ΑΠ 447/2015 Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού υπαλλήλου ως διευθύνων υπάλληλος. Δυνατότητες που έχει ο εργαζόμενος εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Μόνη η καθυστέρηση καταβολής οφειλομένων αποδοχών δεν συνιστά βλαπτική μετα

ΑΠ 447/2015 Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού υπαλλήλου ως διευθύνων υπάλληλος. Δυνατότητες που έχει ο εργαζόμενος εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Μόνη η καθυστέρηση καταβολής οφειλομένων αποδοχών δεν συνιστά βλαπτική μετα

Περίληψη
Κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α' της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσιγκτον "περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις", που κυρώθηκε με το ν.2269/1920, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά την σύμβαση αυτήν δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της που αναφέρονται στο νόμιμο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, έτσι ώστε, όχι μόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά και διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών σε σχέση με την τήρηση της νομοθεσίας στην επιχείρηση για το συμφέρον των εργαζομένων και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο εργοδότης, και τα οποία συνήθως αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια ή τις καταβαλλόμενες στους άλλους μισθωτούς αποδοχές.

Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από την φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη, όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους.

Γι' αυτό τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, συνδεόμενοι με τον εργοδότη με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας ανάπαυσης, περί αποζημίωσης ή προσαύξησης για την υπερωριακή ή κατά Κυριακές και εορτές εργασία, καθώς και περί χορήγησης ετήσιας άδειας αναψυχής, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους (ΑΠ 478/2014).

Είναι, όμως, δυνατόν στα πλαίσια της καθιερουμένης με το άρθ.361 ΑΚ ελευθερίας των συμβάσεων να συμφωνηθεί ειδικά ότι ο κατά την ως άνω έννοια διευθύνων υπάλληλος δικαιούται ετήσια άδεια και τις αντίστοιχες αποδοχές, καθώς και ν' αναγνωρισθεί τέτοια υποχρέωση του εργοδότη, η αναγνώριση δε αυτή, εάν αναφέρεται σε ορισμένη αιτία, δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο (άρθ.361, 873 ΑΚ) (Β)

Κατά το άρθρο 7 εδ. α' ν. 2112/1920 "Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου".

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "μονομερής μεταβολή" θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας ούτε να ανήκει στην από το διευθυντικό δικαίωμά του απορρέουσα εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του ή γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος (άρθ.281 ΑΚ).

Για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επιπλέον να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ' αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία.

Από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652§1 και 656§1 ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες
(α) να αποδεχθεί την μεταβολή, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση τροποποίησης της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη
(β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και
(γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτές, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας (ο μισθωτός) την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΑΠ 1839/2008, ΑΠ 1306/2005).

Εξάλλου, θεωρείται βλαπτική μεταβολή και ο υποβιβασμός και η ανάθεση στον εργαζόμενο καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσης στην επιχείρηση που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή/και ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του συνέπειες (ΑΠ 980/2011).

Πάντως, μόνη η καθυστέρηση καταβολής οφειλομένων αποδοχών δεν συνιστά βλαπτική, με την προαναφερθείσα έννοια, μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, εκτός αν γίνεται δόλια, για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του (ΑΠ 1049/2007)

Σύμφωνα με το άρθ.325 ΑΙΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της σύμβασης εργασίας, σε συνδυασμό με τα άρθ.329, 353 και 656 ΑΚ, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλομένη απ' αυτόν παροχή εργασίας (κατεξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση του εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, εωσότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Σημειώνεται, ότι το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαίτησής του, δηλ. ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλομένης απ' αυτόν αντιπαροχής.

Το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας μπορεί να ασκηθεί και στην περίπτωση μονομερούς εκ μέρους του εργοδότη και βλαπτικής για τον εργαζόμενο μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας, αποτελώντας, όπως προαναφέρθηκε, έναν από τους τρόπους αντίδρασης στην μεταβολή αυτήν.

Τέλος, από τον συνδυασμό των άρθ.5§3 ν.2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθ.3 ν.4558/1930, και 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται, ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το ν.3514/1928 στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και την διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλ. ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι' αυτόν επιπτώσεις.

Μόνη η αυθαίρετη απουσία από την εργασία του, η οποία συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά αυτού και παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει αυτός την σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ άλλου ως καταγγελία από τον εργαζόμενο, αλλά για να ισχύσει ως τέτοια θα πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούληση του εργαζομένου για την λύση της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1342/2014, ΑΠ 1344/2014, ΑΠ 1303/2005).


ΑΠ  447/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος:........................., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σπανουδάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Της Δευτεροβάθμιας Συνεταιριστικής Οργάνωσης με την επωνυμία: "...................................." που εδρεύει στο ........................., νομίμως εκπροσωπούμενη η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σταύρο Γεωργόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-9-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:887/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 90/2014 του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8-9-2014 αίτησή του και τους από 30-11-2014 πρόσθετους λόγους της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Νικόλαος Πάσσος, ανέγνωσε την από 23-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του, κατ' ορθή αρίθμηση, πέμπτου κύριου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών κύριων και προσθέτων λόγων της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. (Α) Κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α' της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσιγκτον "περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις", που κυρώθηκε με το ν.2269/1920, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά την σύμβαση αυτήν δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της που αναφέρονται στο νόμιμο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, έτσι ώστε, όχι μόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά και διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών σε σχέση με την τήρηση της νομοθεσίας στην επιχείρηση για το συμφέρον των εργαζομένων και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο εργοδότης, και τα οποία συνήθως αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια ή τις καταβαλλόμενες στους άλλους μισθωτούς αποδοχές.
Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από την φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη, όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους.
Γι' αυτό τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, συνδεόμενοι με τον εργοδότη με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας ανάπαυσης, περί αποζημίωσης ή προσαύξησης για την υπερωριακή ή κατά Κυριακές και εορτές εργασία, καθώς και περί χορήγησης ετήσιας άδειας αναψυχής, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους (ΑΠ 478/2014).

Είναι, όμως, δυνατόν στα πλαίσια της καθιερουμένης με το άρθ.361 ΑΚ ελευθερίας των συμβάσεων να συμφωνηθεί ειδικά ότι ο κατά την ως άνω έννοια διευθύνων υπάλληλος δικαιούται ετήσια άδεια και τις αντίστοιχες αποδοχές, καθώς και ν' αναγνωρισθεί τέτοια υποχρέωση του εργοδότη, η αναγνώριση δε αυτή, εάν αναφέρεται σε ορισμένη αιτία, δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο (άρθ.361, 873 ΑΚ) (Β)

Κατά το άρθρο 7 εδ. α' ν. 2112/1920 "Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "μονομερής μεταβολή" θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας ούτε να ανήκει στην από το διευθυντικό δικαίωμά του απορρέουσα εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του ή γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος (άρθ.281 ΑΚ).

Για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επιπλέον να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ' αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία.

Από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652§1 και 656§1 ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες
(α) να αποδεχθεί την μεταβολή, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση τροποποίησης της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη
(β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και
(γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτές, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας (ο μισθωτός) την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΑΠ 1839/2008, ΑΠ 1306/2005).

Εξάλλου, θεωρείται βλαπτική μεταβολή και ο υποβιβασμός και η ανάθεση στον εργαζόμενο καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσης στην επιχείρηση που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή/και ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του συνέπειες (ΑΠ 980/2011).

Πάντως, μόνη η καθυστέρηση καταβολής οφειλομένων αποδοχών δεν συνιστά βλαπτική, με την προαναφερθείσα έννοια, μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, εκτός αν γίνεται δόλια, για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του (ΑΠ 1049/2007)

(Γ) Σύμφωνα με το άρθ.325 ΑΙΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της σύμβασης εργασίας, σε συνδυασμό με τα άρθ.329, 353 και 656 ΑΚ, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλομένη απ' αυτόν παροχή εργασίας (κατεξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση του εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, εωσότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Σημειώνεται, ότι το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαίτησής του, δηλ. ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλομένης απ' αυτόν αντιπαροχής.

Το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας μπορεί να ασκηθεί και στην περίπτωση μονομερούς εκ μέρους του εργοδότη και βλαπτικής για τον εργαζόμενο μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας, αποτελώντας, όπως προαναφέρθηκε, έναν από τους τρόπους αντίδρασης στην μεταβολή αυτήν.

Τέλος, από τον συνδυασμό των άρθ.5§3 ν.2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθ.3 ν.4558/1930, και 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται, ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το ν.3514/1928 στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και την διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλ. ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι' αυτόν επιπτώσεις.

Μόνη η αυθαίρετη απουσία από την εργασία του, η οποία συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά αυτού και παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει αυτός την σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ άλλου ως καταγγελία από τον εργαζόμενο, αλλά για να ισχύσει ως τέτοια θα πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούληση του εργαζομένου για την λύση της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1342/2014, ΑΠ 1344/2014, ΑΠ 1303/2005).




Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, κρίνοντας επί αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος κατά της τώρα αναιρεσίβλητης "Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ηρακλείου" με αντικείμενο αξιώσεις αυτού από μεταξύ τους σύμβασης εργασίας και την καταγγελία αυτής, με την προσβαλλομένη 90/2014 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε, ότι με έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων την 18-3-1987 ο ενάγων εργάσθηκε ως οικονομολόγος στην εναγομένη συνεταιριστική οργάνωση αρχικά επί διάστημα 3 ετών, από 1-3-1987 έως 28-2-1990, σύμφωνα με το πρόγραμμα στελεχών της, ενώ προηγουμένως είχε εργασθεί σ' αυτήν στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος της ΠΑΣΕΓΕΣ και ακολούθως η σύμβασή του μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, ότι κατά τα επόμενα έτη ο ενάγων εξελίχθηκε υπηρεσιακά και απέκτησε από 1-7-1988 τον βαθμό του λογιστή Β' και από 18-7-1991 του λογιστή Α', ότι από 1-1-1998 διετέλεσε αρχικά προϊστάμενος Καταστήματος Αρκαλοχωρίου και Οικονομικής Υπηρεσίας, ακολούθως αναπληρωτής διευθυντής, τέλος δε από 15-2-2007 προήχθη σε γενικό διευθυντή και οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του διαμορφώθηκαν από τον Μάιο του 2012 στο ποσό των 7.191,31€, ότι η εναγομένη, ..............................., είναι συνεταιριστική οργάνωση την αγροτών της περιοχής Ηρακλείου και καλύπτει όλους τους τομείς της παραγωγής που αφορούν την συγκέντρωση, επεξεργασία, τυποποίηση και διάθεση των τοπικών αγροτικών προϊόντων στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, αναπτύσσει δραστηριότητες εμπορίας αγροτικών εφοδίων, διοικητικής υποστήριξης των αγροτικών συνεταιρισμών και των μελών τους, παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών στους αγρότες, πρακτόρευσης ασφαλιστικών υπηρεσιών, καθώς και εκμετάλλευσης υπεραγορών τροφίμων και συναφών ειδών (σούπερ μάρκετ) στο Ηράκλειο, ότι η λειτουργία της ΕΑΣΗ διέπεται από το Καταστατικό της, σύμφωνα με το οποίο η διοίκησή της ασκείται από 9μελές ΔΣ, που εκλέγεται με 4ετή θητεία από την γενική συνέλευση των μελών της (άρθ.23§1) και την εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα (άρθ.24§1 εδ. α), στο πλαίσιο δε των αρμοδιοτήτων του το ΔΣ θέτει σε εφαρμογή τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, αποφασίζει για την αποδοχή καταθέσεων των μελών και την παροχή δανείων σ' αυτά, προσλαμβάνει και απολύει το τακτικό και έκτακτο προσωπικό της Ένωσης, ασκεί σ' αυτό πειθαρχική εξουσία και προσλαμβάνει τον γενικό διευθυντή (άρθ.24§2 εδ. α, θ, ι, ια), ενώ ο Πρόεδρος του ΔΣ, μεταξύ άλλων, προωθεί ή πραγματοποιεί τις αποφάσεις αυτού, ενημερώνεται αρμοδίως για την επιχειρηματική πορεία της συνεταιριστικής Ένωσης, συγκαλεί σε τακτικές και έκτακτες συνεδριάσεις το ΔΣ, στις οποίες προεδρεύει, εκθέτει την κατάσταση της Ένωσης και την δράση του ΔΣ στην τακτική γενική συνέλευση (άρθ.25 εδ.β, δ, στ, ζ, η), ότι η οργανωτική δομή της ΕΑΣΗ καθορίζεται από τις διατάξεις του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις οποίες η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία κάθε υπηρεσίας καθορίζεται από την γενική διεύθυνση, η τοποθέτηση του γενικού διευθυντή γίνεται από το ΔΣ, των διευθυντών και προϊσταμένων των υπηρεσιών επίσης από το ΔΣ μετά από σχετική εισήγηση του γενικού διευθυντή, των λοιπών δε υπαλλήλων από τον γενικό διευθυντή (άρθ.1§§3-5), ότι κατά τον Κανονισμό αυτόν ο γενικός διευθυντής είναι ο προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών της ΕΑΣΗ, επιμελείται την εκτέλεση των αποφάσεων της ΓΣ και του ΔΣ, ενημερώνει για όλα τα θέματα τον Πρόεδρο και τα μέλη του ΔΣ, είναι υπεύθυνος έναντι του ΔΣ για την διεύθυνση της 'Ενωσης και για τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της (άρθ.2§§1 και 2), επίσης εκπροσωπεί την Ένωση, υπογράφει, εγκρίνει δαπάνες και ενεργεί διοικητικές πράξεις, στην έκταση που εξουσιοδοτείται από το Καταστατικό και τις αποφάσεις του ΔΣ, λαμβάνει βασικές κατευθύνσεις, κοινοποιεί τους στόχους στους διευθυντές και τους προϊσταμένους των υπηρεσιών, κατευθύνει τους άμεσους υφισταμένους του, διασφαλίζει τα όρια αρμοδιότητας και υπευθυνότητας των προϊσταμένων των υπηρεσιών, εγκρίνει προσλήψεις ή απολύσεις εργατικού προσωπικού και εισηγείται στο ΔΣ προσλήψεις υπαλληλικού προσωπικού, αξιολογεί τους αμέσους υφισταμένους του, φροντίζει για την έγκαιρη κοινοποίηση των αποφάσεων των διοικητικών οργάνων της Ένωσης και είναι υπεύθυνος για την ορθή εκτέλεσή τους (άρθ.3 παρ.1, 2, 3, 6, 10, 15, 15. 16), ότι με το 1924/16-11-2011 έγγραφο που απηύθυνε ο ενάγων, με την ανωτέρω ιδιότητά του ως γενικού διευθυντή, ζήτησε από την Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα Ηρακλείου την έγκριση δανείου ύψους 450.000€ με τον σκοπό της αποπληρωμής επιταγών έκδοσης της εναγομένης, στο πλαίσιο δε του αιτήματος αυτού και για να εγκριθεί η λήψη του δανείου, ο ενάγων προσκόμισε στην τράπεζα αντίγραφο του πρακτικού της από 8-11-2011 συνεδρίασης του ΔΣ της εναγομένης, που περιελάμβανε, ως 11ο θέμα, ημερήσιας διάταξης, το σχετικό αίτημα δανεισμού της, το θέμα, όμως, αυτό δεν περιλαμβανόταν στην από 7-11-2011 πρόσκληση του τότε προέδρου του ΔΣ της εναγομένης Εμ. Γαβαλά, προς τα μέλη αυτού για την συνεδρίασή του κατά την 8-11-2011, ενώ επίσης δεν ταυτίζεται ο σκοπός δανεισμού, που αναφέρεται στην υποβληθείσα αίτηση δανειοδότησης προς την τράπεζα, με αυτόν που αναφέρεται στο προσκομισθέν σ' αυτήν πρακτικό συνεδρίασης του ΔΣ της εναγομένης, ειδικότερα δε κατά τα διαλαμβανόμενα στο αντίστοιχης συνεδρίασης, της 8-11-2011, πρακτικό του ΔΣ της εναγομένης το ποσό του δανείου επρόκειτο να εξυπηρετήσει βασικές ανάγκες και παραγωγικές λειτουργίες, που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες και την προώθηση των αγροτικών προϊόντων, ότι την 25-11-2011, δηλ. μέσα σε 10 ημέρες από την υποβολή της αίτησης, εκταμιεύθηκε το προϊόν χρηματοδότησης 450.000€, η εκταμίευση δε του ποσού συνοδεύθηκε από την αντίστοιχης ημερομηνίας υπεύθυνη υποσχετική επιστολή σχετικά με τον χρόνο και τρόπο απόδοσης του δανείου, η οποία υπογράφεται από το μέλος του ΔΣ της εναγομένης Μ. Χ., ότι αμφισβητήθηκε, ωστόσο, από την εναγομένη τόσο η λήψη απόφασης από το ΔΣ περί δανειοδότησης, όσο και η χρησιμοποίηση του ποσού του δανείου για τις ανάγκες της, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αντιπαράθεση μεταξύ του ενάγοντος και των μελών του ΔΣ αυτής, η δε εκ μέρους του ενάγοντος επίκληση της υπογραφής της χρηματοδότησης μόνο από ένα μέλος της διοίκησης, τον Μ. Χ., δεν δικαιολογεί επαρκώς την στάση του έναντι της εναγομένης, λόγω της ιδιαίτερα καθοριστικής και υπεύθυνης θέσης του και έτσι κατά την συνεδρίαση της 18-6-2012 το ΔΣ της εναγομένης αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, να απαλλαγεί ο ενάγων από τα καθήκοντά του ως γενικός διευθυντής και ταυτόχρονα χορήγησε σ' αυτόν, ως απλό πλέον υπάλληλο, κανονική άδεια 48 εργασίμων ημερών, ενώ με την ίδια απόφαση ορίσθηκε ως αναπληρωτής γενικός διευθυντής ο Γ. Γ., ότι η εναγομένη ενημέρωσε με το από 21-6-2012 υπηρεσιακό σημείωμα τον ενάγοντα για την απόφαση του ΔΣ της και τον καλούσε να επανέλθει κατά την λήξη της αδείας του την 27-8-2012 στην υπηρεσία για να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, η απόφαση δε αυτή του ΔΣ της εναγομένης ευρίσκεται μέσα στα όρια της εξουσίας που του παρέχει ο νόμος, το Καταστατικό και ο Κανονισμός της, ότι επακολούθησε συνάντηση του ενάγοντος με τον τότε πρόεδρο του ΔΣ της εναγομένης και ο ενάγων έθεσε θέμα απόλυσής του, την οποία ο ίδιος επεδίωξε μετά από όλες αυτές τις εξελίξεις, που είχαν λάβει ήδη δημοσιότητα, επιπλέον δε με την προοπτική της απόλυσης ο ενάγων απευθύνθηκε με το από 5-7-2012 έγγραφό του στις υπηρεσίες της εναγομένης και οι αρμόδιοι υπάλληλοί της υπολόγισαν το ποσό αποζημίωσης απόλυσης και αδείας προηγουμένων ετών, ενώ εξάλλου τότε για πρώτη φορά υπέβαλε και αίτηση για χορήγηση άδειας παρελθόντων ετών, η οποία δεν εγκρίθηκε, ότι ακολούθως με την απόφαση του ΔΣ της εναγομένης κατά την συνεδρίαση της 16 και 24-8-2012 απορρίφθηκε, κατά πλειοψηφία, το αίτημα του ενάγοντος για απόλυσή του, διότι υιοθετήθηκε η άποψη ότι είναι προς το συμφέρον της εναγομένης να παραμείνει ο ενάγων στην υπηρεσία, μέχρι να διερευνηθούν όσα ζητήματα ανέκυψαν κατά την υπέρβαση των καθηκόντων του κατά την διάρκεια της θητείας του ως γενικού διευθυντή, η απόφαση δε αυτή του ΔΣ της εναγομένης κινείται μέσα στα όρια της εξουσίας που του παρέχει ο νόμος, το Καταστατικό και ο Κανονισμός της, ο ενάγων, όμως, επέδωσε την 27-8-2012 στην εναγομένη δήλωση-πρόσκληση, εμμένοντας στην απόλυσή του και αξιώνοντας την αποζημίωση απόλυσης και αδείας, καθώς και δεδουλευμένες αποδοχές του, για τις οποίες προέβη ταυτόχρονα σε επίσχεση εργασίας, ενώ, αντίθετα, η εναγομένη του επέδωσε την 30-8-2012 απάντηση, καλώντας αυτόν να προσέλθει στην υπηρεσία και να αναλάβει τα καθήκοντα, που θα του ανατεθούν, ότι ο ενάγων, αντί να επανέλθει στην υπηρεσία, προσέφυγε την 4-9-2012 στην Επιθεώρηση Εργασίας Ηρακλείου, καταγγέλλοντας την εναγομένη για τις παραπάνω αξιώσεις του, η προσφυγή δε αυτή συζητήθηκε την 8-10-2012, με παρόντες τον ενάγοντα και το νέο γενικό διευθυντή της εναγομένης, Ι. Κ., αλλά δεν υπήρξε προσέγγιση των απόψεών τους και τελικά η εναγομένη γνωστοποίησε στον ΟΑΕΔ Ηρακλείου και την Επιθεώρηση Εργασίας Ηρακλείου την από 10-9-2012 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος από την υπηρεσία της, τον οποίο ενημέρωσε σχετικώς, ενώ η αντιπαράθεση των διαδίκων εκφράσθηκε και με την υποβολή εκατέρωθεν εγκλήσεων, που εκκρεμούν, ότι δεν αποδείχθηκε ότι έγινε έγγραφη καταγγελία από το ΔΣ της εναγομένης, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, αλλά η λύση της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έγινε με την οικειοθελή αποχώρησή του από την εργασία του, στην οποία δεν επέστρεψε μέσα στην 3ήμερη προθεσμία που του έταξε η εναγομένη από την επίδοση την 30-8-2012 της ως άνω απάντησής της, ότι ειδικότερα δεν αποδεικνύεται ότι έγινε καταγγελία και αποδοχή της από τον ενάγοντα με το παραπάνω από 5-7-2012 υπηρεσιακό έγγραφο του προαναφερομένου γενικού διευθυντή, ο οποίος δεν είχε την εξουσία αυτή, ότι, αντίθετα, αποδεικνύεται ότι παρευρισκόταν και ο ίδιος, Γ. Γ., από την πλευρά της υπηρεσίας σε αμφότερες τις ανωτέρω συνεδριάσεις του ΔΣ αυτής, δηλ. και στην πρώτη, που αποφασίσθηκε η απαλλαγή του ενάγοντος από τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή και στην δεύτερη, που απορρίφθηκε το αίτημά του για απόλυση, ότι η αυθαίρετη από το τέλος Αυγούστου και εφεξής αποχή του ενάγοντος από την εργασία του είναι δηλωτική της βούλησής του για διακοπή της συνεργασίας του με την εναγομένη και συνιστά οικειοθελή αποχώρηση (σιωπηρή παραίτηση) από την εργασία του και κατά συνέπεια δεν κατήγγειλε η εναγομένη εργοδότρια την σύμβαση εργασίας και γι' αυτό δεν οφείλει αποζημίωση απόλυσης, ότι περαιτέρω η εναγομένη κατ' ενάσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος ως εργοδότριας και με σκοπό την διαφύλαξη των εννόμων συμφερόντων της αφαίρεσε από τον ενάγοντα τα διευθυντικά καθήκοντα με την ανωτέρω πράξη της διοίκησής της, με την οποία ταυτόχρονα τον έθετε στην διάθεσή της, η ενέργεια δε αυτή της εναγομένης, η οποία μετέβαλε μονομερώς τους όρους της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, αφαιρώντας τις αρμοδιότητες του διευθυντή και τοποθετώντας αυτόν ως απλό υπάλληλο, με μειωμένες αποδοχές, ύψους 2.551,83€μηνιαίως, έναντι των αυξημένων προηγουμένων αποδοχών του, ποσού 7.191,31€, υπαγορεύθηκε από λόγους που αφορούν στο πρόσωπό του και έτσι η άρνηση του ενάγοντος να επιστρέψει στη εργασία του, μη αποδεχόμενος την υπηρεσιακή αυτή μεταβολή, που επεχείρησε η εναγομένη, δεν είναι δικαιολογημένη, και δεν ήταν απαραίτητη η κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας, ότι ανεξάρτητ' από την έκβαση των καταγγελιών που περιέχονται στις εκκρεμείς εγκλήσεις των διαδίκων, η μεταβολή αυτή της υπηρεσιακής κατάστασης του ενάγοντος δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος εκ μέρους της εναγομένης, η οποία όφειλε να προασπίσει την αξιοπιστία και το κύρος της από την αποδιδομένη στον ενάγοντα κακοδιαχείριση, σε σχέση με την λήψη και χρησιμοποίηση του υπερμέτρου ποσού του δανείου, ως προς το οποίο είχε δοθεί ευρεία δημοσιότητα στον τοπικό τύπο και γενικά είχε δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα σε σχέση με την εύρυθμη λειτουργία της εναγομένης συνεταιριστικής οργάνωσης, η οποία ενήργησε για την διαφύλαξη των εννόμων συμφερόντων της, ότι κατά τα ανωτέρω δεν πρόκειται για μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας και καταγγελίας εκ μέρους της εναγομένης κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος και υπό συνθήκες γενικά απαξιωτικές για την προσωπικότητα του ενάγοντος ως ατόμου και εργαζομένου, αλλά για οικειοθελή αποχώρηση αυτού και μονομερούς εκ μέρους του καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ότι κατά τον χρόνο της οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος η εναγομένη είχε καθυστερήσει να του καταβάλει δεδουλευμένες αποδοχές ύψους 31.432,07€ συνολικά, ότι με την 1668/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου επιδικάσθηκε προσωρινά στον ενάγοντα και τότε αιτούντα για αποζημίωση απόλυσης και αδείας, καθώς και για δεδουλευμένες αποδοχές το συνολικό ποσό των 60.000€, σε εκτέλεση δε της απόφασης αυτής η εναγομένη, τότε καθής, κατέβαλε το προσωρινά επιδικασθέν ποσό και ο ενάγων ανακάλεσε την από 20-12-2012 κατασχετήρια δήλωση σε βάρος της και έτσι η εναγομένη ουδέν ποσό οφείλει για την αιτία αυτή, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βασίμου του (παραδεκτά επαναφερομένου στο Εφετείο με τις προτάσεις της) ισχυρισμού της (ένστασης, άρθ.416 ΑΚ) για ολοσχερή εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών του με την καταβολή των σχετικών χρηματικών απαιτήσεων, ότι η παράλειψη καταβολής των καθυστερουμένων μισθών οφείλεται σε δικαιολογημένη ταμειακή της δυσχέρεια και όχι σε κακόβουλη και δόλια προαίρεσή της να εξαναγκάσει τον ενάγοντα σε αποχώρηση, μόνη δε η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, ότι ειδικότερα η αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της εναγομένης έναντι του ενάγοντος οφειλόταν ιδίως στην οικονομική κρίση και ο ενάγων, λόγω της θέσης του, είχε πλήρη γνώση του προβλήματος ρευστότητας και ήταν ενήμερος για την οικονομική της κατάσταση, ενώ δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά δόλιας και μεθοδευμένης ενέργειας της εναγομένης ως προς την καθυστέρηση καταβολής των μισθών του ενάγοντος, προκειμένου να τον εξαναγκάσει να παραιτηθεί για ν' αποφύγει την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος καταγγέλθηκε με υπαιτιότητα της εναγομένης, εξαιτίας της καθυστέρησης καταβολής του μηνιαίου μισθού του ενάγοντος, ο οποίος, συνεπώς, δεν μπορεί να αξιώσει καταβολή αποζημίωσης απόλυσης καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ότι σύμφωνα με τις προαναφερόμενες πολλαπλές αρμοδιότητες που είχε ο ενάγων για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των υπηρεσιών της εναγομένης, καθώς και τις αποφασιστικής σημασίας ευθύνες της διεύθυνσης αυτής, μπορούσε να επηρεάσει άμεσα τις κατευθύνσεις της επιχείρησης προς επίτευξη των στόχων της, ενόψει δε των καθοριστικών αυτών αρμοδιοτήτων του ο ενάγων διακρινόταν σαφώς από τους λοιπούς υπαλλήλους και απολάμβανε της εμπιστοσύνης του ΔΣ της εναγομένης, ενώ και το ύψος του μισθού του, σημαντικά ανώτερο των μισθών των λοιπών υπαλλήλων, φανερώνει την εξέχουσα θέση που κατείχε, ως διευθυντικό στέλεχος, στην εναγομένη, ότι όλα τα ως άνω προσδιοριστικά στοιχεία προσδίδουν σ' αυτόν την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου, ως προς τον οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, ενώ και ο ενάγων με την στάση του ενισχύει την κρίση αυτή, δεδομένου ότι δεν ζήτησε την είσπραξη των επιδίκων απαιτήσεων για αποζημίωση αδείας, ούτε είχε οχλήσει γι' αυτές, παρά την βραχυπρόθεσμη παραγραφή τους, ανεξάρτητα δε απ' αυτά η εναγομένη δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα, που αποτελεί στοιχείο της αξίωσης διπλασιασμού των αποδοχών αδείας, αφού δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ζητούσε αυτούσια την άδεια έως το τέλος κάθε συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους, αλλά η εναγομένη αρνήθηκε να την χορηγήσει, ότι κατά τα προεκτεθέντα ο ενάγων, ως διευθύνων υπάλληλος της εναγομένης, εξαιρείται από την εφαρμογή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ.2 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας της Ουάσιγκτον που κυρώθηκε με το ν.2269/1920, των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για ετήσια άδεια, μη έχοντας συναφή αξίωση κατά της εναγομένης, με βάση δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά απέρριψε στο σύνολό της την έφεση του αναιρεσείοντος ενάγοντος, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο : (Α) Ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις εφαρμοστέες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ.2 της κυρωθείσας με το ν.2269/1920 Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσινγκτον ως προς την ιδιότητα του ενάγοντος ως διευθύνοντος συμβούλου, μη δικαιουμένου ως εκ τούτου καταρχήν άδεια ανάπαυσης και τις αντίστοιχες αποδοχές και δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθ. 7 ΠΔ 88/1999 που ορθά δεν εφάρμοσε, αφού δεν ήταν εφαρμοστέες ως γενικές έναντι των ειδικών ως άνω διατάξεων της Διεθνούς αυτής Σύμβασης και επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ο περί του αντιθέτου συναφής τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης από το άρθ.559 αριθ.1 ΚΠολΔ. Υπέπεσε, όμως, στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ.8 του ίδιου άρθρου, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τις ρητώς περιεχόμενες στην αγωγή αυτοτελείς βάσεις περί (α) ειδικής μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ότι ο αναιρεσείων ενάγων και ως Γενικός Διευθυντής της εναγομένης θα δικαιούται ετήσια άδεια και (β) αιτιώδους αναγνώρισης της οφειλής αυτής της εναγομένης, ως εκ τούτου δε πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο, κατ' ορθή αρίθμηση, πέμπτος κύριος λόγος αναίρεσης από την ως άνω διάταξη. Εξάλλου, το Εφετείο, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασής του δεν άφησε αδίκαστο, αλλ' απέρριψε ως αβάσιμο κατ' ουσίαν το αίτημα του ενάγοντος για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και κατά συνέπεια ο, κατ' ορθή αρίθμηση, έβδομος κύριος λόγος αναίρεσης, αληθώς μόνο από τον αριθ.9 του άρθ.559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. (B) Ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, σε σχέση με την απορριφθείσα επικουρική βάση της αγωγής την ερειδομένη στην διά της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, και δη τον υποβιβασμό του από την θέση του Γενικού Διευθυντή σε αυτήν απλού υπαλλήλου, καταγγελία της σύμβασης εργασίας του τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ.648, 652, 656, 349 ΑΚ, 7§1 ν.2112/1920 και 5§3 ν.3198/195, διέλαβε δε συναφώς στην προσβαλλομένη απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες και επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος κύριος λόγος αναίρεσης κατά τα σκέλη του με στοιχ.Α από τον αριθ.1 του άρθ.559 ΚΠολΔ και Β αριθ.3 από τον αριθ.19 του ίδιου άρθρου. (Γ) Ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ.288 και 325 ΑΚ, 5§3 ν.2112/1920 ως προς την εκ μέρους του ενάγοντος σιωπηρά καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με την αποχή του απ' αυτήν λόγω της επίσχεσης της εργασίας του, διέλαβε δε συναφώς επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, εφόσον δέχθηκε ειδικότερα ότι η εναγομένη δεν προέβη σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και ότι η καθυστέρηση καταβολής στον ενάγοντα οφειλομένων μισθών οφείλετο σε δικαιολογημένη ταμειακή της δυσχέρεια και όχι σε κακόβουλη και δόλια προαίρεσή της να εξαναγκάσει τον ενάγοντα σε αποχώρηση και κατά συνέπεια δεν ήταν δικαιολογημένη η εκ μέρους αυτού επίσχεση της εργασίας του, ενώ δεν τίθεται θέμα παραβίασης, ευθέως και εκ πλαγίου, των διατάξεων των άρθ.173 και 200 ΑΚ, που αναφέρονται στην ερμηνεία των δικαιοπραξιών και δεν ήταν εφαρμοστέες, αφού το Εφετείο δεν διαπίστωσε, ούτε έμμεσα, κενό ή αμφιβολίες στις δηλώσεις βούλησης των διαδίκων, και επομένως πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης τέταρτος κύριος (κατ' ορθή αρίθμηση), αληθώς μόνο από το αριθ.1 του άρθ.559 ΚΠολΔ και πρώτος πρόσθετος από τους αριθ.1 και 19 του αυτού άρθρου.


II. (Α) Κατά το άρθ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Περαιτέρω κατά το άρθρο 262§1 του ίδιου Κώδικα η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία κα ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8§4 ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ. 18 § 1 ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θ' απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ' αυτών κρατήσεις (ΑΠ 176/2010) (Β) Κατά το άρθ.338§1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Η διάταξη αυτή, αναφερομένη στο υποκειμενικό βάρος απόδειξης που προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του απαιτουμένου αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων, και στην κατανομή αυτού (βάρους), προϋποθέτει την έκδοση μη οριστικής (παρεμπίπτουσας) απόφασης για αποδείξεις, τέτοια, όμως, απόφαση δεν εκδίδεται στην διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ.670, 671, 674§2 ΚΠολΔ, και γενικά στις ειδικές διαδικασίες), κατά την οποία δικάσθηκε η υπόθεση σε αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να ορίζει ποιός από τους διαδίκους φέρει το βάρος απόδειξης, εκτιμά ελεύθερα τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους διαδίκους αποδείξεις και κρίνει εάν αποδείχθηκαν ή όχι οι προβαλλόμενοι πραγματικοί ισχυρισμοί. Κατά συνέπεια, στην διαδικασία αυτήν δεν τίθεται θέμα εσφαλμένης εφαρμογής των ορισμών του νόμου ως προς το (υποκειμενικό) βάρος απόδειξης (άρθ.338§1 ΚΠολΔ) και συνακόλουθα δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθ.559 αριθ.13 ΚΠολΔ (ΑΠ 76/2013, 1710/2012, 233/2011), Αντίθετα, τον προβλεπόμενο από την ως άνω διάταξη λόγο αναίρεσης μπορεί να θεμελιώσει η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια του εσφαλμένου προσδιορισμού του διαδίκου που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς την συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας (ΑΠ 233/2011). Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης αυτής (άρθ.561 § 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι: (1) Με την ένδικη από 2-9-2012 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου ο ήδη αναιρεσείων, επικαλούμενος ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και τώρα αναιρεσίβλητη "'Ενωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Ηρακλείου" με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ότι από 15-2-2007 απασχολήθηκε σ' αυτή ως Γενικός Διευθυντής, με μηνιαίες αποδοχές 7.191,31€ και ότι την 2-7-2012 η εναγομένη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, ζήτησε, μετά από μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει (α) ως αποζημίωση για την καταγγελία αυτήν το ποσό των 192.942,35€ (β) ως δεδουλευμένους μισθούς το ποσό των 57.530,04, άλλως, κατά τις εκεί διακρίσεις, το ποσό των 71.913€ (γ) ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αδείας σ' αυτόν κατά τα τελευταία 10 έτη το ποσό των 90.035,2€ (δ) ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις συνθήκες της απόλυσής του, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα, το ποσό 100.000€ και συνολικά για όλες αυτές τις αιτίες το ποσό των 454.891,05€ (2) Αμυνομένη κατά της αγωγής αυτής, που απορρίφθηκε με την 887/2013 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η εναγομένη πρόβαλε την κατ' άρθ.416 ΑΚ ένσταση εξόφλησης (και όχι συμψηφισμού) διά καταβολής με το εξής περιεχόμενο, όπως και στην αίτηση αναίρεσης αναφέρεται : "Στις 24-9-12 το οφειλόμενο ποσό ήταν 33.664,44€, στις 28-9-2012 το ποσό των 33.056,20€, στις 31-10-2012 το ποσό των 32.862,43€, στις 22-11-12 το ποσό των 27.862,43€, στις 20-10-2012 (προφανώς νοείται : 20/12) το ποσό των 27.039,26€. Εν συνεχεία στα πλαίσια της αίτησης ασφ. Μέτρων που άσκησε ο αντίδικος σε βάρος της Ένωσης επιδικάσθηκε προσωρινά το ποσό των 60.000€ και το οποίο καταβλήθηκε ως εξής : στις 20-12-12 ποσό 20.030€ μετρητά και 40.000€ με επιταγή. 'Ετσι στις 31-12-2012, εφόσον πιστώθηκε το υπόλοιπο Δώρο Χριστουγέννων και το υπόλοιπο αδείας το οφειλόμενο από τον αντίδικο ποσό ανέρχεται στα 31.432,07€, ενώ η Ένωση ουδέν ποσό οφείλει στον αντίδικο (ένσταση ολοσχερούς εξοφλήσεως του κονδυλίου των αποδοχών του αντιδίκου)", την ένσταση δε αυτή η εναγομένη επανέφερε ενώπιον του Εφετείου νομότυπα με τις προτάσεις της προς υπεράσπιση κατά της έφεσης του ενάγοντος. Το Εφετείο, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε συναφώς, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι "κατά το χρόνο οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος από την εργασία του, η εναγομένη είχε καθυστερήσει να του καταβάλει δεδουλευμένες αποδοχές ύψους 31.432,07€ συνολικά, όπως αποδεικνύεται από τη γενική λογιστική καρτέλα, που έχει εκδοθεί στο όνομά του, ενώ δεν προσκομίζονται άλλα στοιχεία ούτε υπάρχουν καταθέσεις μαρτύρων για την απόδειξη του αξιούμενου μεγαλύτερου ποσού για την αιτία αυτή. Με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων 1668/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου επιδικάστηκε προσωρινά στον ενάγοντα...για αποζημίωση απόλυσης και αδείας, καθώς και για δεδουλευμένες αποδοχές το ποσό των 60.000€ συνολικά. Σε εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η εναγομένη...κατέβαλε ολόκληρο το προσωρινώς επιδικασθέν ποσό και ο ενάγων...ανακάλεσε την από 20-12-2012 κατασχετήρια δήλωση σε βάρος της. Έτσι, η εναγομένη ουδέν ποσό για την αιτία αυτή οφείλει, κατά παραδοχή ως κατ' ουσία βασίμου του ισχυρισμού της περί ολοσχερούς εξοφλήσεως των δεδουλευμένων αποδοχών του (άρθρο 416 ΑΚ) με καταβολή των σχετικών χρηματικών απαιτήσεων, που παραδεκτά πρότεινε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις προτάσεις της προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως". Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες από (α) τον αριθ.14 του άρθ.559 ΚΠολΔ, της μη απόρριψης δηλ. της ένστασης εξόφλησης ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, αφού η ένσταση αυτή με το προδιαληφθέν περιεχόμενο ήταν ορισμένη, καθόσον αναφέρονταν σ' αυτήν ο χρόνος και τα ποσά των μερικοτέρων καταβολών, καθώς και η αιτία των αυτών, αφού αυτές αφορούσαν μόνο την αξίωση του ενάγοντος για δεδουλευμένες αποδοχές, δεδομένου ότι δέχθηκε ταυτόχρονα ότι ο ενάγων δεν είχε αξίωση για αποζημίωση απόλυσης και αδείας και για χρηματική ικανοποίηση και επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος κύριος λόγος αναίρεσης κατά το με στοιχ. α' σκέλος του από την ως άνω διάταξη (β) τον αριθ.13 του ίδιου άρθρου για εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, καθόσον το Εφετείο, εκτιμώντας ελεύθερα, στην εφαρμοσθείσα διαδικασία των εργατικών διαφορών, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, ανέλεγκτα, την μη ύπαρξη μεγαλυτέρου ποσού απαιτήσεων του ενάγοντος, ο οποίος έφερε και το βάρος, δηλ. τις συνέπειες, της μη απόδειξης τέτοιων απαιτήσεων, ως εκ τούτου δε πρέπει ο ίδιος τρίτος κύριος λόγος αναίρεσης ως προς το με στοιχ. β' σκέλος του από την παραπάνω διάταξη ν' απορριφθεί ως αβάσιμος (γ) τους αριθ.8 και 1 του ως άνω άρθρου, περί λήψης δηλ. υπόψη μη προταθέντος από την εναγομένη ισχυρισμού (ένστασης) συμψηφισμού και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθ.440 ΑΚ, και επομένως ο αυτός τρίτος (κύριος) λόγος αναίρεσης κατά το γ' σκέλος του πρέπει ν' απορριφθεί ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το Εφετείο ουδόλως δέχθηκε τέτοια ένσταση αλλά μόνον ένσταση εξόφλησης (δ) (αα) τον αριθ.19 του ως άνω άρθρου για ανεπάρκεια αιτιολογιών ως προς την ένσταση εξόφλησης, καθόσον στην προσβαλλομένη απόφαση περιέχονται επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για το ζήτημα τούτο, απορριπτέος, άρα, ως αβάσιμος ο (συμπληρωματικός του τρίτου κυρίου λόγου αναίρεσης) δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το με στοιχ. α' σκέλος του από την ως άνω διάταξη (ββ) τον αριθ.8 της ίδιας διάταξης για λήψη υπόψη μη προταθέντων από την εναγομένη πραγμάτων και ειδικότερα ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι κατά τον χρόνο της οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος η εναγομένη είχε καθυστερήσει να του καταβάλει δεδουλευμένες αποδοχές συνολικού ποσού 31.432,07€, ενώ η εναγομένη, επάγεται στην συνέχεια ο αναιρεσείων, ισχυρίσθηκε ότι το υπόλοιπο των αποδοχών αυτών διαμορφώθηκε μετά την δήλωση επισχέσεως και την άσκηση της αγωγής την 24-9-12 σε 33.664,44, την 20-10-12 σε 27.862,43 και την 31-12-12 σε 31.432,07€, στην προκειμένη, όμως, περίπτωση δεν πρόκειται για λήψη υπόψη μη προταθέντων "πραγμάτων", αλλά για καθορισμό των οφειλομένων στον ενάγοντα αποδοχών, όπως προέκυψαν, κατ' αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση, από τις αποδείξεις, ως εκ τούτου δε πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο (αυτός) δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το με στοιχ.β' σκέλος του από την ως άνω διάταξη.


ΙΙΙ. (Α) σύμφωνα με τον αριθ. 8 του αυτού ως άνω άρθ. 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα", των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων, ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου με την έννοια δε αυτήν "πράγματα" αποτελούν και οι λόγοι έφεσης ή αντέφεσης που αφορούν τέτοιους ισχυρισμούς, όχι, όμως, οι ισχυρισμοί που συνιστούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κλπ., αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή κλπ., ούτε και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον κρίσιμο ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και εκ των πραγμάτων με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΑΠ 2234/2013) (Β) ). Περαιτέρω, κατά τον αριθ. 11 περ. γ' του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμού που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 193/2012). Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμος, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει με την απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο ως άνω αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, εκτός αν, παρά την βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης καταλείπονται αμφιβολίες για την συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων (ΑΠ 156/2012, 739/2011). Ειδικότερα, ως προς το αποδεικτικό μέσο της ομολογίας, η οποία διακρίνεται στην αποτελούσα πλήρη απόδειξη δικαστική ομολογία, δηλ. αυτή που γίνεται προφορικά ή γραπτά ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την δίκη (ή του εντεταλμένου δικαστή) και σε εξώδικη, όπως είναι αυτή που απευθύνεται σε άλλο δικαστήριο απ' αυτό που δικάζει ή περιέχεται σε έγγραφο που εκδίδεται από διάδικο και εκτιμάται ελεύθερα (άρθ.352 και 353 ΚΠολΔ), η συναγωγή ή μη από το δικαστήριο της ουσίας εξώδικης ομολογίας από έγγραφο που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι αποτελεί κρίση περί τα πράγματα και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθ.561§1 ΚΠολΔ), αν από την προσβαλλόμενη απόφαση συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη το έγγραφο, από το οποίο συνάγεται, κατά τον λόγο αναίρεσης, εξώδικη ομολογία (ΑΠ 1462/2012). Πρέπει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με το άρθ.261 ΚΠολΔ "Κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια γενικά ή ειδικά για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση". Ο κατά την διάταξη αυτήν τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας από το δικαστήριο της ουσίας, δηλ. της ευχέρειας να συναγάγει ή όχι ομολογία ή άρνηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, διότι αφορά στην εκτίμηση πραγμάτων (ΑΠ 783/2013) (Γ) Τέλος, κατά τον αριθ. 20 του άρθ.559 ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής παραμόρφωση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση), αποδίδει δηλ. σε ορισμένο αποδεικτικό έγγραφο, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκη, όχι, όμως, και όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, προβαίνει σε εκτίμηση του αληθινού περιεχομένου του, που έχει διαγνωσθεί σωστά, δηλ. σε αποδεικτική αξιολόγησή του, και συνάγει, έστω και εσφαλμένα, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, διότι πράγματι στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για αιτίαση αναφερομένη στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθ. 561§1 ΚΠολΔ). Η παραμόρφωση μπορεί να γίνει θετικά, με την μεταβολή του κειμένου του εγγράφου, ή αρνητικά, με την παράλειψη κρίσιμων περικοπών, και πρέπει ν' αναφέρεται σε ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό, για την θεμελίωση δε του λόγου αυτού πρέπει το δικαστήριο να μόρφωσε την γνώμη του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο του εγγράφου, που κατά την σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος φέρεται ότι παραμόρφωσε, προϋπόθεση που δεν συντρέχει, όταν το έγγραφο αυτό εκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου (ΑΠ 1113/2013, 394/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, σε σχέση με τα γενόμενα ως άνω δεκτά από το Εφετείο ως αποδειχθέντα ο αναιρεσείων προβάλλει τις εξής αναιρετικές πλημμέλειες : (1) Με τον πρώτο κύριο λόγο αναίρεσης και με το υπό στοιχ.Α' σκέλος του και με τον δεύτερο κύριο λόγο κατά το με στοιχ,Β' σκέλος του και το με αριθ.1 μέρος του από τον αριθ.8 του άρθ.559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη προταθέντα απ' αυτόν "πράγματα" και ειδικότερα ότι (α) ο υπογράφων την, προχρονολογηθείσα, από 18-6-2012 "καταγγελία συμβάσεως εργασίας" Δν/της της εναγομένης Γ. Λ. είχε ενταλθεί να συντάξει και επιδώσει στον ενάγοντα το ως άνω έγγραφο καταγγελίας (β) σε συνάντηση την 2-7-2012 του ενάγοντος με τον εκπρόσωπο της εναγομένης Α. Σ. αυτός δήλωσε στον ενάγοντα ότι έχει απολυθεί και ότι έχει δώσει την εντολή να υπολογίσουν την αποζημίωσή του, ο δε ενάγων ότι αποδέχεται την καταγγελία και ζήτησε να του καταβληθούν η αποζημίωση, οι οφειλόμενοι μισθοί και η αποζημίωση αδείας 10 ετών (γ) την 5-7-2012 η αρμόδια υπηρεσία της εναγομένης με το από 5-7-2012 υπηρεσιακό σημείωμα υπολόγισε τις ως άνω αξιώσεις του (δ) ακολούθως με επιστολή του προς τον παραπάνω ο ενάγων υπενθύμισε ότι η υπηρεσία υπολόγισε την αποζημίωση με βάση τις οδηγίες του και τον παρακάλεσε "για τις δικές του ενέργειες" (ε) ο ανωτέρω μετά τον υπολογισμό των οφειλών της εναγομένης σε συνάντησή του με τον ενάγοντα την 20-7-2012 σε καφέ-εστιατόριο τον παρακάλεσε να περιορίσει τις απαιτήσεις του μέχρι το ποσό των 200.000€ και ο ενάγων δέχθηκε να περιορίσει τις απαιτήσεις του για μη λήψη αδείας σε 45.000€ (πρώτος κύριος λόγος) και (στ) δέχθηκε ότι η άρνησή του να δεχθεί την, βλαπτική κατά τους ισχυρισμούς του, μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του δεν ήταν δικαιολογημένη, διότι η μεταβολή ήταν επιβεβλημένη "για την προάσπιση της αξιοπιστίας και το κύρος της εναγομένης από την αποδιδομένη στον ενάγοντα κακοδιαχείριση σε σχέση με τη λήψη και χρησιμοποίηση του υπέρμετρου ποσού του δανείου ως προς το οποίο είχε δοθεί υπέρμετρη δημοσιότητα" (δεύτερος κύριος λόγος). Από τους λόγους αυτούς ο πρώτος κατά το ως άνω σκέλος του πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε κατ' ουσίαν εκ των πραγμάτων με την παραδοχή περιστατικών αντιθέτων, και σε κάθε περίπτωση διαφορετικών, από εκείνα που τους συγκροτούν, ο δε δεύτερος, διότι ο φερόμενος ως παρά το νόμο ληφθείς υπόψη ισχυρισμός δεν συνιστά "πράγμα" κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αλλά άρνηση της σχετικής βάσης της αγωγής (2) Με τον αυτόν πρώτο κύριο λόγο αναίρεσης και με το υπό στοιχ,Β' σκέλος του και με τον δεύτερο κύριο λόγο κατά το με στοιχ, Β' σκέλος του και το με αριθ.2 μέρος του από τον αριθ.11 περ. γ' της ίδιας διάταξης ότι προς απόδειξη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας επικαλέσθηκε παραδεκτά "πλειάδα αποδεικτικών μέσων", τα οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και ειδικότερα : (α) Το από 18-6-2012 έγγραφο "καταγγελία σύμβασης εργασίας" (πρώτος λόγος αναίρεσης) και την από 13-12-2013 έκθεση ένορκης εξέτασης του εκπροσώπου της εναγομένης Α. Σ. ενώπιον του Πταισματοδίκη Ηρακλείου (δεύτερος λόγος). Οι λόγοι αυτοί κατά τα ως άνω σκέλη και μέρη τους πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι από την περιεχομένη στην προσβαλλομένη απόφαση βεβαίωση ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της επί της ουσίας κρίσης του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, πλην των άλλων, τα νόμιμα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκαν υπόψη και τα έγγραφα αυτά (β) Ομολογίες, δικαστικές και εξώδικες του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης και δη (αα) κατά την ανώμοτη εξέτασή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, εκδόντος την εκκληθείσα απόφαση, καταθέσαντος "συναντηθήκαμε με τον ενάγοντα στις 62 Γεύσεις και συζητήσαμε" (πρώτος κύριος λόγος Β' σκέλος , β' μέρος , με αριθ.1 εδ.). Ο λόγος αυτός κατά τα ως άνω σκέλος και μέρος του πρέπει ν' απορριφθεί, το μεν διότι κατά τα προαναφερθέντα το Εφετείο δέχθηκε ότι "επακολούθησε μία συνάντηση του ενάγοντος με τον τότε πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης Α. Σ. και ο ενάγων έθεσε θέμα απόλυσής του" , άρα λήφθηκε υπόψη η φερομένη ομολογία, το δε διότι η ομολογία, όπως διατυπώνεται ο λόγος αναίρεσης, αφορά περιστατικό χωρίς έννομη επιρροή (συνάντηση και συζήτηση μεταξύ ενάγοντος και εκπροσώπου της εναγομένης) (ββ) από την μη ειδική αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης των σχετικών περιστατικών της αγωγής, καθώς και από την δικαστική ομολογία αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου κατά την συζήτηση, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων αίτησής του κατά της εναγομένης για την προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων (πρώτος κύριος λόγος, Β' σκέλος, με αριθ.2 εδ και 3). Κατά τα σκέλη και μέρη αυτά ο ερευνώμενος εδώ λόγος είναι απορριπτέος, το μεν ως απαράδεκτος, διότι η συναγωγή από το δικαστήριο της ουσίας ή όχι ομολογίας από την μη ρητή αμφισβήτηση από την εναγομένη συγκεκριμένων ισχυρισμών του ενάγοντος δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, το δε διότι και ειδικότερα η φερομένη ως ομολογία της εναγομένης σχετικά με την απ' αυτήν καταγγελία της επίμαχης σύμβασης εργασίας κατά την συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ούσα σε κάθε περίπτωση εξώδικη και όχι δικαστική, ουδαμόθεν προκύπτει, διότι κατά την συζήτηση αυτής, μη τηρηθέντων πρακτικών, το μόνο που φέρεται ως καταθέσας συναφώς και συνομολογήσας ο εκπρόσωπος της εναγομένης, άρα και η ίδια, είναι το οφειλόμενο υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών (γγ) εξώδικες ομολογίες του εκπροσώπου της εναγομένης σε σχέση με τον δυσφημιστικό για τον ενάγοντα ισχυρισμό περί εκ μέρους του κακοδιαχείρισης, γενόμενες με δηλώσεις του προς τον τοπικό τύπο, τα φύλλα του οποίου, επάγεται ακολούθως ο αναιρεσείων, δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο, και οι οποίες (εξώδικες ομολογίες) στην συνέχεια κατέστησαν δικαστικές με τις πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης (δεύτερος κύριος λόγος, με στοιχ. Β' σκέλος, με αριθ.2 εδ). Οι λόγοι αυτοί κατά τα ως άνω σκέλη και μέρη τους πρέπει ν' απορριφθούν, διότι οι προς τον τύπο δηλώσεις του εκπροσώπου της εναγομένης δεν αποτελούν εξώδικες ομολογίες, σε κάθε δε περίπτωση, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα νόμιμα προσκομισθέντα έγγραφα, έλαβε υπόψη και τα σχετικά φύλλα των εφημερίδων και επομένως και τις περιεχόμενες σ' αυτά δηλώσεις, φερόμενες ως εξώδικες ομολογίες, ενώ εξάλλου στις πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης ουδεμία συναφής δικαστική ομολογία της περιέχεται, αλλ' απλά γίνεται επίκληση και προσκομιδή των φύλλων των τοπικών εφημερίδων που ασχολούνται με το θέμα (3) Με τον πρώτο κύριο λόγο αναίρεσης κατά το Β' σκέλος και το με στοιχ. γ' μέρος του από τον αριθ.20 του άρθ.559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το από 5-7-2012 έγγραφο του ενάγοντος προς τον Πρόεδρο του ΔΣ της εναγομένης, λαβόν αριθ.πρωτ.580 και έχον το εκεί αναφερόμενο περιεχόμενο που αφορά την εκ μέρους της εναγομένης καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Ο λόγος αυτός κατά τα ως άνω σκέλος και μέρος του πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Εφετείο, εκτιμώντας και αξιολογώντας το έγγραφο αυτό μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα ορθά διέγνωσε το περιεχόμενό και απλά κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό, ενώ εξάλλου την σχετική κρίση του δεν στήριξε αποκλειστικά ή κύρια στο έγγραφο αυτό.
Επομένως και σύμφωνα με όλα τα προεκτεθέντα πρέπει, κατά μερική παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί ενμέρει η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος τούτο, κατά το οποίο χρειάζεται διευκρινίσεις, στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, εφόσον αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλον δικαστή (άρθ.580§3 ΚΠΟλΔ, όπως η παράγραφος αυτή τελικά ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθ.65§1 ν.4139/2013) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος,(ΚΠολΔ 183,178 παρ.1 εδ. 1) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 90/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος τούτο προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος που ορίζει σε χίλια εξακόσια (1600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1 Απριλίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven