2007 (Α’ 258) προστέθηκε  εδάφιο γ’ στην ανωτέρω διάταξη, σύμφωνα με το οποίο «Εξαιρετικά, προκειμένου περί  φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, στις προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής ή ενδίκων  μέσων ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων οριζομένων από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν  υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από πρώτης (1ης) έως τριακοστής πρώτης (31ης) του μηνός  Αυγούστου».
 
 6. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 761/2014 επταμ. - πρβλ.ΣτΕ 1619/2012 Ολομ.) σύμφωνα με την  αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ο νομοθέτης  δεν επιτρέπεται να μεταχειρίζεται διαφορετικά κατηγορίες προσώπων που τελούν υπό τις ίδιες ή  ουσιωδώς παρόμοιες συνθήκες, εκτός εάν η τοιαύτη μεταχείριση, ερειδομένη επί γενικών και  αντικειμενικών κριτηρίων, συναφών προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως, δικαιολογείται επαρκώς,  ως σκοπούσα στην εξυπηρέτηση θεμιτού σκοπού και τελούσα σε εύλογη σχέση αναλογικότητας με  τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ειδική εκδήλωση της ανωτέρω αρχής συνιστά η αρχή της δικονομικής  ισότητας, η οποία επιβάλλει, μεταξύ άλλων, την ίση μεταχείριση των διαδίκων, ακόμα και στο  πλαίσιο διαφορετικών δικών, από τους δικονομικούς νόμους που ρυθμίζουν τους όρους παροχής  έννομης προστασίας. Η αρχή αυτή δεν απαγορεύει, πάντως, στο νομοθέτη να θεσπίζει ειδικές  ρυθμίσεις για την παροχή ένδικης προστασίας σε ορισμένες κατηγορίες διοικητικών διαφορών, εφ’  όσον τούτο δικαιολογείται αντικειμενικώς, ενόψει της φύσεως, της σημασίας ή των ιδιαίτερων  χαρακτηριστικών τους καθώς και των συναφών αναγκών που ανακύπτουν από την άσκηση και  εκδίκαση των οικείων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων.
 
 7. Επειδή, η κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 3610/2007 αναστολή των  προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων και μέσων επί φορολογικών και τελωνειακών  διαφορών όχι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών, όπως ισχύει επί των  λοιπών διαφορών, αλλά μόνον κατά το μήνα Αύγουστο, έχει ως αποτέλεσμα οι ασκούντες ένδικα  βοηθήματα και μέσα επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών να τυγχάνουν δυσμενέστερης  μεταχειρίσεως σε σχέση με όσους ασκούν ένδικα βοηθήματα ή μέσα επί άλλων υποθέσεων  χρηματικού αντικειμένου. Ωστόσο, η διαφοροποίηση αυτή, η οποία ερείδεται σε γενικό και  αντικειμενικό κριτήριο συναφές προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως, όπως είναι το είδος των  διαφορών, δικαιολογείται αντικειμενικώς, ενόψει της σημασίας των φορολογικών διαφορών και  των αναγκών που συνδέονται με την εκδίκασή τους. Συγκεκριμένα, όπως είναι γνωστό στους  λειτουργούς της διοικητικής δικαιοσύνης, οι φορολογικές και τελωνειακές εν γένει προσφυγές  αποτελούν ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία διοικητικών διαφορών ουσίας, τόσο σε απόλυτους  αριθμούς όσο και ως ποσοστό του συνόλου των υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών  δικαστηρίων, το δε αντικείμενό τους συνήθως υπερβαίνει και, μάλιστα, κατά πολύ, τα 5.000 ευρώ,  ενώ ο μέσος χρόνος εκδικάσεώς τους είναι μακρός. Παράλληλα, πρόκειται για κατηγορία  υποθέσεων ιδιαίτερης σημασίας για την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας και των πολιτών  της, ιδίως σε μια κρίσιμη περίοδο όπως η παρούσα, κυρίως όσον αφορά σε υποθέσεις με αξιόλογο  οικονομικό αντικείμενο, η δε αντιμετώπιση του προβλήματος της σωρεύσεως εκκρεμών  φορολογικών διαφορών και η ταχεία εκκαθάρισή τους από τα διοικητικά δικαστήρια έχουν  οδηγήσει τον νομοθέτη σε θέσπιση αλλεπαλλήλων ρυθμίσεων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η  επίμαχη νομοθετική πρόβλεψη βραχύτερης αναστολής των προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων  βοηθημάτων και μέσων επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, η οποία, σύμφωνα με την  εισηγητική έκθεση επί του οικείου νομοσχεδίου, ανταποκρίνεται στην ανάγκη ειδικής  αντιμετωπίσεως των ως άνω διαφορών και αποσκοπεί στη διασφάλιση της έγκαιρης και σύντομης  εισπράξεως των δημοσίων εσόδων και, συνακολούθως, στην εύρυθμη λειτουργία της  δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της εν γένει οικονομικής ζωής της χώρας, δεν συνιστά μέτρο  προδήλως απρόσφορο για την επίτευξη του ως άνω σκοπού, ούτε τελεί σε προφανή δυσαναλογία  προς αυτόν, δικαιολογείται δε αντικειμενικώς και δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της  ισότητας των διαδίκων (πρβλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.). Ερμηνευομένη υπό την έννοια αυτή η  προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 11 εδ. γ’ του ΚΝΔΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 25  παρ.3 του ν. 3610/2007, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο  άρθρο 6 παρ. 1 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α’ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των  Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ούτε, τέλος, στο  άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας του δικαιώματος στην  περιουσία (πρβλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.).
 
 8. Επειδή, εν προκειμένω, η επί της επίδικης φορολογικής διαφοράς προσφυγή του αναιρεσείοντος  Ταμείου απερρίφθη, κατ’ εφαρμογή της ως άνω διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 3 του ν.  3610/2007, ως εκπροθέσμως ασκηθείσα την 1-10-2010, με την αιτιολογία, ειδικότερα, ότι η  σχετική, εξηκονθήμερη, κατ’ άρθρο 66 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 2717/1999 (Α’ 97) Κώδικα  Διοικητικής Δικονομίας, προθεσμία εκκίνησε την επομένη της επιδόσεως στο αναιρεσείον της  πράξεως της φορολογικής αρχής, ήτοι την 11-6-2010, ανεστάλη από 1ης έως 31ης Αυγούστου  2010 και, συνεπώς, είχε ήδη λήξει την 9-9-2010. Η κρίση αυτή είναι, κατά τα εκτεθέντα στην  προηγουμένη σκέψη, νόμιμη, απορριπτομένων ως αβασίμων των προβαλλομένων περί  παραβιάσεως των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του  1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής.
 
 9. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα.
 
 Δ ι ά  τ α ύ τ α
 
 Απορρίπτει την αίτηση.
 
 Επιβάλλει στο αναιρεσείον Ταμείο τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό  των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
 
 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια  συνεδρίαση της 3ης Απριλίου του ιδίου έτους.
 
 Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος                    Η Γραμματέας
 
 Ε. Γαλανού                                                   Α. Ζυγουρίτσα

Πηγή: Taxheaven